Κατάσταση Πολιορκίας Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα)
|
|
|
|
Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση τής μοναξιάς, ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου και θα 'χω χάσει για πάντα τούς δρόμους, τούς δρόμους μου, σα θα μ' αφήσουνε να βγω από δω. Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, στα ισοπεδωμένα τοπία, στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, στις σπαταλημένες ματιές, να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, που ήταν κάποτε δική μας, που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων των νεκρών εικόνων όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια τής μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό; Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τ' αστρικά σου πηδήματα. Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, μες στην καρδιά τής πόλης που ήταν κάποτε δική μου και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς; |
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά, ακούγεται η ζωή, ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα -ίσως- τα φώτα, που μάς έκλεψαν τής πολιτείας που μάς έκλεψαν κι η θύμηση απ' το τελευταίο λιόγερμα και τα βουνά, γύρω δικά μας. Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις. Πρέπει να υπάρχεις, Σα να μπορώ ν' αφουγκραστώ το γέλιο σου, ξανθό, πίσω απ' τους λεκιασμένους τοίχους. Κάποτε όλα θα μαθευτούνε που θ' αναλιώσει το παγωμένο κέντρο τής μνήμης - τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» - και θα ξανάρθουνε τα χρώματα - ίσως - κάποτε που θ' ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων, να λογαριάσουμε τούς νεκρούς μας, να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια. Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα θα θυμηθείς και εσύ μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή, θα είσαι μακριά τότε εγώ δε θα υπάρχω. |
III
Χρόνος παραμορφώθηκε, Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. Ξέρεις πού θα με βρεις, Εγώ ο Φόβος. Εγώ ο θάνατος. Εγώ η μνήμη, ανήμερη. Εγώ η θύμηση τής τρυφεράδας τού χεριού σου, εγώ ο καημός τής χαλασμένης μας ζωής. Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου. Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ' άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά. Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, ώσπου ν' αρχίσουν να σφαδάζουν ώσπου ν' αρχίσουν ν' αναρωτιούνται. Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν. Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά, πλούσια απ' την κληρονομιά μας πρώτη φορά, τα παιδιά σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας, θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα τ' αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα, ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας σημαδεμένα από την αστραπή τη γνώση τής μοναξιάς τής δύναμης που σε μάς άργησε τόσο πολύ να 'ρθει. Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα στα πελώρια κύματα τής αγρύπνιας μου κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω βγαίνει τ' όνομά σου όταν θ' αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους τού κόσμου, με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ' οδηγούν τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις τού τρελού γέλιου σου, τής καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, κουφαίνοντας τον κόσμο με τούς ήχους τής ταράτσας, με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη τού θανάτου ίσως τότε θα 'χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, στο σταυροδρόμι του κόσμου, μ' όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, ίσως τότε τα παιδιά σου, μαζί μ' όλα τα παιδιά, να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή - μια στιγμή πριν απ' το χάος. Και πια δε θα 'χει μείνει τίποτ' από μένα ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, μα θα 'χω διαλυθεί σ' όλους τους ποταμούς τού κόσμου θα 'χω γράψει τ' όνομά σου, που φοβόμουνα, ως την άλλη όχθη και το κορμί μου -ίσως- νεκρό μα πάλι ακέραιο θ' αναπαύεται με γύρω του τη θύμησή σου και τη λιόλουστη ζωή. |