"Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες" τού Μάριου Χάκκα.
Έτσι σαν πρόλογος (ασπρόμαυρο)
(Στο διήγημα αυτό ο Χάκκας αυτοπαρουσιάζεται, δίνει τα "διαπιστευτήριά" του. Το δικό του στίγμα, το δράμα του, και μια ελεγεία για μια χαμένη γενιά)
ΠΈΡΑ μια πάλλευκη Ακρόπολη, λαμπρός Παρθενώνας, Ερέχθειο, Προπύλαια, όλα στο μάρμαρο.
«Είσαι σκυλάκι τού καναπέ. Γαβγίζεις, όμως οι επισκέπτες γνωρίζουν καλά πώς δεν μπορείς να δαγκώσεις».
«Είσαι παράξενος απελευθερωτής καναρινιών πού θα τα φάνε οι γάτες. Το ξέρεις πώς δεν κάνουνε χωρίς κλουβί, η ελευθερία είναι ανασφάλεια. Τι πάσχεις και παιδεύεσαι;».
«Είσαι επιβάτης σε καράβι πού μποτζάρει επικίνδυνα. Από το φινιστρίνι σου πότε βλέπεις τον ουρανό και πότε τη θάλασσα. Εσύ μπερδεύεις επίτηδες το ανοιχτό με το βαθύ γαλάζιο, καταργείς τον ορίζοντα κι ενώνεις τον ουρανό με τη θάλασσα».
«Είσαι ένας ανίατος ιδεοκράτης, μ᾿ αυτή την τάση σου να γενικεύεις, προχωρώντας από το μέρος στο όλο, χωρίς να λαβαίνεις υπ᾿ όψη σου τόπο και χρόνο, καταλήγεις σε μερικές ιδέες φαντάσματα. Μ᾿ αυτές προσπαθείς να εκβιάσεις τα πράγματα, γαβγίζεις, ανοίγεις κλουβιά, μα δεν μπορείς ν᾿ αλλάξεις τα πράγματα, γιατί αυτά τελικά καθορίζουν το δρόμο σου, πάνω σ᾿ αυτά διαρκώς σκουντουφλάς, όπως και μέσα στο διάδρομο τού καραβιού, η όλο καμπύλες πορεία σου είναι απ᾿ το μπότζι κι έχει για ακρότατα όρια τα τοιχώματα τού διαδρόμου».
«Επιτέλους, σταμάτα πια αυτή τη γρίνια. Το έδαφος υπάρχει πάντα κάτω από τα πόδια σου, ένα κάποιο έδαφος για να σταθείς και να υπάρξεις. Πάψε να παριστάνεις τον ξεριζωμένο. Κι έπειτα, ιστορία είναι αυτό πού έγινε κι όχι αυτό πού θάθελες να γίνει».
«Παραδέχομαι πώς οπωσδήποτε γύρω μου υπάρχει ένας χώρος, ένα κάποιο τοπίο, γκραβούρα φθινοπώρου, καψάλα απέραντη, σκουριασμένα πεύκα φορτωμένα σακούλες και κάμπιες».
«Παραδέχομαι ακόμα πώς υπάρχει ένας δρόμος, στα πέλματα φάλαγγα, στις φτέρνες πετροζούλημα μόνιμο, ένας δρόμος φυτεμένος με πέτρες πού τσακίζουν τα δάχτυλα»
«Εδώ ξοδεύτηκε ο χρόνος μου να εξωραΐσω τα πράματα. Έφαγα τη ζωή μου να σιάξω αυτό το τοπίο ν᾿ ανοίξω έναν ανθρώπινο δρόμο. Κατέληξα να πετροβολάω τον αέρα».
«Τόσα χρόνια σ᾿ αυτόν το μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μού χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, πού θα βρεθούνε σαν τα όνειρά μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απ᾿ αυλές, οδούς και στέγες — πούπουλα».
Τώρα, πέρα διαγράφεται καθαρά μια Ακρόπολη γκρίζα, ένας σταχτής Παρθενώνας, Ερέχθειο ξερολιθιά σχιστολίθου, Προπύλαια χρώμα τσιμέντου, κι ο ναός τής Απτέρου Νίκης, κοινός χωμάτινος τάφος για τα σπασμένα φτερά μας...
«Είσαι σκυλάκι τού καναπέ. Γαβγίζεις, όμως οι επισκέπτες γνωρίζουν καλά πώς δεν μπορείς να δαγκώσεις».
«Είσαι παράξενος απελευθερωτής καναρινιών πού θα τα φάνε οι γάτες. Το ξέρεις πώς δεν κάνουνε χωρίς κλουβί, η ελευθερία είναι ανασφάλεια. Τι πάσχεις και παιδεύεσαι;».
«Είσαι επιβάτης σε καράβι πού μποτζάρει επικίνδυνα. Από το φινιστρίνι σου πότε βλέπεις τον ουρανό και πότε τη θάλασσα. Εσύ μπερδεύεις επίτηδες το ανοιχτό με το βαθύ γαλάζιο, καταργείς τον ορίζοντα κι ενώνεις τον ουρανό με τη θάλασσα».
«Είσαι ένας ανίατος ιδεοκράτης, μ᾿ αυτή την τάση σου να γενικεύεις, προχωρώντας από το μέρος στο όλο, χωρίς να λαβαίνεις υπ᾿ όψη σου τόπο και χρόνο, καταλήγεις σε μερικές ιδέες φαντάσματα. Μ᾿ αυτές προσπαθείς να εκβιάσεις τα πράγματα, γαβγίζεις, ανοίγεις κλουβιά, μα δεν μπορείς ν᾿ αλλάξεις τα πράγματα, γιατί αυτά τελικά καθορίζουν το δρόμο σου, πάνω σ᾿ αυτά διαρκώς σκουντουφλάς, όπως και μέσα στο διάδρομο τού καραβιού, η όλο καμπύλες πορεία σου είναι απ᾿ το μπότζι κι έχει για ακρότατα όρια τα τοιχώματα τού διαδρόμου».
«Επιτέλους, σταμάτα πια αυτή τη γρίνια. Το έδαφος υπάρχει πάντα κάτω από τα πόδια σου, ένα κάποιο έδαφος για να σταθείς και να υπάρξεις. Πάψε να παριστάνεις τον ξεριζωμένο. Κι έπειτα, ιστορία είναι αυτό πού έγινε κι όχι αυτό πού θάθελες να γίνει».
«Παραδέχομαι πώς οπωσδήποτε γύρω μου υπάρχει ένας χώρος, ένα κάποιο τοπίο, γκραβούρα φθινοπώρου, καψάλα απέραντη, σκουριασμένα πεύκα φορτωμένα σακούλες και κάμπιες».
«Παραδέχομαι ακόμα πώς υπάρχει ένας δρόμος, στα πέλματα φάλαγγα, στις φτέρνες πετροζούλημα μόνιμο, ένας δρόμος φυτεμένος με πέτρες πού τσακίζουν τα δάχτυλα»
«Εδώ ξοδεύτηκε ο χρόνος μου να εξωραΐσω τα πράματα. Έφαγα τη ζωή μου να σιάξω αυτό το τοπίο ν᾿ ανοίξω έναν ανθρώπινο δρόμο. Κατέληξα να πετροβολάω τον αέρα».
«Τόσα χρόνια σ᾿ αυτόν το μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μού χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, πού θα βρεθούνε σαν τα όνειρά μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απ᾿ αυλές, οδούς και στέγες — πούπουλα».
Τώρα, πέρα διαγράφεται καθαρά μια Ακρόπολη γκρίζα, ένας σταχτής Παρθενώνας, Ερέχθειο ξερολιθιά σχιστολίθου, Προπύλαια χρώμα τσιμέντου, κι ο ναός τής Απτέρου Νίκης, κοινός χωμάτινος τάφος για τα σπασμένα φτερά μας...
Ο αναρχικός τής ζωής, ο αναρχικός τής γραφής, ο αναρχικός τής Αριστεράς.
Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος τής ιστορίας.
Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, πού θέλουν ν᾿ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο πού θέλει ν᾿ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ᾿ αυτά τ᾿ ανθρωπάκια, το πνεύμα τής ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα η Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από τη συνοικία Σαιντ Αντουάν τού Παρισιού παρά μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλες σου στέπες αρδεύτηκαν, η Καντόνα οικοδομείται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο άξια απ᾿ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια άγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα πού απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών... ων ουκ έστι τέλος». Τέλος τής εποχής κι οι εκπτώσεις επόμενες. Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά τής μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι πού δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη. Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Πού τα κάλλη σου και πού τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα; Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπό σου, σα γέρικο σκυλί πού γλείφει τις πληγές του στην επούλωση. Τώρα τσαλαπατημένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη, στην τελευταία φάση τής τοιχογραφίας, περίθαλψη και λησμονιά των άγριων περιστατικών τού ταξιδιού σου. Απόσπασμα από το διήγημα " Η τοιχογραφία" μια ελεγεία για την Καισαριανή πού αγάπησε και χάθηκε. |
Έχουν περάσει 46 χρόνια (...πως περνούν έτσι), από τότε που έφυγε από τη ζωή (5/7/1972) ο Μάριος Χάκκας, ένας σπουδαίος συγγραφέας, ένας αναρχικός τής Αριστεράς, ένας αναρχικός τής ζωής, ένας αναρχικός τής γραφής, στα 41 του χρόνια. Δεν πρόλαβε να αφήσει πολύ έργο αλλά οι δυο συλλογές διηγημάτων του, "Ο Μπιντές και άλλες Ιστορίες", και το "Κοινόβιο" που το γράφει μέσα στο "φλερτ" του με τον πραγματικό θάνατο, και δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, είναι πολύ μπροστά από τις τυπωμένες ποσότητες.... άλλων συγγραφέων.
Ο Χάκκας με σημάδεψε βαθιά, γιατί τον γνώρισα στα νεανικά μου χρόνια, με εκείνο το φοβερό "Μπιντέ", το αποκαλυπτικό και προφητικό αυτό βιβλίο που πήγαινε χρόνια μπροστά τη γραφή το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό, και συγχρόνως αποτελούσε μια ελεγεία για τους χαμένους, για όλους τούς χαμένους τής Κατοχικής, τής Εμφυλιακής και Μετεμφυλιακής Ελλάδας. Γελούσαμε τότε με κάποιες ιστορίες, αλλά δε μάθαμε ή ξεχάσαμε ή μάς πήρε το ρεύμα και όλα που γελούσαμε και τα κοροϊδεύαμε τα λουστήκαμε στη ζωή Με τι γελούσαμε; Πρώτα από όλα με το ομώνυμο διήγημα τής συλλογής "ο Μπιντές". Ένα απόσπασμα: «θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα πού έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ πού έβρεχε και μ᾿ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τάκανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τούς έβαλα, πηγαίνοντας πρωί - πρωί στη δουλειά, τάφησα στη μέση τού δρόμου, θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλωτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πώς κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ᾿ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα πού το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια». Ο Μπιντές (ένα από τα είδη υγιεινής), μέσα από το διήγημα τού Χάκκα, γίνεται σύμβολο χρεωκοπίας τής ζωής, σύμβολο τής μετεμφυλιακής Ελλάδας, τής Ελλάδας τής αντιπαροχής τού μικροαστισμού και νεοπλουτισμού. Ζωές σπαταλημένες σ᾿ ένα μονόδρομο, στο κυνήγι τής οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, την απόκτηση ενός σπιτιού, με όσα περισσότερα καλούδια. Κάτω από τη ζυγό τής δουλειάς τής υπερωρίας, εξαργύρωνες τη ζωή που δεν σε περίμενε, έφευγε, σε δάνεια, για να γίνουν πλακάκια, και «μια σειρά άχρηστα πράγματα, ή που αν είναι χρήσιμα πανάθεμα τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα» γράφει χαρακτηριστικά ο Χάκκας. Ζωές τσαλαπατημένες, βασανισμένες μέσα σε κρατητήρια και φυλακές τής άγριας μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το γράψιμο τού Χάκκα δεν είναι γραφή "καθώς πρέπει". Είναι οξύ τολμηρό, λέει τα πράγματα με τ᾿ όνομα τους, χωρίς καθωσπρεπισμούς και φιοριτούρες. Στην κριτική του προς τη δογματική Αριστερά και τον συντηρητισμό τής κομματικής ζωής και πραχτικής είναι οξύς και δε χαρίζεται σε κανένα. Και όλα αυτά μέσα στο φλερτ του με το θάνατο, να παλεύει με τον καρκίνο που τού παρουσιάστηκε το 1968 κατά τη διάρκεια γραφής τού "Μπιντέ" και είναι αισθητή η παρουσία του σε κάποια διηγήματα, με όλο το ήθος την αξιοπρέπεια το παράπονο και την οργή τού Χάκκα. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο ήρωας τού Χάκκα είναι ο ίδιος και επομένως το περισσότερο υλικό είναι βιωματικό με τις ελευθερίες τού λογοτεχνικού του ύφους που είναι αρκετά έντονο και ελεύθερο για να αφήνει χώρο και στον αυτοσχεδιασμό και τη φαντασία. |
Ολόκληρο το διήγημα "Ο Μπιντές"
ΕΊΧΑΜΕ φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρο) παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα πού έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα. βράδυ πού έβρεχε και μ᾿ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τάκανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τούς έβαλα, πηγαίνοντας πρωί - πρωί στη δουλειά, τάφησα στη μέση τού δρόμου, θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλωτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πώς κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ᾿ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα πού το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, πού όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά πού αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός τού ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ᾿ αυτά και μ᾿ αυτά, βρέθηκα μ᾿ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι πού λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά - σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι ή ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος τής αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη πού με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι πού το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε ή περιπέτεια. Μ᾿ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λυγιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε πού πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα πού πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή τής γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θάρθει και τής τουαλέτας ή ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου πού με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πώς έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήτανε πια ο καμπινές εδώ πού φτάσαμε; Η ουρά τού γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα πού σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στον τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα πού σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι πού να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ᾿ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ᾿ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία πού βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ᾿ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μού φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, τόνα μάτι μπλε τ᾿ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης πού ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο) , για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή πού κι αν είναι χρήσιμα, παναθεμάτα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση πού λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μού κατάπιε ή καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν᾿ αναπνεύσω λιγάκι, ν᾿ ακούσω τον ήχο τής πόλης. Από παντού έρχονταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ό γνωστός θόρυβος απ᾿ τ᾿ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς - πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο τής Αττικής είχε μεταβληθεί σ᾿ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα πού έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα. βράδυ πού έβρεχε και μ᾿ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τάκανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τούς έβαλα, πηγαίνοντας πρωί - πρωί στη δουλειά, τάφησα στη μέση τού δρόμου, θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλωτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πώς κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ᾿ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα πού το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μού έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, πού όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά πού αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός τού ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ᾿ αυτά και μ᾿ αυτά, βρέθηκα μ᾿ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι πού λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά - σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι ή ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος τής αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη πού με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι πού το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε ή περιπέτεια. Μ᾿ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λυγιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε πού πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα πού πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή τής γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θάρθει και τής τουαλέτας ή ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου πού με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πώς έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήτανε πια ο καμπινές εδώ πού φτάσαμε; Η ουρά τού γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα πού σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στον τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα πού σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι πού να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ᾿ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ᾿ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία πού βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ᾿ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μού φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, τόνα μάτι μπλε τ᾿ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης πού ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο) , για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή πού κι αν είναι χρήσιμα, παναθεμάτα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση πού λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μού κατάπιε ή καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν᾿ αναπνεύσω λιγάκι, ν᾿ ακούσω τον ήχο τής πόλης. Από παντού έρχονταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ό γνωστός θόρυβος απ᾿ τ᾿ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς - πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο τής Αττικής είχε μεταβληθεί σ᾿ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
Ο Χάκκας και η γυναίκα στα διηγήματά του.
Ο Χάκκας (1931-1972), βίωσε, την κατοχή, την ένταξη του στην Αριστερά μέσα στα δύσκολα αυτά χρόνια, (εθελοντής παρακαλώ στην Μακρόνησο στα 1950 με τον Ερυθρό σταυρό, για να προσφέρει στους κρατούμενους), Πολύ νωρίς αρχίζει να φουσκώνει το φάκελο που τού φτιάχνει η Ασφάλεια. Το 1952 γράφεται ως φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών τής Παντείου, αναπτύσσει αντικαθεστωτική δράση και το 1954 συλλαμβάνεται και δικάζεται με το περίφημο νόμο 509/1947 (περί προστασίας τού καθεστώτος) σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄ κατηγορίας (μουλαράς).
Τα γράφω αυτά, για να πω ότι αυτός ο ζωντανός άνθρωπος παρ᾿ όλη τη δύσκολή ζωή και εποχή του, με τελειωτικό κτύπημα την αρρώστια του, υπήρξε έντονα ερωτικός σε πολλά διηγήματα του στον "Μπιντέ". Αγαπά πολύ τη γυναίκα και αυτό τού δίνει και το δικαίωμα και να τη "μισεί". Η μεγάλη αγάπη ο παντοτινός καημός για τη γυναίκα αν δε βρίσκει κάποια φορά ανταπόκριση γίνεται απαξίωση, υποτίμηση και μίσος ακόμη. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το λεγόμενο μισογυνισμό που είναι μια κατάσταση πάγια σταθερή. Ο έρωτας είναι από τα πιο εγωιστικά και πιο αντιδημοκρατικά αισθήματα. Όλα για μάς. Η γυναίκα που εύκολα έρχεται σε μάς είναι "αγία¨, αν κοιμηθεί γρήγορα με κάποιον άλλο πόρνη. Παλιές αναχρονιστικές διαπιστώσεις που όσο και αν τις κλειδαμπαρώνει κάποιος στο υποσυνείδητο, αυτές βρίσκουν τρόπο κάθε φορά να ξεμυτίζουν.
Αλλά ας γυρίσουμε στο Χάκκα: Το διήγημα "Οι εξαιρετικές μου στιγμές" είναι ένα ποίημα (το τέλος του) για τη γυναίκα και τον έρωτα, από τις πιο τρυφερές εξομολογήσεις που έχουν γραφτεί.
Στο "ένας χωρισμός", το κλίμα είναι διαφορετικό. Απαξίωση, διασυρμός, υποτίμηση, μίσος για τη συγκεκριμένη γυναίκα, που κατά βάθος τον πονεί γιατί την θέλει. Αν ήταν αδιάφορος δεν θα ασχολούνταν μαζί της. Αυτή είναι η ζωή. Όμως λογοτεχνικά είναι ένα αριστούργημα με μια ποίηση άλλου είδους.
Στο τρίτο διήγημα "Κατά των ανθέων" που ακολουθεί γίνεται σκόπιμα κυνικός για να κτυπήσει τη σεμνοτυφία, το συμβατικό, το δήθεν, με ένα πολύ τολμηρό λεξιλόγιο, και μια τολμηρή πρόταση κατά τής μοναξιάς, προκειμένου να σωθούν οι συμβάσεις.
Τα γράφω αυτά, για να πω ότι αυτός ο ζωντανός άνθρωπος παρ᾿ όλη τη δύσκολή ζωή και εποχή του, με τελειωτικό κτύπημα την αρρώστια του, υπήρξε έντονα ερωτικός σε πολλά διηγήματα του στον "Μπιντέ". Αγαπά πολύ τη γυναίκα και αυτό τού δίνει και το δικαίωμα και να τη "μισεί". Η μεγάλη αγάπη ο παντοτινός καημός για τη γυναίκα αν δε βρίσκει κάποια φορά ανταπόκριση γίνεται απαξίωση, υποτίμηση και μίσος ακόμη. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το λεγόμενο μισογυνισμό που είναι μια κατάσταση πάγια σταθερή. Ο έρωτας είναι από τα πιο εγωιστικά και πιο αντιδημοκρατικά αισθήματα. Όλα για μάς. Η γυναίκα που εύκολα έρχεται σε μάς είναι "αγία¨, αν κοιμηθεί γρήγορα με κάποιον άλλο πόρνη. Παλιές αναχρονιστικές διαπιστώσεις που όσο και αν τις κλειδαμπαρώνει κάποιος στο υποσυνείδητο, αυτές βρίσκουν τρόπο κάθε φορά να ξεμυτίζουν.
Αλλά ας γυρίσουμε στο Χάκκα: Το διήγημα "Οι εξαιρετικές μου στιγμές" είναι ένα ποίημα (το τέλος του) για τη γυναίκα και τον έρωτα, από τις πιο τρυφερές εξομολογήσεις που έχουν γραφτεί.
Στο "ένας χωρισμός", το κλίμα είναι διαφορετικό. Απαξίωση, διασυρμός, υποτίμηση, μίσος για τη συγκεκριμένη γυναίκα, που κατά βάθος τον πονεί γιατί την θέλει. Αν ήταν αδιάφορος δεν θα ασχολούνταν μαζί της. Αυτή είναι η ζωή. Όμως λογοτεχνικά είναι ένα αριστούργημα με μια ποίηση άλλου είδους.
Στο τρίτο διήγημα "Κατά των ανθέων" που ακολουθεί γίνεται σκόπιμα κυνικός για να κτυπήσει τη σεμνοτυφία, το συμβατικό, το δήθεν, με ένα πολύ τολμηρό λεξιλόγιο, και μια τολμηρή πρόταση κατά τής μοναξιάς, προκειμένου να σωθούν οι συμβάσεις.
Απόσπασμα από το διήγημα "Οι εξαιρετικές μου στιγμές"
Γράφω κάτι, σκέφτομαι κάτι άλλο. Το αριστερό μου πόδι τσινάει μια μύγα, και το δεξί μου ξύνεται από καιρό σε καιρό στης καρέκλας το πόδι. Αυτό είμαι συνήθως. Οι μέρες οι νύχτες γεμάτες νευρικότητα που με κάνει κομμάτια.
Έχω και τις εξαιρετικές μου στιγμές, όταν είσαι συ σπηλιά γλαφυρή κι εγώ σκάζω μέσα σου κύματα - κύματα ή όταν τα σκέλια σου ανοίγονται σαν Κολοσσός τής Ρόδου και μπαινοβγαίνω καράβι, τότε έρχονται χιλιάδες στίχοι, διαλέγω απ᾿ αυτούς τούς καλύτερους και φτιάχνω το ποίημα.
Όταν προσπαθώ τις συνηθισμένες στιγμές μου να γράψω στίχους, όταν δηλαδή άλλο σκέφτομαι άλλο γράφω, αλλού η γλώσσα μου κι αλλού τα πόδια μου, οι στίχοι είναι κακοί και τούς χρησιμοποιώ για φράσεις στην πρόζα. Μοιάζουν με το Γιώργο το λογιστή: Θα ᾿θελε να ήταν οικονομολόγος.
Κι εγώ που θα ᾿θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω, όπως μιλάω, όπως περπατάω, πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές, γι αυτό κι οι στίχοι μου σπάνιοι.
Να γιατί είσαι η κοιλάδα και εγώ το σύννεφο που σε πλακώνει, χρυσή βροχή και συ το χώμα που με ρουφάς.
.................................................................................................................................................................................................................................
Χωρίς εσένα, είμαι μικρός, το καταλαβαίνω πολλές φορές ένα τίποτα.
Συχνά δε θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα πεζοδρόμιο στ᾿ άλλο. Ξέρω μόνο πως ενώ πρώτα βρισκόμουν στο αντικρινό, τώρα είμαι εδώ. Γενικά υπάρχουν στη ζωή μερικά γεγονότα, που άθελά τους ξεχνιούνται. Παραδείγματος χάρη, πότε και πόσες φορές έκανα δήλωση, ακόμα και τι έγραφα μέσα. *
Όμως θυμάμαι όλους τούς πόρους στο δέρμα σου, ίσως γιατί από κει αναπνέω, των παρειών σου το πύρωμα, έτσι όπως θα ᾿θελα πάντα να ᾿ναι ζεστή η ζωή, τούς κυματισμούς τής κοιλιάς σου, μια κίνηση, που αν με συνόδευε στο πέρασμα τού δρόμου για το αντικρινό πεζοδρόμιο, δε θα την ξεχνούσα ποτέ, τής ραχοκοκαλιάς σου το τόξο ουράνιο, τη μυστική σου σπηλιά καμίνι, που μέσα του λιώνουν όλες οι δεύτερες πράξεις μου, μερικά λυπηρά γεγονότα, που σβήνουν εκεί και ξεχνιούνται ολότελα.
.................................................................................................................................................................................................................................
Εσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
Θυμάμαι τότε που χάθηκες απ᾿ τη ζωή μου, τότε που έφυγες με την αύρα του Μυρτώου, μ᾿ ένα κοπάδι γύλους που γελούσαν πότε στον αφρό και πότε στο βαθούλωμα των κυμάτων, κι εγώ σ᾿ αναζητούσα αναπλάθοντας το σώμα σου στην άμμο, το πρόσωπο σου συγκολλώντας θρυμματισμένους αμφορείς από τα ερείπια ποντισμένης πόλης. Συνταίριαξα ασθμαίνοντα σπάραχνα τα χείλη σου, τής ήβης σου τα πρώτα βρύα και στη σπηλιά σου φρουρό ένα αστερία. Κι όμως πάντα κάτι μου ξέφευγε, ίσως τα μάτια σου που βάψανε τη θάλασσα και προπαντός το δάκρυ σου κλεισμένο σε όστρακο μέσα σ᾿ εκατομμύρια όστρακα χαμένο.
Στην απουσία σου δε συναντάω γοργόνες, μήτε δελφίνια και χελιδονόψαρα. Ένα γαλάζιο σάβανο μόνο και μέδουσες πολλές, σακατεμένα γλαρόνια και άδειες κοχύλες, που όσο κι αν φωνάζω μέσα τους καμιά βοή δε μ᾿ αποκρίνεται. Δεν νιώθω καν δροσιά στα καψαλισμένα μου χέρια, ούτε την αλμύρα στο φαγωμένο μου πρόσωπο.
Μα όταν έρχεσαι, εγκαταλείποντας τους θλιβερούς τουρίστες της ζωής σου, αυτούς που μονάχα το δέρμα σου γνώρισαν, αυτούς που μονάχα το χέρι σου φιλήσαν κι αγόρασαν για σουβενίρ ένα κολιέ κοχύλια να θυμούνται κάτι από τη μεσημεριανή σου λάμψη, όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.
* Η παράγραφος αναφέρεται στις περιπέτειες σαν αριστερός, και μέσα στην ίδια την αριστερά.
Έχω και τις εξαιρετικές μου στιγμές, όταν είσαι συ σπηλιά γλαφυρή κι εγώ σκάζω μέσα σου κύματα - κύματα ή όταν τα σκέλια σου ανοίγονται σαν Κολοσσός τής Ρόδου και μπαινοβγαίνω καράβι, τότε έρχονται χιλιάδες στίχοι, διαλέγω απ᾿ αυτούς τούς καλύτερους και φτιάχνω το ποίημα.
Όταν προσπαθώ τις συνηθισμένες στιγμές μου να γράψω στίχους, όταν δηλαδή άλλο σκέφτομαι άλλο γράφω, αλλού η γλώσσα μου κι αλλού τα πόδια μου, οι στίχοι είναι κακοί και τούς χρησιμοποιώ για φράσεις στην πρόζα. Μοιάζουν με το Γιώργο το λογιστή: Θα ᾿θελε να ήταν οικονομολόγος.
Κι εγώ που θα ᾿θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω, όπως μιλάω, όπως περπατάω, πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές, γι αυτό κι οι στίχοι μου σπάνιοι.
Να γιατί είσαι η κοιλάδα και εγώ το σύννεφο που σε πλακώνει, χρυσή βροχή και συ το χώμα που με ρουφάς.
.................................................................................................................................................................................................................................
Χωρίς εσένα, είμαι μικρός, το καταλαβαίνω πολλές φορές ένα τίποτα.
Συχνά δε θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα πεζοδρόμιο στ᾿ άλλο. Ξέρω μόνο πως ενώ πρώτα βρισκόμουν στο αντικρινό, τώρα είμαι εδώ. Γενικά υπάρχουν στη ζωή μερικά γεγονότα, που άθελά τους ξεχνιούνται. Παραδείγματος χάρη, πότε και πόσες φορές έκανα δήλωση, ακόμα και τι έγραφα μέσα. *
Όμως θυμάμαι όλους τούς πόρους στο δέρμα σου, ίσως γιατί από κει αναπνέω, των παρειών σου το πύρωμα, έτσι όπως θα ᾿θελα πάντα να ᾿ναι ζεστή η ζωή, τούς κυματισμούς τής κοιλιάς σου, μια κίνηση, που αν με συνόδευε στο πέρασμα τού δρόμου για το αντικρινό πεζοδρόμιο, δε θα την ξεχνούσα ποτέ, τής ραχοκοκαλιάς σου το τόξο ουράνιο, τη μυστική σου σπηλιά καμίνι, που μέσα του λιώνουν όλες οι δεύτερες πράξεις μου, μερικά λυπηρά γεγονότα, που σβήνουν εκεί και ξεχνιούνται ολότελα.
.................................................................................................................................................................................................................................
Εσύ αφανίζεις στο μαυράδι των ματιών σου τη γελοία καθημερινότητά μου, στα ψιχαλιστά ματάκια σου όλα γίνονται θολός ουρανός και γόνιμη μπόρα.
Θυμάμαι τότε που χάθηκες απ᾿ τη ζωή μου, τότε που έφυγες με την αύρα του Μυρτώου, μ᾿ ένα κοπάδι γύλους που γελούσαν πότε στον αφρό και πότε στο βαθούλωμα των κυμάτων, κι εγώ σ᾿ αναζητούσα αναπλάθοντας το σώμα σου στην άμμο, το πρόσωπο σου συγκολλώντας θρυμματισμένους αμφορείς από τα ερείπια ποντισμένης πόλης. Συνταίριαξα ασθμαίνοντα σπάραχνα τα χείλη σου, τής ήβης σου τα πρώτα βρύα και στη σπηλιά σου φρουρό ένα αστερία. Κι όμως πάντα κάτι μου ξέφευγε, ίσως τα μάτια σου που βάψανε τη θάλασσα και προπαντός το δάκρυ σου κλεισμένο σε όστρακο μέσα σ᾿ εκατομμύρια όστρακα χαμένο.
Στην απουσία σου δε συναντάω γοργόνες, μήτε δελφίνια και χελιδονόψαρα. Ένα γαλάζιο σάβανο μόνο και μέδουσες πολλές, σακατεμένα γλαρόνια και άδειες κοχύλες, που όσο κι αν φωνάζω μέσα τους καμιά βοή δε μ᾿ αποκρίνεται. Δεν νιώθω καν δροσιά στα καψαλισμένα μου χέρια, ούτε την αλμύρα στο φαγωμένο μου πρόσωπο.
Μα όταν έρχεσαι, εγκαταλείποντας τους θλιβερούς τουρίστες της ζωής σου, αυτούς που μονάχα το δέρμα σου γνώρισαν, αυτούς που μονάχα το χέρι σου φιλήσαν κι αγόρασαν για σουβενίρ ένα κολιέ κοχύλια να θυμούνται κάτι από τη μεσημεριανή σου λάμψη, όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.
* Η παράγραφος αναφέρεται στις περιπέτειες σαν αριστερός, και μέσα στην ίδια την αριστερά.
Ένας Χωρισμός
ΈΒΑΛΕΣ τη γάτα στην καπελιέρα, μετά την κυλότα, ενώ έξω ο νέος εραστής σου κόρναρε. Βιαζόσουνα τόσο πού φόρεσες πρώτα τις γόβες και μετά το καλτσόν.
Έφυγες και μ᾿ άφησες μια μουτζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου πού ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες τής γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη.
Απόμεινα ένας γέρο - παλιάτσος ζητώντας βούρτσα και καθρεφτάκι στ᾿ αναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να βγάλω από πάνω μου τα τελευταία απομεινάρια σου.
Είπα να γλιτώσω από σένα, όμως νιώθω τη γάτα σου να μπήγει τα νύχια στις σάρκες μου, κι η μουτζούρα να κουλουριάζεται δίπλα μου στις νύχτες, πολλές φορές να παραμένει εκεί ανεξίτηλο στίγμα, — τσακάρισμα να δηλώνει έναν από τούς χίλιους χωρισμούς σου.
Την τελευταία στιγμή θυμήθηκες τη γλάστρα κι έξω κόρναρε ασταμάτητα ο μαντράχαλος. Χαίνουσα πληγή ή κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τα συρτάρια, όλ᾿ ανακατωμένα και ρημάδια.
Ξέχασες κι ένα στηθόδεσμο μαζί με τρία κυλοτάκια, να μουλιάζουν στο μπιντέ. Πάντα σού έλεγα να πάρεις βρακιά πού να φτάνουν ως τη μέση σου, όχι αυτά, τέσσερα δάχτυλα ύψος. Θα μού κρυώσεις και θα τρέχεις στους γιατρούς. Αλλά τι με νοιάζει τώρα; Τώρα για μένα μια κουκκίδα, στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που φεύγει, ο πανσές πανσές, κι ή πεταλούδα πεταλούδα.
Από αυτή την ιστορία βγήκες πιο κερδισμένη. Κράτησες τον Κεραμικό κι εμένα το νεκρό εσύ ή νεκρή στην αγκαλιά σου, μια μικρή πευκόφυτη πλαγιά με κάτω τις ανασκαφές, πιο πέρα μπαλωμένα μάρμαρα απ᾿ τις αναστηλώσεις. Πήρες και το κουλό άγαλμα πού στεκόταν στη βροχή κάνοντας ντους, φέρνοντας τα χέρια σε στήθη και γοφούς (στην πλάτη πάντα δύσκολα) . Τι κατάλαβες; Έφυγες και μ᾿ άφησες (σώμα) χωρίς χέρια, να μη μπορώ πια να το συντροφέψω, να περπατήσω στη βροχή ή να στεγνώσω αχνίζοντας μαζί του στην λιακάδα απολαμβάνοντας μια κάποια ελευθερία.
Το κυριότερο: Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες πού μοιάζαν πανσέδες.
Λέω να φύγω. Μα, να, είμαι σα γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ᾿ το πέλαγο, και πού κουράγιο; Μάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πώς με νοιάζει και πολύ ή απουσία σου. Μη νομίσεις πώς είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Κάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ό δύσκολος καιρός. Άλλωστε, μπορεί ο χειμώνας νάναι ήπιος με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες κι όλα στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά και μάτια.
Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι ή τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ᾿ άρωμά σου.
Λέω να φέρνω καμιά γυναίκα να μού συγυρίζει. Με τα θα τ᾿ ανακατώνω σα νάσουνα εσύ, άστατη κι ακατάστατη, όχι για να θυμάμαι την παρουσία σου,αλλά έτσι, για νάχει και κάποια δουλειά ή γυναίκα που θα συγυρίζει.
Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Βλέπω πια την ανατολή τού ήλιου, κάτι πού τόχα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω άπ᾿ τα μεσάνυχτα. Όμως στο λέω, κοντά σου είχε χοντρήνει το κεφάλι μου απ᾿ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι πού περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.
Όλοι οι σελιδοδείχτες στις πορνικές σκηνές τού Χένρυ Μύλλερ. Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, «ή ωραία τής ημέρας», «ή ματωμένη κομπινεζόν». Το προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης πού σού χάρισα, άκοπος. Κάθε φορά πού το παρατηρούσα μούλεγες πώς είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ᾿ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.
Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν. Και στα μουσεία πού σε πήγαινα, μόνο για σάτυρους νοιαζόσουνα και για φαλλούς. Κι αν στάθηκες για ώρα μπρος στο κουλό άγαλμα, ήταν τα γεννητικά του όργανα πού σε καθήλωσαν, εγκυμονούσα στιγμή πριν απ᾿ τη στύση.
Δε με χωράει το κρεβάτι, ο χώρος σου κι ή δύναμή σου, ομολογώ, εκεί πάνω παραδίνομαι. Αν εξαιρέσουμε και τις καρέκλες πού φοβάμαι ότι μπορεί να κάθεται ή γάτα σου δε μένει παρά να βηματίζω ώσπου να φέξει.
Το πρόσωπό σου ή νύχτα· η μέρα, τα μαλλιά σου. Αν ξαναμπλέξω με γυναίκα θάναι νύχτα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της μέρα. Θα βεβαιωθώ ότι μπορεί να διαβάσει Θουκυδίδη κι ότι κοιτάει τ᾿ αγάλματα στο πρόσωπο. Όταν βγαίνουμε, θ᾿ ακουμπάει στα γόνατα την τσάντα. Δεν είμαι ζηλιάρης και σεμνότυφος, αλλά θέλω ησυχία κι ηρεμία, έστω ας είναι και νεκροταφείου.
Κατά τα άλλα, πίνω το γάλα μου, πηγαίνω στη δουλειά, τ᾿ απογεύματα κάνω κι ένα περίπατο προς τον Κεραμεικό, αναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, εδώ δεν πάτησε, αυτή την πέτρα, εκείνο το χορτάρι δεν το είδε, αν και δεν είμαι βέβαιος απόλυτα, ξέρω γω πού έπεφτε το μάτι σου; Όσο για το πόδι σου, αφού πάτησε πάνω στην καρδιά μου, σ᾿ όλο το χώρο πάτησε και το εκαταπάτησε.
Παρατηρώ τις φλέβες των μαρμάρων κι αγάλλομαι στη σκέψη πώς κάποια μέρα θα γεμίσουνε τα πόδια σου μικρές φλεβίτσες. Τότε έρχεσαι και σβήνεις απ᾿ τη μύτη μου αυτή τη μόνιμη μουτζούρα, απ᾿ το μυαλό μου αυτή τη μόνιμη θολούρα. Περπατάς ανάμεσα στ᾿ αρχαία μνήματα εναποθέτοντας την ψόφια γάτα σου σε κάποια σαρκοφάγο, αυτήν τη γάτα πού έμπηξε τα νύχια της σε χίλιους εραστές, πού σε είδε ξαπλωμένη σε χίλια διαφορετικά κρεβάτια κι έπαιξε με τις χίλιες κυλότες σου πού μπερδεύτηκαν με το σεντόνια και τις εγκατέλειψες. Επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος πού έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.
Έφυγες και μ᾿ άφησες μια μουτζούρα στη μύτη (από τα μάτια σου πού ξεβάψανε κλαίγοντας), τις τρίχες τής γάτας σου, καθώς και μια γεύση αποσμητικού στα χείλη.
Απόμεινα ένας γέρο - παλιάτσος ζητώντας βούρτσα και καθρεφτάκι στ᾿ αναστατωμένο δωμάτιο, προσπαθώντας να βγάλω από πάνω μου τα τελευταία απομεινάρια σου.
Είπα να γλιτώσω από σένα, όμως νιώθω τη γάτα σου να μπήγει τα νύχια στις σάρκες μου, κι η μουτζούρα να κουλουριάζεται δίπλα μου στις νύχτες, πολλές φορές να παραμένει εκεί ανεξίτηλο στίγμα, — τσακάρισμα να δηλώνει έναν από τούς χίλιους χωρισμούς σου.
Την τελευταία στιγμή θυμήθηκες τη γλάστρα κι έξω κόρναρε ασταμάτητα ο μαντράχαλος. Χαίνουσα πληγή ή κάμαρα, ξεκοιλιασμένα τα συρτάρια, όλ᾿ ανακατωμένα και ρημάδια.
Ξέχασες κι ένα στηθόδεσμο μαζί με τρία κυλοτάκια, να μουλιάζουν στο μπιντέ. Πάντα σού έλεγα να πάρεις βρακιά πού να φτάνουν ως τη μέση σου, όχι αυτά, τέσσερα δάχτυλα ύψος. Θα μού κρυώσεις και θα τρέχεις στους γιατρούς. Αλλά τι με νοιάζει τώρα; Τώρα για μένα μια κουκκίδα, στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος που φεύγει, ο πανσές πανσές, κι ή πεταλούδα πεταλούδα.
Από αυτή την ιστορία βγήκες πιο κερδισμένη. Κράτησες τον Κεραμικό κι εμένα το νεκρό εσύ ή νεκρή στην αγκαλιά σου, μια μικρή πευκόφυτη πλαγιά με κάτω τις ανασκαφές, πιο πέρα μπαλωμένα μάρμαρα απ᾿ τις αναστηλώσεις. Πήρες και το κουλό άγαλμα πού στεκόταν στη βροχή κάνοντας ντους, φέρνοντας τα χέρια σε στήθη και γοφούς (στην πλάτη πάντα δύσκολα) . Τι κατάλαβες; Έφυγες και μ᾿ άφησες (σώμα) χωρίς χέρια, να μη μπορώ πια να το συντροφέψω, να περπατήσω στη βροχή ή να στεγνώσω αχνίζοντας μαζί του στην λιακάδα απολαμβάνοντας μια κάποια ελευθερία.
Το κυριότερο: Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες πού μοιάζαν πανσέδες.
Λέω να φύγω. Μα, να, είμαι σα γερασμένο χελιδόνι, και πού ακμής φτερά πάνω απ᾿ το πέλαγο, και πού κουράγιο; Μάλλον θα μείνω για ξεχειμώνιασμα σε τούτο το δωμάτιο. Όχι πώς με νοιάζει και πολύ ή απουσία σου. Μη νομίσεις πώς είναι αβάσταχτες οι συνθήκες. Κάπως να ξεχάσω, μια μικρή προσαρμογή και θα περάσει ό δύσκολος καιρός. Άλλωστε, μπορεί ο χειμώνας νάναι ήπιος με σιγανές βροχές και λίγες λάσπες κι όλα στεγνώνουνε στον επισκέπτη ήλιο, ψυχή, φτερά και μάτια.
Γέμισαν τα σταχτοδοχεία αποτσίγαρα, κλεισμένα τα παράθυρα κι ή τσιγαρίλα δε λέει να σκεπάσει τ᾿ άρωμά σου.
Λέω να φέρνω καμιά γυναίκα να μού συγυρίζει. Με τα θα τ᾿ ανακατώνω σα νάσουνα εσύ, άστατη κι ακατάστατη, όχι για να θυμάμαι την παρουσία σου,αλλά έτσι, για νάχει και κάποια δουλειά ή γυναίκα που θα συγυρίζει.
Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Βλέπω πια την ανατολή τού ήλιου, κάτι πού τόχα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω άπ᾿ τα μεσάνυχτα. Όμως στο λέω, κοντά σου είχε χοντρήνει το κεφάλι μου απ᾿ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι πού περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.
Όλοι οι σελιδοδείχτες στις πορνικές σκηνές τού Χένρυ Μύλλερ. Όλα σου τα βιβλία φτηνά σέξι ρομάντζα, «ή ωραία τής ημέρας», «ή ματωμένη κομπινεζόν». Το προσφιλές σου βιβλίο Κάμα Σούτρα, διαλυμένο, φύλλα και φτερά, ρούφηξες μέχρι τα εξώφυλλα. Όμως ο Θουκυδίδης πού σού χάρισα, άκοπος. Κάθε φορά πού το παρατηρούσα μούλεγες πώς είχε χαθεί ο χαρτοκόπτης. Τώρα ψάχνω και βρίσκω κάτω απ᾿ το κρεβάτι τρυπωμένους πέντε χαρτοκόπτες.
Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ, δεν ήσουν. Και στα μουσεία πού σε πήγαινα, μόνο για σάτυρους νοιαζόσουνα και για φαλλούς. Κι αν στάθηκες για ώρα μπρος στο κουλό άγαλμα, ήταν τα γεννητικά του όργανα πού σε καθήλωσαν, εγκυμονούσα στιγμή πριν απ᾿ τη στύση.
Δε με χωράει το κρεβάτι, ο χώρος σου κι ή δύναμή σου, ομολογώ, εκεί πάνω παραδίνομαι. Αν εξαιρέσουμε και τις καρέκλες πού φοβάμαι ότι μπορεί να κάθεται ή γάτα σου δε μένει παρά να βηματίζω ώσπου να φέξει.
Το πρόσωπό σου ή νύχτα· η μέρα, τα μαλλιά σου. Αν ξαναμπλέξω με γυναίκα θάναι νύχτα τα μαλλιά της, το πρόσωπό της μέρα. Θα βεβαιωθώ ότι μπορεί να διαβάσει Θουκυδίδη κι ότι κοιτάει τ᾿ αγάλματα στο πρόσωπο. Όταν βγαίνουμε, θ᾿ ακουμπάει στα γόνατα την τσάντα. Δεν είμαι ζηλιάρης και σεμνότυφος, αλλά θέλω ησυχία κι ηρεμία, έστω ας είναι και νεκροταφείου.
Κατά τα άλλα, πίνω το γάλα μου, πηγαίνω στη δουλειά, τ᾿ απογεύματα κάνω κι ένα περίπατο προς τον Κεραμεικό, αναζητώντας καινούργια μονοπάτια. Σκέφτομαι, εδώ δεν πάτησε, αυτή την πέτρα, εκείνο το χορτάρι δεν το είδε, αν και δεν είμαι βέβαιος απόλυτα, ξέρω γω πού έπεφτε το μάτι σου; Όσο για το πόδι σου, αφού πάτησε πάνω στην καρδιά μου, σ᾿ όλο το χώρο πάτησε και το εκαταπάτησε.
Παρατηρώ τις φλέβες των μαρμάρων κι αγάλλομαι στη σκέψη πώς κάποια μέρα θα γεμίσουνε τα πόδια σου μικρές φλεβίτσες. Τότε έρχεσαι και σβήνεις απ᾿ τη μύτη μου αυτή τη μόνιμη μουτζούρα, απ᾿ το μυαλό μου αυτή τη μόνιμη θολούρα. Περπατάς ανάμεσα στ᾿ αρχαία μνήματα εναποθέτοντας την ψόφια γάτα σου σε κάποια σαρκοφάγο, αυτήν τη γάτα πού έμπηξε τα νύχια της σε χίλιους εραστές, πού σε είδε ξαπλωμένη σε χίλια διαφορετικά κρεβάτια κι έπαιξε με τις χίλιες κυλότες σου πού μπερδεύτηκαν με το σεντόνια και τις εγκατέλειψες. Επιστρέφεις κρατώντας αγκαλιά τη γλάστρα κι εγώ λέω στον εαυτό μου, μια κουκκίδα στην απόσταση είναι ένας άνθρωπος πού έρχεται κι αυτοί οι πανσέδες μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες.
Κατά των ανθέων
ΔΕ ΓΝΩΡΊΖΩ τα χρώματα, ούτε το σχέδιο. Ίσως καταφέρνω κομμάτι τη φράση, που μπαίνουν τα «και» της και που παραλείπονται, αν θα βάλω τη λέξη «μόνο» ή «μονάχα», καθώς και τι είναι κάθε φορά απαραίτητο, όπως και τι ν᾿ αποφεύγεται. Αυτός είναι ο βασικός λόγος πού καταφεύγω στο λόγο, αν και, με τόσα λίγα πού ξέρω, μπορεί να μην είμαι ποιητής, ούτε καν πεζογράφος. Πάντως σίγουρα δεν είμαι ζωγράφος.
"Αν ήμουν δε θα ζωγράφιζα άνθη ποτέ. Χίλιες φορές προτιμότερο να ζωγραφίζω nature morte αρχίδια, παρά ένα μάτσο λουλούδια. Νομίζω πώς θα είχανε μια αμεσότητα πού λείπει από τη ζωή μας πολύ, παρά αυτή η μετατόπιση τού σεξουαλισμού προς τα άνθη.
Βέβαια, έχουν κι αυτά στήμονες κι ύπερο, γύρη κι ωάρια μ᾿ εκείνη την κολλώδη ουσία, αλλ᾿ όλ᾿ αυτά έρχονται σε δεύτερο πλάνο, καλύπτονται από πλήθος πέταλα και στο τέλος δεν υποψιάζεσαι τίποτα.
Αποφάσισα να πω στην Πίτσα αυτές τις απόψεις μου, μια φίλη ζωγραφίνα κι αρκετά τριαντάρα, πού, δεν το κρύβω, τη γούσταρα κιόλας, μα κίνητρό μου βασικά είχα να βοηθήσω την τέχνη, πιστεύοντας πώς θ᾿ αποκτούσε περισσότερο πάθος και κραδασμό το πινέλο της αν έστρεφε την προσοχή της εκεί πού θα καταπιανόταν μ᾿ ένα τόσο ζωντανό θέμα, παρά να καταγίνεται μ᾿ άψυχα πέταλα ρόδων, τουλίπες, γλαδιόλες και ντάλιες.
Στην αρχή τής τόφερα απ᾿ έξω - απ᾿ έξω κι αυτή επέμενε να είναι υπέρ τών ανθέων, ίσως γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά. Ξεθαρρεύοντας σιγά - σιγά κι αναπτύσσοντας γλαφυρά τις ιδέες μου, εκείνη επιτέλους κατάλαβε και μούδειξε αμέσως την πόρτα.
Δεν καταλαβαίνω γιατί θύμωσε τόσο, αφού στην τέχνη λέγονται τα πράγματα με τ᾿ όνομά τους, πολύ περισσότερο να με πάει καροτσάκι, κάτι πού μ᾿ εξαγρίωσε και τής τάπα έξω απ᾿ τα δόντια, πώς δεν πρέπει να μοιάζουν με σύκα ή γλόμπους, πώς υπάρχουν πολλά είδη απ᾿ αυτά: Κρεμασμένα γέρικα ίδια κρεμμύδες, νεανικά σφιχτά σα βολβούς, άλλα στραμπουλιγμένα σε κρατητήρια κι άλλα σε συζυγικά κρεβάτια, γενικά μια ποικιλία μεγάλη πού θα μπορούσε να την παρουσιάσει με γαρνί ραπανάκια. Τής είπα ακόμα, πριν βρεθώ στο διάδρομο, και κλείσει πίσω μου η πόρτα, πώς δεν πρέπει να μοιάζουν με κούφια καρύδια κι ότι πρέπει να ζήσει πολύ, ν᾿ αποβάλλει σεμνότυφες σκέψεις για να φτάσει στο ύψος τού θέματος.
Έκτοτε και σε μη ζωγραφίνες πού μίλησα στην ίδια αντίληψη για μια αμεσότητα, τέλος πάντων την ουσία τού έρωτα, όλες αρνήθηκαν. Κατάλαβα πώς οι γυναίκες θέλουν αισθηματολογίες, αποσιωπητικά και μασημένες κουβέντες, ενώ εγώ ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο, πρότεινα πάντα να μ᾿ ακολουθήσουν στο κοντινότερο ξενοδοχείο. Αλλιώτικα, ήμουνα βέβαιος πώς θα εκφυλιστώ σε ανθοδέσμες, και γλυκόλογα άπ᾿ το τηλέφωνο, κάτι που πάντα μου θεωρούσα περιττή πολυτέλεια, γι᾿ αυτό κι ο κήπος μου ρήμαξε. Ίσως φταίει η στερημένη και στεγνή ζωή μου, βιαστικός κι ανικανοποίητος πάντα, έτσι που δε νοιαζόμουνα για γαρνιτούρες ποτέ.
Κατέληξα, λοιπόν, κατά τών ανθέων κι αποφάσισα να μεταδώσω αυτές τις απόψεις με τα δικά μου εκφραστικά μέσα, άτσαλα βέβαια και κάπως χοντρά. Δε φταίω εγώ αν η ιδιοσυγκρασία μου με οδηγεί στην αμεσότητα κι έπειτα δεν είμαι ποιητής, ούτε καν πεζογράφος.
"Αν ήμουν δε θα ζωγράφιζα άνθη ποτέ. Χίλιες φορές προτιμότερο να ζωγραφίζω nature morte αρχίδια, παρά ένα μάτσο λουλούδια. Νομίζω πώς θα είχανε μια αμεσότητα πού λείπει από τη ζωή μας πολύ, παρά αυτή η μετατόπιση τού σεξουαλισμού προς τα άνθη.
Βέβαια, έχουν κι αυτά στήμονες κι ύπερο, γύρη κι ωάρια μ᾿ εκείνη την κολλώδη ουσία, αλλ᾿ όλ᾿ αυτά έρχονται σε δεύτερο πλάνο, καλύπτονται από πλήθος πέταλα και στο τέλος δεν υποψιάζεσαι τίποτα.
Αποφάσισα να πω στην Πίτσα αυτές τις απόψεις μου, μια φίλη ζωγραφίνα κι αρκετά τριαντάρα, πού, δεν το κρύβω, τη γούσταρα κιόλας, μα κίνητρό μου βασικά είχα να βοηθήσω την τέχνη, πιστεύοντας πώς θ᾿ αποκτούσε περισσότερο πάθος και κραδασμό το πινέλο της αν έστρεφε την προσοχή της εκεί πού θα καταπιανόταν μ᾿ ένα τόσο ζωντανό θέμα, παρά να καταγίνεται μ᾿ άψυχα πέταλα ρόδων, τουλίπες, γλαδιόλες και ντάλιες.
Στην αρχή τής τόφερα απ᾿ έξω - απ᾿ έξω κι αυτή επέμενε να είναι υπέρ τών ανθέων, ίσως γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά. Ξεθαρρεύοντας σιγά - σιγά κι αναπτύσσοντας γλαφυρά τις ιδέες μου, εκείνη επιτέλους κατάλαβε και μούδειξε αμέσως την πόρτα.
Δεν καταλαβαίνω γιατί θύμωσε τόσο, αφού στην τέχνη λέγονται τα πράγματα με τ᾿ όνομά τους, πολύ περισσότερο να με πάει καροτσάκι, κάτι πού μ᾿ εξαγρίωσε και τής τάπα έξω απ᾿ τα δόντια, πώς δεν πρέπει να μοιάζουν με σύκα ή γλόμπους, πώς υπάρχουν πολλά είδη απ᾿ αυτά: Κρεμασμένα γέρικα ίδια κρεμμύδες, νεανικά σφιχτά σα βολβούς, άλλα στραμπουλιγμένα σε κρατητήρια κι άλλα σε συζυγικά κρεβάτια, γενικά μια ποικιλία μεγάλη πού θα μπορούσε να την παρουσιάσει με γαρνί ραπανάκια. Τής είπα ακόμα, πριν βρεθώ στο διάδρομο, και κλείσει πίσω μου η πόρτα, πώς δεν πρέπει να μοιάζουν με κούφια καρύδια κι ότι πρέπει να ζήσει πολύ, ν᾿ αποβάλλει σεμνότυφες σκέψεις για να φτάσει στο ύψος τού θέματος.
Έκτοτε και σε μη ζωγραφίνες πού μίλησα στην ίδια αντίληψη για μια αμεσότητα, τέλος πάντων την ουσία τού έρωτα, όλες αρνήθηκαν. Κατάλαβα πώς οι γυναίκες θέλουν αισθηματολογίες, αποσιωπητικά και μασημένες κουβέντες, ενώ εγώ ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο, πρότεινα πάντα να μ᾿ ακολουθήσουν στο κοντινότερο ξενοδοχείο. Αλλιώτικα, ήμουνα βέβαιος πώς θα εκφυλιστώ σε ανθοδέσμες, και γλυκόλογα άπ᾿ το τηλέφωνο, κάτι που πάντα μου θεωρούσα περιττή πολυτέλεια, γι᾿ αυτό κι ο κήπος μου ρήμαξε. Ίσως φταίει η στερημένη και στεγνή ζωή μου, βιαστικός κι ανικανοποίητος πάντα, έτσι που δε νοιαζόμουνα για γαρνιτούρες ποτέ.
Κατέληξα, λοιπόν, κατά τών ανθέων κι αποφάσισα να μεταδώσω αυτές τις απόψεις με τα δικά μου εκφραστικά μέσα, άτσαλα βέβαια και κάπως χοντρά. Δε φταίω εγώ αν η ιδιοσυγκρασία μου με οδηγεί στην αμεσότητα κι έπειτα δεν είμαι ποιητής, ούτε καν πεζογράφος.
O Χάκκας η μετεμφυλιακή Ελλάδα και η Αριστερά
Το τσαλάκωμα
Ήταν τότε πού είπαμε να στρώσουμε, να γίνουμε άνθρωποι, όπως οι άλλοι. Ήταν τότε, ήταν τότε, ήταν τότε πού αγαπήσαμε αναίσχυντα μια πράσινη πόρτα. Σημασία δεν είχε ποιος έμπαινε μέσα, ούτε ποιος έβγαινε, πολύ περισσότερο ούτε καν πώς ήτανε πόρτα. Την αγαπήσαμε μόνο και μόνο επειδή ήτανε πράσινη, ανάμεσα σε χίλιες άλλες πράσινες πόρτες. Με τον ίδιο τρόπο λατρέψαμε μια τριζάτη καρέκλα κι ένα τραπέζι, πού μπάταρε σαν τη ζωή μας.
Όσο για θάνατο, πάντα μακρινός κι από σπόντα, στην καρδιά μας τσιμπήματα ενός παπαγάλου παμφάγου, στο φθαρμένο κουστούμι μας, κρόσσια και ξέφτια. Ποτέ κοράκια στο συκώτι μας πάνω. (Μόνο μερική διόγκωση ήπατος από το αλκοόλ) . Ποτέ εμβολή και ντεκόρδο. (Μεγαλοκαρδία απλή πού μάς άφησε ένας παλιός πυρετός νεανικών σκιρτημάτων) .
Τέλος ήρθε κι η δήλωση, ίσως η μόνη υπεύθυνη. Κι ενώ υιοί άσωτοι επιστρέφαμε περιμένοντας να βρούμε μόσχον τον σιτευτόν στο τραπέζι, αντίθετα, ρουκετηδόν αμολάγαμε σίτον τον μοσχευτόν στο τσιμέντο. Δηλαδή με τη θέλησή μας φάγαμε γροθιές στο στομάχι και φυσικά εξεράσαμε. Κι αφού δεν είχαμε άλλο τι να προσθέσουμε και γνωρίζαμε γράμματα, υπογράφαμε φαρδιά πλατιά, εγκαταλείποντας την προκρούστεια κλίνη χωλοί: Άλλος με φρικτή αγκύλωση τίναζε το πόδι του πέρα, άλλος το κόνταινε μια πιθαμή, άλλος πήγαινε σα βάρκα σπασμένη. «Μα, γιατί; Μα, γιατί;» ρωτούσε ο Προκρούστης. «Ήσαστε όλοι κουτσοί». «Όχι. κανένας», απαντούσαμε εμείς. «Τότε, γιατί κουτσαίνετε;». «Δικαίωμά μας. Άμα θέλουμε κουτσαίνουμε, άμα θέλουμε, όχι. Το μόνο πού δεν μπορούμε να δηλώσουμε υπεύθυνα».
Έπειτα, περνώντας κάτω από κείνη την πράσινη πόρτα, καθόμαστε στη γνωστή τριζάτη καρέκλα, και μπροστά στο μπαταρισμένο σαν τη ζωή μας τραπέζι, ακουμπώντας κει πάνω άσπρο χαρτί γράφαμε μαύρα γράμματα, κατασκευάζαμε κλαίγοντας ποιήματα, θρηνωδία στην κουτσαμάρα μας. Τα ποιήματα, φωτεινά τής ζωής ιντερμέτζα; Μπορεί. Όμως τα πιο πολλά είναι να κοσμούν μόνο τάφους, κι άλλα, τα καλύτερα ίσως, μείνανε μες στο μυαλό μας, δεν υπήρξαν ποτέ, παιδιά πού πεθάνανε στο προφυλακτικό, κι άλλα αποβολές, κι όσα τελικά απ᾿ αυτά γεννήθηκαν, τέρατα τής εκτρωματικής εποχής μας.
Ω! Αν δεν είχαμε γόνατα τρύπια! Αν δεν είχαμε μασκάλες πού ολοένα βουλιάζουν σε ύπνο τεντωμένο σαν τύμπανο! Αν δεν ήταν οι μέρες μας άδειες, όμοιες, αναλλοίωτες πάντα, όπως τα πλαστικά λουλούδια στο βάζο, αμάραντα, μ᾿ ένα δάχτυλο σκόνη, ίσως τότε νάχαμε μια σιδερωμένη γραβάτα για μόστρα.
Να, γιατί μάς έμεινε η τσαλάκα στην πρόσοψη ανεξίτηλο στίγμα κι ο καρυτσαφλός μας ν᾿ ανεβοκατεβαίνει εναγώνια. Οπωσδήποτε δε φταίγαμε μεις, δε φταίγαμε μεις.
Όσο για θάνατο, πάντα μακρινός κι από σπόντα, στην καρδιά μας τσιμπήματα ενός παπαγάλου παμφάγου, στο φθαρμένο κουστούμι μας, κρόσσια και ξέφτια. Ποτέ κοράκια στο συκώτι μας πάνω. (Μόνο μερική διόγκωση ήπατος από το αλκοόλ) . Ποτέ εμβολή και ντεκόρδο. (Μεγαλοκαρδία απλή πού μάς άφησε ένας παλιός πυρετός νεανικών σκιρτημάτων) .
Τέλος ήρθε κι η δήλωση, ίσως η μόνη υπεύθυνη. Κι ενώ υιοί άσωτοι επιστρέφαμε περιμένοντας να βρούμε μόσχον τον σιτευτόν στο τραπέζι, αντίθετα, ρουκετηδόν αμολάγαμε σίτον τον μοσχευτόν στο τσιμέντο. Δηλαδή με τη θέλησή μας φάγαμε γροθιές στο στομάχι και φυσικά εξεράσαμε. Κι αφού δεν είχαμε άλλο τι να προσθέσουμε και γνωρίζαμε γράμματα, υπογράφαμε φαρδιά πλατιά, εγκαταλείποντας την προκρούστεια κλίνη χωλοί: Άλλος με φρικτή αγκύλωση τίναζε το πόδι του πέρα, άλλος το κόνταινε μια πιθαμή, άλλος πήγαινε σα βάρκα σπασμένη. «Μα, γιατί; Μα, γιατί;» ρωτούσε ο Προκρούστης. «Ήσαστε όλοι κουτσοί». «Όχι. κανένας», απαντούσαμε εμείς. «Τότε, γιατί κουτσαίνετε;». «Δικαίωμά μας. Άμα θέλουμε κουτσαίνουμε, άμα θέλουμε, όχι. Το μόνο πού δεν μπορούμε να δηλώσουμε υπεύθυνα».
Έπειτα, περνώντας κάτω από κείνη την πράσινη πόρτα, καθόμαστε στη γνωστή τριζάτη καρέκλα, και μπροστά στο μπαταρισμένο σαν τη ζωή μας τραπέζι, ακουμπώντας κει πάνω άσπρο χαρτί γράφαμε μαύρα γράμματα, κατασκευάζαμε κλαίγοντας ποιήματα, θρηνωδία στην κουτσαμάρα μας. Τα ποιήματα, φωτεινά τής ζωής ιντερμέτζα; Μπορεί. Όμως τα πιο πολλά είναι να κοσμούν μόνο τάφους, κι άλλα, τα καλύτερα ίσως, μείνανε μες στο μυαλό μας, δεν υπήρξαν ποτέ, παιδιά πού πεθάνανε στο προφυλακτικό, κι άλλα αποβολές, κι όσα τελικά απ᾿ αυτά γεννήθηκαν, τέρατα τής εκτρωματικής εποχής μας.
Ω! Αν δεν είχαμε γόνατα τρύπια! Αν δεν είχαμε μασκάλες πού ολοένα βουλιάζουν σε ύπνο τεντωμένο σαν τύμπανο! Αν δεν ήταν οι μέρες μας άδειες, όμοιες, αναλλοίωτες πάντα, όπως τα πλαστικά λουλούδια στο βάζο, αμάραντα, μ᾿ ένα δάχτυλο σκόνη, ίσως τότε νάχαμε μια σιδερωμένη γραβάτα για μόστρα.
Να, γιατί μάς έμεινε η τσαλάκα στην πρόσοψη ανεξίτηλο στίγμα κι ο καρυτσαφλός μας ν᾿ ανεβοκατεβαίνει εναγώνια. Οπωσδήποτε δε φταίγαμε μεις, δε φταίγαμε μεις.
Κατά Μάικ
ΔΕΝ με παραδέχονται γιατί τινάζω τις γέφυρες πίσω μου και καίω συχνά τα καράβια μου. Και πρέπει κάθε φορά να χτίζω καινούρια που κι αυτά θα τ᾿ αφήσω στα ρηχά να σαπίζουν.
Δε με παραδέχονται ίσως, γιατί ό,τι γράφω, γράφεται έτσι που να μη γίνεται τραγούδι σουξέ, σενάριο για ταινία, να μην ταιριάζει για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή ό,τι άλλο θα μάς καθίσουν στο σβέρκο στο μέλλον. Κι αν κανένας πάει να με παραδεχτεί προς στιγμή, τον φαρμακώνω αμέσως και τον αφήνω στις μαύρες του.
Έχω ένα φίλο καλό που γράφει κι αυτός και σιχαίνεται τα πάντα, μέχρι τούς μπαμπάδες που δείχνουν καμαρώνοντας τών παιδιών τους τις φωτογραφίες, ιδίως εκείνους που κολλάνε στο αμάξι τους φωτογραφία με «Μπαμπά, μην τρέχεις». Ε, κι αυτός ακόμα ο τόσο ελεύθερος κι άναρχος, σέβεται κάτι, τούς σκοτωμένους, ιδίως όσους πέσανε για μια ιδέα, γι᾿ αυτό τούς βάζει μες στα γραφτά του ανάμεσα ατούς ζωντανούς, συνήθως κάτι καθάρματα που τούς δίνει τρεχούμενα ονόματα φθαρμένα στην καθημερινή συναλλαγή: Μιχάλης και Νίκος. Όμως για τα παιδιά που χαθήκανε χρησιμοποιεί παράξενα ονόματα, Μάικ και Νικ, μάλιστα τώρα τελευταία μού ανακάλυψε και κάποιον Λούη κι ήταν περίπου χαρούμενος που είχε ένα τόσο άφθαρτο όνομα, έστω ένα όνειρο να πιαστεί και να πάει.
Πάω λοιπόν και τον βρίσκω κάνοντας το βιαστικό. Κάτσε», μού λέει, «να τα πούμε λιγάκι». Τον βλέπω πώς είναι σχεδόν ευτυχισμένες από την επίσκεψη, μ᾿ αγαπάει και θέλει να το εκδηλώσει. «Όχι, βιάζομαι», τού κάνω, «πρέπει να πληρώσω ένα γραμμάτιο σε κάποιον τοκογλύφο Μάικ, έπειτα να περάσω από το σπίτι τού Λούη, δεν τον ξέρεις, παλιός συμμαθητής μου και τώρα κολλημένος για καλά στα φουστάνια της γυναίκας του. Και μετά είναι κι ο Νικ που με περιμένει στο καφενείο μανιώδης για τάβλι». Τον βλέπω που ξυνίζεται, τού κακοφαίνεται ένας Μάικ τοκογλύφος, Νικ ταβλαδόρος και Λούη βολεμένος κοντά στη γυναίκα του. Το ξέρω πώς έτσι γίνομαι κακός, αλλά δε μού αρέσουν τα ημίμετρα, κι άλλωστε είναι ό μόνος τρόπος, τόσο πολύ που μ᾿ αγαπάει, να μη δω σε κανένα γραφτό του το όνομα Μαρ.
Φεύγω και τον αφήνω περίλυπο. Συναντάω τον Τάκη φίλο αρκετά σαραντάρη, μόνιμα ξαπλωμένο στο στρωματέξ τού ερωτισμού, που δουλεύει κανονικό κοντέρ για γυναίκες, τις παίρνει από πίσω, λέει βρωμόλογα, «Κουκλάρα μου, έρχεσαι μέχρι το ξενοδοχείο που σε χρειάζομαι». Τον ανακατώνω κι αυτόν λέγοντας πώς μόνο ό σεξουαλισμός θα μάς σώσει, ο σοσιαλισμός δε θα έρθει (είναι κι εδώ ελαφρά ανορθόδοξος) , μόνο να βιαστούμε κάνοντας τα μαλλιά μας σαλίγκαρο όσο υπάρχουν κι αυτά τα ελάχιστα, ν᾿ αγαπηθούμε παράφορα και να εξαφανιστούμε σε σπουδαίες αγκαλιές, σε οξείες γωνίες με ατέρμονα σκέλη.
Όχι πώς δεν τού αρέσουν όλ᾿ αυτά, μα, να, μέσα σε όρια, κι εγώ τού σπάω τα σύνορα, τον τραβάω με το ζόρι πιο πέρα, μέσα στην κατεύθυνσή του οπωσδήποτε, αλλά σε σημείο που δεν τόχει σκεφτεί, βάζω φυτίλια στις αναστολές του, τού μιλάω για όργια, τη μέθοδο με τις φωτογραφίες, κι επάνω στον μπιντέ, κι από μακριά, εντελώς τηλεπαθητικά — η μέθοδος με το τηλέφωνο. «Όχι, όχι. Μέχρι τον Γκαρωντύ. Πάρα πέρα δεν πάω. «Μα, γιατί; Άπαξ κι είσαι ανορθόδοξος, γιατί δεν τραβάς μέχρι τέλος; Τί τον θέλεις τον Γκαρωντύ, για γκαραντί; Τι πας να περισώσεις, καημένε;»
Έτσι πολεμάω την αηδιαστική λέξη «σνομπάρω» με την πιο αηδιαστική «πληζάρω», δικής μου επινόησης, κι αν κι αυτή περάσει σε χρήση μπορεί να βγάλω μιαν άλλη, «σορυάρω» ή κάτι ανάλογο.
Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους ν᾿ ακουμπάνε επάνω μου, Ιδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν ν᾿ αγαπάς το φορτίο σου, σού ανοίγουν ένα κάποιο παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει ή ζωή σου και μένεις μ᾿ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τ᾿ όραμά σου.
Μ᾿ αρέσουν οι απελπισμένοι, αυτοί που καπνίζουν αβέρτα τσιγάρα, κουνάνε νευρικά το πόδι τους, και ξημερώνονται στα ξενυχτάδικα, ξέροντας πώς δεν έχουν να γραπωθούν από πουθενά, πως δεν υπάρχει Μάικ, μα μόνο Μιχάλης, φτηνά ανθρωπάκια τριγύρω τους που σπάνε γραμμάτια, βγάζουνε δόντια, καταστιχογραφούν και πορνεύουν.
Εμ, πώς να με παραδεχτούνε μετά; Πώς να με παραδεχτούνε όταν όλοι είναι γραπωμένοι από κάπου κι εγώ τούς λέω πώς δεν έχει νόημα ούτε ή σκέψη τους ούτε ή πράξη τους, δεν έχει νόημα τίποτε, ούτε καν αυτές οι φράσεις, πολύ περισσότερο οι κακίες μου κι οι καλοσύνες τών άλλων που είναι γεμάτες αφέλεια. Ακόμα και τα παιδιά που σκοτώθηκαν μέσα στο δάσος, χάσανε τη ζωή τους χωρίς αποτέλεσμα, χαντακώθηκαν, βουλώσαν τα ορύγματα κι ήρθαν κατόπιν οι άλλοι, ήρθαν οι νικητές και ξεθάβανε λιωμένα πτώματα, ήρθαν και τούς φωτογράφιζαν, ενώ η μάνα τού Τάκη έπρεπε ν᾿ αναγνωρίσει το παιδί της από τις κουμπότρυπες τού παντελονιού, όχι από το πρόσωπο, αυτό δεν υπήρχε καθόλου, μόνο από τις κουμπότρυπες που τις είχε σιάξει ή ίδια με μια ραφή ιδιότροπη (ήταν φραγκοραφτού) «Αχ, το παιδάκι μου. Να οι κουμπότρυπες που τις έσιαξα» έτσι κι έτσι (δε θυμάμαι ακριβώς, πέρασε άλλωστε τόσος καιρός από τότε που ξεθάβανε τα παιδιά μέσα από το δάσος) «αυτό είναι το παιδάκι μου», όλο έλεγε κι οι άλλοι δε χαμπαρίζανε τίποτε, μόνο φωτογράφιζαν, και βγήκαν αργότερα με τις εφημερίδες τους παρουσιάζοντας «τα εγκλήματα», κάνοντας τα θύματα θύτες, δηλαδή πώς σφαγιάσθηκε ο Τάκης από τον Τάκη.
Και μετά μού λες εμένα, και μετά μού λες, πώς είναι δυνατόν να με παραδεχτούνε, να μού δώσουν βραβείο τών δώδεκα, διακρίσεις, στεφάνια, επικήδειους. Ποιοι; Οι σιτοπώλες κι οι άλλοι;
Γιατί μη νομίζετε πώς δεν έχω και εναντίον τών άλλων. Έχω ράμματα για την γούνα τών πάντων. Πώς θα γινόταν ο Τάκης αν ζούσε, πώς θα τον σιάχναν οι δικοί του νομίζετε; Ίδιο με τον άλλον τον Τάκη, τον Ανορθόδοξο. Εκεί θα καταντούσε. Κι έτσι δεν έχει καμιά σημασία ούτε για κείνον που έζησε, ούτε για κείνον που χάθηκε. Δεν υπάρχει δικαίωση. Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι ή στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ μ᾿ αυτό το σουλούπι και τούτη τη φάτσα μέσα στο χώρο, κι αυτό είναι όλο, κι ας έρθουν οι άλλοι μετά εκατομμύρια χρόνια να φέρουν τη φωνή μου πίσω, ας φωτογραφήσουν τη φαλάκρα τού Σωκράτη και τού Χριστού το γενάκι. Τι με νοιάζει εμένα!
Γιατί, διαπιστώνω τώρα πώς οι πολυκατοικίες κι οι άσφαλτοι που τόσο πολύ κατακρίναμε μες στα γραφτά μας, δε μού φταίνε σε τίποτε. Εγώ πια κρούω τών πολυκατοικιών τα κουδούνια αντί για ένα ρόπτρο, κι αυτό είναι όλο. Όποιος θέλει παίρνει το σήμα κατεβαίνει στην άσφαλτο κι αρχίζει να παίρνει διάφορες στάσεις, ξέροντας πώς κανένας άλλος δεν εκτόπισε ακριβώς τον ίδιο όγκο αέρα, στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή, κι αυτό είναι. Πάρα πέρα δεν έχει. Ενώ τις ζαριές τού Νικ τις έχουν φέρει οπωσδήποτε άλλοι πρωτύτερα κι έχουν παίξει ακριβώς κατά όμοιο τρόπο. Λοιπόν;
Δε με παραδέχονται ίσως, γιατί ό,τι γράφω, γράφεται έτσι που να μη γίνεται τραγούδι σουξέ, σενάριο για ταινία, να μην ταιριάζει για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή ό,τι άλλο θα μάς καθίσουν στο σβέρκο στο μέλλον. Κι αν κανένας πάει να με παραδεχτεί προς στιγμή, τον φαρμακώνω αμέσως και τον αφήνω στις μαύρες του.
Έχω ένα φίλο καλό που γράφει κι αυτός και σιχαίνεται τα πάντα, μέχρι τούς μπαμπάδες που δείχνουν καμαρώνοντας τών παιδιών τους τις φωτογραφίες, ιδίως εκείνους που κολλάνε στο αμάξι τους φωτογραφία με «Μπαμπά, μην τρέχεις». Ε, κι αυτός ακόμα ο τόσο ελεύθερος κι άναρχος, σέβεται κάτι, τούς σκοτωμένους, ιδίως όσους πέσανε για μια ιδέα, γι᾿ αυτό τούς βάζει μες στα γραφτά του ανάμεσα ατούς ζωντανούς, συνήθως κάτι καθάρματα που τούς δίνει τρεχούμενα ονόματα φθαρμένα στην καθημερινή συναλλαγή: Μιχάλης και Νίκος. Όμως για τα παιδιά που χαθήκανε χρησιμοποιεί παράξενα ονόματα, Μάικ και Νικ, μάλιστα τώρα τελευταία μού ανακάλυψε και κάποιον Λούη κι ήταν περίπου χαρούμενος που είχε ένα τόσο άφθαρτο όνομα, έστω ένα όνειρο να πιαστεί και να πάει.
Πάω λοιπόν και τον βρίσκω κάνοντας το βιαστικό. Κάτσε», μού λέει, «να τα πούμε λιγάκι». Τον βλέπω πώς είναι σχεδόν ευτυχισμένες από την επίσκεψη, μ᾿ αγαπάει και θέλει να το εκδηλώσει. «Όχι, βιάζομαι», τού κάνω, «πρέπει να πληρώσω ένα γραμμάτιο σε κάποιον τοκογλύφο Μάικ, έπειτα να περάσω από το σπίτι τού Λούη, δεν τον ξέρεις, παλιός συμμαθητής μου και τώρα κολλημένος για καλά στα φουστάνια της γυναίκας του. Και μετά είναι κι ο Νικ που με περιμένει στο καφενείο μανιώδης για τάβλι». Τον βλέπω που ξυνίζεται, τού κακοφαίνεται ένας Μάικ τοκογλύφος, Νικ ταβλαδόρος και Λούη βολεμένος κοντά στη γυναίκα του. Το ξέρω πώς έτσι γίνομαι κακός, αλλά δε μού αρέσουν τα ημίμετρα, κι άλλωστε είναι ό μόνος τρόπος, τόσο πολύ που μ᾿ αγαπάει, να μη δω σε κανένα γραφτό του το όνομα Μαρ.
Φεύγω και τον αφήνω περίλυπο. Συναντάω τον Τάκη φίλο αρκετά σαραντάρη, μόνιμα ξαπλωμένο στο στρωματέξ τού ερωτισμού, που δουλεύει κανονικό κοντέρ για γυναίκες, τις παίρνει από πίσω, λέει βρωμόλογα, «Κουκλάρα μου, έρχεσαι μέχρι το ξενοδοχείο που σε χρειάζομαι». Τον ανακατώνω κι αυτόν λέγοντας πώς μόνο ό σεξουαλισμός θα μάς σώσει, ο σοσιαλισμός δε θα έρθει (είναι κι εδώ ελαφρά ανορθόδοξος) , μόνο να βιαστούμε κάνοντας τα μαλλιά μας σαλίγκαρο όσο υπάρχουν κι αυτά τα ελάχιστα, ν᾿ αγαπηθούμε παράφορα και να εξαφανιστούμε σε σπουδαίες αγκαλιές, σε οξείες γωνίες με ατέρμονα σκέλη.
Όχι πώς δεν τού αρέσουν όλ᾿ αυτά, μα, να, μέσα σε όρια, κι εγώ τού σπάω τα σύνορα, τον τραβάω με το ζόρι πιο πέρα, μέσα στην κατεύθυνσή του οπωσδήποτε, αλλά σε σημείο που δεν τόχει σκεφτεί, βάζω φυτίλια στις αναστολές του, τού μιλάω για όργια, τη μέθοδο με τις φωτογραφίες, κι επάνω στον μπιντέ, κι από μακριά, εντελώς τηλεπαθητικά — η μέθοδος με το τηλέφωνο. «Όχι, όχι. Μέχρι τον Γκαρωντύ. Πάρα πέρα δεν πάω. «Μα, γιατί; Άπαξ κι είσαι ανορθόδοξος, γιατί δεν τραβάς μέχρι τέλος; Τί τον θέλεις τον Γκαρωντύ, για γκαραντί; Τι πας να περισώσεις, καημένε;»
Έτσι πολεμάω την αηδιαστική λέξη «σνομπάρω» με την πιο αηδιαστική «πληζάρω», δικής μου επινόησης, κι αν κι αυτή περάσει σε χρήση μπορεί να βγάλω μιαν άλλη, «σορυάρω» ή κάτι ανάλογο.
Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους ν᾿ ακουμπάνε επάνω μου, Ιδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες που σε κάνουν ν᾿ αγαπάς το φορτίο σου, σού ανοίγουν ένα κάποιο παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει ή ζωή σου και μένεις μ᾿ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τ᾿ όραμά σου.
Μ᾿ αρέσουν οι απελπισμένοι, αυτοί που καπνίζουν αβέρτα τσιγάρα, κουνάνε νευρικά το πόδι τους, και ξημερώνονται στα ξενυχτάδικα, ξέροντας πώς δεν έχουν να γραπωθούν από πουθενά, πως δεν υπάρχει Μάικ, μα μόνο Μιχάλης, φτηνά ανθρωπάκια τριγύρω τους που σπάνε γραμμάτια, βγάζουνε δόντια, καταστιχογραφούν και πορνεύουν.
Εμ, πώς να με παραδεχτούνε μετά; Πώς να με παραδεχτούνε όταν όλοι είναι γραπωμένοι από κάπου κι εγώ τούς λέω πώς δεν έχει νόημα ούτε ή σκέψη τους ούτε ή πράξη τους, δεν έχει νόημα τίποτε, ούτε καν αυτές οι φράσεις, πολύ περισσότερο οι κακίες μου κι οι καλοσύνες τών άλλων που είναι γεμάτες αφέλεια. Ακόμα και τα παιδιά που σκοτώθηκαν μέσα στο δάσος, χάσανε τη ζωή τους χωρίς αποτέλεσμα, χαντακώθηκαν, βουλώσαν τα ορύγματα κι ήρθαν κατόπιν οι άλλοι, ήρθαν οι νικητές και ξεθάβανε λιωμένα πτώματα, ήρθαν και τούς φωτογράφιζαν, ενώ η μάνα τού Τάκη έπρεπε ν᾿ αναγνωρίσει το παιδί της από τις κουμπότρυπες τού παντελονιού, όχι από το πρόσωπο, αυτό δεν υπήρχε καθόλου, μόνο από τις κουμπότρυπες που τις είχε σιάξει ή ίδια με μια ραφή ιδιότροπη (ήταν φραγκοραφτού) «Αχ, το παιδάκι μου. Να οι κουμπότρυπες που τις έσιαξα» έτσι κι έτσι (δε θυμάμαι ακριβώς, πέρασε άλλωστε τόσος καιρός από τότε που ξεθάβανε τα παιδιά μέσα από το δάσος) «αυτό είναι το παιδάκι μου», όλο έλεγε κι οι άλλοι δε χαμπαρίζανε τίποτε, μόνο φωτογράφιζαν, και βγήκαν αργότερα με τις εφημερίδες τους παρουσιάζοντας «τα εγκλήματα», κάνοντας τα θύματα θύτες, δηλαδή πώς σφαγιάσθηκε ο Τάκης από τον Τάκη.
Και μετά μού λες εμένα, και μετά μού λες, πώς είναι δυνατόν να με παραδεχτούνε, να μού δώσουν βραβείο τών δώδεκα, διακρίσεις, στεφάνια, επικήδειους. Ποιοι; Οι σιτοπώλες κι οι άλλοι;
Γιατί μη νομίζετε πώς δεν έχω και εναντίον τών άλλων. Έχω ράμματα για την γούνα τών πάντων. Πώς θα γινόταν ο Τάκης αν ζούσε, πώς θα τον σιάχναν οι δικοί του νομίζετε; Ίδιο με τον άλλον τον Τάκη, τον Ανορθόδοξο. Εκεί θα καταντούσε. Κι έτσι δεν έχει καμιά σημασία ούτε για κείνον που έζησε, ούτε για κείνον που χάθηκε. Δεν υπάρχει δικαίωση. Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι ή στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ μ᾿ αυτό το σουλούπι και τούτη τη φάτσα μέσα στο χώρο, κι αυτό είναι όλο, κι ας έρθουν οι άλλοι μετά εκατομμύρια χρόνια να φέρουν τη φωνή μου πίσω, ας φωτογραφήσουν τη φαλάκρα τού Σωκράτη και τού Χριστού το γενάκι. Τι με νοιάζει εμένα!
Γιατί, διαπιστώνω τώρα πώς οι πολυκατοικίες κι οι άσφαλτοι που τόσο πολύ κατακρίναμε μες στα γραφτά μας, δε μού φταίνε σε τίποτε. Εγώ πια κρούω τών πολυκατοικιών τα κουδούνια αντί για ένα ρόπτρο, κι αυτό είναι όλο. Όποιος θέλει παίρνει το σήμα κατεβαίνει στην άσφαλτο κι αρχίζει να παίρνει διάφορες στάσεις, ξέροντας πώς κανένας άλλος δεν εκτόπισε ακριβώς τον ίδιο όγκο αέρα, στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή, κι αυτό είναι. Πάρα πέρα δεν έχει. Ενώ τις ζαριές τού Νικ τις έχουν φέρει οπωσδήποτε άλλοι πρωτύτερα κι έχουν παίξει ακριβώς κατά όμοιο τρόπο. Λοιπόν;
O Χάκκας και η νοσταλγία του για τη Καισαριανή που χάθηκε.
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία τής Καισαριανής. Εκεί ο Χάκκας τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια γράφτηκε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και τού εμφυλίου. Αγάπησε την Καισαριανή τών προσφυγόσπιτων, τών απλών ανθρώπων, τις αυλές με τα γιασεμιά και τον απογευματινό καφέ. Η ελεγεία του για τη χαμένη Καισαριανή είναι συντηρητική αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Οι άνθρωποι ήθελαν να αφήσουν πίσω την ταλαιπωρία τη φτώχεια και το διαμέρισμα τής αντιπαροχής ήταν γι αυτούς ένα βήμα προς τα μπροστά. Τη νοσταλγία τού Χάκκα για μια συνοικία που άλλαζε και για ένα τρόπο ζωής που χανόταν πολύ λίγοι την ένοιωθαν. Ο Χάκκας με το διήγημα του Ἡ τοιχογραφία", τραγουδεί, υμνεί «γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος» και μαζί κλαίει για μια Αγαπημένη. Ο πόνος του είναι αληθινός και γεννά ένα εκπληκτικό λογοτέχνημα μέσα στην Ελληνική γραμματολογία, ακόμη κι αν έχει αλλάξει η προσλειψιμότητα μας, ακόμα κι αν το βαρύνουν κάποιες λογοτεχνικές υπερβολές.
Η τοιχογραφία
ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΉ, στο μοναστήρι, υπάρχει μια τοιχογραφία σε τρεις φάσεις, «ο εμπεσών εις ληστάς», που δεν ξεφεύγει καθόλου από τη γνωστή περιγραφή τής Γραφής: Ένας ταξιδιώτης πιάνεται από ληστές, πέφτει η σχετική «ξυλοκοπία», φεύγουν οι λεβέντες στοιχισμένοι και με τα ματσούκια επ᾿ ώμου σα νάναι στρατός, κάποιος περαστικός μαζεύει τον, δαρμένο.
Εκείνο που βλέπει κανένας με την πρώτη, ματιά είναι η κακοτεχνία αυτής τής τοιχογραφίας που ίσως δημιουργεί μια καινούρια αισθητική όπως όλα τα εκ πρώτης όψεως κακόγουστα πράγματα και που φυσικά δε μ᾿ ενδιαφέρει απ᾿ αυτή την πλευρά. Εκείνο που με κόβει είναι ότι εξ αιτίας αυτής τής δήθεν κακοτεχνίας προκύπτει ένα διαφορετικό νόημα πέραν τού αρχικού τής παραβολής και που ταιριάζει με μερικά περιστατικά που συνέβησαν στη συνοικία τής Καισαριανής.
Είναι αυτό το ομοιόμορφο τών προσώπων, ταξιδιώτης ληστές περαστικός, οι ίδιες φάτσες. Δε μιλάω για τα ακάλυπτα μέρη τού σώματος, άλλωστε ελάχιστα, και τα ενδύματα με τις πτυχώσεις, πανομοιότυπα, όλα, λες και ο αγιογράφος είχε μπροστά του ένα και μόνο μοντέλο. Τα πρόσωπα, τα πρόσωπα, «εμπεσών» και μη «εμπεσών» όλα τα ίδια. Έτσι κι έβαζε μια σύσπαση στα πρόσωπα τών ληστών όπως σηκώνουν τα ματσούκια και χτυπάνε τον πεσμένο ταξιδιώτη ή αν ζωγράφιζε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο τού τελευταίου, η αντιστοιχία τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανής θάχε χαλάσει.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χωνής ή αλλιώς ο "Μαμά Το Κουλούρι Μου", φωνάζει το χωνί, αργότερα γίνεται χίτης και δέρνει με τη σειρά του αυτούς που φωνάζουν το χωνί με τη σειρά τους και που έδερναν πρωτύτερα τον Μαμά Το Κουλούρι Μου, γιατί φώναζε στο χωνί. Οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια πρόσωπα, ένα και μόνο μοντέλο.
Έτσι εξηγείται και ο Ρούχου Μούχου, μπουγαδοκλέφτης και πληροφοριοδότης τής αστυνομίας, βγαίνοντας από το σπίτι τού Δαβίλα όπου είχε κάνει τις καταδόσεις του, βουτάει τη μπουγάδα, μετά τον τσιμπάει η λαβίδα, τρώει το μπερντάχι του, συνεχίζει όμως να πηγαίνει πληροφορίες στον Δαβίλα, αλλά βγαίνοντας από το σπίτι του δε βρίσκει πια μπουγάδα ν᾿ αρπάξει γιατί η Δαβίλαινα προνοώντας την έχει κρύψει.
«Σ ένα καζάνι βράζουμε όλοι», λέει ένας γέρο Καισαριανιώτης και δεν έχω μεγάλη αντίρρηση παρατηρώντας την τοιχογραφία, αν φυσικά εξαιρέσουμε τούς νεκρούς. Αυτοί πια είναι έξω από το κόλπο, από κάθε κόλπο. Μόνο που δεν ξέρω πόσο θα βράζει αυτό το καζάνι και τι ζουμί θα δώσει στο τέλος. Φοβάμαι μήπως ό,τι ζουμί ήταν να δώσει το έδωσε, είτε γιατί τρύπησε, είτε γιατί πια δε βράζει. Ξεθυμαίνουν οι άνθρωποι, καινούριες καταστάσεις έρχονται και καβατζάρουν τις παλιές, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο λογαριασμός τού ρεύματος και τού τηλεφώνου. Τα παρατσούκλια σιγά σιγά λείπουν. Πολυκατοικίες φυτρώνουν στη λεωφόρο κι άσφαλτοι ζώνουν τα σοκάκια.
Έχω την υποψία πώς τέλειωσε πια αυτό το νόημα τής τοιχογραφίας και τείνει να εκφραστεί κάποιο άλλο ακόμα πιο σύγχρονο, αυτό το πλαδαρό και ομοιόμορφο τής καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι το γενικό που απλώνεται — τέρας — σ᾿ όλη την Αθήνα.
Καισαριανή τού βερεσέ στο μπακάλη και τού παπαζωτό για τα μαλλιά, πέθανες πια. Καισαριανή τού κοπροφάγου Μουκούτσου (τον είδα να τρώει τα περιττώματά του σε στοίχημα αντί κατοχικού κατοστάρικου ακουμπώντας στο πεζούλι τού γηπέδου), αυτός ο μετέπειτα ρουφιάνος και τρομοκράτης και για τις δυο παρατάξεις. Πρωτόγονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια.
Όμως εμένα ο νους μου κι η αγάπη μου για την Καισαριανή τής «ξυλοκοπίας» κι είναι ευτύχημα που έζησα και μεγάλωσα εκεί. Όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας: Ο Ιάσονας το πρώτο δέντρο που περπάτησε, έπεσε στη θάλασσα και σήκωσε πανιά για την Κολχίδα. Ο Οιδίποδας στο μεταίχμιο μπερδεμένος τυφλώνεται στο πρώτο φως θερμικής λάμψης. Κι ο Κρέοντας να εμφανίζεται για πρώτη φορά, στην ιστορία με μια αρμαθιά κλειδιά. Όλα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμα τους, γι᾿ αυτό δε λεν να σβήσουν από μέσα μου άνθρωποι, γειτονιές και γεγονότα.
Ένας χώρος που κατοικήθηκε για πρώτη φορά. Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα τού Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού τής προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο.
Καισαριανή τών κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, τού γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες με τις νταγιάκες. Καισαριανή τών κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ᾿ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου. Τι να πει και τι να μολογήσει κάποιος που θάζησε στο Μεσολόγγι; Βαραίνει πάνω του το παρελθόν κι ο μύθος. Γι᾿ αυτόν όλα ήταν τελειωμένα όταν τα πλησίαζε, ακόμα κι η φθορά τού χώρου συντελέστηκε πριν απ᾿ αυτόν.
Καισαριανή, σ᾿ ευχαριστώ που αξιώθηκα να δω και ν᾿ αγγίξω μερικούς που έφυγαν έγκαιρα, πριν προλάβουν να ενταχτούν στο οποιοδήποτε νόημα τής τοιχογραφίας, είτε ξυλοκοπικής, είτε καταναλωτικής. Για το Λευτέρη, τον αδερφό τής κυρα-Βδοκιάς — «Ασλάν Λευτέρη, καπλάν Λευτέρη» — και που αργότερα εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Για τον Πουτσούρη που έπαιξα μαζί του με ξύλινα σπαθιά και χάρτινα καπέλα, έπειτα κρατούσε στα χέρια του μιαν αραβίδα, δεκαπέντε χρονώ παιδί όταν τον βρήκε στο μέτωπο μια σφαίρα κοντά στον Ποσειδώνα. Ευχαριστώ που ευδόκησα να δω το μπλε σακάκι τού Απόλλωνα, το πιο μπλε τής ζωής μου, από ανόθευτο ουρανό και θάλασσα. Και τον Άρη που σκοτώθηκε γωνία Δαμάρεως και Φορμίωνος και που στη θέση εκείνη είδα τα πτώματα μερικών δοσίλογων, που κρύβανε την ταυτότητά τους στην κάλτσα. Δίκαιη και γρήγορη πληρωμή, μια κάθαρση αυτόματη τού χώρου.
Ποιόν να σού πρωτοθυμηθώ, Καισαριανή; Τον Ιγνάτιο που πήγε θράσος; Ήταν ο χαζός τής συνοικίας κι είχε παρασυρθεί από το γενικό κλίμα. Έβαζε στην κωλότσεπή του ένα τσόκαρο τάχα περίστροφο και γύριζε τις γειτονιές όλο προφύλαξη. Κάπου τον πέτυχαν σ᾿ αυτή την ύποπτη στάση, τού ρίξανε, πάει κι αυτός.
Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος τής ιστορίας.
Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν᾿ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο που θέλει ν᾿ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ᾿ αυτά τ᾿ ανθρωπάκια, το πνεύμα τής ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα η Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από τη συνοικία Σαιντ Αντουάν τού Παρισιού παρά μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλες σου στέπες αρδεύτηκαν, η Καντώνα οικοδομείται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο άξια απ᾿ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια άγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα που απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών... ων ουκ έστι τέλος». Τέλος τής εποχής κι οι εκπτώσεις επόμενες.
Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά τής μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι που δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.
Που η λεβεντιά σου και που η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Που τα κάλλη σου και που τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα;
Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπό σου, σα γέρικο σκυλί που γλείφει τις πληγές του στην επούλωση. Τώρα τσαλαπατημένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη, στην τελευταία φάση τής τοιχογραφίας, περίθαλψη και λησμονιά τών άγριων περιστατικών τού ταξιδιού σου.
Εκείνο που βλέπει κανένας με την πρώτη, ματιά είναι η κακοτεχνία αυτής τής τοιχογραφίας που ίσως δημιουργεί μια καινούρια αισθητική όπως όλα τα εκ πρώτης όψεως κακόγουστα πράγματα και που φυσικά δε μ᾿ ενδιαφέρει απ᾿ αυτή την πλευρά. Εκείνο που με κόβει είναι ότι εξ αιτίας αυτής τής δήθεν κακοτεχνίας προκύπτει ένα διαφορετικό νόημα πέραν τού αρχικού τής παραβολής και που ταιριάζει με μερικά περιστατικά που συνέβησαν στη συνοικία τής Καισαριανής.
Είναι αυτό το ομοιόμορφο τών προσώπων, ταξιδιώτης ληστές περαστικός, οι ίδιες φάτσες. Δε μιλάω για τα ακάλυπτα μέρη τού σώματος, άλλωστε ελάχιστα, και τα ενδύματα με τις πτυχώσεις, πανομοιότυπα, όλα, λες και ο αγιογράφος είχε μπροστά του ένα και μόνο μοντέλο. Τα πρόσωπα, τα πρόσωπα, «εμπεσών» και μη «εμπεσών» όλα τα ίδια. Έτσι κι έβαζε μια σύσπαση στα πρόσωπα τών ληστών όπως σηκώνουν τα ματσούκια και χτυπάνε τον πεσμένο ταξιδιώτη ή αν ζωγράφιζε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο τού τελευταίου, η αντιστοιχία τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανής θάχε χαλάσει.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χωνής ή αλλιώς ο "Μαμά Το Κουλούρι Μου", φωνάζει το χωνί, αργότερα γίνεται χίτης και δέρνει με τη σειρά του αυτούς που φωνάζουν το χωνί με τη σειρά τους και που έδερναν πρωτύτερα τον Μαμά Το Κουλούρι Μου, γιατί φώναζε στο χωνί. Οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια πρόσωπα, ένα και μόνο μοντέλο.
Έτσι εξηγείται και ο Ρούχου Μούχου, μπουγαδοκλέφτης και πληροφοριοδότης τής αστυνομίας, βγαίνοντας από το σπίτι τού Δαβίλα όπου είχε κάνει τις καταδόσεις του, βουτάει τη μπουγάδα, μετά τον τσιμπάει η λαβίδα, τρώει το μπερντάχι του, συνεχίζει όμως να πηγαίνει πληροφορίες στον Δαβίλα, αλλά βγαίνοντας από το σπίτι του δε βρίσκει πια μπουγάδα ν᾿ αρπάξει γιατί η Δαβίλαινα προνοώντας την έχει κρύψει.
«Σ ένα καζάνι βράζουμε όλοι», λέει ένας γέρο Καισαριανιώτης και δεν έχω μεγάλη αντίρρηση παρατηρώντας την τοιχογραφία, αν φυσικά εξαιρέσουμε τούς νεκρούς. Αυτοί πια είναι έξω από το κόλπο, από κάθε κόλπο. Μόνο που δεν ξέρω πόσο θα βράζει αυτό το καζάνι και τι ζουμί θα δώσει στο τέλος. Φοβάμαι μήπως ό,τι ζουμί ήταν να δώσει το έδωσε, είτε γιατί τρύπησε, είτε γιατί πια δε βράζει. Ξεθυμαίνουν οι άνθρωποι, καινούριες καταστάσεις έρχονται και καβατζάρουν τις παλιές, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο λογαριασμός τού ρεύματος και τού τηλεφώνου. Τα παρατσούκλια σιγά σιγά λείπουν. Πολυκατοικίες φυτρώνουν στη λεωφόρο κι άσφαλτοι ζώνουν τα σοκάκια.
Έχω την υποψία πώς τέλειωσε πια αυτό το νόημα τής τοιχογραφίας και τείνει να εκφραστεί κάποιο άλλο ακόμα πιο σύγχρονο, αυτό το πλαδαρό και ομοιόμορφο τής καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι το γενικό που απλώνεται — τέρας — σ᾿ όλη την Αθήνα.
Καισαριανή τού βερεσέ στο μπακάλη και τού παπαζωτό για τα μαλλιά, πέθανες πια. Καισαριανή τού κοπροφάγου Μουκούτσου (τον είδα να τρώει τα περιττώματά του σε στοίχημα αντί κατοχικού κατοστάρικου ακουμπώντας στο πεζούλι τού γηπέδου), αυτός ο μετέπειτα ρουφιάνος και τρομοκράτης και για τις δυο παρατάξεις. Πρωτόγονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια.
Όμως εμένα ο νους μου κι η αγάπη μου για την Καισαριανή τής «ξυλοκοπίας» κι είναι ευτύχημα που έζησα και μεγάλωσα εκεί. Όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας: Ο Ιάσονας το πρώτο δέντρο που περπάτησε, έπεσε στη θάλασσα και σήκωσε πανιά για την Κολχίδα. Ο Οιδίποδας στο μεταίχμιο μπερδεμένος τυφλώνεται στο πρώτο φως θερμικής λάμψης. Κι ο Κρέοντας να εμφανίζεται για πρώτη φορά, στην ιστορία με μια αρμαθιά κλειδιά. Όλα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμα τους, γι᾿ αυτό δε λεν να σβήσουν από μέσα μου άνθρωποι, γειτονιές και γεγονότα.
Ένας χώρος που κατοικήθηκε για πρώτη φορά. Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα τού Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού τής προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο.
Καισαριανή τών κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, τού γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες με τις νταγιάκες. Καισαριανή τών κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ᾿ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου. Τι να πει και τι να μολογήσει κάποιος που θάζησε στο Μεσολόγγι; Βαραίνει πάνω του το παρελθόν κι ο μύθος. Γι᾿ αυτόν όλα ήταν τελειωμένα όταν τα πλησίαζε, ακόμα κι η φθορά τού χώρου συντελέστηκε πριν απ᾿ αυτόν.
Καισαριανή, σ᾿ ευχαριστώ που αξιώθηκα να δω και ν᾿ αγγίξω μερικούς που έφυγαν έγκαιρα, πριν προλάβουν να ενταχτούν στο οποιοδήποτε νόημα τής τοιχογραφίας, είτε ξυλοκοπικής, είτε καταναλωτικής. Για το Λευτέρη, τον αδερφό τής κυρα-Βδοκιάς — «Ασλάν Λευτέρη, καπλάν Λευτέρη» — και που αργότερα εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Για τον Πουτσούρη που έπαιξα μαζί του με ξύλινα σπαθιά και χάρτινα καπέλα, έπειτα κρατούσε στα χέρια του μιαν αραβίδα, δεκαπέντε χρονώ παιδί όταν τον βρήκε στο μέτωπο μια σφαίρα κοντά στον Ποσειδώνα. Ευχαριστώ που ευδόκησα να δω το μπλε σακάκι τού Απόλλωνα, το πιο μπλε τής ζωής μου, από ανόθευτο ουρανό και θάλασσα. Και τον Άρη που σκοτώθηκε γωνία Δαμάρεως και Φορμίωνος και που στη θέση εκείνη είδα τα πτώματα μερικών δοσίλογων, που κρύβανε την ταυτότητά τους στην κάλτσα. Δίκαιη και γρήγορη πληρωμή, μια κάθαρση αυτόματη τού χώρου.
Ποιόν να σού πρωτοθυμηθώ, Καισαριανή; Τον Ιγνάτιο που πήγε θράσος; Ήταν ο χαζός τής συνοικίας κι είχε παρασυρθεί από το γενικό κλίμα. Έβαζε στην κωλότσεπή του ένα τσόκαρο τάχα περίστροφο και γύριζε τις γειτονιές όλο προφύλαξη. Κάπου τον πέτυχαν σ᾿ αυτή την ύποπτη στάση, τού ρίξανε, πάει κι αυτός.
Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος τής ιστορίας.
Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν᾿ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο που θέλει ν᾿ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ᾿ αυτά τ᾿ ανθρωπάκια, το πνεύμα τής ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα η Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από τη συνοικία Σαιντ Αντουάν τού Παρισιού παρά μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλες σου στέπες αρδεύτηκαν, η Καντώνα οικοδομείται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο άξια απ᾿ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια άγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα που απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών... ων ουκ έστι τέλος». Τέλος τής εποχής κι οι εκπτώσεις επόμενες.
Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά τής μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι που δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.
Που η λεβεντιά σου και που η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Που τα κάλλη σου και που τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα;
Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπό σου, σα γέρικο σκυλί που γλείφει τις πληγές του στην επούλωση. Τώρα τσαλαπατημένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη, στην τελευταία φάση τής τοιχογραφίας, περίθαλψη και λησμονιά τών άγριων περιστατικών τού ταξιδιού σου.
Το νερό
ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΉ, στο μοναστήρι, υπάρχει μια βρύση. Το νερό τρέχει από το στόμα κριού, αρχαία ειδωλολατρική κατασκευή, κι όσες γυναίκες πίνανε νερό απ᾿ το κριάρι κάνανε παιδιά και μάλιστα αρσενικά. Έτσι λέει ο μύθος, ένα πρωτότυπο μαρκάλισμα που γίνεται με το νερό. Με το νερό; Ναι, άμα βγαίνει από στόμα ζώου που έχει την ικανότητα να επισκέπτεται ολόκληρο κοπάδι προβατίνες, όλα γίνονται. Ωραία σύλληψη αρκετά παγανιστική και άκρως ρεαλιστική.
Στα βυζαντινά χρόνια όπου πνευματικοποιούνται περισσότερο τα πράγματα, κάποιος καλόγερος, ίσως κι ο χρόνος — ακριβώς δεν ξέρω — έκοψε λίγο τα κέρατα τού κριαριού, έτσι που να μοιάζει λίγο και αμνός. Δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, επιμένει να έχει όψη κριαριού. Όμως το νερό του αναγκαστικά έχασε τις παλιές ιδιότητες του κι έγινε αγίασμα για πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Στα χρόνια μας ο κριός αμνός έμεινε ένα στολίδι και τίποτε παραπάνω, ενώ το νερό του απλώς καλό χωνευτικό νεράκι. Έτσι είναι, τελειώνουν οι μύθοι κι έρχεται η επιστήμη να εξηγήσει μερικά ανεξήγητα φαινόμενα, έρχεται η διαλεχτική και εξετάσει την αλληλοεπίδραση νερού κι επαναστατικής ψυχολογίας. Έτσι κι εγώ, εξοπλισμένος με τη διαλεχτική μέχρι τα μπούνια, λέω να ορμηνέψω τη συμπεριφορά τών Καισαριανιωτών τα τριάντα τελευταία χρόνια, με μπούσουλα αποκλειστικό ετούτο το νερό.
Μια ώρα δρόμο με τα πόδια από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας δεν είναι λίγος. Φτάνει κανένας ιδρωμένος και ξεθεωμένος από τον ανήφορο και πέφτει με τα μούτρα στο νερό, που είπαμε έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα: Ξεπλένει τ᾿ άντερα. Τι φταίει το νεράκι αν πεινάς; Τι φταίει αν δεν έχεις τι να φας; Κι όπως έχεις θέα από δω πάνω την πολιτεία πιάτο μπρος σου, επαναστατικοποιείσαι κι ορμάς
Οι ξυλάδες σκάβανε να βρουν τής κουμαριάς τη ρίζα. Άλλοι ψάχναν για χελώνες. Οι γυναίκες μάζευαν τα τελευταία χόρτα. Δεν είχε μείνει τίποτε επάνω στο βουνό. Μόνο για καπαμά τσουκνίδες και δίπλα ετούτο το νερό που μόλις τόπινες σου έκανε το άντερο φλογέρα. Σκούριαζαν οι σουγιάδες πούβγαζαν τα χόρτα, αργοί οι γκασμάδες και τα πρόσωπα όλα ρουφηγμένα. Έτσι γεννιούνται οι ήρωες, οι γαϊδουροκεφαλές κι οι σφερδουκλοκεφτέδες. Όλ᾿ απ᾿ ανάγκη. Έτσι μεγαλουργούν οι τόποι κι έρχονται έπειτα κοντυλοφόροι μυθοπλάστες να σού μιλήσουν για ιδέες άπιαστες, για κόρες και θεές που κατεβαίνουν απ᾿ τα όρη. Τίποτε. Το στομάχι τις φέρνει, το στομάχι τις παίρνει, ιδέες νεράιδες με πρόσωπο ολοστρόγγυλο ψωμί, με μάτια κατάμαυρα ελιές, με μάγουλα ροδάκινα, με στήθη γάλα ή ρύζι. Αφηνιάζεις καθώς σού λείπουν όλ᾿ αυτά (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μού κάνει), αρπάζεις τη σημαία και χύνεσαι ατούς δρόμους αποζητώντας καλό βόλι. Έτσι κι αλλιώς το κρύο χνώτο τής πείνας από πίσω πλησιάζει. (Αυτή είναι η κατοχική περίπτωση τής Καισαριανής).
Τι μ᾿ έχει πιάσει και γελοιοποιώ τα πάντα; Μπορεί πάλι τα πράγματα νάναι σοβαρά και το γελοίο να φωλιάζει μέσα μου. Πάντως έχοντας τάξει για σκοπό την απομυθοποίηση ορισμένων καταστάσεων δεν πρόκειται να σιάξω άλλους μύθους. Καλύτερα η γελοιοποίηση. Αν έβλεπα τα πράγματα έτσι από μιας αρχής ίσως είχα γλιτώσει τις φανφάρες, τ᾿ άσκοπα ζήτω, τα μεγάλα λόγια κι εκείνο το «Καισαριανή μας». Γιατί «μας» κι όχι «τους»; Τι στο διάβολο συμβόλαιο ιδιοχτησίας υπογράψαμε κι όσο κι αν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, όσο κι αν βυθιζόμαστε στα σύννεφα πομπωδών φράσεων, αυτή εκεί να μάς ανήκει μπάστακας;
Αλλά ας επιχειρήσουμε και μια φορά στο σοβαρό:
Λευτεριά, αμνοί σταλιάζουμε, αμνοί βελάζουμε το γάλα τών μαστών σου. Λευτεριά, ουράνιο δώρο σε προσμένουμε, μες στα βιβλία σε ζητιανεύουμε. Λευτεριά σ᾿ έγραψα στο βουνό και στη θάλασσα, τα πνεμόνια μου μάτωσα και τα νιάτα μου χάλασα. Λευτεριά... αλαργέν να τελειώνει το μελό. Δος του κλώτσο, δός του μπάτσο να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία.
Λευτεριά τής αυλής, τού ούζου και τού ταβλιού, παρέα με το μπατζανάκι μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά τής βδομαδιάτικης δουλειάς και τής Κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ᾿ ένα οικοπεδάκι σ᾿ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ᾿ αυτοκίνητο μου τρέχει μ᾿ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, που να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σού φαίνεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιο κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλό, έ; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλυτος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια. Τώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πώς εσύ στεφανώνεις πάντα τούς σπαθάτους άντρες. Μάς πήραν και τα χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λες νάναι απ᾿ τη γραβάτα αυτό το πράγμα που φουσκώνει;) ίχνη σαφή αλωπεκίας, τι να κάνουμε; Πίνω το ουίσκι μου και σε ξεχνάω. Αν αύριο με χτυπήσει το παπούτσι μου μπορεί να σε συλλογιστώ για λίγο.
Από τα τελευταία σπίτια τής Καισαριανής με τ᾿ αυτοκίνητο μέχρι το μοναστήρι είναι δεν είναι δέκα λεπτά. Κατεβαίνεις φρέσκος φρέσκος με την καλαθούνα και την πλαστική νταμιτζάνα στο χέρι και τραβάς κάτω από τα πλατάνια. Το κριάρι από μακριά σε παρακολουθεί. «Μπα, τι συμβαίνει μ᾿ αυτόνε», απορεί. «Γιατί δεν πλησιάζει;» « Άσε», τού κάνεις νόημα «να ρίξω κάτι στο στομάχι μου». Ανοίγεις το καλάθι κι αρχίζεις το τζατζίκι και το χταποδάκι ορεκτικό. «Έρχομαι», λες στο κριάρι και πετάγεσαι μέχρι τη βρύση όπου τακτοποιείς την πρώτη στρώση. Έπειτα πάλι στο καλάθι και στη νταμιτζάνα με το κρασί, και να τα κεφτεδάκια, και να τα συκωτάκια, και να το κοτόπουλο, δεύτερη στρώση. Άτιμη κατάψυξη, λες, τι μού κάνεις, ανέτρεψες όλοι το μαρξισμό. Κάθεσαι κάτω από τα πλατάνια και το κριάρι απαθέστατο σε παρακολουθεί. «Που θα πάει», λέει, «εδώ πάλι θάρθει να τσουγκρίσουμε τα κέρατά μας». Πιάνεις την κοιλιά σου πούχει γίνει μακρουλό καρπούζι και σηκώνεσαι με χίλια ζόρια. Ωραία! Ευτυχώς και υπάρχει αυτό το χωνευτικό νεράκι. «Ν᾿ ανοίξουμε κανένα κονσερβάκι με καβούρια Ρωσίας; ρωτάς το σύντροφό σου. Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες, τώρα με γεμάτο στομάχι που να σκεφτώ. Αύριο ίσως. (Μετακατοχική περίπτωση τής Καισαριανής).
Μαρκάλισμα: γκάστρωμα (συνήθως για αιγοπρόβατα)
Στα βυζαντινά χρόνια όπου πνευματικοποιούνται περισσότερο τα πράγματα, κάποιος καλόγερος, ίσως κι ο χρόνος — ακριβώς δεν ξέρω — έκοψε λίγο τα κέρατα τού κριαριού, έτσι που να μοιάζει λίγο και αμνός. Δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, επιμένει να έχει όψη κριαριού. Όμως το νερό του αναγκαστικά έχασε τις παλιές ιδιότητες του κι έγινε αγίασμα για πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Στα χρόνια μας ο κριός αμνός έμεινε ένα στολίδι και τίποτε παραπάνω, ενώ το νερό του απλώς καλό χωνευτικό νεράκι. Έτσι είναι, τελειώνουν οι μύθοι κι έρχεται η επιστήμη να εξηγήσει μερικά ανεξήγητα φαινόμενα, έρχεται η διαλεχτική και εξετάσει την αλληλοεπίδραση νερού κι επαναστατικής ψυχολογίας. Έτσι κι εγώ, εξοπλισμένος με τη διαλεχτική μέχρι τα μπούνια, λέω να ορμηνέψω τη συμπεριφορά τών Καισαριανιωτών τα τριάντα τελευταία χρόνια, με μπούσουλα αποκλειστικό ετούτο το νερό.
Μια ώρα δρόμο με τα πόδια από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας δεν είναι λίγος. Φτάνει κανένας ιδρωμένος και ξεθεωμένος από τον ανήφορο και πέφτει με τα μούτρα στο νερό, που είπαμε έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα: Ξεπλένει τ᾿ άντερα. Τι φταίει το νεράκι αν πεινάς; Τι φταίει αν δεν έχεις τι να φας; Κι όπως έχεις θέα από δω πάνω την πολιτεία πιάτο μπρος σου, επαναστατικοποιείσαι κι ορμάς
Οι ξυλάδες σκάβανε να βρουν τής κουμαριάς τη ρίζα. Άλλοι ψάχναν για χελώνες. Οι γυναίκες μάζευαν τα τελευταία χόρτα. Δεν είχε μείνει τίποτε επάνω στο βουνό. Μόνο για καπαμά τσουκνίδες και δίπλα ετούτο το νερό που μόλις τόπινες σου έκανε το άντερο φλογέρα. Σκούριαζαν οι σουγιάδες πούβγαζαν τα χόρτα, αργοί οι γκασμάδες και τα πρόσωπα όλα ρουφηγμένα. Έτσι γεννιούνται οι ήρωες, οι γαϊδουροκεφαλές κι οι σφερδουκλοκεφτέδες. Όλ᾿ απ᾿ ανάγκη. Έτσι μεγαλουργούν οι τόποι κι έρχονται έπειτα κοντυλοφόροι μυθοπλάστες να σού μιλήσουν για ιδέες άπιαστες, για κόρες και θεές που κατεβαίνουν απ᾿ τα όρη. Τίποτε. Το στομάχι τις φέρνει, το στομάχι τις παίρνει, ιδέες νεράιδες με πρόσωπο ολοστρόγγυλο ψωμί, με μάτια κατάμαυρα ελιές, με μάγουλα ροδάκινα, με στήθη γάλα ή ρύζι. Αφηνιάζεις καθώς σού λείπουν όλ᾿ αυτά (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μού κάνει), αρπάζεις τη σημαία και χύνεσαι ατούς δρόμους αποζητώντας καλό βόλι. Έτσι κι αλλιώς το κρύο χνώτο τής πείνας από πίσω πλησιάζει. (Αυτή είναι η κατοχική περίπτωση τής Καισαριανής).
Τι μ᾿ έχει πιάσει και γελοιοποιώ τα πάντα; Μπορεί πάλι τα πράγματα νάναι σοβαρά και το γελοίο να φωλιάζει μέσα μου. Πάντως έχοντας τάξει για σκοπό την απομυθοποίηση ορισμένων καταστάσεων δεν πρόκειται να σιάξω άλλους μύθους. Καλύτερα η γελοιοποίηση. Αν έβλεπα τα πράγματα έτσι από μιας αρχής ίσως είχα γλιτώσει τις φανφάρες, τ᾿ άσκοπα ζήτω, τα μεγάλα λόγια κι εκείνο το «Καισαριανή μας». Γιατί «μας» κι όχι «τους»; Τι στο διάβολο συμβόλαιο ιδιοχτησίας υπογράψαμε κι όσο κι αν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, όσο κι αν βυθιζόμαστε στα σύννεφα πομπωδών φράσεων, αυτή εκεί να μάς ανήκει μπάστακας;
Αλλά ας επιχειρήσουμε και μια φορά στο σοβαρό:
Λευτεριά, αμνοί σταλιάζουμε, αμνοί βελάζουμε το γάλα τών μαστών σου. Λευτεριά, ουράνιο δώρο σε προσμένουμε, μες στα βιβλία σε ζητιανεύουμε. Λευτεριά σ᾿ έγραψα στο βουνό και στη θάλασσα, τα πνεμόνια μου μάτωσα και τα νιάτα μου χάλασα. Λευτεριά... αλαργέν να τελειώνει το μελό. Δος του κλώτσο, δός του μπάτσο να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία.
Λευτεριά τής αυλής, τού ούζου και τού ταβλιού, παρέα με το μπατζανάκι μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά τής βδομαδιάτικης δουλειάς και τής Κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ᾿ ένα οικοπεδάκι σ᾿ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ᾿ αυτοκίνητο μου τρέχει μ᾿ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, που να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σού φαίνεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιο κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλό, έ; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλυτος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια. Τώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πώς εσύ στεφανώνεις πάντα τούς σπαθάτους άντρες. Μάς πήραν και τα χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λες νάναι απ᾿ τη γραβάτα αυτό το πράγμα που φουσκώνει;) ίχνη σαφή αλωπεκίας, τι να κάνουμε; Πίνω το ουίσκι μου και σε ξεχνάω. Αν αύριο με χτυπήσει το παπούτσι μου μπορεί να σε συλλογιστώ για λίγο.
Από τα τελευταία σπίτια τής Καισαριανής με τ᾿ αυτοκίνητο μέχρι το μοναστήρι είναι δεν είναι δέκα λεπτά. Κατεβαίνεις φρέσκος φρέσκος με την καλαθούνα και την πλαστική νταμιτζάνα στο χέρι και τραβάς κάτω από τα πλατάνια. Το κριάρι από μακριά σε παρακολουθεί. «Μπα, τι συμβαίνει μ᾿ αυτόνε», απορεί. «Γιατί δεν πλησιάζει;» « Άσε», τού κάνεις νόημα «να ρίξω κάτι στο στομάχι μου». Ανοίγεις το καλάθι κι αρχίζεις το τζατζίκι και το χταποδάκι ορεκτικό. «Έρχομαι», λες στο κριάρι και πετάγεσαι μέχρι τη βρύση όπου τακτοποιείς την πρώτη στρώση. Έπειτα πάλι στο καλάθι και στη νταμιτζάνα με το κρασί, και να τα κεφτεδάκια, και να τα συκωτάκια, και να το κοτόπουλο, δεύτερη στρώση. Άτιμη κατάψυξη, λες, τι μού κάνεις, ανέτρεψες όλοι το μαρξισμό. Κάθεσαι κάτω από τα πλατάνια και το κριάρι απαθέστατο σε παρακολουθεί. «Που θα πάει», λέει, «εδώ πάλι θάρθει να τσουγκρίσουμε τα κέρατά μας». Πιάνεις την κοιλιά σου πούχει γίνει μακρουλό καρπούζι και σηκώνεσαι με χίλια ζόρια. Ωραία! Ευτυχώς και υπάρχει αυτό το χωνευτικό νεράκι. «Ν᾿ ανοίξουμε κανένα κονσερβάκι με καβούρια Ρωσίας; ρωτάς το σύντροφό σου. Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες, τώρα με γεμάτο στομάχι που να σκεφτώ. Αύριο ίσως. (Μετακατοχική περίπτωση τής Καισαριανής).
Μαρκάλισμα: γκάστρωμα (συνήθως για αιγοπρόβατα)
Συνομιλία μ᾿ αυτόν που δε θάθελες ποτέ το θάνατο.
Το τρίτο νεφρό
ΤΏΡΑ που ξέρω πώς δεν κερδίζονται οι άνθρωποι η έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πώς δε γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ᾿ ένα κάποιο επίτευγμα, με χαμομήλια άστους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: «Ωχ, ωχ! Αιμορραγώ σ᾿ όλοι το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείχτη τού αριστερού σας χεριού. Ποιο όλοι το σώμα σας;» Γι᾿ αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπά τους χωρίς να περάσουν μέσα από τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται;
Κάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε από βραδύς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το φρενοκομείο γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλοι λέγαν, «η πλάτη μου», κι έπεφτε η καραβάνα άπ᾿ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.
«Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης». Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ᾿ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλά οπωσδήποτε απ᾿ αυτούς κάποιος. Μ᾿ άλλα λόγια αν έχεις ξοδέψει γι᾿ αυτήν την υπόθεση έστω και μια τρίχα απ᾿ τούς όρχεις σου.
Γι᾿ αυτό: Σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σού έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκκύτη και τώρα έχεις στριφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.
Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα τόνα πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν᾿ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτε, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη τομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτησα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας από τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες στα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα, αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μού καθόρισε, δεν είναι άγονος αφού κι άλλοι και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ᾿ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ᾿ άλλο νεφρό.
Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με το Ρίλκε, το Μπέκετ, Μύλλερ Χένρυ και άλλους πεισμωμένος και τούς φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ᾿ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτή την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να τη μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να πλάσω απ᾿ την αρχή έναν άνθρωπο κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να το μετατρέψω σ᾿ ένα απέραντο λούνα παρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τούς ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύχτια ομορφιά τών ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.
Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ᾿ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω πάρα πέρα.
Μ᾿ άλλα λόγια είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στον τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή. Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που τού αφαιρούνε το βούτυρο για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ ολόκληρες ώρες συνεχίζεται αυτό το βιολί, δυο και τρεις φορές τη βδομάδα. Ένα μηχάνημα μέλος τού σώματός σου έξω από το σώμα σού επιμηκύνει το χρόνο σου, σού δίνει παράταση για τρία ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ᾿ αυτό κάτι, δε λέω, μα τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;
Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου. Τόσο ήτανε, λες, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια επιχείρηση που κερδίζει όσα για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα περίσσευμα.
Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις καταυγάζοντας έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μωβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ᾿ αυτό το τραπέζι νεφρό;
Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο για κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση τού Mallarme, mal arme. θάθελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι νάχουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι την καραβάνα τής απελπισίας, νάναι μ᾿ άλλα λόγια bon arme και alarme. Γι᾿ αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι᾿ αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται.
Κάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε από βραδύς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το φρενοκομείο γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλοι λέγαν, «η πλάτη μου», κι έπεφτε η καραβάνα άπ᾿ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.
«Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης». Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ᾿ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλά οπωσδήποτε απ᾿ αυτούς κάποιος. Μ᾿ άλλα λόγια αν έχεις ξοδέψει γι᾿ αυτήν την υπόθεση έστω και μια τρίχα απ᾿ τούς όρχεις σου.
Γι᾿ αυτό: Σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σού έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκκύτη και τώρα έχεις στριφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.
Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα τόνα πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν᾿ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτε, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη τομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτησα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας από τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες στα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα, αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μού καθόρισε, δεν είναι άγονος αφού κι άλλοι και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ᾿ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ᾿ άλλο νεφρό.
Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με το Ρίλκε, το Μπέκετ, Μύλλερ Χένρυ και άλλους πεισμωμένος και τούς φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ᾿ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτή την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να τη μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να πλάσω απ᾿ την αρχή έναν άνθρωπο κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να το μετατρέψω σ᾿ ένα απέραντο λούνα παρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τούς ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύχτια ομορφιά τών ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.
Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ᾿ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω πάρα πέρα.
Μ᾿ άλλα λόγια είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στον τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή. Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που τού αφαιρούνε το βούτυρο για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ ολόκληρες ώρες συνεχίζεται αυτό το βιολί, δυο και τρεις φορές τη βδομάδα. Ένα μηχάνημα μέλος τού σώματός σου έξω από το σώμα σού επιμηκύνει το χρόνο σου, σού δίνει παράταση για τρία ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ᾿ αυτό κάτι, δε λέω, μα τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;
Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου. Τόσο ήτανε, λες, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια επιχείρηση που κερδίζει όσα για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα περίσσευμα.
Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις καταυγάζοντας έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μωβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ᾿ αυτό το τραπέζι νεφρό;
Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο για κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση τού Mallarme, mal arme. θάθελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι νάχουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι την καραβάνα τής απελπισίας, νάναι μ᾿ άλλα λόγια bon arme και alarme. Γι᾿ αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι᾿ αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται.
Περίπτωση θανάτου
ΔΕΝ είναι που φοβάμαι το θάνατο. Αγωνιώ μη τυχόν δεν προλάβω, κι έχω μια σειρά πράγματα ακόμα να κάνω, κι άλλα που γίνηκαν λάθος θέλουν διόρθωμα.
Νάμουν στη θέση τού τσιγαρά! Λίγο πριν ξεψυχήσει είπε στο γιό του: «Χρωστάω στο πρατήριο 126 δραχμές». «Καλά», είπε ο γιος του, «γίνε πρώτα καλά». «Όχι πρώτα... Τώρα... Να τα πας και να μού φέρεις απόδειξη. Δε θέλω να χρωστάω πουθενά... Σε λίγο μπορεί να πεθάνω». Ήταν η μοναδική του εκκρεμότητα. Περίμενε την απόδειξη να τα τινάξει.
Εμένα μού λείπουν αποδείξεις χιλιάδες, εκκρεμότητες πλήθος με περιμένουν, κι αν μούρθει ξαφνικά το κακό θα μείνουν όλα στη μέση: Τα βιβλία που γράφω, οι γυναίκες που τριγυρίζω κι έχω σκοπό κάποτε να τις πηδήξω, τα ταξίδια που σχεδιάζω, μια εγχείρηση που κάθε φορά αναβάλλω και που κάποτε πρέπει να γίνει.
Αν ήμουν η κυρά Μαρία, δε θάχα αντίρρηση. Τι άλλο περισσότερο πια να κάνεις μες στους ανθρώπους; Που μακρύτερα μπορεί κανένας να φτάσει όταν είναι πανέτοιμος για μια τέτοια στάση; Γιατί η κυρά Μαρία, την παραμονή τού θανάτου της, είχε το κουράγιο ακόμα να καυγαδίζει την αδερφή της, που τής είχε κάνει στο νοσοκομείο επίσκεψη: «Γιατί νάρθεις σε μένα και ν᾿ αφήσεις τον άντρα σου χωρίς φαγητό; Τούς ζωντανούς πρέπει να νοιάζεστε». Αργότερα έπεσε σε κώμα. Οπότε συνερχόταν για λίγο, την άκουγαν να μουγκρίζει: «Τούς ζωντανούς... Τούς ζωντανούς...».
Αυτοί, και οι δυο ήτανε τέλειοι άνθρωποι, ξέραν τι κάνανε μέχρι το τέλος, ενώ εγώ απ᾿ την αρχή τα θαλάσσωσα, έχασα τούς φίλους μου όλους, τούς οπαδούς μου, πολλές φορές τις ιδέες μου, κι όλ᾿ αυτά πρέπει να μού δοθεί χρόνος και κουράγιο για να τα ξανακερδίσω, γιατί δεν μπορώ να φύγω έτσι στα κούφια, χωρίς μιαν απόδειξη, καλή ώρα ο τσιγαράς, κάτι τέλος πάντων που να λέει πώς είμαι εντάξει.
Εκείνον που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ο τσιγαράς, γιατί κάθε μέρα τούδινα ένα δεκάρικο κι έπαιρνα ένα πακέτο με άσσο. Στεκόταν στην ίδια πάντα γωνία κι έφερνε το νόμισμα κάτω από τα μυωπικά του γυαλιά, με το στόμα μισάνοιχτο σαν έτοιμος να το δαγκώσει. Ένα πρωινό δεν ήταν στη θέση του. «Στο Νοσοκομείο», μού κάνει ο καφετζής. «Καρδιά. Δεν τη βγάζει». Βρέθηκα με το στόμα μισάνοιχτο, να κρατάω στο χέρι το νόμισμα, κι όπως ήμουν εκνευρισμένος, που δεν είχα τσιγάρο, άρχισα να το δαγκώνω. Έτρεξα φουρκισμένος στο πιο κοντινό μου περίπτερο. «Άσσο», είπα. «Δεν έχει», μούπε το παιδί τού περίπτερου. Χρόνια τώρα μού κάνει υπόμνηση ο θάνατος καθώς δαγκώνω αυτό το δεκάρικο λίγο πριν αγοράσω τσιγάρα. «Τελείωσαν για σένα», περιμένω ν᾿ ακούσω, «όλα τελείωσαν», και το κακό είναι που θάμαι και τότε ανέτοιμος, μ᾿ αυτό το δεκάρικο μόνο για διαπύλια, ένα φτηνό κέρμα, φθαρμένο σύμβολο για να περάσω απέναντι.
Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν πανέτοιμοι: Η κυρία Κούλα που ταξίδεψε στους αγίους τόπους μόνο και μόνο ν᾿ αγοράσει τα σάβανα, κι ο κύριος Ιωακείμ, τακτοποιημένος από κάθε πλευρά, κι ο λόγος που καθυστερούσε ήταν ν᾿ ακούσει πώς ανθρώπινο πόδι πάτησε στο φεγγάρι κι απέ να τελειώνει.
Συχνά σκέφτομαι την Αιμιλία, από μένα λίγο μικρότερη, πέντε εγχειρήσεις, τριάντα πέντε κιλά, το πετσί και το κόκαλο, και μόνο τα μάτια της ίδια, φωτεινά και μεγάλα όπως πρώτα, να κοιτούν το παράθυρο τού νοσοκομείου μια μέρα πριν απ᾿ το θάνατο. «Σαν γυρίσουμε. Σάκη, στο σπίτι, να πάρουμε ένα κλωνάρι τριανταφυλλιάς. Αυτή η ποικιλία μάς λείπει». «Ναι», απαντούσε ο άντρας της κι έψαχνε στην τσέπη με ιδρωμένα δάχτυλα τα τελειωμένα χαρτιά της, λογαριασμός τής νεκρόκασας, άδεια εξαγωγής τής νεκρής, ειδικές διατυπώσεις για το αεροπλάνο. «Σάκη, μήπως χρειάζονται διατυπώσεις στο αεροπλάνο για την τριανταφυλλιά ; Και λίγο πριν την ξαναστείλουν στο χειρουργείο: «Όχι στον τάφο μου. Στο σπίτι τη θέλω». Ήξερε πώς είναι το τέλος της, πώς δε θα ξανάβλεπε το φως τής μέρας, τον κήπο με τα τριαντάφυλλα, στον ουρανό αστέρια, κι όμως ως τις τελευταίες στιγμές της, πηγαίνοντας για έκτη φορά στο χειρουργείο, τραγουδούσε κι αντιλαλούσαν οι διάδρομοι: «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Φυσικά για τούς άλλους.
Εγώ διαπυήθηκα τόσο από τη σαπίλα τού καιρού μου, που δε θάχω κουράγιο εκείνες τις στιγμές να κάνω την κίνηση που αποδιώχνει μια μύγα, πολύ περισσότερο να τραγουδήσω δίνοντας ελπίδες στους άλλους. «Ούτε και ένα «και» δε θα μπορώ να πω για τούς άλλους. Και να σκέφτομαι πώς κάποτε, τότε που συνεργαζόμασταν με την Αιμιλία για τα κοινά, ήμουν σαν ένα φύλλο, — όχι φύλλο μνήμη, μαραμένο σε κάποια σελίδα βιβλίου — πράσινο, καταπράσινο φύλλο πάνω σε δέντρο, δροσιά και χαμόγελο. Και τώρα νιώθω σα να διάβηκα, όλες τις ρωγμές τής απαλάμης μου, σα να εξεμέτρησα όλες τις μέρες μου κι αφήνομαι να με επικαλύπτει η σκόνη. Πίσω να γυρίσω δε γίνεται, μαζεύοντας τούς στίχους που ρόεψα εδώ και κει, ούτε να παραδεχτώ πώς όπως έζησα, έζησα, προχωρώντας στην τελική ευθεία, χωρίς νάχω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα μπουρμπουάρ τών τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη.
Νάμουν στη θέση τού τσιγαρά! Λίγο πριν ξεψυχήσει είπε στο γιό του: «Χρωστάω στο πρατήριο 126 δραχμές». «Καλά», είπε ο γιος του, «γίνε πρώτα καλά». «Όχι πρώτα... Τώρα... Να τα πας και να μού φέρεις απόδειξη. Δε θέλω να χρωστάω πουθενά... Σε λίγο μπορεί να πεθάνω». Ήταν η μοναδική του εκκρεμότητα. Περίμενε την απόδειξη να τα τινάξει.
Εμένα μού λείπουν αποδείξεις χιλιάδες, εκκρεμότητες πλήθος με περιμένουν, κι αν μούρθει ξαφνικά το κακό θα μείνουν όλα στη μέση: Τα βιβλία που γράφω, οι γυναίκες που τριγυρίζω κι έχω σκοπό κάποτε να τις πηδήξω, τα ταξίδια που σχεδιάζω, μια εγχείρηση που κάθε φορά αναβάλλω και που κάποτε πρέπει να γίνει.
Αν ήμουν η κυρά Μαρία, δε θάχα αντίρρηση. Τι άλλο περισσότερο πια να κάνεις μες στους ανθρώπους; Που μακρύτερα μπορεί κανένας να φτάσει όταν είναι πανέτοιμος για μια τέτοια στάση; Γιατί η κυρά Μαρία, την παραμονή τού θανάτου της, είχε το κουράγιο ακόμα να καυγαδίζει την αδερφή της, που τής είχε κάνει στο νοσοκομείο επίσκεψη: «Γιατί νάρθεις σε μένα και ν᾿ αφήσεις τον άντρα σου χωρίς φαγητό; Τούς ζωντανούς πρέπει να νοιάζεστε». Αργότερα έπεσε σε κώμα. Οπότε συνερχόταν για λίγο, την άκουγαν να μουγκρίζει: «Τούς ζωντανούς... Τούς ζωντανούς...».
Αυτοί, και οι δυο ήτανε τέλειοι άνθρωποι, ξέραν τι κάνανε μέχρι το τέλος, ενώ εγώ απ᾿ την αρχή τα θαλάσσωσα, έχασα τούς φίλους μου όλους, τούς οπαδούς μου, πολλές φορές τις ιδέες μου, κι όλ᾿ αυτά πρέπει να μού δοθεί χρόνος και κουράγιο για να τα ξανακερδίσω, γιατί δεν μπορώ να φύγω έτσι στα κούφια, χωρίς μιαν απόδειξη, καλή ώρα ο τσιγαράς, κάτι τέλος πάντων που να λέει πώς είμαι εντάξει.
Εκείνον που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ο τσιγαράς, γιατί κάθε μέρα τούδινα ένα δεκάρικο κι έπαιρνα ένα πακέτο με άσσο. Στεκόταν στην ίδια πάντα γωνία κι έφερνε το νόμισμα κάτω από τα μυωπικά του γυαλιά, με το στόμα μισάνοιχτο σαν έτοιμος να το δαγκώσει. Ένα πρωινό δεν ήταν στη θέση του. «Στο Νοσοκομείο», μού κάνει ο καφετζής. «Καρδιά. Δεν τη βγάζει». Βρέθηκα με το στόμα μισάνοιχτο, να κρατάω στο χέρι το νόμισμα, κι όπως ήμουν εκνευρισμένος, που δεν είχα τσιγάρο, άρχισα να το δαγκώνω. Έτρεξα φουρκισμένος στο πιο κοντινό μου περίπτερο. «Άσσο», είπα. «Δεν έχει», μούπε το παιδί τού περίπτερου. Χρόνια τώρα μού κάνει υπόμνηση ο θάνατος καθώς δαγκώνω αυτό το δεκάρικο λίγο πριν αγοράσω τσιγάρα. «Τελείωσαν για σένα», περιμένω ν᾿ ακούσω, «όλα τελείωσαν», και το κακό είναι που θάμαι και τότε ανέτοιμος, μ᾿ αυτό το δεκάρικο μόνο για διαπύλια, ένα φτηνό κέρμα, φθαρμένο σύμβολο για να περάσω απέναντι.
Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν πανέτοιμοι: Η κυρία Κούλα που ταξίδεψε στους αγίους τόπους μόνο και μόνο ν᾿ αγοράσει τα σάβανα, κι ο κύριος Ιωακείμ, τακτοποιημένος από κάθε πλευρά, κι ο λόγος που καθυστερούσε ήταν ν᾿ ακούσει πώς ανθρώπινο πόδι πάτησε στο φεγγάρι κι απέ να τελειώνει.
Συχνά σκέφτομαι την Αιμιλία, από μένα λίγο μικρότερη, πέντε εγχειρήσεις, τριάντα πέντε κιλά, το πετσί και το κόκαλο, και μόνο τα μάτια της ίδια, φωτεινά και μεγάλα όπως πρώτα, να κοιτούν το παράθυρο τού νοσοκομείου μια μέρα πριν απ᾿ το θάνατο. «Σαν γυρίσουμε. Σάκη, στο σπίτι, να πάρουμε ένα κλωνάρι τριανταφυλλιάς. Αυτή η ποικιλία μάς λείπει». «Ναι», απαντούσε ο άντρας της κι έψαχνε στην τσέπη με ιδρωμένα δάχτυλα τα τελειωμένα χαρτιά της, λογαριασμός τής νεκρόκασας, άδεια εξαγωγής τής νεκρής, ειδικές διατυπώσεις για το αεροπλάνο. «Σάκη, μήπως χρειάζονται διατυπώσεις στο αεροπλάνο για την τριανταφυλλιά ; Και λίγο πριν την ξαναστείλουν στο χειρουργείο: «Όχι στον τάφο μου. Στο σπίτι τη θέλω». Ήξερε πώς είναι το τέλος της, πώς δε θα ξανάβλεπε το φως τής μέρας, τον κήπο με τα τριαντάφυλλα, στον ουρανό αστέρια, κι όμως ως τις τελευταίες στιγμές της, πηγαίνοντας για έκτη φορά στο χειρουργείο, τραγουδούσε κι αντιλαλούσαν οι διάδρομοι: «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Φυσικά για τούς άλλους.
Εγώ διαπυήθηκα τόσο από τη σαπίλα τού καιρού μου, που δε θάχω κουράγιο εκείνες τις στιγμές να κάνω την κίνηση που αποδιώχνει μια μύγα, πολύ περισσότερο να τραγουδήσω δίνοντας ελπίδες στους άλλους. «Ούτε και ένα «και» δε θα μπορώ να πω για τούς άλλους. Και να σκέφτομαι πώς κάποτε, τότε που συνεργαζόμασταν με την Αιμιλία για τα κοινά, ήμουν σαν ένα φύλλο, — όχι φύλλο μνήμη, μαραμένο σε κάποια σελίδα βιβλίου — πράσινο, καταπράσινο φύλλο πάνω σε δέντρο, δροσιά και χαμόγελο. Και τώρα νιώθω σα να διάβηκα, όλες τις ρωγμές τής απαλάμης μου, σα να εξεμέτρησα όλες τις μέρες μου κι αφήνομαι να με επικαλύπτει η σκόνη. Πίσω να γυρίσω δε γίνεται, μαζεύοντας τούς στίχους που ρόεψα εδώ και κει, ούτε να παραδεχτώ πώς όπως έζησα, έζησα, προχωρώντας στην τελική ευθεία, χωρίς νάχω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα μπουρμπουάρ τών τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη.