Τόλης Νικηφόρου
Ανθολόγηση ποιημάτων από την ποιητική συλλογή "Ίχνη τού δέους" (Επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017), από όλες τις παρακάτω ποιητικές συλλογές).
Επικουρικά χρησιμοποιήθηκαν και οι συλλογές: "Μια κιμωλία στο μαυροπίνακα" και "Ρίγος αιχμάλωτο στον ἠχο τής φωνής σου" (63 ποιήματα για τον ἐρωτα και την αγάπη 1966-2015)
Ποιητική Συλλογή " ΆΤΑΦΟΙ" (1966)
Απόσπασμα IV
Ίχνη αγάπης θα ψηλαφίσω μέσα μου, όντας το κλάμα αδύνατο. Των φωτεινών επιγραφών τα δάκρυα θα μαζέψω τις νύχτες που βρέχει. Στα έρημα σοκάκια θα πλανηθώ δίχως πουκάμισο και χίμαιρες, κατάμονος και ταπεινός. |
Ποτάμια να οργώσουν το στήθος μου
με το πικρό μαστίγιο τού ανέμου, εξαγνισμένος, την αυγή να κινήσω για σένα. Είναι καιρός που ανέλπιδα σε αποζητώ κι απόψε με κεραύνωσε το όραμα τής αγάπης σου και μέθυσα. Ποια γαλάζια σημαία ονείρου φτεροκοπάει στη σκέψη μας ποια ελπίδα, ποιες πασχαλιές λησμονημένες ανθίσανε πέρα απ᾿ τη θάλασσα και μυρώσανε και στην άκρη μάς καλούν τού κόσμου; Ένα σιδερένιο καράβι στην πλατεία μάς περιμένει, καρφωμένο. με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια. Αμίλητοι θα ταξιδέψουμε. Η ζωή μας θα γλυστράει δίπλα αφήνοντας την ψευδαίσθηση τής κίνησης. |
Ποιητική Συλλογή "ΑΝΑΡΧΙΚΆ" (1979)
Ένα παιδί
|
Μαγεμένη ψυχή
|
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά πίσω απ᾿ τις στάλες τής βροχής ένα πολύχρωμο κόσμο. Κρύβω μέσα μου ένα παιδί με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες μέσα στον χειμώνα· ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια για το γατάκι του που πέθανε, για το λουλούδι που μαράθηκε, για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή. Κρύβω μέσα μου ένα παιδί με τρύπιο παλτό που λαχταράει τα ζεστά κάστανα τη γειτονιά και τούς φίλους, την άνοιξη που θάρθει. Κρύβω μέσα μου ένα παιδί που δεν δέχεται πως μπορεί να γελάω όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει. κρύβω μέσα μου ένα παιδί απαρηγόρητο που θάθελε να φτιάξει τη ζωή στα μέτρα τής καρδιάς του. |
Σ᾿ αγάπησα
σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια στην άχρωμη επιφάνεια τού μπετόν. Πίσω από οδοφράγματα. σ᾿ αγάπησα, σε συγκεντρώσεις απεργών σε διαδηλώσεις φοιτητών στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Σε μυστικές συνεδριάσεις τής νύχτας είναι γραμμένο τ᾿ όνομά σου, στις προκηρύξεις που μοιράσαμε, στις κόκκινες αφίσες που κολλήσαμε, και στα αρχεία των τμημάτων ασφαλείας. Σ᾿ αγάπησα, σύντροφέ μου, η μαγεμένη σου ψυχή είναι δική μου η αγωνία σου μού ανήκει. Η επανάσταση
Η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος
γεννιέται και πεθαίνει κάθε στιγμή. Η επανάσταση κυνηγάει τη χίμαιρα είναι ένα ποίημα με όπλο, μια μήτρα γεμάτη σπέρμα, ένας έρωτας τής αρμονίας τού γίγνεσθαι κι ακόμα είναι: Ψωμί για τα παιδιά τού κόσμου. Η επανάσταση αγναντεύει το άπειρο. |
Ένας κοινός άνθρωπος
|
Απλά λόγια 1
|
Φόρεσε τη γραβάτα
το λευκό του πουκάμισο τα γυαλισμένα του παπούτσια το πρόσωπο που αρμόζει στην περίσταση και λύγισε τη μέση. Κάθε άνθρωπος το έχει κάνει αυτό κάθε άνθρωπος έχει ξεχάσει, μόνιμα το ξεχνάει, να ψάξει μέσα του. Φοβάται μην ανακαλύψει ένα μικρό αναρχικό να κρύβεται και να τού γνέφει και τι θα γίνει τότε η ακριβέστατα ρυθμισμένη του ζωή |
Αυτά που λέμε σήμερα
είναι πράγματα απλά πράγματα που καταλαβαίνει ο υπάλληλος κι ο φοιτητής, ίσως καλύτερα ο εργάτης. Αυτά που λέμε σήμερα είναι πράγματα απλά που αύριο θα είναι αυτονόητα σαν το ψωμί στο τραπέζι τής κουζίνας μια καλημέρα ένα τσιγάρο μια ματιά ένα σφίξιμο χεριού μια λέξη. |
Από την Ποιητική Συλλογή " Ο ΜΕΘΥΣΜΈΝΟΣ ΑΚΡΟΒΆΤΗΣ" (1979)
Είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης
|
Το τραγούδι τού έρωτα
|
Είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης
ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής. Βαδίζω απρόσεχτα, χορεύω, γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή, παίζω με την κομμένη σας ανάσα, περιγελώ τα επιφωνήματα, εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί. Στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα. Το ξέρω πως θα συντριβώ. Το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει ένα παράξενο φεγγάρι. Οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένεια θα διασώσουν μοναχά κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι, που θε ν᾿ ανθίσει στο σημείο που έπεσα |
Είμαι πλασμένος από μαύρο χώμα
ανθίζω όπως η μυγδαλιά το καταχείμωνο φέρνω πολύτιμο μέσα στις φλέβες μου αυτής τής ίδιας γης το σπέρμα. Φιλάω μία μία τις άκρες των δαχτύλων σου, διατρέχω με τα χείλη μου το κάθε εκατοστό τού δέρματός σου, αγγίζω ψηλαφώ ορθώνω τις σκληρές θηλές σου, ψάχνω τις εσοχές σου με τη γλώσσα μου τις εξοχές σου με τις μύτες των δοντιών, βρίσκομαι πάνω, πλάι, κάτω σου, εισβάλλω μένω ακίνητος σαν κορυφή βουνού που την τυλίγει ο μπαμπακένιος ουρανός, νιώθω να πάλλεσαι σαν τρυφερή χορδή να χαλαρώνεις και να σφίγγεσαι ν᾿ αποτραβιέσαι και να δίνεσαι. Εισπνέω αχόρταγα το άρωμα, μετράω τούς σπονδύλους σου, αδειάζω βίαια τη ραχοκοκαλιά μου τον νωτιαίο μου μυελό, λούζομαι μέσα στα δάκρυα των μαλλιών σου. Είμαι ένα πυρωμένο σίδερο που ανεξίτηλο σφραγίζει στη μήτρα σου το μέλλον, κάθε σου ηδονικός σπασμός μια οιμωγή τού κόσμου που γεννιέται, είμαι η ίδια η ζωή και είμαι αθάνατος |
Εργατική πρωτομαγιά
|
Το ποίημα το πιο ωραίο
|
Ωραία που ήταν η συγκέντρωση
στην πιο μεγάλη μας πλατεία ωραία τα μάρμαρα ωραία τα μέγαρα ωραίο και το παλιό εργατικό μας κέντρο. Οι εργάτες είχαν ήδη φύγει να κάνουν την πρωτομαγιά στις γύρω εξοχές με τις γυναίκες τα παιδιά και τα γεμάτα τους καλάθια. Απόμεινες εσύ απόμεινα εγώ, να κρατάμε ένα απορημένο λάβαρο και τα στολισμένα μπαλκόνια με τούς βραχνούς ομιλητές |
Το ποίημα το πιο ωραίο.
Τούς απαράμιλλους στίχους τούς έγραψες εσύ έφηβη όταν δούλεψες καπνεργάτρια, για να πληρώσεις το ψωμί και το βιβλίο σου. Το ποίημα το πιο ωραίο. Τούς απαράμιλλους στίχους και πάλι εσύ τούς γράφεις στα δικόγραφα και τις γυμνές αίθουσες, τούς απαγγέλλεις με πεντακάθαρη φωνή μπροστά σ’ εκείνους που δικάζουν τα παιδιά για τις εφημερίδες, τα χουνιά και τις αφίσες. Σηκώνομαι και σε φιλώ ψηλά στο μέτωπο σφίγγω συντροφικά το χέρι σου μοιράζομαι μ’ ευγνωμοσύνη το φορτίο, ποιήτρια τής καθημερινής ζωής. |
Από την Ποιητική Συλλογή "ΤΟ ΜΑΓΙΚΌ ΧΑΛΊ" (1980)
Επίγνωση
|
Γυναίκα
|
Με επίγνωση βαδίζω
στην άκρη άκρη τού γκρεμού. Γνωρίζω πια την κατασκότεινη άβυσσο κι όταν σκοντάφτω και παραπατώ χωρίς κανένα μάταιο επιφώνημα, κρατάω το χέρι σου σφιχτά μες στις σχισμές των βράχων. Ψάχνω για άγρια φυτά να μού διδάξουν το δικό τους βλέμμα. Μπροστά σε χίλια χρόνια ή δέκα δευτερόλεπτα ζωής με επίγνωση αιωρούμαι πάνω από το κενό, το τίποτα, με τη φωνή μου ακέραια και τον αντίλαλο κι εσένα. |
Κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία, εμένα ταπεινώνει. Κάθε χαμένο σου δικαίωμα πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια. Κάθε παραπανίσιο σου φορτίο έχει σε μένα ρίζες προγονικές. Κάθε— σε βάρος σου— αδικία είναι μια στυγερή κλοπή απ᾿ το παγκάρι τής δικής μου εκκλησίας. Kι όταν εσύ λιποψυχείς εγώ είμαι ο αληθινός προδότης. Στέκεσαι δίπλα μου στο σπίτι στη δουλειά ή στο οδόφραγμα και με τα ίδια μάτια ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο. Περήφανοι, Ασυμβίβαστοι, ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία. |
Από την Ποιητική Συλλογή "ΞΈΝΕΣ ΧΏΡΕΣ" (1991)
Καταγωγή
|
Ούτε ένα ξέφτι απ᾿ το χαμόγελό σου
|
Τι να ᾿χει απογίνει ο πατέρας;
Ατμός θαλασσινού νερού κι ύστερα σύννεφο που ταξιδεύει ανατολικά, αφράτο χώμα μήπως τής γλάστρας, στο περβάζι λουλούδι που ανθίζει αλλάζει χρώμα και μαραίνεται, ή μήπως άγγιγμα εκεί που δεν υπάρχει χέρι, δάκρυ αλμυρό, εκεί που δεν υπάρχει μάτι, σπάνιο χαμόγελο που διαγράφεται αχνό στην πρωινή ομίχλη. Σε ξένη χώρα γύρισε ο πατέρας, σε χώρα άγνωστη μα και παράξενα οικεία. Κει που πηγάζει απρόσιτο το φως και μεταγγίζεται στο βλέμμα των παιδιών και μέσα σε οδυνηρή διαφάνεια μού γνέφει. |
Μού λείπει η άνοιξη.
Η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα. Το φως μού λείπει απ᾿ τα γαλάζια μάτια σου, τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα πύλες τού κόσμου. Μού λείπει τ᾿ όνομά μου στα δικά σου χείλη, αυτά, που μόνο εσύ για μένα ήξερες. Τώρα δεν μένει τίποτα. Ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου, μια νότα απ᾿ τη φωνή σου, μικρό ένα ξέφτι απ᾿ το χαμόγελό σου. Τώρα δεν μένει παρά να σκεπαστώ μ᾿ αυτό το τίποτα και στο κενό βουβός να βλέπω κάποιον που θα ᾿λεγες πώς είμαι εγώ σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό μιας παιδικής φωτογραφίας σου. |
Από την Ποιητική Συλλογή "ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΌΜΑΥΡΗ ΑΝΕΜΊΖΟΝΤΑΣ ΤΉΣ ΟΥΤΟΠΊΑΣ (1997)"
Δωρεά
|
Ο τελευταίος καταζητούμενος αντάρτης
|
Τίποτα και ποτέ δεν μού χαρίσατε
τίποτα και ποτέ εγώ δεν θέλησα. Άλλος σε μένα δώρισε, σ᾿ άλλον οφείλω όσα σ᾿ εσάς απλόχερα επιστρέφω. Από την εύνοια και τον έπαινο, εγώ που διάλεξα την εξορία ζω στη δική μου χώρα, αυτή που αύριο εσείς θα ονομάζετε πατρίδα. |
Πρώτα με τον Απρίλη και την άνοιξη
με μεσογειακά νησιά με μέρες στρόγγυλες σαν το παλιό ψωμί. Απρόσκλητο το συνεργείο τού χρόνου, μεθοδικά ερείπωσε το πρόσωπό της, μην παραλείποντας και το ωραίο κορμί, τα άλλοτε όρθια στήθη. Θροΐζοντας και τρεμοπαίζοντας έτσι έσβησε το πρωινό χαμόγελό της. Στις γκρίζες λόχμες των ματιών η εξαίσια λάμψη εκείνη άοπλη τώρα κρύβεται σαν τελευταίος καταζητούμενος αντάρτης. |
Από την Ποιητική Συλλογή " ΧΏΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌ" (1998)
Μέσα στην άχνα από το βάθος τής πλατείας, 1
|
Μέσα στην άχνα από το βάθος τής πλατείας, 2
|
Σε είδα μεσημέρι στ᾿ όνειρό μου
μέσα στην άχνα από το βάθος τής πλατείας ν᾿ απλώνεις ρούχα σε ψηλό μπαλκόνι κι έγειρα να σ᾿ αγγίξω όπως το φως εκείνο το γαλάζιο φως στα μάτια σου. Και ξαφνικά θυμήθηκα πως δεν απλώνουν ρούχα στην πλατεία. Και ξαφνικά θυμήθηκα πως το μπαλκόνι αυτό πια δεν υπάρχει κι είδα να εκτείνεται μπροστά μου ανεξερεύνητη η χώρα όπου πηγάζει αυτό το φως το φως από την απουσία που μάς ενώνει με μια υπόσχεση εκθαμβωτική πέρα απ᾿ τον χρόνο και τον θάνατο μητέρα. |
Σε είδα μεσημέρι στ᾿ όνειρό μου
μέσα στην άχνα από το βάθος τής πλατείας να ξεπροβάλλεις με το σκεφτικό σου βήμα, στα δάχτυλά σου αβέβαια κρατώντας τα παιδικά μου χρόνια. Κι ήταν το μέτωπό σου μια σταγόνα φως κι από τις άκρες των χειλιών σου το χάδι σου με τύλιξε όπως σ᾿ εκείνη την παλιά φωτογραφία που χαμογελούσε, με θλίψη μακρινή και ανεπαίσθητη ένας μακρόσυρτος σκοπός τής Ιωνίας για όσα χάθηκαν και μάς ορίζουν αμετάκλητα πατέρα. |
Από την Ποιητική Συλλογή "ΓΑΛΆΖΙΟ ΒΑΘΎ ΣΑΝ ΑΝΤΊΟ" (1999)
Μαθητεία, 2
|
Κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ
|
Και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο
τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου, και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη τού σύμπαντος σχολείου τής αγάπης, τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα στο εξώφυλλο τής καθημερινής ζωής. Είναι καλός για άνθρωπος, λένε οι δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους, μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι μου, ένα γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο, θα μάθει γρήγορα, όσα μπορεί να μάθει. Κι εγώ επιμένω, αφού δεν έχω πού αλλού να πάω, μερόνυχτα εγκύπτω και λέω πως συνεχίζω τις σπουδές μου σ᾿ αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο, απ᾿ το οποίο δεν προβλέπεται αποφοίτηση. |
Δέντρα, αραιοί διαβάτες, παγωνιά,
και κάτω απ᾿ τις κραυγές των γλάρων το ωδείο. Στο πάρκο τής Ηλεκτρικής από νωρίς περίμενα, κοιτάζοντας προς τη μεριά τής θάλασσας. Κάποτε φάνηκες, κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ, κι όσο πλησίαζες ήσουν εσύ και μέσα στην ομίχλη μού χαμογελούσες. Στις μύτες στάθηκες να με φιλήσεις κι ύστερα έφυγες. Κι όσο, χρόνο το χρόνο, στο βάθος σβήνεις, τόσο πιο καθαρά λάμπεις στα μάτια μου. Μέχρι που ξέρω πια με βεβαιότητα πως είσαι δεκαοχτώ χρονών, κάπου έξι μήνες πιο μικρή από μένα, πηγαίνεις στο παλιό ωδείο, σε λεν Σιμόνη, κι αγαπιόμαστε τρελά. |
Έζησα χρόνια και δεν έμαθα
|
Είμαι όσα μού δόθηκαν
|
Έζησα χρόνια, διάβασα, ταξίδεψα,
όμως ποτέ δεν έμαθα ποιος είμαι, τι είναι αυτός ο δρόμος και πού βγάζει. Ίσως τα μάτια μου να θάμπωσαν. Ίχνη ζωής κρυσταλλωμένα στις σελίδες κάτω απ᾿ το φως, όσα κοιτούσα και δεν έβλεπα. Εκείνοι που πολύ αγάπησα, ανίδεοι σαν εμένα. Έζησα χρόνια και δεν πήρα απάντηση γι᾿ αυτό που αστράφτει μέσα μου, αυτό που μού ᾿δωσε πνοή και με σκοτώνει. Έζησα χρόνια και δεν έμαθα |
Είμαι όσα μού δόθηκαν
μια στάλα κόκκινο στο απέραντο τού μπλε, ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα. Ήχους τού κάποτε στον άνεμο σκορπίζω με το δικό μου όνομα γράφω για τον δικό σας πόνο που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας. Δεν είμαι εγώ λοιπόν που σάς μιλώ γιατί εγώ είμαι όσα μού δόθηκαν γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι. Τώρα απομένει να επιστρέψω εκεί που κάποτε ξεκίνησα να επιστρέψω εκεί που οφείλω το εγώ που είμαι και που ποτέ δεν γνώρισα |
ΈΝΑ ΛΙΒΆΔΙ ΜΈΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΊΧΛΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΎΕΤΑΙ (2002)
Καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί
|
Μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη
|
Υπάρχει μέσα μου ένα φως.
Καμιά φορά σαν δέντρο ή σαν πουλί ή ξέφτι απ᾿ το γαλάζιο στο περβάζι σου. Υπάρχει μέσα μου ένα φως που όλα τα ξέρει κι όλα τα αισθάνεται· μοναχικό, που ταξιδεύει απ᾿ την αρχή τού χρόνου, που αστράφτει μέσα στη μεγάλη νύχτα και δεν παραδίδεται. |
Εκεί που πήγαινα
βαρύς και μόνος με τα χρόνια μου στην Εγνατία, ανάμεσα σε χωρικούς και μαγαζάτορες, βγήκε και πάλι ξαφνικά μέσα στα χρώματα μπροστά μου η Έφη κι έγειρε να σκουπίσει με τα μάτια της τη μελανιά απ᾿ το παλιό μου μπικ στο μέτωπο. Ένα δειλό πορτοκαλί αχνοχάραζε στα χείλη της κι ένα βαθύ γαλάζιο ξέφτι τ᾿ ουρανού είχε σκαλώσει στα μαλλιά της. Σφιχτά κρατώντας τα βιβλία στο λευκό πουκάμισο η ίδια εκείνη Έφη απ᾿ τα δεκαοχτώ το ίδιο σκονισμένο απομεσήμερο τα ίδια εκείνα μάτια μέσα στη θλίψη που χαμογελούσαν. |
ΜΥΣΤΙΚΆ ΚΑΙ ΘΑΎΜΑΤΑ Ο ΑΝΕΞΕΡΕΎΝΗΤΟΣ ΛΌΓΟΣ ΤΉΣ ΟΥΤΟΠΊΑΣ (2007)
Και ούτε καν γνωρίζει τ᾿ όνομά της
|
Κίτρινο ξωτικό, κόκκινος χρόνος
|
Υπάρχουν, είπε, μυριάδες ενοχές.
Η αθωότητα όμως είναι μία. Μία και μόνη στη δική της χώρα και ούτε καν γνωρίζει τ᾿ όνομά της. Έκθαμβη μέσα στα θηρία περιφέρεται, όλα τα βλέπει όλα τα ανέχεται. Σ᾿ όλα σκορπίζει το δικό της φως φως ολοφάνερο και μυστικό, που σβήνει και δε χάνεται. Με χίλια χρώματα λευκό απορημένο φως, μικρό μου χειμωνιάτικο πουλί ανυπεράσπιστο τραγούδι τ᾿ ουρανού. |
Το ξωτικό τής Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει λουσμένο στα θολά νερά τού χρόνου. Στο κίτρινο του πέρασμα μες στην ομίχλη, στο χώμα στρώνονται και πάλι οι ράγες. Αρχίζει από το χτες ένα ταξίδι ατέλειωτο ακούγεται μια μουσική και ξεπροβάλλουν σπίτια σιωπηλά μια ελευθερία παράνομη στην κόκκινη καρδιά τού χρόνου. Στο κίτρινό του πέρασμα μες στην ομίχλη δακρύζει κείνο το τίποτα τής νιότης μας που ήταν τα πάντα. Το ξωτικό τής Εγνατίας που χάθηκε καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια. Κι από το Χαριλάου ως το Βαρδάρι χτυπάει το καμπανάκι του, σαν φωτισμένο τραμ και σαν κορίτσι που υπόσχεται τον ουρανό. |
Στις πράσινες κερκίδες τ᾿ ουρανού
|
Λεξικό συνωνύμων
|
Το βλέμμα σου κι η καλοκαιρινή σιωπή
το απομεσήμερο κάτω απ᾿ τις λεύκες· ήχος ξερός των φύλλων στην πνοή τού ανέμου, σαν αραιά χειροκροτήματα στις πράσινες κερκίδες τ᾿ ουρανού. Κι έπειτα, ξαφνικά, το κόκκινό σου φόρεμα σημαία και λάμψη, εμβατήριο συμπυκνωμένο φως και η στιγμή με την κομμένη ανάσα της. |
Τόσες φορές που σε ξεφύλλισα μες στις παλάμες μου,
ντύθηκες πια τη δική μου επιδερμίδα. Τόσες φορές που σε χαϊδέψανε τα μάτια μου, έχεις πια πάρει κάτι από το μπλε. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε μαζί· ουλές και τραύματα, εσύ χαρτί από ξύλο, ουλές και τραύματα, εγώ μολύβι από ψυχή, λέξεις από μελάνι εσύ, εγώ από δίψα. Κι έτσι όπως γέρνεις δίπλα μου βουβό και περιμένεις στωικά τη σκέψη μου, αρχίζω πάλι να ρωτάω για την παλιά μας λάμψη, αρχίζω πάλι μέσα σου να αναζητώ το φως. |
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΌ ΑΛΦΆΒΗΤΟ (2010)
Μοναχικό παιδί κάτω απ᾿ το δέντρο
|
Έρωτας
|
Ένας πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ᾿ τα κάστρα, με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές, σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό, κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη. Ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται, χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του πάνω στα αιχμηρά κλαδιά τού χρόνου. Αυτό είναι η μνήμη. Ένα μοναχικό παιδί κάτω απ᾿ το δέντρο βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει. |
Τα χόρτα χάιδευαν τα πόδια της,
ο αέρας τα μαλλιά της, η πρωινή δροσιά ριγούσε στην επιδερμίδα της. Κι ο ουρανός; Μόλις την είδε στ᾿ ανοιξιάτικο λιβάδι, ο ουρανός κατέβηκε αργά και μίκρυνε και έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα. |
Εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ᾿ ουρανού
|
Να μού διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
|
Βουβαίνονται στην παραλία οι φανοστάτες
που άλλοτε ψιθύριζαν εκστατικά το όνομά της. Μια βάρκα μόνη αργά λικνίζεται σε σκοτεινά νερά. Εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ᾿ ουρανού τώρα δειλά αποσύρεται στο βάθος. Το πρόσωπο τής πολιτείας χλομιάζει, γέρνουν τα φύλλα, τα χρώματα διαλύονται που θάμπωναν τα μάτια· μάτια που τώρα βλέπουν καθαρά κάθε επιφάνεια και κάθε σχήμα· το αύριο ή το τίποτα. Άτυχη αγάπη που κάποια μέρα χάνεται όπως ο δρόμος, η πλατεία, οι μουσικές, όπως το άγγιγμα ή το φως και πια απομένει μια λάμψη αχνή ή κάτι από ψυχή πάνω στα κάστρα μια λάμψη αχνή μια θύμηση μια γεύση από χαρτί και δάκρυ. |
Σ᾿ ένα δωμάτιο παλιό, μοναχικό
σ᾿ ένα δωμάτιο γκρίζο, να μού διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο και το κόκκινο, να μού διαβάζεις ήχους, μουσικές, να μού διαβάζεις ποιήματα. Στο μισοσκόταδο τα μάτια σου να λάμπουν να κελαρύζει, να μοσκοβολάει η φωνή σου, να πλημμυρίζει το δωμάτιο λέξεις μυστικές που αχνίζουν και θαμπώνουν τα παγωμένα τζάμια. Στα χείλη σου να ανθίζει ένα χαμόγελο κρυφό, όπως πετούμενο που ξαφνικά φτερούγισε σε ερειπωμένο σπίτι, ή ο ξενιτεμένος που επιτέλους γύρισε στη μία και μοναδική πατρίδα του. Να μού διαβάζεις ποιήματα και να μ᾿ αγγίζεις με το φως με κείνο το αχνό λησμονημένο όνειρο. |
Ερήμωσε απόψε η παραλία
|
Σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης
|
Ερήμωσε απόψε η παραλία
χωρίς ν᾿ ανθίζει ούτε ένα φως, στο μαύρο χώμα τ᾿ ουρανού. Κι έμειναν μόνα τους τα εφηβικά μας χρόνια να περιμένουν το πλοίο για την απέναντι ακτή. Λευκή το λένε πάντα, ή Ευδοκία. Αστράφτει τώρα μέσα στην ομίχλη λες κι είναι χάραμα λες κι είναι εξαίσιος ήχος μυστικός. Και να που ακούγονται φωνές, τραγούδια στο κατάστρωμά του, και να που κόκκινα φορέματα ανεμίζουν, για μια στιγμή η νύχτα πλημμυρίζει φως. Ερήμωσε απόψε η παραλία και μέσα στο ψιλόβροχο έμεινε μόνη της η επίκληση στους φανοστάτες, στα ξεχασμένα πρόσωπα η μάταιη, η αιώνια προσδοκία. |
Όπως το σούρουπο ανθίζει η θάλασσα
με σκόρπιες λάμψεις και μυστικές φωνές μέσα στα χόρτα τρεμοφέγγουν, έτσι αναδύομαι κι εγώ απ᾿ το σώμα μου στο άγγιγμά σου. Μάς περιμένει μια παραλία ερημική μες στο σκοτάδι, με κόκκινα πανιά ένα πλοίο που όλο τον χρόνο ταξιδεύει. Η ανάσα σου ένας ψίθυρος μες στο δικό μου χνώτο. Αγάπησέ με, σαν όνειρο στα μάτια ενός παιδιού, σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης, και σαν το κάτι εκείνο που δεν δόθηκε ποτέ και σε κανένα. |
ΜΙΑ ΚΙΜΩΛΊΑ ΣΤΟΝ ΜΑΥΡΟΠΊΝΑΚΑ (2012)
Μαθαίνω πάλι να διαβάζω
|
Αχνό κουρέλι
|
Ὀπως σε σκοτεινό δωμάτιο
από τις χαραμάδες εισχωρεί παρήγορη μια αχτίδα φως και ξαφνικά στη μνήμη μ᾿ ένα δειλό φτερούγισμα αστράφτει το γαλάζιο, μαθαίνω πάλι να διαβάζω τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου. Το βλέμμα μου στο άπειρο μαθαίνω πάλι να εμπιστεύομαι, στο μονοπάτι που ελίσσεται ανάμεσα σε απαλές καμπύλες, ως τη διάφανη κοιλάδα τής παλάμης σου. Αυτός ο δρόμος δεν αρχίζει και δεν φτάνει δεν έχει λύση το αίνιγμα η ισόβια μαθητεία στο θαύμα. |
Στο πάτωμα διακρίνω σχήμα ακαθόριστο
ίσως μικρό χαρτί σκισμένο, αχνό κουρέλι και σκύβω να το σηκώσω. Μα με ξεγέλασε μια αδέσποτη τού ήλιου αχτίδα που ξέφυγε από τις κουρτίνες και κάτω εκεί παράξενα τα δάχτυλα και την παλάμη μου τώρα φωτίζει. Ή μήπως πρόκειται για την εξαίσια λάμψη εκείνη στο πρωινό χαμόγελό σου, που γλίστρησε και έπεσε από τα θαμπωμένα μάτια μου. |
Όσα για λίγο τιθασεύει η προσμονή
|
Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα
|
Πορτοκαλί ημίφως στο δωμάτιο
μισάνοιχτα τα χείλη μισάνοιχτα τα γυναικεία γόνατα, όσα για λίγο, πολύ λίγο, τιθασεύει η προσμονή. Μάτια υγρά απάτητα ψιθυριστή φωνή· ένα ρίγος ανεπαίσθητο που διατρέχει την επιδερμίδα και τη βελούδινη κομμένη ανάσα. Μετέωρη η στιγμή πάνω απ᾿ την άβυσσο μετέωρη η φωτιά στις χαραμάδες, μέχρι το πρώτο άγγιγμα το πρώτο εκείνο αχ. |
Ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου.
Χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα στη μουσική των λέξεων, έκπληκτος διακρίνω να αναδύονται γρίφοι και αινίγματα, εκστατικά φωνήεντα που θέλγεται το άγνωστο να μού υπαγορεύει. Κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά ανάμεσα στα δάχτυλα του. |
ΦΩΤΕΙΝΆ ΠΑΡΆΘΥΡΑ (2014)
Ύμνος ερωτικός
|
Μαθήματα δημιουργικής γραφής
|
Κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα, δεν χάιδεψα ως τώρα, με την παλάμη μου με τ’ ακροδάχτυλα τόσο ανάλαφρα τόσο θερμά κι ερωτικά, όσο ένα κοινό μολύβι Ένα μολύβι που κουρνιάζει ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου, έτοιμο να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί, ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων. Γνωρίζει πως εμείς οι τρεις τις ίδιες ρίζες έχουμε κοινή καταγωγή το δάσος και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου. Μέσα στα μάτια μου κοιμάται το δέντρο που ήταν κάποτε και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί τα φύλλα του στον ουρανό. |
Το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια που σε σφραγίζει με πυρωμένο σίδερο μικρό κι ανυπεράσπιστο. Αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις θα συνεχίσεις τις σπουδές σου διαβάζοντας βιβλία, μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο νηπιαγωγείο τής γειτονιάς και στ᾿ ασημένια φύλλα τής ελιάς κάτω από το μπαλκόνι σου. Αυτά και ο έρωτας θα σε οδηγήσουν και ίσως κάνουν κάποτε τα ανοιχτά σου τραύματα ν᾿ ανθίσουν. Δεν μένει παρά να κοιτάζεις το θηρίο στα μάτια καθώς σού πίνει κάθε μέρα το αίμα στο μονοπάτι προς μια κορυφή που δεν υπάρχει. |
Ουρανός
|
Μουσική
|
Χάραμα
πράσινο φύλλο εσύ μέσα στη νύχτα και την έρημο τού κόσμου αγάπησέ με. Αγάπησέ με μ᾿ όλα τα πάθη και τα λάθη μου με τής ψυχής το κόκκινο και το βαθύ γαλάζιο άνοιξε τούς κρουνούς για να λουστείς στις λέξεις και το βλέμμα στις άκρες των δαχτύλων μου. Νίκησε τη φθορά το καθημερινό μας γκρίζο μετάγγισε στις φλέβες μας πνοή. Αγάπησέ με δεν έχω άλλο κλαδί να κρατηθώ άλλο ουρανό. |
Το φόρεμά της όταν θροΐζει
όπως στον άνεμο ένα δάσος σκοτεινό το όνομά μου στη φωνή της το χνώτο της μες στο δικό μου χνώτο τα γόνατά της καθώς τρέμουν πριν απ᾿ το άγγιγμα και μισανοίγουν το χέρι μου στην απαλή επιδερμίδα καθώς αναζητάει κάθε ποτάμι μυστικό ψίθυροι και πνιχτές φωνές ένα μακρόσυρτο αχ που τρεμοσβήνει και η απόλυτη σιγή, η έκσταση μες σε πυκνό βελούδινο σκοτάδι. |
Δεν γράφονται ποτέ
|
Αχώριστοι
|
Τα πιο ωραία ποιήματα
γράφονται χωρίς λέξεις· οι πιο μεγάλοι έρωτες δεν γράφονται ποτέ. Μια φλόγα είναι η ιστορία τους που λιώνει το μολύβι, που κάνει στάχτη το χαρτί και παραμένει μυστική εκστατική. Ένα άρωμα που δεν διαλύεται στον άνεμο του χρόνου. Οι πιο μεγάλοι έρωτες αθώοι ταυτόχρονα και καταχθόνιοι συνωμότες, στο μισοσκόταδο θροΐζουν ανάσα ή άγγιγμα σε μια μεταξωτή κουρτίνα και χάδι σε βελούδινο κορμί. Τα μαγικά τους δευτερόλεπτα είναι το ρίγος τής ζωής ισόθεο με το δέος τού θανάτου. |
Τα πρωινά με τη βροχή τού φθινοπώρου
και τα πιο κρύα εκείνα τού χειμώνα όταν είμαι μόνος στο σπίτι και τα ηλεκτρονικά τριγύρω ησυχάζουν βλέπω συχνά μπροστά μου στο χαλάκι να είναι μισοξαπλωμένο ένα αγόρι. Παιδί τής γειτονιάς και τής πλατείας μ᾿ ένα σωρό σημάδια στα καλάμια, διαβάζει ένα βιβλίο σιωπηλά, άλλοτε παίζει μόνο με το τίποτα κι άλλοτε αφαιρείται σαν κάτι να ονειρεύεται κάτι να βλέπει ή να θυμάται. Ποτέ του δεν ρωτάει για τούς γονείς του πού είναι τ᾿ αδέρφια του και οι φίλοι ποτέ του δεν ρωτάει πού είναι αυτό το ίδιο. Δεν μού μιλάει ούτε μού δίνει σημασία. Μα όταν σπάνια στρέφεται σε μένα το λυπημένο βλέμμα του, σημαίνει εγώ ποτέ δεν θα σ᾿ αφήσω Έτσι λοιπόν περνάμε εμείς οι δύο τα πρωινά με τη βροχή τού φθινοπώρου και τα πιο έρημα εκείνα τού χειμώνα μόνοι, μαζί κι αχώριστοι για πάντα. |
Εγώ είμαι εσύ
|
Το ωραίο ψέμα
|
Σού στρώνω καθαρά σεντόνια
ζεστή και απαλή κουβέρτα για να κοιμηθείς. Σού λέω ιστορίες αληθινές και σε φιλώ στο μέτωπο κι όταν ξυπνάς μες στ᾿ άγρια μεσάνυχτα, ενώ λυσσομανάει έξω ο βαρδάρης παίρνω και σού κρατάω σφιχτά το χέρι να διώξω κάθε εφιάλτη από τα βλέφαρά σου. Το ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να με πιστέψεις όμως εγώ είμαι πια από σένα μεγαλύτερος, εγώ είμαι εσύ όπως εσύ για μένα κάποτε με κείνο το μοναδικό χαμόγελό σου στη φωτογραφία. Το χάδι μου ελαφρύ ας σε σκεπάζει έως ότου η μνήμη γίνει αντάμωση στη μακρινή πατρίδα μας πατέρα. |
Κοιτάζω εκστατικά
τα θαύματα τού κόσμου σκόρπια στα καθημερινά μου βήματα κρυμμένα στ᾿ ολοφάνερο σε αυτονόητο μεταμφιεσμένα. Κοιτάζω εκστατικά τα μυστικά και θαύματα, ηδονικά διαβάζω λέξη-λέξη το αιώνιο παραμύθι τής ζωής κι εγώ ταγμένος να προσθέτω μια φράση εδώ ένα στίχο παρακάτω, σαν έτσι να εξορκίζω τον πόνο και τον θάνατο. Σαν έτσι να πιστεύω το ωραίο ψέμα ένα χάδι ή ένα χαμόγελο πριν σβήσουν όλα στο σκοτάδι. |
ΦΛὈΓΑ ΑΠ᾿ ΤΗ ΣΤΆΧΤΗ (2017)
Ασκήσεις ματαιότητας
|
Γιορτάζω
|
Μοναχικός και αδύναμος
γράφω μάταιες λέξεις λέξεις βουβές και χάρτινες για κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάζουν. Γράφω για τούς απόκληρους και για τούς καταδικασμένους· γράφω αν και γνωρίζω πως η οδύνη ακυρώνει κάθε συνδυασμό των λέξεων κάθε αθώο ποίημα κι όταν ακόμη εκείνο σφίγγει τη γροθιά του κι όταν ακόμη ανώφελα δακρύζει. |
Δεν θ᾿ απομείνει
ούτ᾿ ένας στίχος μια λέξη ελάχιστο ένα ίχνος στην κινούμενη άμμο. Υμνώ λοιπόν το φως μπροστά στην προαιώνια νύχτα γιορτάζω το δευτερόλεπτο τής ύπαρξης γράφοντας δακρυσμένα ποιήματα. Κάθε βιβλίο μου στην άβυσσο τού τίποτα είναι ένα πείσμα μια περηφάνια μια χειραψία με τη ματαιότητα και το ανεξιχνίαστο μέλλον. |
Συλλέκτης τραυμάτων
|
Μια άτυχη ζαριά
|
Από την εποχή τής αθωότητας
υπήρξα ακούσιος συλλέκτης στο μέτωπο ή το σώμα στο κέντρο ιδίως τής καρδιάς. Απέκτησα λοιπόν μια πλούσια συλλογή και όσο κι αν τα νόμιζα θανάσιμα έμαθα τελικά να επιβιώνω με τα πολλά μου τραύματα. Κατάπληκτος αργότερα ανακάλυψα ότι καμιά φορά τα τραύματα έχουν στενή συγγένεια με το φως, κατάπληκτος διαπίστωσα ότι απ᾿ τα γονίδια πιο πολύ κι απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή, είμαι τα τραύματά μου. |
Τι όνειρο ήταν κάποτε,
τι πάθος, η περιπέτεια τής ζωής. Η γνώση πάνω απ᾿ όλα να ταξιδέψουμε να ερωτευτούμε ν᾿ ανακαλύψουμε τον κόσμο. Πενήντα χρόνια αργότερα με όλα όσα ζήσαμε με αιώνια αναπάντητα τα εφηβικά μας ερωτήματα και με τη φλόγα που δεν λέει να σβήσει, δεν έχουμε καταλάβει τίποτα, υπήρξαμε ένα τίποτα μια σύμπτωση ένα λάθος ή ένα παραμύθι που ψιθυρίζει η θάλασσα στην άμμο ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα μια άτυχη ζαριά. |