Μανουσάκης Γιώργης (1933-2008)
Ανθολόγηση ποιημάτων.
Η Ανθολόγηση έγινε από το βιβλίο "ΤΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ" ΓΙΏΡΓΗΣ
ΜΑΝΟΥΣΆΚΗΣ 1967-2007 εκδόσεις Κίχλη.
Από τη συλλογή "ΜΟΝΌΛΟΓΟΙ"
ΦΥΓΉ
|
ΣΤΑΥΡΩΜΈΝΟΣ
|
Διαβάζει τάχα ή μήπως κρύβεται
πίσω απ᾿ τούς τοίχους των τυπωμένων σελίδων; Να ζήσει στα κράσπεδα τής ιστορίας κάποιων άλλων μια και δεν έχει δική του ιστορία. Κι όταν εξαντληθεί η χίμαιρα ξαναβρίσκει τον φτωχό εαυτό του ξεβρασμένο στο κάθισμα πιο τρωτόν από τ᾿ αγκάθια τής πραγματικότητας. (1960) |
Θα ᾿θελα να ᾿μουν η Βροχή.
Ήσυχα, δίχως σκέψεις, θα ᾿πεφτα στη γη και θα κοιμόμουν στα σπλάχνα της. Θα ᾿θελα να ᾿μουνα το Δέντρο. Θ᾿ ανέμιζα θριαμβικά πράσινα φλάμπουρα και θα ᾿δενα σε χρυσούς καρπούς το σπόρο τού ήλιου. Θα ᾿θελα να ᾿μουν το Πουλί. Θα ᾿πλεα μεθυσμένο στον απέραντο ουρανό και θα τον έκανα πιο φωτεινό με το τραγούδι μου. Μα είμ᾿ ο Άνθρωπος. Έχω στην κάθε μου παλάμη ένα καρφί και κρέμομαι σ᾿ ένα σταυρό καταμεσής τού κόσμου. (1960) |
ΣΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΌ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΆΦΟ
|
ΕΡΗΜΙΆ
|
Αχανής έρημος η μάντρα
με τα ξεθωριασμένα πάνινα καθίσματα. Η φθινοπωρινή ψύχρα έκανε τις ακακίες ν᾿ ανατριχιάζουνε. Δυο φύλλα κίτρινα πέσαν απάνω στα καθίσματα. Οι λιγοστές πλάτες ακίνητες περίμεναν στωικά να βγούνε τα πλάσματα τού ονείρου. Περνούσαν οι ώρες, ήρθε η αυγή και κανείς ίσκιος δεν ετάραξε τη λευκότητα τού πανιού. Τα πλάσματα τής φαντασίας κρυώνανε. Πώς ν᾿ αφήσουν τη θαλπωρή τής ανυπαρξίας μια τέτοια νύχτα; (1960) |
Ολόγυρά μου άνθρωποι
χιλιάδες άνθρωποι γύρω μου και κοντά μου. Κοίτα τους πώς μιλούν: Ανοιγοκλείνουν τα χείλη δίχως να βγάνουν ήχο. Γελούν δίχως γέλιο. Έχουνε μάτια σαν των αγαλμάτων πού δεν κοιτάζουν πουθενά. Το βλέμμα μου συντρίβεται πάνω στην αδιαφορία τού δικού τους. Τούς απλώνω το χέρι κι αυτοί όλο μακραίνουν. Κουλουριάζομαι. Σφίγγω το χέρι το δικό μου αγκαλιάζω το κορμί το δικό μου μιλώ στον εαυτό μου παραμιλώ. (1963) |
ΕΠΙΤΎΜΒΙΑ
|
ΚΛΆΜΑ
|
Εσύ πού διαβάζεις τούτους τούς στίχους
περπατάς σ᾿ ένα κοιμητήρι. Κάθε ποίημα και μια πλάκα επιτύμβια. Ενθάδε κείνται τα βουβά άλγη κι οι ανεπούλωτες πληγές μου οι επαίσχυντες φυγές κι οι πικρές μου ήττες τα μαύρα κοπάδια από τις αγωνίες και τούς φόβους μου. Θέλησα να εξευμενίσω τούτους τούς νεκρούς θάβοντάς τους κάτω από τα «σήματα» των στίχων μα δεν μπόρεσα ν᾿ αποκόψω την αρτηρία πού έμεινε ν᾿ αρδεύει με το αίμα μου τα σώματά τους. Συχνά βγαίνουν από τούς τάφους και ταράζουν τις νύχτες μου. Βρίσκομαι πάντα στο έλεος των νεκρών μου. (1967) |
Όταν μέσα μου αρχίζει να κλαίει
ο γελασμένος έφηβος για ό,τι δε χάρηκε ο άντρας με τίποτα πια δεν μπορώ να τον παρηγορήσω. Τι να τού πω πού όλα τα εμπιστεύτηκε στη γνώση και στη δύναμή μου κι εγώ στάθηκα ανάξιος τής τυφλής πίστης του; Τον αφήνω να κλαίει με τα μάτια μου κι είναι τα δάκρυα τούτα τ᾿ αργοπορημένα, ωσεί θρόμβοι αίματος. 1967 |
ΜΟΥΣΕΊΑ
Δεν αγαπώ τα μουσεία.
Τ᾿ αγάλματά τους με πιέζουν απ᾿ ολόγυρα
με τη μαρμάρινη αιωνιότητά τους
απειλούν να συνθλίψουν
το μαλακό κορμί μου.
Δεν αντέχω την ευτυχισμένη αδιαφορία
των ακίνητων βλεμμάτων τους.
Είμ᾿ ένας περαστικός άνθρωπος
που δε θα κερδίσει ποτέ
την αλύγιστη μακαριότητα τής Αθανασίας.
(1963)
Τ᾿ αγάλματά τους με πιέζουν απ᾿ ολόγυρα
με τη μαρμάρινη αιωνιότητά τους
απειλούν να συνθλίψουν
το μαλακό κορμί μου.
Δεν αντέχω την ευτυχισμένη αδιαφορία
των ακίνητων βλεμμάτων τους.
Είμ᾿ ένας περαστικός άνθρωπος
που δε θα κερδίσει ποτέ
την αλύγιστη μακαριότητα τής Αθανασίας.
(1963)
Από τη συλλογή "ΤΟ ΣΏΜΑ ΤΉΣ ΣΙΩΠΉΣ"
ΤΑ ΠΝΕΎΜΑΤΑ TOΎ ΒΥΘΟΎ
|
ΜΌΝΟ Η ΜΟΝΑΞΙΆ
|
Στον προθάλαμο τού ύπνου
σα διώξουνε το φως τα πρόθυμα ματόφυλλα λικνισμένα από τούς απαλούς κυματισμούς τού σκοταδιού αρχίζουν ν᾿ αναδεύονται τα πνεύματα τού βυθού. Ήχοι γνώριμων φωνών σπασμένοι σπόνδυλοι από φράσεις που θα θέλαμε να ξεχάσομε βλέμματα επιτιμητικά χαμόγελα γριφώδη. Στον προθάλαμο τού ύπνου το ζεστό σκοτάδι επωάζει τούς σκορπιούς των σφαλμάτων μας τούς μονήρεις ερωδιούς των ονείρων μας τούς φυγάδες ναυτίλους πόθους μας. Πλήθη βαθύβιων ίσκιων τρυπώνουν στον ύπνο ανοίγοντας μυστικές γαλαρίες και λεηλατούν τη λυσίπονη νάρκη μας. Το πρωί ξαναγυρίζουν στις κρύπτες τους καραδοκώντας το καινούριο σκοτάδι ενώ εμείς αναδυόμαστε στο φως διάτρητοι από τα πνεύματα τού βυθού. Από τα "Ενδόμυχα" Λυσίπονη: αυτή που ανακουφίζει από τον πόνο. |
Τα βλέμματά τους αδιάκοπα με φθείρουνε
πλανίζουν τις ακμές μου, τις γωνιές που συνθέτουν τη φυσιογνωμία μου. Λίγο λίγο η μορφή μου στρογγυλεύει όσο να μοιάσει με τη δική τους — ένα λείο απρόσωπο πρόσωπο. Τα λόγια κι οι χειρονομίες τους σωρεύουν ολοένα προσχώσεις στους πιο ισκιερούς μυχούς τής ψυχής μου, θάβουνε κάτω από στρώματα τρυφηλής άμμου τα άντρα οπού γεννιούνται οι φωνές των εγκάτων. Μόνο η μοναξιά μού δίνει τ᾿ αληθινό σχήμα μου. Αυτή είναι το σκληρό σίδερο που πελεκά ανελέητο το εσωτερικό μου τοπίο είναι το δραστικό οξύ που κατατρώγει ό,τι αλλότριο ό,τι μαλακό και ψεύτικο, αφήνοντας μόνο τον αυχμηρό σκελετό των βράχων. Εδώ χουγιάζουν οι άνεμοι τής ερήμου. Εδώ μορφάζουν οι παιδικοί εφιάλτες και οιμώζουν οι αείζωες εφηβικές οδύνες. Εδώ η δίψα κι η στέρηση σχεδιάζουν στα βάθη των οριζόντων αντικατοπτρισμούς ανύπαρχτων παραδείσων. Εδώ μαθαίνω ν᾿ ανασύρω από την καρδιά τής κρυσταλλωμένης σιωπής τα πιο βαθιά μου τραγούδια. Από τα "Ενδόμυχα" |
Ο ΣΥΛΛΈΧΤΗΣ
|
ΕΠΊΛΟΓΟΣ
|
Μαζεύω θραύσματα ονείρων.
Ακόμη κι εκείνα τα ελάχιστα διατηρούν πάντα κάτι απ᾿ την ανεπανάληπτη ομορφιά των χρωμάτων τους την αμόλευτη αγνότητα τής διάφανης ύλης τους οπού ιριδίζει το φως. Συχνά έχω κλείσει στο λογισμό μου το τέλειο σχήμα ενός ακέριου ονείρου. Μα είν᾿ όλα τους τόσο εύθραυστα. Ο πιο ανεπαίσθητος κραδασμός κάποτε ή ίδια ή ανάσα μου τα θρυμματίζει. Περιορίζομαι να συλλέγω τα θραύσματα. Από τα "Ενδόμυχα" |
Οι λέξεις είναι πρίσματα
πού με διαθλούνε· καθένας βλέπει άλλο χρώμα τού φάσματος Αν μπορούσα να γράφω τούς στίχους μου με φθόγγους σιωπής ίσως κάπου κάπου κανένας κατόρθωνε εισχωρώντας στην αδιαπέραστην ύλη να με συναντήσει ατεμάχιστο Από τις "Απηχήσεις" |
Από τη συλλογή "ΤΡΊΓΛΥΦΟ" - "Οι μέρες τής φωτιάς - Κύπρος 1974"
Η ΒΙΑΣΜΈΝΗ
|
ΤΟ ΣΠΊΤΙ
|
Τον πρόσμενα μια νύχτα
βαριά από μύρα πορτοκαλανθών με το φεγγάρι να χρυσώνει το προσκέφαλό μου. Μιαν από κείνες τις νυχτιές τις ανοιξιάτικες τις βασανιστικές, που απλώνονται τα χέρια στο χλιον αέρα ικετεύοντάς τον να πάρει σχήμα αντρίκειου σώματος. Μα ήτανε μέρα τού κατακαλόκαιρου μ᾿ ένα ήλιο που ξεθώριαζε κάθε σκιά. Πολλά τα χέρια που με κράτησαν ακίνητη κι αμέτρητα τα διασταλμένα μάτια που με γύμνωναν από την αιδώ μου. Κι ήταν η βάναυση βιαιότητα κορμιών συγκεντρωμένων στο δικό τους σφάδασμα κι ο πόνος που ξερίζωνε απ᾿ τα μυστικά μου βάθη την προσδοκία και τα όνειρά μου και με παράδινε άδεια και κουρελιασμένη στο γυμνό φως τ᾿ ανελέητο. Ποτέ δε θα ξανακοιτάξω το φεγγάρι. Από τις "Οι μέρες τής φωτιάς- Κύπρος 1974" |
Το σπίτι εκείνο ήτανε τ᾿ όστρακό μου.
Μαζί γερνούσαμε. Είχαμε τις ίδιες ρυτίδες με τούς τοίχους, το ίδιο σκέβρωμα με τα παραθυρόφυλλα. Στο ξύλινο ταβάνι τη νύχτα τρίζαν οι αναστεναγμοί μου και στα τενεκεδένια λούκια ηχούσανε στο σκοπό τής βροχής τα νεανικά μου γέλια. Τού υπνοδωμάτιου η ταπετσαρία διατηρούσε το ξεθωριασμένο τριανταφυλλί των κοριτσίστικων ονείρων μου. Τώρα νιώθω απογυμνωμένη. Δεν έφερα στης προσφυγιάς τον τόπο άλλο από έν᾿ άρρωστο κορμί, αδειασμένο από την περασμένη μου ζωή. Το κρύο ή το ηλιόκαμα με φθείρουν με ρυθμό επιταχυνόμενο. Νιώθω να λιγοστεύω κάθε μέρα μέσα σε τούτη τη σκηνή πού το πανί της κόλλησε στο δέρμα μου σαν το ποκάμισο τού Νέσσου και με καίει. |
Από τη συλλογή "ΤΡΊΓΛΥΦΟ" - "ΣΥΝΆΝΤΗΣΗ"
Στην Κική
Ναι. Εγώ ζούσα στην ερημιά μου.
Εσύ ζούσες στο παραμύθι σου.
J.R. JIMENEZ
Ναι. Εγώ ζούσα στην ερημιά μου.
Εσύ ζούσες στο παραμύθι σου.
J.R. JIMENEZ
γ᾿
Κάποτε σπάζει μια λέξη απ᾿ τη μέσα της πίεση. Φέγγει σαν πυροτέχνημα δείχνοντας λεπτομέρειες άγνωστες απ᾿ το νυχτερινό τοπίο. Ένα βλέμμα ανάβει κάποια στιγμή σα φανάρι μέσ᾿ στο σκοτάδι. Μια χειρονομία χαράζει μονοπάτι στον αγκαθότοπο. Προχωρείς με παράτολμο θάρρος ακλουθώντας το φως. Δε στοχάζεσαι τη στιγμή πού θα σβήσει και θα μείνεις μονάχος μέσ᾿ στην άγνωστη έρημο. |
δ᾿
Ζεστά είναι μέσ᾿ στο μυστικό θαλάμι εκεί πού ή άλλη ύπαρξη γίνεται διάφανη. Πλάι σου απαλά θροεί μια ανάσα στον ίδιο το ρυθμό με τη δική σου. Οικείες φωνές σού ψιθυρίζουν σκέψεις πού θα ᾿λεγες πως αναβλύζουν από σένα. Σα να ᾿χει σπάσει το περίγραμμά σου ρέεις και διαχύνεσαι προς την πηγή τού θάλπους με την αίσθηση αναλώματος ευτυχισμένου. Η πρόσκρουσή σου στη γυμνή επιφάνεια σε ξαφνιάζει. Δεν την περίμενες την αποχώρηση τού άλλου, τη φυγή πίσω απ᾿ την αμφιβολία το κρύψιμό του σ᾿ άγνωστο λαγούμι. Θα χρειαστεί να ξεκινήσεις από την αρχή. |
ε᾿
Φανερωνότανε και πάλι αποχωρούσε. Έφευγε πίσω από το βλέμμα της το χαμογέλιο της γινότανε προπέτασμα για να γλιστρήσει μέσ᾿ από τα χέρια μου. Κρυβότανε πίσω από φράσεις όμοιες με πινακίδες πού η καθεμιά τους δείχνει σε διαφορετική κατεύθυνση. Ξάφνου ανακάλυπτα πώς περπατούσα στο δρόμο μόνος μου, πλάι σ᾿ ένα προσωπείο πού το ᾿χε λαξέψει το φεγγάρι, σε χρώμα λεμονιού. |
στ᾿
Ποιο τάχα από τα χίλια χάδια είχε τη δύναμη να σε κρατήσει; Ποιο φιλί από το πλήθος των φιλιών; Κάποια στιγμή τα λόγια βγαίνανε χωρίς περίτεχνους σχηματισμούς αδιαφορώντας για το κρύψιμο τής γύμνιας τους λαχανιασμένα λόγια πού κουτρουβαλούσαν στα σκαλοπάτια τής νύχτας. Ανάμεσα στα βλέφαρα η ματιά κουλουριαζότανε γυρίζοντας στα μέσα έσκιζε μόνη της το παραπέτασμα φανερώνοντας σε βάθος απέραντο μια γκρίζα ερημιά πορφυρωμένη από πυρές ανταύγειες πυρκαγιάς. |
ζ᾿
Κάποτε αρχίζει να μιλεί το αίμα στις φλέβες. Άλλες φωνές ακούονται πλάι στο λάλημα τής γλώσσας τυλίγουνται σαν τον κισσό γύρω στις λέξεις πού αντηχούν αλλιώτικα μ᾿ ήχο βαθύ. Το νιώθεις; Βλέπω παράξενους φωσφορισμούς στα μάτια σου. Μη δοκιμάζεις ν᾿ ακινητήσεις το χώμα· οι δονήσεις έρχουνται από πολύ βαθιά. Αφέσου στους λικνισμούς πού μάς πηγαινοφέρνουν στο βράχο τούτο, πλάι στη φουσκοθαλασσιά. Το αίμα έχει το δικό του κώδικα. Ίσως η συνεννόηση να ᾿ναι πιο εύκολη με τούτη τη γλώσσα πού μόνη της πλάθεται από μικρές τρεμάμενες φωνές και στεναγμούς. |
η᾿
Τις μεταμεσονύχτιες ώρες τα μάτια σου γεμίζουν άστρα την ώρα πού η παλάμη καίει κι ο αέρας τρίζει σα να διαστέλλεται απ᾿ τής αναπνοής την αυξανόμενη ένταση. Τής φωνής σου ο ψίθυρος μ᾿ οδηγεί σε δάση με υγρά φυλλώματα σε σκοτεινές στοές με ξαφνικές εκρήξεις πολύχρωμων ήλιων σε λικνιστικά θαλάσσια κύματα |
Από τη συλλογή "ΤΑΡΙΧΕΥΤΉΡΙΟ ΠΟΥΛΙΏΝ"
Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΜΈΤΡΩΝ
|
ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ ΑΝΑΠΛΉΡΩΣΗΣ
|
Ποτέ δεν ήταν ριψοκίνδυνος.
Στα σύνορα κάθε επικράτειας σταματούσε πάντα αναποφάσιστος. Λογάριαζε πόσα είχε να περάσει ώσπου να μπει στην ενδοχώρα: Τούς αγκαθωτούς φράχτες των βλεμμάτων την έρημο τής σιωπής τούς βάλτους των κρυφών λογισμών τα δάση των αμφίδρομων αισθημάτων. Τον τρομάζανε τ᾿ άγνωστα ενδεχόμενα. Έτσι ποτέ δεν προχώρησε στην αβέβαιη περιοχή. Ποτέ δε σίμωσε το ζεστό πυρήνα τον παλλόμενο τη μυστική ρευστήν ουσία που καρτερεί τ᾿ άγγιγμα για να γίνει τραγούδι και φως. Έμεινε ο δισταχτικός των περιμέτρων. 1970 |
Όταν ή μόνωση γίνεται ασφυκτική,
αποκολλώντας ισχνές γραμμές από το μαύρο τής νύχτας, σχεδιάζει στο γύρω του κενό ιδανικά ανθρώπινα σχήματα μορφές πρόθυμες για τη μύχια συνάντηση τη μυστική. Εκούσια ολισθαίνει ως την παραίσθηση. Σκηνοθετεί συνομιλίες κι εκμυστηρεύσεις, περιδινήσεις σε στροβίλους παθών. Ποτέ δεν ξεφεύγει απ᾿ το χώρο τής ένδειας. Το ξέρει: Ο μεσονύχτιος θίασος δεν είναι παρά ίσκιοι πικρές καταβολάδες τής εσώτερής του ερημιάς. (1970) |
Η ΝΕΚΡΉ ΖΏΝΗ
|
ΟΙ ΆΓΚΥΡΕΣ
|
Απ᾿ όταν ένιωσε την ανάγκη να υπερβεί
το κλειστό του περίγραμμα, το φράγμα υπήρχε γύρω του σαν ένα πλαστικό κέλυφος σα μια νεκρή παγερή ζώνη αδιαπέραστη. Κάθε απόπειρα εξόδου συντρίβουνταν πάνω στο τείχος τού κενού. Τώρα σταμάτησε τον μάταιον αγώνα. Κατάχτησε την παραδοχή. Εγκάθειρκτος στον αόρατο κύκλο διατηρείται στη ζωή ξοδεύοντας τα τελευταία υπολείμματα από τη θέρμη τής καρδιάς του. (1970) |
Στη σπηλιά τής σιωπής γαληνεύει.
Αγγίζει με τα μάτια τα έπιπλα τα γνώριμα βιβλία, τα παλιά αντικείμενα και δέχεται τη μετάγγιση τής ήρεμης σιγουριάς των. «Τούτα είν᾿ οι άγκυρές μου», συλλογίζεται «πού με κρατούν πάνω στη ρέουσα επιφάνεια· είναι τα σταθερά σημεία οπού αγκιστρώνω τις ισχνές μου ρίζες. Δίχως αυτά θε να ᾿μουν έρμαιο των ανέμων». Δε θέλει να σκεφτεί την ώρα τής αποκοπής τότε πού όλα αρνούνται να σ᾿ ακολουθήσουν στο σκοτεινό βάραθρο. (1970) |
ΗΡΕΜΊΑ
|
ΜΕΛΛΟΦΑΝΉΣ
|
Στη σιγή τού δωμάτιου
κανείς ήχος ή ψίθυρος. Όλ᾿ ακίνητα μοιάζουν κορεσμένα από αιωνιότητα. Μη σε ξεγελά η ηρεμία. Κρυφά δουλεύει ή φθορά. Ρωγμές αδιόρατες χαράζουν τούς τοίχους. Το σαράκι τρώει το ξύλο η υγρασία το μέταλλο. Το μέλλον επωάζει τη μέρα τής ερείπωσης. (1971) |
Στο Βασίλη και στον Διονύση
β᾿ Οι ίδιες κουβέντες, οι γνωστές κινήσεις. Όμως ποιες τάχα απ᾿ τις σκέψεις σου είναι μόνο δικές σου; Ποια απ᾿ τις χειρονομίες, ποιο απ᾿ τα χαμόγελα; Το ελάχιστο πού σαλεύει ανεπαίσθητα στον εσώτατό σου μυχό επεμβαίνει στα λόγια σου γλιστρά στη ματιά σου στου χεριού σου την κίνηση θέλοντας να μιλήσει κι εκείνο μέσ᾿ από τη βαθειά φυλακή του. Μπερδεύομαι. Τι πια από σένα είναι δικό σου και τι τού άλλου τού αναμενόμενου; (1977) |
ΤΑΡΙΧΕΥΤΉΡΙΟ ΠΟΥΛΙΏΝ
Ι
Φτερούγες ανοιχτές δίχως πέταγμα
ανήσυχες κινήσεις δίχως σάλεμα.
Αγκυλωμένα τα μέλη, ξεραμένα
τα βλέμματα. Απ᾿ τα μισάνοιχτα
ράμφη στάζει βαρειά ή σιωπή.
Πίσω απ᾿ τη γυάλινη πόρτα
έχει παγώσει ο χρόνος.
Που πήγε ή μουσική τόσων κελαϊδημάτων;
Το θρόισμα τόσων φτερών;
Μάταιη των χρωμάτων η χλιδή
και το μελετημένο ζύγιασμα των στάσεων.
Μ᾿ όλο το στολισμό τού προσωπείου
σ᾿ αναγνωρίζω, παντοκράτορα Θάνατε.
Εσύ ᾿σαι ο συνθέτης τής απόλυτης σιγής
εσύ ο γλύπτης τής πιο τέλειας ακινησίας.
Φτερούγες ανοιχτές δίχως πέταγμα
ανήσυχες κινήσεις δίχως σάλεμα.
Αγκυλωμένα τα μέλη, ξεραμένα
τα βλέμματα. Απ᾿ τα μισάνοιχτα
ράμφη στάζει βαρειά ή σιωπή.
Πίσω απ᾿ τη γυάλινη πόρτα
έχει παγώσει ο χρόνος.
Που πήγε ή μουσική τόσων κελαϊδημάτων;
Το θρόισμα τόσων φτερών;
Μάταιη των χρωμάτων η χλιδή
και το μελετημένο ζύγιασμα των στάσεων.
Μ᾿ όλο το στολισμό τού προσωπείου
σ᾿ αναγνωρίζω, παντοκράτορα Θάνατε.
Εσύ ᾿σαι ο συνθέτης τής απόλυτης σιγής
εσύ ο γλύπτης τής πιο τέλειας ακινησίας.
Από τη συλλογή «ΧΏΡΟΙ ΑΝΑΠΝΟΉΣ" - "ΜΝΉΜΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΈΣ"
ΤΈΣΣΕΡΕΙΣ ΕΡΩΤΙΚΈΣ ΣΤΙΓΜΈΣ
I
Η φωνή σου είναι μια μουσική. Με παρασύρουν οι τόνοι της· κάθομαι και παρακολουθώ πώς ανεβαίνουνε και κατεβαίνουν, το μελωδικό κουδούνισμα κάποιου συμφώνου πού απόμεινε πίσω από τη σειρά των λόγων και ηχεί μόνο του τόσο γλυκά σαν καμπανούλα από κρύσταλλο. Με ρωτάς κάτι και τα χάνω· δεν άκουγα τι έλεγες. Μεθούσα με τη μουσική τής φωνής σου. |
III
Σηκώθηκες από κοντά μου. Ακούω τα γυμνά σου πέλματα στην επαφή με το πάτωμα, το θρόισμα τής φούστας καθώς χαϊδεύει τις γάμπες σου. Ακολουθώ με τη σκέψη μου την κάθε σου κίνηση. Η ακοή μου είν᾿ ένα σκυλάκι πού σ᾿ έχει πάρει από πίσω. |
ΑΝΆΛΗΨΗ
Μ᾿ είχε κοιτάξει μ᾿ ένα βλέμμα
μενεξελί κάτω απ᾿ τον ήλιο.
Είχε περάσει πλάι μου τόσο κοντά
που η γύμνια της μ᾿ είχε δροσίσει.
Κοίταζα τη διπλή σειρά των πατημάτων της
στην άμμο, ώσπου δεν έβλεπα
πια ίχνη. Είχαν οι φτέρνες ανασηκωθεί
κι ανέβαινε ένα ένα τα σκαλιά
τού μεσημεριού, ώσπου χάθηκε
πίσω από κάποιο συννεφάκι
που το ᾿χε φέρει πάνω από τον κόρφο
το μελτέμι.
μενεξελί κάτω απ᾿ τον ήλιο.
Είχε περάσει πλάι μου τόσο κοντά
που η γύμνια της μ᾿ είχε δροσίσει.
Κοίταζα τη διπλή σειρά των πατημάτων της
στην άμμο, ώσπου δεν έβλεπα
πια ίχνη. Είχαν οι φτέρνες ανασηκωθεί
κι ανέβαινε ένα ένα τα σκαλιά
τού μεσημεριού, ώσπου χάθηκε
πίσω από κάποιο συννεφάκι
που το ᾿χε φέρει πάνω από τον κόρφο
το μελτέμι.
Από τη συλλογή «ΧΏΡΟΙ ΑΝΑΠΝΟΉΣ" - "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΆ"
Ο ΤΟΊΧΟΣ
|
ΤΟ ΒΛΈΜΜΑ ΤΩΝ ΆΣΤΡΩΝ
|
Ό γερο - ξεροτρόχαλος προσφέρει
χίλιες τραχιές προεξοχές στο χάδι τού ήλιου και σ᾿ άλλα τόσα βαθουλώματα φυλάει τον ίσκιο. Μοιάζει σα να μην έχει μυστικά, μα κρύβει ανομολόγητες αγάπες στους αρμούς του, οπού φωλιάζουν έντομα κάθε λογής, πουλιά και σαύρες. Όμοια με τις αγάπες του κι η θύμηση των δυο ροζιάρικων χεριών πού τόνε χτίσανε πέτρα την πέτρα. (1988) |
Ψυχρό είναι των άστρων το βλέμμα
σταλαγματιά από μάτια ίσως νεκρά ενός παμπάλαιου αιώνα πού ο σκελετός του πλαγιάζει στο κοιμητήρι τής Ιστορίας. Το βλέμμα ταξιδεύει στο άπειρο αποκομμένο απ᾿ την πηγή του. Φως αιχμηρό και κρύο πού ίσως θα φέγγει κι όταν στερέψουν τα δικά μας μάτια. (1982) |
Από τη συλλογή "ΣΤ᾿ ΑΚΡΩΤΉΡΙΑ ΤΉΣ ΎΠΑΡΞΗΣ"
ΑΠΟΛΟΓΊΑ
|
ΑΝΑΧΩΡΗΤΉΣ
|
Σ᾿ όποιον από τούς τρεις
Θα ᾿ρθει ή ώρα πού θα μού πεις: «Γιατί μ᾿ έβγαλες απ᾿ την ασφάλεια τού μηδενός γιατί μ᾿ έκλεισες στην ειρκτή τής ύπαρξης, γιατί με κάρφωσες στο σταυρό τού χρόνου;» Τι θ᾿ απαντήσω τότε εγώ, ο ένοχος; «Σε θέλησα για συντροφιά στη μοναξιά μου;» «Σε κάλεσα για επιβεβαίωση τής δύναμής μου, τού ποιεἰν ανθρώπους;» «Σε πόθησα για να προεκταθώ στο μέλλον, ο πρόσκαιρος;» Δίκαια με κατηγορείς, όπως κι εγώ κατηγόρησα κάποτε τούς γονείς μου. Κι όταν εζήτησα ν᾿ ακούσω την ετυμηγορία τού δικαστή, Εκείνος (μια φωνή δίχως πρόσωπο) ανάκραξε απ᾿ τη συμπαντική απεραντοσύνη: «Αθώος ο δούλος μου ο πιστός, δική μου η ευθύνη!» από το μέρος "ΟΙ ΆΛΛΟΙ ΚΙ ΕΜΕΊΣ" |
Είπα: Δε θέλω να σάς ξέρω.
Δε συμμετέχω στη ζωή σας μένω μακριά από τα εγκλήματά σας τις σφαγές και τούς ανδραποδισμούς των συνανθρώπων σας. Θα κατοικήσω εδώ, σε τούτη την καλύβα μακριά από κάθε ποταπό πέρα απ᾿ ό,τι ατιμάζει τον άνθρωπο. Μόνος με τις αέτιες σκέψεις των σοφών με τα ζεστά, ευγενικά αισθήματα των ποιητών. Όμως πούθε έρχεται τούτο το αίμα που γλιστρά κάτω από την πόρτα μου; από το μέρος "ΟΙ ΆΛΛΟΙ ΚΙ ΕΜΕΊΣ" |
ΠΡΏΤΗ ΑΓΆΠΗ
|
ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ
|
Αν την είχες αγγίξει
θα ᾿νιωθες ακόμη στα χείλη σου και στη φωλιά τής παλάμης τη σάρκινη ύπαρξή της. Όμως κι εκείνη θα μαραινόταν μαζί με το σώμα σου θα γερνούσε όμοια μ᾿ εσένα. Τώρα λάμπει πανέμορφη πάντα πλέοντας στο φως των ματιών σου των άλλων ματιών των αγέραστων πού θεώνται τον άπειρο χρόνο. Από το μέρος "ΟΙ ΑΝΤΙΦΆΣΕΙΣ ΤΟΎ ΈΡΩΤΑ" |
Μέσ᾿ από τον καθρέφτη
με κοιτάζει ο εαυτός μου. Φτάνουνε πια τα ψέματα. Πίσω από τον καθρέφτη κρύβεται κάποιος άλλος. Ο αεί κρυπτόμενος ο διαρκώς σιωπηλός. Με μια πέτρα σπάζω το κρύσταλλο. Κομματιασμένος, σπαραγμένος με κοιτάζει πάντα ο εαυτός μου. Από το μέρος "ΤΑ ΑΙΝΊΓΜΑΤΑ ΤΟΎ ΚΌΣΜΟΥ" |
Η ΠΡΟΠΈΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΆΤΩΝ
Μη μού δίνετε λοιπόν πράγματα.
Τι να τα κάνω, αν μείνουν ύστερα από μένα;
ΚΏΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΌΠΟΥΛΟΣ
Γέρασε πια και το ξέρει.
Ό,τι πιάνει στα χέρια της έχει
μιαν απάνθρωπη νεότητα.
Καμαρώνει γι᾿ αυτήν, τη διακηρύττει
είναι σίγουρο για τη διάρκειά του.
Πώς ν᾿ ανεχθείς από τα πράγματα
τόση προπέτεια, τόσο θράσος
όταν προπάντων ξέρεις
πώς η δική σου λήξη είν᾿ εγγύς;
Περιορίζεται λοιπόν στα εντελώς
απαραίτητα. Κι ει δυνατόν
στα πιο λιγόζωα. Στις εφημερίδες
στα πλαστικά ποτήρια
στα παλιά ρούχα, τα φθαρμένα.
Τα χρησιμοποιεί χωρίς οίκτο.
Τα τραβά, τα χτυπά
να σπάσουν, να σκιστούν, να προλάβει
να τα πετάξει, να μην επιζήσουν
τής δικής της ζωής τής τόσο εύθραυστης.
Από το μέρος "ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΚΡΎΟ"
Τι να τα κάνω, αν μείνουν ύστερα από μένα;
ΚΏΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΌΠΟΥΛΟΣ
Γέρασε πια και το ξέρει.
Ό,τι πιάνει στα χέρια της έχει
μιαν απάνθρωπη νεότητα.
Καμαρώνει γι᾿ αυτήν, τη διακηρύττει
είναι σίγουρο για τη διάρκειά του.
Πώς ν᾿ ανεχθείς από τα πράγματα
τόση προπέτεια, τόσο θράσος
όταν προπάντων ξέρεις
πώς η δική σου λήξη είν᾿ εγγύς;
Περιορίζεται λοιπόν στα εντελώς
απαραίτητα. Κι ει δυνατόν
στα πιο λιγόζωα. Στις εφημερίδες
στα πλαστικά ποτήρια
στα παλιά ρούχα, τα φθαρμένα.
Τα χρησιμοποιεί χωρίς οίκτο.
Τα τραβά, τα χτυπά
να σπάσουν, να σκιστούν, να προλάβει
να τα πετάξει, να μην επιζήσουν
τής δικής της ζωής τής τόσο εύθραυστης.
Από το μέρος "ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΚΡΎΟ"
Από τη συλλογή "ΣΠΑΣΜΈΝΑ ΑΓΆΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΒΌΤΑΝΑ"
από το μέρος "ΣΠΑΣΜΈΝΑ ΑΓΆΛΜΑΤΑ"
ΠΗΝΕΛΌΠΗ
Απ᾿ το δωμάτιό της τούς ακούει
να βρίζουνε τούς δούλους, να χασκογελούν
πρόστυχα, να τσακώνονται και σκέφτεται:
«Σαν τι μπορώ να κάμω μια γυναίκα αδύναμη
μόνη μου, μ᾿ ένα γιο παιδάριο ακόμη;
Μόνο να περιμένω».
Τούτ᾿ η αναμονή —πιστεύουν όλοι--
στεριώνει μέσα της τη δύναμη
και κάνει ακλόνητη την άρνησή της.
Κανένας δεν υποψιάζεται (μήτε κι ή ίδια)
πόσο ενδόμυχα τη γοητεύει
η επίμονη πολιορκία των μνηστήρων.
Τόσοι άντρες νέοι κι όμορφοι να την κυκλώνουν
κι αυτή ό,τι θέλει να μπορεί ν᾿ αποφασίζει
κι υφαίνοντας - ξυφαίνοντας, μια να τούς δίνει
ελπίδες και μια να τις παίρνει πίσω.
Τούτο το καθημερινό παιγνίδι
δίνει το νόημα στη ζωή της, τη γεμίζει·
κι η ακλόνητη άρνηση ψηλά την ανεβάζει
στα μάτια τού λαού και των αρχόντων.
Να γίνεις ζώντας σύμβολο δεν είναι λίγο.
Όταν γυρίσει πίσω ο Οδυσσέας
θα ξαναγίνει μια γυναίκα σαν τις άλλες.
Και σίγουρα θ᾿ αρχίσει να βαριέται
τις τυπικές δεξιώσεις και τις εμφανίσεις
τις ανιαρές στο πλάι τού βασιλέως συζύγου.
(1980)
να βρίζουνε τούς δούλους, να χασκογελούν
πρόστυχα, να τσακώνονται και σκέφτεται:
«Σαν τι μπορώ να κάμω μια γυναίκα αδύναμη
μόνη μου, μ᾿ ένα γιο παιδάριο ακόμη;
Μόνο να περιμένω».
Τούτ᾿ η αναμονή —πιστεύουν όλοι--
στεριώνει μέσα της τη δύναμη
και κάνει ακλόνητη την άρνησή της.
Κανένας δεν υποψιάζεται (μήτε κι ή ίδια)
πόσο ενδόμυχα τη γοητεύει
η επίμονη πολιορκία των μνηστήρων.
Τόσοι άντρες νέοι κι όμορφοι να την κυκλώνουν
κι αυτή ό,τι θέλει να μπορεί ν᾿ αποφασίζει
κι υφαίνοντας - ξυφαίνοντας, μια να τούς δίνει
ελπίδες και μια να τις παίρνει πίσω.
Τούτο το καθημερινό παιγνίδι
δίνει το νόημα στη ζωή της, τη γεμίζει·
κι η ακλόνητη άρνηση ψηλά την ανεβάζει
στα μάτια τού λαού και των αρχόντων.
Να γίνεις ζώντας σύμβολο δεν είναι λίγο.
Όταν γυρίσει πίσω ο Οδυσσέας
θα ξαναγίνει μια γυναίκα σαν τις άλλες.
Και σίγουρα θ᾿ αρχίσει να βαριέται
τις τυπικές δεξιώσεις και τις εμφανίσεις
τις ανιαρές στο πλάι τού βασιλέως συζύγου.
(1980)