Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια.
Χαίρε η βαθιά υπαρξιακή.
Θα τολμήσω μια κρίση: Η Δημουλά είναι η μεγαλύτερη (φυσικά όχι ως προς την ηλικία) Ποιήτρια τού καιρού μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας δίδεται εδώ και εκεί και η μεγάλη ποιήτρια δεν έχει τιμηθεί. Ένα μικρό σχόλιο μόνο για το τελευταίο Νόμπελ τού 2017 που δόθηκε στον Αγγλοΐάπωνα συγγραφέα Καζούο Ισιγκούρο. Δεν έχω διαβάσει παρά μόνο "Τα απομεινάρια μιας μέρας" , το οποίο θεωρείται από τα καλύτερά του, (βραβείο Μπούκερ), ένα δυσκοίλιο, στεγνό μυθιστόρημα όσο και οι ήρωες του. Επ᾿ ευκαιρίᾳ δεν έχει τιμηθεί με το Νόμπελ επίσης, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος τού καιρού μας ο Μίλαν Κούντερα. Ίσως πολιτικές σκοπιμότητες για τον σπουδαίο μυθιστοριογράφο, εξ αιτίας των αβάσιμων κατηγοριών όπως φαίνεται εναντίον του, για κατάδοση στις υπηρεσίες τού Κομμουνιστικού καθεστώτος τής Τσεχοσλοβακίας το 1950, τού πρώην πιλότου Ντβοράτσεκ ως Δυτικού κατάσκοπου. Ο Κούντερα αυτός ο διαφωνών με τον ολοκληρωτισμό τού Τσέχικου καθεστώτος, και που η διαφωνία του αυτή είναι θέμα στα πρώτα του μυθιστορήματα ιδίως στο "Αστείο" και που επισφράγισε αυτή τη διαφωνία με την εγκατάλειψη τής πατρίδας του για τη Γαλλία, είναι δυνατόν να ήταν καταδότης;
Στον Κούντερα ίσως πολιτικές σκοπιμότητες, στην περίπτωση τής Δημουλά πιθανόν στατιστικές: τρίτο βραβείο Νόμπελ Ποίησης στην μικρή Ελλάδα, ίσως να θεωρηθεί υπερβολή.
Η ποίηση τής Δημουλά είναι καθαρά υπαρξιακή. Η ζωή, ο έρωτας (μάλλον σαν απουσία), η φθορά, ο θάνατος είναι τα κυρίαρχα στην ποίησή της. Και από κοντά όλα τα συναισθήματα και οι καταστάσεις τής ανθρώπινης περιπέτειας σχεδόν πάντα φορτισμένα αρνητικά, σε ένα μισόφωτο ή σε μαύρο σκοτάδι. Νομίζω ότι ο Ίρβιν Γιάλομ θα εκτιμούσε πολύ την ποίηση της.
«Γράφουμε διαμαρτυρόμενοι, ίσως, επειδή, κατά την μεγάλη εκείνη έκρηξη του σύμπαντος επικράτησε σκανδαλώδης μεροληψία στη διανομή των θραυσμάτων. Στην ύπαρξή μας δόθηκε το μικρότερο: αυτό του φευγαλέου. Μας παραχωρήθηκε όμως ευτυχώς και η ψευδαίσθηση, ως αναγκαίο εξάρτημά του. Δια τής προσάρτησης. Το φευγαλέο γίνεται έτσι, ένας θαυμάσιος μέλλων διαρκείας τού ρήματος ανθίσταμαι. Απόδειξη, όσο τελούσα υπό την ανώμαλη επήρεια αυτού του γραμματικού κανόνα έζησα στιγμές απίθανου μήκους και γόνιμης μωρίας. Κέντησα λεπτολόγους συνθήκες προίκα για εφικτή συμβίωση των αταίριαστων: τής ευαισθησίας με τον βιαστή της, τής βιοπαλαίστριας αντοχής με τον γελοιογράφο της πανικό, τού έρωτα με την ανεντιμότητά του, ενώ αυτοκτονεί, να αφήνει κάθε φορά σημείωμα τάχα ότι εμείς τον σκοτώνουμε». (Απόσπασμα από τον "Φιλοπαίγμονα μύθο").
Στο βιβλίο του "ΣΤΗΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ", ο Νίκος Δήμου γράφει:«Το μοναδικό θέμα τής Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο πέρασμα από το Ον στο μη-Ον». Και παρακάτω:
«Μερικές φορές η Δημουλά αντιστρέφει το θέμα της: πρόκειται τότε για το πέρασμα από το μη-ον στο ον, δηλαδή την μνήμη. (Όταν θυμάσαι ανακαλείς μη-ον, κάτι που δεν υπάρχει πια). Τις περισσότερες φορές η μνήμη έχει την μορφή φωτογραφίας».
Στο ίδιο δοκίμιο του ο Νίκος Δήμου γράφει:
«Υπάρχει, στο λεξικό των λογοτεχνικών όρων τού Cuddon, ένας ορισμός για τους "μεταφυσικούς" ποιητές που περιγράφει ακριβέστατα την ποίηση της Δημουλά. Τον μεταφράζω (γράφει): "καθηλωτικές και πρωτότυπες εικόνες και μεταφορές (που δείχνουν μιαν ενασχόληση με τις αναλογίες μακρόκοσμου και μικρόκοσμου), οξύνοια, εφευρετικότητα, δεξιοτεχνική χρήση της κοινής γλώσσας, [...] κλίση προς το παράδοξο και το σοφιστικό επιχείρημα, άμεσος τρόπος, καυστικό χιούμορ, έντονη αίσθηση θνητότητας, και μια διακεκριμένη ικανότητα για ελλειπτική σκέψη και λακωνικά συμπυκνωμένη έκφραση"».
Θα συμφωνήσω με τον αγαπητό Νίκο Δήμου, ότι ο ορισμός περιγράφει ακριβέστατα όπως λέει, την ποίηση τής Δημουλά, αλλά θα διαφωνήσω κάθετα ότι ο ορισμός αυτός αντιπροσωπεύει την Μεταφυσική ποίηση.
Στην ποίηση τής Δημουλά δεν βρίσκω ίχνος μεταφυσικής. Όλα είναι στη θέση τους, ορθολογικά τοποθετημένα: και η ζωή και ο θάνατος και η φθορά και ο έρωτας ή η απουσία του και οι εκφράσεις τού συναισθηματικού κόσμου. Μόνο οι θρησκείες επιζητούν να δώσουν μεταφυσικό νόημα σε καθαρά βιολογικά γεγονότα όπως η ζωή και ο θάνατος, υποσχόμενοι αθανασία, δεύτερη ζωή, μετενσάρκωση, φρούδες υποσχέσεις και άλλες μπουρδολογίες παρομοίου ατοπήματος. Δεν έχω καταλάβει καθαρά τη σχέση τής Δημουλά με τη θρησκεία, την θεωρώ τουλάχιστον "αγνωστικίστρια", παρ᾿ όλο που ο πεσιμισμός της και ο μηδενισμός της, συνάδουν περισσότερο με τον Αθεϊσμό. Βέβαια στην ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία η οποία τελικά "βρήκε στέγη" στο βιβλίο «Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ τής αστέγου αυτής ομιλίας» λέει-γράφει: "Άθεη δεν είμαι". Όμως φαντάζει εκεί και σαν ποιητική προσποίηση. Αλλά δεν είμαστε ληξιαρχείο, την ποίηση της προσπαθούμε να προσεγγίσουμε .
Θα μεταφέρω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το δοκίμιο τού Νίκου Δήμου για τη γλώσσα τής Δημουλά, γιατί είναι πραγματικά εξαιρετικό:
«Στο κενό, ανάμεσα όν και μη όν. Από μια ποιήτρια που δεν πατάει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Ισορροπεί ανάμεσά τους, επάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, που είναι η γλώσσα. Κι όπως οι σχοινοβάτες την ράβδο, η Δημουλά χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κρατιέται όρθια στο τεντωμένο σκοινί. Ακροβατεί, τινάζει λέξεις στον αέρα, τις γυρίζει ανάποδα, πολλές μαζί, και τις πιάνει την τελευταία στιγμή.
Η Δημουλά κάνει πράγματα με την γλώσσα που κανείς Έλληνας ποιητής δεν τόλμησε. Αλλάζει τα μέρη του λόγου, κάνει τα επίθετα ρήματα, τα ουσιαστικά επιρρήματα. Αναρχική των λέξεων, παίρνει εκδίκηση από την γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο τής ζωής. Τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, η Δημουλά τρομοκρατεί την γλώσσα. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια διάλεκτος μπορεί να εκφράσει το μηδέν».
Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή
είπε το Τίποτα στο Κάτι
και κείνο, το ηλίθιο, τόχαψε.
Γιατί μεγάλη ποιήτρια η Κική Δημουλά, καταξιωμένη από αναγνωστικό κοινό και κριτική; Προσωπικά το ερμηνεύω γιατί βρήκε την προσωπική της φωνή, αυτό που τής προσάπτουν κάποιοι ή κάποιες από το ποιητικό σινάφι σαν μανιέρα. Γιατί μετά την πρώτη μεταπολεμική γενιά (ποιητές γεννημένοι τη δεκαετία τού 20), και τη δεύτερη ποιητική γενιά (ποιητές γεννημένοι στη δεκαετία τού 30 στην οποία ανήκει και η Δημουλά και στην οποία ανήκουν αξιόλογοι ποιητές· αναφέρω πρόχειρα: Βασίλης Καραβίτης, Αλέξης Ζακυθηνός, Τάσος Πορφύρης, Λεία Χατζοπούλου Καραβία, Γιώργης Μανουσάκης, Ανδρέας Αγγελάκης, Ανέστης Ευαγγέλου, Χρίστος Λάσκαρης, Μαρία Κέτρου-Αγαθοπούλου κλπ. ), στη τρίτη μεταπολεμική γενιά ( ποιητές γεννημένοι τη δεκαετία τού 40) παρ᾿ όλο που έχουμε πάρα πολλούς καλούς και καλλιεργημένους ποιητές, με θεωρητικό υπόβαθρο, "φανατικούς για γράμματα" δεν ξεχωριζω προσωπικά, παρ᾿ ότι είναι η πολυπληθέστερη γενιά, περισσότερα από τέσσερα με πέντε ονόματα. Θα διακινδυνεύσω μια γνώμη. Γιατί τούς βάρυνε πολύ ο ίσκιος τού Σεφέρη και η κρυπτικότητα τής μοντέρνας ποίησης. Ο Σεφέρης είχε προγόνους, αλλά βρήκε τη δική του φωνή και παρ᾿ όλη την κρυπτικότητα πολλών ποιημάτων του, ανανέωσε την ποίηση και έδωσε ποιητικά αριστουργήματα όπως η συλλογή "Το Μυθιστόρημα", "Ελένη", "Ο βασιλιάς τής Ασίνης", "Τελευταίος σταθμός¨ "Πάνω σ᾿ έναν ξένο στίχο" κλπ. Για το Ελύτη δεν γίνεται καν λόγος. Ο Ελύτης δεν έχει ούτε προγόνους ούτε επιγόνους, στέκεται και θα στέκεται ανάδελφος στην μεγαλειότητα τής Ερημίας του.
Η Κική Δημουλά δεν ακολούθησε ρεύματα, δανείστηκε μόνο τη γλώσσα για να εκφράσει την υπαρξιακή της αγωνία.
«Σαν ένα ματσάκι από λέξεις η ποίηση. Τις συλλέγει από το μικρό θερμοκήπιό του ένας μονόλογος που χρόνια ονειρεύεται να τις προσφέρει σε μιαν επικοινωνία με την οποία είναι ερωτευμένος, χωρίς να έχει λάβει σαφή δείγματα ανταποκρίσεως εκ μέρους της». (Απόσπασμα από τον "Φιλοπαίγμονα μύθο")
Ίσως στα πρώτα της ποιητικά βήματα, να έχει επιδράσεις από τον Άθω Δημουλά:
Εσύ τις μνήμες φέρνεις, λήθη,
όταν, όσο ένα ξεχασμένο αρνείται
να φανεί, τόσα πολλά αναπηδούν
τα γύρω του, σκαλιά για να πατήσει
να ᾿ρθει.
Ἀθως Δημουλάς Περί μνήμης, 1964.
Όλα είναι εδώ είπε:
τα προσωπεία του φόβου,
τα κάτοπτρα τής αυταπάτης
για τον ναρκισσισμό των ελπίδων,
η ψυχή πιο μέσα,
λεία τής ανυπαρξίας.
Ἀθως Δημουλάς Η μοίρα των πεπρωμένων 1979.
Η μεγάλη αποδοχή τής Δημουλά και από το κοινό και από την κριτική έχει δημιουργήσει ένα γεγονός στον ποιητικό χώρο, που στην προσπάθεια να εξηγηθεί σαν κάτι το απρόσμενο, έχει εγείρει και πολλές ενστάσεις. Ας δούμε κάποιες:
Μαρία Τοπάλη ποιήτρια: Κριτική: "Οι δύο όψεις μιας δημοφιλούς ποίησης Κική Δημουλά, Χλόη θερμοκηπίου, εκδ. Ίκαρος, 2005" δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ (τεύχος 26) 2005.
Γράφει: Η Χλόη θερμοκηπίου φέρει όλα τα προτερήματα του έργου της Δημουλά. Συνεπής στον δρόμο που η ίδια χάραξε, η ποιήτρια εξακολουθεί να πραγματεύεται έναν - έγκλειστο σε σχέση με ότι αποκαλείται «δημόσιος χώρος» - γυναικείο κόσμο και όσα διακρίνει από τις σχισμές και τις κλειδαρότρυπές του. Το πράττει δε αυτό, όπως και άλλες σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες, με τρόπο που θα μπορούσε να αποκληθεί και προ-φεμινιστικός. Δεν εγείρει, δηλαδή, κανένα «αίτημα», δεν επαναστατεί (ή, τουλάχιστον, η «επανάστασή» της συνίσταται στην πράξη της γραφής καθ᾿ εαυτήν), δεν θεματοποιεί - με μία ίσως εξαίρεση ( Πρόκειται για το ποίημα. «Σημείο αναγνωρίσεως» τής συλλογής Το λίγο τον κόσμου (1971) - ό,τι αποκαλείται «γυναικείο ζήτημα».
Την κατηγορεί δηλαδή ότι δεν είναι πολύ "φεμινίστρια". Φαίνεται ότι τα υπαρξιακά θέματα στα οποία είναι εστιασμένη η Δημουλά, κατά την κρίση τής Τοπάλη δεν αφορούν τις γυναίκες. Δεν καταλαβαίνω για πιο γυναικείο θέμα έπρεπε να επαναστατεί η Δημουλά (ίσως την αμοιβή εργασίας) και με πιο ρόλο; Το ρόλο τής μεγάλης ποιήτριας;
Παρ᾿ όλο που για μένα προσωπικά δεν έχει καμία σημασία η έγκληση για μη φεμινισμό τής Δημουλά από την Τοπάλη, θα αναφέρω πρόχειρα και άλλα ποιήματα με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναίκα:
"Μια Μετέωρη κυρία¨ από τη συλλογή "επί τα ίχνη":
«Που μέσα -
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ᾿ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι».
"Πλάγιος τρόπος "από τη συλλογή "επί τα ίχνη":
«κι άφθονα καθρεφτάκια
να ᾿χω το πρόσωπο σου
ισάριθμες φορές.
Γι᾿ αυτό ευχόμουν....
Μα η βροχή κι εσύ
ενάντια στην ευχή μου
πέφτατε».
"Άφησα να μην ξέρω" από τη συλλογή "Το λίγο τού κόσμου"
«Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ‘ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι».
"Τα μισανθή χέρια" από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου
Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου – Παρίσι
«Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα
απ’ τη δική μας σάρκα να μην πάρει.
..................................................................................................
Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,
μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Αχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις
να σου μάθει τ’ όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται:
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη
ούτε καν ποιητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν».
"Σκόνη"από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου
«Λυπάμαι τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη
σκόνη , ύστατη σάρκα του άσαρκου
.................................................................................................
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει
να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει
να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω
με ξεχνάς
να με ξεχνάς
σε αφήνω
γιατί δεν αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω».
"Αιρετικές Ουσίες" από τη συλλογή "Το τελευταίο σώμα μου"
«Σε διαιωνίσαμε Μητέρα
θα μου μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:
δώσαμε στα παιδιά μας τ' Όνομά σου.
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.
Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου».
Συνεχίζει η Τοπάλη:
«Ο χείμαρρος των επαίνων που δέχεται τελευταία η ποίησή της δεν υπόκειται στη γνωστή ελληνική συνθήκη, κατά την οποία οι φίλοι επαινούν τον φίλο, η παρέα τον κολλητό της κλπ. Γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση σωστό μπεστ-σέλερ, που τα κατάφερε, μάλιστα, σχεδόν «από μόνη της» να διαδοθεί και να αγαπηθεί, κι η κριτική βεβαίως υποχρεωτικά ακολούθησε την επιτυχία λαχανιάζοντας.
Είναι λοιπόν το έργο της Δημουλά ο Χάρυ Πότερ της ελληνικής ποίησης; Κι αν ναι, οφείλει τότε η «σοβαρή» κριτική να ακολουθήσει τη στάση του πατριάρχη Harold Bloom απέναντι στην J. K. Rowling και να την απαξιώσει»;
Εδώ έχουμε φτάσει στην Ύβρη. Επειδή διαβάζεται η Δημουλά, να συγκρίνεται με την Rowling και τις ευφάνταστες ανοησίες τού Χάρυ Πότερ. Και να ζητά από την κριτική να την απαξιώσει. Έλεος.
Συνεχίζει η Τοπάλη :«Ας είμαστε ειλικρινείς: με όλες τις αδυναμίες της, η Δημουλά δεν είναι ούτε ποιητικό Άρλεκιν ούτε ανάγνωσμα κλιμακτηρίου: είναι μια έξυπνη ποιήτρια και μια αληθινή δημιουργός. Διάλεξε βέβαια να κατοικήσει στην ευκολία και το δήθεν άνετο ύφος τού ίδιου συρμού που στα ταπεινότερα βαγόνια του φιλοξένησε άλλοτε μια Έλενα Ακρίτα (στο αξέχαστο «Κλαμπ των νέων» τού παλιού Ταχυδρόμου) και στη συνέχεια την αείμνηστη (έντυπη και τηλεοπτική) Μαλβίνα, ενώ στη διακεκριμένη θέση συνταξιδεύει η εθνικών προδιαγραφών Λίνα Νικολακοπούλου. Όλες τους γένους θηλυκού, καλλιέργησαν μια θεατρινίστικη παραδοξολογία στην έκφραση, ίσως ως δρόμο χειραφέτησης από αλλοτινά καθεστώτα μιας, αναμφίβολα αρσενικής, ελιτίστικης σοβαροφάνειας. Όπως κάθε «εκδίκηση της γυφτιάς», για να θυμηθούμε το εμβληματικό μουσικό άλμπουμ της δεκαετίας τού 80, το στυλ τους δεν άργησε να επικρατήσει, για να περάσει γρήγορα, μεταλλαγμένο πλέον και απελπιστικά ευτελισμένο, στα χέρια τής πλέον χαμηλού επιπέδου δημοσιογραφίας και τηλεπαρουσίασης. Κι αν ολισθαίνει, ωστόσο, κάποτε η Δημουλά στον λαϊκισμό, «μιας χαμηλοτάβανης εσωτερικής πατριδογνωσίας» (με πονηριά προβλέπει πάντως την πιθανή επίκριση και προσπαθεί να την προλάβει στο εναρκτήριο ποίημα της τελευταίας συλλογής της), οφείλει καλόπιστα η κριτική να τής το επισημαίνει, να τής θυμίζει τον καλύτερό της εαυτό».
Κατά την ποιήτρια λοιπόν για το «δήθεν άνετο ύφος του συρμού » τής Δημουλά έχουν παίξει το ρόλο τους η Ακρίτα, η Μαλβίνα, και η Νικολακοπούλου. Μακάρι αυτές οι τρεις να είχαν δώσει το ύφος τού συρμού τής Ελληνικής πραγματικότητας τών μίντια. Για την Ακρίτα δεν γνωρίζω τα μεμπτά της στον Ταχυδρόμο. Η Μαλβίνα ήταν ένα σπάνιο χαρισματικό πρόσωπο, και την Νικολακοπούλου προσωπικά την εκτιμώ, ξέροντας μόνο την στιχουργική πλευρά της. Η ζήλεια για την αποδοχή κάποιου είναι κακός σύμβουλος.
Ας δούμε τώρα τα γραφόμενα μιας άλλης κατηγόρου τής Ζωής Χαλιδιά με τον τίτλο: «H ανυπόφορη ποιητική επανάληψη της κυρίας Κικής Δημουλά »
Επειδή, αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ ο λίβελλός της έχει λογοτεχνικές χάρες θα παραθέσω ολόκληρο το κείμενο:
«Η κυρία Δημουλά αποδείχτηκε τελικά ότι είναι ικανή να κλαίει μόνο για έναν καθρέφτη, όπου σε αυτόν τον καθρέφτη βλέπει το είδωλό της. Είναι ερωτευμένη με τον εαυτό της. Δεν με ενδιαφέρει αν η κυρία Δημουλά ξέρει να ζυμώνει με κόμπους στο λαιμό το συναίσθημά της, αν ξέρει να πλάθει με τρυφερότητα τις λέξεις, αν ξέρει να τακτοποιεί λυρικά τις αράδες της, την μία δίπλα στην άλλη. Δεν με ενδιαφέρει αν εν ολίγοις πλάθει κουλουράκια με τα δυο χεράκια και τα εναποθέτει ως προσκυνητής στη λογοτεχνική λαμαρίνα. Με ενδιαφέρει ότι το "Ενός λεπτού μαζί" που έγραψε, κρατά μια ζωή, αποδεικνύοντας ότι όλη της η τέχνη είναι η επιτομή της ομφαλοσκόπησης. Βεβαίως δικαίωμά της να βυζαίνει το σύμπτωμά της, δικαίωμά της να γράφει και να ζει όπως αγαπά, αλλά από τη στιγμή που για μία ακόμα φορά βραβεύεται και από τη στιγμή που για μία ακόμη φορά δίνει συνέντευξη, δικαιούμαι κι εγώ να βγω να πω ότι: βαρέθηκα την ποίηση της κυρίας Δημουλά. Δεν αντέχω άλλο τις αποσιωπητικές της εικόνες, δεν αντέχω άλλο τις λυπημένες φράσεις της, τις εαρινές της διαθέσεις. Δεν αντέχω άλλο το καθώς πρέπει συναισθηματικό της αντιμάμαλο, με κούρασε η λογοτεχνική της μονοτονία. Δεν αντέχω άλλο η επόμενη στροφή, η επόμενη αράδα να με βγάζει πάντα στον ίδιο δρόμο. Επιτέλους, στην ηλικία της, η κυρία Δημουλά όφειλε να έχει κατεβεί έστω και μια φορά στο κέντρο της ζωής, και να έχει, έστω και μία φορά, λερώσει τις λέξεις της με τα κάτουρα των εξαθλιωμένων ανθρώπων και όχι να τις εμποτίζει μονάχα στα ροδόνερα των σιωπηλών ερώτων της και στην αρμύρα των δακρύων της. Επιτέλους, στην ηλικία της, η κυρία Δημουλά θα έπρεπε να έχει καταδεχτεί, έστω και μία φορά, να συναναστραφεί και άλλους πόνους πέραν των δικών της, να έχει στριμωχθεί με ανθρώπους που δεν τους κούρασε πολύ η Κυριακή αλλά η φτώχεια, η ανεργία, η φυλακή - η πρέζα ίσως; Επιτέλους, σαν τους μεγάλους ποιητές, έστω μια φορά, ας είχε "γλύψει με τη γλώσσα των πλακάτ τις φθισικές ροχάλες"*.
»Εκείνο πάντως που πυροδότησε την διάθεσή μου να πω ότι πλέον βαριέμαι την ποίηση της κυρίας Δημουλά ήταν οι παντελώς άνοστες και χωρίς δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις που της έθεσε ο κ. Γιάννης Μπασκόζος, για την εφημερίδα Το Βήμα. Εκεί συνειδητοποιήσα ότι η ποιήτρια είναι γυμνή. Ή μάλλον κενή περιεχομένου. Καμία σπιρτάδα στις απαντήσεις της, κανένα φως, τίποτα. Και την ίδια ώρα, επιμελώς σιωπά για τα σημαντικά και απλώς ονοματίζει τα κακώς κείμενα. Οι απόψεις της είναι όπως η ποίησή της: ανώδυνες. Διαβάζονται όπως και οι ποιητικές της συλλογές, δίπλα στο τζάκι, με ένα σαλάκι ριγμένο πάνω στα γόνατα ή στους ώμους. Η κυρία Δημουλά αποδείχτηκε τελικά ότι είναι ικανή να κλαίει μόνο για έναν καθρέφτη, όπου σε αυτόν τον καθρέφτη βλέπει το είδωλό της. Είναι ερωτευμένη με τον εαυτό της. Κι ο Μαγιακόφσκι ποίησε για τον έρωτα αλλά όταν το έκανε μεγαλούργησε, δεν έκατσε να μαλάξει τις λέξεις. Τις πυρπόλησε! Βεβαίως ο Μαγιακόφσκι στο τέλος τίναξε και τα μυαλά του στον αέρα ως ποιητής που ήταν, ενώ η κυρία Δημουλά, ως αυτό που είναι, απλά έκατσε και της έζεψαν στο λαιμό ένα ακόμα χαϊμαλί επιβράβευσης, με τον τίτλο Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
* Στίχος τού Μαγιακόφσκι
Οι επισημάνσεις είναι δικές μου.
Ζωή Χαλιδιά: Επικοινωνιολόγος, υπεύθυνη μέχρι προ τίνος για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις τού Τσίπρα, στα social media, αλλά και άνθρωπος ειδικών αποστολών. (Βλέπε γάτα τών Ιμαλαΐων)
Η κυρία λοιπόν Ζωή Χαλιδιά εγκαλεί την Δημουλά και τής υποδεικνύει ότι «πρέπει να λερώσει τις λέξεις της με τα κάτουρα τών εξαθλιωμένων ανθρώπων , να συναναστραφεί και άλλους πόνους πέραν των δικών της».
Το να μην τις αρέσουν οι λυπημένες φράσεις, οι σιωπηλοί έρωτες τής Δημουλά , είναι δικαίωμά της. Από που όμως αντλεί το θράσος η Κα διαφημίστρια, να αποφαίνεται τι πρέπει να κάνει ένας μεγάλος ποιητής; Από τα Ζντανοφικά κατάλοιπα για τα οποία είναι μία από τους λίγους κληρονόμους που απόμειναν; Νόμιζα πως όλοι είχαν πεθάνει. Με το ίδιο θράσος πρίν 80 χρόνια άλλοι Ζντανοφικοί κριτικοί κάνοντας κριτική στο έργο του Καρυωτάκη δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, από την οποία δεν είχαν καταλάβει τίποτα για το υπαρξιακό του αδιέξοδο, με το οποίο πυρπόλησε τα τελευταία γραπτά του και σφράγισε με τον θάνατό του· δεν είχαν καταλάβει τίποτα, και τον εγκαλούσαν για το ότι η απαισιοδοξία της ποίησής του και ο τραγικό του τέλος οφειλόταν στο ό,τι δεν είχε συμπορευθεί με το λαϊκό κίνημα, το οποίο έλυνε μέχρι και τα προβλήματα ύπαρξης. Έχω γράψει σχετικά: Ο καρυωτάκης και η Αριστερά (Link) Και γιατί εγκαλεί τη Δημουλά να συναναστραφεί πόνους και άλλων ανθρώπων, χωρίς κατ᾿ ανάγκη αυτό να είναι υποχρέωση ενός μεγάλου ποιητή, και δεν εγκαλεί τον υπό την προστασία της μέχρι προ τίνος Τσίπρα και το κόμμα του, οι οποίοι είναι χωρίς δεύτερη σκέψη υπεύθυνοι για τις σφαγές τών ζώων να κατέβουν και να συναναστραφούν με τους πόνους τους, να ακούσουν τις κραυγές τους την κάθε μέρα που σφαγιάζονται κατά χιλιάδες; Που ήταν χωμένη η ευαισθησία της όταν η κυβέρνηση Τσίπρα ψήφιζε τούς νόμους τής σφαγής τών ζώων με τις θρησκευτικές ανοησίες βαρβαρότητας, ΚΟΣΕΡ και ΧΑΛΑΛ χωρίς αναισθητοποίηση, (οχι βέβαια ότι στα άλλα κάνουν αναισθητοποίηση), οι οποίοι μάλιστα είναι παράνομοι κατά το Ελληνικό Σύνταγμα και το Ν.1197/81. Μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα βάρβαρα θρησκευτικά βίτσια Εβραίων και Μουσουλμάνων.
Α, ξέχασα στη Κα επικοινωνιολόγο "ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι" όταν διάβασε τις απαντήσεις που έδωσε η Δημουλά στο Μπασκόζο, που εκεί «συνειδητοποιήσα ότι η ποιήτρια είναι γυμνή. Ή μάλλον κενή περιεχομένου» . Σα δεν ντρέπεσαι λέω εγώ. Σε παραπέμπω λοιπόν Κα Χαλιδιά να διαβάσεις τα πεζά: "Φιλοπαίγμων Μύθος" και "Έρανος σκέψεων", Πασιονάρια τού γλυκού νερού;
Θα τολμήσω μια κρίση: Η Δημουλά είναι η μεγαλύτερη (φυσικά όχι ως προς την ηλικία) Ποιήτρια τού καιρού μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας δίδεται εδώ και εκεί και η μεγάλη ποιήτρια δεν έχει τιμηθεί. Ένα μικρό σχόλιο μόνο για το τελευταίο Νόμπελ τού 2017 που δόθηκε στον Αγγλοΐάπωνα συγγραφέα Καζούο Ισιγκούρο. Δεν έχω διαβάσει παρά μόνο "Τα απομεινάρια μιας μέρας" , το οποίο θεωρείται από τα καλύτερά του, (βραβείο Μπούκερ), ένα δυσκοίλιο, στεγνό μυθιστόρημα όσο και οι ήρωες του. Επ᾿ ευκαιρίᾳ δεν έχει τιμηθεί με το Νόμπελ επίσης, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος τού καιρού μας ο Μίλαν Κούντερα. Ίσως πολιτικές σκοπιμότητες για τον σπουδαίο μυθιστοριογράφο, εξ αιτίας των αβάσιμων κατηγοριών όπως φαίνεται εναντίον του, για κατάδοση στις υπηρεσίες τού Κομμουνιστικού καθεστώτος τής Τσεχοσλοβακίας το 1950, τού πρώην πιλότου Ντβοράτσεκ ως Δυτικού κατάσκοπου. Ο Κούντερα αυτός ο διαφωνών με τον ολοκληρωτισμό τού Τσέχικου καθεστώτος, και που η διαφωνία του αυτή είναι θέμα στα πρώτα του μυθιστορήματα ιδίως στο "Αστείο" και που επισφράγισε αυτή τη διαφωνία με την εγκατάλειψη τής πατρίδας του για τη Γαλλία, είναι δυνατόν να ήταν καταδότης;
Στον Κούντερα ίσως πολιτικές σκοπιμότητες, στην περίπτωση τής Δημουλά πιθανόν στατιστικές: τρίτο βραβείο Νόμπελ Ποίησης στην μικρή Ελλάδα, ίσως να θεωρηθεί υπερβολή.
Η ποίηση τής Δημουλά είναι καθαρά υπαρξιακή. Η ζωή, ο έρωτας (μάλλον σαν απουσία), η φθορά, ο θάνατος είναι τα κυρίαρχα στην ποίησή της. Και από κοντά όλα τα συναισθήματα και οι καταστάσεις τής ανθρώπινης περιπέτειας σχεδόν πάντα φορτισμένα αρνητικά, σε ένα μισόφωτο ή σε μαύρο σκοτάδι. Νομίζω ότι ο Ίρβιν Γιάλομ θα εκτιμούσε πολύ την ποίηση της.
«Γράφουμε διαμαρτυρόμενοι, ίσως, επειδή, κατά την μεγάλη εκείνη έκρηξη του σύμπαντος επικράτησε σκανδαλώδης μεροληψία στη διανομή των θραυσμάτων. Στην ύπαρξή μας δόθηκε το μικρότερο: αυτό του φευγαλέου. Μας παραχωρήθηκε όμως ευτυχώς και η ψευδαίσθηση, ως αναγκαίο εξάρτημά του. Δια τής προσάρτησης. Το φευγαλέο γίνεται έτσι, ένας θαυμάσιος μέλλων διαρκείας τού ρήματος ανθίσταμαι. Απόδειξη, όσο τελούσα υπό την ανώμαλη επήρεια αυτού του γραμματικού κανόνα έζησα στιγμές απίθανου μήκους και γόνιμης μωρίας. Κέντησα λεπτολόγους συνθήκες προίκα για εφικτή συμβίωση των αταίριαστων: τής ευαισθησίας με τον βιαστή της, τής βιοπαλαίστριας αντοχής με τον γελοιογράφο της πανικό, τού έρωτα με την ανεντιμότητά του, ενώ αυτοκτονεί, να αφήνει κάθε φορά σημείωμα τάχα ότι εμείς τον σκοτώνουμε». (Απόσπασμα από τον "Φιλοπαίγμονα μύθο").
Στο βιβλίο του "ΣΤΗΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ", ο Νίκος Δήμου γράφει:«Το μοναδικό θέμα τής Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο πέρασμα από το Ον στο μη-Ον». Και παρακάτω:
«Μερικές φορές η Δημουλά αντιστρέφει το θέμα της: πρόκειται τότε για το πέρασμα από το μη-ον στο ον, δηλαδή την μνήμη. (Όταν θυμάσαι ανακαλείς μη-ον, κάτι που δεν υπάρχει πια). Τις περισσότερες φορές η μνήμη έχει την μορφή φωτογραφίας».
Στο ίδιο δοκίμιο του ο Νίκος Δήμου γράφει:
«Υπάρχει, στο λεξικό των λογοτεχνικών όρων τού Cuddon, ένας ορισμός για τους "μεταφυσικούς" ποιητές που περιγράφει ακριβέστατα την ποίηση της Δημουλά. Τον μεταφράζω (γράφει): "καθηλωτικές και πρωτότυπες εικόνες και μεταφορές (που δείχνουν μιαν ενασχόληση με τις αναλογίες μακρόκοσμου και μικρόκοσμου), οξύνοια, εφευρετικότητα, δεξιοτεχνική χρήση της κοινής γλώσσας, [...] κλίση προς το παράδοξο και το σοφιστικό επιχείρημα, άμεσος τρόπος, καυστικό χιούμορ, έντονη αίσθηση θνητότητας, και μια διακεκριμένη ικανότητα για ελλειπτική σκέψη και λακωνικά συμπυκνωμένη έκφραση"».
Θα συμφωνήσω με τον αγαπητό Νίκο Δήμου, ότι ο ορισμός περιγράφει ακριβέστατα όπως λέει, την ποίηση τής Δημουλά, αλλά θα διαφωνήσω κάθετα ότι ο ορισμός αυτός αντιπροσωπεύει την Μεταφυσική ποίηση.
Στην ποίηση τής Δημουλά δεν βρίσκω ίχνος μεταφυσικής. Όλα είναι στη θέση τους, ορθολογικά τοποθετημένα: και η ζωή και ο θάνατος και η φθορά και ο έρωτας ή η απουσία του και οι εκφράσεις τού συναισθηματικού κόσμου. Μόνο οι θρησκείες επιζητούν να δώσουν μεταφυσικό νόημα σε καθαρά βιολογικά γεγονότα όπως η ζωή και ο θάνατος, υποσχόμενοι αθανασία, δεύτερη ζωή, μετενσάρκωση, φρούδες υποσχέσεις και άλλες μπουρδολογίες παρομοίου ατοπήματος. Δεν έχω καταλάβει καθαρά τη σχέση τής Δημουλά με τη θρησκεία, την θεωρώ τουλάχιστον "αγνωστικίστρια", παρ᾿ όλο που ο πεσιμισμός της και ο μηδενισμός της, συνάδουν περισσότερο με τον Αθεϊσμό. Βέβαια στην ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία η οποία τελικά "βρήκε στέγη" στο βιβλίο «Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ τής αστέγου αυτής ομιλίας» λέει-γράφει: "Άθεη δεν είμαι". Όμως φαντάζει εκεί και σαν ποιητική προσποίηση. Αλλά δεν είμαστε ληξιαρχείο, την ποίηση της προσπαθούμε να προσεγγίσουμε .
Θα μεταφέρω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το δοκίμιο τού Νίκου Δήμου για τη γλώσσα τής Δημουλά, γιατί είναι πραγματικά εξαιρετικό:
«Στο κενό, ανάμεσα όν και μη όν. Από μια ποιήτρια που δεν πατάει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Ισορροπεί ανάμεσά τους, επάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, που είναι η γλώσσα. Κι όπως οι σχοινοβάτες την ράβδο, η Δημουλά χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κρατιέται όρθια στο τεντωμένο σκοινί. Ακροβατεί, τινάζει λέξεις στον αέρα, τις γυρίζει ανάποδα, πολλές μαζί, και τις πιάνει την τελευταία στιγμή.
Η Δημουλά κάνει πράγματα με την γλώσσα που κανείς Έλληνας ποιητής δεν τόλμησε. Αλλάζει τα μέρη του λόγου, κάνει τα επίθετα ρήματα, τα ουσιαστικά επιρρήματα. Αναρχική των λέξεων, παίρνει εκδίκηση από την γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο τής ζωής. Τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, η Δημουλά τρομοκρατεί την γλώσσα. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια διάλεκτος μπορεί να εκφράσει το μηδέν».
Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή
είπε το Τίποτα στο Κάτι
και κείνο, το ηλίθιο, τόχαψε.
Γιατί μεγάλη ποιήτρια η Κική Δημουλά, καταξιωμένη από αναγνωστικό κοινό και κριτική; Προσωπικά το ερμηνεύω γιατί βρήκε την προσωπική της φωνή, αυτό που τής προσάπτουν κάποιοι ή κάποιες από το ποιητικό σινάφι σαν μανιέρα. Γιατί μετά την πρώτη μεταπολεμική γενιά (ποιητές γεννημένοι τη δεκαετία τού 20), και τη δεύτερη ποιητική γενιά (ποιητές γεννημένοι στη δεκαετία τού 30 στην οποία ανήκει και η Δημουλά και στην οποία ανήκουν αξιόλογοι ποιητές· αναφέρω πρόχειρα: Βασίλης Καραβίτης, Αλέξης Ζακυθηνός, Τάσος Πορφύρης, Λεία Χατζοπούλου Καραβία, Γιώργης Μανουσάκης, Ανδρέας Αγγελάκης, Ανέστης Ευαγγέλου, Χρίστος Λάσκαρης, Μαρία Κέτρου-Αγαθοπούλου κλπ. ), στη τρίτη μεταπολεμική γενιά ( ποιητές γεννημένοι τη δεκαετία τού 40) παρ᾿ όλο που έχουμε πάρα πολλούς καλούς και καλλιεργημένους ποιητές, με θεωρητικό υπόβαθρο, "φανατικούς για γράμματα" δεν ξεχωριζω προσωπικά, παρ᾿ ότι είναι η πολυπληθέστερη γενιά, περισσότερα από τέσσερα με πέντε ονόματα. Θα διακινδυνεύσω μια γνώμη. Γιατί τούς βάρυνε πολύ ο ίσκιος τού Σεφέρη και η κρυπτικότητα τής μοντέρνας ποίησης. Ο Σεφέρης είχε προγόνους, αλλά βρήκε τη δική του φωνή και παρ᾿ όλη την κρυπτικότητα πολλών ποιημάτων του, ανανέωσε την ποίηση και έδωσε ποιητικά αριστουργήματα όπως η συλλογή "Το Μυθιστόρημα", "Ελένη", "Ο βασιλιάς τής Ασίνης", "Τελευταίος σταθμός¨ "Πάνω σ᾿ έναν ξένο στίχο" κλπ. Για το Ελύτη δεν γίνεται καν λόγος. Ο Ελύτης δεν έχει ούτε προγόνους ούτε επιγόνους, στέκεται και θα στέκεται ανάδελφος στην μεγαλειότητα τής Ερημίας του.
Η Κική Δημουλά δεν ακολούθησε ρεύματα, δανείστηκε μόνο τη γλώσσα για να εκφράσει την υπαρξιακή της αγωνία.
«Σαν ένα ματσάκι από λέξεις η ποίηση. Τις συλλέγει από το μικρό θερμοκήπιό του ένας μονόλογος που χρόνια ονειρεύεται να τις προσφέρει σε μιαν επικοινωνία με την οποία είναι ερωτευμένος, χωρίς να έχει λάβει σαφή δείγματα ανταποκρίσεως εκ μέρους της». (Απόσπασμα από τον "Φιλοπαίγμονα μύθο")
Ίσως στα πρώτα της ποιητικά βήματα, να έχει επιδράσεις από τον Άθω Δημουλά:
Εσύ τις μνήμες φέρνεις, λήθη,
όταν, όσο ένα ξεχασμένο αρνείται
να φανεί, τόσα πολλά αναπηδούν
τα γύρω του, σκαλιά για να πατήσει
να ᾿ρθει.
Ἀθως Δημουλάς Περί μνήμης, 1964.
Όλα είναι εδώ είπε:
τα προσωπεία του φόβου,
τα κάτοπτρα τής αυταπάτης
για τον ναρκισσισμό των ελπίδων,
η ψυχή πιο μέσα,
λεία τής ανυπαρξίας.
Ἀθως Δημουλάς Η μοίρα των πεπρωμένων 1979.
Η μεγάλη αποδοχή τής Δημουλά και από το κοινό και από την κριτική έχει δημιουργήσει ένα γεγονός στον ποιητικό χώρο, που στην προσπάθεια να εξηγηθεί σαν κάτι το απρόσμενο, έχει εγείρει και πολλές ενστάσεις. Ας δούμε κάποιες:
Μαρία Τοπάλη ποιήτρια: Κριτική: "Οι δύο όψεις μιας δημοφιλούς ποίησης Κική Δημουλά, Χλόη θερμοκηπίου, εκδ. Ίκαρος, 2005" δημοσιευμένη στο Περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ (τεύχος 26) 2005.
Γράφει: Η Χλόη θερμοκηπίου φέρει όλα τα προτερήματα του έργου της Δημουλά. Συνεπής στον δρόμο που η ίδια χάραξε, η ποιήτρια εξακολουθεί να πραγματεύεται έναν - έγκλειστο σε σχέση με ότι αποκαλείται «δημόσιος χώρος» - γυναικείο κόσμο και όσα διακρίνει από τις σχισμές και τις κλειδαρότρυπές του. Το πράττει δε αυτό, όπως και άλλες σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες, με τρόπο που θα μπορούσε να αποκληθεί και προ-φεμινιστικός. Δεν εγείρει, δηλαδή, κανένα «αίτημα», δεν επαναστατεί (ή, τουλάχιστον, η «επανάστασή» της συνίσταται στην πράξη της γραφής καθ᾿ εαυτήν), δεν θεματοποιεί - με μία ίσως εξαίρεση ( Πρόκειται για το ποίημα. «Σημείο αναγνωρίσεως» τής συλλογής Το λίγο τον κόσμου (1971) - ό,τι αποκαλείται «γυναικείο ζήτημα».
Την κατηγορεί δηλαδή ότι δεν είναι πολύ "φεμινίστρια". Φαίνεται ότι τα υπαρξιακά θέματα στα οποία είναι εστιασμένη η Δημουλά, κατά την κρίση τής Τοπάλη δεν αφορούν τις γυναίκες. Δεν καταλαβαίνω για πιο γυναικείο θέμα έπρεπε να επαναστατεί η Δημουλά (ίσως την αμοιβή εργασίας) και με πιο ρόλο; Το ρόλο τής μεγάλης ποιήτριας;
Παρ᾿ όλο που για μένα προσωπικά δεν έχει καμία σημασία η έγκληση για μη φεμινισμό τής Δημουλά από την Τοπάλη, θα αναφέρω πρόχειρα και άλλα ποιήματα με ιδιαίτερη έμφαση στη γυναίκα:
"Μια Μετέωρη κυρία¨ από τη συλλογή "επί τα ίχνη":
«Που μέσα -
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ᾿ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι».
"Πλάγιος τρόπος "από τη συλλογή "επί τα ίχνη":
«κι άφθονα καθρεφτάκια
να ᾿χω το πρόσωπο σου
ισάριθμες φορές.
Γι᾿ αυτό ευχόμουν....
Μα η βροχή κι εσύ
ενάντια στην ευχή μου
πέφτατε».
"Άφησα να μην ξέρω" από τη συλλογή "Το λίγο τού κόσμου"
«Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ‘ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι».
"Τα μισανθή χέρια" από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου
Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου – Παρίσι
«Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα
απ’ τη δική μας σάρκα να μην πάρει.
..................................................................................................
Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,
μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Αχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις
να σου μάθει τ’ όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται:
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη
ούτε καν ποιητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν».
"Σκόνη"από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου
«Λυπάμαι τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη
σκόνη , ύστατη σάρκα του άσαρκου
.................................................................................................
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει
να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει
να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω
με ξεχνάς
να με ξεχνάς
σε αφήνω
γιατί δεν αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω».
"Αιρετικές Ουσίες" από τη συλλογή "Το τελευταίο σώμα μου"
«Σε διαιωνίσαμε Μητέρα
θα μου μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:
δώσαμε στα παιδιά μας τ' Όνομά σου.
Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.
Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου».
Συνεχίζει η Τοπάλη:
«Ο χείμαρρος των επαίνων που δέχεται τελευταία η ποίησή της δεν υπόκειται στη γνωστή ελληνική συνθήκη, κατά την οποία οι φίλοι επαινούν τον φίλο, η παρέα τον κολλητό της κλπ. Γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση σωστό μπεστ-σέλερ, που τα κατάφερε, μάλιστα, σχεδόν «από μόνη της» να διαδοθεί και να αγαπηθεί, κι η κριτική βεβαίως υποχρεωτικά ακολούθησε την επιτυχία λαχανιάζοντας.
Είναι λοιπόν το έργο της Δημουλά ο Χάρυ Πότερ της ελληνικής ποίησης; Κι αν ναι, οφείλει τότε η «σοβαρή» κριτική να ακολουθήσει τη στάση του πατριάρχη Harold Bloom απέναντι στην J. K. Rowling και να την απαξιώσει»;
Εδώ έχουμε φτάσει στην Ύβρη. Επειδή διαβάζεται η Δημουλά, να συγκρίνεται με την Rowling και τις ευφάνταστες ανοησίες τού Χάρυ Πότερ. Και να ζητά από την κριτική να την απαξιώσει. Έλεος.
Συνεχίζει η Τοπάλη :«Ας είμαστε ειλικρινείς: με όλες τις αδυναμίες της, η Δημουλά δεν είναι ούτε ποιητικό Άρλεκιν ούτε ανάγνωσμα κλιμακτηρίου: είναι μια έξυπνη ποιήτρια και μια αληθινή δημιουργός. Διάλεξε βέβαια να κατοικήσει στην ευκολία και το δήθεν άνετο ύφος τού ίδιου συρμού που στα ταπεινότερα βαγόνια του φιλοξένησε άλλοτε μια Έλενα Ακρίτα (στο αξέχαστο «Κλαμπ των νέων» τού παλιού Ταχυδρόμου) και στη συνέχεια την αείμνηστη (έντυπη και τηλεοπτική) Μαλβίνα, ενώ στη διακεκριμένη θέση συνταξιδεύει η εθνικών προδιαγραφών Λίνα Νικολακοπούλου. Όλες τους γένους θηλυκού, καλλιέργησαν μια θεατρινίστικη παραδοξολογία στην έκφραση, ίσως ως δρόμο χειραφέτησης από αλλοτινά καθεστώτα μιας, αναμφίβολα αρσενικής, ελιτίστικης σοβαροφάνειας. Όπως κάθε «εκδίκηση της γυφτιάς», για να θυμηθούμε το εμβληματικό μουσικό άλμπουμ της δεκαετίας τού 80, το στυλ τους δεν άργησε να επικρατήσει, για να περάσει γρήγορα, μεταλλαγμένο πλέον και απελπιστικά ευτελισμένο, στα χέρια τής πλέον χαμηλού επιπέδου δημοσιογραφίας και τηλεπαρουσίασης. Κι αν ολισθαίνει, ωστόσο, κάποτε η Δημουλά στον λαϊκισμό, «μιας χαμηλοτάβανης εσωτερικής πατριδογνωσίας» (με πονηριά προβλέπει πάντως την πιθανή επίκριση και προσπαθεί να την προλάβει στο εναρκτήριο ποίημα της τελευταίας συλλογής της), οφείλει καλόπιστα η κριτική να τής το επισημαίνει, να τής θυμίζει τον καλύτερό της εαυτό».
Κατά την ποιήτρια λοιπόν για το «δήθεν άνετο ύφος του συρμού » τής Δημουλά έχουν παίξει το ρόλο τους η Ακρίτα, η Μαλβίνα, και η Νικολακοπούλου. Μακάρι αυτές οι τρεις να είχαν δώσει το ύφος τού συρμού τής Ελληνικής πραγματικότητας τών μίντια. Για την Ακρίτα δεν γνωρίζω τα μεμπτά της στον Ταχυδρόμο. Η Μαλβίνα ήταν ένα σπάνιο χαρισματικό πρόσωπο, και την Νικολακοπούλου προσωπικά την εκτιμώ, ξέροντας μόνο την στιχουργική πλευρά της. Η ζήλεια για την αποδοχή κάποιου είναι κακός σύμβουλος.
Ας δούμε τώρα τα γραφόμενα μιας άλλης κατηγόρου τής Ζωής Χαλιδιά με τον τίτλο: «H ανυπόφορη ποιητική επανάληψη της κυρίας Κικής Δημουλά »
Επειδή, αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ ο λίβελλός της έχει λογοτεχνικές χάρες θα παραθέσω ολόκληρο το κείμενο:
«Η κυρία Δημουλά αποδείχτηκε τελικά ότι είναι ικανή να κλαίει μόνο για έναν καθρέφτη, όπου σε αυτόν τον καθρέφτη βλέπει το είδωλό της. Είναι ερωτευμένη με τον εαυτό της. Δεν με ενδιαφέρει αν η κυρία Δημουλά ξέρει να ζυμώνει με κόμπους στο λαιμό το συναίσθημά της, αν ξέρει να πλάθει με τρυφερότητα τις λέξεις, αν ξέρει να τακτοποιεί λυρικά τις αράδες της, την μία δίπλα στην άλλη. Δεν με ενδιαφέρει αν εν ολίγοις πλάθει κουλουράκια με τα δυο χεράκια και τα εναποθέτει ως προσκυνητής στη λογοτεχνική λαμαρίνα. Με ενδιαφέρει ότι το "Ενός λεπτού μαζί" που έγραψε, κρατά μια ζωή, αποδεικνύοντας ότι όλη της η τέχνη είναι η επιτομή της ομφαλοσκόπησης. Βεβαίως δικαίωμά της να βυζαίνει το σύμπτωμά της, δικαίωμά της να γράφει και να ζει όπως αγαπά, αλλά από τη στιγμή που για μία ακόμα φορά βραβεύεται και από τη στιγμή που για μία ακόμη φορά δίνει συνέντευξη, δικαιούμαι κι εγώ να βγω να πω ότι: βαρέθηκα την ποίηση της κυρίας Δημουλά. Δεν αντέχω άλλο τις αποσιωπητικές της εικόνες, δεν αντέχω άλλο τις λυπημένες φράσεις της, τις εαρινές της διαθέσεις. Δεν αντέχω άλλο το καθώς πρέπει συναισθηματικό της αντιμάμαλο, με κούρασε η λογοτεχνική της μονοτονία. Δεν αντέχω άλλο η επόμενη στροφή, η επόμενη αράδα να με βγάζει πάντα στον ίδιο δρόμο. Επιτέλους, στην ηλικία της, η κυρία Δημουλά όφειλε να έχει κατεβεί έστω και μια φορά στο κέντρο της ζωής, και να έχει, έστω και μία φορά, λερώσει τις λέξεις της με τα κάτουρα των εξαθλιωμένων ανθρώπων και όχι να τις εμποτίζει μονάχα στα ροδόνερα των σιωπηλών ερώτων της και στην αρμύρα των δακρύων της. Επιτέλους, στην ηλικία της, η κυρία Δημουλά θα έπρεπε να έχει καταδεχτεί, έστω και μία φορά, να συναναστραφεί και άλλους πόνους πέραν των δικών της, να έχει στριμωχθεί με ανθρώπους που δεν τους κούρασε πολύ η Κυριακή αλλά η φτώχεια, η ανεργία, η φυλακή - η πρέζα ίσως; Επιτέλους, σαν τους μεγάλους ποιητές, έστω μια φορά, ας είχε "γλύψει με τη γλώσσα των πλακάτ τις φθισικές ροχάλες"*.
»Εκείνο πάντως που πυροδότησε την διάθεσή μου να πω ότι πλέον βαριέμαι την ποίηση της κυρίας Δημουλά ήταν οι παντελώς άνοστες και χωρίς δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις που της έθεσε ο κ. Γιάννης Μπασκόζος, για την εφημερίδα Το Βήμα. Εκεί συνειδητοποιήσα ότι η ποιήτρια είναι γυμνή. Ή μάλλον κενή περιεχομένου. Καμία σπιρτάδα στις απαντήσεις της, κανένα φως, τίποτα. Και την ίδια ώρα, επιμελώς σιωπά για τα σημαντικά και απλώς ονοματίζει τα κακώς κείμενα. Οι απόψεις της είναι όπως η ποίησή της: ανώδυνες. Διαβάζονται όπως και οι ποιητικές της συλλογές, δίπλα στο τζάκι, με ένα σαλάκι ριγμένο πάνω στα γόνατα ή στους ώμους. Η κυρία Δημουλά αποδείχτηκε τελικά ότι είναι ικανή να κλαίει μόνο για έναν καθρέφτη, όπου σε αυτόν τον καθρέφτη βλέπει το είδωλό της. Είναι ερωτευμένη με τον εαυτό της. Κι ο Μαγιακόφσκι ποίησε για τον έρωτα αλλά όταν το έκανε μεγαλούργησε, δεν έκατσε να μαλάξει τις λέξεις. Τις πυρπόλησε! Βεβαίως ο Μαγιακόφσκι στο τέλος τίναξε και τα μυαλά του στον αέρα ως ποιητής που ήταν, ενώ η κυρία Δημουλά, ως αυτό που είναι, απλά έκατσε και της έζεψαν στο λαιμό ένα ακόμα χαϊμαλί επιβράβευσης, με τον τίτλο Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
* Στίχος τού Μαγιακόφσκι
Οι επισημάνσεις είναι δικές μου.
Ζωή Χαλιδιά: Επικοινωνιολόγος, υπεύθυνη μέχρι προ τίνος για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις τού Τσίπρα, στα social media, αλλά και άνθρωπος ειδικών αποστολών. (Βλέπε γάτα τών Ιμαλαΐων)
Η κυρία λοιπόν Ζωή Χαλιδιά εγκαλεί την Δημουλά και τής υποδεικνύει ότι «πρέπει να λερώσει τις λέξεις της με τα κάτουρα τών εξαθλιωμένων ανθρώπων , να συναναστραφεί και άλλους πόνους πέραν των δικών της».
Το να μην τις αρέσουν οι λυπημένες φράσεις, οι σιωπηλοί έρωτες τής Δημουλά , είναι δικαίωμά της. Από που όμως αντλεί το θράσος η Κα διαφημίστρια, να αποφαίνεται τι πρέπει να κάνει ένας μεγάλος ποιητής; Από τα Ζντανοφικά κατάλοιπα για τα οποία είναι μία από τους λίγους κληρονόμους που απόμειναν; Νόμιζα πως όλοι είχαν πεθάνει. Με το ίδιο θράσος πρίν 80 χρόνια άλλοι Ζντανοφικοί κριτικοί κάνοντας κριτική στο έργο του Καρυωτάκη δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, από την οποία δεν είχαν καταλάβει τίποτα για το υπαρξιακό του αδιέξοδο, με το οποίο πυρπόλησε τα τελευταία γραπτά του και σφράγισε με τον θάνατό του· δεν είχαν καταλάβει τίποτα, και τον εγκαλούσαν για το ότι η απαισιοδοξία της ποίησής του και ο τραγικό του τέλος οφειλόταν στο ό,τι δεν είχε συμπορευθεί με το λαϊκό κίνημα, το οποίο έλυνε μέχρι και τα προβλήματα ύπαρξης. Έχω γράψει σχετικά: Ο καρυωτάκης και η Αριστερά (Link) Και γιατί εγκαλεί τη Δημουλά να συναναστραφεί πόνους και άλλων ανθρώπων, χωρίς κατ᾿ ανάγκη αυτό να είναι υποχρέωση ενός μεγάλου ποιητή, και δεν εγκαλεί τον υπό την προστασία της μέχρι προ τίνος Τσίπρα και το κόμμα του, οι οποίοι είναι χωρίς δεύτερη σκέψη υπεύθυνοι για τις σφαγές τών ζώων να κατέβουν και να συναναστραφούν με τους πόνους τους, να ακούσουν τις κραυγές τους την κάθε μέρα που σφαγιάζονται κατά χιλιάδες; Που ήταν χωμένη η ευαισθησία της όταν η κυβέρνηση Τσίπρα ψήφιζε τούς νόμους τής σφαγής τών ζώων με τις θρησκευτικές ανοησίες βαρβαρότητας, ΚΟΣΕΡ και ΧΑΛΑΛ χωρίς αναισθητοποίηση, (οχι βέβαια ότι στα άλλα κάνουν αναισθητοποίηση), οι οποίοι μάλιστα είναι παράνομοι κατά το Ελληνικό Σύνταγμα και το Ν.1197/81. Μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα βάρβαρα θρησκευτικά βίτσια Εβραίων και Μουσουλμάνων.
Α, ξέχασα στη Κα επικοινωνιολόγο "ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι" όταν διάβασε τις απαντήσεις που έδωσε η Δημουλά στο Μπασκόζο, που εκεί «συνειδητοποιήσα ότι η ποιήτρια είναι γυμνή. Ή μάλλον κενή περιεχομένου» . Σα δεν ντρέπεσαι λέω εγώ. Σε παραπέμπω λοιπόν Κα Χαλιδιά να διαβάσεις τα πεζά: "Φιλοπαίγμων Μύθος" και "Έρανος σκέψεων", Πασιονάρια τού γλυκού νερού;
Η γλώσσα, αυτό το ελιξήριο τής νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.
από το βιβλίο "Έρανος Σκέψεων..."
Άγνοια, άγνωστο, αναπόδεικτο, ανεπαισθήτως, απόγνωση, ανεπίστρεπτο, απουσία, αυτογνωσία, αυτοσυντήρηση, γλώσσα-έκφραση, διάψευση, εγκαρτέρηση, ενοχή, ερημία, έρωτας, ζωή, θάνατος, κενό, μνήμη, μάταιο, ουτοπία, προαίσθηση, προδοσία, φαντασίωση, φθορά, φωτογραφία, είναι τα υλικά τής ποιητικής της κουζίνας, για υπέροχα εδέσματα .
Πριν από μερικά χρόνια είχα προσπαθήσει στο ΟneNote να κατατάξω τα ποιήματα τής Δημουλά όχι κατά τις συλλογές στις οποίες ανήκαν ή χρονολογικά, αλλά με το κυρίαρχο κατά την δική μου αίσθηση αίσθημα που επικρατούσε στο ποίημα, ή την επικρατούσα συναισθηματική κατάσταση, γιατί το κάθε ποίημα το άρδευαν πολλά περισσότερα. Η εργασία έμεινε ημιτελής, και εδώ έτσι για να δοκιμαστώ, χωρίς τωρινή επέμβαση θα τα εκθέσω για να εκτεθώ και γω και ίσως αργότερα τη συμπληρώσω..
Πριν από μερικά χρόνια είχα προσπαθήσει στο ΟneNote να κατατάξω τα ποιήματα τής Δημουλά όχι κατά τις συλλογές στις οποίες ανήκαν ή χρονολογικά, αλλά με το κυρίαρχο κατά την δική μου αίσθηση αίσθημα που επικρατούσε στο ποίημα, ή την επικρατούσα συναισθηματική κατάσταση, γιατί το κάθε ποίημα το άρδευαν πολλά περισσότερα. Η εργασία έμεινε ημιτελής, και εδώ έτσι για να δοκιμαστώ, χωρίς τωρινή επέμβαση θα τα εκθέσω για να εκτεθώ και γω και ίσως αργότερα τη συμπληρώσω..
ΑΓΝΟΙΑΣε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα απ᾿ τη δική μας σάρκα να μην πάρει. Απαγορευτική να σμιλευτείς σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση, μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη στη δική μου ανθηρότητα και δύναμη. Το ένα σου χέρι σου χέρι σμιλεύτηκε χτένα στ᾿ ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο: ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά, στην απαγορευμένη γονιμότητα ― δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα. Υπεύθυνα Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν, ποτέ να μη σε πάρει ο ύπνος, ποτέ να μη σου μάθει όνειρο τι δεν πραγματοποιείται. Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων, μη και τα κόψουν χέρια μισανθή. Αχ, αγάλματένια μου επιστάτισσα, άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις να σου μάθει το όνειρο τι δεν πραγματοποιείται: δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη, ούτε καν ποιητής που να μπορέσει τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου μανιακά να αφανίσουν. ΤΑ ΜΙΣΑΝΘΗ ΧΕΡΙΑ (Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβούργου- Παρίσι). από τη συλλογή " ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981 |
ΑΓΝΩΣΤΟΚάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια κι εντούτοις ήδη κουρασμένα γιατί δεν είναι τα φτερά, άμπωτη, εύνοια και προνόμιο, ρωτούν εμένα, ποιόν εμένα, που είν᾿ το πλησιέστερο κλαδί για να ακουμπήσουν. Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ που είν᾿ το Πλησιέστερο ότι έχει και βαθμό συγκριτικό το ανύπαρκτο Πλησίον, θα ᾿τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ, όλο και απαραχώρητο, και ας ψόφαγαν πουλάκια δίκια και προτεραιότητες κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο. Ας πάνε τα πουλάκια τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν ν᾿ ακούσουν ο,τι είπε και σ᾿ εμένα όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη τη ρώτησα που είναι ν᾿ ακουμπήσω το πλησιέστερο κλαδί. Δε είμαστε καλά είχε καγχάσει η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ που είν᾿ το Πλησιέστερο θα ᾿τρεχα να το πιάσω πρώτη, όλο και απαραχώρητο, κι ας ψόφαγες εσύ γιατί το πλησιέστερο κλαδί είναι ο θάνατός σου η ζωή μου. "ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ" από "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981 |
ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟΚύριε γνωρίζω
σκαμμένους δρόμους ξανασκάβω, πριν από μένα έκυψαν βαθύτερα πολλές εξερευνήτριες αγωνίες. Ακλόνητη η βασιλεία του αναπόδεικτου (μεγάλος συκοφάντης σου, μα και υποστηρικτής σου) Ψάχνω μήπως η πίστη μας σ᾿ εξώθησε να γευτείς το χυμώδες αξίωμα του Υπαίτιου, για ν᾿ αποδυναμώσει κάπως το Ανεξήγητο. Ενεπλάκης ή όχι στης παντοδυναμίας το ολίσθημα, πάντως μένει γραμμένο στα παμπάλαια αυθεντικά ευαγγέλια του τρόμου μας, τι αμοιβή υπέρογκη ζητάς για την αθανασία σου: τη θνητότητά μας. Άραγε τι τον θες το θάνατό μας να σου φυλάει τι, δεμένος έξω απ᾿ τ᾿ όνομά σου, τι, που φοβάσαι μην σ᾿ το κλέψει η νόησή μας. ............................................................................. Σκάβω, μήπως δεν είσαι τόσο άθεος. Μη στάθηκες κι εσύ πρόωρος αισιόδοξος σαν όλους: έπλασες τον κόσμο πριν χρειαστεί να κλάψεις. Λίγο σε αθωώνει αυτή η σκέψη. Όπως αθωώνει προς στιγμήν το φεγγάρι μόλις φανεί, την τόση σκοτεινότητα τριγύρω. Σχεδόν την εξυμνεί. "ΑΘΩΟ ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟ" από τη συλλογή "ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ" 1988 |
ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΩΣΜε συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη πηγαίνουμε κι οι δυο μας προς τα εκεί. Παλαιά σχέση ψυχραμένη. Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων που διαλύονται. Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι. .............................................................................. Είμαι στα ίχνη μιας βροχής. Περίεργης. Σα να έβρεχε είναι· άλλοτε. Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ᾿ τη βεβαιότητα σχεδόν κρυφά από την ίδια τη βροχή. ............................................................................. Απόρρητα βρέχει. Σα να ᾿ναι εμπιστευτικό το φανερό. Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας― πάντα τελευταίες το μαθαίνουν· από τις συνέπειες που το γνωρίζουν εξ αρχής. Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε. Σα να ᾿ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο. Πάντα τελευταία το μαθαίνει ― απ᾿ τη νεότητα των άλλων. Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε; Κρυφό το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας. Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων. Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι. "ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΩΧΡΟΤΗΤΑ" από τη συλλογή "ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ" 1988. |
ΑΠΟΓΝΩΣΗ1ο Διατίθεται απόγνωσις εις αρίστην κατάστασιν, και ευρύχωρον αδιέξοδον. Σε τιμές ευκαιρίας. Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον έδαφος πωλείται ελλείψει τύχης και διαθέσεως. Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς. Πληροφορίαι: Αδιέξοδον Ώρα: Πάσα. "ΑΓΓΕΛΙΕΣ" από τη συλλογή "ΕΡΗΜΗΝ" 1958 2ο ......................................................... Πολύ δυνατός αέρας. Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη από τη χρονοστήλη και θα τη σπάσει. Ξερογλείφεται η θραύση. Σφοδρός αέρας για έναν κόσμο που παίρνεται με το παραμικρό. Τον συγκρατεί το σπαγγάκι της γέννησης μόνο κι ενός θανάτου η κλωστούλα. Παρτός κόσμος. Όσα βαρίδια κι αν του βάλαμε, μέλλον και σθένος κουδουνίστρες του έρωτα ορειχάλκινες λέξεις θεούς επιούσιους ........................................................................ λήθες ογκολιθικές μνήμες ανοξείδωτες πήλινα ενδεχόμενα πίστη που χαμογελάει ― ίδια απ᾿ όποιο σημείο κι αν την κοιτάξεις, σαν την Τζοκόντα ― μέτρα και αμετροέπειες ― βαρίδια και τα δυο―, παρτός είναι. Επομένως θα πάρει κι εμένα, που παρτή είμαι και δεν με κρατάει κανένα κρατήσου πάνω μου. Ας με πάρει. Παρά να με πάρει ο χρόνος, καλύτερα να με πάρει ο άνεμος. "Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ" από τη συλλογή "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981 |
ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΠαρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ᾿ αποκεφαλισμένα περιβόλια να δω την ευωδιά της ρίγανης σκλάβα σε ματσάκια. Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων βρίσκεις το πράσινο εύκολο σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια. Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα με την κομμένη γλώσσα των καρπών ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωαση στις κιτρινιάρικες παρειές μιάς μέσα βουβαμάρας. Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε. Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά πως το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο που έχει η εκλογή σου. Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή. Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες. Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες. Το πολύ ν᾿ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια. Για εξοικείωση. Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια. "ΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ" από τη συλλογή " Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ" 1994 |
ΑΠΟΥΣΙΑ1ο
............................................................................ Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο. Στη γη εδώ και εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο. Η ίδια φροντίδα για τους νεκρούς και για τους σπόρους. Η γη αναρριγεί. ας πούμε πως υπάρχεις. Στις Μυκήνες επιφωνήματα και τάφοι Πέτρα βασανισμένη από τη φήμη. Πάθη από τζάκι και γι᾿ αυτό αξιοθύμητα. Στα δικά μας τα πάθη δεν θα ᾿ρθει κανείς επισκέπτης, τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα. Ας πούμε πως υπάρχεις. ........................................................................ Αφήσαμε τα διφορούμενα και μπήκαμε σε καλαμιές, σε λεμονιές και κυπαρίσσια. Εικόνα οπωροφόρα-σε ποτίζω. Ας πούμε πως υπάρχεις. Μακριά στην ανηφόρα κοντανασαίνει ένας μαύρος σιδηρόδρομος. Σαν γλιτωμός που ξεκουρδίστηκε. ας πούμε πως υπάρχεις. Όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα, όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα. Περιττά. Εκδρομή "ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ" από " ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 2ο
Μίλα. Πες κάτι, οτιδήποτε. Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία. Διάλεξε έστω κάποια λέξη, που να σε δένει πιο σφικτά με την αοριστία. Πες: «θα δούμε» «αστάθμητο» «βάρος». Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου .......................................................... Πες κάτι . Πες «βάρκα», που βουλιάζει αν την παραφορτώσεις με προθέσεις. Πες «στιγμή» που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται, μην τη σώζεις, πες «δεν άκουσα». Μίλα. Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους, έχουν τους ανταγωνισμούς: αν κάποια απ᾿ αυτές σ᾿ αιχμαλωτίσει, σ᾿ ελευθερώνει άλλη. Τράβα μια λέξη απ᾿ τη νύχτα στην τύχη. Ολόκληρη νύχτα στην τύχη. πες «ελάχιστη» που σ᾿ αφήνει να φύγεις. Ελάχιστη αίσθηση, λύπη ολόκληρη δική μου. Ολόκληρη νύχτα Μίλα Πες «αστέρι», που σβήνει Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη Πες «πέτρα», που ᾿ναι άσπαστη λέξη. Έτσι, ίσα ίσα, να βάλω έναν τίτλο σ᾿ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια. "Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ" από " ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 |
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ1o Με γυροφέρνει η Άνοιξη, αλλά εγώ άλλη φορά πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ. Ας μοιάζει μ᾿ οτιδήποτε το σούρουπο. Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες. Τα όνειρα που είδα αποδειχτήκαν ανυπόληπτα: πήγαν και μ᾿ άλλους ύπνους. Όχι, δεν παίρνω άλλες διαταγές. Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε ταξίδευα και όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε περίμενα. Όχι, δεν παίρνω άλλες διαταγές. Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη. Μια νερατζιά με κοίταξε με διάθεση υπόπικρη, και μου ᾿κλεισε το δρόμο μια μυρωδιά επιστροφής. Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη: για να μου δώσει ένα Μάιο παλιό, μαζί και με τις νερατζιές, ...................................................................... μου παίρνει ένα μέλλον. από τις "ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ" Από το "ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 2ο Μ᾿ έκλεισε μέσα η βροχή και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες. Όμως που ξέρω αν αυτό είναι βροχή ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης; Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη, αυτό βροχή αυτό δάκρυα. Στεγνή στέκομαι ανάμεσα στα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα, κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα: βροχή ή δάκρυα, έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε, εσύ η αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς τού τελευταίου φύλλου. Το κάθε τελευταίο, τελευταίο τ᾿ ονομάζω. Και μεγάλωσα πολύ για να είναι αυτό αφορμή δακρύων. Και μεγάλωσα πολύ για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει κι όταν δεν βρέχει άλλο. Σταγόνες για όλα. Σταγόνες βροχής ή δάκρυα. Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου. Εγώ ή μνήμη, που να ξέρω; Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους. Βροχή ή δάκρυα. Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς τού τελευταίου φύλλου. "ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΟΝ ή" από "ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" |
ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
1o
Θα πρέπει να ᾿ταν άνοιξη γιατί η μνήμη αυτή υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται. Εκτός εάν η νοσταλγία, από πολύ βιασύνη, παραγνώρισ᾿ ενθυμούμενο. Μοιάζουνε μεταξύ τους όλα όταν τα πάρει ο χαμός. Αλλά μπορεί σωστή να είναι η μνήμη και να ᾿ναι ξένο αυτό το φόντο, να ᾿ναι οι παπαρούνες δανεισμένες από μιαν άλλη ιστορία, Δική μου ή ξένη. Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση. Από φιλοκαλία και έπαρση. Όμως θα πρέπει να ᾿ταν άνοιξη γιατί και μέλισσες βλέπω και πετούν γύρω απ᾿ αυτή τη μνήμη, με περιπάθεια και πίστη να συνωστίζονται στον κάλυκά της. Εκτός αν είν᾿ ο οργασμός νόμος του παρελθόντος, μηχανισμός του ανεπανάληπτου. Αν μένει πάντα κάποια γύρις στα τελειωμένα πράγματα για την επικονίαση της εμπειρίας, της λύπης και της ποίησης. "ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ" από "ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 2o Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων. Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει ― έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ανώφελου. Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ο,τι έχει πεθάνει. Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής φωτογραφίας που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της: νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; Θα πεις και που δεν ήταν τότε θάλασσα. "ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ" από τη συλλογή "ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ" 1988. |
3o
Σε διαιωνήσαμε Μητέρα θα μου μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου: δώσαμε στα παιδιά μας τ᾿ Όνομά σου. Αγνώστους προμηθεύουνε στο Άγνωστο τα Ονόματα. Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομα μου. Το σώμα μου, για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε, φορούσε κι άλλο όνομα αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο. ...................................................................... Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του. Ονόματα ξόρκια να μη σε πιάνει το κακό μάτι της ευκολίας: η μια πληγή την άλλη μου πληγή να μην την αντιγράφει, η κάθε μια δικό της να χαρίζει αγιάτρευτο. Ξιόρκια, για να μπορώ από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω το απόλυτο, χοντρό σκοινί. Ραβδοσκόποι ονόματα, που έβρισκαν σε βάθος ποιο, πηγάζω αληθινή και με διατάζανε γίνε. .................................................................. Δεν ξέρει τίποτε απ᾿ αυτά το Όνομά μου. Είναι απλά μια ηχομόνωση, να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του. .................................................................... ΚΙ αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα, θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει, να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα πίσω από το πρόσχημα - Όνομά μας, που μια ζωή κρατάει τσίλιες ενώ αλλού το εργο παίζεται. Στέκει εκεί σαν υδρορόη σε μέρος που δεν βρέχει. Αγνώστους προμηθεύουνε στο Άγνωστο τα Ονόματα. "ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ" από τη συλλογή "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981 |
ΓΛΩΣΣΑ
1ο
Τακ τακτάκ δεν είναι ράμφη πεινασμένων αισθημάτων στο τζάμι. Της δυστοκίας είναι νευρικός βηματισμός στης γραφομηχανής τα πλήκτρα. Χτυπώ αλλά δεν κρούομαι. Όλα σαν να ᾿χουν λυτρωθεί από το μόχθο να θέλουν να ειπωθούν. Μου κρύβονται, θα με μισούν οι λέξεις. Τούς έδωσα μια φορά να δοκιμάσουν κι από τότε τούς έγινε συνήθεια να λυπούνται. Χτυπώ τυφλά, φυτεύω σκόρπια γράμματα εδώ το φι που το αφαιρώ με φόβο από τη φυσαλίδα μη μου σπάσει εκεί τα σίγμα με χίλια βάσανα με το τζιγκέλι της το παίρνω τής σιωπής. Ύψιλον τι αρχίζει από Ύψιλον Ύστερα, ολιγομίλητο το Ύστερα τι αρχίζει από άλφα η ήττα τι τελειώνει σε όλα τα γράμματα η μέρα. Το μακρόν όνειρο προ του βραχέος χρόνου τι κάνει οξύνεται ή περισπάται; Χτυπάω σκόρπια γράμματα κάνω λιτανείες με φωνήεντα μήπως και μου συγχωρεθεί η ανομβρία και προβάλλει επιτέλους η Νυμφία λέξη πάνω στο γαϊδουράκι της. Από μια λέξη ευλογημένη μπορούν να χορτασθούν πεντακισχίλιοι. Τίποτα. Όσο κι αν ευλόγησα τον άρτον έμεινε τόσος ακριβώς όσος καταναλώνουμε στο σπίτι ημερησίως. "ΔΙΟΝΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΙΡΟΥ" από τη συλλογή " Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ" 1994 2ο
Ο,τι λες στην πένα το γράφει. Σκέπτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις. Μερικά τα αποσιωπάς. Όχι πως είσαι υποκριτής αλλά λιγάκι σα να ντρέπεσαι που είναι τόσο λίγα και σα να κομματιάζεσαι τόσα πολλά που είναι. Με αφοσίωση σε ακούνε οι λέξεις σε αντιγράφουν και η πένα διψασμένη ρουφάει όσο μελάνι αφήνουν πίσω τους - σαν τις σουπιές – τα συνταρακτικά θολώνει η σύλληψή τους. Όπως σού υπαγόρευσε η μοίρα να τα ζήσεις γραμμένα σε δικό της απορροφητικό χαρτί έτσι ακριβώς κι εσύ τα υπαγορεύεις στην άγνωστη ποιότητα τού μέσου που διαθέτεις. Καμιά φορά όταν η πένα μπάζει κρύο γιατί οι προφυλάξεις έχουν πετσικάρει απ᾿ των δεινών την παλαιότητα λίγο παραμορφώνεις την εικόνα - αίσθημα που δριμύ χειμώνα δρέπει το στρέφεις να μαζεύει χαμομήλια και κάπως έτσι γλυκαίνει του κειμένου ο καιρός. Όλα ετούτα και άλλα μαζί τα παίρνει φεύγοντας ο χρόνος σα να ῾τανε δικά του. Κάποια στιγμή τού τα ζητάς τ᾿ ανοίγεις θέλεις να δεις εάν θυμάται το χαρτί όσα τού υπαγόρευσες γιατί ακόμα και τής άψυχης εγγύησης η μνήμη με τον καιρό κι αυτή αδυνατίζει. Ταράζεσαι χλωμιάζεις βλέπεις να ῾χουν γραφτεί πράγματα που δεν είπες τον εαυτό σου αγνώριστο κι οι πράξεις του θρασύδειλες να ενοχοποιούν άλλων την προδοσία ενώ η δική σου σε ανύψωση να θριαμβεύει ως θύμα κι άλλα κι άλλα τερατώδη, επονείδιστα που και νεκρός να είσαι ντρέπεσαι να τα πεις με το γυμνό όνομά τους. Φρίττεις κι ερμηνεύεις πως όλα είναι βγαλμένα τάχα απ᾿ της γραφής το άρρωστο μυαλό. Σε λιγοστεύει σε ταπεινώνει να παραδεχτείς πως όλ᾿ αυτά τα ανίδεα που γράφουμε γνωρίζουνε για μας περισσότερα και πιο αβυσσαλέα απ᾿ όσα μισοξέρουν όσα ζήσαμε. ΕΠΩΔΥΝΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ από τη "ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ" |
3ο
Στον κόσμο σου δε μ᾿ έφερες εσύ. Κύτταρο άστοργο με έδιωξε απ᾿ τον δικό του κόσμο γιατί ήτανε πολύτεκνο. Και μ᾿ έστειλε σε σένα τάχα ότι διδάσκεις δωρεάν τεχνάσματα και τέχνη επιδέσεως πληγών πως θεραπεύεις την παραίτηση με μόσχευμα κομμάτι αφαιρώντας από τον μηρό της ήττας ώστε να βελτιώνεται τών λέξεων η ζωή. Τίποτα δε με δίδαξες. Νυχθημερόν με έβαζες να ψάχνω δίχως να ξέρω τι, δίχως να λες αν κάτι άλλο χάθηκε απ᾿ όσα έχουν χαθεί. Να λύνω άνθρωπο μού ανέθετες με πράξεις που βασίζονταν σε κινητούς κανόνες κι έβγαινε μετατόπιση σκληρή λάθος η επαλήθευση σωστά τα μπερδεμένα. Έστρωνα ράγες κάρφωνα τονισμούς για να ῾ναι ασφαλής η κύλιση τών στίχων μάθε με, σε ικέτευα, πως να στερεώνω επιβάτες και συ μού απαντούσες αρκεί να τούς εφεύρεις. Η μόνη στέρεη μέθοδος. Τα μυστικά σου τα ῾σερνες στον κόρφο σου ραμμένα και μόνο με τού νου κρυφοκοιτάγματα αντλούσα ήχους και διάταξη νερού δίπλα στη δίψα. Ανιχνευτή δε μου ῾δωσες. Μόνη μου κατασκάφτηκα σκάβοντας και αθώους σε μέγα βάθος ζώντων και νεκρών περιπλανιόμουν να χάνομαι εγώ κι εκείνους να τους χάνω. Έφευγες κάθε τόσο μην αφήνοντας ούτε μια λέξη κάτω απ᾿ το χαλάκι της εξώπορτας και με εξώθησες να κλέβω αντικλείδια από περιφερόμενους λωποδύτες στίχους για να μπω. Και ποια η αναγνώριση. Γύρισα μια μέρα απ᾿ τη σπορά και βρήκα στο δρόμο πεταμένη την οικοσκευή μου και όσα είχα επί χάρτου ακουμπήσει τα έκανες του διωγμού μου περιτύλιγμα και αιτιολόγησή του. Άστεγη περιφέρομαι κλειστές οι πόρτες αγνώμονες οι επιβάτες που στερέωσα καμώνονται ότι δεν είναι μέσα. Μέσα είναι. Αλλού, απ᾿ τούς αγάπησα, δεν έχουν που να πάνε. Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα. Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω κι από το βάθος βάθος μου απαντά μια αγριοφωνάρα πως έχουνε γραφτεί. "ΑΓΡΙΟΦΩΝΑΡΑ" από τη "ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ |
ΓΥΝΑΙΚΑΌλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν. Στολίζεις κάποιο πάρκο. Από μακριά εξαπατάς. Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθίσει να θυμηθείς ωραίο όνειρο που είδες, πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις. Από κοντά ξεκαθαρίζει τ᾿ όνειρο: Δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου μ᾿ ένα σχοινί μαρμάρινο κι η στάση σου ᾿ναι, η θέλησή σου κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις την αγωνία τού αιχμάλωτου. Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη. Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου, ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα. Δεμένα είναι τα χέρια σου. ............................................................................ Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω σε λέω γυναίκα. "ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ" από ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ |
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΑπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα, δεν έλυσα κανένα. Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν πλάι στα παιδικά μου χρόνια: Έχω ένα βαρελάκι που ᾿χει δυο λογιών κρασάκι. Το κράτησα ως τώρα αχάλαστο ανεξήγητο, γιατί ως τώρα δυο λογιών κρασάκι έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν. Συμβίωσα σκληρά μ᾿ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει και δεν τον ρώτησα ποτέ ποιας φωτιάς γιος είναι, σε ποιο θεό ανεβαίνει και μού φεύγει.* Δεν τού λιγόστεψα τού κόσμου τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του, τού ανάθρεψα τού κόσμου το μυστήριο με θυσία και με στέρηση. Ο,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση, έτσι το δέχτηκα και έτσι το αποχωρίστηκα: με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση. Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. Άφησα να μην ξέρω πως λύνεται ένα χθες, ένα εξαρτάται το αίνιγμα τών ασυμπτώτων. Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι. Ούτε και εσένα σε παρέσυρα στο φως να σε διακρίνω. Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου. Κι αν ρώτησα καμιά φορά πως λύνεσαι, πηγή αν είσαι ή κρήνη, θα ᾿ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα που, Πηνελόπες και όχι, μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού για να δοξάζεται το αίνιγμα πως μένουμε αξεδίψαστοι. Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Αναμάρτητη, αξεδίψαστη. Στο αίνιγμα του θανάτου πάω ψυχωμένη** . * Αναφορά στον Άθω Δημουλά. **( για το τελευταίο: και τα ποιήματα λένε ψέμματα Δήλωση της Κικής Δημουλά στη Βίκυ Φλέσσα) "ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ" από "ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 |
ΔΙΑΨΕΥΣΗ
ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗΣου είπα:
-Λύγισα. Και είπες: -Μη θλίβεσαι. Απογοητεύσου ήσυχα. Ήρεμα δέξου να κοιτάς Το σταματημένο ρολόι. Λογικά απελπίσου πως δεν είναι ξεκούρδιστο, ότι έτσι δουλεύει ο χρόνος ο δικός σου. Κι αν αίφνης τύχει και σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης, μη ριψοκινδυνεύσεις να χαρείς. Η κίνηση αυτή δεν θα ᾿ναι χρόνος. Θα ᾿ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες. Κατέβα σοβαρή, νηφάλια αυτοεκθρονήσου από τα χίλια σου παράθυρα. Για ένα μήπως τ᾿ άνοιξες. Κι αυτοξεχάσου εύχαρις. Ο,τι είχες να πεις, για τα φθινόπωρα, τα κύκνεια, τις μνήμες, υδρορροές των ερώτων, την αλληλοκτονία των ωρών, των αγαλμάτων την φερεγγυότητα, ο,τι είχες να πεις γι᾿ ανθρώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν, το είπες. "ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ" από ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Το ποίημα θυμίζει το "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον" τού Καβάφη μεταφερμένο σε ψυχικά Τοπία. |
ΕΝΟΧΗΜού φαίνονται απόψε πιο γκρίζα τα μαλλιά σου
μπερδεμένη καθώς τα ποτίζω με σκέψεις. Τι έπαθες. Σε γέρασε η πολλή φωτογραφία ή μη σου είπε τίποτα εναντίον μου η φαρμακόγλωσσα ενοχή μου. Ο μανιακός κατήγορος. Εκείνη μ᾿ έμαθε να φταίω τόσο σπάταλα. Φταίω ακόμα και γιατί πιάνει φωτιά το ξύλο σβήνει η φωτιά με το νερό ή με τη χορτασιά της, φταίω εγώ που ζει μόνο μια μέρα η μέρα που είναι μόνο των πουλιών οι κελαηδισμοί γιατί δεν έρχεται στο τέλος η νεότης κι έρχεται τότε στην αρχή τότε που από μόνοι μας είμαστε τόσο νέοι. Μην την ακούς, δεν ζω, πηγαινοφέρνομαι τα κύματά μου με πετούν πάνω στα κύματά μου. Συμπληρώνω ένσημα, τυφλά υπηρετώ τον σκοτεινό εκείνο λόγο ― μάγο αλχημιστή ― ανακατεύω το βρασμό της δύναμής του. Δεν είναι καρτερία. Είναι μια συμφιλίωση εχθρική ανάμεσα ζωής και αβίωτου. Είμαι ο τυφλός βοηθός τού μάγου λόγου. Υπνωτίζει πόνον αβάσταχτο σε πόνο περιπατητικόν. Είναι αυτός που πείθει εκείνες τις ολόμαυρες μητέρες να ζουν να ζουν να ζουν ως τα βαθιά γεράματα τού τάφου των παιδιών τους. Ο ίδιος που υπνώτισε και μένα πρώτη βραδιά που γνώριζα άδειο το μαξιλάρι σου να κοιμηθώ μαζί του. ΚΙ όμως κοιμήθηκα βαθιά γαλήνια, κάθε τόσο ενοχλούμενη γνώριμα σα να συνεχιζόταν δίπλα μου ολονύκτιος ο νανουριστής ψιλοκαβγάς που έστηνε γκρινιάρα η ακοή μου στο λεπτόκλωστο ελαφρύ ροχαλητό σου ― δεν ήταν έχανες αέρα. Κοιμήθηκα. Σίγουρα θα σ᾿ το πρόφτασε κι αυτό η φαρμακόγλωσσα ενοχή μου. "ΕΧΘΡΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ" από τη συλλογή "ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ" 1988 |
ΕΡΗΜΙΑΑπερήμωση.
Κανείς δεν είναι εδώ, ούτε εδώ, ούτ᾿ εκεί Κανείς; Κι αυτές οι πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις· ποιος θα τις κατοικήσει; Φύγατε όλοι, όλα; Ή ποτέ δεν σας είχα; Έλεγες, ή ζωγράφιζα φθόγγους και στόματα στων βραδινών ωρών τις εξώπορτες; Ποιες βραδινές ώρες; Έρχονταν; Διθέσιες; ............................................................................................................... Απερήμωση. Κι αυτές τις ανθρώπινες σχέσεις ποιος τις γκρέμισε; Κι εγώ πως μένω εδώ, που με οδηγούν κλεισμένη αυτές οι ανεξήγητες συνέχειες; Ξένες ανεξήγητες συνέχειες ακίνητες, από παντού κλειστές, να μην μπορείς να βγεις κι αλλιώς να συνεχίσεις, και δεν μπορώ να βγω κι ακόμα μέσα είμαι, μέσα σ᾿ αυτό το ξένο μέσα συνεχίζομαι ακόμα και τώρα που γράφω, αυτό το δικό μου το μόνο δικό μου δικό μου ποίημα καταδικό μου. Κατάδικο ποίημα. "ΑΚΑΙΡΙΑ" από "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981 |
ΖΩΗ........Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει. Όχι δεν είμαι λυπημένη. Υπήρξα περίεργη και μελετηρή. Ξέρω απ᾿ όλα. Λίγο απ᾿ όλα. Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά τών αισθημάτων μ᾿ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς. Όχι δεν είμαι λυπημένη. ................................................................ Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων, κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους να περάσει ο πλατύς χρόνος. Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα. .................................................................... Ταξίδεψα μάλιστα. Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει... Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος . Έχασα κι από δω έχασα κι από κει. Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα κι απ᾿ την απροσεξία μου. Πήγα και στη θάλασσα. Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα. Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους. ..................................................................................... Όχι δεν είμαι λυπημένη. ..................................................................... Όσο μπόρεσα έφερ᾿ αντίσταση σ᾿ αυτό το ποτάμι όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα. Όχι, δεν είμαι λυπημένη . Σε σωστή ώρα νυχτώνει. "ΠΕΡΑΣΑ" από "ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 |
ΕΡΩΤΑΣ
1o
Ξανάρθε. Τυλιγμένος μιαν απόχρωση ακαθόριστου. Τα μάτια του βυθός χωρίς επιφάνεια, τα χείλη του τομή μυστηρίου, ψιλόβροχο η φωνή του. Τα λόγια του τράπουλα που πέφτει έτσι, πέφτει αλλιώς. Θαμπός. Το σώμα του θυμίαμα, και τα μαλλιά του λουσμένα με νιότη. Το γέλιο του χάλασμα ψυχής. Μέσα του έκρυβε έναν άνεμο που ᾿σκιζε τα χάρτινα όνειρά μου. Μέσα μου έκλαιγε ένα αύριο. Πάει τόσος καιρός που είχα μεταλάβει το χαμό του σε ποτήρι επιχρυσωμένο φθινόπωρο, που σκέπασα τη φωτογραφία του μ᾿ ένα σούρουπο, και έβαλα σύρτη στα τραγούδια μου. Τόσος καιρός που ξεχαστήκαμε. Ξανάρθε. Μια μέρα θα ᾿ταν που ξεχώσαμε τις περγαμηνές τής μνήμης μας και υπογράψαμε μια θεία συνέχεια, που αγαπηθήκαμε Χθες χωριστήκαμε. "ΧΘΕΣ" από τη συλλογή "ΕΡΕΒΟΣ Α" 1956 Σχόλιο δικό μου: Νομίζω ότι το ποίημα έπρεπε να τελειώνει στο: "Τόσος καιρός που ξεχαστήκαμε" , γιατί εκτός αν είναι βιωματικό. το παρακάτω κείμενο δεν προσθέτει μάλλον αφαιρεί. |
2o
Ὀ ταχυδρόμος, σέρνοντας τά βήματά του στήν ἐλπίδα μου, μοῦ ᾿φερε καί σήμερα ἕνα φάκελο μέ τή σιωπή σου. Τ᾿ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μέ λήθη. Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος. Ὅμως ὁ ταχυδρόμος τόν βρῆκε ἀποσυρμένο στή μορφή μου, κοιτώντας τά παράθυρα πού ἔσκυβαν μαζί μου, διαβάζοντας τά χέρια μου πού ἔπλαθαν κιόλας μιάν ἀπάντηση. Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου τ᾿ ἄγραφά σου. Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου. Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια, στὸ στῆθος σκαμμένο τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς. Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου- τὴ σιωπή σου. "ΓΡΑΜΜΑ" ἀπό τή συλλογή "ΕΡΕΒΟΣ Α" 1956 |
ΘΑΝΑΤΟΣ
Στη μνήμη τού θείου μου
Παναγιώτη Καλαμαριώτη Παλιά επιτραπέζια λάμπα, δουλεμένη από τεχνίτη Ανατολίτη με φαντασία και πρόβλεψη. Την έφερ᾿ ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη και στο φως της δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων. Η πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά, στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη. Τόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία, βεντέτες για μια μεσοτοιχία, για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι. Γνώρισε πάμπολλους πρότερους έντιμους βίους κι ερωτεύτηκε ενόχους. Καημένε θείε, πως τα πας μ᾿ αυτόν το νέο νομοθέτη και τους νόμους του - ύλη αδίδαχτη ο θάνατος. Της ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος. Αλλ᾿ είναι η ζωή απ᾿ τις χαμένες υποθέσεις, ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς, όπως ήσουν. Κληρονομία μου τώρα η λάμπα. Δουλεμένη με φαντασία και προπαντός με πρόβλεψη |
Το φως της, για να ᾿ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης του ίδιου μ᾿ εμένανε βιβλίου ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί , που νικητής πάλι βγαίνει απόψε και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω πηδάει μεσ᾿ από πλούσια φύλλα φοινικιάς. Κάτω από τη φοινικιά στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας. Είχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης: μόνο φως μόνο φύλλα φοινικιάς, φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται. Η μοναξιά φοβάται, μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου. Καλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας. Το χέρι του, απλωμένο σε σένα, δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις, αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει. Όλ᾿ αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει στην ίδια κίνηση, όπως και η ζωή τα χωράει όλα στο ένα πέρασμά της. Νυκτοφύλακας ή επαίτης, περιηγητής, ρήτορας, μωαμεθανός ή άπατρις, εμένα δε με νοιάζει. Εγώ, έτσι που πέρασαν τα χρόνια, έτσι που ήρθανε τα πράγματα, Προφήτη τον ορίζω. Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι έτσι που χάθηκαν τα χρόνια, έτσι που στέκουνε τα πράγματα, "ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΛΑΜΠΑ" από "ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 |
ΚΕΝΟ ΖΩΗΣΝα έπεφτε η βροχή ραγδαία,
ευχόμουν. Να ξεσπάσει. Θα μέναμ᾿ έτσι πιο πολύ μέσα στη στοά. Στην πρόφαση. Στο βάθος «Μπαρ»· καφέδες , ποτά, πίκρες εν μέθη. Πιο κει «Ραφείον», καλλιτεχνικά της ζωής σας γυρίσματα, μαντάρισμα του κενού σας άψογο. «Γραφείο μεσιτικό» πιο πέρα, πωλήσεις, αγορές, ευκαιρίες αισθημάτων, αιωνιότητες. Κι εδώ που πιο πολύ σταθήκαμε, της κάθε ανάγκης η βιτρίνα: Χρωματιστά σαπούνια, κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα, αλυσιδίτσες να τις σπάει το ασυγκράτητο, φανταχτεροί αναπτήρες προσάναμμα στο βλέμμα σου, κι άφθονα καθρεφτάκια να ᾿χω το πρόσωπό σου ισάριθμες φορές. Γι᾿ αυτό ευχόμουν... Μα η βροχή και εσύ ενάντια στη ευχή μου πέφτατε. "ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ" από τη συλλογή "ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ" 1963 |
ΛΎΠΗ για το ΚΆΘΕ ΛIΓΟ ή ΠΟΛΎΠότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω. Μόνο γράφε τους λόγους μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη. Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη πως βασανίστηκα για όλα. Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη. Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο, μαντείο τώρα. Για την ξερή καληνύχτα που λεν οι μικρές πιθανότητες και ξοφλάνε. ................................................................... Γράφε. Για το φεγγάρι που πενθεί- φοράει μαύρη γραβάτα σύννεφο, γράψε πως κλαίει. Κλαίω γιατί με ρώτησες αν είδα την πανσέληνο. Όχι, δεν είδα τίποτα γεμάτο και δεν έζησα. ................................................................... Γράψε πως κλαίω για τις μητέρες. Τις πιο παλιές μητέρες μου. Τις λεπτές κι όμορφες, των παραθύρων ερωμένες, αρπίστριες του αγναντέματος, που τις επήρε απρόφταστες ο θάνατος κι αυτές μακροημερεύουν μητρικές σε σαλονιού φωτογραφίες και σε κεντήματα. ................................................................... Κλαίω επειδή χαμένη πάει η είδηση που μού ᾿φερες πως είδες χθες την πρώτη πεταλούδα. Κλαίω γιατί δεν είναι είδηση το εφήμερο. Γράφε.Κλαίω επειδή η τύχη κλείστηκε στο σπίτι της, η αναβολή έφτασε στο δήμιο, το παγούρι έχει φτάσει στην έρημο, η νεότης έχει φτάσει στη φωτογραφία. Κλαίω γιατί ποιος ξέρει ποιος θα κλείσει των ημερών μου τα μάτια. Πότιζε συ τη γλάστρα κι άσε να κλαίω επειδή... "ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΒΑΤΑ" από ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ |
ΜΑΤΑΙΟ
....................................................................................................
Πολύ δυνατός αέρας.
Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη
από τη χρονοστήλη
και θα τη σπάσει.
Σφοδρός αέρας για ᾿να κόσμο
που παίρνεται με το παραμικρό.
Τον συγκρατεί το σπαγγάκι μιάς γέννησης μόνο
κι ενός θανάτου η κλωστούλα.
Παρτός κόσμος.
Όσα βαρίδια κι αν τού βάλαμε
μέλλον και σθένος
κουδουνίστρες του έρωτα
ορειχάλκινες λέξεις
θεούς επιούσιους
γελωτοποιές αδιαλεξίες
λήθες ογκολιθικές
μνήμες ανοξείδωτες
πήλινα ενδεχόμενα
πίστη που χαμογελάει
παρτός είναι.
Επομένως θα πάρει κι εμένα,
που παρτή είμαι
και δεν με κρατάει κανένα
κρατήσου επάνω μου.
Ας με πάρει.
Παρά να με πάρει ο χρόνος
καλύτερα να με πάρει ο άνεμος.
"Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ "
από "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981
Πολύ δυνατός αέρας.
Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη
από τη χρονοστήλη
και θα τη σπάσει.
Σφοδρός αέρας για ᾿να κόσμο
που παίρνεται με το παραμικρό.
Τον συγκρατεί το σπαγγάκι μιάς γέννησης μόνο
κι ενός θανάτου η κλωστούλα.
Παρτός κόσμος.
Όσα βαρίδια κι αν τού βάλαμε
μέλλον και σθένος
κουδουνίστρες του έρωτα
ορειχάλκινες λέξεις
θεούς επιούσιους
γελωτοποιές αδιαλεξίες
λήθες ογκολιθικές
μνήμες ανοξείδωτες
πήλινα ενδεχόμενα
πίστη που χαμογελάει
παρτός είναι.
Επομένως θα πάρει κι εμένα,
που παρτή είμαι
και δεν με κρατάει κανένα
κρατήσου επάνω μου.
Ας με πάρει.
Παρά να με πάρει ο χρόνος
καλύτερα να με πάρει ο άνεμος.
"Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ "
από "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981
ΜΕΤΑΘΕΣΗ
Να έπεφτε η βροχή ραγδαία,
ευχόμουν. Να ξεσπάσει. Θα μέναμ᾿ έτσι πιο πολύ μέσα στη στοά. Σαν πρόφαση. Στο βάθος «Μπαρ» καφέδες, ποτά, πίκρες εν μέθη. Πιο κει «Ραφείον», καλλιτεχνικά της ζωής σας γυρίσματα, μαντάρισμα του κενού σας άψογο. «Γραφείο μεσιτικό» πιο πέρα, πωλήσεις αγορές, ευκαιρίες αισθημάτων, αιωνιότητες. Κι εδώ, που πιο πολύ σταθήκαμε, τής κάθε ανάγκης η βιτρίνα: κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα, αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο, φανταχτεροί αναπτήρες προσάναμμα στο βλέμμα σου, κι άφθονα καθρεφτάκια να ᾿χω το πρόσωπό σου ισάριθμες φορές. Γι᾿ αυτό ευχόμουν... Μα η βροχή κι εσύ ενάντια στην ευχή μου πέφτατε. "ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ" από τη συλλογή "ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ" 1963 |
«Μην καταστρέφετε το πράσινο.
Αγαπάτε τα δένδρα.» Καθώς τ᾿ αγαπάνε τα πουλιά και η άνοιξη. Δένδρα χιμαιρικά, αυθαίρετα, άρρωστα από αλλοπρόσαλλους ανέμους. Δέντρα που πέρασαν ξυστά μες στα ταξίδια σας, και τα υλοτόμησε το κοφτερό σας πέρασμα. Κι αυτά τ᾿ αειθαλή δένδρα που ζούνε μες τα κάδρα σας, τους αναπόφευκτους τοίχους δαμάζοντας. Κι εκείνα των αλσυλίων τα φιλόσοφα δένδρα, που τους μικρούς και τους μεγάλους -- — αλλά ποτέ παντοτινούς-- έρωτες επιβλέπουν. Τόσα και τόσα δένδρα Κι αυτό το έξαφνο, το ένα δένδρο, σ᾿ ένα κυνηγημένο δρόμο, σαν τούτο δω, ας πούμε, το αποστεωμένο δένδρο, απέναντι στο σπίτι μου ................................................ που μια ανωφέρεια είναι για το βλέμμα μου όταν αρχίζει πίσω από το παράθυρο τον τακτικό περίπατό του στο άδειο, άδειο περίπατο, καμιά συνάντηση, μόνο το φανελένιο νυχτικό στα σύρματα τα ξεβαμμένα άνθη του φυτεύει στο άδειο. Τόσα και τόσα δένδρα. Κι όλα τα πεπρωμένα, έμμονα δένδρα που επινοήσατε, που άγνωστο γιατί δεν έπιασαν στων επιθυμιών σας τα τοπία, και τα μεταφυτέψατε στην ποίηση, δένδρα συμβολικά. Μην κόπτετε τα σύμβολα. "ΜΗΝ ΚΟΠΤΕΤΕ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ" από τη συλλογή "ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ" 1963 |
ΜΝΗΜΗ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΕΝΗΕν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ᾿ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο σι, σι, σι. Ήχος συρτός, συλλογιστικός, συνέρημος, ήχος κανονικός κανονικής βροχής. Όμως ο παραλογισμός άλλη γραφή κι άλλη ανάγνωση μου ᾿μαθε για τους ήχους. Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή, σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα, κρυστάλλινα ψηφία που τζουγκρίζουν και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ. Κάθε σταγόνα και ένα εσύ, όλη νύχτα ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος, αξημέρωτος ήχος, αξημέρωτη ανάγκη εσύ βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη κάτι μακρύ να διηγηθεί και λέει μόνο εσύ, εσύ, νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση μονολεκτική, το ένα εσύ σαν μνήμη, το άλλο σαν μομφή και σαν μοιρολατρία, τόση βροχή γιαμιά απουσία, τόση αγρύπνια για μια λέξη, πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή μ᾿ αυτή της τη μεροληψία όλο εσύ, εσύ, εσύ, σαν όλα τ᾿ άλλα να ᾿ναι αμελητέα και μόνο εσύ, εσύ, εσύ. τα "ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ από τη συλλογή "ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ" 1971 |
ΟΥΤΟΠΙΑΚαθ᾿ οδόν
(7 και 30' πρωινή προς εργασίαν) συναντώ τον Μάρτιο ευδιάθετον, υπαινιγμών πλήρη περί ανοίξεως και λοιπά. Αναβάλλω την υπόστασή μου, ανακόπτω τη σύμβασή μου με το χειμώνα, και διασπείρομαι σε χώμα. Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι, ξαπλωμένη, απλωμένη απέναντι στο καθ᾿ όλα σύμφωνο σύμπαν Φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα και είμαι πολύ καλά εις άπλετον προορισμόν και τοποθέτησιν. «Απαγορεύεται η άνοιξις!» ξάφνου μια πινακίδα- σύννεφο απειλεί. Αμέσως μια βροχή άρχισε κι έλεγε εις βάρος τής ανοίξεως και εις βάρος μου, ένας δύσθυμος άνεμος μου κατάσχει τα άνθη, μου κατάσχει τα συναισθήματα και μ᾿ οδηγεί στο Γραφείο. Παράβασις λοιπόν βαρεία, μάλιστα και μάλιστα καθ᾿ οδόν από κυρία σχεδόν ώριμη, με οικογενειακές υποχρεώσεις, και πολυετή θητείαν εις Δημοσίαν θέσιν και χειμώνες. "ΟΥΤΟΠΙΕΣ" από τή συλλογή "ΕΡΗΜΗΝ" 1958 |
ΠΟΙΗΣΗ
(Μιλάει το εξώφυλλο)
Μου έβαλαν στη μασχάλη και μου ανέθεσαν να συγκρατώ και να εξαίρω λίγες σελίδες με στίχο -εν ολίγοις μια ζωή. Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Έχω στενή επαφή με την πρώτη σελίδα: αβέβαιη και ευφάνταστη. Κατάγεται όπως μου εμπιστεύτηκε, εκ τού απραγματοποιήτου. Κι όταν πλήττω μαζί της βεβαιώνει πως κι οι επόμενες έχουν καταγωγή εξίσου φειδωλή. Και μια μονάχα απ᾿ αυτές καυχιέται πως ήρθε από τον ήλιο. Μα φαίνεται πως πρόκειται για φαντασίες: η πλειοψηφία τών στίχων επιμένει, με κάποιαν ανεξήγητην υπεροψία, πως καμιά, μα καμιά δεν έχουν συγγένεια μ᾿ ευδιάθετα πράγματα όπως, ας πούμε ο ήλιος. Αχθοφόρος μελαγχολίας λοιπόν, ορίστηκα. .............................................. "ΠΡΟΛΟΓΟΣ"από τη συλλογή "ΕΡΗΜΗΝ" 1958 |
Είμαι σχεδόν χωρίς επάγγελμα τώρα.
Νεότερη κατασκεύαζα κυρίως διαμαρτυρίες. Αλλά και μεταχειρισμένες καταστάσεις μάζευα που μεταποιούσα εύκολα σε πρωτοτυπίες και παραφορές. Στρωμένη δουλειά ευπορούσα. Τώρα επιδίδομαι στο άσκοπο Ίσα ίσα τα προς το ζην: επιβαίνω του ανέργου χρόνου μου κι εκτελώ μικρά δρομολόγια για λίγη αναδρομή στα εύκρατα της νεότητός μου επαγγέλματα. "ΕΝ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙ" από τη συλλογή "ΕΡΗΜΗΝ" 1958 |
ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΗΌμοια μ᾿ Εκείνο καθώς οι δίδυμοι.
Όμως αυτήν φοβάμαι πιο πολύ γιατί έρχεται πιο γρήγορα απ᾿ Εκείνο τρέχει και έρχεται μαρτυριάρα του ενώ σαν μυστικό αμέριμνο βαδίζει ακόμα Εκείνο. Δεν τη βλέπεις αλλά περνάει το τρέξιμο της σιφουνικό από μέσα σου, κλυδωνισμός, δεν πέφτεις μα γκρεμίζεσαι, καπνοί σε ζώνουν πυρκαγιάς ενώ χλωρό ακόμα είναι το δάσος και το νερό που έχεις μαζέψει σε στάμνες και παρασταμνάκια πιωμένο πριν το πιεις. Έρχεται μαρτυριάρα του πιο γρήγορα όχι να σώσει να περισώσει ούτε και να προετοιμάσει, γιατί κανείς ποτέ αν και καλά προετοιμασμένος προετοιμασμένος δεν βρέθηκε δεν βρέθηκε έτοιμος να χάσει. Με τον πιο γρήγορο ερχομό της σαδιστικά προσυμβαίνει αυτό που είναι να συμβεί. Λες και δεν χάνεις γευστικά, χάνοντας μια φορά που χάνεις, πρέπει και να προχάνεις από το χέρι του προ-δήμιου της Προαίσθησης, της μαρτυριάρας του Επερχόμενου. "Ο ΠΡΟ-ΔΗΜΙΟΣ" από το "ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ" 1981. |
ΠΡΟΔΟΣΙΑΥπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Φορτωμένες. Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι. Δε θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες, οι λιποψυχίες μας. Ατελής η ελαιογραφία. Να ξαναδοκιμάσω. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα. Φύσει καταδότρια η αθωότης. Αυτή δεν μας παρέδωσε για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια στην απώλεια της; Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι. Τη θάλασσα. "ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ" από τη συλλογή "ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ" 1988 |
ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ
Στην ψυχρή του Μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη , ωραία, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα.
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό του Διονύσου σώμα
(σε στάση ηδυπάθειας σμιλεμένο)
που δυο βήματα μόνον απέχει.
Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή της κόρης μέση.
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι
τους δυο αυτούς να ᾿χει ενώσει.
Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
απ᾿ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ᾿ τη θέση του να εγείρεται
τών διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή της Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει.
Δεν αποκλείεται όμως έξω να ᾿χω πέσει.
Μια άλλη σχέση ίσως να τούς δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμων&iot
την κλεμμένη , ωραία, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα.
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό του Διονύσου σώμα
(σε στάση ηδυπάθειας σμιλεμένο)
που δυο βήματα μόνον απέχει.
Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή της κόρης μέση.
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι
τους δυο αυτούς να ᾿χει ενώσει.
Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
απ᾿ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ᾿ τη θέση του να εγείρεται
τών διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή της Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει.
Δεν αποκλείεται όμως έξω να ᾿χω πέσει.
Μια άλλη σχέση ίσως να τούς δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμων&iot