Ο Καρυωτάκης και η Αριστερά.
Το 1927 κυκλοφορούν τα Ελεγεία και Σάτιρες
Πρώτη κριτική αποτίμηση του Βασίλη Ρώτα (εκείνη την εποχή δεν έχει καμία σχέση με τις κομμουνιστικές ιδέες, μάλλον εχθρικά διάκειται απέναντί τους) στο ελληνοχριστιανικής κατεύθυνσης περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Είναι ένα περιοδικό που εκφράζει τις ιδεαλιστικές θέσεις τού Γιάννη Αποστολάκη και δημιουργήθηκε ως ανάχωμα στις κομμουνιστικές ιδέες που αρχίζουν να διαδίδονται αυτή τη δεκαετία από αντίστοιχα φιλολογικά περιοδικά. Η κριτική του Ρώτα ήταν αρνητική, που στόχευε στην ακύρωση τής ποιητικής υπόστασης τού Καρυωτάκη, έθιγε και την ανθρώπινη προσωπικότητα.
«Μελαγχολικό παιδί ο Καρυωτάκης, μα τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε με τον Πόνο τού Ανθρώπου και τών Πραμάτων. Μολονότι φτωχικιά τότε και δειλή, όμως έδειχνε ευγένεια και σεμνότητα η θλιμμένη του εμφάνιση, όσο κι αν η θλίψη του φαινότανε τεχνητή, έτσι σαν από παιδιάτικη μίμηση. Μα ήταν παιδί.
Στο δεύτερο βιβλίο του, Νηπενθή, η μελαγχολία, το λουλούδι που διάλεξε να καλλιεργήσει στο περιβόλι της καρδιάς του, είχε ριζώσει και φουντώσει. Μιλούσε κει για «χαμούς τής νιότης», για «γεράματα», για τη ζωή πως είναι «φέρετρο», για «απέραντη πικρία». Κανείς δεν τον πίστευε, ωστόσο ο τρόπος που θρηνολογούσε είχε τη νοστιμάδα του, σαν το αναφιλητό που πιάνει γι’ ασήμαντη αφορμή ένα μωρό παιδί.
Και να, τώρα, με το Ελεγεία και Σάτιρες, που τα πράματα έχουν σοβαρέψει. Σαν τούς σπανούς, που ανάστημα ρίχνουν, αλλά γένια δε βγάζουν, έτσι κι ο Καρυωτάκης, ενώ δείχνει πως μεγάλωσε με την ευγενικότερη, λεπτότερη, θαρρετότερη, εφευρετικότερη τεχνική του, ωστόσο απόμεινε μελαγχολικός. Ο «πόνος» τού ᾿χει γίνει τώρα τρόπος ζωής. Η μελαγχολία του έχει τώρα και τις αφορμές της, κι ας είναι αυτές οι συνηθισμένες αφορμές που κάνουν έναν «ποιητή» να πονεί, γιατί τα βλέπει όλα μαύρα, μια και δεν τα βρίσκει όλα στη ζωή όπως αυτός τα ονειρεύεται, γιατί, αντίς να δρέπει άνθη και να τα προσφέρει στην «εκείνην», είναι αναγκασμένος να δουλεύει και να κάνει παρέα με ανθρώπους αγροίκους, σκληρούς και βλάκες. Μαραζώνει, απογοητευμένος από τη ζωή που φεύγει, παράκαιρα, δίχως χαρά η λύπη, δίχως ικανοποίηση, τσακίζεται και τα ρίχνει τ’ άρματα:
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Είναι τρομερό. Πρέπει στ᾿ αλήθεια να υποφέρει για να βλαστημάει έτσι. Τρομερό, γιατί στο σημείο αυτό δεν τον εκατάντησε μια καταστροφή, μια συμφορά, ένα αγιάτρευτο χτύπημα. Είναι τρομερό. Πρέπει στ’ αλήθεια να υποφέρει για να βλαστημάει Τέτοιο πράμα δεν φαίνεται από τούς στίχους του. Αλλά είναι το φριχτό αποτέλεσμα της μελαγχολίας, που την εσυνήθισε στην αρχή, όπως συνηθίζει κανείς το τσιγάρο, και τώρα τον εκυρίεψε, τού ᾿διωξε κάθε άλλη ευχαρίστηση, τού ᾿γινε εγωπάθεια. Κ᾿ επειδή η εγωπάθεια αυτή είναι ένα γενικότερο φαινόμενο στον τόπο μας, που βρήκε ίσως στον Καρυωτάκη την καλύτερή του έκφραση, θα προσπαθήσω να το περιγράψω εδώ, εξετάζοντας λεπτομερέστερα τη νέα αυτή ποιητική συλλογή τού μελαγχολικού ποιητή.
Η συλλογή χωρίζεται: στα «Ελεγεία», πρώτη και δεύτερη σειρά, στην «Ηρωική Τριλογία», στις «Σάτιρες» και στις «Μεταφράσεις». Έξω από την «Ηρωική Τριλογία» —που είναι τρία σονέτα σε πεντασύλλαβους, δείγματα δεξιοτεχνίας, τρεις εικόνες ηρωικές επιγραμματικές: «Διάκος», «Κανάρης», «Μπάιρον»— όλα τ᾿ άλλα τα ᾿χει γεννήσει αυτή η μελαγχολία που είπαμε, ακόμα και τις «μεταφράσεις», όπου έχει διαλέξει (και μεταφράσει πολύ πετυχημένα) ορισμένα μελαγχολικά ποιήματα από ορισμένους Γάλλους και Γερμανούς μελαγχολικούς ποιητές.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής δίνει τον τόνο που θ᾿ επακολουθήσουν όλα τ᾿ άλλα (σημειώνω με αραιά στοιχεία κάθε τι που μού φαίνεται υπερβολικό σ’ έκφραση ή γλωσσικό και γραμματικό τύπο):
Το θάνατο μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα τών ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μάς αφήσει,
κι υστέρα πια μήτε σκιές δεν ε ί μ ε θ α σκιών.
Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως τού ηλίου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια τού Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Βλέπετε πως ο εαυτός μας έφτασε στο σημείο να φοβάται πια και τα λουλούδια και τον ήλιο. Εκείνο το «χρειάζεται» δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η στάση τών λουλουδιών, τού ήλιου και της άμετρης γύρω φύσης είναι απέναντι μας εχθρική. Ο ποιητής, σαν αγρίμι κυνηγημένο, έχει μουλώξει και φοβάται ως και τον ίσκιο του, έχει σφαλίσει το είναι του σαν το στρείδι και δεν ανοίγει με κανέναν τρόπο. Μόνον έτσι εξηγείται το πεισματικό αυτό κρέμασμα τών μούτρων, αυτή η απελπισμένη ρούτζα ενός παιδιού παραχαϊδεμένου, που από εγωπάθεια εκατάντησε ένας ανυπόφορος ιδιότροπος, νευρικός και γκρινιάρης, αφημένος στο πάθος του τόσο που να μη μπορεί να ιδεί πόσο ψεύτικο είναι, και να φαντάζεται πως ήλιος και λουλούδια περιμένουν τι και πως, χρειάζονται το θάνατο του. Ο άνθρωπος υποφέρει σαν κανένας υποχονδριακός. Και δεν είναι μόνον τεχνικός λόγος που ο ποιητής διαλέγει κι από τη δημοτική κι από την καθαρεύουσα τις λέξεις του και τούς γραμματικούς του τύπους. Είναι παραξενιά του, κούραση και βαριεστισμάρα.
Ωστόσο με τέτοιους στίχους εξακολουθεί ο ποιητής να δίνει όλες τις απόχρωσες τής μελαγχολίας του. Κάποια ευτυχισμένη στιγμή (ερωτική, τι άλλο;), που πέρασε για πάντα, αναλαβαίνει να δώσει μια πραγματικότερη αφορμή, δίχως όμως να επιμένει και πολύ, χάνεται αμέσως. Τίποτα, η λύπη είναι sui generis, δίχως αφορμή καμιά. Τα «αιώνια θλίψη», «αιώνια πληγή», «άρρωστο κορμί» και τα τέτοια, δε σημαίνουν πως τον τρώει τον ποιητή μας καμιά αρρώστια αγιάτρευτη. Σε μια στιγμή τ’ ομολογεί κι ο ίδιος:
... και ρωτιόμαστε τι να ᾿χομε, τι να ᾿χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
— δέτε υπερβολή μια φορά:
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγονται στο γέλιο τών αιώνων.
Τα «απόλυτο Μηδέν», «απεραντοσύνη», «καθώς βαδίζω μια σκιά μ’ ακολουθεί από πάνω», είναι μοναχά κόλπα για να θρέψουν και συντηρήσουν μια μελαγχολία καθάρια ποιητική και μάλιστα σύγχρονη νεοελληνική. Μα ο Καρυωτάκης, όντας τεχνίτης, ξεπερνά τον αφύσικο και σαχλό τόνο της στανικής μελαγχολίας όλων σχεδόν τών νέων μας ποιητών — μιας μελαγχολίας θα που την έλεγα αυτοκατάχρηση — και με μουσική λαλιά και ρυθμό λυγερό, σεμνά πάντα προσπαθεί να βρει τρόπο να τη δικαιολογήσει με χίλιες- δυο πρόφασες, όπως ο αλκοολικός το πάθος του. Κάτι όμορφο και ζωντανό και γερό, αντί να τού δώσει χαρά, τον κάνει να μελαγχολήσει περισσότερο, σαν τον υποχονδριακό που πειράζεται από τα παιχνίδια τών παιδιών:
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
— και να πάλι:
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Έτσι παραπονιάρης, γκρινιάρης, με λαχτάρες για ταξίδι μακριά από τούς κακούς ανθρώπους, τελειώνει την πρώτη σειρά [τών «Ελεγείων»], για να ᾿μπει στη δεύτερη, που δεν παραλλάζει από την πρώτη, μόνο που παίρνει κάποιον τόνο αυτοσαρκασμού, που βγαίνει από ανικανοποίητο πάθος. Εκείνος ο άθλιος ο Καβάφης ζουζουνίζει επίμονα στ’ αυτιά μου όταν διαβάζω τούς στίχους:
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ᾿ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ᾿λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά ... κλπ.
Κι εξακολουθεί ο αυτοσαρκασμός με στίχους ωσάν αυτούς:
«είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» ή «είμαστε κάτι απίστευτες αντένες» ή «είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις» ή «η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (;) ή «τών άδειων ημερών που τώρα ζούμε» η «από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό ανδρείκελα» — και η διάθεση αυτή κατασταλάζει όμορφα στο σονέτο «Τάφοι» και κλείνεται επιγραμματικά με το δίστιχο :
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα τών ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.
Στις «Σάτιρες» η μελαγχολία δείχνει καλύτερα την όψη της, ξεθυμαίνοντας σε πικρόχολο γέλιο για τούς άλλους και για τον ίδιο τον ποιητή. Εδώ πιο υποφερτό το γλωσσικό ανακάτωμα, και μάλιστα και ταιριασμένο, έτσι σαν κωμικό στοιχείο, γιατί οι σάτιρες αυτές είναι λίγο και σαν φάρσες: ένα ξεθύμασμα δίχως κόπο. Ο βαριεστημένος, σακατεμένος από την υποχονδρία του ποιητής, ξεχύνεται σε καγχασμούς και τρελοκουβέντες σαν Αμλέτος. Τα συμπτώματα τής αρρώστιας φανερώνονται εδώ καθαρότερα. Γλωσσική φάρσα το «Εις Ανδρέαν Κάλβον», παραλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και να μπερδεύονται αδιάκοπα το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», φανταστική αγωνία το «Ιδανικοί αυτόχειρες», μικροεκδίκηση το «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», σαρκασμός το «Σταδιοδρομία» [και το] «Όλοι μαζί...», και φαρμάκι το «Υποθήκαι»:
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων...
…………………………………………………………………
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο ...
…………………………………………………………………
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
Έχω την ιδέα πως οι άνθρωποι είναι πολύ περισσότερο παιδιά από έναν ποιητή. Αλίμονο αν ο ποιητής δεν πονέσει τούς ανθρώπους.
Ποιος τότε θα τούς πονέσει; Και τι ποιητής είναι αυτός που έχει ανάγκη να χαϊδολογηθεί από τούς ανθρώπους; Ας κρατήσει λοιπόν πεισματικά «σκήπτρο και λύρα», και ας τούς βρίζει γιατί δε νιώθουν, γιατί δεν έχουν το χάρισμα να εκφράσουν τον πόνο τους κι αυτοί, γιατί δεν έχουν δύναμη να σκεφθούν, γιατί αγωνίζονται για τη ζωή πολεμώντας όσο και όπως τούς κόβει. Αμή ας τούς ανοίγει τα μάτια ο ποιητής. Γιατί γι’ αυτό είναι ποιητής: ανοιχτομάτης αυτός μέσα στους τυφλούς, οδηγός στους παραστρατισμένους, παρηγορητής στους θλιμμένους, δάσκαλος και καλοκαρδιστής, κι όχι στενόκαρδος κι εγώπαθος. Κι αν είναι οι άνθρωποι κακοί, φταίει αυτός πρώτος με την εγωπάθειά του. Γιατί αυτό είναι: όλη αυτή τη γενιά (μαζί ποιητές και «περιβάλλον» κι «εποχή») την έφαγε η εγωπάθεια, ο θεατρινισμός. Ο θεατρίνος, τεχνίτης εφήμερος —τι λέω; της στιγμής— έχει ανάγκη να νιώθει τον εαυτό του κέντρο της οικουμένης, γιατί αυτός ο δόλιος είναι πράγματι «κύμβαλον αλαλάζον». Γι᾿ αυτόν, το χειροκρότημα τής στιγμής είναι η δικαίωση τής τέχνης του, ανταμοιβή του, μόνη επιτυχία του στη ζωή. Αμή ο ποιητής; ο εμψυχωτής; ο δίκαιος κριτής; ο πλάστης τών θεών; Πως αυτός, ο «ποιμήν», ρίχνει τ᾿ άρματα όταν ακούει τα ποδοβολητά τών λύκων;
Με τον Καρυωτάκη κάποια παρεξήγηση θα συμβαίνει: έπιασε αυτή την κλάψα από το πρώτο του βιβλίο κι εξακολουθεί. Τού εύχομαι, με το Ελεγεία και Σάτιρες να ξεθύμανε πια και ν’ αλλάξει σκοπό. Ας θελήσει να νιώσει πως άλλο «παιδική», κι άλλο «στενή» καρδιά.»
(Β. Ρώτας, Ελληνικά Γράμματα, Β', 5, 15 Φεβρουάριου 1928, σελ. 182-184)
Πρώτη κριτική αποτίμηση του Βασίλη Ρώτα (εκείνη την εποχή δεν έχει καμία σχέση με τις κομμουνιστικές ιδέες, μάλλον εχθρικά διάκειται απέναντί τους) στο ελληνοχριστιανικής κατεύθυνσης περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Είναι ένα περιοδικό που εκφράζει τις ιδεαλιστικές θέσεις τού Γιάννη Αποστολάκη και δημιουργήθηκε ως ανάχωμα στις κομμουνιστικές ιδέες που αρχίζουν να διαδίδονται αυτή τη δεκαετία από αντίστοιχα φιλολογικά περιοδικά. Η κριτική του Ρώτα ήταν αρνητική, που στόχευε στην ακύρωση τής ποιητικής υπόστασης τού Καρυωτάκη, έθιγε και την ανθρώπινη προσωπικότητα.
«Μελαγχολικό παιδί ο Καρυωτάκης, μα τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε με τον Πόνο τού Ανθρώπου και τών Πραμάτων. Μολονότι φτωχικιά τότε και δειλή, όμως έδειχνε ευγένεια και σεμνότητα η θλιμμένη του εμφάνιση, όσο κι αν η θλίψη του φαινότανε τεχνητή, έτσι σαν από παιδιάτικη μίμηση. Μα ήταν παιδί.
Στο δεύτερο βιβλίο του, Νηπενθή, η μελαγχολία, το λουλούδι που διάλεξε να καλλιεργήσει στο περιβόλι της καρδιάς του, είχε ριζώσει και φουντώσει. Μιλούσε κει για «χαμούς τής νιότης», για «γεράματα», για τη ζωή πως είναι «φέρετρο», για «απέραντη πικρία». Κανείς δεν τον πίστευε, ωστόσο ο τρόπος που θρηνολογούσε είχε τη νοστιμάδα του, σαν το αναφιλητό που πιάνει γι’ ασήμαντη αφορμή ένα μωρό παιδί.
Και να, τώρα, με το Ελεγεία και Σάτιρες, που τα πράματα έχουν σοβαρέψει. Σαν τούς σπανούς, που ανάστημα ρίχνουν, αλλά γένια δε βγάζουν, έτσι κι ο Καρυωτάκης, ενώ δείχνει πως μεγάλωσε με την ευγενικότερη, λεπτότερη, θαρρετότερη, εφευρετικότερη τεχνική του, ωστόσο απόμεινε μελαγχολικός. Ο «πόνος» τού ᾿χει γίνει τώρα τρόπος ζωής. Η μελαγχολία του έχει τώρα και τις αφορμές της, κι ας είναι αυτές οι συνηθισμένες αφορμές που κάνουν έναν «ποιητή» να πονεί, γιατί τα βλέπει όλα μαύρα, μια και δεν τα βρίσκει όλα στη ζωή όπως αυτός τα ονειρεύεται, γιατί, αντίς να δρέπει άνθη και να τα προσφέρει στην «εκείνην», είναι αναγκασμένος να δουλεύει και να κάνει παρέα με ανθρώπους αγροίκους, σκληρούς και βλάκες. Μαραζώνει, απογοητευμένος από τη ζωή που φεύγει, παράκαιρα, δίχως χαρά η λύπη, δίχως ικανοποίηση, τσακίζεται και τα ρίχνει τ’ άρματα:
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Είναι τρομερό. Πρέπει στ᾿ αλήθεια να υποφέρει για να βλαστημάει έτσι. Τρομερό, γιατί στο σημείο αυτό δεν τον εκατάντησε μια καταστροφή, μια συμφορά, ένα αγιάτρευτο χτύπημα. Είναι τρομερό. Πρέπει στ’ αλήθεια να υποφέρει για να βλαστημάει Τέτοιο πράμα δεν φαίνεται από τούς στίχους του. Αλλά είναι το φριχτό αποτέλεσμα της μελαγχολίας, που την εσυνήθισε στην αρχή, όπως συνηθίζει κανείς το τσιγάρο, και τώρα τον εκυρίεψε, τού ᾿διωξε κάθε άλλη ευχαρίστηση, τού ᾿γινε εγωπάθεια. Κ᾿ επειδή η εγωπάθεια αυτή είναι ένα γενικότερο φαινόμενο στον τόπο μας, που βρήκε ίσως στον Καρυωτάκη την καλύτερή του έκφραση, θα προσπαθήσω να το περιγράψω εδώ, εξετάζοντας λεπτομερέστερα τη νέα αυτή ποιητική συλλογή τού μελαγχολικού ποιητή.
Η συλλογή χωρίζεται: στα «Ελεγεία», πρώτη και δεύτερη σειρά, στην «Ηρωική Τριλογία», στις «Σάτιρες» και στις «Μεταφράσεις». Έξω από την «Ηρωική Τριλογία» —που είναι τρία σονέτα σε πεντασύλλαβους, δείγματα δεξιοτεχνίας, τρεις εικόνες ηρωικές επιγραμματικές: «Διάκος», «Κανάρης», «Μπάιρον»— όλα τ᾿ άλλα τα ᾿χει γεννήσει αυτή η μελαγχολία που είπαμε, ακόμα και τις «μεταφράσεις», όπου έχει διαλέξει (και μεταφράσει πολύ πετυχημένα) ορισμένα μελαγχολικά ποιήματα από ορισμένους Γάλλους και Γερμανούς μελαγχολικούς ποιητές.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής δίνει τον τόνο που θ᾿ επακολουθήσουν όλα τ᾿ άλλα (σημειώνω με αραιά στοιχεία κάθε τι που μού φαίνεται υπερβολικό σ’ έκφραση ή γλωσσικό και γραμματικό τύπο):
Το θάνατο μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα τών ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μάς αφήσει,
κι υστέρα πια μήτε σκιές δεν ε ί μ ε θ α σκιών.
Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως τού ηλίου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια τού Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Βλέπετε πως ο εαυτός μας έφτασε στο σημείο να φοβάται πια και τα λουλούδια και τον ήλιο. Εκείνο το «χρειάζεται» δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η στάση τών λουλουδιών, τού ήλιου και της άμετρης γύρω φύσης είναι απέναντι μας εχθρική. Ο ποιητής, σαν αγρίμι κυνηγημένο, έχει μουλώξει και φοβάται ως και τον ίσκιο του, έχει σφαλίσει το είναι του σαν το στρείδι και δεν ανοίγει με κανέναν τρόπο. Μόνον έτσι εξηγείται το πεισματικό αυτό κρέμασμα τών μούτρων, αυτή η απελπισμένη ρούτζα ενός παιδιού παραχαϊδεμένου, που από εγωπάθεια εκατάντησε ένας ανυπόφορος ιδιότροπος, νευρικός και γκρινιάρης, αφημένος στο πάθος του τόσο που να μη μπορεί να ιδεί πόσο ψεύτικο είναι, και να φαντάζεται πως ήλιος και λουλούδια περιμένουν τι και πως, χρειάζονται το θάνατο του. Ο άνθρωπος υποφέρει σαν κανένας υποχονδριακός. Και δεν είναι μόνον τεχνικός λόγος που ο ποιητής διαλέγει κι από τη δημοτική κι από την καθαρεύουσα τις λέξεις του και τούς γραμματικούς του τύπους. Είναι παραξενιά του, κούραση και βαριεστισμάρα.
Ωστόσο με τέτοιους στίχους εξακολουθεί ο ποιητής να δίνει όλες τις απόχρωσες τής μελαγχολίας του. Κάποια ευτυχισμένη στιγμή (ερωτική, τι άλλο;), που πέρασε για πάντα, αναλαβαίνει να δώσει μια πραγματικότερη αφορμή, δίχως όμως να επιμένει και πολύ, χάνεται αμέσως. Τίποτα, η λύπη είναι sui generis, δίχως αφορμή καμιά. Τα «αιώνια θλίψη», «αιώνια πληγή», «άρρωστο κορμί» και τα τέτοια, δε σημαίνουν πως τον τρώει τον ποιητή μας καμιά αρρώστια αγιάτρευτη. Σε μια στιγμή τ’ ομολογεί κι ο ίδιος:
... και ρωτιόμαστε τι να ᾿χομε, τι να ᾿χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
— δέτε υπερβολή μια φορά:
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγονται στο γέλιο τών αιώνων.
Τα «απόλυτο Μηδέν», «απεραντοσύνη», «καθώς βαδίζω μια σκιά μ’ ακολουθεί από πάνω», είναι μοναχά κόλπα για να θρέψουν και συντηρήσουν μια μελαγχολία καθάρια ποιητική και μάλιστα σύγχρονη νεοελληνική. Μα ο Καρυωτάκης, όντας τεχνίτης, ξεπερνά τον αφύσικο και σαχλό τόνο της στανικής μελαγχολίας όλων σχεδόν τών νέων μας ποιητών — μιας μελαγχολίας θα που την έλεγα αυτοκατάχρηση — και με μουσική λαλιά και ρυθμό λυγερό, σεμνά πάντα προσπαθεί να βρει τρόπο να τη δικαιολογήσει με χίλιες- δυο πρόφασες, όπως ο αλκοολικός το πάθος του. Κάτι όμορφο και ζωντανό και γερό, αντί να τού δώσει χαρά, τον κάνει να μελαγχολήσει περισσότερο, σαν τον υποχονδριακό που πειράζεται από τα παιχνίδια τών παιδιών:
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
— και να πάλι:
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Έτσι παραπονιάρης, γκρινιάρης, με λαχτάρες για ταξίδι μακριά από τούς κακούς ανθρώπους, τελειώνει την πρώτη σειρά [τών «Ελεγείων»], για να ᾿μπει στη δεύτερη, που δεν παραλλάζει από την πρώτη, μόνο που παίρνει κάποιον τόνο αυτοσαρκασμού, που βγαίνει από ανικανοποίητο πάθος. Εκείνος ο άθλιος ο Καβάφης ζουζουνίζει επίμονα στ’ αυτιά μου όταν διαβάζω τούς στίχους:
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ᾿ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ᾿λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά ... κλπ.
Κι εξακολουθεί ο αυτοσαρκασμός με στίχους ωσάν αυτούς:
«είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» ή «είμαστε κάτι απίστευτες αντένες» ή «είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις» ή «η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (;) ή «τών άδειων ημερών που τώρα ζούμε» η «από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό ανδρείκελα» — και η διάθεση αυτή κατασταλάζει όμορφα στο σονέτο «Τάφοι» και κλείνεται επιγραμματικά με το δίστιχο :
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα τών ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.
Στις «Σάτιρες» η μελαγχολία δείχνει καλύτερα την όψη της, ξεθυμαίνοντας σε πικρόχολο γέλιο για τούς άλλους και για τον ίδιο τον ποιητή. Εδώ πιο υποφερτό το γλωσσικό ανακάτωμα, και μάλιστα και ταιριασμένο, έτσι σαν κωμικό στοιχείο, γιατί οι σάτιρες αυτές είναι λίγο και σαν φάρσες: ένα ξεθύμασμα δίχως κόπο. Ο βαριεστημένος, σακατεμένος από την υποχονδρία του ποιητής, ξεχύνεται σε καγχασμούς και τρελοκουβέντες σαν Αμλέτος. Τα συμπτώματα τής αρρώστιας φανερώνονται εδώ καθαρότερα. Γλωσσική φάρσα το «Εις Ανδρέαν Κάλβον», παραλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και να μπερδεύονται αδιάκοπα το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», φανταστική αγωνία το «Ιδανικοί αυτόχειρες», μικροεκδίκηση το «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», σαρκασμός το «Σταδιοδρομία» [και το] «Όλοι μαζί...», και φαρμάκι το «Υποθήκαι»:
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων...
…………………………………………………………………
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο ...
…………………………………………………………………
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
Έχω την ιδέα πως οι άνθρωποι είναι πολύ περισσότερο παιδιά από έναν ποιητή. Αλίμονο αν ο ποιητής δεν πονέσει τούς ανθρώπους.
Ποιος τότε θα τούς πονέσει; Και τι ποιητής είναι αυτός που έχει ανάγκη να χαϊδολογηθεί από τούς ανθρώπους; Ας κρατήσει λοιπόν πεισματικά «σκήπτρο και λύρα», και ας τούς βρίζει γιατί δε νιώθουν, γιατί δεν έχουν το χάρισμα να εκφράσουν τον πόνο τους κι αυτοί, γιατί δεν έχουν δύναμη να σκεφθούν, γιατί αγωνίζονται για τη ζωή πολεμώντας όσο και όπως τούς κόβει. Αμή ας τούς ανοίγει τα μάτια ο ποιητής. Γιατί γι’ αυτό είναι ποιητής: ανοιχτομάτης αυτός μέσα στους τυφλούς, οδηγός στους παραστρατισμένους, παρηγορητής στους θλιμμένους, δάσκαλος και καλοκαρδιστής, κι όχι στενόκαρδος κι εγώπαθος. Κι αν είναι οι άνθρωποι κακοί, φταίει αυτός πρώτος με την εγωπάθειά του. Γιατί αυτό είναι: όλη αυτή τη γενιά (μαζί ποιητές και «περιβάλλον» κι «εποχή») την έφαγε η εγωπάθεια, ο θεατρινισμός. Ο θεατρίνος, τεχνίτης εφήμερος —τι λέω; της στιγμής— έχει ανάγκη να νιώθει τον εαυτό του κέντρο της οικουμένης, γιατί αυτός ο δόλιος είναι πράγματι «κύμβαλον αλαλάζον». Γι᾿ αυτόν, το χειροκρότημα τής στιγμής είναι η δικαίωση τής τέχνης του, ανταμοιβή του, μόνη επιτυχία του στη ζωή. Αμή ο ποιητής; ο εμψυχωτής; ο δίκαιος κριτής; ο πλάστης τών θεών; Πως αυτός, ο «ποιμήν», ρίχνει τ᾿ άρματα όταν ακούει τα ποδοβολητά τών λύκων;
Με τον Καρυωτάκη κάποια παρεξήγηση θα συμβαίνει: έπιασε αυτή την κλάψα από το πρώτο του βιβλίο κι εξακολουθεί. Τού εύχομαι, με το Ελεγεία και Σάτιρες να ξεθύμανε πια και ν’ αλλάξει σκοπό. Ας θελήσει να νιώσει πως άλλο «παιδική», κι άλλο «στενή» καρδιά.»
(Β. Ρώτας, Ελληνικά Γράμματα, Β', 5, 15 Φεβρουάριου 1928, σελ. 182-184)
Ένα σχόλιο δικό μου: Επειδή ο Κ. Ρώτας προσπαθεί να "ελέγξει" όχι μόνο την παιδική μελαγχολία του Καρυωτάκη, και επ᾿ ευκαιρίᾳ και τον "άθλιο" Καβάφη, αλλά και τα γραμματικά ατοπήματα τού Καρυωτάκη θα επισημάνω και εγώ, τα «ρούτζα», «εγώπαθος», και εκείνα τα υπέροχα:« οι πρόφασες», «οι απόχρωσες»
Απάντηση του Καρυωτάκη
[ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ]
Αφού προηγουμένως ευχαριστήσω τον κ. Ρώτα για την καλοσύνη που είχε ν᾿ ασχοληθεί με τα ποιήματά μου, θα ᾿θελα μόνο να τον ρωτήσω αν όσα έγραψε στα Ελληνικά Γράμματα νομίζει ότι αποτελούν κριτική. Γιατί εγώ τουλάχιστον έχω την εντύπωση ότι ο κ. Ρώτας, εξ αφορμής τού βιβλίου μου, εζήτησε απλώς να κάνει γνωστές τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τα ποιητικά μοτίβα που τον ενδιαφέρουν περισσότερο. Και είπε πάνω-κάτω ότι η μελαγχολία δεν είναι καθόλου καλό πράγμα, ότι πρέπει να κοιτάξουμε λίγο και τον κοσμάκη, που υποφέρει όσο κι εμείς, και να μη βυθιζόμεθα στον εαυτό μας, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι άξιο μέσα στη ζωή.
Φαντασθείτε τώρα έναν τεχνοκρίτη ο όποιος θα προσπαθούσε να μάς πείσει ότι ο Θεοτοκόπουλος —η οποιοσδήποτε ζωγράφος που εργάζεται σε θρησκευτικά η άλλα θέματα, και μάλιστα με ορισμένο τρόπο, σύμφωνο πάντα προς την ιδιοσυγκρασία του— θα ᾿κανε φρονιμότερα αν άφηνε αυτό το σύστημα κι ακολουθούσε εκείνο που προτιμά ο επικριτής του.
Όταν εξετάζει κανείς αντικειμενικά, βρίσκει χίλια πράγματα να ειπεί και για τη φτωχότερη προσπάθεια. Και ο κ. Ρώτας, σε δυο ολόκληρες σελίδες, δε μάς είπε ούτε το στοιχειωδέστερο: Είναι, δηλαδή, ή δεν είναι ποιήματα, τα Ελεγεία και Σάτιρες; Αν, κατά τύχην, συμβαίνει το πρώτο, εγώ είμαι ευχαριστημένος, γιατί η κοινωνιολογική άποψις δε με αφορά.
Αλλά θα είχα κι άλλες ερωτήσεις για τον κ. Ρώτα. Λ.χ. αν πιστεύει σοβαρώς ότι η δική του αισιοδοξία συμβιβάζεται με τη σημερινή πραγματικότητα περισσότερο από το δικό μου πεσιμισμό· και αν ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ν᾿ αντικρίσει αλλιώς, παρά από την αντίθετη όψη, με νοσταλγία, το ιδανικό τού Σολωμού (συμπάθεια και θαυμασμός), που χωρίς να το εκφράζει καθαρά ο ίδιος μαντεύουμε ότι έχει κατακυριεύσει τον κ. Ρώτα. Με συγχωρείτε όμως. Εδώ κινδυνεύω να θίξω το πρόγραμμα , την κατεύθυνση του περιοδικού, του οποίου τολμώ να επικαλεσθώ τη φιλοξενία για το σημείωμα αυτό.
(Υπογραμμίσεις δικές μου)
1. Ελληνικά Γράμματα, Β΄ 7, 16 Μαρτίου 1928, σελ. 275-276.
Το σημείωμα αυτό γράφηκε στην Πάτρα, στις 22 Φεβρουάριου 1928, εξ αφορμής της βιβλιοκρισίας που ο Β. Ρώτας είχε δημοσιεύσει για το Ελεγεία και Σάτιρες (ο.π., 5, 15 Φεβρουάριου 1928, σελ. 182-184.
[ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ]
Αφού προηγουμένως ευχαριστήσω τον κ. Ρώτα για την καλοσύνη που είχε ν᾿ ασχοληθεί με τα ποιήματά μου, θα ᾿θελα μόνο να τον ρωτήσω αν όσα έγραψε στα Ελληνικά Γράμματα νομίζει ότι αποτελούν κριτική. Γιατί εγώ τουλάχιστον έχω την εντύπωση ότι ο κ. Ρώτας, εξ αφορμής τού βιβλίου μου, εζήτησε απλώς να κάνει γνωστές τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τα ποιητικά μοτίβα που τον ενδιαφέρουν περισσότερο. Και είπε πάνω-κάτω ότι η μελαγχολία δεν είναι καθόλου καλό πράγμα, ότι πρέπει να κοιτάξουμε λίγο και τον κοσμάκη, που υποφέρει όσο κι εμείς, και να μη βυθιζόμεθα στον εαυτό μας, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι άξιο μέσα στη ζωή.
Φαντασθείτε τώρα έναν τεχνοκρίτη ο όποιος θα προσπαθούσε να μάς πείσει ότι ο Θεοτοκόπουλος —η οποιοσδήποτε ζωγράφος που εργάζεται σε θρησκευτικά η άλλα θέματα, και μάλιστα με ορισμένο τρόπο, σύμφωνο πάντα προς την ιδιοσυγκρασία του— θα ᾿κανε φρονιμότερα αν άφηνε αυτό το σύστημα κι ακολουθούσε εκείνο που προτιμά ο επικριτής του.
Όταν εξετάζει κανείς αντικειμενικά, βρίσκει χίλια πράγματα να ειπεί και για τη φτωχότερη προσπάθεια. Και ο κ. Ρώτας, σε δυο ολόκληρες σελίδες, δε μάς είπε ούτε το στοιχειωδέστερο: Είναι, δηλαδή, ή δεν είναι ποιήματα, τα Ελεγεία και Σάτιρες; Αν, κατά τύχην, συμβαίνει το πρώτο, εγώ είμαι ευχαριστημένος, γιατί η κοινωνιολογική άποψις δε με αφορά.
Αλλά θα είχα κι άλλες ερωτήσεις για τον κ. Ρώτα. Λ.χ. αν πιστεύει σοβαρώς ότι η δική του αισιοδοξία συμβιβάζεται με τη σημερινή πραγματικότητα περισσότερο από το δικό μου πεσιμισμό· και αν ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ν᾿ αντικρίσει αλλιώς, παρά από την αντίθετη όψη, με νοσταλγία, το ιδανικό τού Σολωμού (συμπάθεια και θαυμασμός), που χωρίς να το εκφράζει καθαρά ο ίδιος μαντεύουμε ότι έχει κατακυριεύσει τον κ. Ρώτα. Με συγχωρείτε όμως. Εδώ κινδυνεύω να θίξω το πρόγραμμα , την κατεύθυνση του περιοδικού, του οποίου τολμώ να επικαλεσθώ τη φιλοξενία για το σημείωμα αυτό.
(Υπογραμμίσεις δικές μου)
1. Ελληνικά Γράμματα, Β΄ 7, 16 Μαρτίου 1928, σελ. 275-276.
Το σημείωμα αυτό γράφηκε στην Πάτρα, στις 22 Φεβρουάριου 1928, εξ αφορμής της βιβλιοκρισίας που ο Β. Ρώτας είχε δημοσιεύσει για το Ελεγεία και Σάτιρες (ο.π., 5, 15 Φεβρουάριου 1928, σελ. 182-184.
Τον Ιούνη ο ποιητής αυτοκτονεί. Στα «Ελληνικά Γράμματα» δε γράφεται τίποτα. Η «Νέα Επιθεώρηση», στο τεύχος Αυγούστου έχει νεκρολογία υπογραμμένη από τον Αιμ. Χουρμούζιο κατά τον οποίο ο ποιητής δεν είναι δειλός, είναι τραγικός.
«Εκείνοι πού φεύγουν…
ΚΏΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΆΚΗΣ
Δεν πάει καιρός που ο άμοιρος ο Καρυωτάκης έγραψε το τραγούδι του "Ιδανικοί Αυτόχειρες" – κι όμως με μια τραγική αποφασιστικότητα, κάπως αταίριαστη με το μελαγχολικό τύπο του καθημερινού ιδανικού αυτόχειρα, ο ποιητής έκανε το ποίημα πραγματικότητα, αλλάζοντάς του, με μια βέβαιη νότα, τον τελευταίο στίχο της τελευταίας στροφής:
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τέλειωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»
Πώς θʼ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Η τελευταία συλλογή του ποιητή "Ελεγείες και Σάτιρες", ιδίως το β μέρος της που ξεφεύγει κάπως από την κουραστική επανάληψη των παλιών μοτίβων, μας παρουσιάζει ένα ταλέντο μεστωμένο, ικανό για μεγαλύτερα και βαθύτερα πράγματα. Ο Καρυωτάκης είχε αγγίξει σχεδόν την ουσία τής σημερινής αθλιότητας τής ζωής και μη μπορώντας άλλο, τη σάρκασε, την κορόιδεψε πικρά και με πόνο. Δεν πίστεψε σε καμιάν αλλαγή, ούτε και οραματίστηκε τέτοιαν… Έδεσε το στίχο του με τη μελαγχολική αμφιβολία και δεν άφησε νʼ ανοιχτεί πλατύτερα. Μα ο Καρυωτάκης δεν είχε κλείσει την καριέρα του. Ήταν ακόμη στην αρχή της. Μα μʼ όλο που αμφιβάλλει και για την "υστεροφημία" του.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε…
«Εκείνοι πού φεύγουν…
ΚΏΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΆΚΗΣ
Δεν πάει καιρός που ο άμοιρος ο Καρυωτάκης έγραψε το τραγούδι του "Ιδανικοί Αυτόχειρες" – κι όμως με μια τραγική αποφασιστικότητα, κάπως αταίριαστη με το μελαγχολικό τύπο του καθημερινού ιδανικού αυτόχειρα, ο ποιητής έκανε το ποίημα πραγματικότητα, αλλάζοντάς του, με μια βέβαιη νότα, τον τελευταίο στίχο της τελευταίας στροφής:
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τέλειωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»
Πώς θʼ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Η τελευταία συλλογή του ποιητή "Ελεγείες και Σάτιρες", ιδίως το β μέρος της που ξεφεύγει κάπως από την κουραστική επανάληψη των παλιών μοτίβων, μας παρουσιάζει ένα ταλέντο μεστωμένο, ικανό για μεγαλύτερα και βαθύτερα πράγματα. Ο Καρυωτάκης είχε αγγίξει σχεδόν την ουσία τής σημερινής αθλιότητας τής ζωής και μη μπορώντας άλλο, τη σάρκασε, την κορόιδεψε πικρά και με πόνο. Δεν πίστεψε σε καμιάν αλλαγή, ούτε και οραματίστηκε τέτοιαν… Έδεσε το στίχο του με τη μελαγχολική αμφιβολία και δεν άφησε νʼ ανοιχτεί πλατύτερα. Μα ο Καρυωτάκης δεν είχε κλείσει την καριέρα του. Ήταν ακόμη στην αρχή της. Μα μʼ όλο που αμφιβάλλει και για την "υστεροφημία" του.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε…
Στη φιλολογική σελίδα τής εφημερίδας ο Ριζοσπάστης των μέσων της δεκαετίας του 40, κάτω από τον γενικό τίτλο «Νεοελληνική ποίηση», δημοσιεύονταν και ποιήματα έγκυρων νεοελλήνων ποιητών, σύγχρονων ή παλαιότερων. Ένας από τους ποιητές αυτούς ήταν και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η καταχώρηση ποιήματος τού Καρυωτάκη στις στήλες ενός κομματικού οργάνου (17 Ιουλίου 1947) προκαλεί έκπληξη. Έκπληξη που οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία, λόγω τού απαισιόδοξου χαρακτήρα της ποίησής του και τής αυτοχειρίας του, από τους ίδιους χώρους, ο ποιητής είχε τύχει δυσμενέστατης κριτικής. Τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Και η αλλαγή οφείλεται στο γεγονός ότι ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες του φύλλου συγκαταλέγονται και συγγραφείς που στη ζωή τους κράτησαν θετική στάση απέναντι στον Καρυωτάκη. Στους συγγραφείς αυτούς προφανώς οφείλεται και η καταχώρηση ποιητικού του αποσπάσματος. Πρόκειται για τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιώργο Κοτζιούλα.
Ο Βάρναλης κατά τα προηγούμενα χρόνια, όντας τακτικός συνεργάτης της Πρωίας, είχε αναφερθεί επανειλημμένως στον ποιητή, για το έργο τού οποίου, παρά τις όποιες επιφυλάξεις του, κράτησε θετική στάση. Τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και το έργο χαρακτηρίζεται για ειλικρίνεια, κριτική ευαισθησία και ρεαλισμό. Θεωρεί επίσης ότι η αυτοκτονία του στάθηκε «μια αναντίρρητη βεβαίωση της αλήθειας τού έργου του», για τούτο και βρήκε μεγάλη απήχηση στην εποχή του. Η εκτίμηση του Βάρναλη προς τον Καρυωτάκη επισφραγίστηκε το 1973 με το δίστιχο:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
κλείνοντας έτσι τρεις δεκαετίες και πλέον δημόσιας αναφοράς του στον ποιητή.
Ο Κοτζιούλας εξάλλου, το 1948, είκοσι χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δημοσιεύει στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη ένα τολμηρό όσο και αποκαλυπτικό άρθρο με τον τίτλο «Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», όπου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ποιητής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Αναφερόμενος λοιπόν ο Κοτζιούλας στο έργο του Καρυωτάκη, με εντυπωσιακή ειλικρίνεια θεωρεί ότι η συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες" στάθηκε μια «αληθινή αποκάλυψη για όλους και μάταια οι στρυφνοί κήρυκες θεωριών έμειναν ασυγκίνητοι απ’ αυτό το συμπυκνωμένο παράπονο».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «με τι λαχτάρα εμείς οι νεότεροι φοιτητές και φιλολογούντες νεαροί πιάσαμε στο χέρι μας αυτό το εξαίρετο βιβλίο που έδινε απάντηση στις ανησυχίες μας, διέξοδο στις καταπιέσεις μας. Εκεί μέσα βρίσκαμε ανάγλυφο τον εαυτό μας ή τουλάχιστον ένα πρότυπο που ασκούσε απάνω μας ισχυρή έλξη. Αυτός, μάλιστα, ήταν ποιητής. Και η συλλογή του δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο για μας».
("Καρυωτάκης και Αριστερά" Κείμενο του Γιάννη Παπακώστα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Βήμα.
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=86933)
Ο Βάρναλης κατά τα προηγούμενα χρόνια, όντας τακτικός συνεργάτης της Πρωίας, είχε αναφερθεί επανειλημμένως στον ποιητή, για το έργο τού οποίου, παρά τις όποιες επιφυλάξεις του, κράτησε θετική στάση. Τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και το έργο χαρακτηρίζεται για ειλικρίνεια, κριτική ευαισθησία και ρεαλισμό. Θεωρεί επίσης ότι η αυτοκτονία του στάθηκε «μια αναντίρρητη βεβαίωση της αλήθειας τού έργου του», για τούτο και βρήκε μεγάλη απήχηση στην εποχή του. Η εκτίμηση του Βάρναλη προς τον Καρυωτάκη επισφραγίστηκε το 1973 με το δίστιχο:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
κλείνοντας έτσι τρεις δεκαετίες και πλέον δημόσιας αναφοράς του στον ποιητή.
Ο Κοτζιούλας εξάλλου, το 1948, είκοσι χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δημοσιεύει στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη ένα τολμηρό όσο και αποκαλυπτικό άρθρο με τον τίτλο «Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», όπου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ποιητής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Αναφερόμενος λοιπόν ο Κοτζιούλας στο έργο του Καρυωτάκη, με εντυπωσιακή ειλικρίνεια θεωρεί ότι η συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες" στάθηκε μια «αληθινή αποκάλυψη για όλους και μάταια οι στρυφνοί κήρυκες θεωριών έμειναν ασυγκίνητοι απ’ αυτό το συμπυκνωμένο παράπονο».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «με τι λαχτάρα εμείς οι νεότεροι φοιτητές και φιλολογούντες νεαροί πιάσαμε στο χέρι μας αυτό το εξαίρετο βιβλίο που έδινε απάντηση στις ανησυχίες μας, διέξοδο στις καταπιέσεις μας. Εκεί μέσα βρίσκαμε ανάγλυφο τον εαυτό μας ή τουλάχιστον ένα πρότυπο που ασκούσε απάνω μας ισχυρή έλξη. Αυτός, μάλιστα, ήταν ποιητής. Και η συλλογή του δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο για μας».
("Καρυωτάκης και Αριστερά" Κείμενο του Γιάννη Παπακώστα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Βήμα.
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=86933)
Η Περίπτωση Γιάννη Ρίτσου
Στην Α ποιητική συλλογή του "Τρακτέρ" 1934, ο Ρίτσος αφιερώνει το παρακάτω ποίημα στον Καρυωτάκη.
«ΠΟΙΗΤΈΣ»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΆΚΗ
Ω δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ᾿ εμείς με κυματίζουσα την κόμη
—έμβλημ᾿ αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν᾿ αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
πού μάς πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ’ ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
ή βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ’ αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»
την ασχολία μας τόσ᾿ ωραία δικαιολογούμε.
Για μάς ό κόσμος όλος μόνο είμαστ᾿ εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ’ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ’ έναν —με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ω, τέτοια θέματα πεζά ν᾿ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
(υπογράμμιση δική μου)
Ο Σαββίδης το χαραχτηρίζει "ποίημα μανιφέστο" και ότι είναι δήλωση οφειλής προς τον Καρυωτάκη η αφιέρωση.
Προσωπικά το σαρκαστικό ύφος τού ποιήματος τού Ρίτσου, θα το θεωρούσα ευθεία βολή κατά του Καρυωτάκη, εκτός αν το ποίημα με τα εισαγωγικά «ΠΟΙΗΤΈΣ» εμπεριέχει και τον εαυτό του και τον Καρυωτάκη. Αν δηλαδή ο Ρίτσος αυτοσαρκάζεται. Ο Καρυωτάκης στο δικό του ποίημα "Όλοι μαζί…" επίσης κατονομαζόμενος στις τέσσερεις πρώτες στροφές, καταλήγει στην τελευταία στροφή σε μια διαπίστωση:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
Χρησιμοποιώντας κατ᾿ αναλογία τη ρήση τού Μαρξ θα έλεγα ότι τη δεύτερη φορά το ποίημα τού Ρίτσου, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα-σάτιρα, κατηγορία, ενάντια στον Καρυωτάκη. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η τελευταία στροφή του ποιήματος:
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία --
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις αρνητικές κριτικές των διανοούμενων τής Αριστεράς τότε και αργότερα, για τον Καρυωτάκη· (Βασίλη Ρώτα, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τάσου Βουρνά, Μάρκου Αυγέρη). Είμαστε όταν δημοσιεύει τα "Τρακτέρ", στα 1934, και δεν υπήρχαν παρεκκλίσεις στην κομματική γραμμή. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα γιατί υπάρχει η παρακάτω δήλωση του Ρίτσου τέσσερα χρόνια μετά.
«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα "Ελεγεία και Σάτιρες" μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Αυτά δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938) ο Γιάννης Ρίτσος, αντικρούοντας την απόρριψη του Κώστα Καρυωτάκη από κριτικούς και λογοτέχνες τής εποχής. (Ηρακλής Κακαβάνης: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Α μέρος περιοδικό ποιείν)
Ολόκληρο το ποίημα " Όλοι Μαζί" του Καρυωτάκη.
Όλοι Μαζί
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Μόνο για μάς υπάρχουν τού Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ᾿ ουρανού.
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
Στην Α ποιητική συλλογή του "Τρακτέρ" 1934, ο Ρίτσος αφιερώνει το παρακάτω ποίημα στον Καρυωτάκη.
«ΠΟΙΗΤΈΣ»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΆΚΗ
Ω δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ᾿ εμείς με κυματίζουσα την κόμη
—έμβλημ᾿ αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν᾿ αραδιάζουμε κι ακόμη
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
πού μάς πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ’ ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
ή βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ’ αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»
την ασχολία μας τόσ᾿ ωραία δικαιολογούμε.
Για μάς ό κόσμος όλος μόνο είμαστ᾿ εμείς,
και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ’ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ’ έναν —με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία —
ω, τέτοια θέματα πεζά ν᾿ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
(υπογράμμιση δική μου)
Ο Σαββίδης το χαραχτηρίζει "ποίημα μανιφέστο" και ότι είναι δήλωση οφειλής προς τον Καρυωτάκη η αφιέρωση.
Προσωπικά το σαρκαστικό ύφος τού ποιήματος τού Ρίτσου, θα το θεωρούσα ευθεία βολή κατά του Καρυωτάκη, εκτός αν το ποίημα με τα εισαγωγικά «ΠΟΙΗΤΈΣ» εμπεριέχει και τον εαυτό του και τον Καρυωτάκη. Αν δηλαδή ο Ρίτσος αυτοσαρκάζεται. Ο Καρυωτάκης στο δικό του ποίημα "Όλοι μαζί…" επίσης κατονομαζόμενος στις τέσσερεις πρώτες στροφές, καταλήγει στην τελευταία στροφή σε μια διαπίστωση:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
Χρησιμοποιώντας κατ᾿ αναλογία τη ρήση τού Μαρξ θα έλεγα ότι τη δεύτερη φορά το ποίημα τού Ρίτσου, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα-σάτιρα, κατηγορία, ενάντια στον Καρυωτάκη. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η τελευταία στροφή του ποιήματος:
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τούς λυγίζει, αν τούς φλογίζει ή αδικία --
ώ, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τούς αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις αρνητικές κριτικές των διανοούμενων τής Αριστεράς τότε και αργότερα, για τον Καρυωτάκη· (Βασίλη Ρώτα, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Τάσου Βουρνά, Μάρκου Αυγέρη). Είμαστε όταν δημοσιεύει τα "Τρακτέρ", στα 1934, και δεν υπήρχαν παρεκκλίσεις στην κομματική γραμμή. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα γιατί υπάρχει η παρακάτω δήλωση του Ρίτσου τέσσερα χρόνια μετά.
«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα "Ελεγεία και Σάτιρες" μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Αυτά δήλωνε στο «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938) ο Γιάννης Ρίτσος, αντικρούοντας την απόρριψη του Κώστα Καρυωτάκη από κριτικούς και λογοτέχνες τής εποχής. (Ηρακλής Κακαβάνης: "Αριστερά και Καρυωτάκης" Α μέρος περιοδικό ποιείν)
Ολόκληρο το ποίημα " Όλοι Μαζί" του Καρυωτάκη.
Όλοι Μαζί
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Μόνο για μάς υπάρχουν τού Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ᾿ ουρανού.
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ᾿ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
τού «περιβάλλοντος», τής «εποχής».
«Η Αριστεροποίηση του Καρυωτάκη» τού Νάσου Βαγενά καθηγητή τού Πανεπιστημίου Αθηνών δημοσιευμένη στο Βήμα.
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=158366)
«Ο πρώτος που διακρίνει πολιτική διάσταση σε στίχους του Καρυωτάκη είναι ο Τέλλος Άγρας. Ως τότε η Αριστερά, που περιγράφει τον Καρυωτάκη ως ποιητή τής αστικής παρακμής, θα παρατηρήσει μόνο - διά του Αιμίλιου Χουρμούζιου, 1928: ο Καρυωτάκης «κοιτάζει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι». Και θα συνεχίσει η Αριστερά να τον θεωρεί ποιητή της αστικής τάξης, απρόθυμο ή ανίκανο να βγει έξω από το περίφραγμά της, ως το 1955-56, όταν στην Επιθεώρηση Τέχνης θα διεξαχθεί η συζήτηση για τα «φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση». Εκεί θα διατυπωθεί για πρώτη φορά η άποψη από τον Μανόλη Λαμπρίδη - άποψη μαρξιστικά αναθεωρητική - ότι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo τής κυρίαρχης τάξης. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη. Βρίσκονται αντιμέτωποί της». Άποψη που θα αντικρούσουν οι ορθόδοξοι κριτικοί τής Αριστεράς, M. M. Παπαϊωάννου, Τάσος Βουρνάς, και Μάρκος Αυγέρης, που επιμένουν ότι ο Καρυωτάκης δεν αρνείται την τάξη του αλλά την εκφράζει ή την κρίνει από μέσα». Παρακάτω τα κείμενα
Α. (Μ. Μ. Παπαϊωάννου. «Φαινόμενα ακμής και παρακμής στην νεοελληνική ποίηση», Επιθεώρηση Τέχνης, Α΄ , 2, Φεβρουάριος 1955, σελ. 86 κέ.)
Στην ψυχολογία τής παρακμής, τη δική του και τού περίγυρου, χρωστάει και ο Καρυωτάκης την καθιέρωσή του απ᾿ τούς αστούς και τούς μικροαστούς. Είναι ο τυπικός εκπρόσωπος τής μικροαστικής κοινωνίας, ύστερα απ᾿ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα ύστερα απ᾿ τη μικρασιατική καταστροφή. [...] Έζησε τη ζωή του στα χρόνια που η αστική τάξη απογυμνώνεται σιγά σιγά απ᾿ τα ιδανικά της —και από τη Μεγάλη Ιδέα, με τη μικρασιατική καταστροφή —, περνάει ολοκληρωτικά στην άρνηση, και η κοινωνική τους αγωγή, χτισμένη στον εγωισμό, το πείσμα, την ανία, δεν μπορεί να γεμίσει το «κενό της ψυχής» και τής ίδιας τής αστικής τάξης, και των μικροαστών και των άλλων στρωμάτων που επηρεάζονται απ᾿ την ψυχολογία της και την ηθική της. Η μικρασιατική καταστροφή, με τις φοβερές συνέπειές της, αύξησε τη σύγχυση των μικροαστών. Η συμφορά της, που τα χρωμάτιζε όλα μαύρα γύρω τους, τους στέρησε από κάθε ελπίδα, και η απελπισία ήταν το μόνιμο κλίμα τους. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι αξίες τής ως τα τότε ζωής παρουσιάζονται σε τόσο τρομαχτική σχετικότητα.
Το γκρέμισμα αυτών των αξιών έφερε τον πανικό στις συνειδήσεις των αστών και των μικροαστών. Μπροστά στον κίνδυνο της πιθανής εξαφάνισής τους ή της σχετικής πτώσης τους, ζήτησαν καταφύγιο στον εαυτό τους. Κλείστηκαν στο άτομό τους, οπλίστηκαν με τη μισανθρωπία τους, απομονώθηκαν από τούς άλλους. Η μόνη σωτήρια λύση! Γι᾿ αυτούς η αξία λαός, συνισταμένη και όλων των άλλων αξιών, δεν υπήρχε. Το λαό τον είδαν σαν ποταπό και ανάξιο πλήθος, και αναζήτησαν όλους τούς δρόμους τής φυγής απ᾿ αυτόν. Μαζί με τον Καρυωτάκη, ο Κόντογλους, με τον Πέδρο Καζάς, τον μισάνθρωπο και τον ερημίτη, πήρε το δρόμο τής ασταμάτητης φυγής. Φεύγει κι ακόμα φεύγει ο Κόντογλους προς το Θεό. Κι ο Παπατσώνης και πόσοι άλλοι, τον ίδιο δρόμο ακολουθούν: προς το τίποτα. Ο Καρυωτάκης μπόρεσε να εκφράσει ρεαλιστικά αυτή τη σύγχυση, την έλλειψη τού κοινωνικού, τού ζωντανού ιδανικού δε θέλησε να την αντικαταστήσει μ᾿ ένα οποιοδήποτε ιδανικό πλαστό και άθλιο. Ζήτησε να συμφιλιωθεί μ᾿ αυτό το μηδέν, με το «κενό της ψυχής» το ίδιο: Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε.
Όλοι τους αυτοί είναι μικροαστοί και δεν ανήκουν στην αστική τάξη. Τα συμφέροντα τους δεν είναι δεμένα με τα συμφέροντα αυτής τής ομάδας. Δεν μπόρεσαν όμως να ξεφύγουν την επίδρασή της, την πολιτική και τη φιλολογική. Η εποχή τους ήταν εποχή παρακμής, μα όχι τού έθνους, μόνο μιας τάξης. Το υπόλοιπο έθνος προσπαθούσε να χτίσει πάνω στα ερείπια. Ο λαός προσπαθούσε να φέρει την προκοπή στον τόπο. Μια καινούρια κοινωνική τάξη έκανε την εμφάνιση της; δροσερή και αισιόδοξη. Το προοδευτικό ρεύμα επηρέασε τον Καρυωτάκη και τούς άλλους. Ελάχιστα όμως και προσωρινά. Μα η διαμαρτυρία τους δεν πήρε ποτέ το μόνιμο χαραχτήρα τής κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Έμεινε στα πλαίσια μιας προσωπικής δυσαρέσκειας άρρωστης και παθητικής.
Με την απαισιόδοξη ποίηση τού Καρυωτάκη διαπαιδαγωγήθηκαν πλήθος μικροαστοί στα χρόνια γύρω και ύστερα από το 1930. Δεν είχαν κανένα λόγο να καρυωτακίζουν: ήταν όλοι τους υγιείς σωματικά, πολλοί ήταν και οικονομικά αποκαταστημένοι. Δεν είχαν όμως πλουτιστεί, με τα μεγάλα ιδανικά που φλογίζουν τις καρδιές των ανθρώπων (ιδιαίτερα των νέων) και τις βάζουν σε κίνηση. Απ᾿ αυτό η πλήξη και η ανία. Αλλά η απαισιοδοξία τους προερχόταν και από επίδραση. Ο καρυωτακισμός είχε γίνει μόδα πια, και κάθε νεαρός ποιητής νόμιζε πως ήταν υποχρεωμένος να τη δεχτεί, αδιάφορο αν υπήρχε σ᾿ αυτό εσωτερική ανταπόκριση. Μα, μήπως, ως ένα σημείο, το βάθεμα τής απαισιοδοξίας του Καρυωτάκη δεν οφείλεται στις φιλολογικές επιδράσεις; Η φιλολογική αγωγή τής γενιάς του στηρίχτηκε αποκλειστικά στη γαλλική ποίηση τής παρακμής. Αν κατά το μισό η απαισιοδοξία του Καρυωτάκη είναι οργανικό σύμπτωμα τής μικροαστικής τάξης, κατά το άλλο μισό είναι επίδραση φιλολογική.
Στην ποίηση του Καρυωτάκη δεν υπάρχει καμιά υπόληψη τής ζωής και τού ανθρώπου. Την απογυμνώνει τόσο από κάθε ομορφιά, από κάθε χαρά, όσο κανείς. Ούτε ο Καβάφης δεν την ξεγύμνωσε έτσι. Κοιτάξτε πόσο χαμηλά κατεβάζει την άξια του ανθρώπου ο Καρυωτάκης:
Υποθήκαι (από τις Σάτιρες)
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν᾿ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα* ).
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
* Φιλύρα: αναφορά στους εξής στίχους του Φιλύρα (1889-1942), ο οποίος το 1927 έχασε τα λογικά του, χτυπημένος από τη σύφιλη.
Όχλε, λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
που την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστο σου πόθο;
Α, μαστροπέ στην άβυσσο με πας!
(«Μοίρα άγει»)
(Συνεχίζει ο Παπαϊωάννου) Πόσο εξαφανίζει την άξια του ανθρώπου στο πρόσωπο της γυναίκας:
Αποστροφή
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ᾿ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ᾿ αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τας μητέρας».
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα...
Ύστερα απ᾿ τον Καρυωτάκη, στην εποχή που ο αστός βρίσκεται στο φρύδι του τάφου του, θα ᾿ρθουν άλλοι που θα τον ξεπεράσουν και σε μισανθρωπία και σε αδιαφορία για τη ζωή. ΟΙ μεταγενέστεροι αυτοί απαισιόδοξοι και ατομικιστές φτάνουν στην πλήρη απομόνωση τους απ᾿ τις μάζες —που τις μισούν γιατί τις νιώθουν επάνω τους εχθρικές— και κόβουν την επαφή μαζί τους. Καταργούν τον οργανωμένο λόγο και οδηγούνται σε μια ποίηση απόλυτα μυστική. Διακηρύσσουν πως δεν απευθύνονται στο κοινό, μα σε λίγους εκλεκτούς· κι αυτοί είναι βέβαιο πως δεν τούς πλησιάζουν παρά με τη μαγεία και την έκσταση, δηλ. είναι ελεύθεροι να καταλαβαίνουν από το ποίημα ό,τι θέλουν. Με μόνο τις ελληνικές κοινωνικές συνθήκες δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η τάσι προς την αλλαγή ή μόνο την άρρυθμη ποίηση. Τον σπουδαιότερο ρόλο στη μεταφορά του ρεύματος αυτού στην Ελλάδα, τον παίξανε παράγοντες εξωπνευματικοί και ή φιλολογική επίδραση. Στο μεγαλύτερο της ποσοστό η αστική ποίηση των τελευταίων χρόνων δεν είναι άλλο από μίμηση ξένων προτύπων. Η μίμηση δεν περιορίζεται μόνο στον τρόπο της έκφρασης και στη διάθεση την ποιητική. Απλώνεται και στον τρόπο αντίληψης τής ζωής. Η απαισιοδοξία τής ποίησης αυτής, και όταν παίρνει το χαραχτήρα τής διαμαρτυρίας, οφείλεται στη δυσαρέσκεια τού αστού ή τού μικροαστού ή τού τυχοδιώκτη προλετάριου απ᾿ την ατομική του ζωή. Όπως στον Καρυωτάκη, έτσι κι εδώ ο χαραχτήρας τής διαμαρτυρίας αυτής δεν παίρνει, και στις καλύτερες περιπτώσεις, το χαραχτήρα τής πολιτικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της σημερινής αστικής ποίησης θα πει:
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Ο Σεφέρης γίνεται έτσι συνεχιστής τού Καρυωτάκη. [. . .] Στη θανατοφιλία και τη μισανθρωπία, στον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη, θα φτάσει ή ποίησή μας σιγά σιγά, περνώντας πρώτα από τούς φυγόκοσμους άλλου είδους, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Φιλύρα, τούς δυναμικούς αυτούς φορμαλιστές, και ύστερα απ᾿ τούς πρώτους φανερά απαισιόδοξους, τον Λαπαθιώτη, τον Ουράνη, τον Παπατσώνη, τον Στασινόπουλο, τον Άγρα. [. ..] Κατακλείδα τους ο Καρυωτάκης. Αυτός πραγματοποίησε, με την ποίησή του και με την αυτοκτονία του, τη φυγή απ᾿ τον κόσμο την ολοκληρωτική. Να τον ξεχωρίσουμε σαν τον περισσότερο ειλικρινή φυγόκοσμο κι απαισιόδοξο ποιητή ανάμεσα τους; Υπάρχει ειλικρίνεια και ειλικρίνεια. Μήπως δεν είναι ειλικρινής και ό οπιομανής; Αλλά για να γίνει κανείς οπιομανής, πρέπει να δεχτεί την επίδραση τής τεχνητής νοσηρότητας ανθρώπων πού δε ζουν φυσιολογικά τη ζωή τους. Η θανατοφιλία του υπήρξε κακή επίδραση εξωτερική (δεν ήταν οργανική), πού δεν είχε τη δύναμη να την αποκρούσει. Με τον καιρό, πίστεψε στο ψέμα, και ή ζωή του κύλησε μ᾿ αυτό.
Ή «Ηρωική τριλογία» και μερικές απ᾿ τις σάτιρές του και ή «Κάθαρση», η ανάδειξη του στη θέση τού γενικού γραμματέα τής «Ένωσης δημοσίων υπαλλήλων Αθηνών», φανερώνουν πώς δεν ήταν γεννημένος για τέτοια, σαν το παρακάτω, τραγούδι:
[Είμαστε Κάτι...]
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
(http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=158366)
«Ο πρώτος που διακρίνει πολιτική διάσταση σε στίχους του Καρυωτάκη είναι ο Τέλλος Άγρας. Ως τότε η Αριστερά, που περιγράφει τον Καρυωτάκη ως ποιητή τής αστικής παρακμής, θα παρατηρήσει μόνο - διά του Αιμίλιου Χουρμούζιου, 1928: ο Καρυωτάκης «κοιτάζει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι». Και θα συνεχίσει η Αριστερά να τον θεωρεί ποιητή της αστικής τάξης, απρόθυμο ή ανίκανο να βγει έξω από το περίφραγμά της, ως το 1955-56, όταν στην Επιθεώρηση Τέχνης θα διεξαχθεί η συζήτηση για τα «φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση». Εκεί θα διατυπωθεί για πρώτη φορά η άποψη από τον Μανόλη Λαμπρίδη - άποψη μαρξιστικά αναθεωρητική - ότι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo τής κυρίαρχης τάξης. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη. Βρίσκονται αντιμέτωποί της». Άποψη που θα αντικρούσουν οι ορθόδοξοι κριτικοί τής Αριστεράς, M. M. Παπαϊωάννου, Τάσος Βουρνάς, και Μάρκος Αυγέρης, που επιμένουν ότι ο Καρυωτάκης δεν αρνείται την τάξη του αλλά την εκφράζει ή την κρίνει από μέσα». Παρακάτω τα κείμενα
Α. (Μ. Μ. Παπαϊωάννου. «Φαινόμενα ακμής και παρακμής στην νεοελληνική ποίηση», Επιθεώρηση Τέχνης, Α΄ , 2, Φεβρουάριος 1955, σελ. 86 κέ.)
Στην ψυχολογία τής παρακμής, τη δική του και τού περίγυρου, χρωστάει και ο Καρυωτάκης την καθιέρωσή του απ᾿ τούς αστούς και τούς μικροαστούς. Είναι ο τυπικός εκπρόσωπος τής μικροαστικής κοινωνίας, ύστερα απ᾿ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα ύστερα απ᾿ τη μικρασιατική καταστροφή. [...] Έζησε τη ζωή του στα χρόνια που η αστική τάξη απογυμνώνεται σιγά σιγά απ᾿ τα ιδανικά της —και από τη Μεγάλη Ιδέα, με τη μικρασιατική καταστροφή —, περνάει ολοκληρωτικά στην άρνηση, και η κοινωνική τους αγωγή, χτισμένη στον εγωισμό, το πείσμα, την ανία, δεν μπορεί να γεμίσει το «κενό της ψυχής» και τής ίδιας τής αστικής τάξης, και των μικροαστών και των άλλων στρωμάτων που επηρεάζονται απ᾿ την ψυχολογία της και την ηθική της. Η μικρασιατική καταστροφή, με τις φοβερές συνέπειές της, αύξησε τη σύγχυση των μικροαστών. Η συμφορά της, που τα χρωμάτιζε όλα μαύρα γύρω τους, τους στέρησε από κάθε ελπίδα, και η απελπισία ήταν το μόνιμο κλίμα τους. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι αξίες τής ως τα τότε ζωής παρουσιάζονται σε τόσο τρομαχτική σχετικότητα.
Το γκρέμισμα αυτών των αξιών έφερε τον πανικό στις συνειδήσεις των αστών και των μικροαστών. Μπροστά στον κίνδυνο της πιθανής εξαφάνισής τους ή της σχετικής πτώσης τους, ζήτησαν καταφύγιο στον εαυτό τους. Κλείστηκαν στο άτομό τους, οπλίστηκαν με τη μισανθρωπία τους, απομονώθηκαν από τούς άλλους. Η μόνη σωτήρια λύση! Γι᾿ αυτούς η αξία λαός, συνισταμένη και όλων των άλλων αξιών, δεν υπήρχε. Το λαό τον είδαν σαν ποταπό και ανάξιο πλήθος, και αναζήτησαν όλους τούς δρόμους τής φυγής απ᾿ αυτόν. Μαζί με τον Καρυωτάκη, ο Κόντογλους, με τον Πέδρο Καζάς, τον μισάνθρωπο και τον ερημίτη, πήρε το δρόμο τής ασταμάτητης φυγής. Φεύγει κι ακόμα φεύγει ο Κόντογλους προς το Θεό. Κι ο Παπατσώνης και πόσοι άλλοι, τον ίδιο δρόμο ακολουθούν: προς το τίποτα. Ο Καρυωτάκης μπόρεσε να εκφράσει ρεαλιστικά αυτή τη σύγχυση, την έλλειψη τού κοινωνικού, τού ζωντανού ιδανικού δε θέλησε να την αντικαταστήσει μ᾿ ένα οποιοδήποτε ιδανικό πλαστό και άθλιο. Ζήτησε να συμφιλιωθεί μ᾿ αυτό το μηδέν, με το «κενό της ψυχής» το ίδιο: Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε.
Όλοι τους αυτοί είναι μικροαστοί και δεν ανήκουν στην αστική τάξη. Τα συμφέροντα τους δεν είναι δεμένα με τα συμφέροντα αυτής τής ομάδας. Δεν μπόρεσαν όμως να ξεφύγουν την επίδρασή της, την πολιτική και τη φιλολογική. Η εποχή τους ήταν εποχή παρακμής, μα όχι τού έθνους, μόνο μιας τάξης. Το υπόλοιπο έθνος προσπαθούσε να χτίσει πάνω στα ερείπια. Ο λαός προσπαθούσε να φέρει την προκοπή στον τόπο. Μια καινούρια κοινωνική τάξη έκανε την εμφάνιση της; δροσερή και αισιόδοξη. Το προοδευτικό ρεύμα επηρέασε τον Καρυωτάκη και τούς άλλους. Ελάχιστα όμως και προσωρινά. Μα η διαμαρτυρία τους δεν πήρε ποτέ το μόνιμο χαραχτήρα τής κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Έμεινε στα πλαίσια μιας προσωπικής δυσαρέσκειας άρρωστης και παθητικής.
Με την απαισιόδοξη ποίηση τού Καρυωτάκη διαπαιδαγωγήθηκαν πλήθος μικροαστοί στα χρόνια γύρω και ύστερα από το 1930. Δεν είχαν κανένα λόγο να καρυωτακίζουν: ήταν όλοι τους υγιείς σωματικά, πολλοί ήταν και οικονομικά αποκαταστημένοι. Δεν είχαν όμως πλουτιστεί, με τα μεγάλα ιδανικά που φλογίζουν τις καρδιές των ανθρώπων (ιδιαίτερα των νέων) και τις βάζουν σε κίνηση. Απ᾿ αυτό η πλήξη και η ανία. Αλλά η απαισιοδοξία τους προερχόταν και από επίδραση. Ο καρυωτακισμός είχε γίνει μόδα πια, και κάθε νεαρός ποιητής νόμιζε πως ήταν υποχρεωμένος να τη δεχτεί, αδιάφορο αν υπήρχε σ᾿ αυτό εσωτερική ανταπόκριση. Μα, μήπως, ως ένα σημείο, το βάθεμα τής απαισιοδοξίας του Καρυωτάκη δεν οφείλεται στις φιλολογικές επιδράσεις; Η φιλολογική αγωγή τής γενιάς του στηρίχτηκε αποκλειστικά στη γαλλική ποίηση τής παρακμής. Αν κατά το μισό η απαισιοδοξία του Καρυωτάκη είναι οργανικό σύμπτωμα τής μικροαστικής τάξης, κατά το άλλο μισό είναι επίδραση φιλολογική.
Στην ποίηση του Καρυωτάκη δεν υπάρχει καμιά υπόληψη τής ζωής και τού ανθρώπου. Την απογυμνώνει τόσο από κάθε ομορφιά, από κάθε χαρά, όσο κανείς. Ούτε ο Καβάφης δεν την ξεγύμνωσε έτσι. Κοιτάξτε πόσο χαμηλά κατεβάζει την άξια του ανθρώπου ο Καρυωτάκης:
Υποθήκαι (από τις Σάτιρες)
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν᾿ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα* ).
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
* Φιλύρα: αναφορά στους εξής στίχους του Φιλύρα (1889-1942), ο οποίος το 1927 έχασε τα λογικά του, χτυπημένος από τη σύφιλη.
Όχλε, λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
που την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστο σου πόθο;
Α, μαστροπέ στην άβυσσο με πας!
(«Μοίρα άγει»)
(Συνεχίζει ο Παπαϊωάννου) Πόσο εξαφανίζει την άξια του ανθρώπου στο πρόσωπο της γυναίκας:
Αποστροφή
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ᾿ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ᾿ αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τας μητέρας».
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα...
Ύστερα απ᾿ τον Καρυωτάκη, στην εποχή που ο αστός βρίσκεται στο φρύδι του τάφου του, θα ᾿ρθουν άλλοι που θα τον ξεπεράσουν και σε μισανθρωπία και σε αδιαφορία για τη ζωή. ΟΙ μεταγενέστεροι αυτοί απαισιόδοξοι και ατομικιστές φτάνουν στην πλήρη απομόνωση τους απ᾿ τις μάζες —που τις μισούν γιατί τις νιώθουν επάνω τους εχθρικές— και κόβουν την επαφή μαζί τους. Καταργούν τον οργανωμένο λόγο και οδηγούνται σε μια ποίηση απόλυτα μυστική. Διακηρύσσουν πως δεν απευθύνονται στο κοινό, μα σε λίγους εκλεκτούς· κι αυτοί είναι βέβαιο πως δεν τούς πλησιάζουν παρά με τη μαγεία και την έκσταση, δηλ. είναι ελεύθεροι να καταλαβαίνουν από το ποίημα ό,τι θέλουν. Με μόνο τις ελληνικές κοινωνικές συνθήκες δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η τάσι προς την αλλαγή ή μόνο την άρρυθμη ποίηση. Τον σπουδαιότερο ρόλο στη μεταφορά του ρεύματος αυτού στην Ελλάδα, τον παίξανε παράγοντες εξωπνευματικοί και ή φιλολογική επίδραση. Στο μεγαλύτερο της ποσοστό η αστική ποίηση των τελευταίων χρόνων δεν είναι άλλο από μίμηση ξένων προτύπων. Η μίμηση δεν περιορίζεται μόνο στον τρόπο της έκφρασης και στη διάθεση την ποιητική. Απλώνεται και στον τρόπο αντίληψης τής ζωής. Η απαισιοδοξία τής ποίησης αυτής, και όταν παίρνει το χαραχτήρα τής διαμαρτυρίας, οφείλεται στη δυσαρέσκεια τού αστού ή τού μικροαστού ή τού τυχοδιώκτη προλετάριου απ᾿ την ατομική του ζωή. Όπως στον Καρυωτάκη, έτσι κι εδώ ο χαραχτήρας τής διαμαρτυρίας αυτής δεν παίρνει, και στις καλύτερες περιπτώσεις, το χαραχτήρα τής πολιτικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της σημερινής αστικής ποίησης θα πει:
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Ο Σεφέρης γίνεται έτσι συνεχιστής τού Καρυωτάκη. [. . .] Στη θανατοφιλία και τη μισανθρωπία, στον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη, θα φτάσει ή ποίησή μας σιγά σιγά, περνώντας πρώτα από τούς φυγόκοσμους άλλου είδους, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Φιλύρα, τούς δυναμικούς αυτούς φορμαλιστές, και ύστερα απ᾿ τούς πρώτους φανερά απαισιόδοξους, τον Λαπαθιώτη, τον Ουράνη, τον Παπατσώνη, τον Στασινόπουλο, τον Άγρα. [. ..] Κατακλείδα τους ο Καρυωτάκης. Αυτός πραγματοποίησε, με την ποίησή του και με την αυτοκτονία του, τη φυγή απ᾿ τον κόσμο την ολοκληρωτική. Να τον ξεχωρίσουμε σαν τον περισσότερο ειλικρινή φυγόκοσμο κι απαισιόδοξο ποιητή ανάμεσα τους; Υπάρχει ειλικρίνεια και ειλικρίνεια. Μήπως δεν είναι ειλικρινής και ό οπιομανής; Αλλά για να γίνει κανείς οπιομανής, πρέπει να δεχτεί την επίδραση τής τεχνητής νοσηρότητας ανθρώπων πού δε ζουν φυσιολογικά τη ζωή τους. Η θανατοφιλία του υπήρξε κακή επίδραση εξωτερική (δεν ήταν οργανική), πού δεν είχε τη δύναμη να την αποκρούσει. Με τον καιρό, πίστεψε στο ψέμα, και ή ζωή του κύλησε μ᾿ αυτό.
Ή «Ηρωική τριλογία» και μερικές απ᾿ τις σάτιρές του και ή «Κάθαρση», η ανάδειξη του στη θέση τού γενικού γραμματέα τής «Ένωσης δημοσίων υπαλλήλων Αθηνών», φανερώνουν πώς δεν ήταν γεννημένος για τέτοια, σαν το παρακάτω, τραγούδι:
[Είμαστε Κάτι...]
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Για τον κύριο Μ.Μ. Παπαϊωάννου εκείνο που μπορείς να πει κάποιος είναι πως έζησε τη ζωή του σταθερός σ᾿ αυτά που είχε μέσα στο κεφάλι του κλειδαμπαρωμένα και δε ξέφυγε ρούπι. Ούτε για προβλήματα μέσα στον υπάρχοντα "σοσιαλισμό", ούτε για τις δίκες τής Μόσχας, ούτε για ανανέωση. Δεν άκουσε στη ζωή του τίποτα για υπαρξισμό, φροϋδισμό, για υπαρξιακά ή ψυχολογικά προβλήματα, για το "Κακό" που υπάρχει μέσα στην τη φύση. Γι αυτόν τον στρατευμένο, όλα ήταν ξεκάθαρα απ᾿ αρχής. Η στράτευση στην τάξεις τού ΚΚΕ, έλυνε όλα τα προβλήματα υπαρξιακά, ψυχολογικά …ακόμα και την ευλογιά. Τέτοια αισιοδοξία! Αφού τσουβαλιάσει στο σακί τής φυγοκοσμίας και τής απαισιοδοξίας, όλους τους ποιητές, τούς μετά τη γενιά του 1880, φθάνει στο Σεφέρη. Ακόμα και αν δεν πλησιάσει κάποιος στην ερμηνεία που δίδει στο ποίημα "Άρνηση" ο Ρόντρικ Μπήτον στην βιογραφία τού Σεφέρη, σελίδα 148, «το ακρογιάλι όπου βρίσκονται ξαπλωμένοι οι εραστές (όπως η "στέρνα») είναι «κρυφό", ωστόσο το νερό εκεί είναι "γλυφό»· το «όνομά της", γραμμένο στην άμμο, το φυσά και το σβήνει ο "μπάτης", το «πάθος» τής δέσμευσης σ᾿ έναν ολόκληρο τρόπο ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα "λάθος". Το ποίημα καταλήγει:
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή».
δεν θα μπορούσε κάποιος να έχει πάρα πολλούς λόγους για να αλλάξει ζωή;
Και προπαντός μας συμβουλεύει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, όχι ατομικισμός! Είναι θανατηφόρος. Δέστε που κατάληξε ο Καρυωτάκης;
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή».
δεν θα μπορούσε κάποιος να έχει πάρα πολλούς λόγους για να αλλάξει ζωή;
Και προπαντός μας συμβουλεύει ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, όχι ατομικισμός! Είναι θανατηφόρος. Δέστε που κατάληξε ο Καρυωτάκης;
Β.Τώρα η κριτική από ένα διανοούμενο τής Αριστεράς που την τίμησε, με το ελεύθερο κριτικό του πνεύμα και το στοχασμό του. (Πάντα βέβαια σύμφωνα με την περιρρέουσα πνευματική, κοινωνική, πολιτική κατάσταση της εποχής που γράφεται το κείμενο). Είναι η απάντηση στο προηγούμενο κείμενο του Μ.Μ. Παπαϊωάννου.
Δ. (Μανόλης Λαμπρίδης, «Il gran rifiuto, Επιθεώρηση Τέχνης, Β᾿ , 7, Ιούλιος
1955, σελ. 35 κε.)
Προεκτείνοντας, ως την άκρη, αυτή τη [βαριά και αδιέξοδη] διάθεση πού —όπως δείξαμε [εξετάζοντας την ποίηση τού Βάρναλη] —δεν είναι ασυμβίβαστη με την πιο επαναστατική συνείδηση, θα συναντήσουμε τη φοβερή χειρονομία τού Καρυωτάκη. Αηδιασμένος εντελώς από τον αστικό κόσμο, και μη βρίσκοντας τίποτε άξιο αλλού πουθενά, τραβάει την Άρνηση του ως την έσχατη λογική συνέπεια, και πραγματοποιεί την έξοδο «απ᾿ τη μαύρη τούτη κόλαση». Αυτή ή βαριά απελπισία, χωρίς το αντίβαρο μιας πολύ δυνατής πίστης πώς δεν είναι εφικτή καμιά ξεχωριστή, ατομική λύτρωση, μπορεί να τραβήξει στο γκρεμό τον ευαίσθητο ποιητή:
Θα ᾿πρεπε να πέσω σ᾿ άπατον γκρεμό,
θα ᾿πρεπε να δέσω πέτρα στο λαιμό,
αν, Ιδέα-θεά μου, φλόγα μου αστρική,
δεν κοιτούσες χάμου να κοιτάξω εκεί.
Ω! τι μαύρα σκότη κι αίματα πηχτά!
Όλ᾿ η ανθρωπότη κλαίει με βογκηχτά!
«Σωτηρία για σένα και ξεχωριστή
Δεν υπάρχει (για Ένα!), πριν σωθούν αυτοί!»
(Βάρναλης, «Ένας-Όλοι»)
«Αυτοί». Δηλαδή: αυτοί «οι μαύροι κολασμένοι» που είναι χωμένοι σε σκοτάδι, αδιαπέραστο από το φως τής συνείδησης.
Ένα άλλο ανασταλτικό είναι, φυσικά, και ή παχυδερμία. Μα όταν ο ευαίσθητος ποιητής τυχαίνει να μην έχει τη δύναμη να στυλώσει μια τόσο δυνατή πίστη μέσα στην άναστρη νύχτα, κι ούτε είναι θωρακισμένος με μια τόσο μεγάλη παχυδερμία; Τότε δεν είναι καθόλου άτρωτος, και το Μηδέν δε δυσκολεύεται να τον ρουφήξει. Οι κρίσεις ότι η απελπισία και ο πανικός των αστών, που τρέμουν μήπως τους πάρουν τα υλικό αγαθά τους, είναι τάχα εκείνο που έφερε το περίστροφο στον κρόταφο του Καρυωτάκη, είναι λαθεμένες. Άσε που οι αστοί, όταν απειλούνται τα συμφέροντα τους, δεν αυτοκτονούν. Δολοφονούν. [...]
Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή —και ενσυνείδητη — αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα Ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον Ποιητή — τη Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά, την Αξιοπρέπεια— τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί. Ξεσκεπάζοντας με πικρό σαρκασμό την υποκρισία τους και τη σαπίλα τους, δείχνει όλον τον πόνο τής τρυφερής ψυχής του. Να μερικές στροφές από την ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον»:
Αλλά το θείον έναυσμα
η φωνή σου δεν είναι
τώρα πλέον. Μάς έρχεται
μακρινός και παράταιρος
ήχος τυμπάνου.
Ολόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Ελλάδα,
ταραγμένος, εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου,
την οικουμένην.
………………………………
Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
μέσα εις τα ντάνσιγκ.
…………………………………………
... την χώραν νέμεται
η στρατιά της ήττης,
τού λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονούσα.
Και ό «λαός»;
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τούς κολάφους.
Όταν ο Καρυωτάκης γράφει:
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους.
………………………………………
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν᾿ αρέσει.
Τού δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
(« Υποθήκαι»)
Δεν «κατεβάζει την άξια του ανθρώπου». Όταν χλευάζει τις μικροαστές «ιαπωνικές κούκλες», δεν «εξαφανίζει την άξια του ανθρώπου στο πρόσωπο τής γυναίκας». Δεν πρόκειται για παραποίηση της πραγματικότητας και ιδιαίτερο χρωματισμό της προσδομένον από την υποκειμενική διάθεση του Ποιητή, που απηχεί τάχα την εχθρότητα των αστών προς τις λαϊκές μίζες. Αυτό που εκφράζει αντιστοιχεί σ᾿ αυτό που υπάρχει. Την ίδια πραγματικότητα εκφράζει —καθώς δείξαμε πιο πάνω— κι ο Βάρναλης. [...]
Όμως, αυτός είναι ο λαός; Είναι σωστή αυτή ή εικόνα;
Και ό «λαός» είναι μια κατηγορία που δεν είναι απόλυτη, ταυτόσημη με τον εαυτό της, «καθ᾿ εαυτήν». Συνεπώς: και είναι και δεν είναι έτσι. Είναι έτσι, μόνο σε μιαν ορισμένη στιγμή του ιστορικού processus. Δεν είναι έτσι, κατά το μέτρο όπου χειραφετείται από την πίεση της ιδεολογίας των κυριάρχων· όπου αι παρειαί του γίνονται ευαίσθητοι εις τους κολάφους, το μαστίγιο του σαρκασμού τον τσούζει, κι η Καμπάνα [βλ. Σκλάβοι Πολιορκημένοι] βρίσκει απήχηση κι η ηχώ της πολλαπλασιάζεται μέσα στη συνείδησή του. Μια εξακολουθητική συσσώρευση «μοριακών αλλαγών» στη συνείδηση των μαζών, παράγει, σε ορισμένη στιγμή, το «διαλεκτικό άλμα» της μετατροπής τής ποσότητας σε ποιότητα: ο λαός, από αδρανές βάρος ή φρένο, εμφανίζεται δύναμη εκρηκτική που εισβάλλει στο στίβο της ιστορίας και αίρει την κρίση. Όμως δεν είναι αυτό το τελευταίο, το στάδιο που απεικονίζεται στην ποίηση του Καβάφη, τού Βάρναλη (κατά μεγάλο μέρας) και τού Καρυωτάκη:
Είναι πολλά τού αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίη.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι
……………………………………………
Λευτεριά...
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια
κάνει σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
(«Στο άγαλμα της Ελευθερίας που Φωτίζει τον Κόσμο»)
Τις δάφνες τού Σαγγάριου
ή Ελευθερία φορέσασα
γοργά από μιαν χείρα σ᾿
άλλην περνά και
σύρεται,
δούλη στρατώνος.
(«Εις Ανδρέαν Κάλβον»)
«Δουλεία στρατώνος», πού σφίγγει μέσα στο αγκαθερό συρματόπλεγμα τα πάντα: από τον «φουκαράκο» τον Μιχαλιό, ως την Ιδέα τής Ελευθερίας. «Δουλεία στρατώνος»! Υπάρχει επιγραμματικότερος χαρακτηρισμός τής εποχής μας, τής εποχής τού «αστυνομικού κράτους»; Αυτή ή τρομοκρατία, πάνω σ᾿ ένα έδαφος απέραντης φτώχειας και αθλιότητας, γεμίζει πόνο και πένθος όλη τη ζωή τών ανθρώπων και όλη τη φύση:
Η πεδιάς και το νεκροταφείον
(Πίναξ Ημιτελής)
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό ’που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.) (1)
Τον Νοέμβριο του 1925, επί δικτατορίας του στρατηγού Θ. Παγκάλου, εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, παράνομα (παρά την αντίθετη γνώμη του δικαστικού σώματος), αλλά δημόσια, δύο καταχραστές αξιωματικοί.
Και δεν αρνιέται «κατ᾿ αρχήν» μόνο τον αστικό κόσμο. Αποδοκιμάζει και σαρκάζει τις καθημερινές εκδηλώσεις και σχέσεις τών αστών, την κενότητα τους, το σνομπισμό τους:
Δελφική εορτή
Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.
Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.
Lorgnons, Kodaks, opérateurs, στου Προμηθέα τον πόνο
έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.
Ένας λυγμός εκίνησε τ᾿ απίθανα αυτά πλήθη.
Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρης διελύθη,
τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα
σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα…
Προς αυτόν τον κόσμο, βρίσκεται όχι μόνο σε «μικρή», παρά σε μεγάλη «ασυμφωνία» και σε τόνο μείζονα:
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ —παφ, παφ, παφ, παφ —, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
……………………………………………………………………………………
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο πού ή μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί τής εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια τής κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει ή πνοή πού θα σάς σαρώσει.
(«Κάθαρσις»)
Η άρνησή του και ή διαμαρτυρία του είναι καθολική και σπαραχτική:
"Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια τής σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -
τούς πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα τής γης,
και, ψηλά, τούς ανθρώπους να διασκεδάσει.
(«Αισιοδοξία»)
Όταν καμιά φορά η Ανθρωπότητα θα έχει περάσει από το «Βασίλειο της Ανάγκης» στο «Βασίλειο τής Ελευθερίας», και το Λογικό θα έχει αποκτήσει τα δικαιώματά του, εκεί όπου κυριαρχεί η αναρχία και ο παραλογισμός, θα συγκαταλέξουν ανάμεσα στα κοινωνιολογικά παράδοξα, ότι βρέθηκαν άνθρωποι που θεωρούσανε αυτόν τον σπαραγμένο Καρυωτάκη, που έβαλε το δάχτυλό του «εις τον τύπον των ήλων» τής τραγωδίας της εποχής μας, ως πνευματικόν Εκπρόσωπο τής σαπισμένης κυρίαρχης τάξης, «Εγωιστή δυσαρεστημένο μικροαστό, που η ζωή του κύλησε μάσα στο ψέμα». Είμαστε βέβαιοι πως θα κοιτάζουν αλλιώς...
…………………………………………………………………………………………
Ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης [...] δεν είναι ποιητές της Ιδεολογίας των κλονιζομένων κυριάρχων. Εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo τής κυρίαρχης τάξης. Δεν αγωνιούν μήπως χάσουν κάτι — η έστω μήπως χαθεί κάτι που αξίζει και πού χωρίς αυτό ο κόσμος θα γινόταν άσχημος: αυτό αποτελεί την ουσία τής συντηρητικής ψυχολογίας. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Η στάση τους είναι αποδοκιμασία, χλευασμός, μυκτηρισμός των «αξιών», περιφρόνηση και αηδία. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη και δεν την εκπροσωπούν καλλιτεχνικά. Βρίσκονται αντιμέτωποι της — κι όταν ακόμα στέκονται στο κενό, είτε γιατί το κενό υπάρχει αντικειμενικά, είτε γιατί οι ίδιοι δεν είναι από την πάστα των αγωνιστών, είτε και για τα δυο.
……………………………………………………………………………………..................................................................................................................................
Το γεγονός ότι ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης χρωστούν την καθιέρωσή τους στην «ένοχη τόλμη» των αστών τής παρακμής, δε σημαίνει πως είναι και οι ίδιοι εκπρόσωποι του «λυρισμού τής παρακμής και τής αρρωστημένης ψυχολογίας τού παρηκμασμένου αστού». Δίνει μονάχα μιαν ακόμα επιβεβαίωση τού συνηθισμένου φαινόμενου που βλέπομε στην ιστορία των ιδεών. Ότι δηλαδή οι ιδέες έχουν πολλές φορές περίεργες περιπέτειες. Κυκλοφορώντας στην αγορά, παραμορφώνονται, παίρνουν έναν αλλιώτικο δρόμο, κι υπηρετούν σκοπούς άσχετους μ᾿ εκείνους που η λογική τους ουσία καθορίζει. Οι παραμορφωτές αράζουν στον αέρα ορισμένως ιδέες, τις προσαρμόζουν στις δικές τους ανάγκες, στη δική τους ψυχική οικονομία, στα πάθη τους, στις αυταπάτες τους, τις αποκρύβουν από το πρωτότυπο, και τις αφήνουν να τραβήξουν ένα δικό τους δρόμο. [...]
Αν λοιπόν ορισμένοι κύκλοι, απομονώνοντας ή παραμορφώνοντας μερικές όψεις τής καβαφικής και τής καρυωτακικής ποίησης, βρήκαν ή νόμισαν πως βρήκαν την έκφραση τού εαυτού τους, αυτό δε θα πει πως αυτή είναι κι η αληθινή σημασία του έργου τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη, και πώς θα πρέπει κανείς να χαρίσει σ᾿ αυτούς τους παρακμίες ολάκερο τον Καβάφη κι ολάκερο τον Καρυωτάκη. Αναμφισβήτητα, και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «βγαίνουν» από την παρακμή. Όχι όμως λογικά, παρά διαλεκτικά. Όχι σαν θέση, συντηρητική τού φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του.
Δ. (Μανόλης Λαμπρίδης, «Il gran rifiuto, Επιθεώρηση Τέχνης, Β᾿ , 7, Ιούλιος
1955, σελ. 35 κε.)
Προεκτείνοντας, ως την άκρη, αυτή τη [βαριά και αδιέξοδη] διάθεση πού —όπως δείξαμε [εξετάζοντας την ποίηση τού Βάρναλη] —δεν είναι ασυμβίβαστη με την πιο επαναστατική συνείδηση, θα συναντήσουμε τη φοβερή χειρονομία τού Καρυωτάκη. Αηδιασμένος εντελώς από τον αστικό κόσμο, και μη βρίσκοντας τίποτε άξιο αλλού πουθενά, τραβάει την Άρνηση του ως την έσχατη λογική συνέπεια, και πραγματοποιεί την έξοδο «απ᾿ τη μαύρη τούτη κόλαση». Αυτή ή βαριά απελπισία, χωρίς το αντίβαρο μιας πολύ δυνατής πίστης πώς δεν είναι εφικτή καμιά ξεχωριστή, ατομική λύτρωση, μπορεί να τραβήξει στο γκρεμό τον ευαίσθητο ποιητή:
Θα ᾿πρεπε να πέσω σ᾿ άπατον γκρεμό,
θα ᾿πρεπε να δέσω πέτρα στο λαιμό,
αν, Ιδέα-θεά μου, φλόγα μου αστρική,
δεν κοιτούσες χάμου να κοιτάξω εκεί.
Ω! τι μαύρα σκότη κι αίματα πηχτά!
Όλ᾿ η ανθρωπότη κλαίει με βογκηχτά!
«Σωτηρία για σένα και ξεχωριστή
Δεν υπάρχει (για Ένα!), πριν σωθούν αυτοί!»
(Βάρναλης, «Ένας-Όλοι»)
«Αυτοί». Δηλαδή: αυτοί «οι μαύροι κολασμένοι» που είναι χωμένοι σε σκοτάδι, αδιαπέραστο από το φως τής συνείδησης.
Ένα άλλο ανασταλτικό είναι, φυσικά, και ή παχυδερμία. Μα όταν ο ευαίσθητος ποιητής τυχαίνει να μην έχει τη δύναμη να στυλώσει μια τόσο δυνατή πίστη μέσα στην άναστρη νύχτα, κι ούτε είναι θωρακισμένος με μια τόσο μεγάλη παχυδερμία; Τότε δεν είναι καθόλου άτρωτος, και το Μηδέν δε δυσκολεύεται να τον ρουφήξει. Οι κρίσεις ότι η απελπισία και ο πανικός των αστών, που τρέμουν μήπως τους πάρουν τα υλικό αγαθά τους, είναι τάχα εκείνο που έφερε το περίστροφο στον κρόταφο του Καρυωτάκη, είναι λαθεμένες. Άσε που οι αστοί, όταν απειλούνται τα συμφέροντα τους, δεν αυτοκτονούν. Δολοφονούν. [...]
Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή —και ενσυνείδητη — αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα Ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον Ποιητή — τη Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά, την Αξιοπρέπεια— τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί. Ξεσκεπάζοντας με πικρό σαρκασμό την υποκρισία τους και τη σαπίλα τους, δείχνει όλον τον πόνο τής τρυφερής ψυχής του. Να μερικές στροφές από την ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον»:
Αλλά το θείον έναυσμα
η φωνή σου δεν είναι
τώρα πλέον. Μάς έρχεται
μακρινός και παράταιρος
ήχος τυμπάνου.
Ολόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Ελλάδα,
ταραγμένος, εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου,
την οικουμένην.
………………………………
Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
μέσα εις τα ντάνσιγκ.
…………………………………………
... την χώραν νέμεται
η στρατιά της ήττης,
τού λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονούσα.
Και ό «λαός»;
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τούς κολάφους.
Όταν ο Καρυωτάκης γράφει:
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους.
………………………………………
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν᾿ αρέσει.
Τού δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
(« Υποθήκαι»)
Δεν «κατεβάζει την άξια του ανθρώπου». Όταν χλευάζει τις μικροαστές «ιαπωνικές κούκλες», δεν «εξαφανίζει την άξια του ανθρώπου στο πρόσωπο τής γυναίκας». Δεν πρόκειται για παραποίηση της πραγματικότητας και ιδιαίτερο χρωματισμό της προσδομένον από την υποκειμενική διάθεση του Ποιητή, που απηχεί τάχα την εχθρότητα των αστών προς τις λαϊκές μίζες. Αυτό που εκφράζει αντιστοιχεί σ᾿ αυτό που υπάρχει. Την ίδια πραγματικότητα εκφράζει —καθώς δείξαμε πιο πάνω— κι ο Βάρναλης. [...]
Όμως, αυτός είναι ο λαός; Είναι σωστή αυτή ή εικόνα;
Και ό «λαός» είναι μια κατηγορία που δεν είναι απόλυτη, ταυτόσημη με τον εαυτό της, «καθ᾿ εαυτήν». Συνεπώς: και είναι και δεν είναι έτσι. Είναι έτσι, μόνο σε μιαν ορισμένη στιγμή του ιστορικού processus. Δεν είναι έτσι, κατά το μέτρο όπου χειραφετείται από την πίεση της ιδεολογίας των κυριάρχων· όπου αι παρειαί του γίνονται ευαίσθητοι εις τους κολάφους, το μαστίγιο του σαρκασμού τον τσούζει, κι η Καμπάνα [βλ. Σκλάβοι Πολιορκημένοι] βρίσκει απήχηση κι η ηχώ της πολλαπλασιάζεται μέσα στη συνείδησή του. Μια εξακολουθητική συσσώρευση «μοριακών αλλαγών» στη συνείδηση των μαζών, παράγει, σε ορισμένη στιγμή, το «διαλεκτικό άλμα» της μετατροπής τής ποσότητας σε ποιότητα: ο λαός, από αδρανές βάρος ή φρένο, εμφανίζεται δύναμη εκρηκτική που εισβάλλει στο στίβο της ιστορίας και αίρει την κρίση. Όμως δεν είναι αυτό το τελευταίο, το στάδιο που απεικονίζεται στην ποίηση του Καβάφη, τού Βάρναλη (κατά μεγάλο μέρας) και τού Καρυωτάκη:
Είναι πολλά τού αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίη.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι
……………………………………………
Λευτεριά...
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια
κάνει σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
(«Στο άγαλμα της Ελευθερίας που Φωτίζει τον Κόσμο»)
Τις δάφνες τού Σαγγάριου
ή Ελευθερία φορέσασα
γοργά από μιαν χείρα σ᾿
άλλην περνά και
σύρεται,
δούλη στρατώνος.
(«Εις Ανδρέαν Κάλβον»)
«Δουλεία στρατώνος», πού σφίγγει μέσα στο αγκαθερό συρματόπλεγμα τα πάντα: από τον «φουκαράκο» τον Μιχαλιό, ως την Ιδέα τής Ελευθερίας. «Δουλεία στρατώνος»! Υπάρχει επιγραμματικότερος χαρακτηρισμός τής εποχής μας, τής εποχής τού «αστυνομικού κράτους»; Αυτή ή τρομοκρατία, πάνω σ᾿ ένα έδαφος απέραντης φτώχειας και αθλιότητας, γεμίζει πόνο και πένθος όλη τη ζωή τών ανθρώπων και όλη τη φύση:
Η πεδιάς και το νεκροταφείον
(Πίναξ Ημιτελής)
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό ’που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.) (1)
Τον Νοέμβριο του 1925, επί δικτατορίας του στρατηγού Θ. Παγκάλου, εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, παράνομα (παρά την αντίθετη γνώμη του δικαστικού σώματος), αλλά δημόσια, δύο καταχραστές αξιωματικοί.
Και δεν αρνιέται «κατ᾿ αρχήν» μόνο τον αστικό κόσμο. Αποδοκιμάζει και σαρκάζει τις καθημερινές εκδηλώσεις και σχέσεις τών αστών, την κενότητα τους, το σνομπισμό τους:
Δελφική εορτή
Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.
Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.
Lorgnons, Kodaks, opérateurs, στου Προμηθέα τον πόνο
έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.
Ένας λυγμός εκίνησε τ᾿ απίθανα αυτά πλήθη.
Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρης διελύθη,
τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα
σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα…
Προς αυτόν τον κόσμο, βρίσκεται όχι μόνο σε «μικρή», παρά σε μεγάλη «ασυμφωνία» και σε τόνο μείζονα:
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ —παφ, παφ, παφ, παφ —, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
……………………………………………………………………………………
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο πού ή μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί τής εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια τής κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει ή πνοή πού θα σάς σαρώσει.
(«Κάθαρσις»)
Η άρνησή του και ή διαμαρτυρία του είναι καθολική και σπαραχτική:
"Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια τής σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -
τούς πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα τής γης,
και, ψηλά, τούς ανθρώπους να διασκεδάσει.
(«Αισιοδοξία»)
Όταν καμιά φορά η Ανθρωπότητα θα έχει περάσει από το «Βασίλειο της Ανάγκης» στο «Βασίλειο τής Ελευθερίας», και το Λογικό θα έχει αποκτήσει τα δικαιώματά του, εκεί όπου κυριαρχεί η αναρχία και ο παραλογισμός, θα συγκαταλέξουν ανάμεσα στα κοινωνιολογικά παράδοξα, ότι βρέθηκαν άνθρωποι που θεωρούσανε αυτόν τον σπαραγμένο Καρυωτάκη, που έβαλε το δάχτυλό του «εις τον τύπον των ήλων» τής τραγωδίας της εποχής μας, ως πνευματικόν Εκπρόσωπο τής σαπισμένης κυρίαρχης τάξης, «Εγωιστή δυσαρεστημένο μικροαστό, που η ζωή του κύλησε μάσα στο ψέμα». Είμαστε βέβαιοι πως θα κοιτάζουν αλλιώς...
…………………………………………………………………………………………
Ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης [...] δεν είναι ποιητές της Ιδεολογίας των κλονιζομένων κυριάρχων. Εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo τής κυρίαρχης τάξης. Δεν αγωνιούν μήπως χάσουν κάτι — η έστω μήπως χαθεί κάτι που αξίζει και πού χωρίς αυτό ο κόσμος θα γινόταν άσχημος: αυτό αποτελεί την ουσία τής συντηρητικής ψυχολογίας. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Η στάση τους είναι αποδοκιμασία, χλευασμός, μυκτηρισμός των «αξιών», περιφρόνηση και αηδία. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη και δεν την εκπροσωπούν καλλιτεχνικά. Βρίσκονται αντιμέτωποι της — κι όταν ακόμα στέκονται στο κενό, είτε γιατί το κενό υπάρχει αντικειμενικά, είτε γιατί οι ίδιοι δεν είναι από την πάστα των αγωνιστών, είτε και για τα δυο.
……………………………………………………………………………………..................................................................................................................................
Το γεγονός ότι ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης χρωστούν την καθιέρωσή τους στην «ένοχη τόλμη» των αστών τής παρακμής, δε σημαίνει πως είναι και οι ίδιοι εκπρόσωποι του «λυρισμού τής παρακμής και τής αρρωστημένης ψυχολογίας τού παρηκμασμένου αστού». Δίνει μονάχα μιαν ακόμα επιβεβαίωση τού συνηθισμένου φαινόμενου που βλέπομε στην ιστορία των ιδεών. Ότι δηλαδή οι ιδέες έχουν πολλές φορές περίεργες περιπέτειες. Κυκλοφορώντας στην αγορά, παραμορφώνονται, παίρνουν έναν αλλιώτικο δρόμο, κι υπηρετούν σκοπούς άσχετους μ᾿ εκείνους που η λογική τους ουσία καθορίζει. Οι παραμορφωτές αράζουν στον αέρα ορισμένως ιδέες, τις προσαρμόζουν στις δικές τους ανάγκες, στη δική τους ψυχική οικονομία, στα πάθη τους, στις αυταπάτες τους, τις αποκρύβουν από το πρωτότυπο, και τις αφήνουν να τραβήξουν ένα δικό τους δρόμο. [...]
Αν λοιπόν ορισμένοι κύκλοι, απομονώνοντας ή παραμορφώνοντας μερικές όψεις τής καβαφικής και τής καρυωτακικής ποίησης, βρήκαν ή νόμισαν πως βρήκαν την έκφραση τού εαυτού τους, αυτό δε θα πει πως αυτή είναι κι η αληθινή σημασία του έργου τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη, και πώς θα πρέπει κανείς να χαρίσει σ᾿ αυτούς τους παρακμίες ολάκερο τον Καβάφη κι ολάκερο τον Καρυωτάκη. Αναμφισβήτητα, και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «βγαίνουν» από την παρακμή. Όχι όμως λογικά, παρά διαλεκτικά. Όχι σαν θέση, συντηρητική τού φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του.
Γ. Μάρκος Αυγέρης. «θεωρία και κριτική: Ο πεσιμισμός στην ελληνική ποίηση». Επιθεώρηση Τέχνης. Γ᾿ , 13, Ιανουάριος 1956. σελ. 5 κέ. = θεωρήματα, Ίκαρος, 1972, σελ. 47-48. 60, 66, 72).
Ο Καρυωτάκης, ενώ καταγγέλλει καταστάσεις τού αστισμού τής εποχής του, πού έπαιρνε τον κατήφορο, είναι ό ίδιος μια μορφή αυτού τού ξεπεσμού, όπως κι ό Έλιοτ, λ.χ., πού στην ποίησή του. δεν καταγγέλλει μόνο τον ξεπεσμό τού αστικού κόσμου, παρά είναι ό ίδιος η έκφραση αυτού τού ξεπεσμού. Ο Καρυωτάκης βλέπει να βασιλεύει γύρα του ή αθλιότητα κι ή ευτέλεια τής ζωής, να επιβάλλονται και να κυβερνούν οι νικημένοι τής Ασίας, κι αυτός κι οι συνομήλικοί του, «νέοι, σχεδόν παιδιά», να ᾿ναι βουλιαγμένοι, χαμένοι μέσα σε καταστάσεις τέλματα. Είναι φανερό πώς ή εχθρότητα προς τον περίγυρό του και την άρχουσα τάξη είχε και προσωπικές αφορμές. Η υπαλληλική, ή κοινωνική, ή λογοτεχνική θέση του παρουσιάζεται μειωμένη στα ματιά του. Η εξήγηση πώς, κοντά στους εξωτερικούς λόγους, ήταν κι ο προσβλημένος εγωισμός του πού τον κινούσε, μια ανικανοποίητη κι απογοητευμένη φιλοδοξία, είναι πολύ βάσιμη και δικαιολογημένη. Αν δεν υπήρχε ή μικροαστική δίψα γι᾿ ατομική δύναμη, για κοινωνικές αναγνωρίσεις και τιμές, αν δεν υπήρχε αυτή ή φιλαυτία πού τού κατηγορούν κι αυτό το αίσθημα τού αδικημένου και ταπεινωμένου πού τού δηλητηρίαζε τη ζωή, θα μπορούσε να βρει διέξοδο και σωτηρία από τα συμπλέγματα του, θα μπορούσε να στραφεί προς υπερατομικά ενδιαφέροντα και προς ιδέες πέρα από το στενό ορίζοντα τού εγωκεντρισμού του. Κι ίσια-ίσια, την εποχή αυτή, ύστερα από τούς πρώτους πολέμους, ενώ ο παλιός κόσμος πάλευε με τις αδυναμίες του, άρχισε να πνέει και στον τόπο μας μια νέα πνοή ζωής, να γίνεται μια νέα ανασύνταξη στις κοινωνικές κι ιστορικές δυνάμεις. Συγκροτημένο σε σύστημα, με νεανική ζωηράδα, για πρώτη φορά έμπαινε στην πολιτική κονίστρα το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του ένα κοσμογονικό νεφέλωμα. Ο Καρυωτάκης δεν το αγνοούσε, μάλιστα για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα δέχτηκε την επίδραση του. Ο ποιητής Ιωσήφ Ραυτόπουλος, πού ήταν καθημερινή παρέα του, λάβαινε μέρος σ᾿ αυτί την κίνηση και μίλαε γι᾿ αυτή συχνά και με πάθος. Μα οι βαθύτερες έγνοιες τού Καρυωτάκη ήταν πιο πολύ ομοκεντρικές· ό εγωισμός του τον οδηγούσε προς τη μισανθρωπία· στην ποίησή του ό άνθρωπος, ή γυναίκα, παρουσιάζονται σαν κίνδυνος, ή φύση είναι ό θάνατος πού παραφυλάω. Η εσωτερική του ερημία τού σκεπάζει τον ορίζοντα, ώσπου ό νιχιλισμός του κι ή θανατοφιλία, πού μεγαλώνουν μέσα του σαν κακή αρρώστια, τον έφεραν στην αυτοκτονία.
…………………………………………………………………………………………
Το ξεχώρισμα πού προβάλλεται κάπου στη συζήτηση —ανάμεσα στην τέχνη πού εκφράζει την παρακμή μιας τάξης, κι εκείνη πού εκφράζει την παρακμή ενός κόσμου— δεν έχει καμιά βάση στην πραγματικότητα. Η μια περίπτωση δεν αποκλείει την άλλη, όπως αποδείχνεται κι από την Ιστορία κι από τη ζωή. Μπορεί ένα άτομο να ᾿ναι άρρωστο κι η τάξη του γερή, και μέσα στην ίδια κοινωνία μπορεί η μια τάξη να ᾿ναι άρρωστη κι η άλλη γερή. Ένας τεχνίτης μ᾿ άρρωστη συνείδηση μπορεί να προβάλει την αρρώστια του σαν κατάσταση τής ίδιας τής ζωής. Όπως και μια τάξη και μια εποχή μπορεί να προβάλει την παρακμή της, στην εικόνα τού κόσμου. Σ᾿ όλες αυτές τις περιπτώσεις, για τον κόσμο πού μπαίνει στο σούρουπο, όλη ή ζωή σκοτεινιάζει· άτομα και τάξεις γενικεύουν την κατάστασή τους και την παρουσιάζουν σαν το φυσικό χαρακτήρα τής ζωής. Μα όσο πλατύτερη ανταπόκριση βρίσκει μέσα σε μια κοινωνία αυτή η σκοτεινιασμένη παράσταση τής ζωής, φυσικά τόσο περισσότερο ανταποκρίνεται προς την κατάσταση της κι είναι ή έκφρασή της. Το πώς ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης γνώρισαν τη μεγαλύτερη διάδοση ύστερα από τούς πρώτους πολέμους, αυτό είναι χαρακτηριστικό μιας γενικότερης κοινωνικής κατάστασης. Και σήμερα ή αστική ποίηση εξακολουθεί να ᾿ναι πεσιμιστική και να μιλάει τη γλώσσα τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη.
…………………………………………………………………………………………
[...] Μέσα απ᾿ αυτές τις παρασιτικές οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις βγαίνουν οι ξεμοναχιασμένοι τύποι τών διανοουμένων, όλοι οι ξέχωροι, εγωκεντρικοί ή εξώκοσμοι τύποι, όλοι οι αριστοκρατίζοντες, πού αντικρίζουν με περιφρόνηση και το λαό και την ίδια την αστική τάξη τους. Μέσα σ᾿ αυτούς τούς κύκλους παίρνουν θέση κι όλοι οι μικροαστοί πού διψούν για κοινωνικές τιμές κι ωφελήματα, κι όλοι όσοι με διάφορους τρόπους υπηρετούν τούς άρχοντες και τούς δυνατούς τής ημέρας. Απ᾿ αυτούς τούς φτωχούς διαβόλους, πού βρίσκουν μια θέση στο τραπέζι τών κυρίων, βγαίνουν καμιά φορά οι πιο λυσσασμένοι υπερασπιστές τους κι αυτοί πού τιμούν και δοξάζουν περισσότερο τούς θυρεούς τους. Όλοι αυτοί οι τύποι, είτε πολεμούν καθαρά στις τάξεις τού αστισμού είτε ακατάδεχτοι κλείνονται στον εαυτό τους κι αδιαφορούν για τις τύχες τών άλλων, αντιπροσωπεύουν μορφές και καταστάσεις από έναν αντίδρομο κόσμο. Ό Καρυωτάκης, λ.χ., βρίσκεται σε πλέρια αντίθεση με τον αστικό κόσμο τού καιρού του κι ή ποίησή του είναι μια καταγγελία και μια καταδίκη τής αστικής ζωής, όμως ο νιχιλισμός του κι ή θανατοφιλία του φέρνουν τη σφραγίδα τής χρεοκοπίας αυτού τού κόσμου κι εκφράζον τ᾿ αδιέξοδα του. [...] Μα, όπως και να ᾿ναι, ο Καβάφης κινιέται μέσα στο ρεύμα ενός χρεοκοπημένου κόσμου κι είναι ό ίδιος σημαδεμένος με τα στίγματα αυτής τής χρεοκοπίας, κι όπως κι ο Καρυωτάκης δε βγαίνει κι αυτός καθόλου παραέξω απ᾿ αυτόν το μοιραίο κύκλο. Κάθε εποχή έχει τη θετική και την αρνητική της όψη. Αυτοί εκφράζουν τη φθαρμένη όψη τής εποχής τους κι ό καθένας τους παραδέρνει μέσα στο λάκκο του με τα φίδια.
…………………………………………………………................................................
Μα το θέμα τού πεσιμισμού στη νεοελληνική ποίηση και τη λογοτεχνία, πού μόνο μερικά σημεία του άγγιξε ή συζήτηση, είναι πολύ πλατύτερο και θα ᾿πρεπε κάποτε να εξεταστεί στο σύνολό του: από τον αισθηματικό πεσιμισμό τών ρομαντικών έως τη μελαγχολία τών νεότερων λυρικών από τον ινδογερμανικό πεσιμισμό τού Μαβίλη έως τον ηρωικό πεσιμισμό τού Καζαντζάκη [κι] έως τον πεσιμισμό τών οπαδών τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη, πού έθρεψε όλους τούς νέους ποιητές ως τα σήμερα.
Ο Καρυωτάκης, ενώ καταγγέλλει καταστάσεις τού αστισμού τής εποχής του, πού έπαιρνε τον κατήφορο, είναι ό ίδιος μια μορφή αυτού τού ξεπεσμού, όπως κι ό Έλιοτ, λ.χ., πού στην ποίησή του. δεν καταγγέλλει μόνο τον ξεπεσμό τού αστικού κόσμου, παρά είναι ό ίδιος η έκφραση αυτού τού ξεπεσμού. Ο Καρυωτάκης βλέπει να βασιλεύει γύρα του ή αθλιότητα κι ή ευτέλεια τής ζωής, να επιβάλλονται και να κυβερνούν οι νικημένοι τής Ασίας, κι αυτός κι οι συνομήλικοί του, «νέοι, σχεδόν παιδιά», να ᾿ναι βουλιαγμένοι, χαμένοι μέσα σε καταστάσεις τέλματα. Είναι φανερό πώς ή εχθρότητα προς τον περίγυρό του και την άρχουσα τάξη είχε και προσωπικές αφορμές. Η υπαλληλική, ή κοινωνική, ή λογοτεχνική θέση του παρουσιάζεται μειωμένη στα ματιά του. Η εξήγηση πώς, κοντά στους εξωτερικούς λόγους, ήταν κι ο προσβλημένος εγωισμός του πού τον κινούσε, μια ανικανοποίητη κι απογοητευμένη φιλοδοξία, είναι πολύ βάσιμη και δικαιολογημένη. Αν δεν υπήρχε ή μικροαστική δίψα γι᾿ ατομική δύναμη, για κοινωνικές αναγνωρίσεις και τιμές, αν δεν υπήρχε αυτή ή φιλαυτία πού τού κατηγορούν κι αυτό το αίσθημα τού αδικημένου και ταπεινωμένου πού τού δηλητηρίαζε τη ζωή, θα μπορούσε να βρει διέξοδο και σωτηρία από τα συμπλέγματα του, θα μπορούσε να στραφεί προς υπερατομικά ενδιαφέροντα και προς ιδέες πέρα από το στενό ορίζοντα τού εγωκεντρισμού του. Κι ίσια-ίσια, την εποχή αυτή, ύστερα από τούς πρώτους πολέμους, ενώ ο παλιός κόσμος πάλευε με τις αδυναμίες του, άρχισε να πνέει και στον τόπο μας μια νέα πνοή ζωής, να γίνεται μια νέα ανασύνταξη στις κοινωνικές κι ιστορικές δυνάμεις. Συγκροτημένο σε σύστημα, με νεανική ζωηράδα, για πρώτη φορά έμπαινε στην πολιτική κονίστρα το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του ένα κοσμογονικό νεφέλωμα. Ο Καρυωτάκης δεν το αγνοούσε, μάλιστα για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα δέχτηκε την επίδραση του. Ο ποιητής Ιωσήφ Ραυτόπουλος, πού ήταν καθημερινή παρέα του, λάβαινε μέρος σ᾿ αυτί την κίνηση και μίλαε γι᾿ αυτή συχνά και με πάθος. Μα οι βαθύτερες έγνοιες τού Καρυωτάκη ήταν πιο πολύ ομοκεντρικές· ό εγωισμός του τον οδηγούσε προς τη μισανθρωπία· στην ποίησή του ό άνθρωπος, ή γυναίκα, παρουσιάζονται σαν κίνδυνος, ή φύση είναι ό θάνατος πού παραφυλάω. Η εσωτερική του ερημία τού σκεπάζει τον ορίζοντα, ώσπου ό νιχιλισμός του κι ή θανατοφιλία, πού μεγαλώνουν μέσα του σαν κακή αρρώστια, τον έφεραν στην αυτοκτονία.
…………………………………………………………………………………………
Το ξεχώρισμα πού προβάλλεται κάπου στη συζήτηση —ανάμεσα στην τέχνη πού εκφράζει την παρακμή μιας τάξης, κι εκείνη πού εκφράζει την παρακμή ενός κόσμου— δεν έχει καμιά βάση στην πραγματικότητα. Η μια περίπτωση δεν αποκλείει την άλλη, όπως αποδείχνεται κι από την Ιστορία κι από τη ζωή. Μπορεί ένα άτομο να ᾿ναι άρρωστο κι η τάξη του γερή, και μέσα στην ίδια κοινωνία μπορεί η μια τάξη να ᾿ναι άρρωστη κι η άλλη γερή. Ένας τεχνίτης μ᾿ άρρωστη συνείδηση μπορεί να προβάλει την αρρώστια του σαν κατάσταση τής ίδιας τής ζωής. Όπως και μια τάξη και μια εποχή μπορεί να προβάλει την παρακμή της, στην εικόνα τού κόσμου. Σ᾿ όλες αυτές τις περιπτώσεις, για τον κόσμο πού μπαίνει στο σούρουπο, όλη ή ζωή σκοτεινιάζει· άτομα και τάξεις γενικεύουν την κατάστασή τους και την παρουσιάζουν σαν το φυσικό χαρακτήρα τής ζωής. Μα όσο πλατύτερη ανταπόκριση βρίσκει μέσα σε μια κοινωνία αυτή η σκοτεινιασμένη παράσταση τής ζωής, φυσικά τόσο περισσότερο ανταποκρίνεται προς την κατάσταση της κι είναι ή έκφρασή της. Το πώς ο Καβάφης κι ο Καρυωτάκης γνώρισαν τη μεγαλύτερη διάδοση ύστερα από τούς πρώτους πολέμους, αυτό είναι χαρακτηριστικό μιας γενικότερης κοινωνικής κατάστασης. Και σήμερα ή αστική ποίηση εξακολουθεί να ᾿ναι πεσιμιστική και να μιλάει τη γλώσσα τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη.
…………………………………………………………………………………………
[...] Μέσα απ᾿ αυτές τις παρασιτικές οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις βγαίνουν οι ξεμοναχιασμένοι τύποι τών διανοουμένων, όλοι οι ξέχωροι, εγωκεντρικοί ή εξώκοσμοι τύποι, όλοι οι αριστοκρατίζοντες, πού αντικρίζουν με περιφρόνηση και το λαό και την ίδια την αστική τάξη τους. Μέσα σ᾿ αυτούς τούς κύκλους παίρνουν θέση κι όλοι οι μικροαστοί πού διψούν για κοινωνικές τιμές κι ωφελήματα, κι όλοι όσοι με διάφορους τρόπους υπηρετούν τούς άρχοντες και τούς δυνατούς τής ημέρας. Απ᾿ αυτούς τούς φτωχούς διαβόλους, πού βρίσκουν μια θέση στο τραπέζι τών κυρίων, βγαίνουν καμιά φορά οι πιο λυσσασμένοι υπερασπιστές τους κι αυτοί πού τιμούν και δοξάζουν περισσότερο τούς θυρεούς τους. Όλοι αυτοί οι τύποι, είτε πολεμούν καθαρά στις τάξεις τού αστισμού είτε ακατάδεχτοι κλείνονται στον εαυτό τους κι αδιαφορούν για τις τύχες τών άλλων, αντιπροσωπεύουν μορφές και καταστάσεις από έναν αντίδρομο κόσμο. Ό Καρυωτάκης, λ.χ., βρίσκεται σε πλέρια αντίθεση με τον αστικό κόσμο τού καιρού του κι ή ποίησή του είναι μια καταγγελία και μια καταδίκη τής αστικής ζωής, όμως ο νιχιλισμός του κι ή θανατοφιλία του φέρνουν τη σφραγίδα τής χρεοκοπίας αυτού τού κόσμου κι εκφράζον τ᾿ αδιέξοδα του. [...] Μα, όπως και να ᾿ναι, ο Καβάφης κινιέται μέσα στο ρεύμα ενός χρεοκοπημένου κόσμου κι είναι ό ίδιος σημαδεμένος με τα στίγματα αυτής τής χρεοκοπίας, κι όπως κι ο Καρυωτάκης δε βγαίνει κι αυτός καθόλου παραέξω απ᾿ αυτόν το μοιραίο κύκλο. Κάθε εποχή έχει τη θετική και την αρνητική της όψη. Αυτοί εκφράζουν τη φθαρμένη όψη τής εποχής τους κι ό καθένας τους παραδέρνει μέσα στο λάκκο του με τα φίδια.
…………………………………………………………................................................
Μα το θέμα τού πεσιμισμού στη νεοελληνική ποίηση και τη λογοτεχνία, πού μόνο μερικά σημεία του άγγιξε ή συζήτηση, είναι πολύ πλατύτερο και θα ᾿πρεπε κάποτε να εξεταστεί στο σύνολό του: από τον αισθηματικό πεσιμισμό τών ρομαντικών έως τη μελαγχολία τών νεότερων λυρικών από τον ινδογερμανικό πεσιμισμό τού Μαβίλη έως τον ηρωικό πεσιμισμό τού Καζαντζάκη [κι] έως τον πεσιμισμό τών οπαδών τού Καβάφη και τού Καρυωτάκη, πού έθρεψε όλους τούς νέους ποιητές ως τα σήμερα.
Σχόλιο: Μίλησε ο ινστρούχτορας του Ζντανοφισμού. Αισιοδοξία, Αισιοδοξία, Αισιοδοξία, Αισιοδοξία, ...................................
Όχι "ινδογερμανικό" πεσιμισμό σαν τού Μαβίλη, ή ηρωικό σαν τού Καζαντζάκη ή αστικό ή μικροαστικό σαν τού Καρυωτάκη και τού Καβάφη. Όχι στους ξεμοναχιασμένους διανοούμενους. Ναι στην αισιοδοξία τού Σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Οι υπογραμμίσεις σε όλα τα κείμενα είναι δικές μου.
Όχι "ινδογερμανικό" πεσιμισμό σαν τού Μαβίλη, ή ηρωικό σαν τού Καζαντζάκη ή αστικό ή μικροαστικό σαν τού Καρυωτάκη και τού Καβάφη. Όχι στους ξεμοναχιασμένους διανοούμενους. Ναι στην αισιοδοξία τού Σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Οι υπογραμμίσεις σε όλα τα κείμενα είναι δικές μου.
Δ.Τάσος Βουρνάς. «Φαινόμενα "διαλεκτικού" εκλεκτισμού», Επιθεώρηση Τέχνης, Β , 8, Αύγουστος 1955, σελ. 123-124)
Φυσικά δεν έφερε στον κρόταφο τού Καρυωτάκη το περίστροφο τής αυτοκτονίας «ή απελπισία κι ο πανικός τών αστών πού τρέμουν μήπως τούς πάρουν τα υλικά αγαθά τους». Κανένας δεν το ισχυρίστηκε αυτό, και επομένως άδικα αποδίνει ο Λαμπρίδης στον Παπαϊωάννου αυτή την ιδέα. Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση με τον αστικό κόσμο — συμφωνούμε σ᾿ αυτό με τον Λαμπρίδη. Διαφωνούμε όμως ως προς τον τρόπο πού αντιδρά, στη μορφή τής κριτικής του, πού είναι πάλι απ᾿ τα μέσα κι όχι από τα έξω. Δεν βρίσκεται σε απόλυτη διάσταση με τον κόσμο του· αντιπαρατάσσει απλά την υποκειμενική του διάθεση, πού είναι διάθεση απελπισίας και φυγής, στο ψέμα, τη σκληρότητα και την απανθρωπιά του κοινωνικού πραγματικού στην πρώτη δεκαετία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Από τις αστικές άξιες, αγκαλιάζει και συντηρεί όσες ανάγονται στην περίπτωση τού ατόμου· ό,τι καταξιώνει το μαζικό, το κοινωνικά δυναμικό, το απορρίπτει· αποσύρεται με «αξιοπρέπεια», αυτή τη sui generis αξιοπρέπειά του, όταν χρειάζεται να ενώσει τη φωνή του με τούς πολλούς — κλασική περίπτωση τού «ελεφάντινου πύργου» και κορυφαία εκδήλωση πνευματικής αντίδρασης. Έτσι, δεν εκφράζει καμιά πραγματικότητα όταν ακούγοντας ανθρώπους ρίχνει το όπλο και σωριάζεται πρηνής, ούτε όταν χλευάζει γενικά τις γυναίκες, θεωρώντας τες όργανα ηδονής, ανόητες και κούφιες, με μοναδική τους επιδίωξη «τον αγαθόν άντρα τους και τα νόμιμα κρεβάτια», ή όταν θεωρεί τις λαϊκές μάζες αναίσθητες στους κολάφους, με μικρή και κατάπτυστη ψυχή. Όλα αυτά είναι μία κατευθείαν προβολή τής απαγκίστρωσής του από τον κοινωνικό κορμό, τού αρρωστημένου ψυχισμού του, καταστάσεις πού τον οδήγησαν αργότερα στον αυτοκτονία, όχι, φυσικά, από καμιά κοινωνική ή λογική νομοτέλεια, αλλά από κρίση απελπισίας, πού προετοιμάστηκε με το χάσιμο και τού τελευταίου ίχνους πίστης σ᾿ αυτό πού λέμε ανθρώπινη αξία και, κατά συνέπεια, και στη ζωή.
Ωστόσο υπάρχει κι ο άλλος Καρυωτάκης: τής «Ηρωικής τριλογίας», τής «Πεδιάδας και τού Νεκροταφείου», τού «Αγάλματος τής Ελευθερίας»·ο Καρυωτάκης γραμματέας τών δημοσίων υπαλλήλων, ο συνδικαλιστής δηλαδή. Σύμφωνοι. Αυτόν δεν τον αρνιέται κανείς, κι ο Παπαϊωάννου τον επισήμανε αρκετά στη μελέτη του. Ωστόσο αυτές οι σποραδικές φωνές του, πού δεν αίρουν την ουσία τού καρυωτακικού κλίματος, μπορούν να τον καταξιώσουν σαν ένα ποιητή πού αρνιέται την τάξη του; πού την κρίνει απ᾿ τα έξω; Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί παρασυρμό τής κρίσης μας από αβάσταχτο «διαλεκτικό» ενθουσιασμό και αθωώνει συλλήβδην όλους τούς παρακμίες, όλα τα μηνύματα αγωνίας και θανάτου πού μας στέλνουν· αναγνωρίζει ανύπαρκτη ειλικρίνεια ως και στους εκπρόσωπους τής σύγχρονης «μαύρης λογοτεχνίας» πού λυμαίνεται σήμερα το δυτικό κόσμο, επειδή κι αυτή ακόμα διατυπώνει κάπου-κάπου τη διαμαρτυρία της, την επιθυμία της για «αλλαγή». Στην περίπτωση λοιπόν τού Καρυωτάκη, όπως και τού Καβάφη, ό ερμητισμός, τα τείχη, ή απομόνωση, ή μηδενιστική αντίληψη τής ζωής, είναι αδήριτες πνευματικές μορφές αντίδρασης και εκφράζουν την ολόπλευρη διάσταση τών δυο τούτων ποιητών με το κοινωνικό. Και τέτοιες διαστάσεις οδηγούν σε αδιέξοδα, όχι γιατί υπάρχει τάχα το χάσμα ανάμεσα στους λίγους συνειδητούς ανθρώπους και τη βαριά και δυσκίνητη μάζα, όπως λέει ο Λαμπρίδης, αλλά γιατί οι λίγοι αυτοί είναι το τυπικό παράδειγμα τού άγχους πού κατέχει ορισμένους ανθρώπους σε στιγμές ιστορικών αναστατώσεων, τούς ανθρώπους πού είναι ευαίσθητοι και δειλοί, πού δεν έχουν το θάρρος να τοποθετηθούν, να ιδούν, να βοηθήσουν.
Φυσικά δεν έφερε στον κρόταφο τού Καρυωτάκη το περίστροφο τής αυτοκτονίας «ή απελπισία κι ο πανικός τών αστών πού τρέμουν μήπως τούς πάρουν τα υλικά αγαθά τους». Κανένας δεν το ισχυρίστηκε αυτό, και επομένως άδικα αποδίνει ο Λαμπρίδης στον Παπαϊωάννου αυτή την ιδέα. Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση με τον αστικό κόσμο — συμφωνούμε σ᾿ αυτό με τον Λαμπρίδη. Διαφωνούμε όμως ως προς τον τρόπο πού αντιδρά, στη μορφή τής κριτικής του, πού είναι πάλι απ᾿ τα μέσα κι όχι από τα έξω. Δεν βρίσκεται σε απόλυτη διάσταση με τον κόσμο του· αντιπαρατάσσει απλά την υποκειμενική του διάθεση, πού είναι διάθεση απελπισίας και φυγής, στο ψέμα, τη σκληρότητα και την απανθρωπιά του κοινωνικού πραγματικού στην πρώτη δεκαετία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Από τις αστικές άξιες, αγκαλιάζει και συντηρεί όσες ανάγονται στην περίπτωση τού ατόμου· ό,τι καταξιώνει το μαζικό, το κοινωνικά δυναμικό, το απορρίπτει· αποσύρεται με «αξιοπρέπεια», αυτή τη sui generis αξιοπρέπειά του, όταν χρειάζεται να ενώσει τη φωνή του με τούς πολλούς — κλασική περίπτωση τού «ελεφάντινου πύργου» και κορυφαία εκδήλωση πνευματικής αντίδρασης. Έτσι, δεν εκφράζει καμιά πραγματικότητα όταν ακούγοντας ανθρώπους ρίχνει το όπλο και σωριάζεται πρηνής, ούτε όταν χλευάζει γενικά τις γυναίκες, θεωρώντας τες όργανα ηδονής, ανόητες και κούφιες, με μοναδική τους επιδίωξη «τον αγαθόν άντρα τους και τα νόμιμα κρεβάτια», ή όταν θεωρεί τις λαϊκές μάζες αναίσθητες στους κολάφους, με μικρή και κατάπτυστη ψυχή. Όλα αυτά είναι μία κατευθείαν προβολή τής απαγκίστρωσής του από τον κοινωνικό κορμό, τού αρρωστημένου ψυχισμού του, καταστάσεις πού τον οδήγησαν αργότερα στον αυτοκτονία, όχι, φυσικά, από καμιά κοινωνική ή λογική νομοτέλεια, αλλά από κρίση απελπισίας, πού προετοιμάστηκε με το χάσιμο και τού τελευταίου ίχνους πίστης σ᾿ αυτό πού λέμε ανθρώπινη αξία και, κατά συνέπεια, και στη ζωή.
Ωστόσο υπάρχει κι ο άλλος Καρυωτάκης: τής «Ηρωικής τριλογίας», τής «Πεδιάδας και τού Νεκροταφείου», τού «Αγάλματος τής Ελευθερίας»·ο Καρυωτάκης γραμματέας τών δημοσίων υπαλλήλων, ο συνδικαλιστής δηλαδή. Σύμφωνοι. Αυτόν δεν τον αρνιέται κανείς, κι ο Παπαϊωάννου τον επισήμανε αρκετά στη μελέτη του. Ωστόσο αυτές οι σποραδικές φωνές του, πού δεν αίρουν την ουσία τού καρυωτακικού κλίματος, μπορούν να τον καταξιώσουν σαν ένα ποιητή πού αρνιέται την τάξη του; πού την κρίνει απ᾿ τα έξω; Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί παρασυρμό τής κρίσης μας από αβάσταχτο «διαλεκτικό» ενθουσιασμό και αθωώνει συλλήβδην όλους τούς παρακμίες, όλα τα μηνύματα αγωνίας και θανάτου πού μας στέλνουν· αναγνωρίζει ανύπαρκτη ειλικρίνεια ως και στους εκπρόσωπους τής σύγχρονης «μαύρης λογοτεχνίας» πού λυμαίνεται σήμερα το δυτικό κόσμο, επειδή κι αυτή ακόμα διατυπώνει κάπου-κάπου τη διαμαρτυρία της, την επιθυμία της για «αλλαγή». Στην περίπτωση λοιπόν τού Καρυωτάκη, όπως και τού Καβάφη, ό ερμητισμός, τα τείχη, ή απομόνωση, ή μηδενιστική αντίληψη τής ζωής, είναι αδήριτες πνευματικές μορφές αντίδρασης και εκφράζουν την ολόπλευρη διάσταση τών δυο τούτων ποιητών με το κοινωνικό. Και τέτοιες διαστάσεις οδηγούν σε αδιέξοδα, όχι γιατί υπάρχει τάχα το χάσμα ανάμεσα στους λίγους συνειδητούς ανθρώπους και τη βαριά και δυσκίνητη μάζα, όπως λέει ο Λαμπρίδης, αλλά γιατί οι λίγοι αυτοί είναι το τυπικό παράδειγμα τού άγχους πού κατέχει ορισμένους ανθρώπους σε στιγμές ιστορικών αναστατώσεων, τούς ανθρώπους πού είναι ευαίσθητοι και δειλοί, πού δεν έχουν το θάρρος να τοποθετηθούν, να ιδούν, να βοηθήσουν.
Σχόλιο: Ένας μόνο δρόμος υπάρχει. Η ένταξη στους "κοινωνικούς αγώνες". Η συμμετοχή του, διαλύει αυτόματα το υπαρξιακό άγχος, το φόβο για τη φθορά, το θάνατο, τη μοίρα των ζώων, την αγριότητα μέσα στη φύση. Φαίνεται έτσι σκεφτόντουσαν εν έτει 1955, και έτσι ίσως εξακολουθούν να σκέφτονται κάποιοι. Κι αυτή η κριτική, σε κάποιον που πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, την προσωπική του αγωνία, την προσωπική του περιπέτεια. Πάντως ο ύστερος Βουρνάς που γνωρίσαμε, ήταν ένας άλλος Αριστερός, όπως θα δούμε και από το τελευταίο κείμενο.
Από το ίδιο προηγούμενο κείμενο «Η Αριστεροποίηση του Καρυωτάκη» τού Νάσου Βαγενά στο Βήμα.
Ο Λαμπρίδης δεν συνδέει τον Καρυωτάκη με την Αριστερά. Ωστόσο η θέση του, όπως όλα δείχνουν, γίνεται η γραμματολογική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί σταδιακά η εικόνα ενός αριστερού Καρυωτάκη. Τη βάση αυτή θα ενισχύσει το 1964 ο ίδιος ο Βουρνάς, που, παρότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης κάνει κριτική τής τάξης του «μέσα από τα τείχη της», ανακαλύπτει ότι «από την ποίησή του βγαίνει ο ανθρωποκεντρικός - ουμανιστικός κλάδος της ποίησής μας, που προμηθεύεται το ποιητικό του υλικό από την πραγματικότητα του προοδευτικού μας κινήματος». Με φόντο αυτή τη βάση, η άποψη του Βύρωνα Λεοντάρη (1973) ότι ο Καρυωτάκης είναι «κοινωνικός ποιητής και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας», θα ενθαρρύνει την ιδέα ενός πολιτικού ποιητή Καρυωτάκη. Η οποία θα βρει μια διατύπωσή της (και μάλιστα εμφατική) στην πεποίθηση τού Τίτου Πατρίκιου (1979) ότι με τη σάτιρά του ο Καρυωτάκης γίνεται «ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμη και τη διεθνή, στη νεώτερη ποίηση
Όλα αυτά, πιστεύω, θα προτρέψουν τον Βουρνά να κάνει (1980) ένα βήμα προς την αριστεροποίηση του Καρυωτάκη με τη διαπίστωσή του - την οποία θα επαναλάβει το 1988 - ότι «με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς».
Ο Λαμπρίδης δεν συνδέει τον Καρυωτάκη με την Αριστερά. Ωστόσο η θέση του, όπως όλα δείχνουν, γίνεται η γραμματολογική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί σταδιακά η εικόνα ενός αριστερού Καρυωτάκη. Τη βάση αυτή θα ενισχύσει το 1964 ο ίδιος ο Βουρνάς, που, παρότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης κάνει κριτική τής τάξης του «μέσα από τα τείχη της», ανακαλύπτει ότι «από την ποίησή του βγαίνει ο ανθρωποκεντρικός - ουμανιστικός κλάδος της ποίησής μας, που προμηθεύεται το ποιητικό του υλικό από την πραγματικότητα του προοδευτικού μας κινήματος». Με φόντο αυτή τη βάση, η άποψη του Βύρωνα Λεοντάρη (1973) ότι ο Καρυωτάκης είναι «κοινωνικός ποιητής και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας», θα ενθαρρύνει την ιδέα ενός πολιτικού ποιητή Καρυωτάκη. Η οποία θα βρει μια διατύπωσή της (και μάλιστα εμφατική) στην πεποίθηση τού Τίτου Πατρίκιου (1979) ότι με τη σάτιρά του ο Καρυωτάκης γίνεται «ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμη και τη διεθνή, στη νεώτερη ποίηση
Όλα αυτά, πιστεύω, θα προτρέψουν τον Βουρνά να κάνει (1980) ένα βήμα προς την αριστεροποίηση του Καρυωτάκη με τη διαπίστωσή του - την οποία θα επαναλάβει το 1988 - ότι «με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς».