Γιώργος Σεφέρης Αρχική
Μυθιστόρημα ΙΗ΄ Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα. Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα. Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα, δεν έχω άλλη συντροφιά. Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια που ήταν καινούρια το περασμένο καλοκαίρι και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου. |
Περιεχόμενα και Link
A) Περιεχόμενα
|
Μικρό Βιογραφικό
Ο Γιώργος Σεφέρης (Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου 1900 - Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Είναι ένας από τούς σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ένας από τούς δύο Έλληνες που έχει βραβευθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Ήταν ο πρωτότοκος γιος τού Στέλιου και τής Δέσπως Σεφεριάδη. Το 1902 γεννιέται η αδελφή του η Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος. Το 1914, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα. |
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφτηκε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο τού 1917 .Εγγράφεται στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τούς δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος. Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα. Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι τού 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία: μεταφράσεις, αναγνώσεις Γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, αποκτώντας και το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο τού 1921. Στη συνέχεια μεταβαίνει τέλη Αυγούστου 1924, στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία τού Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, ως Γ. Σεφεριάδης, το "Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ", μετάφραση έργου του Βαλερί. Τον Μάιο τού 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η "Στροφή" και τον ίδιο χρόνο διορίζεται στο Προξενείο τού Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Τον Οκτώβριο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του η "Στέρνα". Το 1933 ο πατέρας του, Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη "Στέρνα". Τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1937 οπότε και μετατίθεται στην Αθήνα.
Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύεται τη Μαρία Ζάννου. Στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, σταθμεύουν στην Κρήτη, και στις 16 Μαΐου φθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο ο Γιώργος Σεφέρης μετατίθεται στην Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία. Τον Απρίλιο του 1942 επιστρέφουν στο Κάιρο, αλλά επειδή αποφασίζεται το κλείσιμο τής εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και του Ελληνικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια, αναχωρούν για την Ιερουσαλήμ. Επιστρέφει τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο διορίζεται Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Στις 10 Μαρτίου του 1943 δίνει διάλεξη για τον Παλαμά και άλλες δύο με θέμα τον Μακρυγιάννη, στις 16 Μαΐου στην Αλεξάνδρεια και μετά στο Κάιρο. Τέλη Μαρτίου του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις " Δοκιμές" του. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου (Απρίλιος 1944), ο Σεφέρης παύεται από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών: την απομάκρυνσή του την αποδίδει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών των διαλέξεών του για τον Μακρυγιάννη και δεν συμφωνούσαν με αυτά που είπε εκεί ο ίδιος. Παραμένει πάντως στην Υπηρεσία τού υπουργείου ως ανώτατος δημόσιος λειτουργός.
Το καλοκαίρι του 1950 ο Ίκαρος εκδίδει τα μέχρι τότε ποιητικά του άπαντα. Ο Σεφέρης επιδιώκει να μετατεθεί στο Λονδίνο με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση, εκ μέρους του, τής Κυπριακής υπόθεσης. Τελικά ο νέος Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο τον Ιούνιο τού 1956. Από τον Νοέμβριο τής ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση τής Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου 1957 φτάνει στη Βρετανική πρωτεύουσα για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος. Στις 9 Ιουνίου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο τού Κέμπριτζ. Ο Σεφέρης βρισκόταν τότε ακόμη στη θέση τού πρεσβευτή στο Λονδίνο. Τα Ημερολόγιά του με τίτλο "Μέρες", που άρχισαν να γράφονται το 1925, σταματούν την Τρίτη 27 Δεκεμβρίου του 1960 (Μέρες Ζ). Την ίδια χρονιά γράφει για τον Ανδρέα Κάλβο (Δοκιμές, δεύτερος τόμος) με αφορμή τη μετακομιδή των οστών του στην Αθήνα.
Στις 20 Αυγούστου 1962 εγκαταλείπει οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και τίθεται εις την διάθεσιν τού Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών: η ανακοίνωση τής βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Η απονομή του βραβείου Νομπέλ αποτέλεσε μείζον γεγονός για την Ελλάδα. "Η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της προς την σημερινή και ζωντανή Ελλάδα τού πνεύματος", δήλωσε ο Σεφέρης. "Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες", ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία. Ο διεθνής Τύπος συγκατανεύει θεωρώντας "αρίστη και εξαιρετική την εκλογή".
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι τού ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου τής Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ τού Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών καταλύει το Σύνταγμα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του σε διάφορα Πανεπιστήμια. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας: μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό τού Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε.
Γι' αυτό το λόγο τού αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή τού Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό εδικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα. Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα "Δεκαοχτώ κείμενα" μεταξύ των οποίων, πρώτο, το ποίημα τού Σεφέρη "Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα". Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά τής δικτατορίας.
Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία στο έργο του Σεφέρη. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς τού 20ου αιώνα.
Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύεται τη Μαρία Ζάννου. Στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, σταθμεύουν στην Κρήτη, και στις 16 Μαΐου φθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο ο Γιώργος Σεφέρης μετατίθεται στην Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία. Τον Απρίλιο του 1942 επιστρέφουν στο Κάιρο, αλλά επειδή αποφασίζεται το κλείσιμο τής εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και του Ελληνικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια, αναχωρούν για την Ιερουσαλήμ. Επιστρέφει τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο διορίζεται Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Στις 10 Μαρτίου του 1943 δίνει διάλεξη για τον Παλαμά και άλλες δύο με θέμα τον Μακρυγιάννη, στις 16 Μαΐου στην Αλεξάνδρεια και μετά στο Κάιρο. Τέλη Μαρτίου του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις " Δοκιμές" του. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου (Απρίλιος 1944), ο Σεφέρης παύεται από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών: την απομάκρυνσή του την αποδίδει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών των διαλέξεών του για τον Μακρυγιάννη και δεν συμφωνούσαν με αυτά που είπε εκεί ο ίδιος. Παραμένει πάντως στην Υπηρεσία τού υπουργείου ως ανώτατος δημόσιος λειτουργός.
Το καλοκαίρι του 1950 ο Ίκαρος εκδίδει τα μέχρι τότε ποιητικά του άπαντα. Ο Σεφέρης επιδιώκει να μετατεθεί στο Λονδίνο με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση, εκ μέρους του, τής Κυπριακής υπόθεσης. Τελικά ο νέος Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο τον Ιούνιο τού 1956. Από τον Νοέμβριο τής ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση τής Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου 1957 φτάνει στη Βρετανική πρωτεύουσα για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος. Στις 9 Ιουνίου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο τού Κέμπριτζ. Ο Σεφέρης βρισκόταν τότε ακόμη στη θέση τού πρεσβευτή στο Λονδίνο. Τα Ημερολόγιά του με τίτλο "Μέρες", που άρχισαν να γράφονται το 1925, σταματούν την Τρίτη 27 Δεκεμβρίου του 1960 (Μέρες Ζ). Την ίδια χρονιά γράφει για τον Ανδρέα Κάλβο (Δοκιμές, δεύτερος τόμος) με αφορμή τη μετακομιδή των οστών του στην Αθήνα.
Στις 20 Αυγούστου 1962 εγκαταλείπει οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και τίθεται εις την διάθεσιν τού Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών: η ανακοίνωση τής βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Η απονομή του βραβείου Νομπέλ αποτέλεσε μείζον γεγονός για την Ελλάδα. "Η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της προς την σημερινή και ζωντανή Ελλάδα τού πνεύματος", δήλωσε ο Σεφέρης. "Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες", ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία. Ο διεθνής Τύπος συγκατανεύει θεωρώντας "αρίστη και εξαιρετική την εκλογή".
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι τού ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου τής Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ τού Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών καταλύει το Σύνταγμα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του σε διάφορα Πανεπιστήμια. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας: μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό τού Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε.
Γι' αυτό το λόγο τού αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή τού Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό εδικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα. Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα "Δεκαοχτώ κείμενα" μεταξύ των οποίων, πρώτο, το ποίημα τού Σεφέρη "Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα". Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά τής δικτατορίας.
Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία στο έργο του Σεφέρη. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς τού 20ου αιώνα.
Παραλαβή του βραβείου Νόμπελ (1962)
|
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μία αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μία γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σάς παρακαλώ να μού δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα - πρώτα από τον εαυτό μου.
|
Η Δήλωση Σεφέρη το 1969 κατά της Χούντας.

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά τού τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μού είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα ν' αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίευσα είναι ως τις αρχές τού 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μού φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μάς έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι' αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μού ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ, για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι' αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού τού τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς τού Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα ν' αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίευσα είναι ως τις αρχές τού 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μού φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μάς έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι' αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μού ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ, για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι' αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού τού τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς τού Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.