Ο Μελισσοκόμος
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σεναριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Tonino Guerra,
Δημήτρης Νολλας .
Παίζουν
Marcello Mastroianni Σπύρος
Νάντια Μουρούζη κορίτσι
Serge Reggiani άρρωστος άντρας
Τζένη Ρουσσέα σύζυγος του Σπύρου
Ντόρα Βολανάκη
Αθηνόδωρος Προύσαλης
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Βάσια Παναγοπούλου κόρη του Σπύρου νύφη
Σταμάτης Γαρδέλης
Μιχάλης Γιαννάτος
Νίκος Κούρος
Στράτος Παχής
Δημήτρης Πουλικάκος άντρας της μεγάλης κόρης
Γιάννης Ζαβραδινός γαμπρός
Ντίνος Ηλιόπουλος μηχανικός προβολής
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Μεγάλη κόρη τού Σπύρου
Χριστόφορος Νέζερ
Γιωργος Αρβανίτης Κινηματογραφιστής
Ελενη Καραϊνδρου Συνθέτης
Σεναριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Tonino Guerra,
Δημήτρης Νολλας .
Παίζουν
Marcello Mastroianni Σπύρος
Νάντια Μουρούζη κορίτσι
Serge Reggiani άρρωστος άντρας
Τζένη Ρουσσέα σύζυγος του Σπύρου
Ντόρα Βολανάκη
Αθηνόδωρος Προύσαλης
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Βάσια Παναγοπούλου κόρη του Σπύρου νύφη
Σταμάτης Γαρδέλης
Μιχάλης Γιαννάτος
Νίκος Κούρος
Στράτος Παχής
Δημήτρης Πουλικάκος άντρας της μεγάλης κόρης
Γιάννης Ζαβραδινός γαμπρός
Ντίνος Ηλιόπουλος μηχανικός προβολής
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Μεγάλη κόρη τού Σπύρου
Χριστόφορος Νέζερ
Γιωργος Αρβανίτης Κινηματογραφιστής
Ελενη Καραϊνδρου Συνθέτης
Μια συγκλονιστική ταινία από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Όλα αρχίζουν χρονικά από ένα γάμο που η ατμόσφαιρα του φέρνει κάτι από την ατμόσφαιρα κηδείας. Οι Ζωντανοί μέλη τής οικογένειας, είναι ζωντανοί νεκροί οι περισσότεροι. Πρώτα ο πατέρας τής οικογένειας Σπύρος ( Marcello Mastroianni). Φανερά και σε όλη την ταινία είναι ένας άνθρωπος ηττημένος, ένας άνθρωπος ο οποίος φαίνεται να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για να ζήσει. Σήμερα παντρεύει την κόρη του. Ο δεσμός πατέρα κόρης τών παιδικών χρόνων, αρχίζει σιγά σιγά να χάνει σε ένταση, όταν το κορίτσι αρχίζει να γίνεται γυναίκα, για να χάσει ακόμη περισσότερο με το γάμο, όταν ένας άλλος άντρας, θα είναι πια ο προνομιούχος. Η εποχή που ο πατέρας ήταν ο μοναδικός άντρας για το κορίτσι. τότε που αρχίζει να ανακαλύπτει τον κόσμο, τα χρόνια της παιδικής αθωότητας, τών παραμυθιών, τού «ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι .... » με το γάμο ή και τον έρωτα της, φαίνονται να φτάνουν σ᾿ ένα "τέλος". Με τη γυναίκα του (Τζένη Ρουσσέα), η σχέση φαίνεται να είναι τελειωμένη. «"Τι σου έκανα Σπύρο» τον ρωτάει και αυτός με θλίψη και ίσως ενοχές, που δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο για τη γυναίκα του, από αυτό που είναι, τής απαντά: «τίποτα, τίποτα». Αυτό το «τίποτα, τίποτα» όμως τής έγνοιας να μην την πονέσει, μπορεί να είναι ένα «πολλά» για τα οποία ίσως να μην φταίει εξ ολοκλήρου κανένας. Δεν είναι θέμα αν οι άνθρωποι είναι καλοί ή κακοί που οι σχέσεις κάποια στιγμή τελειώνουν. Πρώτα σβύνει ό έρωτας και το τέλος τής σχέσης ακολουθεί. Πολλές σχέσεις πεθαμένες φαίνονται καμιά φορά ζωντανές με τις συμβάσεις (οικογένεια, παιδιά) και το καύσιμο που τις συντηρεί είναι η μοναξιά, η ρουτίνα, το ξόδεμα τής ζωής, η καθημερινή φθορά, το ανέλπιδο.
Ο Σπύρος ήδη μες την κατάθλιψη, με το γάμο τής κόρης του "παίρνει τών οματιών του», αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά .
Ο Σελίν στο αριστούργημα του " Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει :
« Γερνάς γρήγορα και επί πλέον ανεπανόρθωτα. Τ᾿ αντιλαμβάνεσαι από το ότι έχεις μάθει ν᾿ αγαπάς τη δυστυχία σου, άθελά σου. Φταίει η φύση σου που ᾿ναι πιο δυνατή από σένα, αυτό είναι όλο. Σε δοκιμάζει σε μια κατηγορία κι άντε μετά να ξεφύγεις».
Ντρεπόμουνα μάλιστα, που πάλευε να με κρατήσει η Μόλλυ. Μ᾿ άρεσε δε λέω, μα πιο πολύ μ᾿ άρεσε το βίτσιο μου, αυτή η όρεξη να το βάζω στα πόδια από παντού, γυρεύοντας δε ξέρω τι, από ηλίθια περηφάνια σίγουρα, από πίστη σε κάποιο είδος ανωτερότητας. Κατέληξα τόσο καλή που ήταν, να της ομολογήσω τη μανία μου, να το σκάω από παντού. Αλλά μού φαίνονταν ότι άρχιζα να ξεγελάω την περιβόητη μοίρα μου, το λόγο ύπαρξης μου καταπώς έλεγα, κι έκτοτε σταμάτησα να τής διηγούμαι ὀ,τι σκεφτόμουνα. Επέστρεφα μονάχος εντός μου, πολύ ικανοποιημένος που ήμουν ακόμη πιο δυστυχής από άλλοτε, γιατί είχα φέρει στη μοναξιά μου ένα είδος απόγνωσης. Κι έπειτα εκείνη ήξερε. Παραήταν ειλικρινής, δεν είχε λοιπόν πολλά να πει για μια λύπη. Αυτό που συνέβαινε μες την καρδιά της, τής αρκούσε. Φιλιόμασταν, μα πάντα σκεφτόμουνα να μην ξοδεύω χρόνο και τρυφερότητα, θαρρείς και ήθελα να τα κρατήσω όλα, για κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες, ούτε ξέρω τι, γι᾿ αργότερα, μα όχι για τη Μόλλυ και όχι γι αυτό. Θαρρείς και η ζωή θα ᾿παιρνε μακριά, θα μου ᾿κρυβε όσα ήθελα να μάθω γι᾿ αυτή, για τη ζωή που ᾿ναι στα βάθη του σκότους, η ζωή θα με κορόιδευε όπως όλους τους άλλους, η ζωή η αληθινή ερωμένη των πραγματικών ανδρών» .
Μήπως και ο Σπύρος, σ᾿ αυτό το ταξίδι που παίρνει για το πουθενά από την Βόρεια Ελλάδα, Γιάννενα , Ιστιαία, Αταλάντη...... με πρόσχημα (νομίζω), να αναζητήσει τροφή για τις μέλισσες του νοτιότερα, όπου η άνοιξη με τα λουλούδια της έρχεται νωρίτερα, κρύβει μέσα του την αναζήτηση γι᾿ αυτό το υπέροχο το μεγαλειώδες, δηλαδή τον έρωτα. Γιατί όχι, αφού όλοι γι᾿ αυτό υποφέρουν. Γι αυτό που ίσως ποτέ δεν έρχεται στους περισσότερους. Ο Σπύρος όμως είναι τυχερός. Σαν μάνα εξ ουρανού πέφτει μπροστά του ένα νυμφίδιο αλητάκι, μια Λολίτα περπατημένη, ένα κορμί που θα έδινες και τη φόδρα τής τσέπης σου.
Στην Ελλάδα; Ελέω Αγγελόπουλου γίνονται και θαύματα. Περισσότερο για το Μαστρογιάνι, παρἀ για τον φουκαρά το Σπύρο. (Κάποτε το έχω γράψει κι αλλού, κατά τον πόλεμο σε μια συσκότιση μέσα σε ένα τραίνο, κάποια τον φίλησε στα κλεφτά, ποτέ δεν είδε ποια ήταν, αλλά αυτό το φιλί γράφει ο Μαστρογιάνι στο αυτοβιογραφικό του, «Θυμάμαι ναι θυμάμαι", τού στοίχειωσε τη ζωή. Να το λέει αυτό ένας καρδιοκατακτητής! κι ας μην το παραδέχεται. Θεωρούσε ρετσινιά το "Λατίνος εραστής").
Ένα κορίτσι που τραβάει όπως το φως τα έντομα, για να καούν. Ο Σπύρος το ξέρει. Στην αρχή προσπαθεί να μείνει μακριά . Δεν είναι εύκολο να παίζεις με τη φωτιά. Το κορίτσι όμως ξέρει ότι τα όπλα της είναι πολύ δυνατά, και θα παίξει το δικό της παιγνίδι με το ναρκισσισμό της με τη δύναμη τής ομορφιάς της, την ανεμελιά και τις σκανδαλιές τής ηλικίας της. Ίσως και επειδή την γοητεύει ένας ώριμος άντρας, κλειστός, που δεν μιλάει πολύ· θέλει να λύσει το αίνιγμά του, να ξεσφραγίσει το μυστικό του. Στο δωμάτιο που καταλήγουν τον προκαλεί, με την ομορφιά της και όταν τον βλέπει "να την περιφρονεί" (κι αυτό χρειάζεται πολύ δύναμη) και να τής γυρίζει την πλάτη για να κοιμηθεί, τού λέει «καλά μπαμπά» . Αυτό δεν σημαίνει ότι διακόπτει και την επαφή τους, και αφού τού πάρει χρήματα για τσιγάρα, φέρνει πίσω αντί για τσιγάρα ένα φαντάρο, ο οποίος ο "καημένος" δεν έχει που να κοιμηθεί όπως τού λέει. Ο Σπύρος έχοντας φτάσει στα όρια του, τής λέει μάζεψε τα πράγματα σου, πράγμα που όχι μόνο δεν κάνει, αλλά τη νύχτα τον νανουρίζουν με τούς ερωτικούς αναστεναγμούς τους. Έξαλλος παίρνει πάλι τών οματιών του, αλλά η πιτσιρίκα είναι επίμονη έχει μελετήσει το σχεδιάγραμμα με τούς προορισμούς και κάπου τον πετυχαίνει και πάλι, έχοντας για παρέα ένα άλλο νεαρό. Βλέπεις το καλό πράμα έχει πολλή πέραση. Ξέρει να παίζει το παιγνίδι της πολύ καλά, αλλά τα πράγματα αρχίζουν να ζορίζουν. Τον βρίσκει πάλι στο ξενοδοχείο, τον χαϊδεύει, τού λέει ότι τής έλειψε πολύ, τον ξυρίζει με τρυφερότητα, και τού λέει «είσαι ο μόνος που μού φέρθηκε τόσο καλά». Δεν ξέρω αν ήταν το καλύτερο που ήθελε να ακούσει ο Σπύρος.
Ο Σπύρος πηγαίνει να τακτοποιήσει τις κυψέλες και όταν επιστρέφει αντιλαμβάνεται ότι το κορίτσι έχει κοντή μνήμη αλλά αισθήματα για όλους και νάτη πάλι χαρούμενη να τα πίνει με το νεαρό. Οι επιφυλάξεις πέφτουν και ο μυστικός ερωτικός καϋμός ακράτητος ρίχνουν το αυτοκίνητο πάνα στη τζαμαρία τού μαγαζιού. Το παιγνίδι έχει αγριέψει και όλα πια πρέπει να παιχτούν ανοιχτά. Το κορίτσι μέσα στο σαματά σκαρφαλώνει πάλι πάνω στο αμάξι για άλλους τόπους. Ένας σταθμός στο μαγαζί και βενζινάδικο τής μεγάλης του κόρης (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), όπου ο άντρας της ( Δημήτρης Παπουλάκος ), όταν βλέπει το Σπύρο, με τον οποίο έχει κακές σχέσεις, με τη λολίτα λέει τη περίφημη ατάκα «εδώ σηκώνει μουσική».
Μνήμες από το παρελθόν με την επίσκεψη στο ερημωμένο σπίτι τού πατέρα του, και άλλου είδους μνήμες με τη συνάντηση με παλιούς αριστερούς (Νίκος Κούρος, Serge Reggiani ). Ο ένας, ένας άρρωστος Ιταλός ρομαντικός αριστερός.
Σε κάποια στιγμή το κορίτσι θα δαγκώσει το χέρι τού Σπὐρου και θα καθαρίσει το αίμα με το στόμα της και το πρόσωπο της. Μια πράξη πάθους, συνένωσης ή απονενοημένου για το τέλος που θα έρθει;
Η τελευταία λέξη, ας πούμε "η κάθαρση", θα γίνει σε ένα εγκαταλελειμμένο σινεμά, όπου θα μείνουν ένα βράδυ.
Μνήμες από το παρελθόν με την επίσκεψη στο ερημωμένο σπίτι τού πατέρα του, και άλλου είδους μνήμες με τη συνάντηση με παλιούς αριστερούς (Νίκος Κούρος, Serge Reggiani ). Ο ένας, ένας άρρωστος Ιταλός ρομαντικός αριστερός.
Σε κάποια στιγμή το κορίτσι θα δαγκώσει το χέρι τού Σπὐρου και θα καθαρίσει το αίμα με το στόμα της και το πρόσωπο της. Μια πράξη πάθους, συνένωσης ή απονενοημένου για το τέλος που θα έρθει;
Η τελευταία λέξη, ας πούμε "η κάθαρση", θα γίνει σε ένα εγκαταλελειμμένο σινεμά, όπου θα μείνουν ένα βράδυ.
Το κορίτσι ξεντύνεται και γυμνή, ως άλλη Μαγδαληνή, καθαρίζει κατά το μύθο με το πρόσωπο της τα πόδια τού Σπύρου, με τρυφερά φιλιά προσπαθεί να ρουφήξει τη θλίψη του, κι όταν ανακαθίζει και πάλι θλιμμένος τού ζητά να τής πει ένα τραγούδι. Όταν όμως ο άνδρας θα προσπαθήσει με πάθος να κάνει έρωτα μαζί της, καθ᾿ όλη τη διάρκεια τού βίαιου αγκαλιάσματος τού φωνάζει «άφησε να φύγω, άφησε με να φύγω». Συνειδητοποίηση τού αδιέξοδου μιας σχέσης με ένα νεκρό ψυχικά άντρα, φόβος τής σχέσης, όταν γι αυτή από παιγνίδι γίνεται πάθος; Κι αν ο Αγγελόπουλος ξέρει, ή ο Μαστρογιάννι ή η Μουρούζη πάντα η ζωή έχει το πάνω χέρι.
Ο Σπύρος συντετριμμένος από αυτό που φοβόταν και που τόσο τού αντιστάθηκε, ένα αδιέξοδο πάθος, άδειος, ένας ζωντανός νεκρός αφήνεται να τον "κατασπαράξουν" οι αγαπημένες του μέλισσες.
Ένα τέλος παρόμοιο με εκείνο τής ταινίας "Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι", στην οποία η Ζαν (Μαρία Σνάιντερ) σκοτώνει τον Πολ (Μάρλον Μπράντο), όταν αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει το ερωτικό του πάθος και την εξάρτηση του από την ίδια, την οποία δεν μπορεί να αντέξει., Πάλι ένα νέο κορίτσι και ο Πολ ένας ώριμος άντρας, κυνικός, συντετριμμένος από την αυτοκτονία και την προδοσία τής γυναίκας του και ζητάει κάτι να τον στηρίξει για να ζήσει. Εκεί ένα φόνος εδώ μια αυτοκτονία.
Ένα τέλος παρόμοιο με εκείνο τής ταινίας "Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι", στην οποία η Ζαν (Μαρία Σνάιντερ) σκοτώνει τον Πολ (Μάρλον Μπράντο), όταν αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει το ερωτικό του πάθος και την εξάρτηση του από την ίδια, την οποία δεν μπορεί να αντέξει., Πάλι ένα νέο κορίτσι και ο Πολ ένας ώριμος άντρας, κυνικός, συντετριμμένος από την αυτοκτονία και την προδοσία τής γυναίκας του και ζητάει κάτι να τον στηρίξει για να ζήσει. Εκεί ένα φόνος εδώ μια αυτοκτονία.