ΣΕΦΈΡΗΣ ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΊΧΛΗ" (ολόκληρο το κείμενο)
«Τελειώνοντας το 1949 ο Γιώργος Κατσίμπαλης μού ζήτησε να τού γράψω ένα γράμμα που θα βοηθούσε τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να διαβάσει ευκολότερα την "Κίχλη". Η αλήθεια είναι ότι το ποίημα φαινόταν απροσπέλαστο τότε. Με το κέφι που δίνει η γραφή σ᾿ ένα φίλο, κάθησα και του έφτιαξα μια σκηνοθεσία· ήταν το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου. «Έτσι» τού έλεγα «δεν είναι απίθανο να παιχτεί κάποτε η "Κίχλη" στον κινηματογράφο». Με άλλα λόγια: υποδύθηκα - δεν γινότανε αλλιώς - το πρόσωπο τού κοινού αναγνώστη, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή· το κύρος τής ερμηνείας μου δεν μπορούσε να είναι βαρύτερο. Μερικοί κατάλαβαν ποιο ήταν το πνεύμα μου· άλλοι βιάστηκαν επωφελήθηκαν για να μού αποδώσουν προθέσεις ασύλληπτες για μένα· νόμισαν πως πήγαινα να δώσω μια αυθεντική ερμηνεία σ᾿ ένα ποίημα ή σαφέστερα, να συμπληρώσω ένα ποίημά μου με πρόζα.(1)
ΑΓΑΠΗΤΈ μου Γιώργο,
Η Δυσκολία τού Αντρέα να ιδεί «τη γραμμή που κυβερνά το β΄ μέρος» της "Κίχλης", ίσως και άλλα σημεία, μ᾿ έκαναν να κοιτάξω τώρα προσεχτικά το κ και το λ τής Οδύσσειας· την περικοπή που αρχίζει από το στίχο κ 133 και τελειώνει με την ομιλία τής μάνας τού Οδυσσέα (λ 224): το επεισόδιο τής Κίρκης και τη "Νεκυομαντεία" ή την πρώτη "Νέκυια".
Στον Πόρο, το φθινόπωρο του 1946, δεν είχα μαζί μου την Οδύσσεια. Ξαναδιάβαζα τότε, τα πρωινά, προτού πιάσω δουλειά, έτσι σαν άσκηση, λίγους στίχους από το τέλος τής Ιλιάδας. Ωστόσο, αφού μάς χρειάζεται, αδιάφορο αν αξίζει τον κόπο, μια κλωστή τής Αριάδνης, βρίσκω πως δεν είναι κακή αυτή που μας δανείζει η περικοπή που σού έλεγα. Μας την παρέχει, όσο μπορώ να ιδώ, εκ των υστέρων· όταν έγραφα την "Κίχλη", δεν είχα στη συνείδηση μου τις λεπτομέρειες όπως θα τις σημειώσω τώρα. Αλλά, ποιος ξέρει μπορεί να υπήρχε και να ενεργούσε αόρατος μέσα μου ο ειρμός αυτός, όταν καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει από τον Οχτώβρη του 44, που γύρισα στην Ελλάδα από τη μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε της "Κίχλης" αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, με τον "Τελευταίο Σταθμό"
Εξ άλλου, θα πρέπει να προσθέσω, στον Όμηρο δεν είναι ολωσδιόλου αυθαίρετη. Το ποίημα παραπέμπει τον αναγνώστη αρκετά καθαρά, και στα " Ἐνί Κίρκης" με τον Ελπήνορα, και με τους στίχους:
Κι άλλες φωνές ...
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ᾿ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ᾿λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μια στάλα·
στη "Νεκυομαντεία" :
Κι εγώ δεν άφηνα τ᾿ αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σώσουνε κοντά στο αίμα... (λ 49)
Θα μιλήσουμε γι᾿ αυτά σαν έρθει η σειρά τους.
Ας φανταστούμε λοιπόν πως εκείνος που λέει "εγώ" στην "Κίχλη", είναι ένας κάποιος Οδυσσέας. Ίσως αυτό να μας κάνει να στοχαστούμε πως οι άνθρωποι τής αστάθειας, των περιπλανήσεων και των πολέμων, μολονότι μπορεί να παραλλάζουν κατά το μεγαλείο και την αξία (αυτά είναι θέματα που δεν αγγίζω), κινούνται πάντα ανάμεσα στα ίδια τέρατα και τις ίδιες λαχτάρες».
Έτσι, κρατούμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μάς παρέδωσε ο μύθος, φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαραχτήρες έχουνε μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα τού χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες τού κόσμου μας - που δεν είναι άλλες από τις συνθήκες τού καθενός που αποζητά την έκφραση. Ο συγγραφέας δεν είναι, σ᾿ αυτό το σημείο, πολύ διαφορετικός από τον αναγνώστη των παλαιών κειμένων· ίσως είναι κάποτε πιο συνειδητός ή πιο προσηλωμένος - ίσως, κάποτε.
Όπως θυμόμαστε, ο Οδυσσέας έρχεται στο νησί της Κίρκης, ύστερα από τον Κύκλωπα, ύστερα από το άστατο, το κινούμενο, το πλωτό νησί των ανέμων: την Αιολία. Από παλιά με είχε αγγίξει κάμποσο το μετατοπιζόμενο αυτό νησί.
Νησί του Αιόλου, γύρισα μαζί με τούς ανέμους
που μού έδωσε ο αφέντης σου σ᾿ ένα φλασκί κλεισμένους.
Οι σύντροφοι μου κόψανε τούς ασημένιους σπάγκους
Κόψαν τον ύπνο μου, κόψαν τον ύπνο τού πελάγους
Και μ᾿ απολύσανε γυμνό στη ρίζα τού στροβίλου,
Μονάχο με την κούραση και την συντριβή
που μού μαυρίζουν το μυαλό σαν το παλιό ανθογυάλι...
έγραφα στα χρόνια τού "Ερωτικού Λόγου", όσο θυμούμαι απ᾿ εδώ, χωρίς τα χαρτιά μου. Το ριμάρισμα αυτό το χρησιμοποίησα στη "Στέρνα". Το ποίημα δεν τέλειωσε, αλλά το ξανασυλλογίζομαι καμιά φορά. Τούτο φαίνεται και στο "Στράτη Θαλασσινό ανάμεσα στους αγάπανθους". Θα ᾿πρεπε να γράψω κάποτε μιαν Αιολία. Άλλη κουβέντα. Η εξαγορά μιας γραφής σαν και τούτη εδώ, είναι που γράφεις σε φίλους κι έχεις την άδεια να σκιρτάς έξω από το θέμα.
Λέγαμε, λοιπόν. Πως ο Οδυσσέας έρχεται στο νησί της Κίρκης, ύστερα από τούς Κύκλωπες, ύστερα από το πλεούμενο νησί τού Αιόλου, ύστερα από τούς Λαιστρυγόνες που καμάκωναν, μέσα στη "λευκή γαλήνη" (κ 94) τους συντρόφους του σαν τα ψάρια.
Ἔνθεν δε προτέρω πλέομεν ακαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους (κ 133-134)
μάς λέει. Όμως ας μείνουν στο μούχρωμα οι συσχετισμοί που μπορεί να έχουν αυτές οι περιπέτειες με τα προηγούμενα (Ημερολόγιο, Β΄) τού όποιου Οδυσσέα της "Κίχλης". Πρέπει να τελειώσω τούτο το γράμμα προτού κλείσει ο χρόνος.
«Το σπίτι τής Κίρκης είναι το πρώτο σπίτι που βλέπει ο Οδυσσέας ύστερα από πολλά βάσανα πολλά φονικά και ανοησίες (το φλασκί των ανέμων), ύστερα από τούς Κύκλωπες, που τού στοίχησαν ακριβά· είναι η πρώτη χλιδή που βρίσκει: το πλούσιο τραπέζι, το αψηλό κρεβάτι και το κορμί τής ωραίας γυναίκας. Είναι μαλθακό αυτό το σπίτι· τούς ανθρώπους που δε χάθηκαν η Κίρκη τούς κάνει γουρούνια. Ο Οδυσσέας χαίρεται αυτή την ηδονή, αλλά έχει στο νου του και το δικό του σπίτι. Θα ήθελες να ονομάσουμε αυτό το δικό του σπίτι, το φως;»
Εδώ αρχίζει η "Κίχλη"
«Το περιβάλλον τού Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οκτώ χρόνια, μού έδωσαν διάφορα συναισθήματα. Ένα απ᾿ αυτά ήταν αυτό που έλεγα ο "Αννίβας στην Καπούη". Αλλά και στα περασμένα, ο Πόρος ήταν για μένα ο πιο "ηδονόπαθος" (γράφω σκόπιμα αυτή τη λέξη) τόπος τής Ελλάδας που ξέρω: λεμονόδασα, κανάλια· κι εκείνη η αντικρινή μοραΐτικη όχθη με την κάπως πνιγερή της λαγνεία. Συχνά με δυσανασχέτησε· έφτασα από αντίδραση, να τον ονομάσω κρεβατοκάμαρα μεγάλης εταίρας· βλέπεις πόσο "αντιελπινορικός" γίνομαι κάποτε. Εξ άλλου η "Γαλήνη" το Βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μού έδωσε ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα τού στερεού σπιτιού, όχι τής κατασκήνωσης: αυτής τής πραμάτειας που πήρα τη συνήθεια να νομίζω ότι δεν κατασκευάζεται πια. Είχε κι ένα μουσικό κανονάκι με πέντε - έξι σκοπούς τής εποχής που οι παππούδες μας ήταν ώριμοι άντρες· άμα το άνοιγες τραγουδούσε, πεισματικά και στερεότυπα, τούς καιρούς που, σύμφωνα με τούς δείχτες των κρίσεων, ήταν οι πιο ευτυχισμένοι τής Ευρώπης.
Έτσι ο Οδυσσέας, ύστερ᾿ από τις καταστροφές, και άλλες που νιώθει επικείμενες, συλλογίζεται αυτό το αλλόκοτο πράγμα που ο κόσμος ονομάζει σπίτι. Καταλήγει να το βλέπει σα ζωντανό άνθρωπο ή φάσμα ανθρώπου: το είχε και άλλοτε αυτό το συναίσθημα σαν τύχαινε να μπει σε ξένα αρχοντικά:
... το σπίτι
γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις
στις σκοτεινές γωνιές
«για χρόνια πλάγιαζα νωρίς" ψιθυρίζει....»
................................................................................................
Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες
ξυπνά με τα πατήματα τής μητέρας στα σκαλοπάτια
το χέρι που φτιάνει σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα
τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.
(Αποσπάσματα από το (Piazza San Nikolo)
- παιδικές αναμνήσεις. Τέτοιες αναμνήσεις τού έρχονται εδώ στο μέγαρο τής Κίρκης. Ονειροπολεί. Κι εδώ ψιθυρίζουν παλιές αρχόντισσες, ενώ παρουσιάζεται το φάντασμα τού νέου. Το στολίζουν σα γαμπρό και σα νεκρό:
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει.
Είναι αν θέλεις το είδωλο τού νεκρού Ελπήνορα, που «πολλά αγόρευε» τη στιγμή που φάνηκε η ψυχή τής μάνας τού Οδυσσέα (λ 83-84), ένας αντίλαλος τού β΄ μέρους και των πρώτων στίχων τού γ΄ όπως θα δούμε προχωρώντας. Το πέρασμα τής γυναίκας, τής Κίρκης, τον παραμερίζει:
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη.
"Καλλιπλόκαμος", "πολυφάρμακος" λέγεται από τον Όμηρο. Τα επίθετα αυτά δεν μού πέρασαν από το νου τότε. Για την ιδέα μου, η Κίρκη δεν είναι θεά, μήτε καν μάγισσα, είναι ένα σύμβολο τής ηδονής, το ένστικτο και ο καημός τού αισθησιασμού. Στο ποίημα δεν την ονομάζω. Αλλά χρησιμοποίησα τα επίθετα μιας αντίστοιχης γλώσσας τού Ησιόδου, "ἑλικοβλέφαρη" "βαθύζωνη", που νομίζω πως αξίζει να μην τα παραπετάξει η σημερινή χρήση τής λαλιάς μας. Θαρρώ πως η ατμόσφαιρα που φέρνει η μεσημβρινή αυτή γυναίκα, με τα αρώματα από καρπούς, βότανα και μεσογειακές πολιτείες, έχει αρκετή σαφήνεια. Δυο λέξεις ακόμη, για τις πολιτείες που ονομάζω: Σμύρνη, γιατί εκεί έζησα παιδί· Συρακούσες, γιατί εκτός από άλλους τόνους που προσθέτουν (μακρινός περίπλους, Μεγάλη Ελλάδα, ηδονική ζωή κτλ.) είναι κοντά στα μέρη τής Ομηρικής Κίρκης· όσο για τη Ρόδο, κοίταξε στο "Στρατή Θαλασσινό περιγράφει έναν άνθρωπο" το κορίτσι στο πορνείο της Πόλης:
......... τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα.
Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος: "Είμαι από τη Ρόδο, με αρρρεβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες".
Εδώ θα έλεγα περισσότερα για τον ερωτισμό των δημοτικών τραγουδιών στα Δωδεκάνησα, όπως και στην Κρήτη ή την Κύπρο, που δεν βρίσκω στα τραγούδια τής Ηπειρωτικής Ελλάδας. Δε με παίρνει η ώρα. Κάτι σχετικό υπάρχει σε μια σημείωσή τής μελέτης μου για τον Ερωτόκριτο.
Μου φάνηκε πως δε χρειαζότανε παραπάνω για να γίνει ο σύνδεσμος με το διάλογο του ηδονικού Ελπήνορα και τής Κίρκης, που ακούμε στο β΄ μέρος. Αλλά τώρα ο Οδυσσέας αντιδρά· η ηδονή που βλέπει να περνά μπροστά του, στοχάζεται πως είναι η άλλη όψη τής φθοράς· η Κίρκη
.... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα
- σαν τους μεθυσμένους· χωρίς να βλέπει τούς νεκρούς του. Η βολή αυτού τού σπιτιού αρχίζει να τον βαραίνει. Τελειώνει με μια μνήμη απογυμνωμένων, των πικραμένων, των πεισματωμένων σπιτιών . Όλα αυτά γίνονται με μια εύκολη ιχνογραφία, σε δυο διαστάσεις. Η διάσταση τού βάθους σημειώνεται σε λίγα σημεία, με ελαφριούς τόνους.
Αφού μιλά ο ηδονικός Ελπήνωρ «λίγο πριν πέσει να τσακιστεί», είμαστε, και στο β΄ μέρος, στα λημέρια τής Κίρκης. Όπως μάς λέει η Οδύσσεια, ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του και πως είχε περάσει, τις πρώτες μέρες, από την κατάσταση τού γουρουνιού - τον λέω έτσι όχι για να τον αποδοκιμάσω, αλλά για να κρατήσω τη φρασεολογία του μύθου - γνώρισε δηλαδή, μαζί με άλλους συντρόφους, τούς κόλπους της Κίρκης. Όταν φανερώθηκε ο Οδυσσέας, και η Κίρκη ξέχασε κοντά του όλους αυτούς, αφήνοντας τους να ξαναγίνουν άνθρωποι, ο Ελπήνωρ δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνη τη λαγνεία. Ο δικός του νόστος είναι για το γουρουνοστάσι. Μ᾿ αυτόν τον καημό τής μιλά. Η Κίρκη όπως κάθε αδιάφορη, δεν έχει νοημοσύνη γι᾿ αυτόν τον εραστή. Τα ένστικτά της κοιτάζουν αλλού: τον Οδυσσέα. Δεν έχει καιρό, βιάζεται να ξεφορτωθεί τον Ελπήνορα για να πάει να βρει κάτω στο γιαλό στο καφενεδάκι τον άντρα που θέλει, και που θα φύγει το άλλο πρωί. Ο Ελπήνωρ, αισθησιακός και άτολμος, χωρίς επιτηδειότητα - είναι το αντίθετο του "πλανερού αζάπη" - προσπαθεί με παρομοιώσεις και περιστροφές να τής μιλήσει για τον έρωτα των σωμάτων. Ίσως να τη συνόδεψε στην Ακρόπολη ή στο Μουσείο, και κοιτάζοντας τα μάρμαρα να άρχισε τούς υπαινιγμούς του· η φράση:
- Άκουσε ακόμη τούτο....
δείχνει πως η κουβέντα τους έχει αρχίσει προτού παρουσιαστούν, ας πούμε, στη σκηνή.
Εδώ θα σταματήσω, για να προσθέσω λίγα πιο ειδικά:
Α΄. Για το χαραχτήρα του Ελπήνορα.
Θα γινόμουν ίσως πιο σαφής, αν ο αναγνώστης είχε υπόψη του σημεία τής προηγούμενης εργασίας μου, όπου ο Ελπήνορας εμφανίζεται είτε σαν ατομικός είτε σαν ομαδικός χαρακτήρας. Όσο μπορώ να θυμηθώ τώρα, θ' άρχιζα από τη Στροφή. Οι "ανίδεοι και χορτάτοι" που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου, είναι Ελπήνορες· το ίδιο θα έλεγα για τούς υπομονετικούς τής "Άρνησης". Στο Μυθιστόρημα, οι "Αργοναύτες", υποταγμένοι και σιωπηλοί, το ίδιο χωρίς αμφιβολία· το δηλώνουν οι στίχοι:
...Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι
που παραπέμπουν στην ομιλία του νεκρού Ελπήνορα (λ 77-78):
.. πῆξαί τ᾿ ἐπί τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ και ζωός ἔρεσσον, ἐών μετ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν.
Δες ακόμη:
Κανείς δεν τους θυμάται...
Και στο λ 76, όπου ο Ελπήνωρ δείχνει πώς λογαριάζει την υστεροφημία:
Ανδρός δυστήνοιο, και ἐσσομένοισι πυθέσθαι
και τέλος:
... Δικαιοσύνη.
Και είναι σωστό να μην τους θυμάται κανείς: δεν είναι ήρωες, είναι Ελπήνορες.
Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι᾿ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ᾿ αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες (ομηρική έννοια, όχι, για όνομα του θεού, καρλαϊλική) και στους Θερσίτες, είναι οι πιο συμπαθητικοί. Ακόμη και ο ομηρικός Οδυσσέας, όταν βλέπει τον Ελπήνορα πρώτον ανάμεσα στους νεκρούς, τον λυπάται και δακρύζει (λ 55). Δε λέω: αγαπητοί ή αξιοθαύμαστοι. λέω: συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι και σπαταλημένοι:
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε
("Μποτίλια στο πέλαγο")
δες και στο κ 552:
ένας κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος ...
Έπειτα, στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α', ο άνθρωπος που "πηγαίνει κλαίγοντας" είναι ένα σκίτσο grotesco του Ελπήνορα. ίσως μάλιστα να είναι αυτός ο πιο συγγενικός με τον ομώνυμο της "Κίχλης". Αφήνω τη ρητή επίκληση, στο Ημερολόγιο Β΄
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
που έρχεται σε αντίθεση με τις σκιές των ηρώων που δηλώνει η ράχη των Ψαρών.
Όπως βλέπεις - άλλωστε ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης το παρατήρησε με προσοχή και σαφήνεια - το πρόσωπο αυτό εμφανίζεται κάμποσες φορές στην εργασία μου. Απ᾿ όσες κρίσεις έτυχε να πάρει τ᾿ αυτί μου, έχω την εντύπωση πως αυτός ο τρυφερός μέσος άνθρωπος πάει να γίνει ο πιο συγκινητικός ανάμεσα στα πρόσωπά μου, ίσως γιατί συμβολίζει αυτούς που δηλώνουμε στην καθημερινή μας ομιλία "ο κακομοίρης" . Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς τού κακού που έχει αλλού την πηγή του.
Έχω ακόμα την εντύπωση πως μερικοί αφήνουνται να πιστέψουν πως ο Ελπήνορας είμαι εγώ. Πάνω σε τούτο θα σού θυμίσω τη σημείωση που έβαλα στην κεφαλή του Μυθιστορήματος: και ο Ελπήνορας αντιπροσωπεύει «μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από μένα όσο τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος». Δεν την έγραψα, καθώς βλέπεις, αυτή τη σημείωση για να δικαιολογήσω ένα καλαμπούρι. Κι αν θέλεις να τα κάνουμε ακόμη πιο λιανά, αφού σήμερα πήραμε τον κόπανο και τα λιανίζουμε όλα, ο Ελπήνορας είμαι εγώ, όπως ο Bouvard ή ο Pecuchet είναι ο Flaubert. Μετέχω σ᾿ αυτόν το χαραχτήρα, όπως κάθε άνθρωπος μετέχει στα πλάσματά του ή καλύτερα, για να θυμηθώ το λόγο του Κήτς, που αξίζει τον κόπο πολύ να τον στοχαστούμε, ο Ελπήνωρ μού ανήκει όσο το χρώμα που δείχνει, ανήκει στον χαμαιλέοντα. Κάποτε έχω συμπόνια για δαύτον, όπως έλεγα, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά.
Β΄. Σχετικά με ορισμένες φράσεις του β΄ μέρους.
1) Στο φεγγάρι: Η Κίρκη ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά. Το φαντασμαγορικό φως τού φεγγαριού, που αλλάζει την ύλη, ευκολύνει την παρομοίωση. Καταμεσήμερα η εικόνα θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.
2) τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι:
Κοίταξε, με το ίδιο νόημα στη "Στέρνα":
Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη...
3) ...η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
Κοίταξε στον "Ερωτικό λόγο":
ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ᾿ αστέρια
και το χάι - κάι:
Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε ήταν
γεμάτο αστέρια.
4) κόβοντας τον καιρό: Κοίταξε "Το ύφος μιας μέρας":
Που είναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο...
και στις "Φωτιές του Αι - Γιάννη":
την ώρα που κόπηκε ο καιρός.
5) δροσερή πικροδάφνη και φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος: Το δροσερό φύλλο, το φύλλο που ανασαίνει, με την έννοια τής πλήρωσης τού πόθου· δες τον "Ερωτικό λόγο":
κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Αντίθετα το εξευτελισμένο φύλλο, το λασπωμένο, με την έννοια του εξευτελισμού τής αίσθησης, όπως στο "Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο":
Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα πεσμένα χάμω
κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη
ή στη Γυμνοπαιδεία (Σαντορίνη):
Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα τής λησμονιάς στη λάσπη.
6) ... γίνουνται ελαφριά μ᾿ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
Κοίταξε στο "Βασιλιά της Ασίνης":
Η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια τής φρικτής ιτιάς....
7) σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη...
Δες, παράλληλα, στον "Ερωτικό λόγο":
Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
8) Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ είσαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
Κοίταξε στον "Ερωτικό λόγο":
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Τώρα συνεχίζω το σενάριο που φτιάχνουμε Έτσι δεν είναι απίθανο να παιχτεί κάποτε η "Κίχλη" στον κινηματογράφο.
Ο Ελπήνορας, στην κατάσταση "αναστολής" που βρίσκεται, καθώς θα ᾿λεγαν οι ψυχίατροι, πάει και ψαρεύει αυτή την τραγελαφική υπεκφυγή των αγαλμάτων. Αν έλεγε ας πούμε, σαν τον Καβάφη: "Στο φεγγάρι τα ηδονικά κορμιά ..." , θα είχε την ελπίδα να γίνει κάπως νοητός. Τούτο μού δίνει, βέβαια την ευκαιρία να ξαναπιάσω την εικόνα τού αγάλματος στο γ΄ μέρος (ο δωρικός χιτώνας κλπ.), αλλά δυστυχώς δίνει και στην Κίρκη την ευκαιρία να τον στείλει στο διάβολο, όπως και εμένα οι αναγνώστες που με βρίσκουν ερμητικό.
- Πράσιν᾿ άλογα, τού αποκρίνεται. Τ᾿ αγάλματα είναι στο μουσείο.
Στην πρώτη απάντηση τής Κίρκης, ο Ελπήνορας αισθάνεται την ταπείνωση, αντιδρά και τα θαλασσώνει περισσότερο. Τα λόγια του που ακολουθούν, δεν είναι πια μια πρόσκληση στον έρωτα, αλλά κοίταγμα τού σκουληκιού που είναι μέσα στον καρπό της ηδονής.
Θα παρατηρήσεις, αν θέλεις, πως σ᾿ αυτό το σημείο γίνεται μια μνεία, σκόπιμη πρέπει να προσθέσω, τού Καβάφη, που είναι για μένα ο ποιητής που κοίταξε την ηδονή από το παράθυρο τής φθοράς και τού τάφου:
είδωλα στον καθρέφτη σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους
αλλά, αντίθετα, δες ακόμη και στις "Φωτιές του Αι - Γιάννη":
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη.
Εδώ, η Κίρκη αρχίζει ίσως να καταλαβαίνει, αλλά επειδή καταλαβαίνει και τα θλιβερά πράγματα που έχει μέσα της, εκνευρίζεται ακόμη περισσότερο. Δεν αντέχει άλλο· Αυτός ο Ελπήνορας είναι ανυπόφορα πληκτικός. Τον διακόπτει στεγνά και βιαστικά, και τού γυρίζει την πλάτη.
[…} (Σημείωση δική μου: παραλείπω ένα ποίημα του Ronsard, σχετικά με πιο τρόπο θα έπρεπε να διατυπώσει αυτά που θέλει να πει.)
Εδώ χωρίστηκαν ο Ελπήνορας και η Κίρκη. Την άλλη αυγή, για να ξαναπιάσουμε την κλωστή τού Ομήρου, ο Οδυσσέας θα ξεκινήσει για τη χώρα των νεκρών, όπου θα τον προλάβει η ψυχή του Ελπήνορα που ξυπνώντας γκρεμίζεται από την ταράτσα. Στην "Κίχλη" δεν ξέρω τι έγινε· μπορεί να τον έκοψε, σε τέτοια χάλια που ήταν, το κίτρινο μπούσι που πάει στο Έντεν. Οπωσδήποτε, θα ξανακούσουμε για τελευταία φορά τη φωνή του, πιο γενναία απέριττη νομίζω (ο θάνατος απλουστεύει και τα μαρμαρώνει όλα), στους πρώτους στίχους τού γ΄ μέρους που μάς εισάγουν στη Νεκυομαντεία και μάς συνδέουν με τα προηγούμενα.
Στο μεταξύ, ακούγεται το τραγούδι τού ραδιοφώνου, που δεν είναι ξεκάρφωτο όσο θέλουν να πουν. Αντανακλά με τρόπο αλαφρύ και παιχνιδιάρικο τις ιδέες τής διάβασης τού χρόνου, τής τυραννίας τής μνήμης και τής φθοράς, που είπε ο Ελπήνορας· θα μπορούσε να ήταν το:
Πάει πάει πάει πάει
πάει η νεότης πάει
πάει το πουλί μου πάει....
Έρχεται το φθινόπωρο στη γη και τον άνθρωπο:
το καλοκαίρι που ταξίδεψε....
σε μιας μεσόκοπης λαιμό.
Είναι ένα τραγούδι μισεμού:
Πανιά στο φύσημα τού αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ' απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης...
Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πως η Κίρκη που ολοένα τραγουδά («λιγ᾿ ἄειδεν...» κ 254), τραγουδούσε στον αργαλειό, ύστερα από το ξεκίνημα τού Οδυσσέα, αυτό το ίδιο τραγούδι για να γελάσει τον καημό της.
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης....
Με ρώτησαν γιατί έβαλα στο γλωσσάρι την παραπομπή:
Τα πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες...
Μα για να εξηγήσω με συντομία ποιος είναι ο τόνος αυτού τού τραγουδιού και για να δείξω πως οι άνθρωποι που συγκινούνται μ᾿ αυτή την καλλυντική λεπτομέρεια δεν υπάρχει λόγος να ξαφνιαστούν και να μη συγκινηθούν με τα μικρά αυτά μοτίβα που συγκινούν το ύπαιθρο.
Όπως το α΄ μέρος τελειώνει μ᾿ εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω από τη σκάλα και με τα γυμνωμένα σπίτια, έτσι και τούτο: με τον απρόσωπο αντίλαλο τού δέους και τής ραγδαίας καταστροφής στο δελτίο ειδήσεων που έρχεται να συγκρουστεί και να μπερδευτεί με την τελευταία στροφή του τραγουδιού.
Την τελική λέξη που κόβει απότομα το μέρος τούτο, όπως γυρίζει κανείς το διακόπτη του ραδιοφώνου -
ΨΥΧΑΜΟΙΒΌΣ
μπορεί να την πει, στη σκηνοθεσία μας, ο ποιητής ή ο χορός. Η λέξη παραπέμπει, βέβαια, στην καταπληκτική εικόνα τού Αισχύλου: ο πόλεμος που παίρνει τα παλικάρια για να δώσει τέφρα - "χρυσαμοιβός δ᾿ Άρης" (δε νομίζω να είμαι αδικαιολόγητος να θεωρώ τα πράγματα αυτά κοινό κτήμα όλων μας· αν δεν είναι τόσο το χειρότερο για μας ), αλλά είναι συνάμα παραλλαγμένη. Δεν θυμούμαι να την είδα πουθενά· στα λεξικά τής αρχαίας δεν τη βρήκα· μπορεί να την έφτιαξα: Ψυχαμοιβός, ο σαράφης των ψυχών· όχι μόνο που παίρνει ψυχές για να δώσει νεκρά σώματα, μα και που αλλάζει τις ψυχές όπως:
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή τού καθενός μας
ή αυτό που θα ᾿λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους...
("Τελευταίος Σταθμός")
Φοβούμαι πως το σύντομο γράμμα μου στον Levesque παράσυρε κάπως τον Αντρέα: Στα δύο πρώτα μέρη τής "Κίχλης" δεν υπάρχει "αντιδικία φωτός και σκοτεινής πραγματικότητας της ζωής". Υπάρχουν μερικές όψεις τής πραγματικότητας τής ζωής, ίσως βασικές για το συγγραφέα· υπάρχει μια σιγανή πορεία προς τη Νέκυια: μνήμη, νοσταλγία, ερωτισμός, φθορά, πόλεμος, καταστροφή· το υλικό που ζούμε. Στην αρχή τα σπίτια παίζουν με τον ήλιο σαν τα μωρά, σαν τα μωρά τής σουσουράδας· έπειτα πολλοί φωτισμοί κλειστού χώρου, κλειστών ανθρώπων. Τ᾿ ανοιχτά παράθυρα και το φοβερό χείμαρρο τού φωτός, θα τα βρούμε στους τελευταίους στίχους τού ποιήματος. Ωστόσο, οι κλειστοί αυτοί φωτισμοί έχουν αντιθέσεις και αντιστοιχίες που παραπέμπουν στο γ΄ μέρος. Λ. χ. πρβλ. :
... και ν᾿ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά
και
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια
ή
... φώτα
πολύχρωμα , καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και τις διάφορες όψεις τού καθρεφτίσματος ή τής λαμπηδόνας στο γ΄ μέρος.
Δεν χρειάζεται να προσθέσω πως το χαμήλωμα, η κάθοδος αυτή, γίνεται, στο μέρος που αρχίζει τώρα, προοδευτικό δυνάμωμα και ανάδυση.
Ορμηνεμένος από την Κίρκη, ο Οδυσσέας πάει να ρωτήσει τούς νεκρούς για να βρει το δρόμο τού γυρισμού. Κάποτε αυτά τα παλιά κείμενα κρύβουν ατόφια γνώση. Για κοίταξε: η Κίρκη, οι αισθήσεις τού κορμιού, [η ηδονή μάς στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μας δείξουν το νόστο]. Και πραγματικά αυτό που λέμε "ερωτισμό" βαραίνει πολύ, καθώς το δείχνουν πολλά παραδείγματα, στη νοσταλγία και την προσπάθεια τού ανθρώπου για μια τελική λύτρωση, που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ᾿ ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το θεό. Τώρα που ξανακοίταξα το αρχαίο ποίημα, ένιωσα μια κρυφή χαρά που και η δική μου αλληλουχία με οδήγησε από τον ηδονικό Ελπήνορα στη Νέκυια· πολλές φορές χαίρομαι όταν κάτι που πιστεύω υψηλό, έρχεται να μού δείξει πως δεν είμαι πρωτότυπος. Η πρωτοτυπία είναι μια νεανική διασκέδαση που πρέπει κάποτε να μείνει πίσω.
Αρχίζοντας, ονόμασα το σπίτι, το δικό του σπίτι, όπου θέλει να γυρίσει ο Οδυσσέας, το φως. Ίσως οι λίγες παραπάνω γραμμές δείξουν πως δεν ήμουν τόσο αυθαίρετος όσο φάνηκα τότε. Δεν ξέρω να πω περισσότερα· δεν είμαι φιλόσοφος. Η δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν᾿ ακούω τι μού λένε τα πράγματα τού κόσμου, να κοιτάζω πως συμπλέκονται με την ψυχή μου και με το σώμα μου, και να τα εκφράζω. Ήταν καλή η μνεία από τον Αντρέα, τής περικοπής όπου ο Παλαμάς αναφέρει τον Γκαίτε. Στην Αλεξάνδρεια ύστερ᾿ από τη συμφορά τής Κρήτης, στα 41, βρήκα στο βιβλίο ενός φίλου και τα σημείωσα, τούτα τα πολύ αξιοπρόσεκτα λόγια στον Έκερμαν: «Μπορείτε να είστε βέβαιος πως το ανθρώπινο πνεύμα, μόλις πάψει να ασχολείται με τον εξωτερικό κόσμο, υποχωρεί ή διαλύεται ... Οι καιροί μας είναι καιροί παρακμής· αποστρέφουνται τα πράγματα· γίνουνται όλο και πιο υποκειμενικοί...». Θα ήθελα, αν είχα την άδεια, να επιμείνω και να παρακινήσω τούς νέους ποιητές που πνίγουνται μέσα στα σύννεφα, να στοχαστούν αυτά τα λόγια.
Όπως και αν είναι, όταν η Κίρκη συμβούλεψε τον Οδυσσέα να πάει στον κάτω κόσμο και να ρωτήσει τον Τειρεσία, αυτός τής είπε:
- Και ποιος πιλότος θα μού δείξει το δρόμο; Ποτέ κανείς δεν έφτασε στον Άδη με το μαύρο καράβι...
Κι εκείνη:
- Μη νοιάζεσαι για πιλότο, θα σε πάει το φύσημα του αέρα... (Κ 501 κἑ.).
Ας πούμε πως το μαύρο καράβι είναι η "Κίχλη":
... τα κατάρτια σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό....
Βλέπω τα κατάρτια σαν τα βέλη, που ζωγραφίζουν σε πινακίδες για να δείξουν το δρόμο· το δρόμο για το "δήμο ονείρων". Εδώ γίνεται η νεκυομαντεία. Πρώτη ακούγεται η φωνή του Ελπήνορα:
Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ᾿ το, σού το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...
Έπειτα κι άλλες φωνές, τής μητέρας, των φίλων· γνώριμες φωνές. Ο Οδυσσέας τις διώχνει· πρέπει να ακούσει πρώτα το γέρο Τειρεσία:
Κι ήρθε η φωνή τού γέρου...
Ἦλθε δ᾿ ἐπί ψυχή Θηβαίου Τειρεσίαο (λ 90)
- Γυρεύεις το γυρισμό που είναι πιο γλυκός από το μέλι, Οδυσσέα· θα είναι τραχύς έτσι το θέλει ο θεός.
Και τού μιλά ο Τειρεσίας για το φως· τον ήλιο· τα γελάδια τού ήλιου: αν τα σεβαστείτε, θα γυρίσετε· αν τα πειράξετε, όλα τα δεινά σας περιμένουν. Καθώς κι εγώ νομίζω, όλο το ζήτημα είναι πώς θα σεβαστεί κανείς τα γελάδια του ήλιου, πως θα σεβαστεί την κάθε μέρα που του δίνει ο θεός. Οι σύντροφοι δεν τα σεβάστηκαν, τα ᾿φαγαν, οι νήπιοι και χάθηκαν. Τώρα μένουν "ανίδεοι και χορτάτοι" στο αιώνα· χωρίς γυρισμό:
αὐτάρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἧμαρ
Σκορπισμένοι σπαταλημένοι· δεν μπορούνε πια ν᾿ αντικρύσουνε μήτε τον ήλιο, μήτε τον άνθρωπο:
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
Θα μπορούσα όπως βλέπεις, ακολουθώντας και από πιο κοντά τη γραμμή τής Οδύσσειας, να καταλήξω σ᾿ αυτούς τούς στίχους. Προτίμησα ένα άλλο τόνο που μού φάνηκε πιο πιστός στη δική μου φωνή. Στην "Κίχλη", ο ερμηνευτής τού νόστου δεν είναι ο Τειρεσίας, είναι ένα πρόσωπο που αισθάνομαι πιο ανθρώπινο· ο δίκαιος. Τούτο το υποδηλώνω με όλη την αναγκαία σαφήνεια, αφού μεταφράζω σχεδόν κατά λέξη φράσεις τής Απολογίας.
Συλλογίζομαι τώρα πως η ιδέα της νεκυομαντείας και τού σοφού ήταν κι αυτή παλιά· δες στο Μυθιστόρημα (ΚΔ΄):
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη .
Έτσι ο Σωκράτης δεν έχει τίποτα άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο τού ανθρώπου που προτιμά να αδικηθεί παρά να αδικήσει .
Κάθε εξήγηση ποιήματος είναι, μού φαίνεται, εξωφρενική. Το ξέρει αυτό όποιος έχει μια μικρή ιδέα, τού πως δουλεύει ο καλλιτέχνης. Μπορεί να έχει ζήσει πολύ, να έχει μάθει πολλά, να έχει ασκηθεί σαν ακροβάτης. Όταν έρθει όμως η στιγμή που φτιάχνει κάτι, η πετροκαλαμήθρα που τον κυβερνά είναι ένα ένστικτο που ξέρει, πριν από όλα, να φέρει στο φως και να βυθίζει στο μούχρωμα τής συνείδησης τα πράγματα, τούς τόνους θα έλεγα καλύτερα, που χρειάζονται που δε χρειάζονται, ή που χρειάζονται τόσο μόνο, για να γίνει αυτό το κάτι - ποίημα. Δεν τα σκέφτεται πια αυτά τα υλικά· τα ψηλαφεί, τα ζυγιάζει, αγγίζει το σφυγμό τους. Όταν αυτό το ένστικτο δεν είναι ώριμο να δείξει το δρόμο, το φλογερότερο αίσθημα μπορεί να γίνει καταστρεπτικό και ανώφελο, όπως ο παγωμένος στοχασμός· ν᾿ αποδώσει τραυλίσματα. Την ποίηση, από την τεχνική άποψη, θα την έλεγα: ο "αρμονικός λόγος", τονίζοντας όσο μπορώ τη λέξη αρμονικός, με την έννοια τού σύνδεσμου, τού ειρμού, τής αντιστοιχίας, τής αντίθεσης τής μιας ιδέας με την άλλη, τού ενός και τού άλλου ήχου, τής μιας και τής άλλης εικόνας, τής μιας και τής άλλης συγκίνησης. Κάποτε μίλησα για ποιητικό αυτί· εννοούσα: το αυτί που μπορεί να ξεχωρίζει τέτοια πράγματα.
Μού φαίνεται πως, έτσι που την προσδιορίζω, η ακοή στην Ελλάδα βρίσκεται, μιλώντας γενικά, σε χαμηλότερο επίπεδο και από το μέσον όρο λ.χ. των Επτανησίων στο καιρό τού Σολωμού, και από το μέσον όρο τής σημερινής Ευρώπης· ίσως από έλλειψη φροντίδας, ίσως από τη γλωσσική αναρχία μας, ίσως γιατί η εξέλιξη τής ποίησης ήταν υπερβολικά γοργή και δεν μπόρεσε να την παρακολουθήσει. Κατά γενικό κανόνα, στην Ελλάδα ακούμε λιγότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς από ένα ασκημένο ακροατή ποιημάτων. Σ᾿ αυτό, νομίζω, πρέπει ν᾿ αποδοθούν, πριν από όλα, τα πολύ χοντρά παραστρατήματα που βλέπουμε κάθε τόσο στις ποιητικές κρίσεις. Όπως κι αν είναι, χρειάζεται αυτί για ν᾿ ακούσουμε τα ποιήματα· τα άλλα είναι χριστουγεννιάτικες κουβέντες σαν αυτές που κάνω τώρα .
Τα συλλογίζομαι αυτά καθώς προσπαθώ τώρα να καταλάβω γιατί έγινε στην "Κίχλη" αυτή η αντικατάσταση του Τειρεσία από τον Σωκράτη. Η πρώτη μου απάντηση είναι: γιατί έβλεπα αλλού τούς τόνους που χρειαζότανε το σύνολο που γύρευα να τελειώσω. Έπειτα - αυτοβιογραφικά - γιατί η Απολογία είναι από τα κείμενα που με επηρέασαν περισσότερο στη ζωή μου· ίσως επειδή η γενιά μου μεγάλωσε κι έζησε στον καιρό τής αδικίας. Τρίτο, γιατί έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την Ελληνική φύση.
Πρέπει να πω πως αυτό το συναίσθημα - το συμμερίζονται φαντάζομαι πολλοί - μού είναι κάποτε αρκετά επίπονο. Είναι το αντίθετο από την κατάσταση τής ανυπαρξίας, την κατάργηση τού εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στη μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Δε θα μού περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω "μεγαλοπρεπή" τα κυρίως Ελληνικά τοπία που σκέφτομαι. Είναι ένας κόσμος: γραμμές που γίνουνται και ξαναγίνουνται· σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου. Τέτοια πράγματα δεν εκφράζονται εύκολα, και βλέπω τα παιδιά έτοιμα να ξαναπιάσουν την πρόγκα: "Ο τυμβωρύχος του Γιαννόπουλου!». Τι να γίνει, «Πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο Ελληνικό φως». Συλλογίζομαι κάποτε τον Αισχύλο, όχι τον Τιτάνα ή τον Κύκλωπα που θέλουν κάποτε να μας παρουσιάσουν, αλλά σαν άνθρωπο που αισθάνεται και εκφράζεται πολύ κοντά μας, που δέχεται ή αντιδρά στα φυσικά στοιχεία όπως όλοι μας. Συλλογίζομαι το μηχανισμό τής δικαιοσύνης, που εκθέτει· αυτή την εναλλαγή τής Ύβρεως και τής Άτης, που δεν ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος. Εκατό χρόνια πριν, ο Μιλήσιος Αναξίμανδρος πίστευε πως τα πράγματα πληρώνουν με τη φθορά την αδικία που κάνουν όταν ξεπεράσουν την τάξη τού χρόνου. Κι αργότερα ο Ηράκλειτος: «Ήλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δέ μή, Ερινύες μιν δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσι». Ο Ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τονε βρούν οι Ερινύες που βοηθούν τη Δικαιοσύνη.
«Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τούς λώρους που δένουν τούς ανθρώπους με τα στοιχεία τής φύσης· αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως που μπορεί να αισθανθεί κανείς αυτό; Άνθρωπομορφισμός, λένε και διαβαίνουν. Δε μού είναι τόσο απλό αυτό το φαινόμενο. Αν ο ενανθρωπισμός που έλεγα γέννησε την Οδύσσεια, ως που μπορούμε να δούμε την Οδύσσεια;»
Θα πηγαίναμε μακριά· Θα σταματήσω· φτάσαμε στο Φως. Και το φως δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει. Το υπόλοιπο αυτής τής σκηνοθεσίας ας το κάνει ο αναγνώστης - κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός - αφού πρώτα θυμηθεί τα λόγια της Αντίκλειας στο γιο της (λ 222-224)
Η ψυχή σαν τ᾿ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει·
αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως,
κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς...
Κάτι τέτοιο μού είπε κι εμένα το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα τού Προγυμναστηρίου τού Πόρου.
Ελπίζω όλα αυτά να σού έδειξαν πως είμαι ένας μονότονος και πεισματάρης άνθρωπος, που είκοσι χρόνια, ως το 46, δεν έπαψε να ξαναλέει τα ίδια πράγματα που δεν είναι καν δικά του. Αυτό, νομίζω, λέγεται νεοελληνιστί, στερεότυπα από τα χρόνια του μακαρίτη του Ζαμπέλιου (Πόθεν η λέξις τραγουδώ; ) :"εγκεφαλισμός"
Τώρα επειδή το ξεχάσαμε ολωσδιόλου, κάνε μου τη χάρη να διαβάσεις, για τα κάλαντα, το ποίημα που λέγεται "Κίχλη".
Χρόνια πολλά
ΣΕΦΕΡΗΣ
Άγκυρα 27 Δεκεμβρίου 1949