Γιασουνάρι Καβαμπάτα: "Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών"
Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, είναι μια ελεγεία για την χαμένη νεότητα και στη κυριολεξία για τη χαμένη για πάντα ερωτική σωματική ορμή (ανικανότητα), λόγω γήρατος.
Χαμένη για πάντα, αλλά όχι χαμένη και η ερωτική πλησμονή, η ανάγκη για ερωτική επικοινωνία, για αναζήτηση τής ερωτικής ομορφιάς, χωρίς την οποία η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
Μια ερωτική ανάγκη, που το παράδοξο είναι ότι ίσως είναι πιο έντονη σε ένα πολύ ηλικιωμένο αφού σε λίγο δεν θα υπάρχει πια, γιατί στην κλεψύδρα ο χρόνος όλο και στερεύει.
Έρωτας προφανώς δεν είναι μόνο η ερωτική πράξη αυτή καθ᾿ εαυτή, αλλά όλη η περιρρέουσα ομορφιά μιας ερωτικής σχέσης, η αγρύπνια όλου "τού είναι" στραμμένη προς τον ερωτικό σύντροφο που αυτή σαν το υπαρξιακό καύσιμο δεν στερεύει ακόμη κι όταν χάνεται η ικανότητα για την ερωτική πράξη.
Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών είναι ένα σπίτι, το οποίο σχεδόν αποκλειστικά δέχεται άνδρες απόμαχους τής ερωτικής σωματικής ικανότητας, οι οποίοι θα περάσουν τη νύκτα πλάι σε ένα νεαρό κορίτσι εντελώς γυμνό, αλλά κατάλληλα ναρκωμένο με υπνωτικά ώστε να είναι βέβαιο ότι δεν θα ξυπνήσει από την παρουσία δίπλα του, ενός ηλικιωμένου.
Αλλά γιατί κοιμισμένου βαθειά; Γιατί αυτό προφυλάσσει τούς ηλικιωμένους επισκέπτες από το να εκτεθούν και να "ντροπιαστούν" για την ερωτική τους ανικανότητα, μπροστά σε μια κοπέλα, κι από την άλλη να μη εκτεθούν για την φθορά και την ασχήμια ενός γερασμένου σώματος· ίσως και για να μείνει κρυφή η ταυτότητά τους. «Μήπως η θλίψη, η ασχήμια, η ανία των γηρατειών εγκατέλειπαν τούς γέρους και αυτοί αισθάνονταν πλημμυρισμένοι από την ευλογία τής νιότης; Δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη λησμονιά για ένα γέρο που βρισκόταν τόσο κοντά στο θάνατο από την αίσθηση ότι τον τύλιγε γλυκά το δέρμα μιας κοπέλας. Όμως οι γέροι πλήρωναν άραγε χωρίς τύψεις για νεαρές κοπέλες που θυσιάζονταν γι αυτούς;»
Υπάρχουν κανόνες για τούς οποίους, η μικροκαμωμένη γυναίκα που διευθύνει το "σπίτι" πληροφορεί κάθε πελάτη: «Δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μη συμφωνεί με τούς κανόνες τής αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλλει το δάκτυλό του μέσα στο στόμα τής κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο». Δε νομίζω ότι το κάτι παρόμοιο μπορεί να ερμηνευτεί και με άλλο τρόπο εκτός το μοναδικό, που η λεκτική ευγένεια αποσιωπά.
Δεν ξέρω αν μέσα στην Ιαπωνική παράδοση υπάρχει ή υπήρχε κάτι παρόμοιο, όπως π.χ. ο θεσμός τής γκέισας, αλλά θεωρώ πως όχι, γιατί ο Καβαμπάτα γράφει ότι το σπίτι λειτουργούσε παράνομα, και μόνο για μυημένους.
Μάλλον "το σπίτι" είναι μια λογοτεχνική επινόηση τού Καβαμπάτα, και ένα σκόπιμα νέο στοιχείο είναι, ότι ο εξηνταεφτάρης ήρωας τού Καβαμπάτα, ο Εγκούτσι είναι ερωτικά ενεργός, «Στα εξήντα εφτά του ο Εγκούτσι είχε περάσει άσχημες νύχτες με γυναίκες. Πραγματικά ήταν άσχημες νύχτες, που τού ήταν δύσκολο να τις ξεχάσει. Η ασχήμια τους δεν είχε σχέση με την εμφάνιση των γυναικών, αλλά με τις τραγωδίες τους, τις παραμορφωμένες ζωές τους. Δεν ήθελε σ’ αυτή την ηλικία να προσθέσει άλλη μια τέτοια νύχτα στο ενεργητικό του. Έτσι δούλευε το μυαλό του καθώς ετοιμαζόταν γι’ αυτή την περιπέτεια. Υπήρχε όμως τίποτε ασχημότερο από ένα γέρο που ξάπλωνε όλη νύχτα δίπλα σε μια ναρκωμένη κοπέλα που δεν μπορούσε να ξυπνήσει με τίποτα; Δεν είχε έρθει άραγε σε αυτό το σπίτι αναζητώντας την υπέρτατη ασχήμια των γηρατειών»;
Και παρακάτω:«Η περιέργειά του ήταν περιορισμένη, γιατί η θλίψη των γηρατειών είχε αρχίσει να βαραίνει κι αυτό τον ίδιο».
Ο Καβαμπάτα το 1961 που εκδίδεται το βιβλίο είναι 62 χρονών, κοντά στην ηλικία τού ήρωα του και προφανώς τα θέματα τού χρόνου που φεύγει, τής ερωτικής ορμής που μειώνεται, τού άπιαστου τής ομορφιάς και τού έρωτα και ο θάνατος τον απασχολούν έντονα.
Το βιβλίο αγκαλιάζει δυο εκφάνσεις τού ήρωα: Η μία είναι οι αντιδράσεις και οι σκέψεις, από το πλησίασμα με την ομορφιά των κοιμισμένων κοριτσιών, (μη ξεχνάμε ότι ο Καβαμπάτα είναι ένας αισθητής τής ομορφιάς, τής καθαρότητας των αισθημάτων, τής αναζήτησης τής αγνότητας που σχεδόν αγγίζει τη μεταφυσική, μέσω τής ομορφιάς τής φύσης, κυρίως των λουλουδιών, τής καθαρότητας όπως τού χιονιού), και η δεύτερη ότι εξ αιτίας μιας λεπτομέρειας τού κορμιού ή τής έκφρασης των κοιμισμένων κοριτσιών, βυθίζεται στις προσωπικές του ερωτικές μνήμες, μέσα από μια σχεδόν ονειρική κατάσταση.
Ο Εγκούτσι επισκέπτεται το σπίτι 4 ή πέντε φορές, και πάντα το κορίτσι είναι διαφορετικό, την τελευταία φορά βρίσκεται ανάμεσα σε δυο γυμνά κοιμισμένα κορίτσια.
Ένα μικρό απόσπασμα από το πλησίασμα του με το κορίτσι από τη δεύτερη επίσκεψή του στο σπίτι:
«Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα τού διπλανού δωματίου κι αμέσως μια ζεστή μυρωδιά χάιδεψε τα ρουθούνια του. Χαμογέλασε. Γιατί είχε διστάσει; Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη με τα δυο της χέρια έξω από την κουβέρτα. Τα νύχια της ήταν ροζ. Το κραγιόν της βαθύ κόκκινο. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα.
»Ώστε είναι έμπειρη λοιπόν;» μουρμούρισε καθώς την πλησίαζε. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα από τη ζέστη τής κουβέρτας. Όλο της το πρόσωπο φαινόταν ξαναμμένο. Το άρωμά της ήταν έντονο. Ο λαιμός της ήταν τόσο λευκός, που αντανακλούσε το βαθυκόκκινο χρώμα των βελούδινων κουρτινών. Τα κλειστά μάτια της φαίνονταν σαν να ήθελαν να τού πουν ότι μια μικρή μάγισσα κοιμόταν από πίσω τους. Καθώς έβγαζε τα ρούχα του με την πλάτη του γυρισμένη σ’ αυτήν, το ζεστό της άρωμα τον τύλιγε. Γέμιζε όλο το δωμάτιο.
»Ο γερο-Εγκούτσι δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο συγκρατημένος μ’ αυτή την κοπέλα, όσο ήταν με την προηγούμενη. Αυτή ήταν μια κοπέλα που, είτε ξύπνια είτε κοιμισμένη, προκαλούσε τον άντρα τόσο πολύ, που αν επρόκειτο να βεβηλώσει το γνωστό κανονισμό τού σπιτιού, θα μπορούσε να πει ότι ήταν καθαρά δικό της σφάλμα. Έμεινε λίγο ξαπλωμένος, με κλειστά μάτια, σαν να ’θελε να απολαύσει την ευχαρίστηση που θα ’ρχόταν αργότερα, κι ένιωσε τη ζεστασιά τής νιότης να πλημμυρίζει την ψυχή του. Η γυναίκα είχε δίκιο όταν είχε πει ότι αυτή η κοπέλα ήταν καλύτερη. Έμεινε εκεί, τυλιγμένος στο άρωμά της, πιστεύοντας ότι ήταν πολύ καλή για να την αγγίξει. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία από το να αποκοιμηθεί έτσι σιγά σιγά. Ακριβώς αυτό ήταν που ήθελε να κάνει. Γλίστρησε ήσυχα προς το μέρος της. Σαν να τού απαντούσε εκείνη, γύρισε απαλά προς το μέρος του με τα χέρια τεντωμένα κάτω από την κουβέρτα, σα να ήθελε να τον αγκαλιάσει.
……………………………………………………………………............................................................................................................................................
Οι ώμοι της ήταν ελαφρώς ανασηκωμένοι και είχαν μια νεανική καμπυλότητα. Καθώς τράβηξε την κουβέρτα για να τούς σκεπάσει, κάλυψε με την παλάμη του, τον έναν ώμο της. Έσυρε το πρόσωπό του από τη παλάμη της μέχρι το μπράτσο της. Τον τραβούσε το άρωμα των ώμων της, ο λεπτός της αυχένας. Τού φάνηκε ότι αισθάνθηκε μια τρεμούλα να διαπερνάει τον ώμο και την πλάτη της, πέρασε όμως γρήγορα. Ο γέρος κόλλησε πάνω τους.
Τώρα θα έπαιρνε εκδίκηση από αυτή την παρθένα σκλάβα, τη ναρκωμένη με φάρμακα, για όλη την περιφρόνηση και το χλευασμό που είχαν υποστεί οι γέροι επισκέπτες τού σπιτιού. Θα παρέβαινε τον κανόνα τού σπιτιού. Ήξερε ότι δε θα τού επιτρεπόταν να ξανάρθει. Έλπιζε ότι θα την ξυπνούσε με την αγριάδα του. Τραβήχτηκε όμως αμέσως, γιατί ήρθε αντιμέτωπος με τη χειροπιαστή απόδειξη τής παρθενίας της.
Βόγκηξε καθώς τραβιόταν. Η ανάσα του σπασμωδική, ο σφυγμός του γρήγορος, λιγότερο επειδή είχε αναγκαστεί να κοπεί τόσο ξαφνικά και περισσότερο από την έκπληξη που ένιωσε. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν απ’ ό,τι θα ήταν για ένα νέο άντρα. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, άνοιξε πάλι τα μάτια του. Η κοπέλα ήταν ακόμα ξαπλωμένη μπρούμυτα. Μια παρθένα πόρνη στην ηλικία της! Γιατί τι άλλο ήταν εκτός από πόρνη; Έτσι έλεγε στον εαυτό του. Όμως μετά την καταιγίδα τα αισθήματά του απέναντι στην κοπέλα και απέναντι στον εαυτό του είχαν αλλάξει και δε θα ήταν πάλι ποτέ όπως ήταν πριν. Δε λυπόταν γι’ αυτό. Θα ήταν καθαρή τρέλα αν έκανε τίποτα σε μια κοιμισμένη, ανύποπτη κοπέλα. Γιατί όμως είχε εκπλαγεί τόσο;
Μαγεμένος από το πρόσωπό της που θύμιζε μάγισσα, ο Εγκούτσι είχε προσπαθήσει να βαδίσει στο απαγορευμένο μονοπάτι. Τώρα όμως ήξερε ότι οι γέροι πελάτες τού σπιτιού έρχονταν εδώ με μια μελαγχολική ευτυχία, μια πολύ μεγαλύτερη λαχτάρα, μια θλίψη πολύ βαθύτερη απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Αν και αυτός ο ερωτισμός ήταν εύκολος για ένα γέρο, ένας απλός τρόπος να πλησιάσει τη νιότη, είχε βαθιά μέσα του κάτι που δε θα ξαναρχόταν ποτέ πίσω, όσο και αν λυπόταν γι’ αυτό, κάτι που δε θα θεραπευόταν όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκαναν. Ότι η «πεπειραμένη» μάγισσα απόψε ήταν ακόμα παρθένα ήταν πιο πολύ απόδειξη της θλιβερής παρακμής των γέρων που σύχναζαν εκεί και λιγότερο τού ότι κρατούσαν το λόγο τους. Η αγνότητα της κοπέλας ήταν σαν την ασχήμια των γέρων».
Ένα άλλο απόσπασμα ή μάλλον συρραφή αποσπασμάτων (από την ίδια ενότητα) από τις αναμνήσεις στις οποίες βυθίζεται ό Εγκούτσι από το γειτνίασμα τού κορμιού του με το νεαρό κορίτσι κατά την πρώτη επίσκεψη στο σπίτι:
«Έκλεισε τα μάτια του. Αυτή η παράξενη νύχτα, όπως όλες οι άλλες, κάποια στιγμή θα τελείωνε και το πρωί θα ξυπνούσε και θα ’ταν ζωντανός. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη με το μεσαίο δάχτυλο τού χεριού της ανάμεσα στα μισάνοιχτα χείλη της, τον έσπρωξε απαλά με τον αγκώνα της. Πήρε το χέρι της από τον καρπό και το ακούμπησε δίπλα του. Αισθάνθηκε το σφυγμό της καθώς άγγιξε με τα δάχτυλά του τον καρπό της. Ήταν κανονικός και απαλός. Κάπου κάπου ο αγέρας σφύριζε έξω απ’ το σπίτι, δεν κουβαλούσε όμως πια τον ήχο τού χειμώνα που πλησίαζε. Ο θόρυβος των κυμάτων που έσπαγαν στο βράχο είχε γίνει κάπως απαλότερος. Ο ήχος τους έμοιαζε να έρχεται από τον ωκεανό και να μετουσιώνεται σε μουσική που έβγαινε από το κορμί τής κοπέλας μαζί με το χτύπο της καρδιάς της στον καρπό και στο στήθος της. Στο ρυθμό αυτής τής μουσικής μια κάτασπρη πεταλούδα χόρευε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Τράβηξε το χέρι του από τον καρπό της. Τώρα δεν την ακουμπούσε πουθενά. Το άρωμα της ανάσας της, τού κορμιού και των μαλλιών της ήταν πολύ απαλό.
Ο Εγκούτσι θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που έτρεχε κρυφά στο Κιότο, παίρνοντας τον επαρχιακό δρόμο, με την κοπέλα που τής είχε ματώσει κάποτε το στήθος. Ήταν μια νύχτα που χιόνιζε. Τόσο τον είχε εντυπωσιάσει η καθαριότητά των απόκρυφων μερών τού κορμιού τής κοπέλας που η θύμησή τους δεν τον άφηνε να ησυχάσει., ώστε αισθάνθηκε την ανάσα του να κόβεται και δάκρυα ν’ αναβλύζουν από τα μάτια του. Δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια καθαριότητα σε γυναίκα, σε όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι τότε είχε κατανοήσει πλήρως την έννοια τής καθαριότητας, ότι η καθαριότητα των απόκρυφων μερών της, ήταν η προσωπική περιουσία τής κοπέλας. Προσπάθησε να διώξει την ιδέα γελώντας, είχε γίνει όμως ένα γεγονός μέσα στη συνεχή ροή τής επιθυμίας κι ήταν τόσο έντονη η ανάμνησή του, που ο γερο-Εγκούτσι δεν μπορούσε να τη διώξει.
Νωρίς το πρωί τής επόμενης μέρας που έφτασαν στο Κιότο, ο Εγκούτσι και η κοπέλα έκαναν μια βόλτα ανάμεσα στις καλαμιές. Τα καλάμια έλαμπαν ασημένια στο φως τού πρωινού. Στη μνήμη τού Εγκούτσι τα φύλλα ήταν λεπτά και απαλά, φτιαγμένα από ατόφιο ασήμι, το ίδιο και οι κορμοί τους. Στο μονοπάτι που διέσχιζε τις καλαμιές άνθιζαν αγριάγκαθα και κρινολούλουδα. Ένα τέτοιο μονοπάτι είχε χαραχτεί στη μνήμη του, δεν ήταν όμως σίγουρος για την εποχή τού χρόνου. Πέρα από το μονοπάτι, ανέβηκαν ένα γαλάζιο ρυάκι όπου χύνονταν τα νερά ενός καταρράχτη. Ο αφρός του αιχμαλώτιζε το φως τού ήλιου. Η κοπέλα είχε σταθεί γυμνή στ’ αφρισμένα νερά. Τα γεγονότα δεν ήταν ακριβώς έτσι, όμως στην πορεία τού χρόνου κάπως έτσι είχαν χαραχτεί στο μυαλό τού Εγκούτσι. Καθώς γερνούσε, οι λόφοι γύρω από το Κιότο και οι απαλοί κορμοί των κόκκινων πεύκων τού θύμιζαν καμιά φορά την κοπέλα, όμως αναμνήσεις τόσο ζωντανές όσο οι σημερινές ήταν σπάνιες. Να ’ταν άραγε η νιότη τής κοιμισμένης κοπέλας που τις ξυπνούσε»;
Ο κεντρικός πυρήνας τής ελεγείας για το πέρασμα τού χρόνου, την χαμένη ερωτική ικανότητα, μαζί με το απειλητικό πλησίασμα τού θανάτου, τότε που όλα πια θα χαθούν για πάντα, το κάνει συγκλονιστικό.
Ο ίδιος ο Καβαμπάτα, είχα διαβάσει κάπου δεν ήταν ικανοποιημένος με το διήγημα-μυθιστόρημα του, αλλά ο Μισίμα τού οποίου ο Καβαμπάτα υπήρξε μέντορας, το θεωρούσε αριστούργημα και τον πίεσε για να εκδοθεί.
Αριστούργημα ή όχι, η ζωή ή μάλλον ο θάνατος θα μας δείξει σε δέκα περίπου χρόνια από τότε, ότι δεν είχε και πολύ σημασία, αφού ο Μισίμα αυτοκτονεί με τον θεαματικό τρόπο που επέλεξε το 1970, για να τον ακολουθήσει μετά από δυο χρόνια το 1972, με τη δική αυτοκτονία ο Καβαμπάτα. Ίσως απόηχοι τής αιτίας τής αυτοκτονίας τού Καβαμπάτα μπορούν να ανιχνευθούν σ᾿ αυτή την ελεγεία.
Χαμένη για πάντα, αλλά όχι χαμένη και η ερωτική πλησμονή, η ανάγκη για ερωτική επικοινωνία, για αναζήτηση τής ερωτικής ομορφιάς, χωρίς την οποία η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
Μια ερωτική ανάγκη, που το παράδοξο είναι ότι ίσως είναι πιο έντονη σε ένα πολύ ηλικιωμένο αφού σε λίγο δεν θα υπάρχει πια, γιατί στην κλεψύδρα ο χρόνος όλο και στερεύει.
Έρωτας προφανώς δεν είναι μόνο η ερωτική πράξη αυτή καθ᾿ εαυτή, αλλά όλη η περιρρέουσα ομορφιά μιας ερωτικής σχέσης, η αγρύπνια όλου "τού είναι" στραμμένη προς τον ερωτικό σύντροφο που αυτή σαν το υπαρξιακό καύσιμο δεν στερεύει ακόμη κι όταν χάνεται η ικανότητα για την ερωτική πράξη.
Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών είναι ένα σπίτι, το οποίο σχεδόν αποκλειστικά δέχεται άνδρες απόμαχους τής ερωτικής σωματικής ικανότητας, οι οποίοι θα περάσουν τη νύκτα πλάι σε ένα νεαρό κορίτσι εντελώς γυμνό, αλλά κατάλληλα ναρκωμένο με υπνωτικά ώστε να είναι βέβαιο ότι δεν θα ξυπνήσει από την παρουσία δίπλα του, ενός ηλικιωμένου.
Αλλά γιατί κοιμισμένου βαθειά; Γιατί αυτό προφυλάσσει τούς ηλικιωμένους επισκέπτες από το να εκτεθούν και να "ντροπιαστούν" για την ερωτική τους ανικανότητα, μπροστά σε μια κοπέλα, κι από την άλλη να μη εκτεθούν για την φθορά και την ασχήμια ενός γερασμένου σώματος· ίσως και για να μείνει κρυφή η ταυτότητά τους. «Μήπως η θλίψη, η ασχήμια, η ανία των γηρατειών εγκατέλειπαν τούς γέρους και αυτοί αισθάνονταν πλημμυρισμένοι από την ευλογία τής νιότης; Δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη λησμονιά για ένα γέρο που βρισκόταν τόσο κοντά στο θάνατο από την αίσθηση ότι τον τύλιγε γλυκά το δέρμα μιας κοπέλας. Όμως οι γέροι πλήρωναν άραγε χωρίς τύψεις για νεαρές κοπέλες που θυσιάζονταν γι αυτούς;»
Υπάρχουν κανόνες για τούς οποίους, η μικροκαμωμένη γυναίκα που διευθύνει το "σπίτι" πληροφορεί κάθε πελάτη: «Δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μη συμφωνεί με τούς κανόνες τής αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλλει το δάκτυλό του μέσα στο στόμα τής κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο». Δε νομίζω ότι το κάτι παρόμοιο μπορεί να ερμηνευτεί και με άλλο τρόπο εκτός το μοναδικό, που η λεκτική ευγένεια αποσιωπά.
Δεν ξέρω αν μέσα στην Ιαπωνική παράδοση υπάρχει ή υπήρχε κάτι παρόμοιο, όπως π.χ. ο θεσμός τής γκέισας, αλλά θεωρώ πως όχι, γιατί ο Καβαμπάτα γράφει ότι το σπίτι λειτουργούσε παράνομα, και μόνο για μυημένους.
Μάλλον "το σπίτι" είναι μια λογοτεχνική επινόηση τού Καβαμπάτα, και ένα σκόπιμα νέο στοιχείο είναι, ότι ο εξηνταεφτάρης ήρωας τού Καβαμπάτα, ο Εγκούτσι είναι ερωτικά ενεργός, «Στα εξήντα εφτά του ο Εγκούτσι είχε περάσει άσχημες νύχτες με γυναίκες. Πραγματικά ήταν άσχημες νύχτες, που τού ήταν δύσκολο να τις ξεχάσει. Η ασχήμια τους δεν είχε σχέση με την εμφάνιση των γυναικών, αλλά με τις τραγωδίες τους, τις παραμορφωμένες ζωές τους. Δεν ήθελε σ’ αυτή την ηλικία να προσθέσει άλλη μια τέτοια νύχτα στο ενεργητικό του. Έτσι δούλευε το μυαλό του καθώς ετοιμαζόταν γι’ αυτή την περιπέτεια. Υπήρχε όμως τίποτε ασχημότερο από ένα γέρο που ξάπλωνε όλη νύχτα δίπλα σε μια ναρκωμένη κοπέλα που δεν μπορούσε να ξυπνήσει με τίποτα; Δεν είχε έρθει άραγε σε αυτό το σπίτι αναζητώντας την υπέρτατη ασχήμια των γηρατειών»;
Και παρακάτω:«Η περιέργειά του ήταν περιορισμένη, γιατί η θλίψη των γηρατειών είχε αρχίσει να βαραίνει κι αυτό τον ίδιο».
Ο Καβαμπάτα το 1961 που εκδίδεται το βιβλίο είναι 62 χρονών, κοντά στην ηλικία τού ήρωα του και προφανώς τα θέματα τού χρόνου που φεύγει, τής ερωτικής ορμής που μειώνεται, τού άπιαστου τής ομορφιάς και τού έρωτα και ο θάνατος τον απασχολούν έντονα.
Το βιβλίο αγκαλιάζει δυο εκφάνσεις τού ήρωα: Η μία είναι οι αντιδράσεις και οι σκέψεις, από το πλησίασμα με την ομορφιά των κοιμισμένων κοριτσιών, (μη ξεχνάμε ότι ο Καβαμπάτα είναι ένας αισθητής τής ομορφιάς, τής καθαρότητας των αισθημάτων, τής αναζήτησης τής αγνότητας που σχεδόν αγγίζει τη μεταφυσική, μέσω τής ομορφιάς τής φύσης, κυρίως των λουλουδιών, τής καθαρότητας όπως τού χιονιού), και η δεύτερη ότι εξ αιτίας μιας λεπτομέρειας τού κορμιού ή τής έκφρασης των κοιμισμένων κοριτσιών, βυθίζεται στις προσωπικές του ερωτικές μνήμες, μέσα από μια σχεδόν ονειρική κατάσταση.
Ο Εγκούτσι επισκέπτεται το σπίτι 4 ή πέντε φορές, και πάντα το κορίτσι είναι διαφορετικό, την τελευταία φορά βρίσκεται ανάμεσα σε δυο γυμνά κοιμισμένα κορίτσια.
Ένα μικρό απόσπασμα από το πλησίασμα του με το κορίτσι από τη δεύτερη επίσκεψή του στο σπίτι:
«Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα τού διπλανού δωματίου κι αμέσως μια ζεστή μυρωδιά χάιδεψε τα ρουθούνια του. Χαμογέλασε. Γιατί είχε διστάσει; Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη με τα δυο της χέρια έξω από την κουβέρτα. Τα νύχια της ήταν ροζ. Το κραγιόν της βαθύ κόκκινο. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα.
»Ώστε είναι έμπειρη λοιπόν;» μουρμούρισε καθώς την πλησίαζε. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα από τη ζέστη τής κουβέρτας. Όλο της το πρόσωπο φαινόταν ξαναμμένο. Το άρωμά της ήταν έντονο. Ο λαιμός της ήταν τόσο λευκός, που αντανακλούσε το βαθυκόκκινο χρώμα των βελούδινων κουρτινών. Τα κλειστά μάτια της φαίνονταν σαν να ήθελαν να τού πουν ότι μια μικρή μάγισσα κοιμόταν από πίσω τους. Καθώς έβγαζε τα ρούχα του με την πλάτη του γυρισμένη σ’ αυτήν, το ζεστό της άρωμα τον τύλιγε. Γέμιζε όλο το δωμάτιο.
»Ο γερο-Εγκούτσι δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο συγκρατημένος μ’ αυτή την κοπέλα, όσο ήταν με την προηγούμενη. Αυτή ήταν μια κοπέλα που, είτε ξύπνια είτε κοιμισμένη, προκαλούσε τον άντρα τόσο πολύ, που αν επρόκειτο να βεβηλώσει το γνωστό κανονισμό τού σπιτιού, θα μπορούσε να πει ότι ήταν καθαρά δικό της σφάλμα. Έμεινε λίγο ξαπλωμένος, με κλειστά μάτια, σαν να ’θελε να απολαύσει την ευχαρίστηση που θα ’ρχόταν αργότερα, κι ένιωσε τη ζεστασιά τής νιότης να πλημμυρίζει την ψυχή του. Η γυναίκα είχε δίκιο όταν είχε πει ότι αυτή η κοπέλα ήταν καλύτερη. Έμεινε εκεί, τυλιγμένος στο άρωμά της, πιστεύοντας ότι ήταν πολύ καλή για να την αγγίξει. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία από το να αποκοιμηθεί έτσι σιγά σιγά. Ακριβώς αυτό ήταν που ήθελε να κάνει. Γλίστρησε ήσυχα προς το μέρος της. Σαν να τού απαντούσε εκείνη, γύρισε απαλά προς το μέρος του με τα χέρια τεντωμένα κάτω από την κουβέρτα, σα να ήθελε να τον αγκαλιάσει.
……………………………………………………………………............................................................................................................................................
Οι ώμοι της ήταν ελαφρώς ανασηκωμένοι και είχαν μια νεανική καμπυλότητα. Καθώς τράβηξε την κουβέρτα για να τούς σκεπάσει, κάλυψε με την παλάμη του, τον έναν ώμο της. Έσυρε το πρόσωπό του από τη παλάμη της μέχρι το μπράτσο της. Τον τραβούσε το άρωμα των ώμων της, ο λεπτός της αυχένας. Τού φάνηκε ότι αισθάνθηκε μια τρεμούλα να διαπερνάει τον ώμο και την πλάτη της, πέρασε όμως γρήγορα. Ο γέρος κόλλησε πάνω τους.
Τώρα θα έπαιρνε εκδίκηση από αυτή την παρθένα σκλάβα, τη ναρκωμένη με φάρμακα, για όλη την περιφρόνηση και το χλευασμό που είχαν υποστεί οι γέροι επισκέπτες τού σπιτιού. Θα παρέβαινε τον κανόνα τού σπιτιού. Ήξερε ότι δε θα τού επιτρεπόταν να ξανάρθει. Έλπιζε ότι θα την ξυπνούσε με την αγριάδα του. Τραβήχτηκε όμως αμέσως, γιατί ήρθε αντιμέτωπος με τη χειροπιαστή απόδειξη τής παρθενίας της.
Βόγκηξε καθώς τραβιόταν. Η ανάσα του σπασμωδική, ο σφυγμός του γρήγορος, λιγότερο επειδή είχε αναγκαστεί να κοπεί τόσο ξαφνικά και περισσότερο από την έκπληξη που ένιωσε. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν απ’ ό,τι θα ήταν για ένα νέο άντρα. Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, άνοιξε πάλι τα μάτια του. Η κοπέλα ήταν ακόμα ξαπλωμένη μπρούμυτα. Μια παρθένα πόρνη στην ηλικία της! Γιατί τι άλλο ήταν εκτός από πόρνη; Έτσι έλεγε στον εαυτό του. Όμως μετά την καταιγίδα τα αισθήματά του απέναντι στην κοπέλα και απέναντι στον εαυτό του είχαν αλλάξει και δε θα ήταν πάλι ποτέ όπως ήταν πριν. Δε λυπόταν γι’ αυτό. Θα ήταν καθαρή τρέλα αν έκανε τίποτα σε μια κοιμισμένη, ανύποπτη κοπέλα. Γιατί όμως είχε εκπλαγεί τόσο;
Μαγεμένος από το πρόσωπό της που θύμιζε μάγισσα, ο Εγκούτσι είχε προσπαθήσει να βαδίσει στο απαγορευμένο μονοπάτι. Τώρα όμως ήξερε ότι οι γέροι πελάτες τού σπιτιού έρχονταν εδώ με μια μελαγχολική ευτυχία, μια πολύ μεγαλύτερη λαχτάρα, μια θλίψη πολύ βαθύτερη απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Αν και αυτός ο ερωτισμός ήταν εύκολος για ένα γέρο, ένας απλός τρόπος να πλησιάσει τη νιότη, είχε βαθιά μέσα του κάτι που δε θα ξαναρχόταν ποτέ πίσω, όσο και αν λυπόταν γι’ αυτό, κάτι που δε θα θεραπευόταν όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκαναν. Ότι η «πεπειραμένη» μάγισσα απόψε ήταν ακόμα παρθένα ήταν πιο πολύ απόδειξη της θλιβερής παρακμής των γέρων που σύχναζαν εκεί και λιγότερο τού ότι κρατούσαν το λόγο τους. Η αγνότητα της κοπέλας ήταν σαν την ασχήμια των γέρων».
Ένα άλλο απόσπασμα ή μάλλον συρραφή αποσπασμάτων (από την ίδια ενότητα) από τις αναμνήσεις στις οποίες βυθίζεται ό Εγκούτσι από το γειτνίασμα τού κορμιού του με το νεαρό κορίτσι κατά την πρώτη επίσκεψη στο σπίτι:
«Έκλεισε τα μάτια του. Αυτή η παράξενη νύχτα, όπως όλες οι άλλες, κάποια στιγμή θα τελείωνε και το πρωί θα ξυπνούσε και θα ’ταν ζωντανός. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη με το μεσαίο δάχτυλο τού χεριού της ανάμεσα στα μισάνοιχτα χείλη της, τον έσπρωξε απαλά με τον αγκώνα της. Πήρε το χέρι της από τον καρπό και το ακούμπησε δίπλα του. Αισθάνθηκε το σφυγμό της καθώς άγγιξε με τα δάχτυλά του τον καρπό της. Ήταν κανονικός και απαλός. Κάπου κάπου ο αγέρας σφύριζε έξω απ’ το σπίτι, δεν κουβαλούσε όμως πια τον ήχο τού χειμώνα που πλησίαζε. Ο θόρυβος των κυμάτων που έσπαγαν στο βράχο είχε γίνει κάπως απαλότερος. Ο ήχος τους έμοιαζε να έρχεται από τον ωκεανό και να μετουσιώνεται σε μουσική που έβγαινε από το κορμί τής κοπέλας μαζί με το χτύπο της καρδιάς της στον καρπό και στο στήθος της. Στο ρυθμό αυτής τής μουσικής μια κάτασπρη πεταλούδα χόρευε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Τράβηξε το χέρι του από τον καρπό της. Τώρα δεν την ακουμπούσε πουθενά. Το άρωμα της ανάσας της, τού κορμιού και των μαλλιών της ήταν πολύ απαλό.
Ο Εγκούτσι θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που έτρεχε κρυφά στο Κιότο, παίρνοντας τον επαρχιακό δρόμο, με την κοπέλα που τής είχε ματώσει κάποτε το στήθος. Ήταν μια νύχτα που χιόνιζε. Τόσο τον είχε εντυπωσιάσει η καθαριότητά των απόκρυφων μερών τού κορμιού τής κοπέλας που η θύμησή τους δεν τον άφηνε να ησυχάσει., ώστε αισθάνθηκε την ανάσα του να κόβεται και δάκρυα ν’ αναβλύζουν από τα μάτια του. Δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια καθαριότητα σε γυναίκα, σε όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι τότε είχε κατανοήσει πλήρως την έννοια τής καθαριότητας, ότι η καθαριότητα των απόκρυφων μερών της, ήταν η προσωπική περιουσία τής κοπέλας. Προσπάθησε να διώξει την ιδέα γελώντας, είχε γίνει όμως ένα γεγονός μέσα στη συνεχή ροή τής επιθυμίας κι ήταν τόσο έντονη η ανάμνησή του, που ο γερο-Εγκούτσι δεν μπορούσε να τη διώξει.
Νωρίς το πρωί τής επόμενης μέρας που έφτασαν στο Κιότο, ο Εγκούτσι και η κοπέλα έκαναν μια βόλτα ανάμεσα στις καλαμιές. Τα καλάμια έλαμπαν ασημένια στο φως τού πρωινού. Στη μνήμη τού Εγκούτσι τα φύλλα ήταν λεπτά και απαλά, φτιαγμένα από ατόφιο ασήμι, το ίδιο και οι κορμοί τους. Στο μονοπάτι που διέσχιζε τις καλαμιές άνθιζαν αγριάγκαθα και κρινολούλουδα. Ένα τέτοιο μονοπάτι είχε χαραχτεί στη μνήμη του, δεν ήταν όμως σίγουρος για την εποχή τού χρόνου. Πέρα από το μονοπάτι, ανέβηκαν ένα γαλάζιο ρυάκι όπου χύνονταν τα νερά ενός καταρράχτη. Ο αφρός του αιχμαλώτιζε το φως τού ήλιου. Η κοπέλα είχε σταθεί γυμνή στ’ αφρισμένα νερά. Τα γεγονότα δεν ήταν ακριβώς έτσι, όμως στην πορεία τού χρόνου κάπως έτσι είχαν χαραχτεί στο μυαλό τού Εγκούτσι. Καθώς γερνούσε, οι λόφοι γύρω από το Κιότο και οι απαλοί κορμοί των κόκκινων πεύκων τού θύμιζαν καμιά φορά την κοπέλα, όμως αναμνήσεις τόσο ζωντανές όσο οι σημερινές ήταν σπάνιες. Να ’ταν άραγε η νιότη τής κοιμισμένης κοπέλας που τις ξυπνούσε»;
Ο κεντρικός πυρήνας τής ελεγείας για το πέρασμα τού χρόνου, την χαμένη ερωτική ικανότητα, μαζί με το απειλητικό πλησίασμα τού θανάτου, τότε που όλα πια θα χαθούν για πάντα, το κάνει συγκλονιστικό.
Ο ίδιος ο Καβαμπάτα, είχα διαβάσει κάπου δεν ήταν ικανοποιημένος με το διήγημα-μυθιστόρημα του, αλλά ο Μισίμα τού οποίου ο Καβαμπάτα υπήρξε μέντορας, το θεωρούσε αριστούργημα και τον πίεσε για να εκδοθεί.
Αριστούργημα ή όχι, η ζωή ή μάλλον ο θάνατος θα μας δείξει σε δέκα περίπου χρόνια από τότε, ότι δεν είχε και πολύ σημασία, αφού ο Μισίμα αυτοκτονεί με τον θεαματικό τρόπο που επέλεξε το 1970, για να τον ακολουθήσει μετά από δυο χρόνια το 1972, με τη δική αυτοκτονία ο Καβαμπάτα. Ίσως απόηχοι τής αιτίας τής αυτοκτονίας τού Καβαμπάτα μπορούν να ανιχνευθούν σ᾿ αυτή την ελεγεία.