Οι Κοινωνούντες, Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman
Παίζουν: Γκουνάρ Μπιγιορνστράντ Gunnar Bjornstrand Ίνγκριντ Τούλιν Ingrid Thulin Μαξ Φον Σίντοφ Max von Sydow Γκούνελ Λίντμπλομ Gunnel Lindblom Ένας ιερέας (Gunnar Bjornstrand) παλεύει με τη πίστη του, την οποία έχει χάσει και αυτονόητα νιώθει ότι δεν μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους, αυτά που η πίστη στο θεό, νομίζουν ότι τούς υπαγορεύει. Πριν από τέσσερα χρόνια έχασε τη γυναίκα του, που αγαπούσε, (ένας λόγος για να κλονιστεί και η πίστη του). Αυτό τον κάνει να στραφεί μέσα του, και τον καθιστά ανάπηρο να κοινωνήσει και να δεχτεί καινούργια αισθήματα, όπως, από την δασκάλα τη Μέρτα (Ingrid Thulin) με την οποία έχει ερωτική σχέση, και τής οποίας η προσφορά σε αγάπη είναι άνευ όρων, και αυτό τον πνίγει και τον καταπιέζει. Ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα στηρίγματα του, και που ακόμα παλεύει να ανταποκριθεί έστω τυπικά, όπως δείχνει και η τελευταία σκηνή, τη λειτουργία χωρίς κανένα πιστό. Ο Τόμας λέει στην Μέρτα "Ο Θεός σιωπά, ο θεός σιωπά" και μη Μέρτα του απαντά: "Ο Θεός δεν μίλησε ποτέ, γιατί δεν υπάρχει Θεός» Όταν έρχεται ένας ενορίτης ο Ιωνάς Πέρσον (Max von Sydow), ψυχικά άρρωστος με φαντασιώσεις... για τους Κινέζους που θα ρίξουν ατομικές βόμβες, για να τον βοηθήσει ο πάστορας να ξεφύγει από τις αυτοκτονικές του τάσεις, ο ιερέας είναι ανίκανος να τον βοηθήσει, και βρίσκει ένα ψυχικά και νοητικά ράκος, τον Ιωνά, για να ακουμπήσει τούς δικούς του φόβους τούς δικούς του εσωτερικούς δαίμονες, βυθίζοντας τον, βαθύτερα στους εφιάλτες του : «Η γυναίκα μου πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια. Την αγαπούσα. Η ζωή μου τέλειωσε. Δε φοβάμαι το θάνατο. Δεν έχω λόγο να ζω. Μα ζω. Όχι για μένα. Για να σάς φανώ χρήσιμος. Είχα μεγάλα όνειρα κι ένιωθα σίγουρος. Ήμουν πολύ φιλόδοξος. Ξέρεις... όταν είσαι νέος. Δεν ήξερα τίποτα από κακία, σκληρότητα. Ήμουν σα μικρό παιδί όταν χειροτονήθηκα. Έπειτα όλα έγιναν γρήγορα. Τυχαία έγινα ιερέας στο ναυτικό στη Λισαβόνα... στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Αρνήθηκα να δω, να καταλάβω. Αρνήθηκα να δεχτώ την πραγματικότητα. Εγώ κι ο Θεός μου ζούσαμε σ' ένα ταχτοποιημένο, ξεχωριστό κόσμο, όπου όλα ήταν αρμονικά. Δε βλέπεις ότι δεν κάνω για παπάς; Πίστευα σ' έναν παράλογο, ατομικό, στοργικό Θεό... που αγαπούσε τον κόσμο, αλλά πιο πολύ εμένα. Ιωνά, δε βλέπεις το φρικτό μου λάθος; Ότι ήταν αναπόφευκτο να γίνω κακός ιερέας; Ένας ατομιστής, κακομαθημένος, ένας δειλός, ένας άθλιος. Μπορείς να φανταστείς τις προσευχές μου; Σ' ένα Θεό φερέφωνό μου με καθησυχαστικές απαντήσεις. Όποτε αντιμετώπιζα το Θεό με ρεαλισμό... γινόταν άσχημος, απαίσιος, ένα τέρας. Γι' αυτό τον απομόνωσα από τη ζωή και το φως. Τον συμπίεσα μέσα μου, στο σκοτάδι και στη μοναξιά. Μόνο η γυναίκα μου επιτρεπόταν να δει το Θεό μου. Με στήριξε, με ενθάρρυνε, με βοήθησε... κάλυπτε τα κενά μου. Τα όνειρά μας. Θέλω να δεις τον κακομοίρη, το άθλιο πλάσμα... που βρίσκεται εδώ μπροστά σου. Συγγνώμη αν φάνηκα αλλόκοτος, ακατανόητος... αλλά με πλημμυρίζουν τόσες πολλές σκέψεις. Αν πράγματι δεν υπάρχει Θεός, τι πειράζει; Η ζωή έχει μια εξήγηση. Τι ανακούφιση! Ο θάνατος είναι απλώς μια απουσία... μια αποσύνθεση του σώματος και τής ψυχής. Η σκληρότητα του κόσμου η μοναξιά, οι φόβοι του... είναι όλα καθαρά σαν το φως τής ημέρας. Το ανεξήγητο μαρτύριο δε χρειάζεται να εξηγηθεί. Δεν υπάρχει δημιουργός, ούτε προστάτης. Καμιά μέριμνα.» Ο Ιωνάς φεύγει ένα ράκος, χειρότερος από όταν ήρθε, και σε λίγο μαθαίνουμε την αυτοκτονία του. Μια αυτοκτονία που βυθίζει τον ιερέα πιο βαθειά στο κενό, συναισθανόμενος το άχρηστο τής ρόλου του, αφού δεν μπόρεσε να αποτρέψει ένα ψυχικά άρρωστο, από την αυτοκτονία, βυθισμένος καθώς ήταν στους δικούς του εφιάλτες. Στις ικεσίες της Μάρθας να δεχτεί την αγάπη και τις φροντίδες της ο ιερέας γίνεται πολύ σκληρός, πέρα από τα όρια μπροστά σε μια γυναίκα συντετριμμένη. Νομίζω ότι εδώ ο Μπέργκμαν περνάει βιωματικά στοιχεία από τούς χωρισμούς του: Τόμας: Νιώθω ταπεινωμένος από τα σχόλια. Κάποτε κανείς δε νοιαζόταν τι σκεφτόταν ο παπάς. Ήταν απλώς ένα απαραίτητο όργανο... αν και κανείς δεν ήξερε σε τι χρησίμευε. Έπειτα άρχισαν οι φήμες για μάς τούς δυο. Μέρτα: Αυτός είναι ο λόγος; Τόμας: Δε χρειάζεται να μιλάς με τέτοια περιφρόνηση. Μέρτα: Τότε παντρέψου με. Τόμας: Όχι. Μέρτα: Δε μπορείς, δεν πρέπει να με πετάξεις. Πώς μπορείς να είσαι τόσο τυφλός; Τόμας: Σε παρακαλώ, Μέρτα μη γίνεσαι υστερική. Μέρτα: Πάντα το λες αυτό όταν με βλέπεις να κλαίω. Αν κι υποθέτω πως είμαι λίγο υστερική. Τόμας: Ηρέμησε, Μέρτα. Ίσως μάς άκουσε η θεία σου. Μέρτα: Δε μπορώ ν' αποφύγω τα δάκρυα. Μπορείς να συνεχίσεις να μιλάς, ακούω όλα όσα λες. Τόμας: Νόμιζα ότι είχα βρει μια τόσο καλή δικαιολογία. Εννοώ για την υπόληψη τού ιερέα. Αλλά είδες, τι κρύβεται πίσω απ' αυτή και δεν απορώ. Ήταν ένα ψέμα. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι δε σε θέλω. Βαρέθηκα αυτό το κανάκεμά σου, τη φλυαρία σου... τις συμβουλές σου, τα κηροπήγια το τραπεζομάντηλό σου. Σιχάθηκα τη μυωπία σου, τα αδέξια χέρια σου... τη δειλία σου, την υπερβολική στοργή σου. Μ' ανάγκασες ν' ασχοληθώ με τις αρρώστιες σου... τ' αδύνατο στομάχι σου, το έκζεμά σου... την περίοδό σου, τις χιονίστρες σου. Πρέπει να ξεφύγω απ' αυτόν το δαίδαλο των ασήμαντων πραγμάτων Τα βαρέθηκα όλα αυτά, κάθε τι που έχει σχέση με σένα. Μέρτα: Γιατί δεν είπες τίποτα πιο πριν; Τόμας: Είμαι ευγενικός. Μού έμαθαν να θεωρώ τις γυναίκες ανώτερες υπάρξεις... πλάσματα αξιοθαύμαστα, σεβαστούς μάρτυρες. Μέρτα: Και τη γυναίκα σου; Τόμας: Την αγαπούσα. Ακούς, την αγαπούσα. Μα δεν αγαπώ εσένα γιατί αγάπησα τη γυναίκα μου. Όταν πέθανε αυτή, πέθανα κι εγώ. Δε δίνω δεκάρα αν η ζωή συνεχίζεται, ή όχι. Καταλαβαίνεις; Την αγαπούσα. Ήταν το παν. Ό,τι εσύ δε θα γίνεις ποτέ... αλλά πάντα προσπαθείς να είσαι. Είναι μια φριχτή παρωδία, όταν προσπαθείς να τη μιμηθείς. Μέρτα: Δεν τη γνώρισα ποτέ. Τόμας: Καλύτερα να φύγω πριν πω τίποτε χειρότερο. Μέρτα: Υπάρχει τίποτα χειρότερο; Τόμας: Σταμάτα να τρίβεις έτσι τα μάτια σου. Μέρτα: Με δυσκολία σε βλέπω χωρίς γυαλιά. Σε βλέπω θολά... το πρόσωπό σου είναι μια άσπρη άμορφη μάζα... δεν είσαι αληθινός. Τώρα βλέπω ότι φέρθηκα στραβά. Απ' την αρχή. Όποτε ένιωθα ότι σε μισούσα... προσπαθούσα να μεταβάλω το μίσος σε οίκτο. Δε θα τα καταφέρεις ποτέ. Βυθίζεσαι. Τίποτε δε μπορεί να σε σώσει. Θα μισήσεις αφάνταστα τη ζωή. Τόμας: Δε μπορείς να μη μιλάς; Να μ' αφήσεις ήσυχο; Καταπληκτική ερμηνεία από τη μεγάλη ηθοποιό Ίνγκριντ Τούλιν. |