ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Από το Ανάγνωσμα Δεύτερο "Οι Ημιονηγοί" (Απόσπασμα)
Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης τής Οικουμένης, γύρισε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκωμάς; Αυτοί που ᾿ναι ταγμένοι για τη ρέγκα και το χαλβά, σ᾿ αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ᾿χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα τής καρδιάς, που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;»
Τού αποκρίθηκε ο Λευτέρης: «Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα ᾿χει από τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα τής καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι᾿ αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά - γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα βρουν, θαν τα βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος λες τάχα τού λόγου σου ότι θαν τα βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μάς ακούει». |
"Η Γέννεσις" Από το Άξιον Εστί. Απαγγέλει ο Ελύτης
|
|
Δεσπόζοντα στοιχεία τής Ύπαρξης και πως υλοποιούνται στο "Άξιον Εστί" τού Ελύτη:
1. Ποιητική αναδημιουργία τού κόσμου μέσω τής διανοητικής διαδικασίας των αισθήσεων.
Από τη Γένεσιν
«Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη.
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση.
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ᾿ ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις.
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος».
{…}
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ᾿ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
"Κάθε λέξη κι από ᾿να χελιδόνι
για να σού φέρνει την Άνοιξη μέσα στο θέρος" είπε.
Και πολλά τα λιόδενδρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό να απλώνεται στον ύπνο σου.
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δεν νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου.
αλλά λίγο το νερό
για να το ᾿χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του.
και το δένδρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις το ακριβό του όνομα.
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που να απλώσεις ρίζα
και να τραβάς τού βάθους ολοένα.
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
{…}
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ᾿ απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
τού μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση.
Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή
και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
έτρεξα σαν τρελός
στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα
να δαγκάσουνε οι πνοές
"Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου"
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές
αλλ᾿ αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
μέντα λεβάντα λουίζα
και μικρές πατημασιές αρνιών
ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα
Υπαρκτή γυναίκα
"Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή"
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα
όπως κάβος πάτησα βαθιά
που αέρα πήρανε οι σπηλιές.
{…}
2. Αντιστράτευση τού κακού, αναζήτηση τής αθωότητας:
Από τη Γένεσιν
{…}
«Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας τού άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες.
Αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμα τα μαχαίρια.»
{…}
Από τα Πάθη
Α'
{…}
«Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα.
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα,
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα.
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ΄ ανοίξω.
Στα στενά φρουρούς τούς ζέφυρους θα στήσω.
τα φιλιά τα παλιά θ᾿ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!»
γ΄
{…}
«Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση το ατσάλι και η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό και τ᾿ άρματα.
Είπα: με μόνο το σπαθί του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το άσπιλο τού νου μου θα χτυπήσω! »
ΙΒ΄
{…}
«Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου.
να ᾿ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να ᾿ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβήνει την πλάκα τού βωμού.
Και ν΄ αλλάζει το νόημα τού μαρτυρίου.
Οι αφροί του λευκοί ν᾿ αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα τού Σταυρού
και στα δένδρα το ξύλο να επιστρέφει.»
{…}
ΙΖ΄
{…}
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη τής Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα
τούς χρόνους τής οργής πίσω απ᾿ τα σίδερα.
Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο
τον βυθό της Μαρίνας.
Όπου αγνός θα περπατήσω.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας
γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
3. Ανθρωποποίηση των τεράτων:
Από τη Γένεση
«καθαρό παλιννοστούσε το αίμα και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου».
Από Πάθη Α'
«Ιδού εγώ καταντικρύ τού μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και τής άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα!»
4. Η διαχρονικότητα της Γλώσσας:
Από τον Όμηρο, στο Βυζάντιο και στη σύγχρονη εποχή με το Σολωμό.
ΠΆΘΗ Β' (Απόσπασμα)
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές τού Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές τού Ομήρου.
{…}
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
{…}
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια τού Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια τού Ύμνου!
5. Ο δρόμος προς τη γνώση.
Από τη Γένεση
«Η σιγή που εκχέρσωνα για ν᾿ αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά»
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητα μου ν᾿ αρθρώσω
Εύγε", μού είπε, "και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις"»
«Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ᾿ απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση τού μαύρου.
Την ελπίδα ως τα δάκρυα. Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση».
6. Η Αποκατάσταση της Δικαιοσύνης
Ανάγνωσμα Έκτο
Προφητικόν.
{…}
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες τής Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί τής πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
--Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή τού Νέου Αστικού μας Κώδικα.
--Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία τής Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
— Βλέπω τούς έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
— Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών».
{…}
«Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό τής ύβρης και τού μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τούς δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και τού λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
— Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι τής Αναστάσεως.
— Βλέπω τούς Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
--Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-- Βλέπω τις κανονιοφόρους τού Έρωτα.
Από τη Γένεσιν
«Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη.
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση.
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ᾿ ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις.
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος».
{…}
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ᾿ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
"Κάθε λέξη κι από ᾿να χελιδόνι
για να σού φέρνει την Άνοιξη μέσα στο θέρος" είπε.
Και πολλά τα λιόδενδρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό να απλώνεται στον ύπνο σου.
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δεν νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου.
αλλά λίγο το νερό
για να το ᾿χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του.
και το δένδρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις το ακριβό του όνομα.
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που να απλώσεις ρίζα
και να τραβάς τού βάθους ολοένα.
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
{…}
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ᾿ απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
τού μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση.
Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή
και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
έτρεξα σαν τρελός
στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα
να δαγκάσουνε οι πνοές
"Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου"
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές
αλλ᾿ αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
μέντα λεβάντα λουίζα
και μικρές πατημασιές αρνιών
ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα
Υπαρκτή γυναίκα
"Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή"
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα
όπως κάβος πάτησα βαθιά
που αέρα πήρανε οι σπηλιές.
{…}
2. Αντιστράτευση τού κακού, αναζήτηση τής αθωότητας:
Από τη Γένεσιν
{…}
«Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας τού άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες.
Αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμα τα μαχαίρια.»
{…}
Από τα Πάθη
Α'
{…}
«Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα.
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα,
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα.
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ΄ ανοίξω.
Στα στενά φρουρούς τούς ζέφυρους θα στήσω.
τα φιλιά τα παλιά θ᾿ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!»
γ΄
{…}
«Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση το ατσάλι και η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό και τ᾿ άρματα.
Είπα: με μόνο το σπαθί του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το άσπιλο τού νου μου θα χτυπήσω! »
ΙΒ΄
{…}
«Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου.
να ᾿ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να ᾿ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβήνει την πλάκα τού βωμού.
Και ν΄ αλλάζει το νόημα τού μαρτυρίου.
Οι αφροί του λευκοί ν᾿ αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα τού Σταυρού
και στα δένδρα το ξύλο να επιστρέφει.»
{…}
ΙΖ΄
{…}
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη τής Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα
τούς χρόνους τής οργής πίσω απ᾿ τα σίδερα.
Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο
τον βυθό της Μαρίνας.
Όπου αγνός θα περπατήσω.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας
γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
3. Ανθρωποποίηση των τεράτων:
Από τη Γένεση
«καθαρό παλιννοστούσε το αίμα και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου».
Από Πάθη Α'
«Ιδού εγώ καταντικρύ τού μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και τής άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα!»
4. Η διαχρονικότητα της Γλώσσας:
Από τον Όμηρο, στο Βυζάντιο και στη σύγχρονη εποχή με το Σολωμό.
ΠΆΘΗ Β' (Απόσπασμα)
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές τού Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές τού Ομήρου.
{…}
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
{…}
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια τού Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια τού Ύμνου!
5. Ο δρόμος προς τη γνώση.
Από τη Γένεση
«Η σιγή που εκχέρσωνα για ν᾿ αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά»
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητα μου ν᾿ αρθρώσω
Εύγε", μού είπε, "και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις"»
«Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ᾿ απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση τού μαύρου.
Την ελπίδα ως τα δάκρυα. Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση».
6. Η Αποκατάσταση της Δικαιοσύνης
Ανάγνωσμα Έκτο
Προφητικόν.
{…}
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες τής Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί τής πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
--Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή τού Νέου Αστικού μας Κώδικα.
--Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία τής Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
— Βλέπω τούς έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
— Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών».
{…}
«Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό τής ύβρης και τού μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τούς δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και τού λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
— Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι τής Αναστάσεως.
— Βλέπω τούς Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
--Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-- Βλέπω τις κανονιοφόρους τού Έρωτα.
Ο Μύστης τής Ομορφιάς
Ελύτης: Οι δύο φίλες (1974)
|
Από τη Γένεση:
«Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το ᾿να πλάι λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς. Και είδα Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια παράξενα, αινιγματικά: ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων ή άλλα λόγια τού Ιουλίου.» (Σημείωση ίσως περιττή για τούς γνωρίζοντες: ΈΡΩΣ, ΘΆΛΑΣΣΑ, ΜΑΡΊΝΑ, ΉΛΙΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΊΑ, ΕΛΎΤΗΣ) Από τα Πάθη ια΄ Ο ΠΟΙΗΤΉΣ ΔΙΆΚΟΝΟΣ ΤΉΣ ΑΛΚΉΣ Θα καρώ* Μοναχός των θαλερών πραγμάτων. Σεμνά θα υπηρετώ την τάξη των πουλιών Στον όρθρο τής συκιάς από τις νύχτες θα ᾿ρχομαι κατάδροσος να φέρω στην ποδιά μου το κυανό το ρόδινο το μωβ Και τις γενναίες τού νερού ν᾿ ανάβω Σταγόνες ο γενναιότερος. Εικονίσματα θα ΄χω τ᾿ άχραντα κορίτσια Ντυμένα στου πελάγους μόνο το λινό. {…} *(Θα καρώ: Μέλλοντας του κείρομαι - κουρεύομαι). Μοναχός όχι των μοναστηριών αλλά των θαλερών πραγμάτων. Στον όρθρο, όχι τής εκκλησίας αλλά του πρωινού ίσκιου τής συκιάς. Εικονίσματα θα ᾿χω τα άχραντα κορίτσια, όχι αυτά τής εκκλησίας ΙΗ΄ Η ΕΠΑΝΑΤΟΠΟΘΈΤΗΣΗ ΤΉΣ ΟΜΟΡΦΙΆΣ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ «Στον ασβέστη τώρα τούς αληθινούς μου Νόμους κλείνω και εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι᾿ αυτών τα δόντια η ρόγα* που μεθά, στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων**. *ρόγα: με τις δύο σημασίες, τη θηλή τού στήθους και τη ρόγα τού σταφυλιού. **Στην κυριολεξία: Στων ηφαιστείων το κλήμα και στο στήθος των παρθένων Από το Δοξαστικό. ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ τού πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα τού ήλιου στο ένα χέρι. ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ η πόα τής ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ᾿ Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ᾿ απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή |
ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ ΤΟΎ "ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ" ΑΠΌ ΤΑ ΠΆΘΗ
Α'
Ο ποιητής και η συνείδηση Ιδού εγώ λοιπόν ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά τού Αιγαίου· ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς· ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος. {……} Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά τα ρόδια μου θ᾿ ανοίξω Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω τα φιλιά τα παλιά θ᾿ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα! Γ' Η λιτότητα Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ᾿ εμένα τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων και απ᾿ αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο! Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς και τον Στάχυ ο Νότος τη φορά τού ανέμου εξαγοράζοντας και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές ανόσια εξαργυρώνοντας. Άλλο εγώ, πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα τού ήλιου δεν εγνώρισα και πάρεξ τη σταγόνα τού νερού στ᾿ άκοπα γένια μου δεν ένιωσα μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο τής πέτρας αιώνες κι αιώνες. Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια τής αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του. Και τα ελέη τής νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του. Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε την παρθένα τού βλέμματος. Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε και στερνά την πέτρα μού αφήσανε τρομερή ζωγραφιά μου. Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου. Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ᾿ την όψη μου: ΤΗΝ ΟΡΓΉ ΤΩΝ ΝΕΚΡΏΝ ΝΑ ΦΟΒΆΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΆΧΩΝ Τ' ΑΓΆΛΜΑΤΑ! |
Δ'
Υπερηφάνεια και η ανταρσία. Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα πουθενά, ποτέ, να μού κρατείς το χέρι στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας. Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα γενναιόδωρα πίσω μου έριξα, την Ισχύ και τη Γνώση. Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος. Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή. Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν γινάτι γι᾿ άλλες, πιο λευκές Ελένες! Γι᾿ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων! Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια τού άλλου. Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα. Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! γ΄ Η Μοναξιά Μόνος κυβέρνησα τη θλίψη μου Μόνος αποίκησα τον εγκαταλειμμένο Μάιο Μόνος εκόλπωσα τις ευωδιές Επάνω στον αγρό με τις αλκυονίδες Τάισα τα λουλούδια κίτρινο βουκόλισα τούς λόφους Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο! Είπα: δε θα ᾿ναι η μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή Και είπα: δε θα ᾿ναι το Άδικο τιμιότερο απ᾿ το αίμα! Το χέρι των σεισμών το χέρι των λιμών Το χέρι των εχτρών το χέρι των δικών Μου, εφρένιασαν εχάλασαν ερήμαξαν αφάνισαν Μία και δύο και τρεις φορές Προδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος Πάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνος Το μήνυμα που σήκωνα τ᾿ άντεξα μόνος! Μόνος απέλπισα το θάνατο Μόνος εδάγκωσα μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα Μόνος εκίνησα για το μακρύ Ταξίδι σαν τής σάλπιγγας μες στους αιθέρες! Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση το ατσάλι κι η ατιμία Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό και τ᾿ άρματα Είπα: με μόνο το σπαθί τού κρύου νερού θα παραβγώ Και είπα: με μόνο το Άσπιλο τού νου μου θα χτυπήσω! Στο πείσμα των σεισμών στο πείσμα των λιμών Στο πείσμα των εχτρών στο πείσμα των δικών Μου, ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα Μία και δύο και τρεις φορές Θεμελίωσα τα σπίτια μου στη μνήμη μόνος Πήρα και στεφανώθηκα την άλω μόνος Το στάρι που ευαγγέλισα το ᾿δρεψα μόνος! |
ε' Η αναζήτηση τής ψυχής
|
ME TO ΛΎΧΝΟ τού άστρου στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή τού κόσμου Που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ! Λυπημένες μυρσίνες ασημωμένες ύπνο Μού ράντισαν την όψη. Φυσώ και μόνος πάω Πού να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ ! Οδηγέ των ακτίνων και των κοιτώνων Μάγε Αγύρτη που γνωρίζεις το μέλλον μίλησέ μου Που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ ! Τα κορίτσια μου πένθος για τούς αιώνες έχουν Τ᾿ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν Που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ ! Εκατόγχειρες νύχτες μες στο στερέωμα όλο Τα σπλάχνα μου αναδεύουν. Αυτός ό πόνος καίει Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ ! Με το λύχνο τού άστρου στους ουρανούς γυρίζω Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή τού κόσμου Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ ! |
Ι΄
Οι νέοι της παρακμής Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής τού αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σ᾿ εμάς αόρατα με τ᾿ αυτί στην πέτρα σοβαρός και μόνος προσέχει. Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ᾿ αγκαθόφυλλα μέσα τού ήλιου αναζητεί αυτός είναι ο απόβλητος από τις αγορές τού αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί. Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής τού αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν! (Το πιο αυτοβιογραφικό νομίζω ποίημα του Ελύτη, η απομάκρυνση από το κοινότυπο, από το θόρυβο τής αγοράς, η πορεία προς την καθαρότητα των αισθημάτων, η πορεία από το μικρό στο Μέγα , από το νυν στο αεί). ΙΒ' Ο άλλος σταυρός τής Τρίαινας και τού Δελφινιού. Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες τού ύπνου άπνοια που με τυραννά και κακό κουνούπι τής Σελήνης! Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω: Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου να ᾿ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να ᾿ναι η ώρα έντεκα! Να περνά και να σβήνει την πλάκα τού βωμού και ν᾿ αλλάζει το νόημα τού μαρτυρίου Οι αφροί του λευκοί ν᾿ αναπηδούν επάνω τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν! Να περνά και να λύνει το σχήμα τού Σταυρού και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει Ο βαθύς τριγμός να μού θυμίζει ακόμη ότι αυτός που είμαι, υπάρχω! Η ουρά του η πλατιά να μού αυλακώνει από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων! Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω: Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι Το σημείο που είμαι αλήθεια ο ίδιος με την πρώτη νεότητα ν᾿ ανεβώ στο γλαυκό τ᾿ ουρανού—κι εκεί να εξουσιάσω! |
ΙΓ'
Η Αγιοποίηση των αισθήσεων Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ᾿ ανοίξω; Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα! Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι που το βότσαλο δίδαξες τής τρικυμίας και στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησες Εύγε πρώτη νεότης μου! Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε! Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε το κράτος και το νόημα τ᾿ ουρανού. Καθαρός είμαι απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη και στα χέρια τού Θανάτου άχρηστο σκεύος και στα νύχια των αγροίκων, λεία κακή. Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι; Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα! Πάρετέ μου τη θάλασσα με τοὐς άσπρους βοριάδες το πλατύ το παράθυρο γεμάτο λεμονιές τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το ένα που και μόνον αν άγγιξα η χαρά του μού άρκεσε πάρετέ μου, τραγούδησα! Πάρετέ μου τα όνειρα, πώς να διαβάσετε; Πάρετέ μου τη σκέψη, πού να την πείτε; Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη. Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί. Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά τού πελάγους. Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα. Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι. ΙΔ' Η Επαναστροφή των αισθήσεων. Ναοί στο σχήμα τ᾿ ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μάς πρέπατε! Πουλιά το βάρος τής καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά. Φύγανε και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα! Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Τείχισε τις πλευρές τού κόσμου και από το μέρος τ᾿ ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις και στην πλάκα επάνω τού βωμού σφαγίασε το σώμα τούς φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους. Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Ναοί στο σχήμα τ᾿ ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μάς πρέπατε! Πουλιά το βάρος τής καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά. Φύγανε και βαθιά κάτω απ᾿ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά φοβερά, των βράχων τ᾿ αγάλματα! |
ιβ' Ανοίγω το στόμα μου. Ο ποιητής ευαγγελιστής μιας υπερβατικής χώρας
|
ΑΝΟΊΓΩ το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα Και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών Και σεντόνια στις κοπέλες πού αγρυπνούνε Κρυφά για ν᾿ ακούν των ερώτων τα θαύματα. Ζαλίζει τ᾿ αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου Και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών Και το λώρο το χρυσό των προδομένων Αστέρων τους κόβω να πέσουν στην άβυσσο. Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές Κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούριο Μαχαίρι ετοιμάζω πού αρμόζει στους Ήρωες. Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι Κι ερείπια σαρώνουνε και χαλασμένες ψυχές Κι απ᾿ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα! |
Ανάγνωσμα έκτο -Το Προφητικόν
Ελύτης: Το τριανταφυλλάκι (1967)
ΙΖ'
Ο συμψηφισμός του καλού και του κακού. Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα. Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης τις στερνές τολύπες του ύπνου. Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου. Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης. Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού. Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα. Όθε με δόξα θα περάσω. Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση. Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα. Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο τον βυθό της Μαρίνας. Όπου αγνός θα περπατήσω. Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. |
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ᾿ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους τού ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη τού ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
--Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. --Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. --Βλέπω τούς εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. --Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων. Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες τής Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί τής πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; --Βλέπω τα χρώματα τού Υμηττού στη βάση την ιερή τού Νέου Αστικού μας Κώδικα. --Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία τής Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια. --Βλέπω τούς έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών. --Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους τού ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό τής ύβρης και τού μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ᾿ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τούς δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και τού λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; --Βλέπω τούς Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι τής Αναστάσεως. --Βλέπω τούς Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών. --Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών. --Βλέπω τις κανονιοφόρους τού Έρωτα Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη τού ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα ᾿ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ᾿χει καθένας τα λίγα γραμμάρια τής ευτυχίας. Και θα ᾿ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία τής καταιγίδας από τ᾿ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν᾿ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα τού ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων! |
Ανθολόγηση από το Δοξαστικόν
Σχόλια:
Λέξεις: Αλκή (ευρωστία), άπεφθο (καθάριο), Σημάντορες (οι δίδοντες το σήμα, οι αρχηγοί), γλαυκός (ο αστραφτερά γαλάζιος), Που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια: Ο άνεμος μετακινώντας τα φύλλα, αφήνει να φανεί το χρυσό των πορτοκαλιών. Ερμής (ο αγγελιοφόρος των θεών και ψυχοπομπός, ο φέρων τις ψυχές στον Άδη), Κηρύκειο από το ρήμα κηρύσσω. Το έμβλημα του Ερμού (ράβδος που κρατούσαν οι κήρυκες) |
ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή τού ανθρώπου η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ το χέρι τής Γοργόνας που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει σα να το κάνει τάμα στους ανέμους σα να λέει να τ᾿ αφήσει και πάλι όχι Ο μικρός ερωδιός τής εκκλησίας η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος τ᾿ ουρανού τού γλαυκού φυτείες και στέγες ΟΙ ΣΗΜΆΝΤΟΡΕΣ ΆΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι τής τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι και τού μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια |