Μετά την πρόβα -After the Rehearsal (1984)
Tο θέατρο μέσα από τον κινηματογράφο. Ο μεγάλος θεατράνθρωπος και κινηματογραφιστής, μας δίνει ένα κινηματογραφικό αριστούργημα (προσωπική μου γνώμη, την καλύτερη του ταινία), δομημένη απόλυτα σαν θεατρική παράσταση. Έργο σίγουρα με αυτοβιογραφικά στοιχεία, για τη σχέση σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς, μέσα στο θέατρο αλλά κατά προέκταση και στην πραγματική ζωή. Πρωταγωνιστής ένας σκηνοθέτης ηλικιωμένος ο Χένρικ (Έρλαντ Γιόζεφσον) και οι λογαριασμοί του με το τώρα και το χθες. Οι λογαριασμοί του με το θέατρο, και δυο γυναίκες ηθοποιούς: το τώρα, ένα όμορφο νέο κορίτσι ηθοποιό την Άννα (Λένα Όλιν), και το παρελθόν η μητέρα της επίσης ηθοποιός, η Ράκελ (Ίνγκριτ Τούλιν), η οποία έχει πεθάνει παλιά του ερωμένη, και γυναίκα τού φίλου του Μίκαελ.
Η γοητεία του έργου οφείλει πολλά στην αγάπη της κάμερας (του σκηνοθέτη) στα πρόσωπα των ηθοποιών, και η ομορφιά που τους βγάζει. Ένας υφέρπων ερωτισμός μεταξύ του ηλικιωμένου σκηνοθέτη και της νεαρής ηθοποιού, και μια σκηνοθετημένη (μέσα από το διάλογο τους) πιθανή κατάληξη της ερωτικής τους σχέσης εφ᾿ όσον δημιουργούνταν. Από την άλλη οι λογαριασμοί του Χένρικ με το παρελθόν του, την ερωτική σχέση του με την Ράκελ. Η συνάντηση τους πάνω στην σκηνή αφού η σχέση έχει τελειώσει, ετεροχρονισμένη σε σχέση με τον παρόντα χρόνο, στην οποία η Ράκελ με τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο της, «το πρόσωπό μου.... Βρωμάω σαν χαλασμένο ψάρι. Το δέρμα μου εκκρίνει μια υγρασία με μυρωδιά σαπίλας», και ένα συντρίμμι από την μοναξιά και το αλκοόλ, εκλιπαρεί τον Χένρικ να ξαναβρεθούν ερωτικά. Ο αυτοσαρκασμός της, η ψυχική της ερήμωση, ο φόβος της αν μπορεί να ξαναπαίξει θέατρο, οδηγούν τον αρνητικό εξ αρχής Χένρικ - (Χριστέ μου, κοιτάξτε πώς επινοεί και πώς επιδεικνύεται. Μια ταλαντούχα γυναίκα που κάνει τον εαυτό της ανυπόφορο, σκέφτεται), - σε μια τρυφερή εξομολόγηση «Δεν περνά μέρα να μη σε σκεφτώ. Κάθε νύχτα, προτού με κοιμίσει το χάπι, σκέφτομαι εσένα. Σ᾿ έχω πάντα στο μυαλό μου. Έτσι είναι Ράκελ» Το έργο τελειώνει κάπως απρόσμενα με την "λογική της πραγματικότητας" να παίρνει το πάνω χέρι, από τον ερωτισμό μεταξύ Χένρικ και Άννας με την εξής διάλογο:
Άννα: Ακούτε τις καμπάνες της εκκλησίας;
Χένρικ: Όχι. Η ακοή μου όλο και χειροτερεύει. Δεν το πρόσεξες;
Άννα: Ίσως... 'Όχι, δεν θα το' λεγα.
Χένρικ: Πήγαινε τώρα να τηλεφωνήσεις.
Άννα: Μην είστε θλιμμένος.
Χένρικ: Δεν είσαι εσύ η αιτία της θλίψης μου.
Άννα: Πάω να τηλεφωνήσω, αν και νιώθω πολύ άβολα.
Χένρικ: [Αυτό που με στενοχωρούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή... ήταν ότι δεν άκουγα τις καμπάνες] . Μια πικρή συνειδητοποίηση της ηλικίας από τον Χένρικ, που σημαίνει από τον Μπέργκμαν;
Η γοητεία του έργου οφείλει πολλά στην αγάπη της κάμερας (του σκηνοθέτη) στα πρόσωπα των ηθοποιών, και η ομορφιά που τους βγάζει. Ένας υφέρπων ερωτισμός μεταξύ του ηλικιωμένου σκηνοθέτη και της νεαρής ηθοποιού, και μια σκηνοθετημένη (μέσα από το διάλογο τους) πιθανή κατάληξη της ερωτικής τους σχέσης εφ᾿ όσον δημιουργούνταν. Από την άλλη οι λογαριασμοί του Χένρικ με το παρελθόν του, την ερωτική σχέση του με την Ράκελ. Η συνάντηση τους πάνω στην σκηνή αφού η σχέση έχει τελειώσει, ετεροχρονισμένη σε σχέση με τον παρόντα χρόνο, στην οποία η Ράκελ με τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο της, «το πρόσωπό μου.... Βρωμάω σαν χαλασμένο ψάρι. Το δέρμα μου εκκρίνει μια υγρασία με μυρωδιά σαπίλας», και ένα συντρίμμι από την μοναξιά και το αλκοόλ, εκλιπαρεί τον Χένρικ να ξαναβρεθούν ερωτικά. Ο αυτοσαρκασμός της, η ψυχική της ερήμωση, ο φόβος της αν μπορεί να ξαναπαίξει θέατρο, οδηγούν τον αρνητικό εξ αρχής Χένρικ - (Χριστέ μου, κοιτάξτε πώς επινοεί και πώς επιδεικνύεται. Μια ταλαντούχα γυναίκα που κάνει τον εαυτό της ανυπόφορο, σκέφτεται), - σε μια τρυφερή εξομολόγηση «Δεν περνά μέρα να μη σε σκεφτώ. Κάθε νύχτα, προτού με κοιμίσει το χάπι, σκέφτομαι εσένα. Σ᾿ έχω πάντα στο μυαλό μου. Έτσι είναι Ράκελ» Το έργο τελειώνει κάπως απρόσμενα με την "λογική της πραγματικότητας" να παίρνει το πάνω χέρι, από τον ερωτισμό μεταξύ Χένρικ και Άννας με την εξής διάλογο:
Άννα: Ακούτε τις καμπάνες της εκκλησίας;
Χένρικ: Όχι. Η ακοή μου όλο και χειροτερεύει. Δεν το πρόσεξες;
Άννα: Ίσως... 'Όχι, δεν θα το' λεγα.
Χένρικ: Πήγαινε τώρα να τηλεφωνήσεις.
Άννα: Μην είστε θλιμμένος.
Χένρικ: Δεν είσαι εσύ η αιτία της θλίψης μου.
Άννα: Πάω να τηλεφωνήσω, αν και νιώθω πολύ άβολα.
Χένρικ: [Αυτό που με στενοχωρούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή... ήταν ότι δεν άκουγα τις καμπάνες] . Μια πικρή συνειδητοποίηση της ηλικίας από τον Χένρικ, που σημαίνει από τον Μπέργκμαν;
Διάλογοι που αγγίζουν βαθειά κομμάτια της ύπαρξης.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Χένρικ: Μετά την πρόβα, μου αρέσει να παραμένω στη σκηνή. Να σκέφτομαι τη δουλειά της ημέρας μόνος... τις ώρες του απογεύματος και μέχρι να βραδιάσει... όταν το μεγάλο θέατρο είναι ήσυχο κι ερημωμένο. Πρέπει να κοιμήθηκα λίγο, μα δεν είμαι βέβαιος. Καθώς κοιτάζω γύρω μου, δεν αναγνωρίζω τον χώρο. Κάτι έχει αλλάξει, μυστήρια και ακαθόριστα. Χένρικ: Τι ψάχνεις; Άννα: Ένα βραχιόλι. Συνέχεια χάνω πράγματα. [Απόσταση και ανία. Απόσταση και αγωνία. Απόσταση και μια έντονη γεύση σιδήρου στη γλώσσα. Θέλω να φύγει. Η αναζήτηση του βραχιολιού είναι σαφώς μια πρόφαση). Θέλω να φύγεις. Φύγε τώρα]. Άννα: Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Χένρικ: Κατάλαβα. Άννα: Ευχαρίστως θα έκανα πρόβα μέρα νύχτα. Χένρικ: Δεν χρειάζεται ν᾿ απολογείσαι. Άννα: Δεν απολογούμαι. Χένρικ: Πόσων ετών είσαι, Άννα Έγκερμαν; Άννα: Μαντέψτε! Χένρικ: Όσο κι η μικρή μου κόρη. Με τον πατέρα σου κάναμε κόρες με διαφορά μιας εβδομάδας. Εικοσιτριών ετών και τριών μηνών. Άννα: Καλά περνούσατε με τον μπαμπά. Χένρικ: Μομφή είναι αυτό; Άννα: Ο μπαμπάς πάντα έλειπε, η μαμά ήταν πάντα λυπημένη Χένρικ: Ήταν απ᾿ τις ομορφότερες γυναίκες που έχω δει. Πολύ ταλαντούχα, παθιασμένη... Ύστερα παντρεύτηκε και παράτησε το θέατρο. Άννα: Ήσασταν ερωτευμένος μαζί της. Χένρικ: Όλοι ήμασταν. Άννα: Ήσασταν μαζί; Χένρικ: Γιατί όχι; Κρατούσαμε αποστάσεις. Ο Μίκαελ ήταν πιο γενναίος ή πιο απερίσκεπτος. Και να το αποτέλεσμα... Άννα: Η μαμά είχε πολλούς φίλους... και πέθανε από το αλκοόλ. Κάποτε τη ρώτησα γιατί παράτησε το θέατρο. Απάντησε ότι αγαπούσε τον πατέρα μου... και δεν ήθελε να χαραμίσει τη ζωή της. Τόσο υποκρίτρια ήταν. Χένρικ: Μιλάς χωρίς συμπόνοια. Άννα: Πώς να προσποιηθώ μια συμπόνοια που δεν νιώθω; Μου πήρε πολλά χρόνια προτού τολμήσω να τη μισήσω. Πήγα να τρελαθώ από κατάθλιψη. Τώρα τη μισώ και νιώθω πολύ καλύτερα. Γι᾿ αυτήν δεν έχει σημασία, αυτό είναι σίγουρο! Χένρικ: Αυτό είναι, φυσικά, το μεγάλο ερώτημα. Άννα: Πιστεύετε πως το μίσος μου βασανίζει τη νεκρή μητέρα μου. Χένρικ: Τούτα τα λόγια μίσους με τρομάζουν. Ίσως το μίσος την αγγίξει. Άννα: Διάβασα μια συνέντευξή σας όπου δηλώνατε... ότι έχουμε μια ζωή. Το "πριν" και ιδιαίτερα το "μετά"... δεν υπάρχει. Ότι αυτή η γνώση σας γεμίζει με αυτοπεποίθηση. Χένρικ: Έχεις ταλέντο στην ειρωνεία. Μαγεία του θεάτρου, συναισθήματα αληθινά και υποκρινόμενα τα αληθινά , γέλιο, οργή, πάθη, ζουν την δική τους μυστική ζωή, και αγγίζονται από τον Χένρικ και την Άννα. Χένρικ: Έτσι είναι, Άννα Έγκερμαν. Έτσι πρέπει να είναι. Όταν ήσουν μικρούλα στα γόνατα του πατέρα σου... μπορεί να σκεφτόμουν: "Αυτή θα γίνει ηθοποιός. Σε είδα σε μια παράσταση δραματικής σχολής. Άγκνες στον "Μπράντ". Τόση κακή μπορεί να είσαι μόνο αν έχεις ταλέντο. Μετά σε είδα σε μια ταινία, σκέφτηκα: "Θα ανεβάσω το Ονειρόδραμα με την Άννα κόρη του Ίντρα. Θέλεις να σε πείσω ότι είσαι η κατάλληλη για το ρόλο. Αν είμαι πειστικός λεκτικά συναισθηματικά και πνευματικά.... τελικά θα με πιστέψεις και η αυτοπεποίθηση θ' ανθίσει. Άννα: Αν είναι έτσι, γιατί με κατακρίνετε τόσο; Ό,τι κάνω το βρίσκετε λάθος. Πηγαίνω σπίτι μου και κλαίω από απελπισία. Δε νομίζω ότι πιστεύετε σε μένα. Χένρικ: Αλήθεια; Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι πιστεύω σε σένα... πιστεύω πως τα δάκρυά σου είναι δάκρυα χαράς. Όταν μιλάμε ιδιαιτέρως, παίζεις χειρότερα απ' όταν δουλεύουμε. Διώξε την ιδιαίτερη ηθοποιό! Κλέβει ενέργεια απ' την αληθινή. Καταπνίγει δυνάμεις που μπορείς να χρησιμοποιήσεις στη σκηνή. Άννα: Ωραίο κήρυγμα! Πώς ξέρετε ότι λέτε τα σωστά; Δεν έχετε παίξει ποτέ. Χένρικ: Το αισθάνομαι. Άννα: Δεν φοβάστε μην κάνετε λάθος; Χένρικ: Όταν ήμουν νέος και είχα λόγο να φοβηθώ, δεν το καταλάβαινα. Άννα: Ο δρόμος πολλών σκηνοθετών περνά πάνω από ποδοπατημένους ηθοποιούς. Έχετε μετρήσει ποτέ τα θύματά σας; Χένρικ: Στη ζωή, ή καλύτερα στην πραγματική ζωή... πολλοί έχουν πληγωθεί απ' τη συμπεριφορά μου... όπως κι εγώ απ' τη συμπεριφορά άλλων. Άννα: Αλλά όχι στο θέατρο; Χένρικ: Λατρεύω τους ηθοποιούς. Κατανοώ την επιθυμία τους να ξεφύγουν... αλλά και τη μαύρη, ανελέητη ειλικρίνειά τους. Μ' αρέσει όταν προσπαθούν να με εκμεταλλευτούν. Ζηλεύω την ευπιστία τους... και την πονηριά τους. Τους λατρεύω, γι' αυτό δεν μπορώ να τους πληγώσω. Οι ηθοποιοί είναι δημιουργικοί καλλιτέχνες. Πρέπει να ακούς, να έχεις υπομονή και να περιμένεις. Άννα: Εσείς μου λέτε πολλά. Χένρικ: Εσύ είσαι αρχάρια, έχει διαφορά. Ο κήπος σου χρειάζεται ξεχορτάριασμα. Υπάρχουν πολλά αγριόχορτα, αλλά τα ρόδα είναι απαράμιλλα. Έλα λίγο πιο κοντά, για να σε βλέπω καλύτερα, είπε ο λύκος. Σου πάνε έτσι τα μαλλιά σου. Άννα: Τα μακραίνω για τον ρόλο. Χένρικ: Τις πρώτες μέρες, τα είχες μοντέρνα. Δεν σου πήγαιναν. Άννα: Ήθελα να φανώ κομψή σ' εσάς, έτσι πήγα στο κομμωτήριο. Χένρικ: Για χάρη μου. Σ' ευχαριστώ... Ήθελα να κάνω καλή εντύπωση. |
[Σε όλη την διάρκεια της 2ης πράξης, η Άννα (ένα κοριτσάκι στη θέσης της στην ηλικία που διαδραματίζεται η σκηνή), κάθεται αμίλητη στον καναπέ].
Ράκελ: Βρέχει. Χένρικ: Αλήθεια; Ναι, τώρα το ακούω. Ράκελ: Κανονική φθινοπωρινή βροχή. Χένρικ: Μα φθινόπωρο είναι. Ράκελ: Κοιμήθηκες; [Απόσταση. Αδιαφορία. Ανία. Φόβος. Ανικανότητα. Ανίσχυρος θυμός. Απόσταση.] Ράκελ: Θέλεις να κοιμηθείς μαζί μου; Χένρικ: Εδώ; Ράκελ: Στο γραφείο. Το' χουμε ξανακάνει. Χένρικ: Είσαι μεθυσμένη. Ράκελ: Κακώς! Χένρικ: Ναι, πολύ κακώς! Ράκελ: Έλα, Χένρικ! Χένρικ: Δεν έχω όρεξη. Ράκελ: Έχεις όρεξη. Έχεις όρεξη... αλλά ντρέπεσαι. [Τον πλησιάζει προκλητικά] Χένρικ: Δεν έχουμε τίποτα... να πούμε. Ράκελ: Μπορούμε όμως να κάνουμε έρωτα. Σ 'αυτό δεν διαφωνήσαμε ποτέ. Διαφωνήσαμε, καλέ μου; Χένρικ: Όχι. Ράκελ: Το διάβασα στο πρόσωπό σου. Βαθιά... μέσα. Εμείς δεν έχουμε μυστικά. Χένρικ: Σαν ατάκα από κακόγουστο έργο ακούγεται. Ράκελ: Κάποιο απ' τα δικά σου, ίσως; Χένρικ: Ευχαριστώ. Ράκελ: Μαζί μου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, έτσι δεν είναι; Ό,τι θέλεις, Χένρικ... Έτσι δεν είναι; Χένρικ: Αυτό είναι το ριψοκίνδυνο μαζί σου. Ράκελ: Ήμουν η καλύτερη, έτσι; Χένρικ: Ήσουν η καλύτερη. Ράκελ: Επί 26 χρόνια, ήμουν η καλύτερη. Χένρικ: Ακόμη μπορείς να είσαι. Ράκελ: Ευχαριστώ! Σ 'ευχαριστώ πολύ. Φαίνεται ότι έχω ψεύτικα δόντια; Χένρικ: Όχι. Ράκελ: Κομμάτι κομμάτι, φθείρομαι. Ήδη από τότε που ήμουν 20 ετών και έκανα τη Μαργαρίτα... Θυμάσαι την τελευταία σκηνή; Το ήξερα ήδη από τότε. Την παρακμή. Ήταν εκεί, στη θέση της. Ναι, ήταν. Χένρικ: Αλλά τότε δεν φαινόταν. Ράκελ: Τα πόδια μου είναι απαλά σαν νεαρής κοπέλας. Το στήθος μου! Κοίταξέ το! Τι λες; Ο Χένρικ δεν λέει τίποτα. Ο Χένρικ κάθεται σιωπηλός και παρακολουθεί. Είναι αναποφάσιστος. Ο Χένρικ είναι ερεθισμένος αλλά αισθάνεται άβολα. Δεν κοιτάζει τα πόδια και τα στήθια μου... κοιτάζει το πρόσωπό μου. Και το πρόσωπό μου... Χριστέ μου! [σπαράζει με λυγμούς] Χένρικ: Γιατί μένεις στο νοσοκομείο; Ράκελ: Ο καλός μου γιατρός θεωρεί ότι είναι καλύτερο. Χένρικ: Όταν σε πιάνει κρίση; Ράκελ: Όταν με πιάνει κρίση. Χένρικ: Διαφορετικά; Ράκελ: Διαφορετικά... Έχω ένα διαμερισματάκι με θέα την αυλή κοντά στο θέατρο. Μια υπέροχη αυλή με μια παλιά καστανιά έξω απ' το παράθυρό μου. Το καλοκαίρι, το φως στο δωμάτιό μου είναι πράσινο σαν ενυδρείο. [τον αγκαλιάζει] Πάμε στο σπίτι μου. Πέντε λεπτά... Χένρικ: Περιμένω κάποιον. Ράκελ: Κατάλαβα. [απελπισμένη] Ο γιατρός μου είναι πολύ ευγενικός. Κουβεντιάζουμε επί ώρες. Λέγεται λογοθεραπεία. Μιλάει για τον εαυτό του... ύστερα με γαμάει αργά αργά, με χέρια κρύα κι ιδρωμένα. Είναι ένα ασήμαντο, ασθενικό κάθαρμα. Ράκελ: Δεν μπορώ να ξαναπαίξω έναν μεγάλο ρόλο; Με έχει κυριέψει ο τρόμος; Θα με σκοτώσει ο φόβος; Θα ξεράσω στη σκηνή, θα έχω διάρροια, θα τα κάνω πάνω μου; Άραγε το όργανό μου καταστράφηκε για πάντα; Τότε θα πρέπει να πεθάνω. Όχι, λέω ανοησίες. Δεν θέλω να πεθάνω. Τον φοβάμαι τον θάνατο. Χένρικ: Δεν θα το έλεγα. Ράκελ: Ανόητε! Τους έλεγα, ξανά και ξανά: Μην το κάνετε. Μην το κάνετε. Είναι η κρίση μιας ζωής. Το ξέρω ότι έτσι είναι. Χένρικ: Τι εννοείς; Ράκελ: Ο Μίκαελ κι εγώ είχαμε έναν συνηθισμένο καβγά. Ήξερα ότι έλεγε ψέματα. Προσπάθησα να τον κάνω να πει την αλήθεια, έστω μια φορά. Αλλά έλεγε ψέματα και επέμενε στα ψέματα. Ξέρω ότι φέρθηκα άσχημα. Έβαλα τις φωνές και κλειδώθηκα στο μπάνιο. Χτύπησα την Άννα. Άρχισε να ουρλιάζει. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, αλλά έφυγε μακριά μου... κι έτρεξε στον Μίκαελ για προστασία. Ύστερα την ξαναχτύπησα! Μετανιώνω γι' αυτό. Κάθε μέρα μετανιώνω που το έκανα. Ο Μίκαελ κάλεσε την αστυνομία και τον φίλο μας, τον γιατρό. Ράκελ: Κι εσύ μέσα ήσουν. Είπες ότι υπήρχε κίνδυνος αυτοκτονίας... αν και ήξερες ότι ποτέ δεν είχα κάνει κακό στον εαυτό μου! Χένρικ: Σταμάτα να με προκαλείς. Ράκελ: Εσύ και ο Μίκαελ και ο γιατρός Γιακόμπι. Μόνος δεν μπορούσες να με συντρίψεις, ούτε καν οι δυο σας. Οι τρεις σας, όμως, μπορούσατε! Χένρικ: [Ράκελ, γιατί δεν πας στο διάβολο, εκεί όπου ανήκεις; Δεν θέλω να σου ξαναμιλήσω ούτε να σε ξανασκεφτώ ποτέ. Δεν θέλω καμία σχέση μαζί σου. Σε αφάνισα μια για πάντα. Δεν υπάρχεις.] Χένρικ: Υπήρξαμε εραστές σου. Μας έβαλες στα σκέλια σου... ύστερα μας απέρριψες και πήγες γι' άλλα θύματα. Ήδη όταν ήμαστε μαζί έπινες πολύ. Όταν ήσουν πιωμένη ήσουν σκληρή μαζί μου! Και με τον εαυτό σου. Ράκελ: Πόσα ψέματα έχω καταπιεί όλα αυτά τα χρόνια. Ευτυχώς για σένα, δεν είμαι μόνο αφελής, έχω και κακή μνήμη! Ναι, ωραία. Γιατί νιώθεις τόση ανία; Χένρικ: Δεν νιώθω ανία, απλά αναρωτιέμαι πόσα θύματα βρίσκονται στην ουρά. Ράκελ: Να ᾿μαι... στο αγαπημένο μου θέατρο. Είμαι 64 ετών, ο πρώην εραστής μου, από οίκτο, μου έχει δώσει... [Χριστέ μου, κοιτάξτε πώς επινοεί και πώς επιδεικνύεται. Μια ταλαντούχα γυναίκα που κάνει τον εαυτό της ανυπόφορο. Ξέρω ακριβώς πού θα καταλήξει αυτή η κακόγουστη παράσταση. Σε λίγο θα έρθει η στιγμή της αλήθειας. Η σύντομη μα τρομερή επίγνωση... Η κατάρρευση]. Ράκελ: ..... το πρόσωπό μου. Βρωμάω σαν χαλασμένο ψάρι. Το δέρμα μου εκκρίνει μια υγρασία με μυρωδιά σαπίλας. Κι εσύ μιλάς για θύματα που περιμένουν στην ουρά; Χριστός και Παναγία! Χένρικ: Μια φιλοφρόνηση ήταν. Ράκελ: Φιλοφρόνηση; Α, με συγχωρείς. Το ξέρω ότι δεν σ' αρέσει να κλαίω. Χένρικ: Δεν θέλω να πάθεις τίποτα. Ακούς; Ράκελ: Δεν χαίρεσαι που ήρθα να σε δω. Χένρικ: [την αγκαλιάζει] Ράκελ... Ποτέ δεν με πιστεύεις. Μα προσπάθησε να πιστέψεις αυτό: Δεν περνά μέρα που να μη σε σκεφτώ. Κάθε νύχτα, προτού με κοιμίσει το χάπι, σκέφτομαι εσένα. Σ' έχω πάντα στο μυαλό μου. Έτσι είναι, Ράκελ. Ράκελ: Πολύ ευγενικό από μέρους σου. Χένρικ: Όχι ευγένεια, είναι η αλήθεια. Ράκελ: Καλοσύνη σου που μου το λες. Χένρικ: Πήγαινε συμμάζεψε το σπίτι σου και σε μια ώρα θα είμαι εκεί. Ράκελ: Το λες για να με ξεφορτωθείς. Θα πάω. Φεύγω τώρα. Να μας μαγειρέψω ένα ωραίο δείπνο, όπως παλιά; Χένρικ: Πήγαινε τώρα! Θα έρθω σίγουρα. Ράκελ! [Η ίδια ιστορία: Πάντα τρέχω πίσω της. Αυτή η ανώφελη συμφιλίωση... η ένοχη συνείδηση, ο φόβος και η καταπιεσμένη οργή... κι ύστερα η συμπόνοια. Πάντα το ίδιο]. |
Άννα: Ποτέ δεν έδωσα σημασία στα παιδιαρίσματα της μαμάς. Την περασμένη Πέμπτη είπατε ότι είμαι παιδαριώδης. Είναι αλήθεια.
Χένρικ: Η παιδαριώδης συμπεριφορά είναι συνηθισμένη στο επάγγελμά μας. Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν; Εκπλήσσομαι που ο κόσμος μας παίρνει στα σοβαρά. Χτίζουν μεγάλες όμορφες αίθουσες για να παίζουμε τα παιχνίδια μας. Καλλιέργησε την παιδιαστικότητά σου. Είναι ένα καλό φίλτρο κατά της συναίσθησης. Άννα: Όταν με κυριεύει το πάθος δεν έχω συναίσθηση. Χένρικ: Ζηλεύεις; Άννα: Φυσιολογικά. Χένρικ: Καταλαβαίνω. Άννα: Εσείς Χένρικ: Καθόλου, φυσιολογικά. Άννα: Με κοιτάτε, έτοιμος να πείτε κάτι εκπληκτικό και σκέφτομαι: "Ο θείος Χένρικ είναι ερωτύλος;" Χένρικ: Αυτό δεν ήταν πολύ ευγενικό. Άννα: Δεν βλέπετε ότι χάρηκα; Χένρικ: Αλήθεια; Άννα: Χάλασα τον ειρμό σας. Σε συμπαθώ. Χένρικ: Είμαι ερωτευμένος, αν θέλεις. Χαίρομαι που κάθεσαι εδώ μαζί μου στον καναπέ της Έντα Γκάμπλερ. Που μπορώ να σε αγγίξω με το χέρι μου. Χαίρομαι που θα συνεργαστούμε... που είσαι δεμένη μαζί μου επαγγελματικά... και επομένως, συναισθηματικά. Σε έχω ερωτευτεί γιατί είσαι νέα και όμορφη. Γιατί είσαι ένα πολύ προικισμένο άτομο. Γιατί είσαι πολύ καλή ηθοποιός. Όμορφα λόγια. Είναι απολύτως φυσιολογικό να ζηλεύω! Ξέρω ότι ζεις μ' εκείνον τον πλαδαρό βοηθό σκηνοθέτη... τον Γιόχαν... κάτι. Δεν είναι μόνο εξαιρετικά αυθάδης, αλλά και ατάλαντος... τουλάχιστον κρίνοντας απ᾿ το έργο του Μπρεχτ στο στούντιο. Το ότι κατάφερε να σε ρίξει είναι θρίαμβος της μετριότητας. Άννα: Περιμένουμε παιδί. Χένρικ: Το ήξερα... Χένρικ: Τι μήνα, δεύτερο; Άννα: Τρίτο. [Σιωπή] Χένρικ: Το ήξερα. Είναι γελοίο. Άννα: Ποιο είναι γελοίο; Χένρικ: Στην πρεμιέρα, θα είσαι πέντε μηνών. Πόσο θα παίξεις; 15 μέρες; Συγγνώμη που ενοχλούμαι. Άννα: Τώρα δεν χαίρεστε για τη δουλειά μας. Χένρικ: Δεν καταλαβαίνω. Σε μια νέα, φιλόδοξη ηθοποιό προσφέρεται ο ρόλος μιας ζωής. Είναι μια καθοριστική στιγμή στην καριέρα της. Ξέρει για πάνω από ένα χρόνο ότι θα το κάνει τώρα. Και μένει έγκυος! Δεν μπορώ να το καταλάβω. Άννα: Τώρα δεν είστε ερωτευμένος πια, έτσι; Χένρικ: Όχι. Αντιθέτως. Άννα: Τι εννοείτε; Χένρικ: Το να σκηνοθετώ το "Ονειρόδραμα" με Αγνή εσένα είναι σπουδαίο. Το ότι θα παίξουμε για 15 μέρες είναι ακόμη σπουδαιότερο. "Δεν θα κάνουμε παράσταση, κάναμε μωρό". Όσο το σκέφτομαι, είναι σπουδαίο. Αν και είμαι περισσότερο τσαντισμένος με τον βοηθό σου. Τι θρίαμβος να μου καταστρέψετε το "Ονειρόδραμα"! Άννα: Θα θέλατε να το ρίξω; Χένρικ: Όχι. Όχι για το θέατρο, δεν αξίζει. Άννα: Μα εσείς είπατε... Χένρικ: Ξέχνα τι είπα. Μιλούσε ο γέρο θεατρίνος μέσα μου. Εκείνος που θέλει οι προσπάθειές του να αξίζουν τον κόπο. Μη νοιάζεσαι γι' αυτόν, κι εγώ τον έχω βαρεθεί. Άννα: Αύριο θα πάω στον καλλιτεχνικό διευθυντή. Χένρικ: Θα παρατήσεις τον ρόλο; Άννα: Ναι. Άννα: Είπα ό,τι είχα να πω. Χένρικ: Και το βραχιόλι; Άννα: Ήταν μια φτηνή δικαιολογία. Χένρικ: [σιωπή, την πιάνει από το χέρι κάθονται] Άννα... Μην παρατήσεις τον ρόλο. Άννα: Πώς να αντέξω την επιθετικότητά σας; Δεν υπάρχει μωρό. Χένρικ: Έκανες κιόλας έκτρωση; Άννα: Την περασμένη βδομάδα. Χένρικ: Έριξες το παιδί; Άννα: Θέλω τον ρόλο μου! Χένρικ: [σηκώνεται] Κατάλαβα. Άννα: Η σχέση μου με τον Γιόχαν ουσιαστικά έχει τελειώσει. [κλαίει] Χένρικ: Γιατί είπες ότι είσαι έγκυος; Άννα: Έτσι μου ήρθε. Χένρικ: Σωστά... Ήθελες να δεις την αντίδρασή μου. Άννα: Ίσως ήθελα να σας δω να ταπεινώνεστε. Χένρικ: Και ταπεινώθηκα. Το αστειάκι σου απέδωσε. Άννα: [του χαϊδεύει το πρόσωπο και τον φιλά στο στόμα] Τώρα διώχνω αυτό το λυπημένο πρόσωπο. Χένρικ: Μου θυμίζεις τη μητέρα σου. Άννα: Συγγνώμη που σας στενοχώρησα. Χένρικ: Δεν μ᾿ αρέσει όταν γίνεσαι επιτηδευμένη. Άννα: Δεν διαβάζετε ποτέ λάθος; Χένρικ: Εσένα όχι. Με χάιδεψες ενώ ήθελες να με χτυπήσεις. Άννα: Αυτό δεν είναι αλήθεια! Χένρικ: Μοιάζεις πολύ με τη μητέρα σου. Άννα: Αν ξαναπείτε ότι μοιάζω με τη μητέρα μου, θα φύγω! Χένρικ: Πραγματικά μοιάζεις πολύ με τη μητέρα σου. Ζω μόνος εδώ και οκτώ χρόνια. Μια ηλικιωμένη κυρία έρχεται τρεις ώρες τη μέρα. Καθαρίζει, μαγειρεύει, πλένει και φεύγει. Έχω λίγους φίλους. Η γυναίκα μου με επισκέπτεται όταν έχει όρεξη. Περνάει τη νύχτα μαζί μου. Συμπαθούμε ο ένας τον άλλον. Άννα: Εγώ θα έρχομαι όταν με καλείτε. Χένρικ: [γελάει] Ένας ψυχολόγος είχε πει ότι η θερμοκρασία του έρωτα... μετριέται μόνο από τη μοναξιά που προηγείται. Είχα άλλα σχέδια. Θα είχαμε τη δουλειά μας... τις πρόβες, τις ώρες επί σκηνής. Το "Ονειρόδραμα" κι εμείς. Άννα: Συγγνώμη που σας τα χάλασα. Χένρικ: Θα σου έδινα απ᾿ την εμπειρία μου. Θα σου δίνω ταυτότητα, στοργή και τρυφερότητα... από τις 10:30 έως τις 3:00. Θα φροντίσω να σε αγαπά το κοινό και να έχει ωραίο φωτισμό. Θα σε προστατεύω απ᾿ τον εαυτό σου και θα φροντίσω να μην πέσεις. Από τις 10:30 έως τις 3:00... Όχι, μη μ᾿ αγγίζεις. Δεν έχω ενδιαφέρον για σένα. Είμαι ένα τελειωμένο κεφάλαιο. Ένα τελειωμένο κεφάλαιο, σχεδόν παιγμένο. Δεν υποκρίνομαι. [τη χαϊδεύει] Αρνούμαι να παίξω στο δράμα σου. Μόνο γελοίο και ταπεινωτικό μπορεί να είναι. Μα όχι για σένα, φυσικά. Τι είχες στο μυαλό σου; Ένα δράμα πάθους; Μια σχέση; Ή ίσως απλά λίγη υπερωρία στην ηθοποιία; Έχεις ήδη έναν πολύ ικανό πατέρα. Σίγουρα δεν θέλεις κι άλλον; Είσαι σκληρή και ανελέητη. Λες περίτεχνα ψέματα... όχι για να έχεις υπεροχή, αλλά για να εκμεταλλευτείς. Πιστεύω ότι με χώρεσες στο πρόγραμμά σου. Η σχέση μας ίσως κεντρίσει την παρακμάζουσα σχέση σου. Δεν ξέρω, ίσως είμαι άδικος. Άννα: Δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Χένρικ: Μπορείς να πεις ότι έχω άδικο. Άννα: Πώς θα μπορούσα να σας πείσω; Χένρικ: Μην το παίρνεις τόσο σοβαρά! Μόνο οι κριτικοί πιστεύουν σε μια αντικειμενική αλήθεια... ενώ ισχυρίζονται το αντίθετο. Άννα: Πιάστε μου το στήθος. Χένρικ: Όχι! Τώρα δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Ένα κωμικό φιάσκο. Μια θλιβερή οπισθοχώρηση. Μια γελοία κατάσταση. Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος. Έτσι, μια βδομάδα αργότερα θα μιλούσαμε μετά τις πρόβες. Πρέπει να συζητήσουμε το ρόλο σου, έτσι; κι έναν συνάδελφο για άλλοθι. Αρχίζουμε να συναντιόμαστε στο καμαρίνι μου. Όταν φεύγεις, φιλιόμαστε στο στόμα. Κάποια μέρα συζητάμε την αποτυχημένη σχέση σου. Πουλάς τον Γιόχαν, κι εγώ χάφτω ό,τι μου λες γι᾿ αυτόν. Μετά από λίγες μέρες, έρχεσαι στην πρόβα με μάτια κλαμένα. Σε ρωτάω τι συμβαίνει και απλά κουνάς το κεφάλι. Άννα: Εκείνη τη μέρα δουλεύουμε όμορφα μαζί. Χένρικ: Σου ζητώ να φάμε μαζί το βράδυ. Με κοιτάς με περίλυπη σοβαρότητα και μου γνέφεις. Άννα: Το βράδυ... Καθυστερώ. Έχω τσακωθεί με τον Γιόχαν. Χένρικ: Τρώμε, πίνουμε και συζητάμε για σένα όλο το βράδυ. Στις 11, σε πηγαίνω σπίτι. Η σχέση μας είναι γλυκιά, γεμάτη υποσχέσεις. Σε φιλώ στο μάγουλο, "Να προσέχεις", σου λέω. Με κοιτάς μ᾿ ένα αινιγματικό χαμόγελο, κουνώντας αργά το κεφάλι. Τα μάτια σου, τα όμορφα μάτια σου, είναι γεμάτα δάκρυα. Φεύγεις, χωρίς να πεις λέξη. Λίγο αργότερα, πλαγιάζουμε μαζί για πρώτη φορά. Περισσότερο για πλάκα. Είναι ένα πείραμα, χωρίς καμία σημασία. Η εμπειρία μάς αφήνει... μια γλυκιά αίσθηση ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Όλοι το ξέρουν, μα κανείς δεν λέει τίποτα. Ο Γιόχαν φλερτάρει με τις συμπονετικές σπουδάστριες της σχολής. Υπάρχει ένα γενικό αίσθημα ευφορίας... με περιστασιακές βίαιες αλλά ακίνδυνες καταιγίδες. Καθώς απομένουν 4 εβδομάδες πρόβας, ξεσπάει η κρίση. Άννα: Ποια κρίση; Χένρικ: Θα σου πω... Μια μέρα στη διάρκεια της πρόβας τσακωνόμαστε. Για ποιο λόγο; Άννα: Τέσσερις μέρες έχω κολλήσει ακριβώς στο ίδιο σημείο. Νιώθω πολύ αδύνατη σ' αυτό. Εσείς ενοχλείστε και λέτε... Χένρικ: Κάτσε και μελέτησε το κείμενο. Άννα: Δεν το καταλαβαίνω. Χένρικ: Σου το έχω εξηγήσει... Άννα: Μπορεί να είμαι χαζή, αλλά εσείς το κάνετε ακόμη πιο ασαφές. Νομίζετε ότι είμαι ξεροκέφαλη! Χένρικ: Δεν νομίζω τίποτα. Άννα: Ύστερα στο ξενοδοχείο, μου ζητάτε συγγνώμη. Είστε υπέροχος και στοργικός... Χένρικ: Αντιθέτως. Η καταπιεσμένη μου ζήλεια ξεσπά σε μια ανυπόφορη σκηνή. Ακούω τον εαυτό μου να λέει όλες τις ανοησίες που ορκίστηκα να... Άννα: Εγώ αποδεικνύομαι ακόμη πιο ζηλιάρα. Ωρύομαι για την όμορφη, χαριτωμένη σύζυγο που σας επισκέφθηκε. Τα᾿ χετε χαμένα! Χένρικ: Τότε δεν με ξέρεις. Καθόλου χαμένα. Αντιθέτως, προσφέρομαι να τελειώσω τη σχέση. Λέω ότι είμαι πολύ γέρος για τα παιδιαρίσματά σου... και τυλίγομαι σε μια μελαγχολική σιωπή. Γίνεσαι ανασφαλής και κοντοστέκεσαι στην έξοδο. Για πρώτη φορά βλέπεις ότι είμαι γέρος και λίγο μωρός. Έχεις έτοιμο το μαχαίρι για τον φόνο, μα δοκιμάζεσαι. Άννα: Ναι, Χένρικ! Ξαφνικά, με κυριεύουν μητρικά αισθήματα για σένα. Χένρικ: Δεν σε κυριεύουν μητρικά αισθήματα! Σκέφτεσαι τον ρόλο σου. "Τι θα γίνει αν χωρίσουμε; Θα με εκδικηθεί;" "Οι συνεργάτες μου θα πανηγυρίζουν". "Μην τους δώσεις αυτή τη χαρά. "Όχι, πρώτα η πρεμιέρα και μετά χωρίζω. Έτσι θα γίνει. "Κατεβάζεις το θανάσιμο μαχαίρι και βάζεις τα κλάματα. Παρερμηνεύω τα δάκρυά σου και προσπαθώ να σε παρηγορήσω. Κάνουμε έρωτα, μια ψεύτικη συμφιλίωση. Άννα: Γίνεστε δυσάρεστος. Χένρικ: Η τελευταία βδομάδα είναι βασανιστική. Αναζητούμε κι οι δύο εξιλέωση σε απεγνωσμένους μονολόγους. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Πρόβα τζενεράλε: φωτισμός, κοστούμια, μακιγιάζ. Άννα: Νιώθω δυστυχισμένη και ανεπαρκής. Ήθελα να είμαι η κόρη του Ίντρα που δεν θα ξεχνούσατε ποτέ... που θα σας ανάγκαζε να μην ξανανεβάσετε άλλο "Ονειρόδραμα". Είναι η τελευταία μας νύχτα μαζί μετά την πρόβα τζενεράλε. Πίνουμε κρασί και μεθάμε απ' το συναίσθημα. Μιλάμε για το μέλλον, για άλλα σχέδια, άλλες συνεργασίες. Χένρικ: Μιλάμε για γάμο. Παιδιά, ίσως. Φέρνουμε στο μυαλό μακρόβιους γάμους. Άννα: Όλα είναι θλιβερά... και σχεδόν έχουν τελειώσει. Και δυστυχώς το ξέρουμε κι οι δύο. Άννα: Κι όταν συναντιόμαστε αργότερα; Χένρικ: Φιλικά. Κι ο Γιόχαν μαζί. Τρώμε κι οι τρεις, συζητώντας για την κατάσταση του θεάτρου. Έτσι θα γινόταν. [γελάει] Άννα: Τόσο άσχημα ήταν; Χένρικ: Όχι. Όχι, δεν θα το 'λεγα. Άννα: Αυτή η κουβέντα με στενοχώρησε. [μαζεύει τα πράγματά της ] Χένρικ: Αλήθεια; Άννα: Δεν με κοιτάς. Κοίταξέ με. Χένρικ: Σε κοιτάζω τώρα! Άννα: Σκατά! Ξέχασα την πρόβα μου στο ραδιόφωνο στις 4:30. Χένρικ: Πες ότι ο καταραμένος Φόγκλερ σε καθυστέρησε. Θα σε πιστέψουν. Άννα: Θα τους πάρω να πω ότι έρχομαι. Χένρικ Εγώ θα μείνω εδώ. Άννα: Ακούτε τις καμπάνες της εκκλησίας; Χένρικ: Όχι. Η ακοή μου όλο και χειροτερεύει. Δεν το πρόσεξες; Άννα: Ίσως... 'Όχι, δεν θα το ᾿λεγα. Χένρικ: Πήγαινε τώρα να τηλεφωνήσεις. Άννα: Μην είστε θλιμμένος. Χένρικ: Δεν είσαι εσύ η αιτία της θλίψης μου. Άννα: Σίγουρα; Χένρικ: Σίγουρα. Άννα: Πάω να τηλεφωνήσω, αν και νιώθω πολύ άβολα. Χένρικ: [Αυτό που με στενοχωρούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή... ήταν ότι δεν άκουγα τις καμπάνες] |