Γιώργος Σεφέρης Ο Ερωτικός λόγος
Ο Ερωτικός λόγος
Ἔστι δέ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν. ΠΙΝΔΑΡΟΣ Κι είναι η πιο κούφια φύτρα ανθρώπινη εκείνοι που τα ντόπια τους καταφρονώντας στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά τον άνεμο με ελπίδες μάταιες κυνηγώντας Μετάφραση Γρυπάρης Α᾿ Ρόδο τής μοίρας, γύρευες να βρεις να μάς πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί. Τού κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση από τ᾿ αγκάθι σου έφευγε τού δρόμου ο στοχασμός η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ᾿ αποχτήσει ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός. Β᾿ Τα μυστικά τής θάλασσας ξεχνιούνται στ᾿ ακρογιάλια η σκοτεινάγρα τού βυθού ξεχνιέται στον αφρό. Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά τής μνήμης τα κοράλλια... Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν᾿ ακούσεις τ᾿ αλαφρό ξεκίνημά της... τ᾿ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα να ᾿σουν εσύ που θα ᾿φερνες την ξεχασμένη αυγή! Στον κάμπο τού αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα μέρες ν᾿ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ᾿ ουρανού, να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού... Η νύχτα να ᾿ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό. Ρόδο τού ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μάς πήρες την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. Γ᾿ Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος τής σιωπής σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα το θέλημά σου να γενεί και να μού ξαναπείς τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη· κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς και να μἀς πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη από το χνούδι τού φιλιού στα φύλλα τής καρδιάς. Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. Λησμονημένο ανάγνωσμα σ᾿ ένα παλιό ευαγγέλιο το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή: «Είναι το πέρασμα τού χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ᾿ όνειρο μένει απόντιστο κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι. »Με τού ματιού τ᾿ αλάφιασμα, με τού κορμιού το ρόδισμα ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ᾿ αστέρια. »Την ακοή μου ως να ᾿σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος μακρινός κι αξεδιάλυτος τού κόσμου ο θρήνος μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος ο λογισμός τού πόθου μου, μόνος εκείνος. »Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου να μού χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση που γύρευα από τα γοργά σείστρα τού ανέμου...» Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ᾿ ουρανού. Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ᾿ αγκάθι βλάστησε και φοβήθηκες τούς ίσκιους τού βουνού. ...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό τής λησμονιάς μέσα στα βάθη τού καιρού, πώς η καρδιά στενεύει και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς... Δ᾿ Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, τού χωρισμού πλοκάμια σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, για μιαν αγάπη μυστική σ᾿ ανεύρετα θολάμια ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων. Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί που κυβερνούν αμίλητοι τού έναστρου θόλου οι νόμοι και τού αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή. Το δάσος στέκει ριγηλό τής νύχτας αντιστύλι κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές... Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή. Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή. Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια (Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς) μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια τού κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς. Ε᾿ Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ᾿ναι για μάς πλωτός; Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός; Στην πέτρα τής υπομονής προσμένουμε το θάμα που ανοίγει τα επουράνια κι είν᾿ όλα βολετά προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα την ώρα που τού δειλινού χάνουνται τ᾿ ανοιχτά τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο τού ανέμου και τής μοίρας, μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός ρόδο τής νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας τρικύμισμα τής θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός. Αθήνα, Οχτώβρης ᾿ 29 - Δεκέμβρης ᾿ 30 |
Ο έρωτας τού Σεφέρη για την Ζακλίν Πουγιουλόν, στο Παρίσι, ο οποίος ήταν μεγάλος, αλλά ατελέσφορος, εξ αιτίας κυρίως τής αναποφασιστικότητας και τής επιθυμίας μη δέσμευσης τού ποιητή, θεωρείται ότι αντικατοπτρίζεται στον Ερωτικό λόγο.
|
Ανάλυση Α'
Ἔστι δέ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν. ΠΙΝΔΑΡΟΣ Κι είναι η πιο κούφια φύτρα ανθρώπινη εκείνοι που τα ντόπια τους καταφρονώντας στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά τον άνεμο με ελπίδες μάταιες κυνηγώντας Μετάφραση Γρυπάρης Α᾿ Ρόδο τής μοίρας, γύρευες να βρεις να μάς πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί. Τού κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση από τ᾿ αγκάθι σου έφευγε τού δρόμου ο στοχασμός η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ᾿ αποχτήσει ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός. |
Εδώ μπορούμε να έχομε δυο διαφορετικές ερμηνείες: Αυτές προκύπτουν, από τη συντακτική ανάλυση τής αρχής τού ποιήματος «Ρόδο τής μοίρας, γύρευες...» και συγκεκριμένα ποιο είναι το υποκείμενο τού "γύρευες"
Α. Στην πρώτη, το "ρόδο τής μοίρας (η μοίρα) είναι το υποκείμενο και γύρευε........ Β. Στην δεύτερη υποκείμενο στο "γύρευες¨ είναι η κοπέλα και το ρόδο τής μοίρας έχει θέση αντικειμένου (και θα πληγώσει και τους δυο) Η πρώτη: Ο ποιητής (ή ο ήρωας τού ποιήματος), απευθύνεται στη μοίρα και τής λέει «μοίρα έψαχνες τρόπο να μάς πληγώσεις.....», οπότε τούς τελευταίους στίχους τού πρώτου τετράστιχου θα πρέπει να τα δούμε σαν τις παγίδες, τα "δώρα", τα ξελογιάσματα που στήνει η φύση, την ηδονή τής ερωτικής πράξης, για να αναπαράγεται η ζωή. Σ᾿ αυτό το μεγάλο παιγνίδι τής αναπαραγωγής, όλα είναι φτιαγμένα από ένα ανεξερεύνητο "νου", να συνωμοτούν υπέρ τής Φύσης, ηδονή, μυρωδιές (λουλουδιών), έντομα, αέρας, όλα είναι επιταγμένα σ᾿ αυτό το μεγάλο φιάσκο, ζωής θανάτου. Νομίζουμε πως τα άνθη σε μάς χαρίζουν την ευωδιά τους, αλλά είναι το «χαμογέλιο "τους" σαν έτοιμο σπαθί» για τα χιλιάδες πρόθυμα έντομα, που με τη λήψη τής τροφής, παίζουν κι αυτά το ρόλο τους στο μεγάλο στημένο παιγνίδι τής Φύσης με την επικονίαση. Δεύτερη ερμηνεία και μάλλον "(η σωστή)" είναι ότι ο ήρωας τού ποιήματος ( ο ποιητής) που απευθύνεται στη γυναίκα και τής λέει: « έψαχνες ρόδι τής μοίρας (αγκάθια) να πληγωθούμε και οι δυο»; Ο Ρόντρικ Μπήτον στη βιογραφία του, για τον Σεφέρη "Περιμένοντας τον άγγελο", γράφει: «Στο πρώτο, δεύτερο και πέμπτο μέρος το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής είναι η μοίρα και όχι η αγαπημένη γυναίκα. Η μοίρα έκανε δυνατή την αγάπη και η μοίρα πάλι προκαλεί τώρα την ακούσια μνήμη, να αναδυθεί στην επιφάνεια, στο νου και να οδηγήσει τον ποιητή πίσω, στο ό,τι έχει χάσει από τότε. Μόνον το τρίτο και κεντρικό μέρος του ποιήματος, απευθύνεται στη γυναίκα». Ο Καραντώνης που βρέθηκε από νωρίς πιο κοντά στο Σεφέρη, στο βιβλίο του "Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης" γράφει: «Η μοίρα, πιο πρόσωπο άλλο από το πρόσωπο τής γυναίκας θα διάλεγε για να μάς αποκαλύψει τη δύναμή της; Το παρουσίασμα τούτο τής Μοίρας-Γυναίκας, αχώριστα συνταιριασμένων, είναι η πιο ακαταμάχητη έλξη που μεταβάλλει ολοκληρωτικά την ψυχοσύνθεση τού ανθρώπου, τον κάνει να βλέπει μέσα στην αλόγιαστη ορμή του, όλη την ερωτική σχέση εύκολη, σαν μια κατάχτηση που θα γίνει δίχως κόπους και θυσίες» Το ψυχικό του βάθος δεν εξαντλήθηκε από τον πόνο, και αναπλάθοντας στα πρώτα δυο τετράστιχα την αρχή τής ιστορίας, ξαναδίνει στο στίχο, όλη την αισθηματική τρικυμία, πού η θύμησή της, τον συγκλονίζει. Και παίρνουν οι πρώτοι στίχοι μια δραματικότερη έκφραση, γιατί υποδηλώνουν τη φιλοσοφική εγκαρτέρηση τού ανθρώπου πού με την πείρα τής δικιάς του ιστορίας, είδε πίσω από κάθε άνθρωπο τη μοίρα, σαν ένα ρόδο πού γυρεύει για να μάς πληγώσει, οπλισμένη με χαμόγελα και με σπαθιά. Πιθανόν ο Σεφέρης σαν ιδεαλιστής πίστευε στη μοίρα στο προδιαγεγραμμένο, σε αντίθεση με την άποψη ότι η προσωπική διαχείριση και η τυχαιότητα, έχουν πιο βαρύνουσα σημασία. Μια περιεκτική ερμηνεία τού ποιήματος είναι κατά την ταπεινή μου άποψη η παρακάτω: Το πνεύμα και η ενσάρκωση τού "Ερωτικού λόγου" είναι μια ερωτική ιστορία η οποία έχει τελειώσει άδοξα από καιρό. Ο ήρωας τού ποιήματος (ο ποιητής), ζει στη σκέψη, στη μνήμη και τη φαντασία, την ένταση τού αισθήματος, τις παλινδρομήσεις, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις αυτής τής ερωτικής σχέσης. Από το στίχο «Είναι το πέρασμα ….. », μέχρι το στίχο «….. τα σείστρα τού ανέμου», είναι η γυναίκα που εκφράζει τα δικά της αισθήματα για αυτή την ερωτική περιπέτεια, μέσα από τη φαντασία τού ποιητή. Τις δικές της προσδοκίες και διαψεύσεις. |