Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο
Μυθιστορηματική ανθολόγηση.

Μια εισαγωγή
Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ):
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)
Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μάς φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα τής ασύνειδης, σε σχέση με τη "συνειδητή" μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού τής μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;
Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι — σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά — στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα τού χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα, για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος τού Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης (τής ασύνειδης), — έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος — αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
«Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθιά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο· και πως το ταξίδι που, άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που — απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων — είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης, όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία τού Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης τού Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός, "Από τη μεριά του Σουάν".
Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ):
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)
Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μάς φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα τής ασύνειδης, σε σχέση με τη "συνειδητή" μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού τής μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;
Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι — σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά — στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα τού χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα, για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος τού Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης (τής ασύνειδης), — έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος — αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
«Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθιά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο· και πως το ταξίδι που, άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που — απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων — είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης, όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία τού Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης τού Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός, "Από τη μεριά του Σουάν".
Από τη μεριά τού Σουάν. Τόμος 1ος "Κομπραί"
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη
τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου
γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
1. Οι διαλείψεις τού ύπνου. Το τυχαίο πού τρέφει την ελπίδα για να ακολουθήσει η διάψευση.
Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα να αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος». Και μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πώς καιρός ήταν πια να αναζητήσω τον ύπνο, με ξυπνούσε· ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο πού νόμιζα πώς κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως· δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν να κάνω συλλογισμούς πάνω σ᾿ ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο είχα την εντύπωση πώς ήμουν ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησιά, ένα κουαρτέτο, Αυτή η πεποίθηση βαστούσε λίγα δευτερόλεπτα ύστερα από το ξύπνιο μου. Ύστερα η πεποίθηση αυτή άρχιζε να μού γίνεται ακατανόητη, όπως οι σκέψεις μιας προγενέστερης ζωής· την ίδια στιγμή ξανάβρισκα το φως μου κι απορούσα βλέποντας γύρω μου ένα σκοτάδι, απαλό και ξεκουραστικό για τα μάτια μου, κι ίσως πιότερο ακόμα για το μυαλό μου. Αναρωτιόμουν τί ώρα να ναι άκουγα το σφύριγμα των τραίνων, πού κοντινό ή απόμακρο, όπως κελάηδημα πουλιού στο δάσος, φανερώνει τις αποστάσεις και μού περιχάραζε την έκταση τού έρημου κάμπου.
Ακουμπούσα τρυφερά τα μάγουλά μου πάνω στα όμορφα και τρυφερά μαξιλάρια. Άναβα ένα σπίρτο για να κοιτάξω το ρολόι μου. Σχεδόν μεσάνυχτα. Είναι η στιγμή πού ο άρρωστος, αναγκασμένος να φύγει ταξίδι και να κοιμηθεί σ᾿ ένα άγνωστο ξενοδοχείο, ξυπνά από μια ξαφνική κρίση, και χαίρεται βλέποντας κάτω από την πόρτα μια γραμμή από το φως τής μέρας. Τι ευτυχία είναι κιόλας πρωί! Σε λίγο θα σηκωθούν οι υπηρέτες, θα μπορεί να χτυπήσει το κουδούνι, θα ᾿ρθουν να τού προσφέρουν βοήθεια. Η ελπίδα πώς θα ανακουφιστεί τού δίνει δύναμη να υπομείνει. Να, τού φάνηκε κιόλας πώς άκουσε βήματα τα βήματα πλησιάζουν, ύστερα απομακρύνονται. Κι η φωτεινή γραμμή τής μέρας, πού βρισκόταν κάτω από την πόρτα του, έχει εξαφανιστεί. Είναι μεσάνυχτα μόλις έσβησαν το γκάζι ο τελευταίος υπηρέτης έφυγε και θα πρέπει τώρα να μείνει όλη τη νύχτα υποφέροντας, χωρίς γιατρικό.
Μ᾿ έπαιρνε ξανά ο ύπνος και συχνά ξυπνούσα μόνο για λίγο, για μια στιγμή, για να γευστώ χάρη σ᾿ ένα αμυδρό φως τής συνείδησης, τον ύπνο πού σκέπαζε τα έπιπλα, το δωμάτιο, το σύνολο αυτό στο οποίο εγώ δεν ήμουνα παρά ένα μικρό του κομμάτι και πού γυρνούσα να ενωθώ με την ασύνειδη ύπαρξή μου. Ή ακόμα, όταν μέσα στο ύπνο μου συναντούσα χωρίς προσπάθεια, μια ηλικία από την πρωτινή μου ζωή πού χε διαβεί για πάντα, και ξανάβρισκα μιαν από τις παιδικές μου φοβίες, — μήπως λόγου χάριν ο μεγάλος μου θείος με τραβήξει από τις μπούκλες των μαλλιών μου— , φοβία πού χε διαλυθεί τη μέρα πού μού τις έκοψαν.
Μερικές φορές, όπως η Εύα γεννήθηκε από μια πλευρά τού Αδάμ, μια γυναίκα γεννιόταν, όσο εγώ κοιμόμουν, από μια άβολη θέση τού σώματός μου. Φτιαγμένη από την ηδονή πού ήμουν έτοιμος να γευτώ, φανταζόμουν πώς εκείνη ήταν πού μού την πρόσφερε. Το κορμί μου, νιώθοντας μέσα στο δικό της τη δική μου ζεστασιά, γύρευε να σμίξει μαζί του, ξυπνούσα. Αν όπως τύχαινε καμιά φορά, είχε τα χαραχτηριστικά μιας γυναίκας πού είχα γνωρίσει στη ζωή, ήθελα να αφοσιωθώ ολότελα σ᾿ αυτό το σκοπό: να την ξαναβρώ, σαν αυτούς πού φεύγουν ταξίδι για να δουν με τα μάτια τους μια πολυπόθητη πολιτεία και φαντάζονται πώς μπορούν να γευστούν στη πραγματικότητα την γοητεία τού ονείρου. Σιγά σιγά η ανάμνηση της έσβηνε, είχα ξεχάσει τα κορίτσι που είδα στο όνειρό μου.
Ένας άνθρωπος πού κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του, το νήμα πού δένει τις ώρες, την τάξη πού ακολουθούν τα χρόνια κι οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται όλ᾿ αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ᾿ ένα δευτερόλεπτο το σημείο τής γης πού κατέχει ο ίδιος, το χρόνο πού κύλισε όσο κοιμόταν, όμως οι σειρές μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν. Αν τα ξημερώματα, ύστερα από αϋπνία, τον πάρει ο ύπνος ενώ διαβάζει, σε μια στάση πολύ διαφορετική απ᾿ αυτή πού συνηθίζει όταν κοιμάται, τότε το υψωμένο χέρι του αρκεί να σταματήσει το ήλιο, και στην πρώτη στιγμή τού ξύπνου του δεν θα γνωρίζει πια την ώρα, θα έχει την εντύπωση πώς μόλις έπεσε να κοιμηθεί. Αρκούσε όμως στο ίδιο μου το κρεβάτι, να ᾿ναι βαθύς ο ύπνος για να ηρεμήσει εντελώς το μυαλό μου· τότε όταν ξυπνούσα στη μέση τής νύχτας, δεν γνώριζα την πρώτη στιγμή, ούτε καν ποιος ήμουν· είχα μόνο την αίσθηση τής ύπαρξης στην πρώτη της απλότητα, έτσι όπως μπορεί να σαλέψει στα κατάβαθα ενός ζώου· ήμουν πιο απογυμνωμένος από τον άνθρωπο των σπηλαίων· τότε όμως η ανάμνηση κάποιων τόπων όπου είχα ζήσει κι όπου θα μπορούσα να βρίσκομαι, ερχόταν σαν μια βοήθεια για να με ανασύρει από την ανυπαρξία απ᾿ όπου δεν μπορούσα να βγω μόνος μου δρασκέλιζα σ᾿ ένα δευτερόλεπτο αιώνες πολιτισμού, και οι εικόνες με λάμπες πετρελαίου πού είχα θολά ξεχωρίσει, κι έπειτα τα πουκάμισα με τούς κατεβαστούς γιακάδες, ανασύνθεταν σιγά-σιγά τα πρωτότυπα χαραχτηριστικά τού εγώ μου.
2. Η μνήμη τού σώματος θυμάται, όταν η σκέψη διστάζει ακόμα στο κατώφλι των καιρών.
Η δύναμη τής συνήθειας: Αναλαμβάνει να κάνει οικείο τον άγνωστο χώρο, να γλυκάνει το αίσθημα τού άγνωστου.
Το κορμί μου γύρευε, ανάλογα με τη μορφή τής κούρασής του, να επισημάνει τη θέση πού είχαν τα μέλη του, για να μπορέσει να συμπεράνει την κατεύθυνση τού τοίχου, τη θέση των επίπλων, για ν᾿ ανασυγκροτήσει και να προσδιορίσει τον τόπο όπου βρισκόταν. Η μνήμη του, η μνήμη πού είχαν τα πλευρά, τα γόνατα, οι ώμοι του, τού πρόσφερνε διαδοχικά πολλά απ᾿ τα δωμάτια όπου είχε κοιμηθεί, ενώ ολόγυρά του οι αόρατοι τοίχοι, στροβιλίζονταν μες τα σκοτάδια. Και πριν ακόμα η σκέψη μου, πού δίσταζε στο κατώφλι των καιρών και των σχημάτων μπορέσει να προσδιορίσει το σπίτι, το κορμί μου θυμόταν για το καθένα, το είδος τού κρεβατιού, τη θέση πού είχαν οι πόρτες, πώς φώτιζαν τα παράθυρα, ακόμα και τη σκέψη πού είχα, όταν αποκοιμήθηκα εκεί. Η μουδιασμένη μου πλευρά, αναζητώντας να μαντέψει τον προσανατολισμό της, φανταζόταν πώς βρισκόταν ξαπλωμένη απέναντι στον τοίχο σ᾿ ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό, κι αμέσως αναλογιζόμουν: «Για φαντάσου, τελικά με πήρε ο ύπνος, μ᾿ όλο πού η μαμά δεν ήρθε να μού πει καληνύχτα». Βρισκόμουν στην εξοχή, στου παππού μου[1], πού ᾿χε πεθάνει χρόνια τώρα και το κορμί μου, η πλευρά πού πάνω της ακουμπούσα, πιστοί φύλακες από ένα παρελθόν πού το μυαλό μου δεν θα ᾿πρεπε ποτέ να χε ξεχάσει, μού θύμιζαν την φλόγα τής καντήλας από γυαλί Βοημίας, το τζάκι από μάρμαρο Σιέννας[2] στην κρεβατοκάμαρά μου, στο σπίτι των παππούδων μου στο Κομπραί [3] , στις μακρινές εκείνες μέρες πού τη στιγμή αυτή τις φανταζόμουν τωρινές, και πού θα τις ξανάβλεπα καλύτερα σε λίγο όταν θα ᾿χα ξυπνήσει ολότελα.
Ύστερα ξαναγεννιόταν η ανάμνηση μιας διαφορετικής στάσης· βρισκόμουν στο δωμάτιό μου στης Κυρίας ντε Σαιν-Λου, στην εξοχή· θα ναι τουλάχιστον δέκα η ώρα και θα πρέπει να τέλειωσαν το δείπνο! Θα παρατράβηξα φαίνεται τον ύπνο πού παίρνω κάθε βράδυ, μόλις γυρίσω από τον περίπατο μου με την Κυρία ντε Σαιν-Λου, πριν φορέσω κάτι επίσημο για το δείπνο.
Η σύντομη αβεβαιότητά μου για το χώρο όπου βρισκόμουν δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει καλύτερα τις διαφορετικές εικασίες πού την αποτελούσαν. Είχα όμως ξαναδεί, πότε το να και πότε το άλλο απ᾿ τα δωμάτια πού είχα κατοικήσει στη ζωή μου, και τελικά τα ξαναθυμόμουν όλα, στα μεγάλα ονειροπολήματα πού ακολουθούσαν το ξύπνημά μου: δωμάτια χειμωνιάτικα όπου σαν μένεις ξαπλωμένος, μαζεύεις το κεφάλι σου σε μια φωλιά πού την πλέκεις με τα πιο παράταιρα πράγματα όπου σαν κάνει παγωνιά, νιώθεις μιαν ευχαρίστηση, γιατί αισθάνεσαι απομονωμένος από το έξω κόσμο με τη φωτιά να καίει στο τζάκι όλη νύχτα, σαν το πετροχελίδονο πού χει τη φωλιά του στο βάθος μιας σπηλιάς στη ζεστασιά τής γης· δωμάτια καλοκαιρινά, όπου το φεγγαρόφωτο καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα παντζούρια, ρίχνει ως τα πόδια τού κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα. Κάποτε σε δωμάτιο σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, με μικρή και τόσο ψηλοτάβανη κάμαρα σκαμμένη σε σχήμα πυραμίδας, όπου, από την πρώτη στιγμή με δηλητηρίασε ψυχικά η άγνωστη μυρωδιά τού βετιβέρ, βέβαιος πώς μού ήταν εχθρικές οι μενεξεδιές κουρτίνες και βέβαιος για την αυθάδικη αδιαφορία τού μεγάλου ρολογιού πού φλυαρούσε δυνατά, σαν να μην ήμουν εκεί· όπου ένας παράξενος και ανελέητος καθρέπτης, έσκαβε οδυνηρά μέσα στη γλυκιά πληρότητα τού συνηθισμένου μου οπτικού πεδίου, μια απρόβλεπτη θέση για τον εαυτό του· όπου η σκέψη μου, πασχίζοντας να τεντωθεί τού ύψους, για να πάρει ακριβώς το σχήμα τής κάμαρας και να μπορέσει να γεμίσει ως απάνω το γιγάντιο χωνί της, είχε υποφέρει πολλές σκληρές νύχτες, ώσπου η συνήθεια ν᾿ αλλάξει το χρώμα στις κουρτίνες, να κάνει το ρολόι να σωπάσει, να διδάξει τον οίκτο στον αδυσώπητο καθρέπτη, να καλύψει τη μυρωδιά τού βετιβέρ, και να ελαττώσει το ύψος τού ταβανιού. Η συνήθεια! τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, αλλά σιγά-σιγά, κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα η σκέψη μας, θα ήταν ανίκανη να κάνει κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Βέβαια, τώρα είχα ξυπνήσει εντελώς, κι ο καλός άγγελος τής βεβαιότητας είχε τοποθετήσει στη θέση τους, το κομμό μου, το γραφείο μου, το τζάκι, το παράθυρο και τις δύο πόρτες. Παρ όλο πού ήξερα πώς δεν βρισκόμουν στις κατοικίες αυτές, πού η άγνοια μου όταν ξυπνούσα με είχε κάνει να πιστέψω την παρουσία τους, η μνήμη μου ωστόσο είχε τεθεί σε κίνηση· το πιο πολύ τής νύχτας το περνούσα ξαναφέρνοντας στο νου μου την παλιά ζωή μας στο Κομπραί [3] στης μεγάλης μου θείας, στο Μπαλμπέκ [4], στο Παρίσι, στη Ντοσιέρ[5], στη Βενετία ή αλλού, αναπολώντας τα πρόσωπα πού ᾿χα γνωρίσει, ό,τι είχα δει κι ό,τι μού είχαν διηγηθεί για τα πρόσωπα αυτά.
Ύστερα ξαναγεννιόταν η ανάμνηση μιας διαφορετικής στάσης· βρισκόμουν στο δωμάτιό μου στης Κυρίας ντε Σαιν-Λου, στην εξοχή· θα ναι τουλάχιστον δέκα η ώρα και θα πρέπει να τέλειωσαν το δείπνο! Θα παρατράβηξα φαίνεται τον ύπνο πού παίρνω κάθε βράδυ, μόλις γυρίσω από τον περίπατο μου με την Κυρία ντε Σαιν-Λου, πριν φορέσω κάτι επίσημο για το δείπνο.
Η σύντομη αβεβαιότητά μου για το χώρο όπου βρισκόμουν δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει καλύτερα τις διαφορετικές εικασίες πού την αποτελούσαν. Είχα όμως ξαναδεί, πότε το να και πότε το άλλο απ᾿ τα δωμάτια πού είχα κατοικήσει στη ζωή μου, και τελικά τα ξαναθυμόμουν όλα, στα μεγάλα ονειροπολήματα πού ακολουθούσαν το ξύπνημά μου: δωμάτια χειμωνιάτικα όπου σαν μένεις ξαπλωμένος, μαζεύεις το κεφάλι σου σε μια φωλιά πού την πλέκεις με τα πιο παράταιρα πράγματα όπου σαν κάνει παγωνιά, νιώθεις μιαν ευχαρίστηση, γιατί αισθάνεσαι απομονωμένος από το έξω κόσμο με τη φωτιά να καίει στο τζάκι όλη νύχτα, σαν το πετροχελίδονο πού χει τη φωλιά του στο βάθος μιας σπηλιάς στη ζεστασιά τής γης· δωμάτια καλοκαιρινά, όπου το φεγγαρόφωτο καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα παντζούρια, ρίχνει ως τα πόδια τού κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα. Κάποτε σε δωμάτιο σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, με μικρή και τόσο ψηλοτάβανη κάμαρα σκαμμένη σε σχήμα πυραμίδας, όπου, από την πρώτη στιγμή με δηλητηρίασε ψυχικά η άγνωστη μυρωδιά τού βετιβέρ, βέβαιος πώς μού ήταν εχθρικές οι μενεξεδιές κουρτίνες και βέβαιος για την αυθάδικη αδιαφορία τού μεγάλου ρολογιού πού φλυαρούσε δυνατά, σαν να μην ήμουν εκεί· όπου ένας παράξενος και ανελέητος καθρέπτης, έσκαβε οδυνηρά μέσα στη γλυκιά πληρότητα τού συνηθισμένου μου οπτικού πεδίου, μια απρόβλεπτη θέση για τον εαυτό του· όπου η σκέψη μου, πασχίζοντας να τεντωθεί τού ύψους, για να πάρει ακριβώς το σχήμα τής κάμαρας και να μπορέσει να γεμίσει ως απάνω το γιγάντιο χωνί της, είχε υποφέρει πολλές σκληρές νύχτες, ώσπου η συνήθεια ν᾿ αλλάξει το χρώμα στις κουρτίνες, να κάνει το ρολόι να σωπάσει, να διδάξει τον οίκτο στον αδυσώπητο καθρέπτη, να καλύψει τη μυρωδιά τού βετιβέρ, και να ελαττώσει το ύψος τού ταβανιού. Η συνήθεια! τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, αλλά σιγά-σιγά, κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα η σκέψη μας, θα ήταν ανίκανη να κάνει κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Βέβαια, τώρα είχα ξυπνήσει εντελώς, κι ο καλός άγγελος τής βεβαιότητας είχε τοποθετήσει στη θέση τους, το κομμό μου, το γραφείο μου, το τζάκι, το παράθυρο και τις δύο πόρτες. Παρ όλο πού ήξερα πώς δεν βρισκόμουν στις κατοικίες αυτές, πού η άγνοια μου όταν ξυπνούσα με είχε κάνει να πιστέψω την παρουσία τους, η μνήμη μου ωστόσο είχε τεθεί σε κίνηση· το πιο πολύ τής νύχτας το περνούσα ξαναφέρνοντας στο νου μου την παλιά ζωή μας στο Κομπραί [3] στης μεγάλης μου θείας, στο Μπαλμπέκ [4], στο Παρίσι, στη Ντοσιέρ[5], στη Βενετία ή αλλού, αναπολώντας τα πρόσωπα πού ᾿χα γνωρίσει, ό,τι είχα δει κι ό,τι μού είχαν διηγηθεί για τα πρόσωπα αυτά.
[1] Ο παππούς μου: ο πατέρας τής μητέρας τού αφηγητή.
[2] Σιένα: Ιταλική πόλη στην Τοσκάνη.
[3] Κομπραί: Φανταστικό. Το Κομπραί τού Προυστ είναι στην πραγματικότητα το Ιλλιέ κοντά στη Σαρτρ.
[4]Μπαλμπέκ: Φανταστικό τοπίο το οποίο ο Προυστ τοποθετεί στη Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τα Νορμανδικά τοπία Κανπούρ, Ἐβιάν, Τρουβίλ. Πηγή: Μαρσέλ Προυστ "Μια Βιογραφία" από τον George Painter εκδόσεις Χατζηνικολή.
[5] Ντοσιέρ: Πόλη φανταστική με στρατιωτική φρουρά. Συσχετίζεται με το Φοντενεμπλό, τις Βερσαλλίες, την Ορλεάνη.
[2] Σιένα: Ιταλική πόλη στην Τοσκάνη.
[3] Κομπραί: Φανταστικό. Το Κομπραί τού Προυστ είναι στην πραγματικότητα το Ιλλιέ κοντά στη Σαρτρ.
[4]Μπαλμπέκ: Φανταστικό τοπίο το οποίο ο Προυστ τοποθετεί στη Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τα Νορμανδικά τοπία Κανπούρ, Ἐβιάν, Τρουβίλ. Πηγή: Μαρσέλ Προυστ "Μια Βιογραφία" από τον George Painter εκδόσεις Χατζηνικολή.
[5] Ντοσιέρ: Πόλη φανταστική με στρατιωτική φρουρά. Συσχετίζεται με το Φοντενεμπλό, τις Βερσαλλίες, την Ορλεάνη.
3. Η ανησυχία για το φιλί τής μητέρας πριν το βραδινό ύπνο και η οδύνη πού ακολουθούσε το φιλί, στη σκέψη πώς θα ᾿μενα ξανά μόνος.
Στο Κομπραί, κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε το απόγευμα, πολλή ώρα πριν από τη στιγμή πού θα ᾿πρεπε να πάω στο κρεβάτι, και να μείνω χωρίς να κοιμηθώ μακριά απ᾿ τη μητέρα μου και τη γιαγιά[1] μου, η κρεβατοκάμαρά μου, ξαναγινόταν το σταθερό κι οδυνηρό σημείο πού συγκέντρωνε τις ανησυχίες μου. Είχαν βέβαια σοφιστεί για να ξεγνοιάζω τα βράδια πού έβρισκαν πώς είχα πολύ θλιμμένη όψη, να μού δώσουν ένα μαγικό φανό πού αντικαθιστούσε την αδιαπέραστη επιφάνεια των τοίχων με άυλους ιριδισμούς, με υπερφυσικές πολύχρωμες οπτασίες, όπου οι θρύλοι έλεγες πώς ζωγραφίζονταν πάνω σ᾿ ένα βιτρό τρεμουλιαστό και στιγμιαίο.
Με τον απότομο βηματισμό τού αλόγου του, ο αρχιδικαστής Γκολό, γεμάτος από φριχτές διαθέσεις, προχωρούσε πηδηχτά προς τον πύργο τής δυστυχισμένης Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν[2]. Ο πύργος αυτός διαγραφόταν από μια καμπύλη γραμμή, πού ήταν μόνο μια άκρη τού πύργου κι είχε μπροστά της μια χέρσα γη, όπου ονειροπολούσε η Ζενεβιέβ, φορώντας γαλάζια ζώνη. Με γοήτευαν βέβαια αυτές οι εντυπωσιακές προβολές, πού ήταν σα να έβγαιναν από κάποιο μεσαιωνικό παρελθόν κι έφερναν τριγύρω μου τόσο παλιές ανταύγειες τής ιστορίας. Είναι ωστόσο ανείπωτη η δυσφορία πού μού προκαλούσε αυτή η εισβολή τού μυστηρίου, σε μια κάμαρα πού είχα γεμίσει τόσο πολύ με το εγώ μου. Και μόλις κτυπούσαν το καμπανάκι για το δείπνο, βιαζόμουν να τρέξω στην τραπεζαρία, όπου η μεγάλη κρεμαστή λάμπα πού αγνοούσε τον Γκολό και τον Κυανοπώγωνα[4] , σκορπούσε το ίδιο φως όπως κάθε βράδυ, και να πέσω στην αγκαλιά τής μαμάς, πού οι δυστυχίες τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν μού την έκαναν ακόμα πιο αγαπητή, ενώ τα εγκλήματα τού Γκολό μ᾿ έκαναν να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα.
Λίγο μετά το δείπνο ήμουν αλοίμονο υποχρεωμένος ν᾿ αφήσω τη μαμά, πού έμενε να κουβεντιάσει με τούς άλλους, στον κήπο αν ήταν καλός ο καιρός, στο σαλονάκι όπου όλοι μαζεύονταν, αν είχε κακοκαιρία. Όλοι εκτός από τη γιαγιά μου, πού έβρισκε «πώς ήταν κρίμα να μένει κανείς κλεισμένος μέσα, όταν βρίσκεται στην εξοχή» κι είχε ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου, τις μέρες πού έβρεχε, γιατί εκείνος με έστελνε στο δωμάτιό μου να διαβάσω. «Δεν πρόκειται έτσι να τον κάνετε γερό και δραστήριο», έλεγε μελαγχολικά, «και μάλιστα αυτόν το μικρό πού έχει τόση ανάγκη ν᾿ αποκτήσει δυνάμεις και θέληση».
Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πώς η μαμά θα ᾿ρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα ώστε η στιγμή πού άκουγα να ανεβαίνει, ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελλε τη στιγμή πού θ᾿ ακολουθούσε, όταν θα μ᾿ άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. Κι έτσι αυτό το καληνύχτισμα, πού τ᾿ αγαπούσα τόσο, έφτανα στο σημείο να εύχομαι να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, για να παραταθεί ο χρόνος τής ανάπαυλας, όπου δεν είχε έρθει ακόμα η μαμά. Η παραχώρηση πού έκανε στη θλίψη μου και στην ταραχή μου, ανεβαίνοντας να με φιλήσει, φέρνοντάς μου αυτό το φιλί τής γαλήνης, νευρίαζε τον πατέρα μου, πού έβρισκε παράλογες αυτές τις τελετές, και η ίδια προσπαθούσε να με κάνει να χάσω αυτήν μου την ανάγκη . Όμως οι βραδιές αυτές, όταν η μαμά έμενε τόσο λίγο στο δωμάτιο μου, ήταν γλυκιές σε σύγκριση με τις άλλες, όταν είχαν κόσμο στο δείπνο και γι αυτό το λόγο δεν ανέβαινε να μού πει καληνύχτα.
Με τον απότομο βηματισμό τού αλόγου του, ο αρχιδικαστής Γκολό, γεμάτος από φριχτές διαθέσεις, προχωρούσε πηδηχτά προς τον πύργο τής δυστυχισμένης Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν[2]. Ο πύργος αυτός διαγραφόταν από μια καμπύλη γραμμή, πού ήταν μόνο μια άκρη τού πύργου κι είχε μπροστά της μια χέρσα γη, όπου ονειροπολούσε η Ζενεβιέβ, φορώντας γαλάζια ζώνη. Με γοήτευαν βέβαια αυτές οι εντυπωσιακές προβολές, πού ήταν σα να έβγαιναν από κάποιο μεσαιωνικό παρελθόν κι έφερναν τριγύρω μου τόσο παλιές ανταύγειες τής ιστορίας. Είναι ωστόσο ανείπωτη η δυσφορία πού μού προκαλούσε αυτή η εισβολή τού μυστηρίου, σε μια κάμαρα πού είχα γεμίσει τόσο πολύ με το εγώ μου. Και μόλις κτυπούσαν το καμπανάκι για το δείπνο, βιαζόμουν να τρέξω στην τραπεζαρία, όπου η μεγάλη κρεμαστή λάμπα πού αγνοούσε τον Γκολό και τον Κυανοπώγωνα[4] , σκορπούσε το ίδιο φως όπως κάθε βράδυ, και να πέσω στην αγκαλιά τής μαμάς, πού οι δυστυχίες τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν μού την έκαναν ακόμα πιο αγαπητή, ενώ τα εγκλήματα τού Γκολό μ᾿ έκαναν να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα.
Λίγο μετά το δείπνο ήμουν αλοίμονο υποχρεωμένος ν᾿ αφήσω τη μαμά, πού έμενε να κουβεντιάσει με τούς άλλους, στον κήπο αν ήταν καλός ο καιρός, στο σαλονάκι όπου όλοι μαζεύονταν, αν είχε κακοκαιρία. Όλοι εκτός από τη γιαγιά μου, πού έβρισκε «πώς ήταν κρίμα να μένει κανείς κλεισμένος μέσα, όταν βρίσκεται στην εξοχή» κι είχε ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου, τις μέρες πού έβρεχε, γιατί εκείνος με έστελνε στο δωμάτιό μου να διαβάσω. «Δεν πρόκειται έτσι να τον κάνετε γερό και δραστήριο», έλεγε μελαγχολικά, «και μάλιστα αυτόν το μικρό πού έχει τόση ανάγκη ν᾿ αποκτήσει δυνάμεις και θέληση».
Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πώς η μαμά θα ᾿ρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα ώστε η στιγμή πού άκουγα να ανεβαίνει, ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελλε τη στιγμή πού θ᾿ ακολουθούσε, όταν θα μ᾿ άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. Κι έτσι αυτό το καληνύχτισμα, πού τ᾿ αγαπούσα τόσο, έφτανα στο σημείο να εύχομαι να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, για να παραταθεί ο χρόνος τής ανάπαυλας, όπου δεν είχε έρθει ακόμα η μαμά. Η παραχώρηση πού έκανε στη θλίψη μου και στην ταραχή μου, ανεβαίνοντας να με φιλήσει, φέρνοντάς μου αυτό το φιλί τής γαλήνης, νευρίαζε τον πατέρα μου, πού έβρισκε παράλογες αυτές τις τελετές, και η ίδια προσπαθούσε να με κάνει να χάσω αυτήν μου την ανάγκη . Όμως οι βραδιές αυτές, όταν η μαμά έμενε τόσο λίγο στο δωμάτιο μου, ήταν γλυκιές σε σύγκριση με τις άλλες, όταν είχαν κόσμο στο δείπνο και γι αυτό το λόγο δεν ανέβαινε να μού πει καληνύχτα.
[1] Γιαγιά μου: Η μητέρα τής μητέρας τού αφηγητή, η Μπατίλντ.
[2] Μαγικός φανός: Προβάλλει σταθερές εικόνες ζωγραφισμένες σε γυαλί. Κάποια εντύπωση κίνησης δίδεται από τη σειρά τής διαδοχικής προβολής
[3] Ζενεβιέβ Μπραμπάν: ηρωίδα λαϊκού θρύλου τού μεσαίωνα. Ο φεουδάρχης αρχιδικαστής Γκολό, αφού προσπάθησε χωρίς επιτυχία να την κάνει δική του, την κατασυκοφαντεί στο σύζυγό της Σίγκφριντ, που δίνει εντολή να τη σκοτώσουν. Οι υπηρέτες του δεν εκτελούν τη διαταγή, κι ο Σίγκφριντ θα ξανασυναντήσει τη Ζενεβιέβ λίγο πριν απ᾿ το θάνατό της και θ᾿ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
[4] Κυανοπώγων: ήρωας από παραμύθι πού είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του.
[2] Μαγικός φανός: Προβάλλει σταθερές εικόνες ζωγραφισμένες σε γυαλί. Κάποια εντύπωση κίνησης δίδεται από τη σειρά τής διαδοχικής προβολής
[3] Ζενεβιέβ Μπραμπάν: ηρωίδα λαϊκού θρύλου τού μεσαίωνα. Ο φεουδάρχης αρχιδικαστής Γκολό, αφού προσπάθησε χωρίς επιτυχία να την κάνει δική του, την κατασυκοφαντεί στο σύζυγό της Σίγκφριντ, που δίνει εντολή να τη σκοτώσουν. Οι υπηρέτες του δεν εκτελούν τη διαταγή, κι ο Σίγκφριντ θα ξανασυναντήσει τη Ζενεβιέβ λίγο πριν απ᾿ το θάνατό της και θ᾿ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
[4] Κυανοπώγων: ήρωας από παραμύθι πού είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του.
4.Το φιλελεύθερο πνεύμα τής γιαγιάς, η θλιμμένη αγάπη τού αφηγητή γι αυτή·
η ανησυχία τής γιαγιάς για το μικρό Μαρσέλ.
Τη γιαγιά μου, ότι καιρό κι αν έκανε, ακόμα κι όταν η βροχή ήταν ραγδαία κι η Φρανσουάζ είχε φέρει βιαστικά μέσα τα πολύτιμα ψάθινα έπιπλα, την έβλεπες στον άδειο κήπο πού τον έδερνε η μπόρα, ν᾿ ανασηκώνει τις ακατάστατες και γκρίζες άκρες των μαλλιών της, για να μουσκέψει καλύτερα το μέτωπό της με την υγεία πού έφερνε ο άνεμος και η βροχή. Έλεγε: «Επιτέλους αναπνέουμε!» και διέσχιζε τις κατάβρεχτες αλέες τις υπερβολικά σύμμετρα ευθυγραμμισμένες για το γούστο της, απ᾿ τον καινούργιο κηπουρό, πού τού έλειπε η αίσθηση τής φύσης, με τα ζωηρά πηδηχτά βηματάκια της, ρυθμισμένα πάνω στα διάφορα συναισθήματα πού προκαλούσε στην ψυχή της, η μέθη τής θύελλας, η δύναμη τής υγιεινής, η βλακεία τής διαπαιδαγώγησής μου, η συμμετρία των κήπων, και πολύ λιγότερο η επιθυμία, πού ποτέ της δε γνώρισε, για να προστατέψει από τις λάσπες τη δαμασκηνιά της φούστα.
Όταν τις βόλτες αυτές στον κήπο τις πραγματοποιούσε η γιαγιά μου μετά το δείπνο, ένα μόνο πράγμα είχε τη δύναμη να την κάνει να γυρίσει πίσω: αυτό θα συνέβαινε αν η μεγάλη θεία μου τής φώναζε: «Ματίλντ! έλα λοιπόν να εμποδίσεις τον άντρα σου να πιει κονιάκ!» Πραγματικά, για να την πειράξει η γιαγιά μου είχε φέρει στην οικογένεια τού πατέρα μου ένα πνεύμα τόσο διαφορετικό, ώστε όλοι έκαναν χωρατά μαζί της και την παίδευαν κι επειδή τα λικέρ ήταν απαγορευμένα για τον παππού μου, η μεγάλη μου θεία τού ᾿δινε να πιεί μερικές σταγόνες. Η καημένη η γιαγιά μου, ερχόταν μέσα, θερμοπαρακαλούσε τον άντρα της να μη δοκιμάσει κονιάκ εκείνος θύμωνε, έπινε μολαταύτα τη γουλιά του, κι η γιαγιά μου ξανάφευγε μελαγχολική, απογοητευμένη κι όμως χαμογελαστή, γιατί είχε τόση ταπεινοφροσύνη κι ήταν τόσο γλυκιά, ώστε η καλοσύνη της για τούς άλλους και το λίγο πού την απασχολούσε ο εαυτός της, δένονταν αρμονικά μέσα στο βλέμμα της σ᾿ ένα χαμόγελο, όπου δεν υπήρχε ειρωνεία παρά μόνο για τον ίδιο τον εαυτό της, ενώ για τούς άλλους υπήρχε κάτι σαν φιλί στα μάτια της. Αυτό το μαρτύριο πού τής επέβαλλε η μεγάλη μου θεία, ήταν από τα πράγματα πού τόσο συνηθίζει κανείς να τα βλέπει, ώστε φτάνει αργότερα στο σημείο να τ᾿ αντιμετωπίζει γελώντας, και να παίρνει πια το μέρος τού διώκτη αρκετά ξεκάθαρα κι εύθυμα, για να πείσει τον εαυτό του, πώς δεν πρόκειται για κατατρεγμό. Τότε όμως μού προκαλούσε τέτοια φρίκη πού θα ᾿θελα να μπορούσα να ᾿δερνα τη μεγάλη μου θεία. Όμως μόλις άκουγα: «Ματίλντ! έλα λοιπόν να εμποδίσεις τον άντρα σου να πιει κονιάκ!», δειλός λες και ήμουν άντρας κιόλας, έκανα αυτό πού κάνομε όλοι, όταν είμαστε πια μεγάλοι, όταν βρισκόμαστε μπροστά σ᾿ οδύνες και αδικίες: δεν ήθελα να τη βλέπω ανέβαινα να κλάψω στο πιο ψηλό σημείο τού σπιτιού, κάτω απ τη στέγη. Προορισμένο για χρήση πιο ειδική και χυδαία το καμαράκι αυτό, μού χρησίμεψε καιρό σαν καταφύγιο, για ό,τι απαιτούσε απαραβίαστη μοναξιά: ανάγνωση, ονειροπόληση, δάκρυα και ηδυπάθεια. Αλίμονο! Δεν ήξερα πώς πολύ πιο έντονα απ᾿ τις μικρές αταξίες στη δίαιτα τού συζύγου της, η δική μου έλλειψη θέλησης, η ευαίσθητη υγεία μου, η αβεβαιότητα πού όλα αυτά έριχναν στο μέλλον μου, απασχολούσαν τη γιαγιά μου όσο διαρκούσαν οι ατελείωτες αυτές βόλτες, όπου έβλεπες τ᾿ όμορφο πρόσωπό της, με τα μελαψά και ρυτιδωμένα μάγουλα, και πού πάνω τους στέγνωνε πάντα ένα αθέλητο δάκρυ, φερμένο εκεί απ᾿ το κρύο ή από κάποια δυσάρεστη σκέψη.
Ο Σουάν. Η άγνοια τής οικογένειας σχετικά με τον κοσμικό Σουάν, την είσοδό του στους αριστοκρατικούς κύκλους, παρά την αστική καταγωγή του.
Η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων.
Τα βράδια πού καθισμένοι κάτω απ᾿ τη μεγάλη καστανιά, ακούγαμε στην άκρη τού κήπου, το διπλό και άτολμο κουδούνισμα, απ᾿ το ειδικό καμπανάκι για τούς ξένους, όλοι αναρωτιόνταν αμέσως: «Ποιος να ναι άραγε;» και όμως ήξεραν καλά πώς δεν μπορούσε να ναι άλλος από τον κύριο Σουάν· η μεγάλη μου θεία, μιλώντας δυνατά, για να δώσει το παράδειγμα, έλεγε να μην ψιθυρίζουν έτσι· έλεγε πώς είναι πολύ προσβλητικό για κάποιον πού καταφθάνει να μένει με την εντύπωση πώς οι άλλοι λένε πράγματα πού ο ίδιος δεν πρέπει να ακούσει κι έστελναν σαν ανιχνευτή τη γιαγιά μου, πού πάντα χαιρόταν να βρίσκει αφορμή για να κάνει άλλη μια βόλτα στον κήπο και με την ευκαιρία αυτή αφαιρούσε κρυφά καθώς περνούσε, μερικά στηρίγματα απ᾿ τις τριανταφυλλιές, για να δώσει στα τριαντάφυλλα περισσότερη φυσικότητα, σαν τη μητέρα πού για να τα κάνει να φουσκώσουν, περνά το χέρι στα μαλλιά τού γιου της, πού ο κουρέας τα κόλλησε υπερβολικά.
Περιμέναμε όλοι ανήσυχοι τα νέα πού θα μάς έφερνε η γιαγιά μου απ᾿ τον εχθρό, λες και μπορούσαμε ν᾿ αμφιβάλλουμε ποιος ήταν από τούς πιθανούς πολιορκητές μας, κι ύστερ από λίγο ο παππούς μου έλεγε: «Αναγνωρίζω τη φωνή τού Σουάν». Τον αναγνώριζε πραγματικά μόνο από τη φωνή του· διέκρινες δύσκολα το πρόσωπό του, με την κυρτή μύτη, με τα πράσινα μάτια, κάτω από ένα ψηλό μέτωπο πού το πλαισίωναν ξανθά μαλλιά, γιατί αφήναμε όσο γινόταν λιγότερο φωτισμό στο κήπο, για να μη μαζεύονται τα κουνούπια. Ο Σουάν, μ᾿ όλο πού ήταν πολύ νεώτερος, είχε στενό δεσμό με τον παππού μου, πού υπήρξε άλλοτε, ένας από τούς καλύτερους φίλους τού πατέρα του.
Για πολλά χρόνια, κι όταν ακόμα πριν από το γάμο του, ο Σουάν ερχόταν συχνά να τούς βλέπει στο Κομπραί, η μεγάλη μου θεία και οι παππούδες μου, δεν υποπτεύονταν πώς δεν ζούσε πια καθόλου στην κοινωνία πού σύχναζε άλλοτε η οικογένειά του και πώς φιλοξενούσαν με την απόλυτη αθωότητα τίμιων ξενοδόχων πού στεγάζουν χωρίς να το ξέρουν, ένα διάσημο ληστή ένα από τα πιο κομψά μέλη τού Τζόκεϋ Κλαμπ [1], ευνοούμενο φίλο τού κόμη των Παρισίων [2] και τού πρίγκιπα τής Ουαλίας [3], ένα απ᾿ τα πρόσωπα τα πιο χαϊδεμένα τής υψηλής κοινωνίας τού φωμπούρ Σαιν Ζερμαίν [4] .
Η άγνοια την οποία είχαμε για την ξεχωριστή αυτή κοσμική ζωή πού ζούσε ο Σουάν, οφειλόταν ως ένα σημείο, στον συνεσταλμένο και εχέμυθο χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι οι αστοί τής εποχής εκείνης, θεωρούσαν πώς την κοινωνία την αποτελούσαν κάστες κλειστές. Ο κύριος Σουάν πατέρας, ήταν χρηματιστής. Γνώριζαν ποιους σύχναζε ο πατέρας του, άρα γνώριζαν με ποιους ήταν σε θέση ο γιος, να έχει φιλικές σχέσεις. Αν γνώριζε κι άλλους, θα ᾿ταν σχέσεις νεανικές πού απέναντι τους οι παλιοί φίλοι τής οικογένειας, όπως και οι γονείς μου, θα έκλειναν καλοπροαίρετα τα μάτια· είμαστε όμως σχεδόν βέβαιοι πώς αυτοί οι άνθρωποι, πού μάς ήταν άγνωστοι και πού τούς συναναστρεφόταν, ήταν απ᾿ αυτούς πού δε θα τολμούσε να χαιρετήσει, αν τούς συναντούσε όσο βρισκόταν μαζί μας. Αν ήθελαν να εφαρμόσουν οπωσδήποτε στον Σουάν ένα κοινωνικό συντελεστή προσαρμοσμένο στο άτομο του, σε σχέση με άλλους γιούς χρηματιστών, ο συντελεστής αυτός θα ᾿ταν για τον Σουάν κάπως πιο χαμηλός, γιατί καθώς είχε τρόπους απλούς κι είχε πάντα τη μανία για τα παλιά αντικείμενα και τη ζωγραφική, έμενε τώρα σ᾿ ένα παλιό μέγαρο όπου στοίβαζε τις συλλογές του, πού η γιαγιά μου ονειρευόταν να επισκεφτεί, αλλά πού βρισκόταν στο Και ντ᾿ Ορλεάν, συνοικία πού η μεγάλη μου θεία θεωρούσε ντροπή να κατοικεί κανείς. «Είσαστε τουλάχιστον ειδικός; Σάς ρωτώ για το καλό σας, γιατί θα μπορούσαν οι έμποροι να σάς σερβίρουν κακοτεχνήματα», τού έλεγε η μεγάλη μου θεία· πραγματικά δεν τού αναγνώριζε καμιά αρμοδιότητα και δεν είχε μεγάλη ιδέα, ακόμα και από την άποψη τού πνευματικού επιπέδου, για έναν άνθρωπο πού απόφευγε στις συζητήσεις τα σοβαρά θέματα και φανέρωνε μια πεζότατη ακριβολογία.
Αν όμως έλεγαν στη μεγάλη μου θεία πώς αυτός ο Σουάν, πού σαν «Σουάν υιός» είχε απόλυτα τα προσόντα να γίνεται δεχτός από την «καλή αστική τάξη», απ᾿ τούς συμβολαιογράφους ή τούς δικηγόρους με την πιο μεγάλη υπόληψη στο Παρίσι, ζούσε, σχεδόν κρυφά, μια ζωή εντελώς διαφορετική, πώς φεύγοντας απ' το σπίτι μας στο Παρίσι, κι αφού μάς είχε πει πώς θα γύριζε στο δικό του να κοιμηθεί, άλλαζε κατεύθυνση μόλις έφτανε στη γωνιά τού δρόμου, και πήγαινε σε κάποιο σαλόνι πού κανένα μάτι χρηματιστή δεν αντίκρισε ποτέ, αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα πού είχε πολλές πιθανότητες να ᾿ρθει στη σκέψη της, επειδή την είχε δει ζωγραφισμένη πάνω στα πιάτα μας στο Κομπραί, θα τής είχε φανεί σα να ᾿χε στο δείπνο καλεσμένο τον Αλή Μπαμπά [5], πού μόλις θα καταλάβαινε πώς ήταν μόνος, θα τρύπωνε στην εκθαμβωτική σπηλιά με τούς αφάνταστους θησαυρούς.
Μια μέρα πού είχε έρθει να μάς επισκεφτεί στο Παρίσι μετά το δείπνο και ζήτησε να τού συγχωρεθεί πού φορούσε επίσημο ένδυμα, όταν η Φρανσουάζ είπε μετά την αναχώρησή του, πώς έμαθε από τον αμαξά πώς είχε δειπνήσει "σε μια πριγκίπισσα" «Ναι, σε μια πριγκίπισσα τού ημικόσμου!» απάντησε η θεία μου υψώνοντας τούς ώμους, με ατάραχη ηρεμία.
Αν η συζήτηση γυρνούσε στους πρίγκιπες τού Βασιλικού Οίκου τής Γαλλίας: «Είναι πρόσωπα πού δε θα τα γνωρίσουμε ποτέ εσείς και εγώ, ούτε και τούς έχουμε ανάγκη, δεν είναι έτσι;» έλεγε η μεγάλη μου θεία στον Σουάν, πού είχε στην τσέπη του ένα γράμμα από τον κόμη των Παρισίων· τον έβαζε να σπρώχνει το πιάνο ή να γυρνά τα φύλλα τα βράδια πού η αδελφή τής γιαγιάς μου τραγουδούσε, κι είχε σ᾿ αυτόν, πού ήταν τόσο περιζήτητος αλλού, τον απλοϊκό απότομο τρόπο τού παιδιού πού παίζει μ᾿ ένα μπιμπελό πολύτιμης συλλογής, σαν να ήταν ένα φτηνό αντικείμενο. Όμως ακόμα και αν εξετάσουμε μόνο τα πιο ασήμαντα τής ζωής, δεν είμαστε ένα σύνολο υλικά συγκροτημένο, όμοιο για όλους, και πού μπορεί ο καθένας να πάρει σχετικές μ᾿ αυτό πληροφορίες, όπως λαβαίνει γνώση για μια συγγραφή υποχρεώσεων ή για μια διαθήκη· η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων. Ακόμα κι όταν λέμε «να δω ένα πρόσωπο πού γνωρίζω», είναι ως ένα βαθμό, μια πράξη διανοητική. Γεμίζουμε την υλική εμφάνιση τού ανθρώπου πού βλέπουμε μ᾿ όσες γνώσεις έχουμε γι αυτόν. Αυτές τελικά γεμίζουν τόσο τέλεια τα μάγουλα, ακολουθούν τη γραμμή τής μύτης, μπλέκονται τόσο καλά για να δώσουν αποχρώσεις στον τόνο τής φωνής. Χωρίς αμφιβολία στον Σουάν πού είχαν δημιουργήσει για τον εαυτό τους οι γονείς μου, είχαν παραλείψει από άγνοια να συμπεριλάβουν ένα πλήθος ιδιοτυπίες τής κοσμικής του ζωής, πού ήταν ο λόγος πού άλλα πρόσωπα, όταν βρίσκονταν μαζί του, έβλεπαν την κοσμική κομψότητα να κυριαρχεί στην όψη του· μα κι οι γονείς μου επίσης είχαν κατορθώσει να συσσωρεύσουν πάνω σ᾿ αυτό το πρόσωπο το απογυμνωμένο από την αίγλη του, μέσα στα μάτια του πού υποτιμούσαν, το απροσδιόριστο και γλυκό κατάλοιπο, μισό ανάμνηση και μισό λήθη, απ᾿ τις ράθυμες ώρες πού είχαμε περάσει μαζί, όσον καιρό ζήσαμε σαν καλοί γείτονες στην εξοχή. Κι έχω έτσι την εντύπωση πώς αφήνω ένα πρόσωπο για να πάω σ᾿ ένα άλλο τελείως ξεχωριστό, όταν από την ανάμνηση τού Σουάν πού γνώρισα αργότερα με ακρίβεια, περνώ σ᾿ αυτόν το πρώτο Σουάν των νεανικών μου χρόνων, τον ανέμελο και μυρωμένο με το άρωμα πού ανάδινε η μεγάλη καστανιά και πού άλλωστε μοιάζει λιγότερο με τον άλλον, παρά με τα πρόσωπα πού γνώρισα την ίδια εποχή, λες και η ζωή μας είναι ένα μουσείο, όπου όλα τα πορτραίτα μιας ίδιας εποχής έχουν το ίδιο κοινό ύφος.
Μια μέρα ωστόσο πού η γιαγιά μου είχε πάει να ζητήσει μιαν εξυπηρέτηση από την μαρκησία Βιλλεπαριζίς τής φημισμένης οικογένειας τον Μπουγιόν, την οποία είχε γνωρίσει, η μαρκησία τής είπε: «Νομίζω πώς γνωρίζετε πολύ καλά τον κύριο Σουάν, είναι μεγάλος φίλος των ανεψιών μου ντε Λωμ». Η γιαγιά μου γύρισε κατενθουσιασμένη, απ᾿ το μέγαρο πού έβλεπε προς τούς κήπους, καθώς κι από έναν ράφτη για γιλέκα και την κόρη του, πού χαν το μαγαζί τους στην αυλή, κι όπου είχε μπει για να ζητήσει να βάλουν μια βελονιά στη φούστα της, γιατί την είχε σχίσει στη σκάλα. Η γιαγιά μου είχε βρει τούς ανθρώπους αυτούς τέλειους. Γιατί εκείνη έβρισκε διακεκριμένους τούς ανθρώπους εντελώς ανεξάρτητα από την κοινωνική τους σειρά. Θαύμαζε εκστατικά μια απάντηση πού τής είχε δώσει ο ράφτης, κι έλεγε στη μαμά: «Η Σεβινιέ [6] δεν θα μιλούσε καλύτερα!», ενώ αντίθετα έλεγε για έναν ανεψιό τής κυρίας Βιλλεπαριζίς πού είχε συναντήσει στο σπίτι της: «Α, κόρη μου, τί κοινός πού είναι!»
Ωστόσο τα λόγια τα σχετικά με τον Σουάν είχαν σαν αποτέλεσμα όχι να τον ανεβάσουν στην εκτίμηση τής μεγάλης μου θείας, αλλά να υποβιβάσουν την κυρία Βιλλεπαριζίς. Θα λεγες πώς η εκτίμηση πού με βάση τα λεγόμενα τής γιαγιάς μου, νιώθαμε για την κυρία Βιλλεπαριζίς, τής δημιουργούσε την υποχρέωση να μην κάνει τίποτα πού την καθιστούσε λιγότερο άξια της κι είχε παραβλέψει την υποχρέωσή της αυτή, απ᾿ τη στιγμή πού γνώριζε την ύπαρξη τού Σουάν κι επέτρεπε σε συγγενείς της, να τον συναναστρέφονται. Αυτή η γνώμη τους για τις σχέσεις τού Σουάν οι δικοί μου, θεώρησαν πώς επιβεβαιώθηκε αργότερα, από το γάμο του με μια γυναίκα τής χειρότερης κοινωνίας, μια σχεδόν κοκότα, πού άλλωστε ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να τούς την παρουσιάσει, αφού εξακολουθούσε να έρχεται μόνος στο σπίτι μας, αλλά όλο και πιο αραιά.
Περιμέναμε όλοι ανήσυχοι τα νέα πού θα μάς έφερνε η γιαγιά μου απ᾿ τον εχθρό, λες και μπορούσαμε ν᾿ αμφιβάλλουμε ποιος ήταν από τούς πιθανούς πολιορκητές μας, κι ύστερ από λίγο ο παππούς μου έλεγε: «Αναγνωρίζω τη φωνή τού Σουάν». Τον αναγνώριζε πραγματικά μόνο από τη φωνή του· διέκρινες δύσκολα το πρόσωπό του, με την κυρτή μύτη, με τα πράσινα μάτια, κάτω από ένα ψηλό μέτωπο πού το πλαισίωναν ξανθά μαλλιά, γιατί αφήναμε όσο γινόταν λιγότερο φωτισμό στο κήπο, για να μη μαζεύονται τα κουνούπια. Ο Σουάν, μ᾿ όλο πού ήταν πολύ νεώτερος, είχε στενό δεσμό με τον παππού μου, πού υπήρξε άλλοτε, ένας από τούς καλύτερους φίλους τού πατέρα του.
Για πολλά χρόνια, κι όταν ακόμα πριν από το γάμο του, ο Σουάν ερχόταν συχνά να τούς βλέπει στο Κομπραί, η μεγάλη μου θεία και οι παππούδες μου, δεν υποπτεύονταν πώς δεν ζούσε πια καθόλου στην κοινωνία πού σύχναζε άλλοτε η οικογένειά του και πώς φιλοξενούσαν με την απόλυτη αθωότητα τίμιων ξενοδόχων πού στεγάζουν χωρίς να το ξέρουν, ένα διάσημο ληστή ένα από τα πιο κομψά μέλη τού Τζόκεϋ Κλαμπ [1], ευνοούμενο φίλο τού κόμη των Παρισίων [2] και τού πρίγκιπα τής Ουαλίας [3], ένα απ᾿ τα πρόσωπα τα πιο χαϊδεμένα τής υψηλής κοινωνίας τού φωμπούρ Σαιν Ζερμαίν [4] .
Η άγνοια την οποία είχαμε για την ξεχωριστή αυτή κοσμική ζωή πού ζούσε ο Σουάν, οφειλόταν ως ένα σημείο, στον συνεσταλμένο και εχέμυθο χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι οι αστοί τής εποχής εκείνης, θεωρούσαν πώς την κοινωνία την αποτελούσαν κάστες κλειστές. Ο κύριος Σουάν πατέρας, ήταν χρηματιστής. Γνώριζαν ποιους σύχναζε ο πατέρας του, άρα γνώριζαν με ποιους ήταν σε θέση ο γιος, να έχει φιλικές σχέσεις. Αν γνώριζε κι άλλους, θα ᾿ταν σχέσεις νεανικές πού απέναντι τους οι παλιοί φίλοι τής οικογένειας, όπως και οι γονείς μου, θα έκλειναν καλοπροαίρετα τα μάτια· είμαστε όμως σχεδόν βέβαιοι πώς αυτοί οι άνθρωποι, πού μάς ήταν άγνωστοι και πού τούς συναναστρεφόταν, ήταν απ᾿ αυτούς πού δε θα τολμούσε να χαιρετήσει, αν τούς συναντούσε όσο βρισκόταν μαζί μας. Αν ήθελαν να εφαρμόσουν οπωσδήποτε στον Σουάν ένα κοινωνικό συντελεστή προσαρμοσμένο στο άτομο του, σε σχέση με άλλους γιούς χρηματιστών, ο συντελεστής αυτός θα ᾿ταν για τον Σουάν κάπως πιο χαμηλός, γιατί καθώς είχε τρόπους απλούς κι είχε πάντα τη μανία για τα παλιά αντικείμενα και τη ζωγραφική, έμενε τώρα σ᾿ ένα παλιό μέγαρο όπου στοίβαζε τις συλλογές του, πού η γιαγιά μου ονειρευόταν να επισκεφτεί, αλλά πού βρισκόταν στο Και ντ᾿ Ορλεάν, συνοικία πού η μεγάλη μου θεία θεωρούσε ντροπή να κατοικεί κανείς. «Είσαστε τουλάχιστον ειδικός; Σάς ρωτώ για το καλό σας, γιατί θα μπορούσαν οι έμποροι να σάς σερβίρουν κακοτεχνήματα», τού έλεγε η μεγάλη μου θεία· πραγματικά δεν τού αναγνώριζε καμιά αρμοδιότητα και δεν είχε μεγάλη ιδέα, ακόμα και από την άποψη τού πνευματικού επιπέδου, για έναν άνθρωπο πού απόφευγε στις συζητήσεις τα σοβαρά θέματα και φανέρωνε μια πεζότατη ακριβολογία.
Αν όμως έλεγαν στη μεγάλη μου θεία πώς αυτός ο Σουάν, πού σαν «Σουάν υιός» είχε απόλυτα τα προσόντα να γίνεται δεχτός από την «καλή αστική τάξη», απ᾿ τούς συμβολαιογράφους ή τούς δικηγόρους με την πιο μεγάλη υπόληψη στο Παρίσι, ζούσε, σχεδόν κρυφά, μια ζωή εντελώς διαφορετική, πώς φεύγοντας απ' το σπίτι μας στο Παρίσι, κι αφού μάς είχε πει πώς θα γύριζε στο δικό του να κοιμηθεί, άλλαζε κατεύθυνση μόλις έφτανε στη γωνιά τού δρόμου, και πήγαινε σε κάποιο σαλόνι πού κανένα μάτι χρηματιστή δεν αντίκρισε ποτέ, αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα πού είχε πολλές πιθανότητες να ᾿ρθει στη σκέψη της, επειδή την είχε δει ζωγραφισμένη πάνω στα πιάτα μας στο Κομπραί, θα τής είχε φανεί σα να ᾿χε στο δείπνο καλεσμένο τον Αλή Μπαμπά [5], πού μόλις θα καταλάβαινε πώς ήταν μόνος, θα τρύπωνε στην εκθαμβωτική σπηλιά με τούς αφάνταστους θησαυρούς.
Μια μέρα πού είχε έρθει να μάς επισκεφτεί στο Παρίσι μετά το δείπνο και ζήτησε να τού συγχωρεθεί πού φορούσε επίσημο ένδυμα, όταν η Φρανσουάζ είπε μετά την αναχώρησή του, πώς έμαθε από τον αμαξά πώς είχε δειπνήσει "σε μια πριγκίπισσα" «Ναι, σε μια πριγκίπισσα τού ημικόσμου!» απάντησε η θεία μου υψώνοντας τούς ώμους, με ατάραχη ηρεμία.
Αν η συζήτηση γυρνούσε στους πρίγκιπες τού Βασιλικού Οίκου τής Γαλλίας: «Είναι πρόσωπα πού δε θα τα γνωρίσουμε ποτέ εσείς και εγώ, ούτε και τούς έχουμε ανάγκη, δεν είναι έτσι;» έλεγε η μεγάλη μου θεία στον Σουάν, πού είχε στην τσέπη του ένα γράμμα από τον κόμη των Παρισίων· τον έβαζε να σπρώχνει το πιάνο ή να γυρνά τα φύλλα τα βράδια πού η αδελφή τής γιαγιάς μου τραγουδούσε, κι είχε σ᾿ αυτόν, πού ήταν τόσο περιζήτητος αλλού, τον απλοϊκό απότομο τρόπο τού παιδιού πού παίζει μ᾿ ένα μπιμπελό πολύτιμης συλλογής, σαν να ήταν ένα φτηνό αντικείμενο. Όμως ακόμα και αν εξετάσουμε μόνο τα πιο ασήμαντα τής ζωής, δεν είμαστε ένα σύνολο υλικά συγκροτημένο, όμοιο για όλους, και πού μπορεί ο καθένας να πάρει σχετικές μ᾿ αυτό πληροφορίες, όπως λαβαίνει γνώση για μια συγγραφή υποχρεώσεων ή για μια διαθήκη· η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων. Ακόμα κι όταν λέμε «να δω ένα πρόσωπο πού γνωρίζω», είναι ως ένα βαθμό, μια πράξη διανοητική. Γεμίζουμε την υλική εμφάνιση τού ανθρώπου πού βλέπουμε μ᾿ όσες γνώσεις έχουμε γι αυτόν. Αυτές τελικά γεμίζουν τόσο τέλεια τα μάγουλα, ακολουθούν τη γραμμή τής μύτης, μπλέκονται τόσο καλά για να δώσουν αποχρώσεις στον τόνο τής φωνής. Χωρίς αμφιβολία στον Σουάν πού είχαν δημιουργήσει για τον εαυτό τους οι γονείς μου, είχαν παραλείψει από άγνοια να συμπεριλάβουν ένα πλήθος ιδιοτυπίες τής κοσμικής του ζωής, πού ήταν ο λόγος πού άλλα πρόσωπα, όταν βρίσκονταν μαζί του, έβλεπαν την κοσμική κομψότητα να κυριαρχεί στην όψη του· μα κι οι γονείς μου επίσης είχαν κατορθώσει να συσσωρεύσουν πάνω σ᾿ αυτό το πρόσωπο το απογυμνωμένο από την αίγλη του, μέσα στα μάτια του πού υποτιμούσαν, το απροσδιόριστο και γλυκό κατάλοιπο, μισό ανάμνηση και μισό λήθη, απ᾿ τις ράθυμες ώρες πού είχαμε περάσει μαζί, όσον καιρό ζήσαμε σαν καλοί γείτονες στην εξοχή. Κι έχω έτσι την εντύπωση πώς αφήνω ένα πρόσωπο για να πάω σ᾿ ένα άλλο τελείως ξεχωριστό, όταν από την ανάμνηση τού Σουάν πού γνώρισα αργότερα με ακρίβεια, περνώ σ᾿ αυτόν το πρώτο Σουάν των νεανικών μου χρόνων, τον ανέμελο και μυρωμένο με το άρωμα πού ανάδινε η μεγάλη καστανιά και πού άλλωστε μοιάζει λιγότερο με τον άλλον, παρά με τα πρόσωπα πού γνώρισα την ίδια εποχή, λες και η ζωή μας είναι ένα μουσείο, όπου όλα τα πορτραίτα μιας ίδιας εποχής έχουν το ίδιο κοινό ύφος.
Μια μέρα ωστόσο πού η γιαγιά μου είχε πάει να ζητήσει μιαν εξυπηρέτηση από την μαρκησία Βιλλεπαριζίς τής φημισμένης οικογένειας τον Μπουγιόν, την οποία είχε γνωρίσει, η μαρκησία τής είπε: «Νομίζω πώς γνωρίζετε πολύ καλά τον κύριο Σουάν, είναι μεγάλος φίλος των ανεψιών μου ντε Λωμ». Η γιαγιά μου γύρισε κατενθουσιασμένη, απ᾿ το μέγαρο πού έβλεπε προς τούς κήπους, καθώς κι από έναν ράφτη για γιλέκα και την κόρη του, πού χαν το μαγαζί τους στην αυλή, κι όπου είχε μπει για να ζητήσει να βάλουν μια βελονιά στη φούστα της, γιατί την είχε σχίσει στη σκάλα. Η γιαγιά μου είχε βρει τούς ανθρώπους αυτούς τέλειους. Γιατί εκείνη έβρισκε διακεκριμένους τούς ανθρώπους εντελώς ανεξάρτητα από την κοινωνική τους σειρά. Θαύμαζε εκστατικά μια απάντηση πού τής είχε δώσει ο ράφτης, κι έλεγε στη μαμά: «Η Σεβινιέ [6] δεν θα μιλούσε καλύτερα!», ενώ αντίθετα έλεγε για έναν ανεψιό τής κυρίας Βιλλεπαριζίς πού είχε συναντήσει στο σπίτι της: «Α, κόρη μου, τί κοινός πού είναι!»
Ωστόσο τα λόγια τα σχετικά με τον Σουάν είχαν σαν αποτέλεσμα όχι να τον ανεβάσουν στην εκτίμηση τής μεγάλης μου θείας, αλλά να υποβιβάσουν την κυρία Βιλλεπαριζίς. Θα λεγες πώς η εκτίμηση πού με βάση τα λεγόμενα τής γιαγιάς μου, νιώθαμε για την κυρία Βιλλεπαριζίς, τής δημιουργούσε την υποχρέωση να μην κάνει τίποτα πού την καθιστούσε λιγότερο άξια της κι είχε παραβλέψει την υποχρέωσή της αυτή, απ᾿ τη στιγμή πού γνώριζε την ύπαρξη τού Σουάν κι επέτρεπε σε συγγενείς της, να τον συναναστρέφονται. Αυτή η γνώμη τους για τις σχέσεις τού Σουάν οι δικοί μου, θεώρησαν πώς επιβεβαιώθηκε αργότερα, από το γάμο του με μια γυναίκα τής χειρότερης κοινωνίας, μια σχεδόν κοκότα, πού άλλωστε ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να τούς την παρουσιάσει, αφού εξακολουθούσε να έρχεται μόνος στο σπίτι μας, αλλά όλο και πιο αραιά.
[1] Τζόκεϋ Κλαμπ: Η πιο κλειστή κοσμική λέσχη τής εποχής.
[2] Κόμης των Παρισίων: εγγονός τού βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου πού βασίλεψε στη Γαλλία από το 1830 έως το 1848.
[3] Πρίγκιπας τής Ουαλλίας: (1841-1910). Έγινε βασιλιάς τής Αγγλίας από (1901-1910)
[4] Σαιν Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού.
[5]Αλή Μπαμπά: Ο Αλή Μπαμπά είχε βρει το μυστικό για ν᾿ ανοίγει τη σπηλιά, όπου οι σαράντα κλέφτες φύλαγαν το θησαυρό τους. Παραμύθι από τις "Χίλιες και μια νύχτες".
[6] Σεβινιέ: Μαρκησία ντε Σεβινιέ (1626 – 1696). Το λογοτεχνικό της έργο αποτελείται από τις επιστολές πού έστελνε στην κόρη της και σ᾿ άλλους γνωστούς.
[2] Κόμης των Παρισίων: εγγονός τού βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου πού βασίλεψε στη Γαλλία από το 1830 έως το 1848.
[3] Πρίγκιπας τής Ουαλλίας: (1841-1910). Έγινε βασιλιάς τής Αγγλίας από (1901-1910)
[4] Σαιν Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού.
[5]Αλή Μπαμπά: Ο Αλή Μπαμπά είχε βρει το μυστικό για ν᾿ ανοίγει τη σπηλιά, όπου οι σαράντα κλέφτες φύλαγαν το θησαυρό τους. Παραμύθι από τις "Χίλιες και μια νύχτες".
[6] Σεβινιέ: Μαρκησία ντε Σεβινιέ (1626 – 1696). Το λογοτεχνικό της έργο αποτελείται από τις επιστολές πού έστελνε στην κόρη της και σ᾿ άλλους γνωστούς.
Το άγχος από τη στέρηση τού φιλιού τής μαμάς, το άγχος, πού σαν πρωταρχικό του προορισμό έχει τον έρωτα.
Ο μόνος από εμάς για τον οποίο η άφιξη τού Σουάν γινόταν αντικείμενο μιας οδυνηρής έγνοιας, ήμουν εγώ. Γιατί τα βράδια πού ξένοι, ή μόνο ο Σουάν, βρισκόταν στο σπίτι μας, η μαμά δεν ανέβαινε στο δωμάτιό μου. Αυτό το πολύτιμο και φθαρτό φιλί, πού μού ᾿δινε σκύβοντας στο κρεβάτι μου τη στιγμή πού μ᾿ έπαιρνε ο ύπνος, έπρεπε τώρα να το μεταφέρω απ᾿ την τραπεζαρία στο δωμάτιό μου, να το κλέψω απότομα, δημόσια, δίχως καν να χω τον απαραίτητο χρόνο για να δώσω στην πράξη μου αυτή την προσήλωση των μανιακών, πού προσπαθούν να μη σκέφτονται τίποτα άλλο όταν κλείνουν την πόρτα, για να μπορέσουν, όταν θα τούς ξαναπιάσει η αρρωστημένη αβεβαιότητα, να τής αντιτάξουν θριαμβευτικά την ανάμνηση τής στιγμής πού την έκλειναν.
Βρισκόμασταν στον κήπο όταν ακούστηκαν τα δυο δισταχτικά χτυπήματα στο καμπανάκι. Ξέραμε πώς ήταν ο Σουάν όμως όλοι κοιταχτήκαμε μ᾿ ερωτηματική έκφραση και στείλαμε τη γιαγιά μου για αναγνώριση. «Α, να ο κύριος Σουάν». Η μητέρα μου είχε σκεφτεί, πώς ένας λόγος της θα μπορούσε να σβήσει όλη τη λύπη πού ίσως είχε προκαλέσει η οικογένειά μας στον Σουάν, από τότε πού παντρεύτηκε. Βρήκε τον τρόπο να τον πάρει λίγο απόμερα. «Λοιπόν κύριε Σουάν», τού είπε, «μιλήστε μου λίγο για την κόρη σας είμαι βέβαιη πώς αγαπά κιόλας τα όμορφα πράγματα όπως ο μπαμπάς της» «Μα ελάτε λοιπόν να καθίσετε μ᾿ όλους μας κάτω από τη βεράντα» είπε ο παππούς μου πλησιάζοντας. Καθίσαμε όλοι γύρω απ᾿ το σιδερένιο τραπέζι. Θα ήθελα να μη σκεφτόμουν τις ώρες τις γεμάτες άγχος, πού θα περνούσα απόψε στο δωμάτιό μου, χωρίς να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Οι σκέψεις έφθαναν ως το μυαλό μου, αλλά μόνο αφού είχαν χάσει κάθε στοιχείο ομορφιάς ή ακόμα και κάθε στοιχείο πού θα μπορούσε να με συγκινήσει ή να με διασκεδάσει. Σαν τον άρρωστο πού χάρη σ᾿ ένα αναισθητικό παρακολουθεί με απόλυτη διαύγεια την εγχείρηση πού τού κάνουν, αλλά χωρίς να νιώθει τίποτα, μπορούσα να απαγγέλνω μέσα μου στίχους πού αγαπούσα ή να παρακολουθώ τις συζητήσεις τού παππού μου με τον Σουάν, χωρίς οι πρώτοι να με κάνουν να νιώσω την παραμικρή συγκίνηση και οι δεύτερες καμιά ευχαρίστηση.
Δεν σήκωνα τα μάτια από τη μητέρα μου, ήξερα πώς μόλις περνούσαν στο τραπέζι, δε θα μού επέτρεπαν να μείνω, και πώς η μαμά δε θα μ᾿ άφηνε να τη φιλήσω πολύ, μπροστά στον κόσμο σα να βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Γι αυτό έταζα στον εαυτό μου, όταν άρχιζε το δείπνο κι ένιωθα να πλησιάζει η ώρα, να δώσω από πριν σ᾿ αυτό το φιλί, πού θα ᾿ταν τόσο σύντομο και κρυφό, ό,τι περισσότερο μπορούσα μόνος, να διαλέξω με το βλέμμα μου τη θέση πού θα φιλούσα στο μάγουλο, να προετοιμάσω τη σκέψη, για να μπορέσω ν᾿ αφιερώσω όλο το χρόνο πού θα μού άφηνε η μαμά για να νιώσω το μάγουλό της πάνω στα χείλια μου, σαν το ζωγράφο πού δε μπορεί να εξασφαλίσει παρά σύντομες πόζες κι ετοιμάζει την παλέτα του και φτιάχνει από πριν, από μνήμης, από τις σημειώσεις του, ό,τι μπορεί ενδεχόμενα να πραγματοποιήσει χωρίς την παρουσία τού μοντέλου. Αλλά να, πού πριν χτυπήσει το καμπανάκι για το δείπνο, ο παππούς μου είχε τη ασύνειδη σκληρότητα να πει: «ο μικρός φαίνεται κουρασμένος, θα ᾿πρεπε ν᾿ ανέβει για να κοιμηθεί. Άλλωστε δειπνούμε αργά απόψε». Κι ο πατέρας μου, πού δεν τηρούσε, όπως η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πιστά τις συμφωνίες, είπε: «Ναι, άντε πήγαινε να κοιμηθείς». Θέλησα να φιλήσω τη μαμά. «Μα όχι, άφησε τη μητέρα σου, αρκεί πού είπατε έτσι καληνύχτα, οι εκδηλώσεις αυτές είναι γελοίες. Άντε ανέβα!» Και χρειάστηκε να φύγω χωρίς τονωτικό. Αυτή η μισητή σκάλα, πού άρχιζα ν᾿ ανεβαίνω πάντα τόσο θλιμμένα, ανάδινε μια μυρωδιά από βερνίκι, πού είχε με κάποιο τρόπο απορροφήσει αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης πού ᾿νιωθα κάθε βράδυ. Όταν κοιμόμαστε κι ένας πονόδοντος γίνεται ακόμα αισθητός, με τη μορφή μιας νέας κοπέλας πού πασχίζουμε διακόσιες φορές απανωτά να την βγάλουμε από το νερό ή με ένα στίχο τού Μολιέρου πού τον επαναλαμβάνουμε αδιάκοπα, τότε είναι μεγάλη ανακούφιση να ξυπνήσουμε και να μπορέσει η σκέψη μας ν᾿απαλλάξει την ιδέα τού πονόδοντου, από κάθε μεταμφίεση, ηρωική ή ρυθμική. Το αντίθετο απ᾿ αυτή την ανακούφιση ένιωθα όταν η θλίψη μου, επειδή ανέβαινα στο δωμάτιο μου, έμπαινε μέσα μου με τρόπο πολύ πιο γρήγορο, με την εισπνοή τής ιδιαίτερης μυρωδιάς αυτής τής σκάλας. Όμως πριν ενταφιαστώ στο κρεβάτι, θέλησα να δοκιμάσω ένα τέχνασμα καταδικασμένου. Έγραψα στη μητέρα μου, ικετεύοντάς την ν᾿ ανεβεί για κάτι πολύ σοβαρό πού δεν μπορούσα να τής πω στο γράμμα. Φοβόμουν ωστόσο πώς η Φρανσουάζ, η μαγείρισσα τής θείας μου, αρνηθεί να μεταφέρει το σημείωμά μου. Υποπτευόμουν πώς στη Φρανσουάζ, το να δώσει ένα μήνυμα στη μητέρα μου όταν είχε κόσμο, θα τής φαινόταν το ίδιο απραγματοποίητο όσο και στο θυρωρό ενός θεάτρου, το να επιδώσει ένα γράμμα σ᾿ έναν ηθοποιό όσο βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είχε για το τί επιτρέπεται και το τί δεν επιτρέπεται, έναν κώδικα, πλούσιο, λεπτολόγο, κι αδιάλλαχτο. Αυτός ο κώδικας, αν έκρινες απ᾿ το ξαφνικό πείσμα με το οποίο αρνιόταν να εκτελέσει ορισμένες παραγγελίες μας, σού έδινε την εντύπωση πώς είχε προβλέψει περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και κοσμικές λεπτολογίες, πού τίποτα από το περιβάλλον και τη ζωή της, σαν υπηρέτριας από χωριό, δεν θα μπορούσε να τις υπαγορεύσει κι ήσουν υποχρεωμένος να υποθέσεις πώς υπήρχε μέσα της μια γαλλική παράδοση πανάρχαια, αρχοντική και δυσνόητη, όπως σ᾿ αυτές τις βιομηχανικές πόλεις όπου τα παλιά μέγαρα μαρτυρούν πώς υπήρχε άλλοτε μια αυλική ζωή κι όπου οι εργάτες μιας χημικής βιομηχανίας εργάζονται τώρα ανάμεσα σε λεπτοκαμωμένα γλυπτά. Αλλά για να εξασφαλίσω κάποια ελπίδα επιτυχίας, δε δίστασα να πω ψέμματα, πώς η ίδια η μαμά μού είχε πει να μην ξεχάσω να τής στείλω μια απάντηση σχετικά μ᾿ ένα αντικείμενο πού μού είχε γυρέψει. Υποθέτω πώς η Φρανσουάζ δε με πίστεψε, γιατί σαν τούς πρωτόγονους πού οι αισθήσεις τους ήταν πιο δυνατές από τις δικές μας, διέβλεπε αμέσως, από σημάδια αδιόρατα, κάθε αλήθεια πού θέλαμε να τής αποκρύψουμε. Βγήκε απ᾿ το δωμάτιο με ύφος καρτερικό, λες και ήθελε να πει: «Τι δυστυχία για τούς γονείς να χουν ένα τέτοιο παιδί!» Επέστρεψε ύστερα από λίγο για να μού πει πώς βρίσκονταν ακόμα στο παγωτό, αλλά πώς όταν έφτανε η στιγμή, θα βρισκόταν τρόπος να δοθεί στη μαμά. Η ανησυχία μου κόπασε αμέσως, το σημείωμά μου έμελλε να με κάνει τουλάχιστον να μπω αόρατος κι ευτυχισμένος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν, θα τής μιλούσε για μένα, θ᾿ άφηνε να φτάσει ως την ταραγμένη μου καρδιά η προσοχή τής μαμάς, όσο θα διάβαζε τις γραμμές του. Και δεν ήταν μόνο αυτό: η μαμά σίγουρα θα ᾿ρχόταν.
Το άγχος πού μόλις είχα νιώσει, σκεφτόμουν πώς ο Σουάν θα το κορόιδευε, αν είχε διαβάσει το γράμμα μου και είχε μαντέψει το σκοπό του όμως αντίθετα, καθώς πληροφορήθηκα αργότερα, ένα παρόμοιο άγχος τον βασάνιζε πολλά χρόνια τής ζωής του. Στον Σουάν αυτό το άγχος γεννιέται, όταν νιώθεις πώς το πλάσμα πού αγαπάς βρίσκεται σ᾿ έναν τόπο απολαύσεων, όπου δεν μπορείς να το ανταμώσεις, τού το πρωτογνώρισε ο έρωτας, ο έρωτας, για τον οποίο αυτό το άγχος προορίζεται όταν όμως, όπως στην περίπτωση μου, το άγχος αυτό έχει εισχωρήσει μέσα μας πριν ακόμα εμφανιστεί ο έρωτας στη ζωή μας, μετεωρίζεται περιμένοντάς τον, υπηρετώντας το ένα ή το άλλο συναίσθημα, άλλοτε τη στοργή για τούς γονείς ή τη φιλία για ένα σύντροφο.
Η μητέρα μου δεν ήρθε (δίχως να σκεφτεί το φιλότιμό μου πού θιγόταν αν έβγαινε ψεύτικο το παραμύθι για το ψάξιμο, για το οποίο τάχα με είχε παρακαλέσει), και μού μήνυσε με τη Φρανσουάζ αυτά τα λόγια: «Δεν υπάρχει απάντηση» πού τ᾿ άκουσα τόσο συχνά κατόπιν από θυρωρούς «Παλλάς» ή από κλητήρες τζογείων να λέγεται σε κάποια καημενούλα πού ξαφνιάζεται: «Μα πώς; Δεν είπε τίποτα; Μα δεν είναι δυνατόν! Καλά, θα περιμένω κι άλλο». Κι ακριβώς όπως η κοπέλα διαβεβαιώνει πώς δε χρειάζεται το φως πού ο θυρωρός θέλει ν᾿ ανάψει για χατίρι της και παραμένει εκεί, έτσι κι εγώ, αφού αρνήθηκα την προσφορά τής Φρανσουάζ να μού φτιάξει ένα ζεστό, πλάγιασα κι έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά η ανησυχία μου χάθηκε, μια ευτυχία με πλημμύρισε, όπως ένα φάρμακο αρχίζει να ενεργεί και μάς αφαιρεί τον πόνο: είχα πάρει την απόφαση να μην προσπαθήσω πια να αποκοιμηθώ, δίχως πρώτα να δω τη μαμά, να τη φιλήσω οπωσδήποτε, μ᾿ όλο πού ήμουν βέβαιος πώς ύστερα απ᾿ αυτό θα μέναμε για καιρό μαλωμένοι. Ήξερα πώς θα τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια κατάσταση, πού μπορούσε να χει για μένα τις πιο σοβαρές συνέπειες, πολύ πιο σοβαρές απ᾿ ό,τι αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί ένας ξένος, πού θα λογάριαζε πώς μόνο πράξεις πραγματικά αισχρές, θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν. Όμως, στην ανατροφή μου, η καθορισμένη σειρά για τις κακές πράξεις δεν ήταν η ίδια όπως στην ανατροφή άλλων παιδιών, πριν απ᾿ όλες τις άλλες μού είχαν μάθει να τοποθετώ εκείνες, πού τώρα καταλαβαίνω πώς κοινό τους χαραχτηριστικό ήταν το γεγονός ότι κατρακυλά κανείς σ᾿ αυτές, όταν ενδίδει σε μια νευρική παρόρμηση. Τότε όμως δεν πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, δεν ανέφερε κανείς αυτή τη προέλευση, πού θα μπορούσε να με κάνει να πιστέψω πώς είχα κάποια δικαιολογία όταν θα υπέκυπτα σε μια τέτοια παρόρμηση κι ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τής αντισταθώ. Τις αναγνώριζα όμως τόσο από το άγχος πού προηγούνταν, όσο και από την αυστηρότητα τής τιμωρίας πού ακολουθούσε κι ήξερα πώς αυτή πού είχα μόλις διαπράξει, ανήκε στην ίδια οικογένεια.
Άκουσα τα βήματα των γονιών μου πού συνόδευαν τον Σουάν κι όταν το καμπανάκι τής πόρτας με ειδοποίησε πώς είχε πια φύγει, πλησίασα το παράθυρο. «Δυσκολεύομαι να πω πόσο βρίσκω τον Σουάν αλλαγμένο», είπε η μεγάλη μου θεία, «δείχνει σα γέρος!». Άλλωστε και οι γονείς μου άρχιζαν να βρίσκουν πώς είχε εκείνα τα υπερβολικά ντροπιασμένα γεράματα πού ταιριάζουν σ᾿ όσους η μεγάλη μέρα η χωρίς επαύριο, φαίνεται να διαρκεί περισσότερο απ᾿ ό,τι σ᾿ άλλους, γιατί στην περίπτωση τους είναι άδεια. «Νομίζω πώς έχει πολλές σκοτούρες με τη βρώμα τη γυναίκα του, πού συζεί, όπως γνωρίζει όλο το Κομπραί, με κάποιο κύριο ντε Σαρλύς. Είναι ο περίγελως τής πόλης». Η μητέρα μου παρατήρησε πώς είχε ωστόσο τον τελευταίο καιρό μιαν έκφραση λιγότερο θλιμμένη. «Εγώ νομίζω πώς στο βάθος δεν την αγαπάει πια αυτή τη γυναίκα». «Μα φυσικά δεν την αγαπάει», απάντησε ο παππούς μου.
Σε λίγο άκουσα τη μαμά πού ανέβαινε να κλείσει το παράθυρό της. Βγήκα, χωρίς να κάνω θόρυβο, στο διάδρομο η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, όμως τώρα δε χτυπούσε από ανησυχία, αλλά από τρόμο και χαρά. Είδα στο χώρο τής σκάλας το φως πού έριχνε το κερί τής μαμάς. Ύστερα είδα και την ίδια, όρμισα. Την πρώτη στιγμή με κοίταξε σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ύστερα το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση οργής, δε μού ᾿λεγε λέξη, κι άλλωστε για πράγματα λιγότερο σοβαρά δε μού μιλούσαν για πολλές μέρες. Αν η μαμά μού είχε πει μια λέξη, θα ήταν σαν μια ένδειξη, πώς μπροστά στην σοβαρότητα τής τιμωρίας η οποία ετοιμαζόταν, η σιωπή το κάκιωμα, θα ήταν τιμωρίες τιποτένιες. Μια λέξη, θα ᾿ταν η ηρεμία με την οποία απαντούν σ᾿ έναν υπηρέτη πού έχουν αποφασίσει να τον διώξουν. Όμως άκουσε τον πατέρα μου πού ανέβαινε και για να αποφύγει τη σκηνή πού θα ξεσπούσε απάνω μου, μού είπε με φωνή πού την έκοβε η οργή: «Φύγε, φύγε, τουλάχιστον να μη σε δει ο πατέρας σου να περιμένεις έτσι σαν τρελός!». Εγώ όμως τής επανέλαβα: «Έλα να μού πεις καληνύχτα», έντρομος καθώς έβλεπα κιόλας το φως από το κερί τού πατέρα μου να ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσα την άφιξή του σαν μέσον εκβιασμού και έλπιζα πώς η μαμά, για να προλάβει να μη με βρει ο πατέρας μου, θα μού έλεγε: «Γύρνα στο δωμάτιό σου, θα ᾿ρθω». Ήταν αργά πια, ο πατέρας μου βρισκόταν μπροστά μας. Άθελα μουρμούρισα αυτή τη λέξη, πού κανένας δεν άκουσε: «Χάθηκα».
Όμως όχι. Ο πατέρας, μού αρνιόταν συνεχώς τις ελευθερίες πού μού είχαν παραχωρηθεί, σε συμφωνίες πιο πλατιές από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, γιατί δεν έδινε σημασία στις «αρχές». Για κάποιο τυχαίο λόγο, ή και χωρίς κανένα λόγο, καταργούσε την τελευταία στιγμή κάποιο περίπατό μου τόσο συνηθισμένο, ή ακόμα όπως το ᾿κανε κι απόψε, μού ᾿λεγε πολύ πριν από την καθορισμένη ώρα: «Άντε ανέβα να πλαγιάσεις». Αλλά ακριβώς επειδή δεν παραδεχόταν αρχές (με την έννοια πού τούς έδινε η γιαγιά μου) δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο αδιάλλακτος. Μ᾿ αντίκρισε μια στιγμή με ύφος έκπληκτο και θυμωμένο, κι ύστερα, μόλις η μαμά τού εξήγησε με λίγα μπερδεμένα λόγια τί είχε συμβεί, τής είπε: «Πήγαινε λοιπόν στο δωμάτιό του, αφού μάλιστα έλεγες πώς δεν έχεις διάθεση για ύπνο, μείνε για λίγο στο δωμάτιό του, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα». «Μα φίλε μου», απάντησε δειλά η μητέρα μου, «το αν θέλω ή όχι να κοιμηθώ δεν αλλάζει τα πράγματα, δεν πρέπει να συνηθίσει αυτό το παιδί...» «Μα δεν πρόκειται να συνηθίσει», είπε ο πατέρας μου, «βλέπεις καθαρά πώς ο μικρός έχει στεναχώρια, έχει ύφος απελπισμένο αυτό το παιδί δεν είμαστε δα και δήμιοι! Άντε καληνύχτα, εγώ πού δεν είμαι νευρικός όπως εσείς, πάω να πλαγιάσω».
Δεν μπορούσες να πεις ευχαριστώ στον πατέρα μου θα τον ενοχλούσες με ψευτοευαισθησίες, όπως τις έλεγε. Ακόμα και όταν εκδηλωνόταν μ᾿ αυτή τη μεγαλοψυχία, η συμπεριφορά τού πατέρα μου απέναντι μου κρατούσε κάτι το αυθαίρετο, πού οφειλόταν στο ότι γενικά η συμπεριφορά του βασιζόταν μάλλον σε τυχαίες διευθετήσεις, παρά σ᾿ ένα πρόγραμμα. Ίσως μάλιστα σ᾿ αυτό πού ονόμαζα αυστηρότητά του όταν με έστελνε να πλαγιάσω, να ταίριαζε λιγότερο το όνομα, απ᾿ ότι στην αυστηρότητα τής μητέρας μου ή τής γιαγιάς μου, γιατί η φύση του, σε σύγκριση με τη δική τους, δεν είχε δυνατότητα να μαντέψει ως τώρα πόσο δυστυχισμένος ήμουν κάθε βράδυ, πράγμα πού η μητέρα μου και η γιαγιά μου γνώριζαν καλά· μ᾿ αγαπούσαν όμως πολύ, και για να μη δεχτούν να μ᾿ απαλλάξουν απ᾿ τις θλίψεις ήθελαν να μού μάθουν να τις κυριαρχώ, για να μειώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.
Ο τοίχος τής σκάλας, πού πάνω του είδα να ανεβαίνει το φως από το κερί του, δεν υπάρχει πια από καιρό. Και μέσα μου πολλά πράγματα πού νόμιζα πώς θα διαρκούσαν για πάντα, σαρώθηκαν και καινούργια στήθηκαν γεννώντας καινούργιες πίκρες και χαρές, πού δεν μπορούσα να προβλέψω τότε, όπως ακριβώς δύσκολα μπορώ να καταλάβω τώρα τα παλιά. Κι ακόμα πάει καιρός από τότε πού ο πατέρας μου έπαψε να μπορεί να πει στη μαμά: «Πήγαινε με το μικρό». Η δυνατότητα να ξανάρθουν τέτοιες ώρες δε θα ξαναγεννηθεί για μένα ποτέ πια. Όμως τώρα τελευταία ξαναρχίζω να ξεχωρίζω πολύ καλά, τούς λυγμούς πού είχα τη δύναμη να συγκρατήσω μπροστά στον πατέρα μου και που ξέσπασαν μόνο όταν βρέθηκα μόνος με τη μαμά. Στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ και μόνο επειδή η ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου, τούς ακούω πάλι, σαν τις καμπάνες των μοναστηριών πού τις σκεπάζουν τόσο οι θόρυβοι τής πόλης στη διάρκεια τής μέρας, ώστε νομίζεις πώς σώπασαν, αλλά πού ξαναρχίζουν να χτυπούν στην ησυχία τής νύχτας.
Η μαμά έμεινε εκείνο το βράδυ στο δωμάτιό μου. Θα ᾿πρεπε να ᾿μαι ευτυχισμένος κι όμως δεν ήμουν. Είχα την εντύπωση πώς η μητέρα μου, είχε μόλις κάνει μια πρώτη παραχώρηση, πού θα τής ήταν οδυνηρή, πώς ήταν μια πρώτη παραίτησή της, απέναντι στο ιδανικό πού είχε πλάσει για μένα, και πώς για πρώτη φορά, αυτή, η τόσο θαρραλέα, αναγνώριζε πώς είχε νικηθεί. Είχα την εντύπωση πώς αν κέρδισα τώρα μια νίκη, αυτό είχε γίνει εναντίον της, πώς είχα πετύχει, όπως θα μπορούσαν να πετύχουν οι στεναχώριες, η αρρώστια ή τα γηρατειά, να χαλαρώσω τη θέλησή της, να λυγίσω τη λογική της και πώς η βραδιά αυτή άνοιγε μια νέα εποχή. Αν είχα τολμήσει θα τής έλεγα: «Όχι, δε θέλω να πλαγιάσεις εδώ». Όμως γνώριζα την πραχτική της σοφία, πού μετρίαζε μέσα της την έντονα ιδεαλιστική φύση τής γιαγιάς, κι ήξερα πώς τώρα πού το κακό είχε γίνει, προτιμούσε να μ᾿ αφήσει τουλάχιστον να γευστώ την ευχαρίστηση πού με γαλήνευε και να μην ενοχλήσει τον πατέρα μου. Βέβαια το όμορφο πρόσωπο τής μητέρας μου, έλαμπε ακόμα από νειάτα, το βράδυ εκείνο πού μού κρατούσε τόσο απαλά τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυά μου. Όμως είχα την εντύπωση πώς μ᾿ ένα ανόσιο και κρυφό χέρι, είχα μόλις χαράξει στην ψυχή της μια πρώτη ρυτίδα. Η σκέψη αυτή αύξησε τούς λυγμούς μου, και τότε είδα τη μαμά, πού δεν άφηνε ποτέ να παρασυρθεί στην παραμικρή συγκίνηση απέναντί μου, να την κυριεύει ξαφνικά η δική μου συγκίνηση. «Κοίτα αφού δε νυστάζεις ούτε συ, ούτε η μαμά σου, ας μη μένομε εδώ να εκνευριζόμαστε, ας κάνομε κάτι, ας πάρουμε ένα από τα βιβλία σου. Μήπως θα λυπηθείς αργότερα, αν σού έδινα από τώρα τα βιβλία πού θα σού δώσει η γιαγιά στη γιορτή σου; Σκέψου τα καλά δεν θα λυπηθείς, όταν δεν θα πάρεις τίποτα μεθαύριο;» Αντίθετα, ήμουν ενθουσιασμένος και η μαμά έφερε ένα πακέτο βιβλία. Ήταν τέσσερα μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη.
Η γιαγιά μου, καθώς έμαθα αργότερα, είχε αρχικά διαλέξει τα ποιήματα τού Μυσσέ, ένα τόμο τού Ρουσσώ και την Ιντιάνα τής Γεωργίας Σάνδη· γιατί ενώ θεωρούσε τα φτηνά αναγνώσματα το ίδιο βλαβερά όσο τις καραμέλες και τα γλυκά, δεν πίστευε πώς οι μεγάλες πνοές τής μεγαλοφυΐας θα είχαν στο πνεύμα ενός παιδιού μια επίδραση πιο επικίνδυνη, απ᾿ ότι πάνω στο κορμί του, το ύπαιθρο και ο καθαρός αέρας. Όμως επειδή ο πατέρας μου τη θεώρησε σχεδόν τρελή σαν έμαθε τα βιβλία πού ήθελε να μού χαρίσει, τα επέστρεψε στο βιβλιοπωλείο και περιορίστηκε στα τέσσερα αγροτικά μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», έλεγε στη μαμά, «δεν μπορώ να δεχτώ να δώσω σ᾿ αυτό το παιδί κάτι κακογραμμένο».
Πραγματικά δεν δεχόταν ποτέ να αγοράσει κάτι πού δεν θα μπορούσε να προσφέρει μια πνευματική ωφέλεια, και κυρίως αυτήν πού μάς παρέχουν τα ωραία πράγματα, καθώς μάς μαθαίνουν ν᾿ αναζητούμε τις απολαύσεις, έξω απ᾿ τις ικανοποιήσεις τού πλούτου και τής ματαιότητας. Ακόμα και όταν έπρεπε να προσφέρει σε κάποιον ένα δώρο καθώς λένε χρήσιμο, μια πολυθρόνα, ένα σερβίτσιο, γύρευε να βρει αντίκες, λες και αφού από την αχρηστία είχαν χάσει το χαρακτήρα τής ωφελιμότητας, ήταν στη διάθεσή μας πιότερο για να μάς διηγηθούν τη ζωή ανθρώπων άλλης εποχής, παρά για να εξυπηρετήσουν ανάγκες τής δικής μας.
Η μαμά κάθισε πλάι στο κρεβάτι μου είχε πάρει το βιβλίο "Φρανσουά λε Σαμπί" πού το κοκκινωπό εξώφυλλο κι ο ακατανόητος τίτλος, τού έδιναν στα μάτια μου μια γοητεία γεμάτη μυστήριο. Ενώ η μητέρα μου διάβαζε χωρίς να ακολουθεί πάντα πιστά το κείμενο καθώς πηδούσε όλες τις ερωτικές σκηνές, μπορούσε ωστόσο όπου έβρισκε τον τόνο για να εκφράσει ένα αληθινό συναίσθημα, να διαβάζει με τρόπο πού η ομορφιά κι η απαλότητα τού ήχου, έκαναν την ανάγνωσή της θαυμαστή. Ακόμα και στη ζωή, ήταν συγκινητικό να βλέπεις με πόσο σεβασμό αφαιρούσε απ᾿ τη φωνή της, από τα λόγια της, ένα ξέσπασμα χαράς, αν αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη σε μια μάνα πού είχε άλλοτε χάσει ένα παιδί, μια υπόμνηση επετείου, αν θα μπορούσε να φέρει σ᾿ ένα ηλικιωμένο σκέψεις για τα γεράματα, μια κουβέντα για το νοικοκυριό, αν κινδύνευε να φανεί πληχτική σ᾿ ένα νέο επιστήμονα. Έτσι και όταν διάβαζε τα πεζά τής Γεωργίας Σάνδη, τα πλημμυρισμένα απ᾿ αυτή την καλοσύνη, αυτή την ηθική υπεροχή, αρετές πού η μητέρα μου είχε μάθει από τη γιαγιά μου να θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο στη ζωή και πού έμελλε να τής μάθω εγώ πολύ αργότερα, να μη τις θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο, και στα βιβλία, προσέχοντας ν᾿ αποβάλλει απ᾿ τη φωνή της κάθε μικρότητα, κάθε προσποίηση, προσέδινε όλη τη φυσική καλοσύνη, όλη την απαλότητα πού αναζητούσαν αυτές οι φράσεις. Τα μέσα τής αφήγησης πού έχουν σκοπό να διεγείρουν την περιέργεια ή τη συγκίνηση, κάποιοι εκφραστικοί τρόποι πού ξυπνούν την ανησυχία και τη μελαγχολία, και πού ένας αναγνώστης λίγο μορφωμένος αναγνωρίζει πώς είναι κοινοί σε πολλά μυθιστορήματα, μού φαίνονταν σα μια συγκινητική έκφραση τής ιδιαίτερης ουσίας τού Φρανσουά λε Σαμπί. Σε μένα πού θεωρούσα ένα καινούργιο βιβλίο, όχι σαν κάτι πού έχει πολλά παρόμοιά του, αλλά σαν ένα και μοναδικό, πού λόγος ύπαρξής του είναι αυτό το ίδιο.
Οι τύψεις μου είχαν ησυχάσει αφέθηκα στην απαλότητα αυτής τής νύχτας πού είχα τη μητέρα κοντά μου. Ήξερα πώς τέτοια νύχτα δε θα μπορούσε να επαναληφθεί. Αύριο τα άγχος μου θα ξανάρχιζε. Όταν όμως το άγχος μου ηρεμούσε δεν το καταλάβαινα πια κι ύστερα το αυριανό βράδυ ήταν ακόμα μακριά.
Βρισκόμασταν στον κήπο όταν ακούστηκαν τα δυο δισταχτικά χτυπήματα στο καμπανάκι. Ξέραμε πώς ήταν ο Σουάν όμως όλοι κοιταχτήκαμε μ᾿ ερωτηματική έκφραση και στείλαμε τη γιαγιά μου για αναγνώριση. «Α, να ο κύριος Σουάν». Η μητέρα μου είχε σκεφτεί, πώς ένας λόγος της θα μπορούσε να σβήσει όλη τη λύπη πού ίσως είχε προκαλέσει η οικογένειά μας στον Σουάν, από τότε πού παντρεύτηκε. Βρήκε τον τρόπο να τον πάρει λίγο απόμερα. «Λοιπόν κύριε Σουάν», τού είπε, «μιλήστε μου λίγο για την κόρη σας είμαι βέβαιη πώς αγαπά κιόλας τα όμορφα πράγματα όπως ο μπαμπάς της» «Μα ελάτε λοιπόν να καθίσετε μ᾿ όλους μας κάτω από τη βεράντα» είπε ο παππούς μου πλησιάζοντας. Καθίσαμε όλοι γύρω απ᾿ το σιδερένιο τραπέζι. Θα ήθελα να μη σκεφτόμουν τις ώρες τις γεμάτες άγχος, πού θα περνούσα απόψε στο δωμάτιό μου, χωρίς να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Οι σκέψεις έφθαναν ως το μυαλό μου, αλλά μόνο αφού είχαν χάσει κάθε στοιχείο ομορφιάς ή ακόμα και κάθε στοιχείο πού θα μπορούσε να με συγκινήσει ή να με διασκεδάσει. Σαν τον άρρωστο πού χάρη σ᾿ ένα αναισθητικό παρακολουθεί με απόλυτη διαύγεια την εγχείρηση πού τού κάνουν, αλλά χωρίς να νιώθει τίποτα, μπορούσα να απαγγέλνω μέσα μου στίχους πού αγαπούσα ή να παρακολουθώ τις συζητήσεις τού παππού μου με τον Σουάν, χωρίς οι πρώτοι να με κάνουν να νιώσω την παραμικρή συγκίνηση και οι δεύτερες καμιά ευχαρίστηση.
Δεν σήκωνα τα μάτια από τη μητέρα μου, ήξερα πώς μόλις περνούσαν στο τραπέζι, δε θα μού επέτρεπαν να μείνω, και πώς η μαμά δε θα μ᾿ άφηνε να τη φιλήσω πολύ, μπροστά στον κόσμο σα να βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Γι αυτό έταζα στον εαυτό μου, όταν άρχιζε το δείπνο κι ένιωθα να πλησιάζει η ώρα, να δώσω από πριν σ᾿ αυτό το φιλί, πού θα ᾿ταν τόσο σύντομο και κρυφό, ό,τι περισσότερο μπορούσα μόνος, να διαλέξω με το βλέμμα μου τη θέση πού θα φιλούσα στο μάγουλο, να προετοιμάσω τη σκέψη, για να μπορέσω ν᾿ αφιερώσω όλο το χρόνο πού θα μού άφηνε η μαμά για να νιώσω το μάγουλό της πάνω στα χείλια μου, σαν το ζωγράφο πού δε μπορεί να εξασφαλίσει παρά σύντομες πόζες κι ετοιμάζει την παλέτα του και φτιάχνει από πριν, από μνήμης, από τις σημειώσεις του, ό,τι μπορεί ενδεχόμενα να πραγματοποιήσει χωρίς την παρουσία τού μοντέλου. Αλλά να, πού πριν χτυπήσει το καμπανάκι για το δείπνο, ο παππούς μου είχε τη ασύνειδη σκληρότητα να πει: «ο μικρός φαίνεται κουρασμένος, θα ᾿πρεπε ν᾿ ανέβει για να κοιμηθεί. Άλλωστε δειπνούμε αργά απόψε». Κι ο πατέρας μου, πού δεν τηρούσε, όπως η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πιστά τις συμφωνίες, είπε: «Ναι, άντε πήγαινε να κοιμηθείς». Θέλησα να φιλήσω τη μαμά. «Μα όχι, άφησε τη μητέρα σου, αρκεί πού είπατε έτσι καληνύχτα, οι εκδηλώσεις αυτές είναι γελοίες. Άντε ανέβα!» Και χρειάστηκε να φύγω χωρίς τονωτικό. Αυτή η μισητή σκάλα, πού άρχιζα ν᾿ ανεβαίνω πάντα τόσο θλιμμένα, ανάδινε μια μυρωδιά από βερνίκι, πού είχε με κάποιο τρόπο απορροφήσει αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης πού ᾿νιωθα κάθε βράδυ. Όταν κοιμόμαστε κι ένας πονόδοντος γίνεται ακόμα αισθητός, με τη μορφή μιας νέας κοπέλας πού πασχίζουμε διακόσιες φορές απανωτά να την βγάλουμε από το νερό ή με ένα στίχο τού Μολιέρου πού τον επαναλαμβάνουμε αδιάκοπα, τότε είναι μεγάλη ανακούφιση να ξυπνήσουμε και να μπορέσει η σκέψη μας ν᾿απαλλάξει την ιδέα τού πονόδοντου, από κάθε μεταμφίεση, ηρωική ή ρυθμική. Το αντίθετο απ᾿ αυτή την ανακούφιση ένιωθα όταν η θλίψη μου, επειδή ανέβαινα στο δωμάτιο μου, έμπαινε μέσα μου με τρόπο πολύ πιο γρήγορο, με την εισπνοή τής ιδιαίτερης μυρωδιάς αυτής τής σκάλας. Όμως πριν ενταφιαστώ στο κρεβάτι, θέλησα να δοκιμάσω ένα τέχνασμα καταδικασμένου. Έγραψα στη μητέρα μου, ικετεύοντάς την ν᾿ ανεβεί για κάτι πολύ σοβαρό πού δεν μπορούσα να τής πω στο γράμμα. Φοβόμουν ωστόσο πώς η Φρανσουάζ, η μαγείρισσα τής θείας μου, αρνηθεί να μεταφέρει το σημείωμά μου. Υποπτευόμουν πώς στη Φρανσουάζ, το να δώσει ένα μήνυμα στη μητέρα μου όταν είχε κόσμο, θα τής φαινόταν το ίδιο απραγματοποίητο όσο και στο θυρωρό ενός θεάτρου, το να επιδώσει ένα γράμμα σ᾿ έναν ηθοποιό όσο βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είχε για το τί επιτρέπεται και το τί δεν επιτρέπεται, έναν κώδικα, πλούσιο, λεπτολόγο, κι αδιάλλαχτο. Αυτός ο κώδικας, αν έκρινες απ᾿ το ξαφνικό πείσμα με το οποίο αρνιόταν να εκτελέσει ορισμένες παραγγελίες μας, σού έδινε την εντύπωση πώς είχε προβλέψει περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και κοσμικές λεπτολογίες, πού τίποτα από το περιβάλλον και τη ζωή της, σαν υπηρέτριας από χωριό, δεν θα μπορούσε να τις υπαγορεύσει κι ήσουν υποχρεωμένος να υποθέσεις πώς υπήρχε μέσα της μια γαλλική παράδοση πανάρχαια, αρχοντική και δυσνόητη, όπως σ᾿ αυτές τις βιομηχανικές πόλεις όπου τα παλιά μέγαρα μαρτυρούν πώς υπήρχε άλλοτε μια αυλική ζωή κι όπου οι εργάτες μιας χημικής βιομηχανίας εργάζονται τώρα ανάμεσα σε λεπτοκαμωμένα γλυπτά. Αλλά για να εξασφαλίσω κάποια ελπίδα επιτυχίας, δε δίστασα να πω ψέμματα, πώς η ίδια η μαμά μού είχε πει να μην ξεχάσω να τής στείλω μια απάντηση σχετικά μ᾿ ένα αντικείμενο πού μού είχε γυρέψει. Υποθέτω πώς η Φρανσουάζ δε με πίστεψε, γιατί σαν τούς πρωτόγονους πού οι αισθήσεις τους ήταν πιο δυνατές από τις δικές μας, διέβλεπε αμέσως, από σημάδια αδιόρατα, κάθε αλήθεια πού θέλαμε να τής αποκρύψουμε. Βγήκε απ᾿ το δωμάτιο με ύφος καρτερικό, λες και ήθελε να πει: «Τι δυστυχία για τούς γονείς να χουν ένα τέτοιο παιδί!» Επέστρεψε ύστερα από λίγο για να μού πει πώς βρίσκονταν ακόμα στο παγωτό, αλλά πώς όταν έφτανε η στιγμή, θα βρισκόταν τρόπος να δοθεί στη μαμά. Η ανησυχία μου κόπασε αμέσως, το σημείωμά μου έμελλε να με κάνει τουλάχιστον να μπω αόρατος κι ευτυχισμένος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν, θα τής μιλούσε για μένα, θ᾿ άφηνε να φτάσει ως την ταραγμένη μου καρδιά η προσοχή τής μαμάς, όσο θα διάβαζε τις γραμμές του. Και δεν ήταν μόνο αυτό: η μαμά σίγουρα θα ᾿ρχόταν.
Το άγχος πού μόλις είχα νιώσει, σκεφτόμουν πώς ο Σουάν θα το κορόιδευε, αν είχε διαβάσει το γράμμα μου και είχε μαντέψει το σκοπό του όμως αντίθετα, καθώς πληροφορήθηκα αργότερα, ένα παρόμοιο άγχος τον βασάνιζε πολλά χρόνια τής ζωής του. Στον Σουάν αυτό το άγχος γεννιέται, όταν νιώθεις πώς το πλάσμα πού αγαπάς βρίσκεται σ᾿ έναν τόπο απολαύσεων, όπου δεν μπορείς να το ανταμώσεις, τού το πρωτογνώρισε ο έρωτας, ο έρωτας, για τον οποίο αυτό το άγχος προορίζεται όταν όμως, όπως στην περίπτωση μου, το άγχος αυτό έχει εισχωρήσει μέσα μας πριν ακόμα εμφανιστεί ο έρωτας στη ζωή μας, μετεωρίζεται περιμένοντάς τον, υπηρετώντας το ένα ή το άλλο συναίσθημα, άλλοτε τη στοργή για τούς γονείς ή τη φιλία για ένα σύντροφο.
Η μητέρα μου δεν ήρθε (δίχως να σκεφτεί το φιλότιμό μου πού θιγόταν αν έβγαινε ψεύτικο το παραμύθι για το ψάξιμο, για το οποίο τάχα με είχε παρακαλέσει), και μού μήνυσε με τη Φρανσουάζ αυτά τα λόγια: «Δεν υπάρχει απάντηση» πού τ᾿ άκουσα τόσο συχνά κατόπιν από θυρωρούς «Παλλάς» ή από κλητήρες τζογείων να λέγεται σε κάποια καημενούλα πού ξαφνιάζεται: «Μα πώς; Δεν είπε τίποτα; Μα δεν είναι δυνατόν! Καλά, θα περιμένω κι άλλο». Κι ακριβώς όπως η κοπέλα διαβεβαιώνει πώς δε χρειάζεται το φως πού ο θυρωρός θέλει ν᾿ ανάψει για χατίρι της και παραμένει εκεί, έτσι κι εγώ, αφού αρνήθηκα την προσφορά τής Φρανσουάζ να μού φτιάξει ένα ζεστό, πλάγιασα κι έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά η ανησυχία μου χάθηκε, μια ευτυχία με πλημμύρισε, όπως ένα φάρμακο αρχίζει να ενεργεί και μάς αφαιρεί τον πόνο: είχα πάρει την απόφαση να μην προσπαθήσω πια να αποκοιμηθώ, δίχως πρώτα να δω τη μαμά, να τη φιλήσω οπωσδήποτε, μ᾿ όλο πού ήμουν βέβαιος πώς ύστερα απ᾿ αυτό θα μέναμε για καιρό μαλωμένοι. Ήξερα πώς θα τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια κατάσταση, πού μπορούσε να χει για μένα τις πιο σοβαρές συνέπειες, πολύ πιο σοβαρές απ᾿ ό,τι αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί ένας ξένος, πού θα λογάριαζε πώς μόνο πράξεις πραγματικά αισχρές, θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν. Όμως, στην ανατροφή μου, η καθορισμένη σειρά για τις κακές πράξεις δεν ήταν η ίδια όπως στην ανατροφή άλλων παιδιών, πριν απ᾿ όλες τις άλλες μού είχαν μάθει να τοποθετώ εκείνες, πού τώρα καταλαβαίνω πώς κοινό τους χαραχτηριστικό ήταν το γεγονός ότι κατρακυλά κανείς σ᾿ αυτές, όταν ενδίδει σε μια νευρική παρόρμηση. Τότε όμως δεν πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, δεν ανέφερε κανείς αυτή τη προέλευση, πού θα μπορούσε να με κάνει να πιστέψω πώς είχα κάποια δικαιολογία όταν θα υπέκυπτα σε μια τέτοια παρόρμηση κι ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τής αντισταθώ. Τις αναγνώριζα όμως τόσο από το άγχος πού προηγούνταν, όσο και από την αυστηρότητα τής τιμωρίας πού ακολουθούσε κι ήξερα πώς αυτή πού είχα μόλις διαπράξει, ανήκε στην ίδια οικογένεια.
Άκουσα τα βήματα των γονιών μου πού συνόδευαν τον Σουάν κι όταν το καμπανάκι τής πόρτας με ειδοποίησε πώς είχε πια φύγει, πλησίασα το παράθυρο. «Δυσκολεύομαι να πω πόσο βρίσκω τον Σουάν αλλαγμένο», είπε η μεγάλη μου θεία, «δείχνει σα γέρος!». Άλλωστε και οι γονείς μου άρχιζαν να βρίσκουν πώς είχε εκείνα τα υπερβολικά ντροπιασμένα γεράματα πού ταιριάζουν σ᾿ όσους η μεγάλη μέρα η χωρίς επαύριο, φαίνεται να διαρκεί περισσότερο απ᾿ ό,τι σ᾿ άλλους, γιατί στην περίπτωση τους είναι άδεια. «Νομίζω πώς έχει πολλές σκοτούρες με τη βρώμα τη γυναίκα του, πού συζεί, όπως γνωρίζει όλο το Κομπραί, με κάποιο κύριο ντε Σαρλύς. Είναι ο περίγελως τής πόλης». Η μητέρα μου παρατήρησε πώς είχε ωστόσο τον τελευταίο καιρό μιαν έκφραση λιγότερο θλιμμένη. «Εγώ νομίζω πώς στο βάθος δεν την αγαπάει πια αυτή τη γυναίκα». «Μα φυσικά δεν την αγαπάει», απάντησε ο παππούς μου.
Σε λίγο άκουσα τη μαμά πού ανέβαινε να κλείσει το παράθυρό της. Βγήκα, χωρίς να κάνω θόρυβο, στο διάδρομο η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, όμως τώρα δε χτυπούσε από ανησυχία, αλλά από τρόμο και χαρά. Είδα στο χώρο τής σκάλας το φως πού έριχνε το κερί τής μαμάς. Ύστερα είδα και την ίδια, όρμισα. Την πρώτη στιγμή με κοίταξε σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ύστερα το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση οργής, δε μού ᾿λεγε λέξη, κι άλλωστε για πράγματα λιγότερο σοβαρά δε μού μιλούσαν για πολλές μέρες. Αν η μαμά μού είχε πει μια λέξη, θα ήταν σαν μια ένδειξη, πώς μπροστά στην σοβαρότητα τής τιμωρίας η οποία ετοιμαζόταν, η σιωπή το κάκιωμα, θα ήταν τιμωρίες τιποτένιες. Μια λέξη, θα ᾿ταν η ηρεμία με την οποία απαντούν σ᾿ έναν υπηρέτη πού έχουν αποφασίσει να τον διώξουν. Όμως άκουσε τον πατέρα μου πού ανέβαινε και για να αποφύγει τη σκηνή πού θα ξεσπούσε απάνω μου, μού είπε με φωνή πού την έκοβε η οργή: «Φύγε, φύγε, τουλάχιστον να μη σε δει ο πατέρας σου να περιμένεις έτσι σαν τρελός!». Εγώ όμως τής επανέλαβα: «Έλα να μού πεις καληνύχτα», έντρομος καθώς έβλεπα κιόλας το φως από το κερί τού πατέρα μου να ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσα την άφιξή του σαν μέσον εκβιασμού και έλπιζα πώς η μαμά, για να προλάβει να μη με βρει ο πατέρας μου, θα μού έλεγε: «Γύρνα στο δωμάτιό σου, θα ᾿ρθω». Ήταν αργά πια, ο πατέρας μου βρισκόταν μπροστά μας. Άθελα μουρμούρισα αυτή τη λέξη, πού κανένας δεν άκουσε: «Χάθηκα».
Όμως όχι. Ο πατέρας, μού αρνιόταν συνεχώς τις ελευθερίες πού μού είχαν παραχωρηθεί, σε συμφωνίες πιο πλατιές από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, γιατί δεν έδινε σημασία στις «αρχές». Για κάποιο τυχαίο λόγο, ή και χωρίς κανένα λόγο, καταργούσε την τελευταία στιγμή κάποιο περίπατό μου τόσο συνηθισμένο, ή ακόμα όπως το ᾿κανε κι απόψε, μού ᾿λεγε πολύ πριν από την καθορισμένη ώρα: «Άντε ανέβα να πλαγιάσεις». Αλλά ακριβώς επειδή δεν παραδεχόταν αρχές (με την έννοια πού τούς έδινε η γιαγιά μου) δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο αδιάλλακτος. Μ᾿ αντίκρισε μια στιγμή με ύφος έκπληκτο και θυμωμένο, κι ύστερα, μόλις η μαμά τού εξήγησε με λίγα μπερδεμένα λόγια τί είχε συμβεί, τής είπε: «Πήγαινε λοιπόν στο δωμάτιό του, αφού μάλιστα έλεγες πώς δεν έχεις διάθεση για ύπνο, μείνε για λίγο στο δωμάτιό του, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα». «Μα φίλε μου», απάντησε δειλά η μητέρα μου, «το αν θέλω ή όχι να κοιμηθώ δεν αλλάζει τα πράγματα, δεν πρέπει να συνηθίσει αυτό το παιδί...» «Μα δεν πρόκειται να συνηθίσει», είπε ο πατέρας μου, «βλέπεις καθαρά πώς ο μικρός έχει στεναχώρια, έχει ύφος απελπισμένο αυτό το παιδί δεν είμαστε δα και δήμιοι! Άντε καληνύχτα, εγώ πού δεν είμαι νευρικός όπως εσείς, πάω να πλαγιάσω».
Δεν μπορούσες να πεις ευχαριστώ στον πατέρα μου θα τον ενοχλούσες με ψευτοευαισθησίες, όπως τις έλεγε. Ακόμα και όταν εκδηλωνόταν μ᾿ αυτή τη μεγαλοψυχία, η συμπεριφορά τού πατέρα μου απέναντι μου κρατούσε κάτι το αυθαίρετο, πού οφειλόταν στο ότι γενικά η συμπεριφορά του βασιζόταν μάλλον σε τυχαίες διευθετήσεις, παρά σ᾿ ένα πρόγραμμα. Ίσως μάλιστα σ᾿ αυτό πού ονόμαζα αυστηρότητά του όταν με έστελνε να πλαγιάσω, να ταίριαζε λιγότερο το όνομα, απ᾿ ότι στην αυστηρότητα τής μητέρας μου ή τής γιαγιάς μου, γιατί η φύση του, σε σύγκριση με τη δική τους, δεν είχε δυνατότητα να μαντέψει ως τώρα πόσο δυστυχισμένος ήμουν κάθε βράδυ, πράγμα πού η μητέρα μου και η γιαγιά μου γνώριζαν καλά· μ᾿ αγαπούσαν όμως πολύ, και για να μη δεχτούν να μ᾿ απαλλάξουν απ᾿ τις θλίψεις ήθελαν να μού μάθουν να τις κυριαρχώ, για να μειώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.
Ο τοίχος τής σκάλας, πού πάνω του είδα να ανεβαίνει το φως από το κερί του, δεν υπάρχει πια από καιρό. Και μέσα μου πολλά πράγματα πού νόμιζα πώς θα διαρκούσαν για πάντα, σαρώθηκαν και καινούργια στήθηκαν γεννώντας καινούργιες πίκρες και χαρές, πού δεν μπορούσα να προβλέψω τότε, όπως ακριβώς δύσκολα μπορώ να καταλάβω τώρα τα παλιά. Κι ακόμα πάει καιρός από τότε πού ο πατέρας μου έπαψε να μπορεί να πει στη μαμά: «Πήγαινε με το μικρό». Η δυνατότητα να ξανάρθουν τέτοιες ώρες δε θα ξαναγεννηθεί για μένα ποτέ πια. Όμως τώρα τελευταία ξαναρχίζω να ξεχωρίζω πολύ καλά, τούς λυγμούς πού είχα τη δύναμη να συγκρατήσω μπροστά στον πατέρα μου και που ξέσπασαν μόνο όταν βρέθηκα μόνος με τη μαμά. Στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ και μόνο επειδή η ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου, τούς ακούω πάλι, σαν τις καμπάνες των μοναστηριών πού τις σκεπάζουν τόσο οι θόρυβοι τής πόλης στη διάρκεια τής μέρας, ώστε νομίζεις πώς σώπασαν, αλλά πού ξαναρχίζουν να χτυπούν στην ησυχία τής νύχτας.
Η μαμά έμεινε εκείνο το βράδυ στο δωμάτιό μου. Θα ᾿πρεπε να ᾿μαι ευτυχισμένος κι όμως δεν ήμουν. Είχα την εντύπωση πώς η μητέρα μου, είχε μόλις κάνει μια πρώτη παραχώρηση, πού θα τής ήταν οδυνηρή, πώς ήταν μια πρώτη παραίτησή της, απέναντι στο ιδανικό πού είχε πλάσει για μένα, και πώς για πρώτη φορά, αυτή, η τόσο θαρραλέα, αναγνώριζε πώς είχε νικηθεί. Είχα την εντύπωση πώς αν κέρδισα τώρα μια νίκη, αυτό είχε γίνει εναντίον της, πώς είχα πετύχει, όπως θα μπορούσαν να πετύχουν οι στεναχώριες, η αρρώστια ή τα γηρατειά, να χαλαρώσω τη θέλησή της, να λυγίσω τη λογική της και πώς η βραδιά αυτή άνοιγε μια νέα εποχή. Αν είχα τολμήσει θα τής έλεγα: «Όχι, δε θέλω να πλαγιάσεις εδώ». Όμως γνώριζα την πραχτική της σοφία, πού μετρίαζε μέσα της την έντονα ιδεαλιστική φύση τής γιαγιάς, κι ήξερα πώς τώρα πού το κακό είχε γίνει, προτιμούσε να μ᾿ αφήσει τουλάχιστον να γευστώ την ευχαρίστηση πού με γαλήνευε και να μην ενοχλήσει τον πατέρα μου. Βέβαια το όμορφο πρόσωπο τής μητέρας μου, έλαμπε ακόμα από νειάτα, το βράδυ εκείνο πού μού κρατούσε τόσο απαλά τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυά μου. Όμως είχα την εντύπωση πώς μ᾿ ένα ανόσιο και κρυφό χέρι, είχα μόλις χαράξει στην ψυχή της μια πρώτη ρυτίδα. Η σκέψη αυτή αύξησε τούς λυγμούς μου, και τότε είδα τη μαμά, πού δεν άφηνε ποτέ να παρασυρθεί στην παραμικρή συγκίνηση απέναντί μου, να την κυριεύει ξαφνικά η δική μου συγκίνηση. «Κοίτα αφού δε νυστάζεις ούτε συ, ούτε η μαμά σου, ας μη μένομε εδώ να εκνευριζόμαστε, ας κάνομε κάτι, ας πάρουμε ένα από τα βιβλία σου. Μήπως θα λυπηθείς αργότερα, αν σού έδινα από τώρα τα βιβλία πού θα σού δώσει η γιαγιά στη γιορτή σου; Σκέψου τα καλά δεν θα λυπηθείς, όταν δεν θα πάρεις τίποτα μεθαύριο;» Αντίθετα, ήμουν ενθουσιασμένος και η μαμά έφερε ένα πακέτο βιβλία. Ήταν τέσσερα μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη.
Η γιαγιά μου, καθώς έμαθα αργότερα, είχε αρχικά διαλέξει τα ποιήματα τού Μυσσέ, ένα τόμο τού Ρουσσώ και την Ιντιάνα τής Γεωργίας Σάνδη· γιατί ενώ θεωρούσε τα φτηνά αναγνώσματα το ίδιο βλαβερά όσο τις καραμέλες και τα γλυκά, δεν πίστευε πώς οι μεγάλες πνοές τής μεγαλοφυΐας θα είχαν στο πνεύμα ενός παιδιού μια επίδραση πιο επικίνδυνη, απ᾿ ότι πάνω στο κορμί του, το ύπαιθρο και ο καθαρός αέρας. Όμως επειδή ο πατέρας μου τη θεώρησε σχεδόν τρελή σαν έμαθε τα βιβλία πού ήθελε να μού χαρίσει, τα επέστρεψε στο βιβλιοπωλείο και περιορίστηκε στα τέσσερα αγροτικά μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», έλεγε στη μαμά, «δεν μπορώ να δεχτώ να δώσω σ᾿ αυτό το παιδί κάτι κακογραμμένο».
Πραγματικά δεν δεχόταν ποτέ να αγοράσει κάτι πού δεν θα μπορούσε να προσφέρει μια πνευματική ωφέλεια, και κυρίως αυτήν πού μάς παρέχουν τα ωραία πράγματα, καθώς μάς μαθαίνουν ν᾿ αναζητούμε τις απολαύσεις, έξω απ᾿ τις ικανοποιήσεις τού πλούτου και τής ματαιότητας. Ακόμα και όταν έπρεπε να προσφέρει σε κάποιον ένα δώρο καθώς λένε χρήσιμο, μια πολυθρόνα, ένα σερβίτσιο, γύρευε να βρει αντίκες, λες και αφού από την αχρηστία είχαν χάσει το χαρακτήρα τής ωφελιμότητας, ήταν στη διάθεσή μας πιότερο για να μάς διηγηθούν τη ζωή ανθρώπων άλλης εποχής, παρά για να εξυπηρετήσουν ανάγκες τής δικής μας.
Η μαμά κάθισε πλάι στο κρεβάτι μου είχε πάρει το βιβλίο "Φρανσουά λε Σαμπί" πού το κοκκινωπό εξώφυλλο κι ο ακατανόητος τίτλος, τού έδιναν στα μάτια μου μια γοητεία γεμάτη μυστήριο. Ενώ η μητέρα μου διάβαζε χωρίς να ακολουθεί πάντα πιστά το κείμενο καθώς πηδούσε όλες τις ερωτικές σκηνές, μπορούσε ωστόσο όπου έβρισκε τον τόνο για να εκφράσει ένα αληθινό συναίσθημα, να διαβάζει με τρόπο πού η ομορφιά κι η απαλότητα τού ήχου, έκαναν την ανάγνωσή της θαυμαστή. Ακόμα και στη ζωή, ήταν συγκινητικό να βλέπεις με πόσο σεβασμό αφαιρούσε απ᾿ τη φωνή της, από τα λόγια της, ένα ξέσπασμα χαράς, αν αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη σε μια μάνα πού είχε άλλοτε χάσει ένα παιδί, μια υπόμνηση επετείου, αν θα μπορούσε να φέρει σ᾿ ένα ηλικιωμένο σκέψεις για τα γεράματα, μια κουβέντα για το νοικοκυριό, αν κινδύνευε να φανεί πληχτική σ᾿ ένα νέο επιστήμονα. Έτσι και όταν διάβαζε τα πεζά τής Γεωργίας Σάνδη, τα πλημμυρισμένα απ᾿ αυτή την καλοσύνη, αυτή την ηθική υπεροχή, αρετές πού η μητέρα μου είχε μάθει από τη γιαγιά μου να θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο στη ζωή και πού έμελλε να τής μάθω εγώ πολύ αργότερα, να μη τις θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο, και στα βιβλία, προσέχοντας ν᾿ αποβάλλει απ᾿ τη φωνή της κάθε μικρότητα, κάθε προσποίηση, προσέδινε όλη τη φυσική καλοσύνη, όλη την απαλότητα πού αναζητούσαν αυτές οι φράσεις. Τα μέσα τής αφήγησης πού έχουν σκοπό να διεγείρουν την περιέργεια ή τη συγκίνηση, κάποιοι εκφραστικοί τρόποι πού ξυπνούν την ανησυχία και τη μελαγχολία, και πού ένας αναγνώστης λίγο μορφωμένος αναγνωρίζει πώς είναι κοινοί σε πολλά μυθιστορήματα, μού φαίνονταν σα μια συγκινητική έκφραση τής ιδιαίτερης ουσίας τού Φρανσουά λε Σαμπί. Σε μένα πού θεωρούσα ένα καινούργιο βιβλίο, όχι σαν κάτι πού έχει πολλά παρόμοιά του, αλλά σαν ένα και μοναδικό, πού λόγος ύπαρξής του είναι αυτό το ίδιο.
Οι τύψεις μου είχαν ησυχάσει αφέθηκα στην απαλότητα αυτής τής νύχτας πού είχα τη μητέρα κοντά μου. Ήξερα πώς τέτοια νύχτα δε θα μπορούσε να επαναληφθεί. Αύριο τα άγχος μου θα ξανάρχιζε. Όταν όμως το άγχος μου ηρεμούσε δεν το καταλάβαινα πια κι ύστερα το αυριανό βράδυ ήταν ακόμα μακριά.
[1] Αλφρέντ ντε Μυσέ: (1810-1857), ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, εκπρόσωπος τού Γαλλικού ρομαντισμού.
Η συνειδητή μνήμη πού είναι δεμένη με τη νόηση είναι αδύνατον να διατρέξει τις εκτάσεις πού έχει σκεπάσει η λήθη και να ανακαλέσει το παρελθόν.
Έτσι για καιρό, όταν ξύπνιος τη νύχτα, ξαναθυμόμουν το Κομπραί, δεν έβλεπα ποτέ τίποτα άλλο, από αυτό το είδος τής φωτεινής επιφάνειας πού ξεχωρίζει μες από αξεδιάλυτα σκοτάδια, σαν αυτή πού η αναλαμπή πυροτεχνημάτων φωτίζει και κομματιάζει σ᾿ ένα κτίριο, ενώ τα άλλα του κομμάτια μένουν πνιγμένα στη νύχτα: στην αρκετά πλατιά βάση ήταν το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία, η αρχή τής σκοτεινής αλέας απ᾿ όπου θα ερχόταν ο κύριος Σουάν, ο ασυναίσθητος αίτιος για τις θλίψεις μου, ο προθάλαμος πού περνούσα πηγαίνοντας για το πρώτο σκαλοπάτι τής σκάλας, τόσο σκληρή να την ανέβω και στην κορφή, η κρεβατοκάμαρά μου με το μικρό διάδρομο. Με δυο λόγια, αυτό πού έβλεπα, ήταν κοιταγμένο πάντα την ίδια ώρα, απομονωμένο απ᾿ ό,τι θα μπορούσε να υπάρχει ολόγυρα, το σκηνικό στο δράμα για το βραδινό μου ύπνο. Λες και το Κομπραί το αποτελούσαν μόνο δύο πατώματα, πού τα ένωνε μια στενή σκάλα κι ήταν πάντα εφτά η ώρα το βράδυ. Είναι αλήθεια πώς θα μπορούσα να απαντήσω σ᾿ όποιον με ρωτούσε, πώς το Κομπραί περιλάμβανε και πολλά άλλα και πώς υπήρχε και σε άλλες ώρες. Αλλά καθώς ό,τι θα θυμόμουν θα μού το προσέφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη πού την καθοδηγεί η νόηση, και οι πληροφορίες πού μάς δίνει η μνήμη αυτή για το παρελθόν, δεν περισώζουν τίποτα απ᾿ αυτό, δεν ήταν δυνατόν να σκεφτώ το υπόλοιπο τμήμα τού Κομπραί. Όλο αυτό, ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα.
Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ᾿ όλα αυτά, κι ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μάς επιτρέπει να περιμένουμε την εύνοια τού πρώτου.
Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να ανακαλέσουμε το παρελθόν μας, όλες οι προσπάθειες τής νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω από την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο πού εξαρτάται από την τύχη αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε, ή αν δεν θα το συναντήσουμε ποτέ.
Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε σχεδόν τίποτα για μένα από το Κομπραί παρά μόνο η σκηνή τής ώρας πού έπρεπε να πλαγιάσω, όταν μια χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πώς κρύωνα, πρότεινε να μού δώσει μ᾿ όλο πού δεν το συνήθιζα λίγο τσάι. Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα γλυκά πού ονομάζονται "Μικρές Μαντλέν"[1] και φαίνονται σα να ᾿χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι, όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή πού η γουλιά, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό πού συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μού είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες τής ζωής αδιάφορες, ανύπαρχτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο πού ενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με με μια πολύτιμη ουσία ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, φθαρτό. Από πού μπορούσε να μού έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πώς ήταν συνυφασμένη με τη γεύση τού τσαγιού, αλλά και πώς την ξεπερνούσε απεριόριστα. Είναι φανερό πώς η αλήθεια πού γυρεύω δε βρίσκεται σ᾿ αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν τη γνωρίζει. Ακουμπώ το φλυτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη πρέπει να βρει την αλήθεια αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά πού η σκέψη νιώθει πώς την ξεπερνά ο εαυτός της να ερευνήσει όλη τη σκοτεινή χώρα.
Σίγουρα αυτό πού δονείται έτσι στο βάθος τού είναι μου πρέπει να ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση πού δεμένη μ᾿ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Θα φτάσει άραγε ως την επιφάνεια τής καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, αυτή η στιγμή από τα παλιά, πού η έλξη μιας στιγμής απαράλλαχτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω.
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν πού την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μού πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να τής πω καλημέρα στο δωμάτιο της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη τής μικρής μαντλέν δεν μού χε θυμίσει τίποτα πριν τη γευστώ ίσως γιατί έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς να τις δοκιμάσω, η εικόνα τους, είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες τού Κομπραί, για να δεθεί με άλλες πιο πρόσφατες. Όταν όμως από το μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω απ᾿ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν πάνω στη μικρή άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα τής ανάμνησης.
Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση τού κομματιού τής μαντλέν, βουτηγμένο στο φλαμούρι πού μού ᾿δινε η θεία μου, αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι πού ᾿βλεπε στον κήπο και το ᾿χαν χτίσει για τούς γονείς μου στο πίσω του μέρος (αυτή την ξεκομμένη φωτισμένη επιφάνεια, τη μόνη πού είχα ξαναδεί ως τότε) και μαζί με το σπίτι, η πόλη, απ᾿ το πρωί ως το βράδυ και μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, η Πλατεία όπου με έστελναν πριν το γεύμα, τα εξοχικά δρομάκια πού παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλα τα λουλούδια τού κήπου μας και τού πάρκου τού κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα τής Βιβόν [2], κι οι καλοί άνθρωποι τού χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, βγήκαν απ᾿ το φλυτζάνι μου με το τσάι.
Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ᾿ όλα αυτά, κι ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μάς επιτρέπει να περιμένουμε την εύνοια τού πρώτου.
Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να ανακαλέσουμε το παρελθόν μας, όλες οι προσπάθειες τής νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω από την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο πού εξαρτάται από την τύχη αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε, ή αν δεν θα το συναντήσουμε ποτέ.
Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε σχεδόν τίποτα για μένα από το Κομπραί παρά μόνο η σκηνή τής ώρας πού έπρεπε να πλαγιάσω, όταν μια χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πώς κρύωνα, πρότεινε να μού δώσει μ᾿ όλο πού δεν το συνήθιζα λίγο τσάι. Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα γλυκά πού ονομάζονται "Μικρές Μαντλέν"[1] και φαίνονται σα να ᾿χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι, όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή πού η γουλιά, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό πού συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μού είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες τής ζωής αδιάφορες, ανύπαρχτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο πού ενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με με μια πολύτιμη ουσία ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, φθαρτό. Από πού μπορούσε να μού έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πώς ήταν συνυφασμένη με τη γεύση τού τσαγιού, αλλά και πώς την ξεπερνούσε απεριόριστα. Είναι φανερό πώς η αλήθεια πού γυρεύω δε βρίσκεται σ᾿ αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν τη γνωρίζει. Ακουμπώ το φλυτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη πρέπει να βρει την αλήθεια αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά πού η σκέψη νιώθει πώς την ξεπερνά ο εαυτός της να ερευνήσει όλη τη σκοτεινή χώρα.
Σίγουρα αυτό πού δονείται έτσι στο βάθος τού είναι μου πρέπει να ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση πού δεμένη μ᾿ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Θα φτάσει άραγε ως την επιφάνεια τής καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, αυτή η στιγμή από τα παλιά, πού η έλξη μιας στιγμής απαράλλαχτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω.
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν πού την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μού πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να τής πω καλημέρα στο δωμάτιο της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη τής μικρής μαντλέν δεν μού χε θυμίσει τίποτα πριν τη γευστώ ίσως γιατί έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς να τις δοκιμάσω, η εικόνα τους, είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες τού Κομπραί, για να δεθεί με άλλες πιο πρόσφατες. Όταν όμως από το μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω απ᾿ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν πάνω στη μικρή άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα τής ανάμνησης.
Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση τού κομματιού τής μαντλέν, βουτηγμένο στο φλαμούρι πού μού ᾿δινε η θεία μου, αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι πού ᾿βλεπε στον κήπο και το ᾿χαν χτίσει για τούς γονείς μου στο πίσω του μέρος (αυτή την ξεκομμένη φωτισμένη επιφάνεια, τη μόνη πού είχα ξαναδεί ως τότε) και μαζί με το σπίτι, η πόλη, απ᾿ το πρωί ως το βράδυ και μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, η Πλατεία όπου με έστελναν πριν το γεύμα, τα εξοχικά δρομάκια πού παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλα τα λουλούδια τού κήπου μας και τού πάρκου τού κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα τής Βιβόν [2], κι οι καλοί άνθρωποι τού χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, βγήκαν απ᾿ το φλυτζάνι μου με το τσάι.
[1]Μαντλέν: είδος μπισκότου
[2]Βιβόν: ποτάμι κοντά στο Κομπραί πού στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το ποτάμι Λουάρ στην περιοχή τοῦ Ἰλλιέ.
[2]Βιβόν: ποτάμι κοντά στο Κομπραί πού στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το ποτάμι Λουάρ στην περιοχή τοῦ Ἰλλιέ.
Το Κομπραί
Το Κομπραί, από μακριά, όπως το βλέπαμε όταν φτάναμε με το τραίνο την τελευταία εβδομάδα πριν από το Πάσχα, δεν ήταν παρά μια εκκλησιά πού συνόψιζε την πόλη και όταν πλησιάζαμε, κρατούσε στριμωγμένα γύρω από την ψηλή σκούρα της κάπα, καταμεσής στον κάμπο, τις γκρίζες ράχες των συγκεντρωμένων σπιτιών. Για διαμονή το Κομπραί ήταν κάπως μελαγχολικό, σαν τούς δρόμους του, πού τα σπίτια τους χτισμένα από μαυριδερή πέτρα τής περιοχής, με αετώματα στις στέγες πού ᾿ριχναν τη σκιά μπροστά τους, ήταν τόσο σκοτεινά, ώστε χρειαζόταν, μόλις έπεφτε το φως τής μέρας, να ανασηκώνουν στις σάλες τις κουρτίνες. Οι δρόμοι αυτοί τού Κομπραί υπάρχουν σ᾿ ένα κομμάτι τής μνήμης μου τόσο απόμακρο, ζωγραφισμένο με χρώματα τόσο διαφορετικά απ᾿ αυτά πού τώρα ντύνεται για μένα ο κόσμος, ώστε στ᾿ αλήθεια μού φαίνονται όλοι αυτοί οι δρόμοι, κι η εκκλησιά πού δέσποζε πάνω στην Πλατεία, πιο φανταστικοί κι από τις προβολές τού μαγικού φανού. Αναγνώριζες το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ από πολύ μακριά, καθώς διαγραφόταν η αλησμόνητη μορφή του στον ορίζοντα, όταν από το τραίνο πού μάς έφερνε απ᾿ το Παρίσι, ο πατέρας μου το ᾿βλεπε να γλιστράει διαδοχικά πάνω στις αυλακιές τού ουρανού και να κάνει το σιδερένιο κοκοράκι του να τρέχει εδώ κι εκεί, και μάς έλεγε: «Άντε, πάρτε τα σκεπάσματα, φτάσαμε». Και σε ένα από τούς πιο μακρινούς περιπάτους πού κάναμε απ᾿ το Κομπραί, υπήρχε ένα σημείο, όπου ο στενός δρόμος, ξάνοιγε σ᾿ ένα πλάτωμα κλειστό στον ορίζοντα από δάση οδοντωτά, πού τα ξεπερνούσε μόνο το λεπτό βέλος από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, αλλά τόσο λεπτό, τόσο ρόδινο, ώστε θα ᾿λεγες πώς ήταν μόνο του χαραγμένο πάνω στον ουρανό, από ένα νύχι, πού σα να γύρευε να δώσει σ᾿ αυτό το τοπίο, σ᾿ αυτό το αποκλειστικό έργο τής φύσης, τούτο το μικρό σημάδι τέχνης, τούτη τη μοναδική ανθρώπινη ένδειξη. Χωρίς να γνωρίζει και η ίδια γιατί, η γιαγιά μου, έβρισκε και στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ αυτή την έλλειψη χυδαιότητας, επιτήδευσης, ευτέλειας, πού την έκανε να αγαπά και να πιστεύει την πλούσια σ᾿ ευεργετική επίδραση φύση, όταν το ανθρώπινο χέρι δεν την έχει εξευτελίσει, σαν το κηπουρό τής μεγάλης μου θείας.
Ακόμα και στα ψώνια πού έπρεπε να κάνεις σε μαγαζιά πίσω από την εκκλησία, εκεί όπου δεν την έβλεπες, όλα φαίνονταν να ρυθμίζονται σε σχέση με το καμπαναριό, πού ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα σπίτια. Σίγουρα υπάρχουν πολλά άλλα πιο όμορφα, ιδωμένα με αυτόν το τρόπο, και κρατώ στη μνήμη μου βινιέτες από καμπαναριά πού ξεπερνούν τις στέγες, με διαφορετικό καλλιτεχνικό χαρακτήρα απ᾿ αυτές πού συνθέτανε οι θλιβεροί δρόμοι τού Κομπραί. Αλλά καθώς σε καμιά απ᾿ αυτές τις μικρές γκραβούρες, μ᾿ όσο γούστο κι αν μπόρεσε να τις εκτελέσει η μνήμη μου, δεν κατάφερε να βάλει αυτό πού είχα χάσει από καιρό, το συναίσθημα πού μάς κάνει να μη θεωρούμε κάτι σαν θέαμα, αλλά σα να ᾿ναι πλάσμα αναντικατάστατο, καμιά δεν κρατά μέσα της ένα βαθύ κομμάτι τής ζωής μου, όπως συμβαίνει με την ανάμνηση αυτών των απόψεων τού καμπαναριού τού Κομπραί. Και σήμερα ακόμα, όταν σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη ή σε μια συνοικία τού Παρισιού, πού δεν τις γνωρίζω καλά, ένας περαστικός "για να με οδηγήσει" μού δείχνει μακριά, σα σημείο αναγνώρισης το καμπαναριό κάποιου μοναστηριού, φτάνει αόριστα η μνήμη μου να ανακαλύψει την αγαπημένη και χαμένη πια μορφή, κι ο περαστικός αν τύχει και γυρίσει για να βεβαιωθεί μήπως κάνω λάθος, να με δει, ξεχνώντας την πορεία μου να στέκω εκεί ακίνητος, να προσπαθώ να θυμηθώ, νιώθοντας στα κατάβαθα μου εκτάσεις ξανακερδισμένες από τη λήθη ν᾿ αποστραγγίζονται και να ξαναχτίζονται και τότε αναμφίβολα, με περισσότερη ανησυχία από πρωτύτερα όταν ζητούσα από τον ξένο να με οδηγήσει, γυρεύω ακόμα το δρόμο μου, στρίβω σ᾿ ένα στενό... αλλά... αυτό το στενό είναι τώρα μέσα στην καρδιά μου...
Ακόμα και στα ψώνια πού έπρεπε να κάνεις σε μαγαζιά πίσω από την εκκλησία, εκεί όπου δεν την έβλεπες, όλα φαίνονταν να ρυθμίζονται σε σχέση με το καμπαναριό, πού ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα σπίτια. Σίγουρα υπάρχουν πολλά άλλα πιο όμορφα, ιδωμένα με αυτόν το τρόπο, και κρατώ στη μνήμη μου βινιέτες από καμπαναριά πού ξεπερνούν τις στέγες, με διαφορετικό καλλιτεχνικό χαρακτήρα απ᾿ αυτές πού συνθέτανε οι θλιβεροί δρόμοι τού Κομπραί. Αλλά καθώς σε καμιά απ᾿ αυτές τις μικρές γκραβούρες, μ᾿ όσο γούστο κι αν μπόρεσε να τις εκτελέσει η μνήμη μου, δεν κατάφερε να βάλει αυτό πού είχα χάσει από καιρό, το συναίσθημα πού μάς κάνει να μη θεωρούμε κάτι σαν θέαμα, αλλά σα να ᾿ναι πλάσμα αναντικατάστατο, καμιά δεν κρατά μέσα της ένα βαθύ κομμάτι τής ζωής μου, όπως συμβαίνει με την ανάμνηση αυτών των απόψεων τού καμπαναριού τού Κομπραί. Και σήμερα ακόμα, όταν σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη ή σε μια συνοικία τού Παρισιού, πού δεν τις γνωρίζω καλά, ένας περαστικός "για να με οδηγήσει" μού δείχνει μακριά, σα σημείο αναγνώρισης το καμπαναριό κάποιου μοναστηριού, φτάνει αόριστα η μνήμη μου να ανακαλύψει την αγαπημένη και χαμένη πια μορφή, κι ο περαστικός αν τύχει και γυρίσει για να βεβαιωθεί μήπως κάνω λάθος, να με δει, ξεχνώντας την πορεία μου να στέκω εκεί ακίνητος, να προσπαθώ να θυμηθώ, νιώθοντας στα κατάβαθα μου εκτάσεις ξανακερδισμένες από τη λήθη ν᾿ αποστραγγίζονται και να ξαναχτίζονται και τότε αναμφίβολα, με περισσότερη ανησυχία από πρωτύτερα όταν ζητούσα από τον ξένο να με οδηγήσει, γυρεύω ακόμα το δρόμο μου, στρίβω σ᾿ ένα στενό... αλλά... αυτό το στενό είναι τώρα μέσα στην καρδιά μου...
[1] Βινιέτες: μικρή ξυλογραφία που απεικόνιζε κληματόφυλλα και κοσμούσε συνήθως κεφαλίδες βιβλίων· σήμερα ὁ ὄρος σημαίνει κάθε διακοσμητικό βιβλίου
Οι παραξενιές τής θείας Λεονί. Η θεία Λεονί και η Ευλαλί
Η ξαδέλφη τού παππού μου, η μεγάλη μου θεία, πού στο σπίτι της κατοικούσαμε, ήταν η μητέρα αυτής τής θείας Λεονί πού από το θάνατο τού άντρα της, τού θείου Οκτάβ, δε θέλησε να εγκαταλείψει, πρώτα το Κομπραί, ύστερα στο Κομπραί το σπίτι της, ύστερα το δωμάτιο της, ύστερα το κρεβάτι της και δεν "κατέβαινε" πια, παρά έμενε πάντα ξαπλωμένη σε μια αβέβαιη κατάσταση θλίψης, σωματικής αδυναμίας, ασθένειας, έμμονης ιδέας κι ευλάβειας. Η θεία μου δε ζούσε πια πραγματικά παρά σε δυο μόνο συνεχόμενα δωμάτια, κι έμενε το απόγευμα στο ένα, όσο αεριζόταν το άλλο. Πριν μπω να πω καλημέρα στη θεία μου, μ᾿ άφηναν να περιμένω για λίγο στο πρώτο δωμάτιο, όπου ο ήλιος χειμωνιάτικος ακόμα, είχε σταθεί να ζεσταθεί μπροστά στη φωτιά, την αναμμένη κιόλας, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα, πού εύχεσαι να ξεσπάσει έξω βροχή και χιονιάς, για να προσθέσει στην άνεση τής κλεισούρας, την ποίηση από το ξεχειμώνιασμα.
Στο γειτονικό δωμάτιο άκουγα τη θεία μου να κουβεντιάζει μοναχή χαμηλόφωνα. Ποτέ δε μιλούσε δυνατά γιατί πίστευε πώς είχε μέσα στο κεφάλι της κάτι σπασμένο, πού θα το μετακινούσε αν μιλούσε πολύ φωναχτά, αλλά όμως δεν έμενε ποτέ για ώρα χωρίς να πει κάτι, γιατί πίστευε ότι έτσι θα υπέφερε πιο σπάνια απ᾿ τις δύσπνοιες και το άγχος της. Δυστυχώς, επειδή είχε συνηθίσει να σκέφτεται φωναχτά, την άκουγα συχνά να λέει στον εαυτό της: «Πρέπει να θυμηθώ καλά πώς δεν κοιμήθηκα» (γιατί ισχυριζόταν πώς δεν κοιμόταν καθόλου) κι όταν τύχαινε να ξεχαστεί και να πει: «αυτό πού με ξύπνησε...» ή «ονειρεύτηκα πώς...», κοκκίνιζε και γύρευε να επανορθώσει αμέσως.
Ύστερα όταν μετά από λίγο έμπαινα στο δωμάτιό της για να τη φιλήσω, η Φρανσουάζ ετοίμαζε το τσάι της ή, αν η θεία μου αισθανόταν κάπως ανήσυχη, ζητούσε φλαμούρι και μού ανέθεταν ν᾿ αφήσω να πέσει απ᾿ το σακκούλι τού φαρμακείου η ποσότητα πού θα ᾿ριχναν στο βραστό νερό. Η αποξήρανση είχε στρίψει τα κοτσάνια και ανάμεσα τους άνοιγαν οι ροδαλοί ανθοί. Αυτή η σαν ροδαλή φλόγα από κερί, ήταν η απόχρωση τους, αλλά μισόσβηστη, σ᾿ αυτή τη μειωμένη ζωή πού ᾿ταν τώρα η ζωή τους και πού είναι σαν το λυκόφωτο των λουλουδιών. Σε λίγο η θεία μου μπορούσε να βουτήξει στο ζεματιστό ρόφημά της μια μικρή μαντλέν και μού πρόσφερε ένα κομμάτι της, μόλις μαλάκωνε αρκετά.
Καθώς το κρεβάτι της βρισκόταν πλάι στο παράθυρο, η θεία μου είχε το δρόμο μπροστά στα μάτια της και πάνω του διάβαζε από το πρωί ως το βράδυ, το καθημερινό, αλλά παμπάλαιο χρονικό τού Κομπραί και το σχολίαζε ύστερα με τη Φρανσουάζ.
Η Φρανσουάζ, πού ήταν από χρόνια στην υπηρεσία της και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πώς μια μέρα θα ερχόταν στη δική μας, παραμελούσε κάπως τη θεία, όσους μήνες βρισκόμαστε εκεί. Από τότε πού πηγαίναμε στο Κομπραί, είμαστε η προτίμηση της, είχε για μάς τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, μαζί μ᾿ όση υπόληψη αισθανόταν και για τη θεία μου, μια συμπάθεια πιο έντονη, γιατί εκτός από το γόητρο τής κοινής οικογένειας, είχαμε και τη γοητεία να μην είμαστε τα τακτικά της αφεντικά. Με τί χαρά μάς υποδεχόταν, και λυπόταν πού δεν είχαμε ακόμα καλύτερο καιρό τη μέρα τής άφιξής μας, όταν η μαμά τη ρωτούσε να μάθει νέα για τη κόρη της και τ᾿ ανίψια της, αν ο εγγονός της έμοιαζε με τη γιαγιά του. Η μαμά ήταν ο πρώτος άνθρωπος πού τής έδωσε αυτή τη γλυκιά συγκίνηση να νιώθει πώς η ζωή της, οι χαρές και οι λύπες της μιας χωριάτισσας μπορούσαν να ενδιαφέρουν κάποιο άλλο, εκτός από τον εαυτό της.
Δεν πρόφταινα να μείνω κοντά στη θεία μου ούτε καν πέντε λεπτά και μ᾿ έδιωχνε κιόλας από φόβο μήπως κουραστεί. «Άντε καλό μου παιδί. Πήγαινε, πήγαινε να ετοιμαστείς για τη λειτουργία κι αν συναντήσεις κάτω τη Φρανσουάζ, πες να μη χάνει πολλή ώρα διασκεδάζοντας μαζί σας, αλλά να ανέβει σε λίγο μήπως χρειάζομαι τίποτα».
Όταν μετά την επιστροφή μας, η θεία μου μάς ρωτούσε, αν η κυρία Γκουπίλ είχε φτάσει με καθυστέρηση στη λειτουργία, δεν είμαστε σε θέση να την πληροφορήσουμε. Αντίθετα αυξάναμε την ταραχή της λέγοντάς της, πώς ένας ζωγράφος δούλευε στην εκκλησία για ν᾿ αντιγράψει το βιτρό πού έδειχνε το Ζιλμπέρ τον Κακό [1]. Αχ, αναστέναζε η θεία μου, θα ᾿θελα κιόλας να ᾿ταν η ώρα τής Ευλαλί. Πραγματικά, μόνο εκείνη θα μπορούσε να με πληροφορήσει.
Η Ευλαλί, μια κοπέλα κουτσή, δραστήρια και κουφή, μετά το θάνατο τής κυρίας ντε λα Μπρετοννερί όπου την είχαν υπηρέτρια απ᾿ τα παιδικά της χρόνια, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο δίπλα στην εκκλησία, απ᾿ όπου κατέβαινε όλη την ώρα για τις ακολουθίες ή και δίχως τις ακολουθίες, για να κάνει μια μικρή προσευχή και τον υπόλοιπο καιρό πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους σαν τη θεία Λεονί, στην οποία ιστορούσε, ό,τι είχε συμβεί στη λειτουργία ή τον εσπερινό. Οι επισκέψεις της ήταν η μεγάλη ψυχαγωγία τής θείας, πού δε δεχόταν πια κανένα άλλον, εκτός από τον εφημέριο. Η θεία μου είχε απομακρύνει σιγά-σιγά όλους τούς άλλους, γιατί θεωρούσε πώς ανήκαν όλοι, σε μια απ᾿ τις δυο κατηγορίες ανθρώπων πού αντιπαθούσε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι χειρότεροι και τούς είχε ξεφορτωθεί αμέσως ήταν αυτοί πού τη συμβούλευαν «να μη φροντίζει υπερβολικά την υγεία της» και υποστήριζαν την θεωρία πώς ένας περίπατος στον ήλιο κι ένα μπιφτέκι στη σχάρα, (όταν εκείνης τής κάθονταν στο στομάχι για δεκατέσσερεις ώρες, δυο τιποτένιες νερό τού Βισύ!), θα την ωφελούσαν περισσότερο απ᾿ το κρεβάτι και τα γιατροσόφια. Την άλλη κατηγορία την αποτελούσαν αυτοί πού θεωρούσαν πώς ήταν πιο βαριά άρρωστη απ᾿ ό,τι νόμιζε, πώς ήταν πραγματικά τόσο άρρωστη, όσο έλεγε η ίδια. Έτσι όσοι στη διάρκεια τής επίσκεψης, τόλμησαν να πουν φοβισμένα κάτι σαν: «Δε νομίζετε πώς αν κινηθείτε λίγο με τόσο καλό καιρό...» ή αντίθετα, όταν τούς είχε πει: «Είμαι πολύ καταβεβλημένη, πάρα πολύ, είναι το τέλος καλοί μου φίλοι», τής είχαν απαντήσει: «Αχ, όταν χάσει κανείς την υγειά του!», όλοι αυτοί, οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, ήταν βέβαιο πώς δεν θα ξαναγίνονταν δεχτοί. Με λίγα λόγια, η θεία μου απαιτούσε ταυτόχρονα να εγκρίνουν τη δίαιτα πού ακολουθούσε, να τη λυπούνται για τα όσα υπέφερε και να την καθησυχάζουν για το μέλλον.
Σ᾿ αυτό η Ευλαλί ήταν αξεπέραστη. Η θεία μου ήταν άξια να τής λέει είκοσι φορές το λεπτό: «Είναι το τέλος, καημένη μου Ευλαλί», κι είκοσι φορές η Ευλαλί απαντούσε: «Γνωρίζοντας την αρρώστια σας, όπως την γνωρίζετε εσείς κυρία Οκτάβ, θα φθάσετε στα εκατό χρόνια». «Δε ζητώ να φτάσω στα εκατό», απαντούσε η θεία μου, πού προτιμούσε να μην προσδιορίζουν με ακρίβεια τα χρονικά όρια τής ζωής της.
Και καθώς η Ευλαλί ήξερε ν᾿ απασχολεί ευχάριστα τη θεία μου χωρίς να την κουράζει, οι ταχτικές Κυριακάτικες επισκέψεις της, ήταν για τη θεία μου μια απόλαυση πού η αναμονή της τη διατηρούσε αρχικά σε μια κατάσταση ευχάριστη, αλλ᾿ αργότερα οδυνηρή, αν καθυστερούσε και λίγο η Ευλαλί. Πραγματικά την Κυριακή σκεφτόταν μόνο αυτή την επίσκεψη και μόλις τελείωνε το γεύμα, η Φρανσουάζ βιαζόταν να εγκαταλείψουμε την τραπεζαρία για να μπορέσει ν᾿ ανέβει "ν᾿ απασχολήσει" τη θεία μου. Αλλά κυρίως από τότε, πού η καλοκαιρία έπιανε στο Κομπραί και η αγέρωχη ώρα τού μεσημεριού κατεβασμένου από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ είχε αντηχήσει κιόλας προ πολλού γύρω απ᾿ το τραπέζι μας, κι όμως εμείς είμαστε ακόμα καθισμένοι μπροστά στα πιάτα μας με τις ζωγραφιές απ᾿ τις χίλιες και μια νύχτες, νωθροί από τη ζέστη και κυρίως από το φαγητό. Γιατί εκτός απ᾿ τη μόνιμη βάση τού γεύματος, πού δεν καταδεχόταν να μάς αναγγείλει πια η Φρανσουάζ, πρόσθετε, το φρούτο τής εποχής, τις ευγένειες των γειτόνων και το προσωπικό της δαιμόνιο. Και όταν είχαν τελειώσει όλα αυτά, αφιερωμένη ειδικότερα στον πατέρα μου γιατί τού άρεσε, μια κρέμα σοκολάτα, πού μάς την πρόσφερνε τρεμάμενη και ελαφριά, σαν ένα έργο για την περίσταση, γιατί είχε βάλει όλη της την τέχνη. Όποιος αρνιόταν να δοκιμάσει λέγοντας: «τελείωσα, δεν πεινώ πια», υποβιβαζόταν αμέσως στο επίπεδο αυτών των χοντρανθρώπων, πού κι όταν ακόμα τούς χαρίζει ένα έργο του κάποιος καλλιτέχνης, κοιτάζουν το βάρος και το υλικό του, ενώ ό,τι αξίζει είναι η πρόθεση και η υπογραφή. Και μια σταγόνα έστω αν άφηνες στο πιάτο, ήταν ένδειξη αγένειας, σα να σηκωνόσουν φανερά μπροστά στο μουσικοσυνθέτη, πριν τελειώσει η εκτέλεση ενός έργου.
Στο γειτονικό δωμάτιο άκουγα τη θεία μου να κουβεντιάζει μοναχή χαμηλόφωνα. Ποτέ δε μιλούσε δυνατά γιατί πίστευε πώς είχε μέσα στο κεφάλι της κάτι σπασμένο, πού θα το μετακινούσε αν μιλούσε πολύ φωναχτά, αλλά όμως δεν έμενε ποτέ για ώρα χωρίς να πει κάτι, γιατί πίστευε ότι έτσι θα υπέφερε πιο σπάνια απ᾿ τις δύσπνοιες και το άγχος της. Δυστυχώς, επειδή είχε συνηθίσει να σκέφτεται φωναχτά, την άκουγα συχνά να λέει στον εαυτό της: «Πρέπει να θυμηθώ καλά πώς δεν κοιμήθηκα» (γιατί ισχυριζόταν πώς δεν κοιμόταν καθόλου) κι όταν τύχαινε να ξεχαστεί και να πει: «αυτό πού με ξύπνησε...» ή «ονειρεύτηκα πώς...», κοκκίνιζε και γύρευε να επανορθώσει αμέσως.
Ύστερα όταν μετά από λίγο έμπαινα στο δωμάτιό της για να τη φιλήσω, η Φρανσουάζ ετοίμαζε το τσάι της ή, αν η θεία μου αισθανόταν κάπως ανήσυχη, ζητούσε φλαμούρι και μού ανέθεταν ν᾿ αφήσω να πέσει απ᾿ το σακκούλι τού φαρμακείου η ποσότητα πού θα ᾿ριχναν στο βραστό νερό. Η αποξήρανση είχε στρίψει τα κοτσάνια και ανάμεσα τους άνοιγαν οι ροδαλοί ανθοί. Αυτή η σαν ροδαλή φλόγα από κερί, ήταν η απόχρωση τους, αλλά μισόσβηστη, σ᾿ αυτή τη μειωμένη ζωή πού ᾿ταν τώρα η ζωή τους και πού είναι σαν το λυκόφωτο των λουλουδιών. Σε λίγο η θεία μου μπορούσε να βουτήξει στο ζεματιστό ρόφημά της μια μικρή μαντλέν και μού πρόσφερε ένα κομμάτι της, μόλις μαλάκωνε αρκετά.
Καθώς το κρεβάτι της βρισκόταν πλάι στο παράθυρο, η θεία μου είχε το δρόμο μπροστά στα μάτια της και πάνω του διάβαζε από το πρωί ως το βράδυ, το καθημερινό, αλλά παμπάλαιο χρονικό τού Κομπραί και το σχολίαζε ύστερα με τη Φρανσουάζ.
Η Φρανσουάζ, πού ήταν από χρόνια στην υπηρεσία της και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πώς μια μέρα θα ερχόταν στη δική μας, παραμελούσε κάπως τη θεία, όσους μήνες βρισκόμαστε εκεί. Από τότε πού πηγαίναμε στο Κομπραί, είμαστε η προτίμηση της, είχε για μάς τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, μαζί μ᾿ όση υπόληψη αισθανόταν και για τη θεία μου, μια συμπάθεια πιο έντονη, γιατί εκτός από το γόητρο τής κοινής οικογένειας, είχαμε και τη γοητεία να μην είμαστε τα τακτικά της αφεντικά. Με τί χαρά μάς υποδεχόταν, και λυπόταν πού δεν είχαμε ακόμα καλύτερο καιρό τη μέρα τής άφιξής μας, όταν η μαμά τη ρωτούσε να μάθει νέα για τη κόρη της και τ᾿ ανίψια της, αν ο εγγονός της έμοιαζε με τη γιαγιά του. Η μαμά ήταν ο πρώτος άνθρωπος πού τής έδωσε αυτή τη γλυκιά συγκίνηση να νιώθει πώς η ζωή της, οι χαρές και οι λύπες της μιας χωριάτισσας μπορούσαν να ενδιαφέρουν κάποιο άλλο, εκτός από τον εαυτό της.
Δεν πρόφταινα να μείνω κοντά στη θεία μου ούτε καν πέντε λεπτά και μ᾿ έδιωχνε κιόλας από φόβο μήπως κουραστεί. «Άντε καλό μου παιδί. Πήγαινε, πήγαινε να ετοιμαστείς για τη λειτουργία κι αν συναντήσεις κάτω τη Φρανσουάζ, πες να μη χάνει πολλή ώρα διασκεδάζοντας μαζί σας, αλλά να ανέβει σε λίγο μήπως χρειάζομαι τίποτα».
Όταν μετά την επιστροφή μας, η θεία μου μάς ρωτούσε, αν η κυρία Γκουπίλ είχε φτάσει με καθυστέρηση στη λειτουργία, δεν είμαστε σε θέση να την πληροφορήσουμε. Αντίθετα αυξάναμε την ταραχή της λέγοντάς της, πώς ένας ζωγράφος δούλευε στην εκκλησία για ν᾿ αντιγράψει το βιτρό πού έδειχνε το Ζιλμπέρ τον Κακό [1]. Αχ, αναστέναζε η θεία μου, θα ᾿θελα κιόλας να ᾿ταν η ώρα τής Ευλαλί. Πραγματικά, μόνο εκείνη θα μπορούσε να με πληροφορήσει.
Η Ευλαλί, μια κοπέλα κουτσή, δραστήρια και κουφή, μετά το θάνατο τής κυρίας ντε λα Μπρετοννερί όπου την είχαν υπηρέτρια απ᾿ τα παιδικά της χρόνια, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο δίπλα στην εκκλησία, απ᾿ όπου κατέβαινε όλη την ώρα για τις ακολουθίες ή και δίχως τις ακολουθίες, για να κάνει μια μικρή προσευχή και τον υπόλοιπο καιρό πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους σαν τη θεία Λεονί, στην οποία ιστορούσε, ό,τι είχε συμβεί στη λειτουργία ή τον εσπερινό. Οι επισκέψεις της ήταν η μεγάλη ψυχαγωγία τής θείας, πού δε δεχόταν πια κανένα άλλον, εκτός από τον εφημέριο. Η θεία μου είχε απομακρύνει σιγά-σιγά όλους τούς άλλους, γιατί θεωρούσε πώς ανήκαν όλοι, σε μια απ᾿ τις δυο κατηγορίες ανθρώπων πού αντιπαθούσε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι χειρότεροι και τούς είχε ξεφορτωθεί αμέσως ήταν αυτοί πού τη συμβούλευαν «να μη φροντίζει υπερβολικά την υγεία της» και υποστήριζαν την θεωρία πώς ένας περίπατος στον ήλιο κι ένα μπιφτέκι στη σχάρα, (όταν εκείνης τής κάθονταν στο στομάχι για δεκατέσσερεις ώρες, δυο τιποτένιες νερό τού Βισύ!), θα την ωφελούσαν περισσότερο απ᾿ το κρεβάτι και τα γιατροσόφια. Την άλλη κατηγορία την αποτελούσαν αυτοί πού θεωρούσαν πώς ήταν πιο βαριά άρρωστη απ᾿ ό,τι νόμιζε, πώς ήταν πραγματικά τόσο άρρωστη, όσο έλεγε η ίδια. Έτσι όσοι στη διάρκεια τής επίσκεψης, τόλμησαν να πουν φοβισμένα κάτι σαν: «Δε νομίζετε πώς αν κινηθείτε λίγο με τόσο καλό καιρό...» ή αντίθετα, όταν τούς είχε πει: «Είμαι πολύ καταβεβλημένη, πάρα πολύ, είναι το τέλος καλοί μου φίλοι», τής είχαν απαντήσει: «Αχ, όταν χάσει κανείς την υγειά του!», όλοι αυτοί, οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, ήταν βέβαιο πώς δεν θα ξαναγίνονταν δεχτοί. Με λίγα λόγια, η θεία μου απαιτούσε ταυτόχρονα να εγκρίνουν τη δίαιτα πού ακολουθούσε, να τη λυπούνται για τα όσα υπέφερε και να την καθησυχάζουν για το μέλλον.
Σ᾿ αυτό η Ευλαλί ήταν αξεπέραστη. Η θεία μου ήταν άξια να τής λέει είκοσι φορές το λεπτό: «Είναι το τέλος, καημένη μου Ευλαλί», κι είκοσι φορές η Ευλαλί απαντούσε: «Γνωρίζοντας την αρρώστια σας, όπως την γνωρίζετε εσείς κυρία Οκτάβ, θα φθάσετε στα εκατό χρόνια». «Δε ζητώ να φτάσω στα εκατό», απαντούσε η θεία μου, πού προτιμούσε να μην προσδιορίζουν με ακρίβεια τα χρονικά όρια τής ζωής της.
Και καθώς η Ευλαλί ήξερε ν᾿ απασχολεί ευχάριστα τη θεία μου χωρίς να την κουράζει, οι ταχτικές Κυριακάτικες επισκέψεις της, ήταν για τη θεία μου μια απόλαυση πού η αναμονή της τη διατηρούσε αρχικά σε μια κατάσταση ευχάριστη, αλλ᾿ αργότερα οδυνηρή, αν καθυστερούσε και λίγο η Ευλαλί. Πραγματικά την Κυριακή σκεφτόταν μόνο αυτή την επίσκεψη και μόλις τελείωνε το γεύμα, η Φρανσουάζ βιαζόταν να εγκαταλείψουμε την τραπεζαρία για να μπορέσει ν᾿ ανέβει "ν᾿ απασχολήσει" τη θεία μου. Αλλά κυρίως από τότε, πού η καλοκαιρία έπιανε στο Κομπραί και η αγέρωχη ώρα τού μεσημεριού κατεβασμένου από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ είχε αντηχήσει κιόλας προ πολλού γύρω απ᾿ το τραπέζι μας, κι όμως εμείς είμαστε ακόμα καθισμένοι μπροστά στα πιάτα μας με τις ζωγραφιές απ᾿ τις χίλιες και μια νύχτες, νωθροί από τη ζέστη και κυρίως από το φαγητό. Γιατί εκτός απ᾿ τη μόνιμη βάση τού γεύματος, πού δεν καταδεχόταν να μάς αναγγείλει πια η Φρανσουάζ, πρόσθετε, το φρούτο τής εποχής, τις ευγένειες των γειτόνων και το προσωπικό της δαιμόνιο. Και όταν είχαν τελειώσει όλα αυτά, αφιερωμένη ειδικότερα στον πατέρα μου γιατί τού άρεσε, μια κρέμα σοκολάτα, πού μάς την πρόσφερνε τρεμάμενη και ελαφριά, σαν ένα έργο για την περίσταση, γιατί είχε βάλει όλη της την τέχνη. Όποιος αρνιόταν να δοκιμάσει λέγοντας: «τελείωσα, δεν πεινώ πια», υποβιβαζόταν αμέσως στο επίπεδο αυτών των χοντρανθρώπων, πού κι όταν ακόμα τούς χαρίζει ένα έργο του κάποιος καλλιτέχνης, κοιτάζουν το βάρος και το υλικό του, ενώ ό,τι αξίζει είναι η πρόθεση και η υπογραφή. Και μια σταγόνα έστω αν άφηνες στο πιάτο, ήταν ένδειξη αγένειας, σα να σηκωνόσουν φανερά μπροστά στο μουσικοσυνθέτη, πριν τελειώσει η εκτέλεση ενός έργου.
[1] Ζιλμπέρ τον Κακό: Φανταστικός άρχοντας τού Κομπραί. Τα πρότυπα του ωστόσο είναι, ο πραγματικός Ζοφφρουά ντ' Ιλλιέ, ιδρυτής τού πύργου του Ιλλιέ και ο δεύτερος άρχοντας τού Ιλλιέ ο Μπαζέν, που έδωσε τ' όνομά του στον φανταστικό Μπαζέν, τον δούκα τού Γκερμάντ απόγονο τού Ζιλμπέρ του Κακού.
Λεγκραντέν. Ο Λεγκραντέν και ο σνομπισμός του.
Επιστρέφοντας από την λειτουργία συναντούσαμε συχνά τον κύριο Λεγκραντέν πού, επειδή τον κρατούσε στο Παρίσι το επάγγελμα τού μηχανικού, δεν μπορούσε να ᾿ρχεται στο χτήμα του στο Κομπραί με εξαίρεση τις μεγάλες διακοπές, παρά μόνο απ᾿ το σαββατόβραδο, ως τη Δευτέρα το πρωί. Ανήκε σ᾿ εκείνους τούς ανθρώπους πού έξω από την επιστημονική τους καριέρα, όπου άλλωστε πέτυχαν λαμπρά, έχουν μια παιδεία τελείως διαφορετική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική. Πιο ενημερωμένοι από πολλούς λογοτέχνες, φαντάζονται πώς η ζωή τους δεν είναι αυτή πού τούς ταιριάζει, και γι αυτό προσθέτουν στις πραχτικές ασχολίες τους είτε ένα κράμα ανεμελιάς και ιδιορρυθμίας, είτε μια προσήλωση σταθερή και υπεροπτική, περιφρονητική και πικρή. Ψηλός, με πρόσωπο σκεφτικό και φίνο, μ᾿ ένα βλέμμα απογοητευμένο, με μια ευγένεια εκλεπτυσμένη, συζητητής πού όμοιό του δεν είχαμε ακούσει ποτέ, ήταν στα μάτια τής οικογένειάς μου, ο τύπος τού εκλεκτού ανθρώπου πού αντιμετώπιζε τη ζωή με τον πιο ευαίσθητο τρόπο. Τη γιαγιά την ξάφνιαζαν τα φλογερά λογύδρια στα οποία ξεσπούσε συχνά για να καυτηριάσει την αριστοκρατία, και την κοσμική ζωή. Ήταν τόσο αδύνατον στη γιαγιά μου να νιώσει, ή έστω και να καταλάβει το συναίσθημα τής κοσμικής φιλοδοξίας, ώστε τής φαινόταν ολότελα περιττό, να το στιγματίζεις με τέτοιο πάθος. Κι ακόμα δεν έβρισκε σωστό, το ότι ο κύριος Λεγκραντέν πού η αδελφή του ήταν παντρεμένη κοντά στο Μπαλμπέκ μ᾿ ένα ευγενή τής Κάτω Νορμανδίας, χτυπούσε τόσο πολύ τούς ευγενείς, φτάνοντας στο σημείο να θεωρεί υπεύθυνη την επανάσταση επειδή δεν τούς αποκεφάλισε όλους.
Γεια χαρά, φίλοι, μάς έλεγε καθώς ερχόταν να μάς προϋπαντήσει. «Πρέπει να ᾿σαστε ευτυχείς πού μένετε πολύ εδώ, αύριο πρέπει να γυρίσω στο Παρίσι. «Ω, υπάρχουν σίγουρα στο σπίτι μου όλα τα περιττά πράγματα. Λείπει μόνο το απαραίτητο: ένα μεγάλο κομμάτι ουρανός όπως εδώ. Προσπαθήστε να κρατήσετε πάντα ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ᾿ τη ζωή σας, μικρέ μου», συμπλήρωνε γυρνώντας σ᾿ εμένα.
Ο Λεγκραντέν είχε ζητήσει από τούς γονείς μου να με στείλουν να δειπνήσω μαζί του, το βράδυ: «Ελάτε να κρατήσετε συντροφιά στο γέρο φίλο σας», μού είχε πει. «Σαν ανθοδέσμη πού μάς στέλνει ένας ταξιδιώτης από μια χώρα όπου δεν θα ξαναπάμε ποτέ, κάντε με ν᾿ αναπνεύσω απ᾿ την απόσταση τής εφηβείας σας αυτά τα ανοιξιάτικα λουλούδια, πού κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα τους πριν από χρόνια»
Δείπνησα με τον Λεγκραντέν στην ταράτσα του ήταν φεγγαροβραδιά: «Υπάρχει μια όμορφη ποιότητα σιωπής, δε νομίζετε;» μού είπε. «Στις πληγωμένες καρδιές σαν τη δική μου, ένας μυθιστοριογράφος, πού τα έργα του θα διαβάσετε αργότερα, διατείνεται πώς ταιριάζουν μόνο η σκιά και η σιωπή. Και βλέπετε παιδί μου, έρχεται στη ζωή μια στιγμή, πολύ μακρινή για σάς ακόμα, όταν τα κουρασμένα μάτια δεν ανέχονται πια παρά ένα φως, εκείνο πού μια όμορφη νύχτα σαν κι αυτήν ετοιμάζει, όπου τα αυτιά δεν μπορούν πια ν᾿ ακούσουν άλλη μουσική απ᾿ αυτή πού φιλτράρει το φεγγαρόφωτο μέσα στη σιωπή». Άκουγα τα λόγια τού κυρίου Λεγκραντέν, πού μού φαίνονταν πάντα τόσο ευχάριστα, με ολοζώντανη όμως την ανάμνηση μιας γυναίκας πού είχα αντικρίσει για πρώτη φορά πρόσφατα και καθώς σκεφτόμουν πώς ο Λεγκραντέν πού είχε σχέσεις με πολλές αριστοκρατικές προσωπικότητες τής περιοχής, ίσως να τη γνώριζε, πήρα το θάρρος και τού είπα: «Μήπως γνωρίζετε την... τις πυργοδέσποινες τού Γκερμάντ;» κι ένιωθα ευτυχία μόνο και μόνο, γιατί έβγαλα το όνομα αυτό από το όνειρό μου, για να τού δώσω μιαν υπόσταση αντικειμενική και ηχητική.
Αλλά μόλις ακούστηκε το όνομα Γκερμάντ, είδα στη μέση των γαλάζιων ματιών τού φίλου μας, να καρφώνεται μια μικρή καστανή εγκοπή, λες και τα είχε διαπεράσει μια αθέατη σαΐτα. Και το στόμα του, σημαδεμένο από ένα πικρό τσάκισμα χαμογέλασε, ενώ το βλέμμα του έμενε πονεμένο. «Όχι δεν τις γνωρίζω», είπε, αλλ᾿ αντί να δώσει σε μια τόσο απλή πληροφορία, το φυσικό και απλό τόνο πού ταίριαζε, την ξεστόμισε με την έμφαση κάποιου πού μη μπορώντας ν᾿ αποκρύψει μια κατάσταση οδυνηρή για τον ίδιο, προτιμά να την διακηρύξει, για να δώσει στους άλλους την εντύπωση πώς η ομολογία του δεν τον στεναχωρεί, είναι απλή, ευχάριστη, πώς η ίδια η κατάσταση η έλλειψη σχέσεων με τούς Γκερμάντ, θα μπορούσε να ήταν ίσως όχι μια κατάσταση πού τού επέβαλαν, αλλά μια κατάσταση πού τη θέλησε ο ίδιος, και οφειλόταν ίσως σε κάποια οικογενειακή παράδοση, ηθική αρχή, πού τού απαγορεύει ειδικά να συναναστρέφεται τούς Γκερμάντ. «Όχι», συνέχισε «δεν τούς γνωρίζω, ποτέ δε ζήτησα να τούς γνωρίσω, θέλησα πάντα να κρατήσω την απόλυτη ανεξαρτησία μου. Πολλοί ήρθαν να με πείσουν, μού ᾿λεγαν πώς είχα άδικο να μην πηγαίνω στους Γκερμάντ, πώς συμπεριφέρομαι σαν αγριάνθρωπος. Να όμως μια φήμη πού δεν είναι αληθινή! Στο βάθος αγαπώ τώρα πια στον κόσμο μόνο κάποιες εκκλησίες, δυο ή τρία βιβλία, όχι πολύ περισσότερους πίνακες ζωγραφικής, και το φως τού φεγγαριού όταν το αεράκι τής νιότης σας μού φέρνει την ευωδιά των παρτεριών, πού δεν τα διακρίνουν πια τα γέρικα μάτια μου». Δεν μπορούσα να καταλάβω καλά πώς, το να μην πηγαίνεις σε ανθρώπους πού δε γνωρίζεις, ήταν απαραίτητο για να κρατήσεις την ανεξαρτησία σου, και γιατί αυτό σ᾿ έκανε να συμπεριφέρεσαι σαν αγριάνθρωπος. Αντίθετα καταλάβαινα πώς ο Λεγκραντέν δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν έλεγε πώς αγαπούσε μόνο τις εκκλησίες, το φεγγαρόφωτο και τη νιότη· αγαπούσε πολύ τούς ευγενείς των πύργων και μπροστά τους φοβόταν τόσο πολύ μήπως δεν τούς φανεί αρεστός, ώστε δεν τολμούσε να τούς αφήσει να δουν πώς είχε φίλους αστούς, γιούς συμβολαιογράφων ή χρηματιστών ήταν σνομπ. Φυσικά δεν έλεγε τίποτε απ᾿ όλα αυτά στην κουβέντα του, πού τόσο αγαπούσαμε οι γονείς μου κι εγώ. Γι αυτό όταν ρώτησα: «Γνωρίζετε τούς Γκερμάντ;» ο Λεγκραντέν ο ομιλητικός απαντούσε: «Όχι δεν θέλησα να τούς γνωρίσω».
Αλλά ένας άλλος Λεγκραντέν πού τον έκρυβε προσεχτικά στο βάθος του, πού δεν τον παρουσίαζε γιατί εκείνος ήξερε για τον δικό μας Λεγκραντέν, για τον σνομπισμό του, ένας άλλος Λεγκραντέν είχε απαντήσει, με την πληγή στο βλέμμα, με το σπασμό στο στόμα: «Αλίμονο! Με κάνετε να υποφέρω! Όχι δεν τούς γνωρίζω τούς Γκερμάντ, μην ξυπνάτε το μεγάλο καημό τής ζωής μου». Κι αυτός ο άλλος Λεγκραντέν, αν ίσως δεν είχε την όμορφη κουβέντα τού δικού μας, είχε πολύ πιο άμεσο λόγο, πού τον αποτελούσαν τα λεγόμενα "αντανακλαστικά". Όταν λοιπόν ο Λεγκραντέν ο ομιλητικός ήθελε να τον κάνει να σωπάσει, ο άλλος είχε κιόλας μιλήσει, κι ο φίλος μας στενοχωριόταν για την κακή εντύπωση πού χαν από τις αποκαλύψεις τού alter ego του.
Κι αυτό βέβαια δε σημαίνει πώς ο Λεγκραντέν δεν ήταν ειλικρινής όταν μιλούσε σκληρά για τούς σνομπ. Δεν μπορούσε να ξέρει τουλάχιστον από δική του διαπίστωση, πώς ήταν σνομπ κι ο ίδιος, αφού δε γνωρίζουμε ποτέ παρά μόνο τα πάθη των άλλων, κι ό,τι πληροφορούμαστε για τα δικά μας, μόνο από τούς άλλους μπορούμε να το μάθουμε. Η μαμά διασκέδαζε ιδιαίτερα κάθε φορά πού έπιανε επ᾿ αυτοφώρῳ τον Λεγκραντέν να διαπράττει το αμάρτημα τού σνομπισμού. Ο πατέρας μου αντίθετα δύσκολα ανεχόταν την υπεροψία τού Λεγκραντέν με τόση αδιαφορία και ευθυμία, κι όταν μια χρονιά σκέφτηκαν να με στείλουν να περάσω τις μεγάλες διακοπές στο Μπαλμπέκ με τη γιαγιά μου, είπε: «Πρέπει οπωσδήποτε ν᾿ αναγγείλω στον Λεγκραντέν πώς θα πάτε στο Μπαλμπέκ, για να δούμε αν θα προτείνει να σάς φέρει σε επαφή με την αδελφή του, την κυρία ντε Καμπρεμέρ. Ίσως να μη θυμάται πώς μάς είπε ότι κατοικεί σε απόσταση μόλις δυο χιλιομέτρων από το Μπαλμπέκ». Κι όμως δίχως να χρειαστεί να τού μιλήσουμε για το Μπαλμπέκ, ο ίδιος ο Λεγκραντέν, χωρίς να ξέρει πώς θα είχαμε ποτέ πρόθεση να πάμε προς τα εκεί, πιάστηκε μόνος του στη φάκα ένα βράδυ πού τον συναντήσαμε στις όχθες τής Βιβόν.
«Υπάρχουν απόψε στα σύννεφα κάτι ωραιότατες μενεξεδιές και θαλασσιές αποχρώσεις, δε νομίζετε, φίλε μου;» είπε στον πατέρα μου. «Μόνο στην περιοχή τής Μάγχης, ανάμεσα στη Νορμανδία και τη Βρετάνη, μπόρεσα να κάνω τις πιο πλούσιες παρατηρήσεις πάνω σ᾿ αυτό το κάπως φυτικό βασίλειο τής ατμόσφαιρας. Εκεί κάτω, κοντά στο Μπαλμπέκ, κοντά στους άγριους αυτούς τόπους, υπάρχει ένας μικρός κόλπος με μια χαριτωμένη απαλότητα, όπου το βράδυ ανθίζουν κάποια ουράνια μπουκέτα, θαλασσιά και ρόδινα, μπουκέτα ασύγκριτα και πού συχνά περνούν ώρες πριν μαραθούν. Άλλα πάλι μαραίνονται αμέσως κι είναι τότε ακόμα πιο ωραίο να βλέπεις τον ουρανό ολόκληρο να τον γεμίζουν σπαρμένα πέταλα».
«Α! Μήπως γνωρίζετε κανένα στο Μπαλμπέκ;» είπε ο πατέρας μου. «Πρόκειται εκεί ακριβώς να πάει τούτος ο μικρός να περάσει δυο μήνες με τη γιαγιά του, ίσως και τη μητέρα του».
Καθώς η ερώτηση τού ήρθε αναπάντεχα τη στιγμή πού κοίταζε τον πατέρα μου, ο Λεγκραντέν δεν μπόρεσε να στρίψει αλλού το βλέμμα, αλλά καρφώνοντάς το όλο και πιο έντονα πάνω στα μάτια τού συνομιλητή του, με μια έκφραση γεμάτη ειλικρίνεια και δείχνοντας πώς δε φοβάται να τον κοιτάζει κατάματα, έδινε την εντύπωση πώς είχε διαπεράσει το πρόσωπό του, λες και ήταν διάφανο, και πώς κοίταζε πέρα πίσω του, ένα σύννεφο μ᾿ έντονους χρωματισμούς, πού τού δημιουργούσε ένα άλλοθι για τη σκέψη και πού τού επέτρεπε ν᾿ αποδείξει, πώς όταν τον είχαν ρωτήσει αν γνώριζε κάποιον στο Μπαλμπέκ, σκεφτόταν κάτι άλλο και δεν είχε ακούσει την ερώτηση. Συνήθως τέτοια βλέμματα υποχρεώνουν το συνομιλητή να πει: «Τι να σκέφτεται άραγε;». Ο πατέρας μου όμως, περίεργος, θυμωμένος και σκληρός, συνέχισε:
«Μήπως έχετε φίλους σ᾿ αυτά τα μέρη, αφού γνωρίζετε τόσο καλά το Μαλμπέκ;»
Με μια στερνή απελπισμένη προσπάθεια, το βλέμμα τού Λεγκραντέν έγινε όσο μπορούσε πιο τρυφερό, πιο αόριστο και πιο αφηρημένο. Αλλά, επειδή σκέφτηκε πώς ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, μάς είπε:
«Έχω φίλους παντού όπου υπάρχουν στρατιές από δέντρα πληγωμένα, αλλ᾿ όχι νικημένα, πού μαζεύτηκαν για να ικετεύσουν όλα μαζί ένα σκοτεινιασμένο ουρανό, ανελέητο».
«Δεν ήθελα να πω αυτό», τον έκοψε ο πατέρας μου, επίμονος όσο τα δέντρα και ανελέητος όσο ο ουρανός. «Ρωτούσα για την περίπτωση πού θα τύχαινε κάτι στην πεθερά μου και θα τής χρειαζόταν να μη νιώθει σα χαμένη, μήπως γνωρίζετε κόσμο εκεί πέρα».
«Εκεί, κι οπουδήποτε αλλού, γνωρίζω όλο τον κόσμο και δεν γνωρίζω κανένα», απάντησε ο Λεγκραντέν μη θέλοντας να υποχωρήσει τόσο εύκολα, «γνωρίζω πολύ καλά τα πράγματα κι ελάχιστα τα πρόσωπα. Αυτή η χώρα η χωρίς αλήθεια, αυτή η ολότελα φανταστική χώρα είναι κακό ανάγνωσμα για ένα παιδί, και σίγουρα δε θα το διάλεγα και δε θα το συνιστούσα για το μικρό μου φίλο πού έχει ήδη μια κλίση προς την μελαγχολία. Το κλίμα τής ερωτικής εκμυστήρευσης και τής περιττής μεταμέλειας μπορεί ίσως να ταιριάζει σ᾿ ένα γέρο απογοητευμένο σαν και μένα, αλλά είναι πάντα βλαβερό για μια ιδιοσυγκρασία πού δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Καλή νύχτα γείτονες», πρόσθεσε κι απομακρύνθηκε μ᾿ αυτόν το συνηθισμένο τρόπο υπεκφυγής, και γυρνώντας ξανά προς το μέρος μας με το δάχτυλο σηκωμένο σα να ᾿ταν γιατρός, έδωσε το συμπέρασμα τής διάγνωσής του: «Όχι Μπαλμπέκ πριν τα πενήντα, και τότε ακόμα αυτό εξαρτάται από την κατάσταση τής καρδιάς», μάς είπε φωναχτά.
Ο πατέρας μου τού ξαναμίλησε γι αυτό αργότερα σε άλλες συναντήσεις χαμένος κόπος: σαν εκείνο το σοφό απατεώνα ο οποίος, για να κατασκευάζει πλαστά παλίμψηστα, ξόδευε εργασία και επιστημονική γνώση, πού το ένα τους εκατοστό θ᾿ αρκούσε για να τού εξασφαλίσει καλύτερη οικονομική θέση, αλλά έντιμη, ο κύριος Λεγκραντέν, αν επιμέναμε κι άλλο, θα είχε τελικά συνθέσει μιαν ολόκληρη ηθική τού τοπίου και μιαν ουράνια γεωγραφία τής κάτω Νορμανδίας, παρά να μάς ομολογήσει πώς δυο χιλιόμετρα από το Μπαλμπέκ κατοικούσε η ίδια του η αδελφή, και να υποχρεωθεί να μάς δώσει συστατική επιστολή, πού ωστόσο δεν θα τον φόβιζε τόσο πολύ αν ήταν βέβαιος, όπως πραγματικά θα έπρεπε να είναι αφού γνώριζε προσωπικά τον χαρακτήρα τής γιαγιάς μου πώς δε θα τη μεταχειριζόμαστε.
Γεια χαρά, φίλοι, μάς έλεγε καθώς ερχόταν να μάς προϋπαντήσει. «Πρέπει να ᾿σαστε ευτυχείς πού μένετε πολύ εδώ, αύριο πρέπει να γυρίσω στο Παρίσι. «Ω, υπάρχουν σίγουρα στο σπίτι μου όλα τα περιττά πράγματα. Λείπει μόνο το απαραίτητο: ένα μεγάλο κομμάτι ουρανός όπως εδώ. Προσπαθήστε να κρατήσετε πάντα ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ᾿ τη ζωή σας, μικρέ μου», συμπλήρωνε γυρνώντας σ᾿ εμένα.
Ο Λεγκραντέν είχε ζητήσει από τούς γονείς μου να με στείλουν να δειπνήσω μαζί του, το βράδυ: «Ελάτε να κρατήσετε συντροφιά στο γέρο φίλο σας», μού είχε πει. «Σαν ανθοδέσμη πού μάς στέλνει ένας ταξιδιώτης από μια χώρα όπου δεν θα ξαναπάμε ποτέ, κάντε με ν᾿ αναπνεύσω απ᾿ την απόσταση τής εφηβείας σας αυτά τα ανοιξιάτικα λουλούδια, πού κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα τους πριν από χρόνια»
Δείπνησα με τον Λεγκραντέν στην ταράτσα του ήταν φεγγαροβραδιά: «Υπάρχει μια όμορφη ποιότητα σιωπής, δε νομίζετε;» μού είπε. «Στις πληγωμένες καρδιές σαν τη δική μου, ένας μυθιστοριογράφος, πού τα έργα του θα διαβάσετε αργότερα, διατείνεται πώς ταιριάζουν μόνο η σκιά και η σιωπή. Και βλέπετε παιδί μου, έρχεται στη ζωή μια στιγμή, πολύ μακρινή για σάς ακόμα, όταν τα κουρασμένα μάτια δεν ανέχονται πια παρά ένα φως, εκείνο πού μια όμορφη νύχτα σαν κι αυτήν ετοιμάζει, όπου τα αυτιά δεν μπορούν πια ν᾿ ακούσουν άλλη μουσική απ᾿ αυτή πού φιλτράρει το φεγγαρόφωτο μέσα στη σιωπή». Άκουγα τα λόγια τού κυρίου Λεγκραντέν, πού μού φαίνονταν πάντα τόσο ευχάριστα, με ολοζώντανη όμως την ανάμνηση μιας γυναίκας πού είχα αντικρίσει για πρώτη φορά πρόσφατα και καθώς σκεφτόμουν πώς ο Λεγκραντέν πού είχε σχέσεις με πολλές αριστοκρατικές προσωπικότητες τής περιοχής, ίσως να τη γνώριζε, πήρα το θάρρος και τού είπα: «Μήπως γνωρίζετε την... τις πυργοδέσποινες τού Γκερμάντ;» κι ένιωθα ευτυχία μόνο και μόνο, γιατί έβγαλα το όνομα αυτό από το όνειρό μου, για να τού δώσω μιαν υπόσταση αντικειμενική και ηχητική.
Αλλά μόλις ακούστηκε το όνομα Γκερμάντ, είδα στη μέση των γαλάζιων ματιών τού φίλου μας, να καρφώνεται μια μικρή καστανή εγκοπή, λες και τα είχε διαπεράσει μια αθέατη σαΐτα. Και το στόμα του, σημαδεμένο από ένα πικρό τσάκισμα χαμογέλασε, ενώ το βλέμμα του έμενε πονεμένο. «Όχι δεν τις γνωρίζω», είπε, αλλ᾿ αντί να δώσει σε μια τόσο απλή πληροφορία, το φυσικό και απλό τόνο πού ταίριαζε, την ξεστόμισε με την έμφαση κάποιου πού μη μπορώντας ν᾿ αποκρύψει μια κατάσταση οδυνηρή για τον ίδιο, προτιμά να την διακηρύξει, για να δώσει στους άλλους την εντύπωση πώς η ομολογία του δεν τον στεναχωρεί, είναι απλή, ευχάριστη, πώς η ίδια η κατάσταση η έλλειψη σχέσεων με τούς Γκερμάντ, θα μπορούσε να ήταν ίσως όχι μια κατάσταση πού τού επέβαλαν, αλλά μια κατάσταση πού τη θέλησε ο ίδιος, και οφειλόταν ίσως σε κάποια οικογενειακή παράδοση, ηθική αρχή, πού τού απαγορεύει ειδικά να συναναστρέφεται τούς Γκερμάντ. «Όχι», συνέχισε «δεν τούς γνωρίζω, ποτέ δε ζήτησα να τούς γνωρίσω, θέλησα πάντα να κρατήσω την απόλυτη ανεξαρτησία μου. Πολλοί ήρθαν να με πείσουν, μού ᾿λεγαν πώς είχα άδικο να μην πηγαίνω στους Γκερμάντ, πώς συμπεριφέρομαι σαν αγριάνθρωπος. Να όμως μια φήμη πού δεν είναι αληθινή! Στο βάθος αγαπώ τώρα πια στον κόσμο μόνο κάποιες εκκλησίες, δυο ή τρία βιβλία, όχι πολύ περισσότερους πίνακες ζωγραφικής, και το φως τού φεγγαριού όταν το αεράκι τής νιότης σας μού φέρνει την ευωδιά των παρτεριών, πού δεν τα διακρίνουν πια τα γέρικα μάτια μου». Δεν μπορούσα να καταλάβω καλά πώς, το να μην πηγαίνεις σε ανθρώπους πού δε γνωρίζεις, ήταν απαραίτητο για να κρατήσεις την ανεξαρτησία σου, και γιατί αυτό σ᾿ έκανε να συμπεριφέρεσαι σαν αγριάνθρωπος. Αντίθετα καταλάβαινα πώς ο Λεγκραντέν δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν έλεγε πώς αγαπούσε μόνο τις εκκλησίες, το φεγγαρόφωτο και τη νιότη· αγαπούσε πολύ τούς ευγενείς των πύργων και μπροστά τους φοβόταν τόσο πολύ μήπως δεν τούς φανεί αρεστός, ώστε δεν τολμούσε να τούς αφήσει να δουν πώς είχε φίλους αστούς, γιούς συμβολαιογράφων ή χρηματιστών ήταν σνομπ. Φυσικά δεν έλεγε τίποτε απ᾿ όλα αυτά στην κουβέντα του, πού τόσο αγαπούσαμε οι γονείς μου κι εγώ. Γι αυτό όταν ρώτησα: «Γνωρίζετε τούς Γκερμάντ;» ο Λεγκραντέν ο ομιλητικός απαντούσε: «Όχι δεν θέλησα να τούς γνωρίσω».
Αλλά ένας άλλος Λεγκραντέν πού τον έκρυβε προσεχτικά στο βάθος του, πού δεν τον παρουσίαζε γιατί εκείνος ήξερε για τον δικό μας Λεγκραντέν, για τον σνομπισμό του, ένας άλλος Λεγκραντέν είχε απαντήσει, με την πληγή στο βλέμμα, με το σπασμό στο στόμα: «Αλίμονο! Με κάνετε να υποφέρω! Όχι δεν τούς γνωρίζω τούς Γκερμάντ, μην ξυπνάτε το μεγάλο καημό τής ζωής μου». Κι αυτός ο άλλος Λεγκραντέν, αν ίσως δεν είχε την όμορφη κουβέντα τού δικού μας, είχε πολύ πιο άμεσο λόγο, πού τον αποτελούσαν τα λεγόμενα "αντανακλαστικά". Όταν λοιπόν ο Λεγκραντέν ο ομιλητικός ήθελε να τον κάνει να σωπάσει, ο άλλος είχε κιόλας μιλήσει, κι ο φίλος μας στενοχωριόταν για την κακή εντύπωση πού χαν από τις αποκαλύψεις τού alter ego του.
Κι αυτό βέβαια δε σημαίνει πώς ο Λεγκραντέν δεν ήταν ειλικρινής όταν μιλούσε σκληρά για τούς σνομπ. Δεν μπορούσε να ξέρει τουλάχιστον από δική του διαπίστωση, πώς ήταν σνομπ κι ο ίδιος, αφού δε γνωρίζουμε ποτέ παρά μόνο τα πάθη των άλλων, κι ό,τι πληροφορούμαστε για τα δικά μας, μόνο από τούς άλλους μπορούμε να το μάθουμε. Η μαμά διασκέδαζε ιδιαίτερα κάθε φορά πού έπιανε επ᾿ αυτοφώρῳ τον Λεγκραντέν να διαπράττει το αμάρτημα τού σνομπισμού. Ο πατέρας μου αντίθετα δύσκολα ανεχόταν την υπεροψία τού Λεγκραντέν με τόση αδιαφορία και ευθυμία, κι όταν μια χρονιά σκέφτηκαν να με στείλουν να περάσω τις μεγάλες διακοπές στο Μπαλμπέκ με τη γιαγιά μου, είπε: «Πρέπει οπωσδήποτε ν᾿ αναγγείλω στον Λεγκραντέν πώς θα πάτε στο Μπαλμπέκ, για να δούμε αν θα προτείνει να σάς φέρει σε επαφή με την αδελφή του, την κυρία ντε Καμπρεμέρ. Ίσως να μη θυμάται πώς μάς είπε ότι κατοικεί σε απόσταση μόλις δυο χιλιομέτρων από το Μπαλμπέκ». Κι όμως δίχως να χρειαστεί να τού μιλήσουμε για το Μπαλμπέκ, ο ίδιος ο Λεγκραντέν, χωρίς να ξέρει πώς θα είχαμε ποτέ πρόθεση να πάμε προς τα εκεί, πιάστηκε μόνος του στη φάκα ένα βράδυ πού τον συναντήσαμε στις όχθες τής Βιβόν.
«Υπάρχουν απόψε στα σύννεφα κάτι ωραιότατες μενεξεδιές και θαλασσιές αποχρώσεις, δε νομίζετε, φίλε μου;» είπε στον πατέρα μου. «Μόνο στην περιοχή τής Μάγχης, ανάμεσα στη Νορμανδία και τη Βρετάνη, μπόρεσα να κάνω τις πιο πλούσιες παρατηρήσεις πάνω σ᾿ αυτό το κάπως φυτικό βασίλειο τής ατμόσφαιρας. Εκεί κάτω, κοντά στο Μπαλμπέκ, κοντά στους άγριους αυτούς τόπους, υπάρχει ένας μικρός κόλπος με μια χαριτωμένη απαλότητα, όπου το βράδυ ανθίζουν κάποια ουράνια μπουκέτα, θαλασσιά και ρόδινα, μπουκέτα ασύγκριτα και πού συχνά περνούν ώρες πριν μαραθούν. Άλλα πάλι μαραίνονται αμέσως κι είναι τότε ακόμα πιο ωραίο να βλέπεις τον ουρανό ολόκληρο να τον γεμίζουν σπαρμένα πέταλα».
«Α! Μήπως γνωρίζετε κανένα στο Μπαλμπέκ;» είπε ο πατέρας μου. «Πρόκειται εκεί ακριβώς να πάει τούτος ο μικρός να περάσει δυο μήνες με τη γιαγιά του, ίσως και τη μητέρα του».
Καθώς η ερώτηση τού ήρθε αναπάντεχα τη στιγμή πού κοίταζε τον πατέρα μου, ο Λεγκραντέν δεν μπόρεσε να στρίψει αλλού το βλέμμα, αλλά καρφώνοντάς το όλο και πιο έντονα πάνω στα μάτια τού συνομιλητή του, με μια έκφραση γεμάτη ειλικρίνεια και δείχνοντας πώς δε φοβάται να τον κοιτάζει κατάματα, έδινε την εντύπωση πώς είχε διαπεράσει το πρόσωπό του, λες και ήταν διάφανο, και πώς κοίταζε πέρα πίσω του, ένα σύννεφο μ᾿ έντονους χρωματισμούς, πού τού δημιουργούσε ένα άλλοθι για τη σκέψη και πού τού επέτρεπε ν᾿ αποδείξει, πώς όταν τον είχαν ρωτήσει αν γνώριζε κάποιον στο Μπαλμπέκ, σκεφτόταν κάτι άλλο και δεν είχε ακούσει την ερώτηση. Συνήθως τέτοια βλέμματα υποχρεώνουν το συνομιλητή να πει: «Τι να σκέφτεται άραγε;». Ο πατέρας μου όμως, περίεργος, θυμωμένος και σκληρός, συνέχισε:
«Μήπως έχετε φίλους σ᾿ αυτά τα μέρη, αφού γνωρίζετε τόσο καλά το Μαλμπέκ;»
Με μια στερνή απελπισμένη προσπάθεια, το βλέμμα τού Λεγκραντέν έγινε όσο μπορούσε πιο τρυφερό, πιο αόριστο και πιο αφηρημένο. Αλλά, επειδή σκέφτηκε πώς ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, μάς είπε:
«Έχω φίλους παντού όπου υπάρχουν στρατιές από δέντρα πληγωμένα, αλλ᾿ όχι νικημένα, πού μαζεύτηκαν για να ικετεύσουν όλα μαζί ένα σκοτεινιασμένο ουρανό, ανελέητο».
«Δεν ήθελα να πω αυτό», τον έκοψε ο πατέρας μου, επίμονος όσο τα δέντρα και ανελέητος όσο ο ουρανός. «Ρωτούσα για την περίπτωση πού θα τύχαινε κάτι στην πεθερά μου και θα τής χρειαζόταν να μη νιώθει σα χαμένη, μήπως γνωρίζετε κόσμο εκεί πέρα».
«Εκεί, κι οπουδήποτε αλλού, γνωρίζω όλο τον κόσμο και δεν γνωρίζω κανένα», απάντησε ο Λεγκραντέν μη θέλοντας να υποχωρήσει τόσο εύκολα, «γνωρίζω πολύ καλά τα πράγματα κι ελάχιστα τα πρόσωπα. Αυτή η χώρα η χωρίς αλήθεια, αυτή η ολότελα φανταστική χώρα είναι κακό ανάγνωσμα για ένα παιδί, και σίγουρα δε θα το διάλεγα και δε θα το συνιστούσα για το μικρό μου φίλο πού έχει ήδη μια κλίση προς την μελαγχολία. Το κλίμα τής ερωτικής εκμυστήρευσης και τής περιττής μεταμέλειας μπορεί ίσως να ταιριάζει σ᾿ ένα γέρο απογοητευμένο σαν και μένα, αλλά είναι πάντα βλαβερό για μια ιδιοσυγκρασία πού δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Καλή νύχτα γείτονες», πρόσθεσε κι απομακρύνθηκε μ᾿ αυτόν το συνηθισμένο τρόπο υπεκφυγής, και γυρνώντας ξανά προς το μέρος μας με το δάχτυλο σηκωμένο σα να ᾿ταν γιατρός, έδωσε το συμπέρασμα τής διάγνωσής του: «Όχι Μπαλμπέκ πριν τα πενήντα, και τότε ακόμα αυτό εξαρτάται από την κατάσταση τής καρδιάς», μάς είπε φωναχτά.
Ο πατέρας μου τού ξαναμίλησε γι αυτό αργότερα σε άλλες συναντήσεις χαμένος κόπος: σαν εκείνο το σοφό απατεώνα ο οποίος, για να κατασκευάζει πλαστά παλίμψηστα, ξόδευε εργασία και επιστημονική γνώση, πού το ένα τους εκατοστό θ᾿ αρκούσε για να τού εξασφαλίσει καλύτερη οικονομική θέση, αλλά έντιμη, ο κύριος Λεγκραντέν, αν επιμέναμε κι άλλο, θα είχε τελικά συνθέσει μιαν ολόκληρη ηθική τού τοπίου και μιαν ουράνια γεωγραφία τής κάτω Νορμανδίας, παρά να μάς ομολογήσει πώς δυο χιλιόμετρα από το Μπαλμπέκ κατοικούσε η ίδια του η αδελφή, και να υποχρεωθεί να μάς δώσει συστατική επιστολή, πού ωστόσο δεν θα τον φόβιζε τόσο πολύ αν ήταν βέβαιος, όπως πραγματικά θα έπρεπε να είναι αφού γνώριζε προσωπικά τον χαρακτήρα τής γιαγιάς μου πώς δε θα τη μεταχειριζόμαστε.
Ο θείος Αδόλφος. Η αγάπη μου για το θέατρο. Συνάντηση στο Παρίσι, στου θείου Αδόλφου με "την κυρία με τα ροζ", μέλλουσα κυρία Σουάν.
Τελικά η μητέρα, μού έλεγε: «Άντε λοιπόν ανέβα στο δωμάτιό σου, αν ζεσταίνεσαι πολύ στο ύπαιθρο πήγαινε όμως πρώτα για λίγο, να αναπνεύσεις καθαρό αέρα, για να μην αρχίζεις το διάβασμα μόλις σηκωθείς από το τραπέζι». Πήγαινα να καθίσω στον πάγκο δίχως πλάτη στη σκιά μιας πασχαλιάς, σ᾿ αυτή τη μικρή γωνιά τού κήπου. Μπορούσες να διακρίνεις το κόκκινο πλακόστρωτο τής κουζίνας. Έμοιαζε λιγότερο με το άντρο τής Φρανσουάζ και πιότερο με μικρό "ναό τής Αφροδίτης". Ξεχείλιζε από τις προσφορές τού τυροκόμου, τού φρουτέμπορου, τής μανάβισσας, πού έρχονταν κάποτε από μακρινά χωριουδάκια για να τής αφιερώσουν τα πρωιμάδια των χωραφιών τους.
Άλλοτε δεν αργοπορούσα πολύ στο αλσύλλιο πού την περιστοίχιζε, γιατί πριν ανέβω να διαβάσω, έμπαινα στο μικρό αναπαυτήριο τού θείου Αδόλφου, αδελφού τού παππού μου, όπου, ακόμα και όταν τα ανοιχτά παράθυρα άφηναν τη ζέστη να μπει, αναδινόταν αστέρευτα αυτή η απροσδιόριστη μυρωδιά τού δάσους, πού κάνει τα ρουθούνια να ονειροπολούν όταν μπαίνει κανείς σε ορεινό περίπτερο, εγκαταλελειμμένο από καιρό. Από χρόνια όμως δεν έμπαινα πια στο μικρό δωμάτιο τού θείου Αδόλφου, πού δεν ερχόταν πια στο Κομπραί, επειδή είχε μεσολαβήσει μια διάσταση ανάμεσα σ᾿ αυτόν και την οικογένεια μου, από δικό μου σφάλμα, κάτω απ᾿ τις ακόλουθες συνθήκες:
Μια δυο φορές το μήνα στο Παρίσι, μ᾿ έστελναν να τού κάνω επίσκεψη. Παραπονιόταν γκρινιάζοντας, πώς είχα καιρό να πάω να τον δω, πώς τον εγκαταλείπαμε. Την εποχή εκείνη ένιωθα αγάπη για το θέατρο, έναν έρωτα πλατωνικό, γιατί οι γονείς μου δεν μού είχαν ακόμα επιτρέψει να πάω στο θέατρο, κι αναπαράσταινα με τόση ασάφεια, την ευχαρίστηση πού θα ᾿νιωθε εκεί κανείς. Κάθε πρωί έτρεχα ως τη στήλη Μορρίς [1] για να δω τις διαφημίσεις για τα θεάματα. Τίποτα δεν ήταν πιο ανιδιοτελές και πιο ευτυχισμένο, απ᾿ τα όνειρα πού πρόσφερε στη φαντασία μου το κάθε αναγγελλόμενο έργο, όνειρα πού καθορίζονταν ταυτόχρονα από τις εικόνες, αναπόσπαστες από τις λέξεις πού συνθέτανε τον τίτλο τους, και από το χρώμα πού είχαν οι υγρές ακόμα από την κόλλα αφίσες.
Η τέχνη των ηθοποιών, αν και δεν την είχα γνωρίσει ακόμα, ήταν η πρώτη απ᾿ όλες τις μορφές της, με την οποία η Τέχνη μού έδινε τη δυνατότητα να την προαισθανθώ. Ακόμα και οι πιο μικρές διαφορές, στον τρόπο τής απαγγελίας ή τού χρωματισμού τής φωνής τους, μού φαίνονταν πώς αποκτούσαν απροσμέτρητη σημασία. Τόσο το όνομα μιας πρωταγωνίστριας, καθώς έλαμπε στην είσοδο ενός θεάτρου, τόσο η θέα στο τζάμι ενός κουπέ πού περνούσε στο δρόμο με τ᾿ άλογα του στολισμένα με τριαντάφυλλα στην κεφαλαριά, τόσο η θέα μιας γυναίκας πού πίστευα πώς θα μπορούσε να ᾿ναι ηθοποιός, άφηνε μέσα μου μια αναστάτωση, μια προσπάθεια ανίσχυρη κι οδυνηρή, ν᾿ αναπαραστήσω τη ζωή της. Ταξινομούσα σε μια σειρά τις πιο διάσημες: Σάρα Μπερνάρ, Μπερμά, Μπαρτέ, Μαντλέν Μπροάν, Ζαν Σαμαρύ [2] , αλλ᾿ όλες με ενδιέφεραν. Ο θείος μου λοιπόν, γνώριζε πολλές, καθώς και πολλές κοκκότες, πού δεν τις ξεχώριζα πολύ καθαρά από τις ηθοποιούς. Τις δεχόταν στο σπίτι του. Κι αν δεν πηγαίναμε να τον δούμε παρά μόνο ορισμένες ημέρες ήταν, γιατί δεχόταν γυναίκες πού δεν μπορούσε να συναντήσει η οικογένειά μου, τουλάχιστον κατά τη γνώμη της, γιατί αντίθετα το θείο μου, η υπερβολική ευκολία με την οποία δεχόταν να τις συστήσει στη γιαγιά μου ή να τούς χαρίσει οικογενειακά κοσμήματα, τον είχαν κάνει να τσακωθεί κάμποσες φορές με τον παππού μου· και σκεφτόμουν πώς ο θείος μου θα μπορούσε να με απαλλάξει απ᾿ τη "μαθητεία" πού έκαναν ίσως για χρόνια χωρίς όφελος, άνθρωποι αξιόλογοι μπροστά στην πόρτα μιας γυναίκας, πού δεν απαντούσε στα γράμματά τους κι έβαζε το θυρωρό να τούς διώξει, πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό για ένα παιδαρέλι σαν εμένα, αν με παρουσίαζε στο σπίτι του σε κάποια ηθοποιό, απλησίαστη για τόσους άλλους, αλλά πού ήταν σ᾿ εκείνον φίλη στενή.
Μια μέρα άλλη από τις καθορισμένες για τις οικογενειακές επισκέψεις, βγήκα και αντί να πάω να δω τη στήλη με τις αφίσσες, έτρεξα στου θείου μου. Παρατήρησα μπροστά στην πόρτα του ένα αμάξι με δυο άλογα πού ᾿χαν στις παρωπίδες τους κόκκινα γαρύφαλλα, όπως και ο αμαξάς στη μπουτονιέρα του. Απ᾿ τη σκάλα άκουσα ένα γέλιο και μια φωνή γυναίκας και μόλις χτύπησα σιωπή και το θόρυβο από πόρτες πού έκλειναν. Ο υπηρέτης ήρθε ν᾿ ανοίξει και μόλις με είδε, μού είπε, πώς ο θείος μου ήταν πολύ απασχολημένος και σίγουρα δεν θα μπορούσε να με δεχτεί. Όταν ωστόσο πήγε να τον ειδοποιήσει, άκουσα την ίδια γυναικεία φωνή να λέει: «Μα ναι! άφησέ τον να περάσει μόνο για λίγο, θα με διασκεδάσει τόσο. Στη φωτογραφία πάνω στο γραφείο σου μοιάζει τόσο πολύ με τη μαμά του, πού η φωτογραφία της είναι πλάι στη δική του, δεν είναι έτσι; Θα θελα να τον έβλεπα, για μια στιγμή έστω, αυτόν το μικρό».
Άκουσα το θείο μου να γκρινιάζει τελικά ο υπηρέτης με οδήγησε μέσα. Ο θείος μου φορούσε την καθημερινή απλή μπλούζα του, αλλ᾿ απέναντι του, με φόρεμα ροζ μεταξωτό κι ένα μεγάλο κολλιέ μαργαριτάρια στο λαιμό, καθόταν μια νέα γυναίκα. Εκείνη με κοίταξε χαμογελώντας, κι ο θείος μου τής είπε: «Ο ανιψιός μου», δίχως να πει το όνομά μου, μήτε να πει το δικό της.
Ένιωθα μια μικρή απογοήτευση, γιατί αυτή η νέα γυναίκα δεν ήταν διαφορετική από άλλες όμορφες γυναίκες. Δεν έβρισκα να χει τίποτα απ᾿ τη θεατρική εμφάνιση πού θαύμαζα στις φωτογραφίες των ηθοποιών ή τη διαβολική έκφραση πού θα μπορούσε να συσχετιστεί με τη ζωή πού πρέπει να ζούσε. Μού ήταν δύσκολο να πιστέψω πώς ήταν κοκκότα σικ, αν δεν είχα δει το αμάξι με τα δύο άλογα και αν δε ήξερα πώς ο θείος μου γνώριζε κοκκότες τής πρώτης σειράς. Κι όμως όταν σκεφτόμουν τί θα ᾿ταν η ζωή της, η ανηθικότητα με αναστάτωνε ίσως περισσότερο έτσι, παρά αν είχε προβάλει ολοκάθαρα μπροστά μου με μια χαρακτηριστική εμφάνιση αυτή η αόρατη ανηθικότητα, σαν το μυστικό κάποιου μυθιστορήματος, κάποιου σκανδάλου πού την είχε υποχρεώσει να φύγει από τούς αστούς γονείς της και να δοθεί σ᾿ όλο τον κόσμο, πού την είχε κάνει να ξεχειλίσει από ομορφιά και ν᾿ ανεβεί ως τον ημίκοσμο και τη διασημότητα, αυτή τη γυναίκα πού οι εκφράσεις τού προσώπου της, οι μεταπτώσεις τής φωνής της, παρόμοιες με τόσες άλλες πού γνώριζα κιόλας, μ᾿ έκαναν ωστόσο να τη θεωρώ σα μια κοπέλα καλής οικογένειας, πού την είχε χάσει.
«Μα ναι» συνέχισε ξαφνικά, «πρέπει να συνάντησα στο σπίτι σας τον πατέρα αυτού τού νεαρού. Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω. Υπήρξε τόσο καλός, τόσο εξαίσιος απέναντι μου» είπε με ύφος σεμνό και ευαίσθητο. Καθώς σκέφτηκα ποιος θα ᾿ταν ο τραχύς τρόπος τού πατέρα μου, πού τον χαρακτήριζε εξαίσιο, εγώ πού γνώριζα την επιφυλακτικότητα και την παγερότητά του, ένιωσα δυσάρεστα, σαν από μια απρέπεια του, γι αυτήν την ανισότητα ανάμεσα στην υπερβολική ευγνωμοσύνη της και στην ανεπάρκεια τού πατέρα μου. Μού φάνηκε αργότερα πώς από τις πιο συγκινητικές πλευρές τού ρόλου αυτών των γυναικών, είναι ότι αφιερώνουν τη γενναιοδωρία τους, το ταλέντο τους, ένα διαθέσιμο όνειρο συναισθηματικής ομορφιάς, για να κάνουν πιο πλούσια, την χοντροκομμένη και χυδαία ζωή των ανδρών. Είχε πάρει κάποιες ασήμαντες κουβέντες τού πατέρα μου, τις είχε επεξεργαστεί με φινέτσα, τούς είχε δώσει μιαν άλλη όψη, με μιαν απόχρωση ταπεινοφροσύνης και τις επέστρεφε μεταμορφωμένες σε κάτι εξαίσιο.
«Άντε, λοιπόν, ώρα να πηγαίνεις», μού είπε ο θείος μου. Σηκώθηκα, ένιωσα μιαν ακαταμάχητη επιθυμία να φιλήσω το χέρι τής κυρίας με τα ροζ. Η καρδιά μου κτυπούσε, ενώ έλεγα μέσα μου: «πρέπει ή δεν πρέπει». Και με μια κίνηση τυφλή και ασυλλόγιστη, απογυμνωμένη απ᾿ όλες τις δικαιολογίες πού τής έβρισκα πριν από λίγο, έφερα στα χείλη μου το χέρι πού μού έτεινε.
«Τι καλός πού είναι! Είναι από τώρα ερωτιάρης, έχει καλό ματάκι για τις γυναίκες: βαστάει από το θείο του. Δε θα μπορούσε να ρθει κάποτε να πάρει a cup of tea, όπως λένε οι γείτονές μας οι Άγγλοι; Αρκεί να μού στείλει ένα μήνυμα το πρωί.»
«Όχι, είναι αδύνατο» είπε ο θείος μου, «τον έχουν πολύ περιορισμένο, μελετάει πολύ. Ποιος ξέρει; Ίσως γίνει μια μέρα ένας καινούργιος Βίκτωρ Ουγκώ.»
«Λατρεύω τούς καλλιτέχνες» απάντησε η κυρία με τα ροζ, «μόνο αυτοί καταλαβαίνουν τις γυναίκες... Μόνον αυτοί και οι εκλεκτοί άνθρωποι όπως εσείς.»
Πλημμυρισμένος έρωτα για την κυρία με τα ροζ, σκέπασα με φιλιά τα μάγουλα τού γέρου θείου μου, κι ενώ μ᾿ άφηνε να καταλάβω, πώς θα προτιμούσε να μη μιλήσω γι αυτή την επίσκεψη στους γονείς μου, τού ᾿λεγα για την ανάμνηση τής καλοσύνης του, πού ήταν τόσο έντονη μέσα μου. Ήταν πράγματι τόσο έντονη η ανάμνηση της, ώστε δυο ώρες αργότερα, ύστερα από μερικές αινιγματικές φράσεις πού νόμισα πώς δεν έδωσαν στους γονείς μου μια αρκετή σαφή ιδέα για την καινούργια υπόσταση πού είχα αποχτήσει, θεώρησα πιο ξεκάθαρο να τούς διηγηθώ με τις παραμικρότερες λεπτομέρειες την επίσκεψή μου. Δεν πίστευα πώς θα δημιουργούσα μπελάδες στο θείο μου. Οι γονείς μου δυστυχώς έκριναν με αρχές εντελώς διαφορετικές, όταν θέλησαν να εκτιμήσουν τις πράξεις τού θείου μου. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου είχαν μαζί του βίαιες εξηγήσεις, τις πληροφορήθηκα έμμεσα. Ο θείος μου, από κάποια αμηχανία στη συμπεριφορά μου, απέναντι του, στο δρόμο πού διασταυρωθήκαμε, συμπέρανε πώς στο σημείο αυτό ακολουθούσα εντολές των γονιών μου, δεν τούς το συγχώρεσε αυτό, και πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα δίχως να τον ξαναδεί κανείς από μάς.
Άλλοτε δεν αργοπορούσα πολύ στο αλσύλλιο πού την περιστοίχιζε, γιατί πριν ανέβω να διαβάσω, έμπαινα στο μικρό αναπαυτήριο τού θείου Αδόλφου, αδελφού τού παππού μου, όπου, ακόμα και όταν τα ανοιχτά παράθυρα άφηναν τη ζέστη να μπει, αναδινόταν αστέρευτα αυτή η απροσδιόριστη μυρωδιά τού δάσους, πού κάνει τα ρουθούνια να ονειροπολούν όταν μπαίνει κανείς σε ορεινό περίπτερο, εγκαταλελειμμένο από καιρό. Από χρόνια όμως δεν έμπαινα πια στο μικρό δωμάτιο τού θείου Αδόλφου, πού δεν ερχόταν πια στο Κομπραί, επειδή είχε μεσολαβήσει μια διάσταση ανάμεσα σ᾿ αυτόν και την οικογένεια μου, από δικό μου σφάλμα, κάτω απ᾿ τις ακόλουθες συνθήκες:
Μια δυο φορές το μήνα στο Παρίσι, μ᾿ έστελναν να τού κάνω επίσκεψη. Παραπονιόταν γκρινιάζοντας, πώς είχα καιρό να πάω να τον δω, πώς τον εγκαταλείπαμε. Την εποχή εκείνη ένιωθα αγάπη για το θέατρο, έναν έρωτα πλατωνικό, γιατί οι γονείς μου δεν μού είχαν ακόμα επιτρέψει να πάω στο θέατρο, κι αναπαράσταινα με τόση ασάφεια, την ευχαρίστηση πού θα ᾿νιωθε εκεί κανείς. Κάθε πρωί έτρεχα ως τη στήλη Μορρίς [1] για να δω τις διαφημίσεις για τα θεάματα. Τίποτα δεν ήταν πιο ανιδιοτελές και πιο ευτυχισμένο, απ᾿ τα όνειρα πού πρόσφερε στη φαντασία μου το κάθε αναγγελλόμενο έργο, όνειρα πού καθορίζονταν ταυτόχρονα από τις εικόνες, αναπόσπαστες από τις λέξεις πού συνθέτανε τον τίτλο τους, και από το χρώμα πού είχαν οι υγρές ακόμα από την κόλλα αφίσες.
Η τέχνη των ηθοποιών, αν και δεν την είχα γνωρίσει ακόμα, ήταν η πρώτη απ᾿ όλες τις μορφές της, με την οποία η Τέχνη μού έδινε τη δυνατότητα να την προαισθανθώ. Ακόμα και οι πιο μικρές διαφορές, στον τρόπο τής απαγγελίας ή τού χρωματισμού τής φωνής τους, μού φαίνονταν πώς αποκτούσαν απροσμέτρητη σημασία. Τόσο το όνομα μιας πρωταγωνίστριας, καθώς έλαμπε στην είσοδο ενός θεάτρου, τόσο η θέα στο τζάμι ενός κουπέ πού περνούσε στο δρόμο με τ᾿ άλογα του στολισμένα με τριαντάφυλλα στην κεφαλαριά, τόσο η θέα μιας γυναίκας πού πίστευα πώς θα μπορούσε να ᾿ναι ηθοποιός, άφηνε μέσα μου μια αναστάτωση, μια προσπάθεια ανίσχυρη κι οδυνηρή, ν᾿ αναπαραστήσω τη ζωή της. Ταξινομούσα σε μια σειρά τις πιο διάσημες: Σάρα Μπερνάρ, Μπερμά, Μπαρτέ, Μαντλέν Μπροάν, Ζαν Σαμαρύ [2] , αλλ᾿ όλες με ενδιέφεραν. Ο θείος μου λοιπόν, γνώριζε πολλές, καθώς και πολλές κοκκότες, πού δεν τις ξεχώριζα πολύ καθαρά από τις ηθοποιούς. Τις δεχόταν στο σπίτι του. Κι αν δεν πηγαίναμε να τον δούμε παρά μόνο ορισμένες ημέρες ήταν, γιατί δεχόταν γυναίκες πού δεν μπορούσε να συναντήσει η οικογένειά μου, τουλάχιστον κατά τη γνώμη της, γιατί αντίθετα το θείο μου, η υπερβολική ευκολία με την οποία δεχόταν να τις συστήσει στη γιαγιά μου ή να τούς χαρίσει οικογενειακά κοσμήματα, τον είχαν κάνει να τσακωθεί κάμποσες φορές με τον παππού μου· και σκεφτόμουν πώς ο θείος μου θα μπορούσε να με απαλλάξει απ᾿ τη "μαθητεία" πού έκαναν ίσως για χρόνια χωρίς όφελος, άνθρωποι αξιόλογοι μπροστά στην πόρτα μιας γυναίκας, πού δεν απαντούσε στα γράμματά τους κι έβαζε το θυρωρό να τούς διώξει, πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό για ένα παιδαρέλι σαν εμένα, αν με παρουσίαζε στο σπίτι του σε κάποια ηθοποιό, απλησίαστη για τόσους άλλους, αλλά πού ήταν σ᾿ εκείνον φίλη στενή.
Μια μέρα άλλη από τις καθορισμένες για τις οικογενειακές επισκέψεις, βγήκα και αντί να πάω να δω τη στήλη με τις αφίσσες, έτρεξα στου θείου μου. Παρατήρησα μπροστά στην πόρτα του ένα αμάξι με δυο άλογα πού ᾿χαν στις παρωπίδες τους κόκκινα γαρύφαλλα, όπως και ο αμαξάς στη μπουτονιέρα του. Απ᾿ τη σκάλα άκουσα ένα γέλιο και μια φωνή γυναίκας και μόλις χτύπησα σιωπή και το θόρυβο από πόρτες πού έκλειναν. Ο υπηρέτης ήρθε ν᾿ ανοίξει και μόλις με είδε, μού είπε, πώς ο θείος μου ήταν πολύ απασχολημένος και σίγουρα δεν θα μπορούσε να με δεχτεί. Όταν ωστόσο πήγε να τον ειδοποιήσει, άκουσα την ίδια γυναικεία φωνή να λέει: «Μα ναι! άφησέ τον να περάσει μόνο για λίγο, θα με διασκεδάσει τόσο. Στη φωτογραφία πάνω στο γραφείο σου μοιάζει τόσο πολύ με τη μαμά του, πού η φωτογραφία της είναι πλάι στη δική του, δεν είναι έτσι; Θα θελα να τον έβλεπα, για μια στιγμή έστω, αυτόν το μικρό».
Άκουσα το θείο μου να γκρινιάζει τελικά ο υπηρέτης με οδήγησε μέσα. Ο θείος μου φορούσε την καθημερινή απλή μπλούζα του, αλλ᾿ απέναντι του, με φόρεμα ροζ μεταξωτό κι ένα μεγάλο κολλιέ μαργαριτάρια στο λαιμό, καθόταν μια νέα γυναίκα. Εκείνη με κοίταξε χαμογελώντας, κι ο θείος μου τής είπε: «Ο ανιψιός μου», δίχως να πει το όνομά μου, μήτε να πει το δικό της.
Ένιωθα μια μικρή απογοήτευση, γιατί αυτή η νέα γυναίκα δεν ήταν διαφορετική από άλλες όμορφες γυναίκες. Δεν έβρισκα να χει τίποτα απ᾿ τη θεατρική εμφάνιση πού θαύμαζα στις φωτογραφίες των ηθοποιών ή τη διαβολική έκφραση πού θα μπορούσε να συσχετιστεί με τη ζωή πού πρέπει να ζούσε. Μού ήταν δύσκολο να πιστέψω πώς ήταν κοκκότα σικ, αν δεν είχα δει το αμάξι με τα δύο άλογα και αν δε ήξερα πώς ο θείος μου γνώριζε κοκκότες τής πρώτης σειράς. Κι όμως όταν σκεφτόμουν τί θα ᾿ταν η ζωή της, η ανηθικότητα με αναστάτωνε ίσως περισσότερο έτσι, παρά αν είχε προβάλει ολοκάθαρα μπροστά μου με μια χαρακτηριστική εμφάνιση αυτή η αόρατη ανηθικότητα, σαν το μυστικό κάποιου μυθιστορήματος, κάποιου σκανδάλου πού την είχε υποχρεώσει να φύγει από τούς αστούς γονείς της και να δοθεί σ᾿ όλο τον κόσμο, πού την είχε κάνει να ξεχειλίσει από ομορφιά και ν᾿ ανεβεί ως τον ημίκοσμο και τη διασημότητα, αυτή τη γυναίκα πού οι εκφράσεις τού προσώπου της, οι μεταπτώσεις τής φωνής της, παρόμοιες με τόσες άλλες πού γνώριζα κιόλας, μ᾿ έκαναν ωστόσο να τη θεωρώ σα μια κοπέλα καλής οικογένειας, πού την είχε χάσει.
«Μα ναι» συνέχισε ξαφνικά, «πρέπει να συνάντησα στο σπίτι σας τον πατέρα αυτού τού νεαρού. Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω. Υπήρξε τόσο καλός, τόσο εξαίσιος απέναντι μου» είπε με ύφος σεμνό και ευαίσθητο. Καθώς σκέφτηκα ποιος θα ᾿ταν ο τραχύς τρόπος τού πατέρα μου, πού τον χαρακτήριζε εξαίσιο, εγώ πού γνώριζα την επιφυλακτικότητα και την παγερότητά του, ένιωσα δυσάρεστα, σαν από μια απρέπεια του, γι αυτήν την ανισότητα ανάμεσα στην υπερβολική ευγνωμοσύνη της και στην ανεπάρκεια τού πατέρα μου. Μού φάνηκε αργότερα πώς από τις πιο συγκινητικές πλευρές τού ρόλου αυτών των γυναικών, είναι ότι αφιερώνουν τη γενναιοδωρία τους, το ταλέντο τους, ένα διαθέσιμο όνειρο συναισθηματικής ομορφιάς, για να κάνουν πιο πλούσια, την χοντροκομμένη και χυδαία ζωή των ανδρών. Είχε πάρει κάποιες ασήμαντες κουβέντες τού πατέρα μου, τις είχε επεξεργαστεί με φινέτσα, τούς είχε δώσει μιαν άλλη όψη, με μιαν απόχρωση ταπεινοφροσύνης και τις επέστρεφε μεταμορφωμένες σε κάτι εξαίσιο.
«Άντε, λοιπόν, ώρα να πηγαίνεις», μού είπε ο θείος μου. Σηκώθηκα, ένιωσα μιαν ακαταμάχητη επιθυμία να φιλήσω το χέρι τής κυρίας με τα ροζ. Η καρδιά μου κτυπούσε, ενώ έλεγα μέσα μου: «πρέπει ή δεν πρέπει». Και με μια κίνηση τυφλή και ασυλλόγιστη, απογυμνωμένη απ᾿ όλες τις δικαιολογίες πού τής έβρισκα πριν από λίγο, έφερα στα χείλη μου το χέρι πού μού έτεινε.
«Τι καλός πού είναι! Είναι από τώρα ερωτιάρης, έχει καλό ματάκι για τις γυναίκες: βαστάει από το θείο του. Δε θα μπορούσε να ρθει κάποτε να πάρει a cup of tea, όπως λένε οι γείτονές μας οι Άγγλοι; Αρκεί να μού στείλει ένα μήνυμα το πρωί.»
«Όχι, είναι αδύνατο» είπε ο θείος μου, «τον έχουν πολύ περιορισμένο, μελετάει πολύ. Ποιος ξέρει; Ίσως γίνει μια μέρα ένας καινούργιος Βίκτωρ Ουγκώ.»
«Λατρεύω τούς καλλιτέχνες» απάντησε η κυρία με τα ροζ, «μόνο αυτοί καταλαβαίνουν τις γυναίκες... Μόνον αυτοί και οι εκλεκτοί άνθρωποι όπως εσείς.»
Πλημμυρισμένος έρωτα για την κυρία με τα ροζ, σκέπασα με φιλιά τα μάγουλα τού γέρου θείου μου, κι ενώ μ᾿ άφηνε να καταλάβω, πώς θα προτιμούσε να μη μιλήσω γι αυτή την επίσκεψη στους γονείς μου, τού ᾿λεγα για την ανάμνηση τής καλοσύνης του, πού ήταν τόσο έντονη μέσα μου. Ήταν πράγματι τόσο έντονη η ανάμνηση της, ώστε δυο ώρες αργότερα, ύστερα από μερικές αινιγματικές φράσεις πού νόμισα πώς δεν έδωσαν στους γονείς μου μια αρκετή σαφή ιδέα για την καινούργια υπόσταση πού είχα αποχτήσει, θεώρησα πιο ξεκάθαρο να τούς διηγηθώ με τις παραμικρότερες λεπτομέρειες την επίσκεψή μου. Δεν πίστευα πώς θα δημιουργούσα μπελάδες στο θείο μου. Οι γονείς μου δυστυχώς έκριναν με αρχές εντελώς διαφορετικές, όταν θέλησαν να εκτιμήσουν τις πράξεις τού θείου μου. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου είχαν μαζί του βίαιες εξηγήσεις, τις πληροφορήθηκα έμμεσα. Ο θείος μου, από κάποια αμηχανία στη συμπεριφορά μου, απέναντι του, στο δρόμο πού διασταυρωθήκαμε, συμπέρανε πώς στο σημείο αυτό ακολουθούσα εντολές των γονιών μου, δεν τούς το συγχώρεσε αυτό, και πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα δίχως να τον ξαναδεί κανείς από μάς.
[1] Στήλη Μορρίς: Διαφημιστικές τσιμεντένιες στήλες, που βρίσκονται στα πεζοδρόμια τού Παρισιού κι όπου τοιχοκολλούνται αγγελίες θεαμάτων. Το όνομά τους προέρχεται από τον πρώτο κατασκευαστή.
[2] Ηθοποιοί τής εποχής, εκτός από τη Μπερμά, που είναι φανταστικό πρόσωπο
[2] Ηθοποιοί τής εποχής, εκτός από τη Μπερμά, που είναι φανταστικό πρόσωπο
H Ανάγνωση.
Η δράση πυκνώνει τις συγκινήσεις που η ζωή δημιουργεί σε πολύ αργό ρυθμό.
Το τοπίο μιας χώρας με λόφους και ποτάμια διάφανου νερού, θα ᾿κανε τ᾿ όνειρο μιας γυναίκας, νοτισμένο απ᾿ τη δροσιά των νερών, ανάμεσα σε τζαμπιά μενεξεδένια λουλούδια.
Γυρεύουμε να ξαναβρούμε στα πράγματα, το φως που η ψυχή μας έρριξε πάνω τους. Απογοητευόμαστε καθώς φαίνονται σα να μην έχουν στη φύση, τη γοητεία που όφειλαν κατά την αντίληψή μας.
Η δράση πυκνώνει τις συγκινήσεις πού η ζωή δημιουργεί σε πολύ αργό ρυθμό.
Το τοπίο μιας χώρας με λόφους και ποτάμια διάφανου νερού, θα ᾿κανε τ᾿ όνειρο μιας γυναίκας, νοτισμένο απ᾿ τη δροσιά των νερών, ανάμεσα σε τσαμπιά μενεξεδένια λουλούδια.
Γυρεύουμε να ξαναβρούμε στα πράγματα το φως πού η ψυχή μας έρριξε πάνω τους. Απογοητευόμαστε καθώς φαίνονται σα να μην έχουν στη φύση, τη γοητεία πού όφειλαν κατά την αντίληψή μας.
Και έτσι δεν έμπαινα πια στο αναπαυτήριο τού θείου Αδόλφου πού τώρα ήταν κλειστό και αφού αργοπορούσα για λίγο στον κήπο, ανέβαινα να διαβάσω στο δωμάτιό μου. Η γιαγιά μου ωστόσο, ακόμα κι αν ο καιρός είχε χαλάσει, ερχόταν να με ικετεύσει να βγω έξω. Και καθώς δεν ήθελα να θυσιάσω την ανάγνωσή μου, πήγαινα τουλάχιστον να τη συνεχίσω στον κήπο κάτω απ᾿ την καστανιά. Όταν έβλεπα ένα εξωτερικό αντικείμενο, η συνείδηση στεκόταν ανάμεσα σ᾿ εμένα και σ᾿ αυτό, το περιχαράκωνε με ένα διανοητικό σειρήτι από σκέψεις, συνειρμούς, κρυμμένες επιθυμίες, πού μ᾿ εμπόδιζε ν᾿ αγγίξω άμεσα την ύλη του, αυτή εξατμιζόταν κατά κάποιο τρόπο πριν ακόμα έρθω σε επαφή μαζί της, όπως ένα φλεγόμενο σώμα όταν το πλησιάζουμε σ᾿ ένα υγρό αντικείμενο δεν αγγίζει την υγρότητα του, γιατί πάντα προηγείται μια ζώνη εξατμίσεως. Σ᾿ αυτή την ποικιλόχρωμη οθόνη των διαφορετικών καταστάσεων, πού όσο διάβαζα ξεδίπλωνε ταυτόχρονα η συνείδησή μου, και πού κλιμακώνονταν απ᾿ τις πιο βαθειά κρυμμένες επιθυμίες μου, ως την εξωτερική θέα τού ορίζοντα μπροστά στα μάτια μου στη άκρη τού κήπου, εκείνο πού υπήρχε πρώτα-πρώτα μέσα μου, το πιο προσωπικό, ήταν η πεποίθησή μου στο φιλοσοφικό πλούτο, στην ομορφιά τού βιβλίου πού διάβαζα και η επιθυμία να τα κάνω δικά μου. Ήταν επειδή το αναγνώρισα, γιατί μού το είχε αναφέρει σαν έργο αξιόλογο ο καθηγητής ή ο συμμαθητής και μού φαινόταν τότε πώς κρατούσε το μυστικό τής αλήθειας και τής ομορφιάς, πού τις μισομάντευα, κι η γνώση τους ήταν ο αόριστος και μόνιμος στόχος τής σκέψης μου.
Ύστερα από αυτή τη βασική πεποίθηση για την ανακάλυψη τής αλήθειας, ακολουθούσαν οι συγκινήσεις πού μού ᾿δινε η δράση, στην οποία λάβαινα μέρος, γιατί τα απογεύματα αυτά ήταν πιο γεμάτα από δραματικά γεγονότα, απ᾿ ό,τι είναι συχνά μια ολόκληρη ζωή. Γέμιζαν με γεγονότα τού βιβλίου πού διάβαζα, είναι αλήθεια πώς τα πρόσωπα πού αφορούσαν δεν ήταν "πραγματικά", όπως έλεγε η Φρανσουάζ. Όλα όμως τα συναισθήματα πού μάς κάνουν να νιώθουμε τη χαρά ή τη δυστυχία ενός πραγματικού προσώπου, δεν πραγματοποιούνται εντός μας, παρά μόνο μέσα από μια εικόνα αυτής τής χαράς ή αυτής τής δυστυχίας. Τι σημασία έχει τότε αν οι πράξεις, οι συγκινήσεις αυτών των πλασμάτων είναι αληθινές, αφού τις κάναμε δικές μας, αφού κρατούν κάτω από την εξουσία τους το ρυθμό τής αναπνοής μας και την ένταση τής ματιάς μας, ενώ γυρίζουμε εναγώνια τις σελίδες τού βιβλίου; Κι από τη στιγμή πού ο μυθιστοριογράφος μάς έβαλε σ᾿ αυτή την κατάσταση, τότε κάνει να ξεσπάσουν μέσα μας σε μια ώρα, όλες οι εφικτές ευτυχίες και δυστυχίες, πού στη ζωή θα χρειαζόμαστε χρόνια για να γνωρίσουμε μερικές τους, και πού οι πιο έντονες δεν θα αποκαλυφθούν ποτέ, γιατί ο αργός ρυθμός τής γένεσής τους, μάς αφαιρεί τη δυνατότητα να τις ζήσουμε.
Λιγότερο βαθειά μέσα μου απ᾿ αυτή τη ζωή των προσώπων, ερχόταν ύστερα, σχεδόν σαν να προβαλλόταν μπροστά μου, το τοπίο όπου ξετυλιγόταν η δράση. Έτσι δυο διαδοχικά καλοκαίρια, στη ζέστη τού κήπου τού Κομπραί, είχα χάρη στο βιβλίο πού διάβαζα τότε, τη νοσταλγία μιας χώρας με λόφους και ποτάμια, όπου θα ᾿βλεπα πολλά πριονιστήρια, κι όπου στο βάθος τού διάφανου νερού σάπιζαν κομμάτια ξύλο κάτω από τούφες νεροκάρδαμο, λίγο πιο πέρα σκαρφάλωναν στους χαμηλούς φράχτες τσαμπιά από λουλούδια μενεξεδένια και κοκκινωπά. Και, καθώς τ᾿ όνειρο μιας γυναίκας πού θα με αγαπούσε ήταν πάντα ζωντανό στη σκέψη μου, εκείνα τα καλοκαίρια το όνειρό μου ήταν νοτισμένο απ᾿ τη δροσιά των νερών πού κυλούσαν κι όποια κι αν ήταν η γυναίκα πού αναπολούσα, τσαμπιά λουλούδια μενεξεδένια και κοκκινωπά ορθώνονταν αμέσως απ᾿ τις δυο της πλευρές, σα χρώματα συμπληρωματικά. Αν οι γονείς μου, μού επιτρέπανε όταν διάβαζα ένα βιβλίο, να πάω να επισκεφτώ τον τόπο πού περιγράφει, θα πίστευα πώς είχα κάνει ένα ανεχτίμητο βήμα για την κατάκτηση τής αλήθειας. Γιατί αν έχουμε τη αίσθηση πώς μάς περιβάλλει πάντα η ψυχή μας, αυτό δε γίνεται σα να βρισκόμαστε σε μια ακίνητη φυλακή. Είναι μάλλον σα να παρασυρόμαστε μαζί της σε μια συνεχή τάση για να την ξεπεράσουμε, για να φτάσουμε έξω, ακούγοντας πάντα τριγύρω μας αυτόν τον ήχο πού δεν είναι ηχώ τού έξω κόσμου, αλλά αντήχηση μιας εσωτερικής δόνησης. Γυρεύουμε να ξαναβρούμε στα πράγματα πού έγιναν γι αυτό το λόγο πολύτιμα, το φως πού η ψυχή μας έρριξε πάνω τους, απογοητευόμαστε καθώς διαπιστώνουμε πώς φαίνονται σα να μην έχουν στη φύση τη γοητεία πού όφειλαν κατά την αντίληψή μας· σε συνάφεια με ορισμένες ιδέες κάποτε μετατρέπουμε όλες αυτές τις δυνάμεις τής ψυχής σε επιτηδειότητα σε μεγαλείο, για να επηρεάσουμε πλάσματα πού καταλαβαίνουμε πώς είναι τοποθετημένα έξω από μάς και δεν μπορούμε να τα φτάσουμε.
Τέλος, εξακολουθώντας να παρακολουθώ από μέσα προς τα έξω καταστάσεις πού βρίσκονταν ταυτόχρονα σε αντιπαράθεση με τη συνείδησή μου, και πριν φτάσω στον πραγματικό ορίζοντα πού τις τύλιγε, ανακάλυπτα απολαύσεις ενός άλλου είδους: την απόλαυση να είμαι καλοκαθισμένος, να νιώθω το μοσχοβόλημα τού αέρα, και όταν άκουγα να χτυπά η ώρα στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, να βλέπω να πέφτει κομμάτι-κομμάτι ό,τι πια είχε ξοδευτεί από το απόγευμα, ώσπου ν᾿ ακούσω και το τελευταίο κτύπημα για να κάνω την άθροιση, κι ύστερα με την μακριά σιωπή πού την ακολουθούσε, ήταν σα ν᾿ άρχιζε πάνω στο γαλανό ουρανό όλο το κομμάτι πού μού απόμενε ακόμα για να διαβάσω, ως την ώρα τού καλού δείπνου πού ετοίμαζε η Φρανσουάζ. Και στο κτύπημα κάθε ώρας είχα την εντύπωση, πώς μόνο λίγες στιγμές πιο πριν, είχε κτυπήσει η προηγούμενη. Μερικές φορές μάλιστα αυτή η πρόωρη ώρα σήμαινε δυο χτύπους περισσότερους απ᾿ την προηγούμενη, υπήρχε λοιπόν μια ώρα πού δεν την είχα ακούσει, κάτι πού είχε συμβεί και δεν είχε συμβεί για μένα· το ενδιαφέρον τής ανάγνωσης, μαγικό σαν βαθύς ύπνος, είχε ξεγελάσει τα παραλογισμένα αυτιά μου, κι είχε σβήσει τη καμπάνα πάνω στην επιφάνεια τής σιωπής. Όμορφα Κυριακάτικα απογεύματα κάτω από την καστανιά τού κήπου τού Κομπραί, πού σάς άδειασα προσεχτικά από κάθε ασήμαντο επεισόδιο τής προσωπικής μου ύπαρξης, κι έβαλα στη θέση τους μια ζωή με περιπέτειες και παράξενες επιθυμίες στην καρδιά μιας χώρας προικισμένης με τρεχούμενα νερά, μού ζωντανεύετε ακόμα τη ζωή αυτή όταν σάς αναλογίζομαι και την έχετε πραγματικά μέσα σας, γιατί σιγά-σιγά την περιχαρακώνατε και την κλείνατε καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση και έσβηνε η ζεστασιά τής μέρας, μέσα στο συνεχόμενο κρύσταλλο πού άλλαζε αργά χρωματισμούς, κι οι φυλλωσιές το διαπερνούσαν, κρύσταλλο από τις σιωπηλές, μοσχοβόλες και διάφανες ώρες σας.
Το τοπίο μιας χώρας με λόφους και ποτάμια διάφανου νερού, θα ᾿κανε τ᾿ όνειρο μιας γυναίκας, νοτισμένο απ᾿ τη δροσιά των νερών, ανάμεσα σε τσαμπιά μενεξεδένια λουλούδια.
Γυρεύουμε να ξαναβρούμε στα πράγματα το φως πού η ψυχή μας έρριξε πάνω τους. Απογοητευόμαστε καθώς φαίνονται σα να μην έχουν στη φύση, τη γοητεία πού όφειλαν κατά την αντίληψή μας.
Και έτσι δεν έμπαινα πια στο αναπαυτήριο τού θείου Αδόλφου πού τώρα ήταν κλειστό και αφού αργοπορούσα για λίγο στον κήπο, ανέβαινα να διαβάσω στο δωμάτιό μου. Η γιαγιά μου ωστόσο, ακόμα κι αν ο καιρός είχε χαλάσει, ερχόταν να με ικετεύσει να βγω έξω. Και καθώς δεν ήθελα να θυσιάσω την ανάγνωσή μου, πήγαινα τουλάχιστον να τη συνεχίσω στον κήπο κάτω απ᾿ την καστανιά. Όταν έβλεπα ένα εξωτερικό αντικείμενο, η συνείδηση στεκόταν ανάμεσα σ᾿ εμένα και σ᾿ αυτό, το περιχαράκωνε με ένα διανοητικό σειρήτι από σκέψεις, συνειρμούς, κρυμμένες επιθυμίες, πού μ᾿ εμπόδιζε ν᾿ αγγίξω άμεσα την ύλη του, αυτή εξατμιζόταν κατά κάποιο τρόπο πριν ακόμα έρθω σε επαφή μαζί της, όπως ένα φλεγόμενο σώμα όταν το πλησιάζουμε σ᾿ ένα υγρό αντικείμενο δεν αγγίζει την υγρότητα του, γιατί πάντα προηγείται μια ζώνη εξατμίσεως. Σ᾿ αυτή την ποικιλόχρωμη οθόνη των διαφορετικών καταστάσεων, πού όσο διάβαζα ξεδίπλωνε ταυτόχρονα η συνείδησή μου, και πού κλιμακώνονταν απ᾿ τις πιο βαθειά κρυμμένες επιθυμίες μου, ως την εξωτερική θέα τού ορίζοντα μπροστά στα μάτια μου στη άκρη τού κήπου, εκείνο πού υπήρχε πρώτα-πρώτα μέσα μου, το πιο προσωπικό, ήταν η πεποίθησή μου στο φιλοσοφικό πλούτο, στην ομορφιά τού βιβλίου πού διάβαζα και η επιθυμία να τα κάνω δικά μου. Ήταν επειδή το αναγνώρισα, γιατί μού το είχε αναφέρει σαν έργο αξιόλογο ο καθηγητής ή ο συμμαθητής και μού φαινόταν τότε πώς κρατούσε το μυστικό τής αλήθειας και τής ομορφιάς, πού τις μισομάντευα, κι η γνώση τους ήταν ο αόριστος και μόνιμος στόχος τής σκέψης μου.
Ύστερα από αυτή τη βασική πεποίθηση για την ανακάλυψη τής αλήθειας, ακολουθούσαν οι συγκινήσεις πού μού ᾿δινε η δράση, στην οποία λάβαινα μέρος, γιατί τα απογεύματα αυτά ήταν πιο γεμάτα από δραματικά γεγονότα, απ᾿ ό,τι είναι συχνά μια ολόκληρη ζωή. Γέμιζαν με γεγονότα τού βιβλίου πού διάβαζα, είναι αλήθεια πώς τα πρόσωπα πού αφορούσαν δεν ήταν "πραγματικά", όπως έλεγε η Φρανσουάζ. Όλα όμως τα συναισθήματα πού μάς κάνουν να νιώθουμε τη χαρά ή τη δυστυχία ενός πραγματικού προσώπου, δεν πραγματοποιούνται εντός μας, παρά μόνο μέσα από μια εικόνα αυτής τής χαράς ή αυτής τής δυστυχίας. Τι σημασία έχει τότε αν οι πράξεις, οι συγκινήσεις αυτών των πλασμάτων είναι αληθινές, αφού τις κάναμε δικές μας, αφού κρατούν κάτω από την εξουσία τους το ρυθμό τής αναπνοής μας και την ένταση τής ματιάς μας, ενώ γυρίζουμε εναγώνια τις σελίδες τού βιβλίου; Κι από τη στιγμή πού ο μυθιστοριογράφος μάς έβαλε σ᾿ αυτή την κατάσταση, τότε κάνει να ξεσπάσουν μέσα μας σε μια ώρα, όλες οι εφικτές ευτυχίες και δυστυχίες, πού στη ζωή θα χρειαζόμαστε χρόνια για να γνωρίσουμε μερικές τους, και πού οι πιο έντονες δεν θα αποκαλυφθούν ποτέ, γιατί ο αργός ρυθμός τής γένεσής τους, μάς αφαιρεί τη δυνατότητα να τις ζήσουμε.
Λιγότερο βαθειά μέσα μου απ᾿ αυτή τη ζωή των προσώπων, ερχόταν ύστερα, σχεδόν σαν να προβαλλόταν μπροστά μου, το τοπίο όπου ξετυλιγόταν η δράση. Έτσι δυο διαδοχικά καλοκαίρια, στη ζέστη τού κήπου τού Κομπραί, είχα χάρη στο βιβλίο πού διάβαζα τότε, τη νοσταλγία μιας χώρας με λόφους και ποτάμια, όπου θα ᾿βλεπα πολλά πριονιστήρια, κι όπου στο βάθος τού διάφανου νερού σάπιζαν κομμάτια ξύλο κάτω από τούφες νεροκάρδαμο, λίγο πιο πέρα σκαρφάλωναν στους χαμηλούς φράχτες τσαμπιά από λουλούδια μενεξεδένια και κοκκινωπά. Και, καθώς τ᾿ όνειρο μιας γυναίκας πού θα με αγαπούσε ήταν πάντα ζωντανό στη σκέψη μου, εκείνα τα καλοκαίρια το όνειρό μου ήταν νοτισμένο απ᾿ τη δροσιά των νερών πού κυλούσαν κι όποια κι αν ήταν η γυναίκα πού αναπολούσα, τσαμπιά λουλούδια μενεξεδένια και κοκκινωπά ορθώνονταν αμέσως απ᾿ τις δυο της πλευρές, σα χρώματα συμπληρωματικά. Αν οι γονείς μου, μού επιτρέπανε όταν διάβαζα ένα βιβλίο, να πάω να επισκεφτώ τον τόπο πού περιγράφει, θα πίστευα πώς είχα κάνει ένα ανεχτίμητο βήμα για την κατάκτηση τής αλήθειας. Γιατί αν έχουμε τη αίσθηση πώς μάς περιβάλλει πάντα η ψυχή μας, αυτό δε γίνεται σα να βρισκόμαστε σε μια ακίνητη φυλακή. Είναι μάλλον σα να παρασυρόμαστε μαζί της σε μια συνεχή τάση για να την ξεπεράσουμε, για να φτάσουμε έξω, ακούγοντας πάντα τριγύρω μας αυτόν τον ήχο πού δεν είναι ηχώ τού έξω κόσμου, αλλά αντήχηση μιας εσωτερικής δόνησης. Γυρεύουμε να ξαναβρούμε στα πράγματα πού έγιναν γι αυτό το λόγο πολύτιμα, το φως πού η ψυχή μας έρριξε πάνω τους, απογοητευόμαστε καθώς διαπιστώνουμε πώς φαίνονται σα να μην έχουν στη φύση τη γοητεία πού όφειλαν κατά την αντίληψή μας· σε συνάφεια με ορισμένες ιδέες κάποτε μετατρέπουμε όλες αυτές τις δυνάμεις τής ψυχής σε επιτηδειότητα σε μεγαλείο, για να επηρεάσουμε πλάσματα πού καταλαβαίνουμε πώς είναι τοποθετημένα έξω από μάς και δεν μπορούμε να τα φτάσουμε.
Τέλος, εξακολουθώντας να παρακολουθώ από μέσα προς τα έξω καταστάσεις πού βρίσκονταν ταυτόχρονα σε αντιπαράθεση με τη συνείδησή μου, και πριν φτάσω στον πραγματικό ορίζοντα πού τις τύλιγε, ανακάλυπτα απολαύσεις ενός άλλου είδους: την απόλαυση να είμαι καλοκαθισμένος, να νιώθω το μοσχοβόλημα τού αέρα, και όταν άκουγα να χτυπά η ώρα στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, να βλέπω να πέφτει κομμάτι-κομμάτι ό,τι πια είχε ξοδευτεί από το απόγευμα, ώσπου ν᾿ ακούσω και το τελευταίο κτύπημα για να κάνω την άθροιση, κι ύστερα με την μακριά σιωπή πού την ακολουθούσε, ήταν σα ν᾿ άρχιζε πάνω στο γαλανό ουρανό όλο το κομμάτι πού μού απόμενε ακόμα για να διαβάσω, ως την ώρα τού καλού δείπνου πού ετοίμαζε η Φρανσουάζ. Και στο κτύπημα κάθε ώρας είχα την εντύπωση, πώς μόνο λίγες στιγμές πιο πριν, είχε κτυπήσει η προηγούμενη. Μερικές φορές μάλιστα αυτή η πρόωρη ώρα σήμαινε δυο χτύπους περισσότερους απ᾿ την προηγούμενη, υπήρχε λοιπόν μια ώρα πού δεν την είχα ακούσει, κάτι πού είχε συμβεί και δεν είχε συμβεί για μένα· το ενδιαφέρον τής ανάγνωσης, μαγικό σαν βαθύς ύπνος, είχε ξεγελάσει τα παραλογισμένα αυτιά μου, κι είχε σβήσει τη καμπάνα πάνω στην επιφάνεια τής σιωπής. Όμορφα Κυριακάτικα απογεύματα κάτω από την καστανιά τού κήπου τού Κομπραί, πού σάς άδειασα προσεχτικά από κάθε ασήμαντο επεισόδιο τής προσωπικής μου ύπαρξης, κι έβαλα στη θέση τους μια ζωή με περιπέτειες και παράξενες επιθυμίες στην καρδιά μιας χώρας προικισμένης με τρεχούμενα νερά, μού ζωντανεύετε ακόμα τη ζωή αυτή όταν σάς αναλογίζομαι και την έχετε πραγματικά μέσα σας, γιατί σιγά-σιγά την περιχαρακώνατε και την κλείνατε καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση και έσβηνε η ζεστασιά τής μέρας, μέσα στο συνεχόμενο κρύσταλλο πού άλλαζε αργά χρωματισμούς, κι οι φυλλωσιές το διαπερνούσαν, κρύσταλλο από τις σιωπηλές, μοσχοβόλες και διάφανες ώρες σας.
Ο Μπλοχ υπερφίαλος και αμετροεπής.
Η υπεροχή των σταθερών αρχών έναντι των πρόσκαιρων εξάρσεων τής ευαισθησίας.
Η υπεροχή των σταθερών αρχών έναντι των πρόσκαιρων εξάρσεων τής ευαισθησίας.
Είχα ακούσει να γίνεται λόγος για ένα καινούργιο συγγραφέα, τον Μπεργκότ, πρώτη φορά από ένα συμμαθητή μου, μαγαλύτερό μου, πού τον θαύμαζα πολύ, τον Μπλοχ. Όταν με άκουσε να εξομολογούμαι το θαυμασμό μου για ένα ποίημα τού Μυσσέ τη «Νύχτα τού Οκτώβρη» από τη συλλογή «Νύχτες», ξέσπασε σ᾿ ένα δυνατό γέλιο, και μού είπε: «πρόσεξε αυτή την αρκετά φτηνή σου λατρεία για τον σιόρ ντε Μυσσέ. Είναι ένα από τα ολέθρια όντα κι ένα μάλλον αποτρόπαιο κτήνος. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω πώς αυτός και ο Ρασίν [1] , έφτιαξαν ο καθένας στη διάρκεια τού βίου του, από ένα στίχο με αρκετά καλό μέτρο και πού έχουν σαν πλεονέκτημα, κάτι πού το θεωρώ μεγάλη αρετή: να μην σημαίνουν απολύτως τίποτα. Τούς στίχους αυτούς μού τούς επισήμανε, για να γραφούν στο ενεργητικό των δύο αυτών απατεώνων, ένα άρθρο τού πολυαγαπημένου μου δασκάλου, τού μπάρμπα Λεκόντ [2]. Να, με την αφορμή αυτή, ένα βιβλίο πού το συνιστά ο μέγας αυτός άνθρωπος». Μού είπε πώς θεωρεί τον συγγραφέα του, τον σιόρ Μπεργκότ [3], ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα όντα.
Δεν μπόρεσα δυστυχώς να καταπραΰνω, κουβεντιάζοντας με το Μπλοχ, την αναστάτωση πού μού είχε προκαλέσει όταν είπε πώς οι ωραίοι στίχοι (στους οποίους γύρευα να βρω, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αποκάλυψη τής αλήθειας), ήταν ακόμα πιο ωραίοι όταν δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα. Και αυτό γιατί δεν ξαναπροσκαλέσαμε τον Μπλοχ στο σπίτι μας. Ο Μπλοχ είχε κάνει κακή εντύπωση στους γονείς μου. Πριν απ᾿ όλα φούρκισε τον πατέρα μου, πού βλέποντάς τον να καταφθάνει βρεγμένος, τού είπε με ενδιαφέρον. «Μα τί καιρό κάνει λοιπόν, κύριε Μπλοχ; Έβρεξε; Απορώ γιατί το βαρόμετρο ήταν θαυμάσιο». «Κύριε μού είναι απολύτως αδύνατον να σάς πω αν έβρεξε. Ζω τόσο μακριά από τις μεταβολές των φυσικών συνθηκών, ώστε οι αισθήσεις μου ούτε καν νοιάζονται να με πληροφορήσουν σχετικά.»
«Μα καλό μου παιδί, ο φίλος σου είναι βλάκας», μού είπε ο πατέρας μου μόλις έφυγε ο Μπλοχ. « Ακούς εκεί! Δεν είναι καν σε θέση να μού πει τί καιρό κάνει! Είναι ηλίθιος!».
Ούτε και στη γιαγιά μου είχε αρέσει ο Μπλοχ, γιατί, μετά το γεύμα, καθώς εκείνη έλεγε πώς αισθάνθηκε κάπως αδιάθετη, ο Μπλοχ είχε πνίξει ένα λυγμό κι είχε σκουπίσει κάποια δάκρυα. «Πώς μπορεί να είναι ειλικρινής» μού είπε η γιαγιά, «αφού ούτε καν με γνωρίζει εκτός αν είναι τρελός».
Σίγουρα δεν ήταν ο φίλος πού οι γονείς μου εύχονταν να βρω. Είχαν τελικά πιστέψει, πώς ίσως τα δάκρυα πού τού προκάλεσε η αδιαθεσία τής γιαγιάς μου δεν ήταν ψεύτικα, ήξεραν όμως από ένστικτο ή πείρα, πώς οι εξάρσεις τής ευαισθησίας μας, πολύ λίγο επηρεάζουν τη συνοχή των πράξεών μας και τη συμπεριφορά μας στη ζωή, και πώς ο σεβασμός στις ηθικές υποχρεώσεις, η πίστη απέναντι σε φίλους, η πραγματοποίηση ενός έργου, έχουν μια βάση πιο στέρεη, παρά τα στιγμιαία βίαια και στείρα ξεσπάσματα. Θα προτιμούσαν να ᾿χα, αντί για τον Μπλοχ, φίλους πού δεν θα μού έδιναν περισσότερα απ᾿ όσα συνηθίζεται να παραχωρεί κανείς στους φίλους του, σύμφωνα με τούς κανόνες τής αστικής ηθικής, φίλους πού δεν θα μού ᾿στελναν απροσδόκητα ένα καλάθι φρούτα, γιατί εκείνη τη μέρα με σκέφτηκαν με συμπάθεια. Ακόμα και τα σφάλματά μας, δύσκολα αποσπούν απ᾿ τις υποχρεώσεις τους απέναντι μας, ορισμένες ανθρώπινες φύσεις, και μιας τέτοιας φύσης θα μπορούσε να θεωρηθεί υπόδειγμα η μεγάλη μου θεία, γιατί, τσακωμένη από χρόνια με μια ανιψιά της με την οποία δε μιλούσε ποτέ, δεν άλλαξε ωστόσο τη διαθήκη της με τη οποία τής παραχωρούσε όλη της την περιουσία, γιατί ήταν η πιο στενή της συγγενής και γιατί αυτό "ήταν το πρέπον".
Τον Μπλοχ όμως τον αγαπούσα και οι γονείς μου βέβαια θα τον είχαν ξαναδεχτεί στο Κομπραί αν, ύστερα από εκείνο το δείπνο κι αφού με πληροφόρησε, πώς όλες οι γυναίκες δε σκέφτονται άλλο τίποτα έξω από το έρωτα, και πώς δεν υπάρχουν γυναίκες πού να μη μπορείς να κάμψεις τις αντιστάσεις τους, δε με είχε διαβεβαιώσει πώς είχε ακούσει να λέγεται πολύ θετικά, ότι η μεγάλη μου θεία είχε ζήσει μια θυελλώδη νεανική ζωή και ότι τη συντηρούσαν τότε οι εραστές της. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην επαναλάβω τα λόγια αυτά στους γονείς μου· όταν ξανάρθε τον έδιωξαν κακήν κακώς κι όταν αργότερα τον συναντούσα στο δρόμο, ήταν πολύ ψυχρός απέναντί μου.
Για τον Μπεργκότ ωστόσο είχε δίκιο.
Δεν μπόρεσα δυστυχώς να καταπραΰνω, κουβεντιάζοντας με το Μπλοχ, την αναστάτωση πού μού είχε προκαλέσει όταν είπε πώς οι ωραίοι στίχοι (στους οποίους γύρευα να βρω, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αποκάλυψη τής αλήθειας), ήταν ακόμα πιο ωραίοι όταν δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα. Και αυτό γιατί δεν ξαναπροσκαλέσαμε τον Μπλοχ στο σπίτι μας. Ο Μπλοχ είχε κάνει κακή εντύπωση στους γονείς μου. Πριν απ᾿ όλα φούρκισε τον πατέρα μου, πού βλέποντάς τον να καταφθάνει βρεγμένος, τού είπε με ενδιαφέρον. «Μα τί καιρό κάνει λοιπόν, κύριε Μπλοχ; Έβρεξε; Απορώ γιατί το βαρόμετρο ήταν θαυμάσιο». «Κύριε μού είναι απολύτως αδύνατον να σάς πω αν έβρεξε. Ζω τόσο μακριά από τις μεταβολές των φυσικών συνθηκών, ώστε οι αισθήσεις μου ούτε καν νοιάζονται να με πληροφορήσουν σχετικά.»
«Μα καλό μου παιδί, ο φίλος σου είναι βλάκας», μού είπε ο πατέρας μου μόλις έφυγε ο Μπλοχ. « Ακούς εκεί! Δεν είναι καν σε θέση να μού πει τί καιρό κάνει! Είναι ηλίθιος!».
Ούτε και στη γιαγιά μου είχε αρέσει ο Μπλοχ, γιατί, μετά το γεύμα, καθώς εκείνη έλεγε πώς αισθάνθηκε κάπως αδιάθετη, ο Μπλοχ είχε πνίξει ένα λυγμό κι είχε σκουπίσει κάποια δάκρυα. «Πώς μπορεί να είναι ειλικρινής» μού είπε η γιαγιά, «αφού ούτε καν με γνωρίζει εκτός αν είναι τρελός».
Σίγουρα δεν ήταν ο φίλος πού οι γονείς μου εύχονταν να βρω. Είχαν τελικά πιστέψει, πώς ίσως τα δάκρυα πού τού προκάλεσε η αδιαθεσία τής γιαγιάς μου δεν ήταν ψεύτικα, ήξεραν όμως από ένστικτο ή πείρα, πώς οι εξάρσεις τής ευαισθησίας μας, πολύ λίγο επηρεάζουν τη συνοχή των πράξεών μας και τη συμπεριφορά μας στη ζωή, και πώς ο σεβασμός στις ηθικές υποχρεώσεις, η πίστη απέναντι σε φίλους, η πραγματοποίηση ενός έργου, έχουν μια βάση πιο στέρεη, παρά τα στιγμιαία βίαια και στείρα ξεσπάσματα. Θα προτιμούσαν να ᾿χα, αντί για τον Μπλοχ, φίλους πού δεν θα μού έδιναν περισσότερα απ᾿ όσα συνηθίζεται να παραχωρεί κανείς στους φίλους του, σύμφωνα με τούς κανόνες τής αστικής ηθικής, φίλους πού δεν θα μού ᾿στελναν απροσδόκητα ένα καλάθι φρούτα, γιατί εκείνη τη μέρα με σκέφτηκαν με συμπάθεια. Ακόμα και τα σφάλματά μας, δύσκολα αποσπούν απ᾿ τις υποχρεώσεις τους απέναντι μας, ορισμένες ανθρώπινες φύσεις, και μιας τέτοιας φύσης θα μπορούσε να θεωρηθεί υπόδειγμα η μεγάλη μου θεία, γιατί, τσακωμένη από χρόνια με μια ανιψιά της με την οποία δε μιλούσε ποτέ, δεν άλλαξε ωστόσο τη διαθήκη της με τη οποία τής παραχωρούσε όλη της την περιουσία, γιατί ήταν η πιο στενή της συγγενής και γιατί αυτό "ήταν το πρέπον".
Τον Μπλοχ όμως τον αγαπούσα και οι γονείς μου βέβαια θα τον είχαν ξαναδεχτεί στο Κομπραί αν, ύστερα από εκείνο το δείπνο κι αφού με πληροφόρησε, πώς όλες οι γυναίκες δε σκέφτονται άλλο τίποτα έξω από το έρωτα, και πώς δεν υπάρχουν γυναίκες πού να μη μπορείς να κάμψεις τις αντιστάσεις τους, δε με είχε διαβεβαιώσει πώς είχε ακούσει να λέγεται πολύ θετικά, ότι η μεγάλη μου θεία είχε ζήσει μια θυελλώδη νεανική ζωή και ότι τη συντηρούσαν τότε οι εραστές της. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην επαναλάβω τα λόγια αυτά στους γονείς μου· όταν ξανάρθε τον έδιωξαν κακήν κακώς κι όταν αργότερα τον συναντούσα στο δρόμο, ήταν πολύ ψυχρός απέναντί μου.
Για τον Μπεργκότ ωστόσο είχε δίκιο.
[1] Ρασίν: (1639-ι699) από τούς μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς τής Γαλλικής γλώσσας. Στα Ελληνικά γνωστός σαν Ρακίνας.
[2] Λεκόντ: (1818-1894). Γάλλος ποιητής. Γύρω του μαζεύτηκαν, σε αντίθεση προς τον ρομαντισμό οι "Παρνασσικοί".
[3] Μπεργκότ: Δημιούργημα τής φαντασίας τού Προυστ. Πρότυπα τού Μπεργκότ πολλά: ο Ράσκιν για την αγάπη του στους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, ο Ανατόλ Φρανς ως παρουσία στα σαλόνια, ο Μπουρζέ για τις νουθεσίες του, ο Μπαρρές για την πρόζα του, ο Ρενάν ως "ο γλυκός τραγουδιστής με τούς χιονάτους βοστρύχους.
[2] Λεκόντ: (1818-1894). Γάλλος ποιητής. Γύρω του μαζεύτηκαν, σε αντίθεση προς τον ρομαντισμό οι "Παρνασσικοί".
[3] Μπεργκότ: Δημιούργημα τής φαντασίας τού Προυστ. Πρότυπα τού Μπεργκότ πολλά: ο Ράσκιν για την αγάπη του στους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, ο Ανατόλ Φρανς ως παρουσία στα σαλόνια, ο Μπουρζέ για τις νουθεσίες του, ο Μπαρρές για την πρόζα του, ο Ρενάν ως "ο γλυκός τραγουδιστής με τούς χιονάτους βοστρύχους.
Μπεργκότ και Σουάν.
Η ανάγνωση τού Μπεργκότ αλλάζει το φόντο τής επιθυμίας μιας γυναίκας: Από ᾿να υδάτινο περιβάλλον με τσαμπιά από λουλούδια, σε ᾿να φόντο μπροστά στον πυλώνα μιας γοτθικής εκκλησίας.
Η συζήτηση πού προήλθε κάποτε από μιαν επίσκεψη τού Σουάν, καθώς διάβαζα το βιβλίο αυτού τού ολότελα καινούργιου συγγραφέα, τού Μπεργκότ, είχε σαν συνέπεια για καιρό, να μην διαγράφεται πια η εικόνα μιας από τις γυναίκες πού ονειρευόμουν πάνω σ᾿ έναν τοίχο στολισμένο με τσαμπιά μενεξεδένια λουλούδια, αλλά σ᾿ ένα φόντο εντελώς διαφορετικό, μπροστά στον πυλώνα μιας γοτθικής εκκλησίας.
Σαν τη μουσική μελωδία πού θα μάς ξετρελάνει, αλλά στην αρχή δεν την ξεχωρίζουμε ακόμα, έτσι και αυτό πού έμελλε τόσο πολύ ν᾿ αγαπήσω στο στυλ τού Μπεργκότ, δεν το είχα αντιληφθεί τις πρώτες μέρες. Δεν μπορούσα ν᾿ αφήσω το μυθιστόρημα πού διάβαζα, αλλά νόμιζα πώς με ενδιέφερε μόνο το θέμα, όπως τον πρώτο καιρό τού έρωτα πηγαίνουμε κάθε μέρα να συναντήσουμε μια γυναίκα σε κάποια συγκέντρωση, σε κάποια διασκέδαση, και νομίζουμε πώς η τέρψη τους είναι πού μάς τραβάει. Ύστερα άρχισα να παρατηρώ τις σπάνιες εκφράσεις τις σχεδόν αρχαϊκές, πού τού άρεσε να χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία, όπου ένας κρυφός κυματισμός αρμονίας, ένα εσωτερικό προανάκρουσμα, ανύψωνε το στυλ του κι ήταν σ᾿ αυτά ακριβώς τα σημεία, πού άρχιζε να μιλάει για τα, "μάταιο όνειρο τής ζωής", "για τα στείρο και γλυκύτατο βάσανο τού να καταλαβαίνεις και ν᾿ αγαπάς", διατυπώνοντας έτσι μιαν ολόκληρη καινούργια για μένα φιλοσοφία. Και σίγουρα πρέπει κι ο ίδιος ν᾿ αναγνώριζε πώς εκεί βρισκόταν η μεγαλύτερή του γοητεία. Γιατί στα επόμενα βιβλία, όταν έκανε κάποια αναφορά σε μια μεγάλη αλήθεια, έκοβε την αφήγησή του, και με μιαν επίκληση, μιαν αποστροφή, άφηνε απόλυτα ελεύθερα αυτά τα ξεσπάσματα, πού στα πρώτα του έργα περιορίζονταν εσωτερικά στον πεζό λόγο και τα διέκρινες μόνο σε κάποιους κυματισμούς στην επιφάνεια, κυματισμούς πιο απαλούς, πιο αρμονικούς, όταν έμεναν έτσι κρυμμένοι και δεν μπορούσες να πεις με ακρίβεια πού γεννιόταν και πού έσβυνε το ψιθύρισμά τους. Αυτά τα ψιθυρίσματα, πού χαιρόταν κι ο ίδιος ήταν τ᾿ αποσπάσματα πού προτιμούσαμε. Κάθε φορά πού μιλούσε για κάτι πού η ομορφιά του ως τότε δε μού είχε αποκαλυφθεί, για τούς πευκώνες, για το χαλάζι, για την Παναγία των Παρισίων, για την Αταλία ή τη Φαίδρα [1] , κατόρθωνε με μια εικόνα να κάνει να ξεχυθεί ως μέσα μου αυτή η ομορφιά. Και επειδή καταλάβαινα πόσα μέρη τού σύμπαντος, η ανάπηρη αντίληψή μου, δε θα τα ξεχώριζε ποτέ αν δεν τα έφερνε αυτός κοντά μου, θα ᾿θελα να ᾿χα τη γνώμη του, για το καθετί, ιδιαίτερα για τα παλιά γαλλικά μνημεία κι ορισμένα θαλασσινά τοπία, γιατί η επιμονή με την οποία τα ανέφερε, έδειχνε πώς τα θεωρούσε πλούσια σε νόημα και ομορφιά. Δεν αμφέβαλλα πώς η γνώμη του θα ᾿ταν ολότελα διαφορετική από τη δική μου, αφού ερχόταν από έναν κόσμο άγνωστο, προς τον οποίο γύρευα να ανυψωθώ· είχα ξεγράψει όλες μου τις παλιές σκέψεις, ώστε αν μού τύχαινε να συναντήσω σ᾿ ένα ορισμένο του βιβλίο, μιαν από αυτές τις δικές μου σκέψεις, η καρδιά μου φούσκωνε, λες κι ένας καλός θεός μού την είχε επιστρέψει. Τύχαινε καμιά φορά μια σελίδα του, να λέει ίδια πράγματα μ᾿ αυτά πού ᾿γραφα συχνά το βράδυ στη μητέρα μου ή τη γιαγιά μου όταν έμενα άυπνος, και τότε η σελίδα αυτή τού Μπεργκότ μού φαινόταν σαν μια συλλογή από επιγραφές, για να τοποθετηθούν πάνω από τα γράμματά μου. Ακόμα κι αργότερα, όταν άρχισα να γράφω ένα βιβλίο με μερικές φράσεις πού η ποιότητά τους δεν στάθηκε αρκετή για να το συνεχίσω, τύχαινε να βρω το αντίστοιχό τους, στον Μπεργκότ. Αλλά μόνο τότε, όταν τις διάβαζα στο έργο του, μπορούσα να τις χαρώ. Στην πραγματικότητα όμως μόνο τέτοιες φράσεις, μόνο τέτοιες σκέψεις αγαπούσα αληθινά. Γι αυτό όταν ξαφνικά ανακάλυπτα τέτοιες φράσεις στο έργο κάποιου άλλου, κι έτσι δεν είχα πια ενδοιασμούς, δεν ήμουν αυστηρός, μπορούσα επιτέλους ν᾿ αφεθώ με απόλαυση, σαν το μάγειρα πού, όταν δε χρειάζεται να μαγειρέψει, βρίσκει επιτέλους τον καιρό να είναι λαίμαργος. Μια μέρα, όταν βρήκα σ᾿ ένα βιβλίο τού Μπεργκότ, ένα χωρατό σχετικό με μια γριά υπηρέτρια, πού η θαυμάσια γλώσσα τού συγγραφέα το ᾿κανε ακόμα πιο ειρωνικό, αλλά ήταν το ίδιο πού είχα πει συχνά στη γιαγιά μου μιλώντας για τη Φρανσουάζ, κι άλλη μια φορά όταν είδα σε ένα από τα έργα του, μια παρατήρηση παραπλήσια μ᾿ αυτήν πού μού δόθηκε η ευκαιρία να κάνω για το φίλο μας το Λεγκρατέν, μού φάνηκε ξαφνικά πώς η ταπεινή ζωή μου και τα βασίλεια τού αληθινού δεν ήταν τόσο χωρισμένα όσο νόμιζα, κι έκλαψα από χαρά κι εμπιστοσύνη πάνω στις σελίδες τού συγγραφέα, όπως θα ᾿κλαιγε κανείς στην αγκαλιά ενός πατέρα πού ξαναβρίσκει.
Απ᾿ τα βιβλία του φανταζόμουν τον Μπεργκότ σαν ένα γέρο αδύνατο κι απογοητευμένο, απαρηγόρητο για πάντα απ᾿ το χαμό κάποιων παιδιών. Γι αυτό διάβαζα, τραγουδούσα μέσα μου τα πεζά του, ίσως πιο dolce, πιο lento απ᾿ ότι ήταν γραμμένα, κι η πιο απλή φράση τους μ᾿ άγγιζε μ᾿ ένα τόνο συγκινημένο. Πάνω απ᾿ όλα αγαπούσα τη φιλοσοφία του, είχα δοθεί σ᾿ αυτήν για πάντα. Αυτή μ᾿ έκανε ν᾿ ανυπομονώ να φτάσω στην ηλικία πού θα έμπαινα στο κολλέγιο, στην τάξη τη λεγόμενη "τής φιλοσοφίας". Δεν θα ᾿θελα όμως να έκαναν άλλο τίποτα εκεί, από το να ζουν αποκλειστικά με τη σκέψη τού Μπεργκότ, κι αν μού έλεγαν πώς οι μεταφυσικοί πού θα με συνεπαίρνανε τότε, δεν θα τού έμοιαζαν σε τίποτα, θα ᾿νιωθα την απελπισία τού ερωτευμένου πού θέλει ν᾿ αγαπήσει για όλη του τη ζωή και στον οποίο μιλούν, για τις ερωμένες πού θα χει αργότερα.
Μια Κυριακή καθώς διάβαζα στον κήπο, με διέκοψε ο Σουάν πού ερχόταν να δει τούς γονείς μου. «Τι διαβάζετε, μπορώ να δώ; Μπα, Μπεργκότ;» Και βλέποντας πώς έδειχνα να θαυμάζω πολύ τον Μπεργκότ, ο Σουάν πού δε μιλούσε ποτέ για τις γνωριμίες του, είχε την καλοσύνη να κάνει μια εξαίρεση και να μού πει:
«Τον γνωρίζω καλά. Αν αυτό θα σάς ευχαριστούσε, μπορώ να ζητήσω να γράψει δυο λόγια στην πρώτη σελίδα τού τόμου σας».
Δεν τόλμησα να το δεχτώ, αλλά ρώτησα τον Σουάν για τον Μπεργκότ. «Μήπως θα ξέρατε να μού πείτε ποιος είναι ο ηθοποιός πού προτιμά;»
«Ο ηθοποιός, δεν ξέρω. Ξέρω ωστόσο πώς, κατά τη γνώμη του, κανένας ηθοποιός δε φτάνει τη Μπερμά, πού την τοποθετεί πάνω από καθετί άλλο. Την έχετε ακούσει;»
«Όχι, κύριε, οι γονείς μου δε μού επιτρέπουν να πηγαίνω στο θέατρο».
«Είναι πολύ κρίμα. Θα ᾿πρεπε να τούς το ζητήσετε. Η Μπερμά στη Φαίδρα, στο Σιντ [2] δεν είναι αν θέλετε, παρά μια ηθοποιός..., αλλά, ξέρετε, δεν πιστεύω πολύ στην "ιεραρχία!" των Τεχνών (και παρατήρησα, πώς όταν χρησιμοποιούσε μια έκφραση πού φαινόταν να υποδηλώνει μια γνώμη πάνω σ᾿ ένα σοβαρό θέμα, φρόντιζε να την απομονώνει, μ᾿ ένα τόνο τής φωνής διαφορετικό, τεχνητό και ειρωνικό, δίνοντας την εντύπωση πώς δε θα θελε να τη δεχτεί για δική του και σα να θελε να πει: «η ιεραρχία, ξέρετε όπως λένε οι γελοίοι». Αν όμως ήταν γελοίο γιατί το ανέφερε;). Αμέσως ύστερα πρόσθεσε: «Θα σάς δώσει μιαν ιδέα τόσο υψηλή όσο κι οποιοδήποτε αριστούργημα, τί να πω... σαν κι άρχισε να γελάει «τις Βασίλισσες τής Σαρτρ [3] !» Ως τώρα αυτός ο φόβος να εκφράσει σοβαρά τη γνώμη του, μού φαινόταν σαν κάτι πού θα ᾿πρεπε να ναι κομψό και παριζιάνικο και πού ερχόταν σε αντίθεση με τον επαρχιώτικο δογματισμό των αδελφών τής γιαγιάς μου και υποπτευόμουν ακόμα, πώς ήταν μια από τις μορφές πού έπαιρνε το πνεύμα στο κύκλο όπου ζούσε ο Σουάν κι όπου, από αντίδραση στο λυρισμό των παλαιότερων γενεών, αποκαθιστούσαν κατά κόρον τα μικρά συγκεκριμένα γεγονότα, καταδικάζοντας τις μεγάλες φράσεις. Έδινε την εντύπωση πώς δεν τολμούσε να χει γνώμη και πώς ησύχαζε μόνο όταν μπορούσε να δώσει με σχολαστικότητα ακριβέστατες πληροφορίες. Αλλά δεν καταλάβαινε τάχα, πώς έτσι υποστήριζε τη γνώμη, δεχόταν σαν προϋπόθεση, ότι η ακρίβεια αυτή στις λεπτομέρειες, είχε σημασία; Αναλογιζόμουν τότε εκείνο το δείπνο πού ήμουν τόσο θλιμμένος, γιατί η μαμά δεν ανέβαινε στο δωμάτιό μου, κι είχε πει πώς οι χοροί τής πριγκίπισσας ντε Λεόν δεν είχαν καμιά σημασία. Κι όμως με τέτοιου είδους απολαύσεις γέμιζε τη ζωή του. Όλ᾿ αυτά μού φαίνονταν αντιφατικά. Σε ποιαν άλλη ζωή επιφυλασσόταν να πει επιτέλους σοβαρά, τί σκεφτόταν για τα πράγματα, να διατυπώσει κρίσεις χωρίς εισαγωγικά, και να μην επιδίδεται πια με μια σχολαστική ευγένεια σε ασχολίες πού ταυτόχρονα δήλωνε πώς ήταν γελοίες; Δεν παρατήρησα στον τρόπο πού μίλησε ο Σουάν για τον Μπεργκότ κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό από εκείνο πού ήταν κοινό σ᾿ όλους τούς θαυμαστές τού συγγραφέα. Σαν τον Σουάν, έλεγαν για τον Μπεργκότ: «Είναι ένα χαριτωμένο πνεύμα τόσο διαφορετικό, έχει ένα δικό του τρόπο να λέει πράγματα, κάπως εξεζητημένο βέβαια, αλλά τόσο ευχάριστο. Δε χρειάζεται να δεις την υπογραφή, αναγνωρίζεις αμέσως πώς είναι δικό του». Κανένας όμως δεν έφτανε στο σημείο να πει: «Είναι μεγάλος συγγραφέας, έχει μεγάλο ταλέντο». Δεν το έλεγαν γιατί δεν το ήξεραν. Αργούμε πολύ ν᾿ αναγνωρίσουμε στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός συγγραφέα, το πρότυπο πού λέγεται "μεγάλο ταλέντο" στο μουσείο μας με τις γενικές ιδέες. Προτιμούμε να λέμε, πρωτοτυπία, χάρη, λεπτότητα, δύναμη κι ύστερα μια μέρα, ανακαλύπτουμε πώς όλα αυτά ακριβώς είναι το ταλέντο.
«Μήπως υπάρχουν έργα τού Μπεργκότ όπου ν᾿ αναφέρεται στη Μπερμά;» ρώτησα τον κύριο Σουάν.
«Αν δεν κάνω λάθος, στο μικρό τόμο του για τον Ρασίν, αλλά πρέπει να ᾿ ναι εξαντλημένος. Μπορώ άλλωστε να ζητήσω απ᾿ τον Μπεργκότ ό,τι θέλετε, δεν περνά βδομάδα πού να μην έρχεται να δειπνήσει στο σπίτι. Είναι ο μεγάλος φίλος τής κόρης μου. Πηγαίνουν κι επισκέφτονται μαζί τις παλιές πόλεις, τις εκκλησιές, τούς πύργους».
Όταν πληροφορήθηκα εκείνη την ημέρα πώς η δεσποινίδα Σουάν ήταν ένα τόσο σπάνιο πλάσμα, πού ζούσε σα να ᾿ταν αυτό το φυσικό της περιβάλλον, ανάμεσα σε τόσα προνόμια: ώστε, όταν ρωτούσε τούς γονείς της αν θα είχαν κάποιο ξένο στο δείπνο, τής απαντούσαν, με το όνομα τού συνδαιτυμόνα πού γι αυτήν δεν ήταν παρά ένας παλιός καλός φίλος τής οικογένειας της, Μπεργκότ· ώστε, για εκείνην, η ιδιαίτερη κουβέντα στο τραπέζι, πού αντιστοιχούσε σε ό,τι ήταν για μένα η κουβέντα τής μεγάλης μου θείας, ήταν τα λόγια τού Μπεργκότ, (για όλα αυτά τα θέματα πού δεν μπόρεσε να θίξει στα βιβλία του, και πάνω σ᾿ αυτά ήθελα να τον ακούσω να δίνει τούς χρησμούς του) ώστε, και όταν πήγαινε να επισκεφτεί τις πόλεις, ο Μπεργκότ περπατούσε στο πλευρό της, σαν τούς θεούς πού κατέβαιναν ανάμεσα στους θνητούς, τότε ένιωσα πόσο αξίζει ένα πλάσμα σαν τη δεσποινίδα Σουάν και πόσο θα τής φαινόμουν άχαρος και αμόρφωτος, κι αισθάνθηκα τόσο έντονα, πόσο γλυκό αλλά και πόσο αδύνατο ήταν να γίνω φίλος της, ώστε με πλημμύρισε ταυτόχρονα ο πόθος και η απελπισία. Το να πιστεύουμε πώς ένα πλάσμα μετέχει σε μιαν άγνωστη ζωή στην οποία ο έρωτάς του θα μάς βοηθούσε να μπούμε, είναι, απ᾿ όλα όσα χρειάζεται ο έρωτας για να γεννηθεί, αυτό στο οποίο δίνει την πιο μεγάλη σημασία, και πού τον κάνει να αδιαφορεί για όλα τ᾿ άλλα.
Σαν τη μουσική μελωδία πού θα μάς ξετρελάνει, αλλά στην αρχή δεν την ξεχωρίζουμε ακόμα, έτσι και αυτό πού έμελλε τόσο πολύ ν᾿ αγαπήσω στο στυλ τού Μπεργκότ, δεν το είχα αντιληφθεί τις πρώτες μέρες. Δεν μπορούσα ν᾿ αφήσω το μυθιστόρημα πού διάβαζα, αλλά νόμιζα πώς με ενδιέφερε μόνο το θέμα, όπως τον πρώτο καιρό τού έρωτα πηγαίνουμε κάθε μέρα να συναντήσουμε μια γυναίκα σε κάποια συγκέντρωση, σε κάποια διασκέδαση, και νομίζουμε πώς η τέρψη τους είναι πού μάς τραβάει. Ύστερα άρχισα να παρατηρώ τις σπάνιες εκφράσεις τις σχεδόν αρχαϊκές, πού τού άρεσε να χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία, όπου ένας κρυφός κυματισμός αρμονίας, ένα εσωτερικό προανάκρουσμα, ανύψωνε το στυλ του κι ήταν σ᾿ αυτά ακριβώς τα σημεία, πού άρχιζε να μιλάει για τα, "μάταιο όνειρο τής ζωής", "για τα στείρο και γλυκύτατο βάσανο τού να καταλαβαίνεις και ν᾿ αγαπάς", διατυπώνοντας έτσι μιαν ολόκληρη καινούργια για μένα φιλοσοφία. Και σίγουρα πρέπει κι ο ίδιος ν᾿ αναγνώριζε πώς εκεί βρισκόταν η μεγαλύτερή του γοητεία. Γιατί στα επόμενα βιβλία, όταν έκανε κάποια αναφορά σε μια μεγάλη αλήθεια, έκοβε την αφήγησή του, και με μιαν επίκληση, μιαν αποστροφή, άφηνε απόλυτα ελεύθερα αυτά τα ξεσπάσματα, πού στα πρώτα του έργα περιορίζονταν εσωτερικά στον πεζό λόγο και τα διέκρινες μόνο σε κάποιους κυματισμούς στην επιφάνεια, κυματισμούς πιο απαλούς, πιο αρμονικούς, όταν έμεναν έτσι κρυμμένοι και δεν μπορούσες να πεις με ακρίβεια πού γεννιόταν και πού έσβυνε το ψιθύρισμά τους. Αυτά τα ψιθυρίσματα, πού χαιρόταν κι ο ίδιος ήταν τ᾿ αποσπάσματα πού προτιμούσαμε. Κάθε φορά πού μιλούσε για κάτι πού η ομορφιά του ως τότε δε μού είχε αποκαλυφθεί, για τούς πευκώνες, για το χαλάζι, για την Παναγία των Παρισίων, για την Αταλία ή τη Φαίδρα [1] , κατόρθωνε με μια εικόνα να κάνει να ξεχυθεί ως μέσα μου αυτή η ομορφιά. Και επειδή καταλάβαινα πόσα μέρη τού σύμπαντος, η ανάπηρη αντίληψή μου, δε θα τα ξεχώριζε ποτέ αν δεν τα έφερνε αυτός κοντά μου, θα ᾿θελα να ᾿χα τη γνώμη του, για το καθετί, ιδιαίτερα για τα παλιά γαλλικά μνημεία κι ορισμένα θαλασσινά τοπία, γιατί η επιμονή με την οποία τα ανέφερε, έδειχνε πώς τα θεωρούσε πλούσια σε νόημα και ομορφιά. Δεν αμφέβαλλα πώς η γνώμη του θα ᾿ταν ολότελα διαφορετική από τη δική μου, αφού ερχόταν από έναν κόσμο άγνωστο, προς τον οποίο γύρευα να ανυψωθώ· είχα ξεγράψει όλες μου τις παλιές σκέψεις, ώστε αν μού τύχαινε να συναντήσω σ᾿ ένα ορισμένο του βιβλίο, μιαν από αυτές τις δικές μου σκέψεις, η καρδιά μου φούσκωνε, λες κι ένας καλός θεός μού την είχε επιστρέψει. Τύχαινε καμιά φορά μια σελίδα του, να λέει ίδια πράγματα μ᾿ αυτά πού ᾿γραφα συχνά το βράδυ στη μητέρα μου ή τη γιαγιά μου όταν έμενα άυπνος, και τότε η σελίδα αυτή τού Μπεργκότ μού φαινόταν σαν μια συλλογή από επιγραφές, για να τοποθετηθούν πάνω από τα γράμματά μου. Ακόμα κι αργότερα, όταν άρχισα να γράφω ένα βιβλίο με μερικές φράσεις πού η ποιότητά τους δεν στάθηκε αρκετή για να το συνεχίσω, τύχαινε να βρω το αντίστοιχό τους, στον Μπεργκότ. Αλλά μόνο τότε, όταν τις διάβαζα στο έργο του, μπορούσα να τις χαρώ. Στην πραγματικότητα όμως μόνο τέτοιες φράσεις, μόνο τέτοιες σκέψεις αγαπούσα αληθινά. Γι αυτό όταν ξαφνικά ανακάλυπτα τέτοιες φράσεις στο έργο κάποιου άλλου, κι έτσι δεν είχα πια ενδοιασμούς, δεν ήμουν αυστηρός, μπορούσα επιτέλους ν᾿ αφεθώ με απόλαυση, σαν το μάγειρα πού, όταν δε χρειάζεται να μαγειρέψει, βρίσκει επιτέλους τον καιρό να είναι λαίμαργος. Μια μέρα, όταν βρήκα σ᾿ ένα βιβλίο τού Μπεργκότ, ένα χωρατό σχετικό με μια γριά υπηρέτρια, πού η θαυμάσια γλώσσα τού συγγραφέα το ᾿κανε ακόμα πιο ειρωνικό, αλλά ήταν το ίδιο πού είχα πει συχνά στη γιαγιά μου μιλώντας για τη Φρανσουάζ, κι άλλη μια φορά όταν είδα σε ένα από τα έργα του, μια παρατήρηση παραπλήσια μ᾿ αυτήν πού μού δόθηκε η ευκαιρία να κάνω για το φίλο μας το Λεγκρατέν, μού φάνηκε ξαφνικά πώς η ταπεινή ζωή μου και τα βασίλεια τού αληθινού δεν ήταν τόσο χωρισμένα όσο νόμιζα, κι έκλαψα από χαρά κι εμπιστοσύνη πάνω στις σελίδες τού συγγραφέα, όπως θα ᾿κλαιγε κανείς στην αγκαλιά ενός πατέρα πού ξαναβρίσκει.
Απ᾿ τα βιβλία του φανταζόμουν τον Μπεργκότ σαν ένα γέρο αδύνατο κι απογοητευμένο, απαρηγόρητο για πάντα απ᾿ το χαμό κάποιων παιδιών. Γι αυτό διάβαζα, τραγουδούσα μέσα μου τα πεζά του, ίσως πιο dolce, πιο lento απ᾿ ότι ήταν γραμμένα, κι η πιο απλή φράση τους μ᾿ άγγιζε μ᾿ ένα τόνο συγκινημένο. Πάνω απ᾿ όλα αγαπούσα τη φιλοσοφία του, είχα δοθεί σ᾿ αυτήν για πάντα. Αυτή μ᾿ έκανε ν᾿ ανυπομονώ να φτάσω στην ηλικία πού θα έμπαινα στο κολλέγιο, στην τάξη τη λεγόμενη "τής φιλοσοφίας". Δεν θα ᾿θελα όμως να έκαναν άλλο τίποτα εκεί, από το να ζουν αποκλειστικά με τη σκέψη τού Μπεργκότ, κι αν μού έλεγαν πώς οι μεταφυσικοί πού θα με συνεπαίρνανε τότε, δεν θα τού έμοιαζαν σε τίποτα, θα ᾿νιωθα την απελπισία τού ερωτευμένου πού θέλει ν᾿ αγαπήσει για όλη του τη ζωή και στον οποίο μιλούν, για τις ερωμένες πού θα χει αργότερα.
Μια Κυριακή καθώς διάβαζα στον κήπο, με διέκοψε ο Σουάν πού ερχόταν να δει τούς γονείς μου. «Τι διαβάζετε, μπορώ να δώ; Μπα, Μπεργκότ;» Και βλέποντας πώς έδειχνα να θαυμάζω πολύ τον Μπεργκότ, ο Σουάν πού δε μιλούσε ποτέ για τις γνωριμίες του, είχε την καλοσύνη να κάνει μια εξαίρεση και να μού πει:
«Τον γνωρίζω καλά. Αν αυτό θα σάς ευχαριστούσε, μπορώ να ζητήσω να γράψει δυο λόγια στην πρώτη σελίδα τού τόμου σας».
Δεν τόλμησα να το δεχτώ, αλλά ρώτησα τον Σουάν για τον Μπεργκότ. «Μήπως θα ξέρατε να μού πείτε ποιος είναι ο ηθοποιός πού προτιμά;»
«Ο ηθοποιός, δεν ξέρω. Ξέρω ωστόσο πώς, κατά τη γνώμη του, κανένας ηθοποιός δε φτάνει τη Μπερμά, πού την τοποθετεί πάνω από καθετί άλλο. Την έχετε ακούσει;»
«Όχι, κύριε, οι γονείς μου δε μού επιτρέπουν να πηγαίνω στο θέατρο».
«Είναι πολύ κρίμα. Θα ᾿πρεπε να τούς το ζητήσετε. Η Μπερμά στη Φαίδρα, στο Σιντ [2] δεν είναι αν θέλετε, παρά μια ηθοποιός..., αλλά, ξέρετε, δεν πιστεύω πολύ στην "ιεραρχία!" των Τεχνών (και παρατήρησα, πώς όταν χρησιμοποιούσε μια έκφραση πού φαινόταν να υποδηλώνει μια γνώμη πάνω σ᾿ ένα σοβαρό θέμα, φρόντιζε να την απομονώνει, μ᾿ ένα τόνο τής φωνής διαφορετικό, τεχνητό και ειρωνικό, δίνοντας την εντύπωση πώς δε θα θελε να τη δεχτεί για δική του και σα να θελε να πει: «η ιεραρχία, ξέρετε όπως λένε οι γελοίοι». Αν όμως ήταν γελοίο γιατί το ανέφερε;). Αμέσως ύστερα πρόσθεσε: «Θα σάς δώσει μιαν ιδέα τόσο υψηλή όσο κι οποιοδήποτε αριστούργημα, τί να πω... σαν κι άρχισε να γελάει «τις Βασίλισσες τής Σαρτρ [3] !» Ως τώρα αυτός ο φόβος να εκφράσει σοβαρά τη γνώμη του, μού φαινόταν σαν κάτι πού θα ᾿πρεπε να ναι κομψό και παριζιάνικο και πού ερχόταν σε αντίθεση με τον επαρχιώτικο δογματισμό των αδελφών τής γιαγιάς μου και υποπτευόμουν ακόμα, πώς ήταν μια από τις μορφές πού έπαιρνε το πνεύμα στο κύκλο όπου ζούσε ο Σουάν κι όπου, από αντίδραση στο λυρισμό των παλαιότερων γενεών, αποκαθιστούσαν κατά κόρον τα μικρά συγκεκριμένα γεγονότα, καταδικάζοντας τις μεγάλες φράσεις. Έδινε την εντύπωση πώς δεν τολμούσε να χει γνώμη και πώς ησύχαζε μόνο όταν μπορούσε να δώσει με σχολαστικότητα ακριβέστατες πληροφορίες. Αλλά δεν καταλάβαινε τάχα, πώς έτσι υποστήριζε τη γνώμη, δεχόταν σαν προϋπόθεση, ότι η ακρίβεια αυτή στις λεπτομέρειες, είχε σημασία; Αναλογιζόμουν τότε εκείνο το δείπνο πού ήμουν τόσο θλιμμένος, γιατί η μαμά δεν ανέβαινε στο δωμάτιό μου, κι είχε πει πώς οι χοροί τής πριγκίπισσας ντε Λεόν δεν είχαν καμιά σημασία. Κι όμως με τέτοιου είδους απολαύσεις γέμιζε τη ζωή του. Όλ᾿ αυτά μού φαίνονταν αντιφατικά. Σε ποιαν άλλη ζωή επιφυλασσόταν να πει επιτέλους σοβαρά, τί σκεφτόταν για τα πράγματα, να διατυπώσει κρίσεις χωρίς εισαγωγικά, και να μην επιδίδεται πια με μια σχολαστική ευγένεια σε ασχολίες πού ταυτόχρονα δήλωνε πώς ήταν γελοίες; Δεν παρατήρησα στον τρόπο πού μίλησε ο Σουάν για τον Μπεργκότ κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό από εκείνο πού ήταν κοινό σ᾿ όλους τούς θαυμαστές τού συγγραφέα. Σαν τον Σουάν, έλεγαν για τον Μπεργκότ: «Είναι ένα χαριτωμένο πνεύμα τόσο διαφορετικό, έχει ένα δικό του τρόπο να λέει πράγματα, κάπως εξεζητημένο βέβαια, αλλά τόσο ευχάριστο. Δε χρειάζεται να δεις την υπογραφή, αναγνωρίζεις αμέσως πώς είναι δικό του». Κανένας όμως δεν έφτανε στο σημείο να πει: «Είναι μεγάλος συγγραφέας, έχει μεγάλο ταλέντο». Δεν το έλεγαν γιατί δεν το ήξεραν. Αργούμε πολύ ν᾿ αναγνωρίσουμε στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός συγγραφέα, το πρότυπο πού λέγεται "μεγάλο ταλέντο" στο μουσείο μας με τις γενικές ιδέες. Προτιμούμε να λέμε, πρωτοτυπία, χάρη, λεπτότητα, δύναμη κι ύστερα μια μέρα, ανακαλύπτουμε πώς όλα αυτά ακριβώς είναι το ταλέντο.
«Μήπως υπάρχουν έργα τού Μπεργκότ όπου ν᾿ αναφέρεται στη Μπερμά;» ρώτησα τον κύριο Σουάν.
«Αν δεν κάνω λάθος, στο μικρό τόμο του για τον Ρασίν, αλλά πρέπει να ᾿ ναι εξαντλημένος. Μπορώ άλλωστε να ζητήσω απ᾿ τον Μπεργκότ ό,τι θέλετε, δεν περνά βδομάδα πού να μην έρχεται να δειπνήσει στο σπίτι. Είναι ο μεγάλος φίλος τής κόρης μου. Πηγαίνουν κι επισκέφτονται μαζί τις παλιές πόλεις, τις εκκλησιές, τούς πύργους».
Όταν πληροφορήθηκα εκείνη την ημέρα πώς η δεσποινίδα Σουάν ήταν ένα τόσο σπάνιο πλάσμα, πού ζούσε σα να ᾿ταν αυτό το φυσικό της περιβάλλον, ανάμεσα σε τόσα προνόμια: ώστε, όταν ρωτούσε τούς γονείς της αν θα είχαν κάποιο ξένο στο δείπνο, τής απαντούσαν, με το όνομα τού συνδαιτυμόνα πού γι αυτήν δεν ήταν παρά ένας παλιός καλός φίλος τής οικογένειας της, Μπεργκότ· ώστε, για εκείνην, η ιδιαίτερη κουβέντα στο τραπέζι, πού αντιστοιχούσε σε ό,τι ήταν για μένα η κουβέντα τής μεγάλης μου θείας, ήταν τα λόγια τού Μπεργκότ, (για όλα αυτά τα θέματα πού δεν μπόρεσε να θίξει στα βιβλία του, και πάνω σ᾿ αυτά ήθελα να τον ακούσω να δίνει τούς χρησμούς του) ώστε, και όταν πήγαινε να επισκεφτεί τις πόλεις, ο Μπεργκότ περπατούσε στο πλευρό της, σαν τούς θεούς πού κατέβαιναν ανάμεσα στους θνητούς, τότε ένιωσα πόσο αξίζει ένα πλάσμα σαν τη δεσποινίδα Σουάν και πόσο θα τής φαινόμουν άχαρος και αμόρφωτος, κι αισθάνθηκα τόσο έντονα, πόσο γλυκό αλλά και πόσο αδύνατο ήταν να γίνω φίλος της, ώστε με πλημμύρισε ταυτόχρονα ο πόθος και η απελπισία. Το να πιστεύουμε πώς ένα πλάσμα μετέχει σε μιαν άγνωστη ζωή στην οποία ο έρωτάς του θα μάς βοηθούσε να μπούμε, είναι, απ᾿ όλα όσα χρειάζεται ο έρωτας για να γεννηθεί, αυτό στο οποίο δίνει την πιο μεγάλη σημασία, και πού τον κάνει να αδιαφορεί για όλα τ᾿ άλλα.
[1] Αταλία, Φαίδρα: Τραγωδίες τού Ρασίν.
[2] Σιντ: Θεατρικό έργο τού Κορνέιγ (1606-1684), Γάλλου δραματικού ποιητή.
[3] Βασίλισσες της Σάρτρ: Οι γλυπτές γυναικείες μορφές (βασίλισσες και άγιες) στην πρόσοψη του καθεδρικού ναού τής Σαρτρ, γοτθικού ρυθμού
[2] Σιντ: Θεατρικό έργο τού Κορνέιγ (1606-1684), Γάλλου δραματικού ποιητή.
[3] Βασίλισσες της Σάρτρ: Οι γλυπτές γυναικείες μορφές (βασίλισσες και άγιες) στην πρόσοψη του καθεδρικού ναού τής Σαρτρ, γοτθικού ρυθμού
Θεία Λεονί, Ευλαλί και Φρανσουάζ. Τα γεύματα τού"Σαββάτου"
Η σκληρότητα τής Φρανσουάζ. Τα πύρινα δάκρυα πού έχυνε για τις δυστυχίες των αγνώστων, στέρευαν μπροστά σ᾿ ένα θύμα συγκεκριμένο.
«Φρανσουάζ», έλεγε η θεία μου η Λεονί, «για κοίταξε αυτό το μαύρο σύννεφο πίσω από το καμπαναριό κι αυτό το μίζερο φως τού ήλιου πάνω στις πλάκες τής στέγης, σίγουρα δεν θα περάσει η μέρα χωρίς να βρέξει».
Ένα μικρό χτύπημα στο τζάμι, σαν κάτι να είχε πέσει επάνω του, κι ύστερα μια πτώση άφθονη, ηχηρή, μουσική, καθολική: ήταν η βροχή.
«Ε, λοιπόν! Φρανσουάζ, τί σού ᾿λεγα; Τι ρίχνει! Μού φάνηκε πώς άκουσα το καμπανάκι τής πόρτας τού κήπου, για πήγαινε να δεις ποιος μπορεί να είναι έξω με τέτοιο καιρό».
Η Φρανσουάζ ξαναγύριζε: «Ήταν η κυρία Αμεντέ (η γιαγιά μου) κι είπε πώς πάει να κάνει μια βόλτα. Κι όμως βρέχει δυνατά».
«Δεν μού κάνει καμιά εντύπωση», έλεγε η θεία μου. «Πάντα έλεγα πώς το μυαλό της δεν είναι σαν όλου τού κόσμου. Προτιμώ να ναι εκείνη έξω κι όχι εγώ, με τέτοιον καιρό».
«Η κυρία Αμεντέ είναι πάντα στο άλλο άκρο», έλεγε η Φρανσουάζ γλυκά, φυλάσσοντας για να πει αργότερα, όταν βρισκόταν μόνη με τούς άλλους υπηρέτες, πώς θεωρούσε τη γιαγιά μου κάπως λοξάτη.
«Να, πέρασε κι η ώρα τής τελευταίας ευλογίας τού εσπερινού! Η Ευλαλί δεν θα ρθει πια», αναστέναζε η θεία μου, «θα την τρόμαξε ο καιρός».
«Μα δεν είναι ακόμα πέντε η ώρα, κυρία Οκτάβ, είναι μόλις τέσσερεις και μισή».
Ένα έντονο κοκκίνισμα ζωντάνευε τα μάγουλα τής θείας μου, ήταν η Ευλαλί. Δυστυχώς, μόλις την είχε οδηγήσει στο δωμάτιο, η Φρανσουάζ επέστρεψε και, μ᾿ ένα χαμόγελο πού σκόπευε να το τοποθετήσει στον ίδιο τόνο χαράς πού δεν αμφέβαλλε πώς τα λόγια της θα προκαλούσαν στη θεία μου, μετέφερε σαν καλή υπηρέτρια, τα ίδια λόγια πού χρησιμοποίησε ο επισκέπτης. «Ο κύριος εφημέριος, θα χαρεί πολύ, αν βέβαια η κυρία Οκτάβ δεν αναπαύεται και μπορούσε να τον δεχτεί».
Στην πραγματικότητα οι επισκέψεις τού εφημέριου δεν προκαλούσαν στη θεία μου τόση ευχαρίστηση όση λογάριαζε η Φρανσουάζ, και η έκφραση αγαλλίασης με την οποία θεωρούσε υποχρέωσή της να σημαιοστολίσει το πρόσωπό της, δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στο τί ένιωθε η άρρωστη. Όταν η επίσκεψή του έπεφτε ακριβώς πάνω στην επίσκεψη τής Ευλαλί, τότε γινόταν πραγματικά δυσάρεστη. Δεν τολμούσε ωστόσο να μη δεχτεί τον εφημέριο κι έκανε νόημα στην Ευλαλί να μην φύγει μαζί του.
«Τι ακούω, κύριε Εφημέριε; Ήρθε λέει, ένας καλλιτέχνης κι έστησε το καβαλέτο του στην εκκλησία σας, για να αντιγράψει ένα βιτρό; Και πρόκειται για ό,τι πιο άχαρο έχει η εκκλησία»
«Δεν θα ᾿φτανα στο σημείο να πω πώς είναι το πιο άχαρο, γιατί υπάρχουν κι άλλα πολύ παλιά στη φτωχική μου βασιλική, τη μόνη όλης τής επισκοπής πού μήτε καν ανακαινίστηκε! Αλλά να μην έρχονται να μού μιλούν για βιτρό! Είναι λογικό μήπως να διατηρούν παράθυρα, πού δεν αφήνουν να περάσει το φως τής μέρας, και μάλιστα ξεγελούν την όραση με ανταύγειες, σε μια εκκλησία όπου ούτε δυο πλάκες δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και αρνιούνται να μού τις αντικαταστήσουν με το πρόσχημα πώς είναι εκεί θαμμένοι οι άρχοντες τού Γκερμάντ, οι παλιοί κόμητες τού Μπραμπάν, οι απευθείας πρόγονοι τού σημερινού Δούκα τού Γκερμάντ, καθώς και τής Δούκισσας, αφού είναι κόρη ντε Γκερμάντ πού παντρεύτηκε τον ξάδελφό της.»
Ο εφημέριος την είχε κουράσει, ώστε μόλις έφυγε, η θεία μου αναγκάστηκε να διώξει και την Ευλαλί. «Να, πάρε καλή μου Ευλαλί», έλεγε με αδύνατη φωνή, βγάζοντας ένα νόμισμα από ένα μικρό πουγκί πού είχε κοντά της, «να, για να μη με ξεχνάς στις προσευχές σου».
«Αχ, μα κυρία Οκτάβ, δεν ξέρω αν πρέπει να το δεχτώ, ξέρετε καλά πώς δεν έρχομαι γι αυτό» έλεγε η Ευλαλί με την ίδια αμηχανία πάντα και με μια έκφραση δυσαρέσκειας πού διασκέδαζε τη θεία μου, αλλά δεν την ενοχλούσε, γιατί αν μια μέρα η Ευλαλί, παίρνοντας το νόμισμα είχε ύφος λιγότερο δυσαρεστημένο από συνήθως, η θεία έλεγε: «Δεν ξέρω τί έχει η Ευλαλί ενώ τής έδωσα ό,τι τής δίνω συνήθως, δεν φαινόταν ευχαριστημένη».
«Νομίζω ωστόσο πώς δεν έχει λόγο να παραπονιέται», αναστέναζε η Φρανσουάζ, πού είχε την τάση να θεωρεί ψιλοπράγματα ό,τι έδινε η θεία μου για την ίδια και για τα παιδιά της, και παράλογη σπατάλη πλούτου για μιαν αχάριστη, τα μικρά νομίσματα πού έβαζε κάθε Κυριακή η θεία μου στο χέρι τής Ευλαλί, τόσο διακριτικά όμως, ώστε η Φρανσουάζ δεν κατόρθωνε ποτέ να τα δει. Όχι πώς η Φρανσουάζ ήθελε για τον εαυτό της τα χρήματα πού η θεία μου έδινε στην Ευλαλί. Ήταν τσιγκούνα μόνο για λογαριασμό τής θείας μου· αν είχε τη διαχείριση τής περιουσίας της, θα την είχε διαφυλάξει από τις επιβουλές των άλλων με μητρική θηριωδία. Δεν θα θεωρούσε ωστόσο πολύ κακό, αν η θεία μου αφηνόταν και μοίραζε χρήματα, φτάνει να τα μοίραζε σε πλούσιους. Μπορεί να σκεφτόταν πώς αυτοί, αφού δεν είχαν ανάγκη από τα δώρα τής θείας μου, έμεναν κι έξω από την υποψία πώς την αγαπούσαν για τα χρήματά της.
Έτσι διάβαινε η ζωή για τη θεία Λεονί, μ᾿ αυτή τη γλυκιά ομοιομορφία, πού την ονόμαζε με βαθειά τρυφερότητα: "η μικρή μου ρουτίνα". Όλος ο κόσμος προστάτευε αυτή τη ρουτίνα, όχι μόνο στο σπίτι, αλλά ως και στο χωριό, όπου τρεις δρόμους μακριά από το σπίτι μας, ο συσκευαστής, πριν καρφώσει τα κιβώτιά του, ρωτούσε τη Φρανσουάζ, μήπως η θεία μου αναπαυόταν. Αυτή η ρουτίνα διαταράχτηκε ωστόσο μια φορά εκείνη τη χρονιά από τα γεννητούρια τής παραμαγείρισσας. Οι πόνοι της ήταν αβάσταχτοι, και καθώς δεν υπήρχε μαμή στο Κομπραί, χρειάστηκε να φύγει η Φρανσουάζ νύχτα ακόμα, για να φέρει μιαν απ᾿ το Τιμπερζύ. Ήταν τόσες οι φωνές τής παραμαγείρισσας, ώστε η θεία μου δεν μπόρεσε ν᾿ αναπαυτεί, γι αυτό η μητέρα μου, μού είπε το πρωί: «Ανέβα να δεις μήπως χρειάζεται τίποτα η θεία σου». Μπήκα στο πρώτο δωμάτιο κι απ᾿ την ανοιχτή πόρτα, είδα τη θεία μου, να κοιμάται· ύστερα η θεία μου ξύπνησε και μισογύρισε το πρόσωπό της, έτσι πού μπόρεσα να το δω· είχε μια έκφραση τρόμου, ήταν φανερό πώς είχε δει ένα φρικτό όνειρο, φαινόταν όμως σα να είχε κιόλας επιστρέψει στην αίσθηση τής πραγματικότητας και να ᾿χε αναγνωρίσει πώς ήταν ψεύτικα τα οράματα πού την είχαν τρομάξει· ένα χαμόγελο χαράς ευλαβικής ευγνωμοσύνης προς το θεό πού επιτρέπει να ναι η ζωή λιγότερο σκληρή απ᾿ τα όνειρα, φώτισε το πρόσωπό της και μ᾿ αυτή τη συνήθεια να μιλάει χαμηλόφωνα στον εαυτό της, όταν νόμιζε πώς ήταν μόνη, ψιθύρισε: «Δόξα τῳ θεῴ! Μόνη μας έννοια είναι η παραμαγείρισσα πού ξεγεννάει. Κι εγώ πού ονειρευόμουν πώς ο καημένος μου ο Οκτάβ είχε αναστηθεί κι ήθελε να με κάνει να πηγαίνω περίπατο κάθε μέρα!»
Όταν λέω πώς έξω από πολύ σπάνια γεγονότα σαν αυτόν τον τοκετό, η ρουτίνα τής θείας μου δεν άλλαζε ποτέ, δεν αναφέρομαι σε αλλαγές πού, καθώς επαναλαμβάνονταν πάντα μ᾿ όμοιο τρόπο και σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, βάζανε μέσα σ᾿ αυτή τη μονοτονία, ένα είδος δεύτερης μονοτονίας. Έτσι κάθε Σάββατο, επειδή η Φρανσουάζ πήγαινε το απόγευμα στην αγορά τού Ρουσαινβίλ, γευματίζαμε όλοι μιαν ώρα πιο νωρίς. Και η θεία μου είχε περάσει αυτή τη βδομαδιάτικη αλλαγή στις συνήθειές της, ώστε ήθελε να τηρείται όπως όλες οι άλλες. Είχε "μπει στη ρουτίνα της" τόσο καλά, όπως έλεγε η Φρανσουάζ, ώστε αν τύχαινε ένα Σάββατο να πρέπει να περιμένει τη συνηθισμένη ώρα τού γεύματος, αυτό θα την "αναστάτωνε" στον ίδιο βαθμό, όσο κι αν έπρεπε μια άλλη μέρα να γευματίσει την ώρα τού Σαββάτου. Αυτή άλλωστε η μεταφορά τής ώρας τού γεύματος έδινε για όλους μας στη μέρα τού Σαββάτου μιαν όψη ξεχωριστή, ήταν ένα από τα μικρά αυτά γεγονότα τα εσωτερικά, πού μέσα στις ήσυχες ζωές και τις κλειστές κοινωνίες, γίνονται το αγαπημένο θέμα συζητήσεων, των αστείων, των αφηγήσεων, πού τις υπερβάλλει ο καθένας ανάλογα με το κέφι του: Από το πρωί κιόλας, έλεγε ο ένας στον άλλο με κεφάτη διάθεση «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, μην ξεχνάτε πώς είναι Σάββατο!» Αν, στις δεκάμιση κάποιος αφηρημένος έβγαζε το ρολόι του λέγοντας: «Άντε, έχουμε μιάμιση ώρα ακόμα ώσπου να γευματίσουμε», όλοι ήταν ευχαριστημένοι γιατί μπορούσαν να πουν: «Μα πού το χετε το μυαλό σας; Ξεχνάτε πώς είναι Σάββατο!». Ακόμα και το πρόσωπο τ᾿ ουρανού φαινόταν αλλαγμένο. Μετά το γεύμα, ο ήλιος, με τη "συναίσθηση" πώς ήταν Σάββατο, σεργιάνιζε μιαν ώρα παραπάνω ψηλά στον ουρανό, κι όταν κάποιος νομίζοντας πώς είχαμε αργήσει για τον περίπατο, έλεγε: «Πώς, είναι μόνο δύο η ώρα;» καθώς έβλεπε να περνούν οι δυο κτύποι στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, όλοι μαζί τού απαντούσαμε: «Είναι, γιατί γευματίσαμε μιαν ώρα πιο νωρίς, το ξέρετε πώς σήμερα είναι Σάββατο». Η έκπληξη ενός "βαρβάρου" (έτσι ονομάζαμε όσους δεν ήξεραν τί το ξεχωριστό είχε το Σάββατο), πού είχε έρθει στις 11 για να μιλήσει στο πατέρα μου και μάς βρήκε καθισμένους στο τραπέζι, ήταν ένα από τα πράγματα, πού είχαν διασκεδάσει περισσότερο τη Φρανσουάζ. Θεωρούσε ακόμα πιο κωμικό, ότι ο πατέρας μου από τη μεριά του, δεν είχε σκεφτεί πώς αυτός ο "βάρβαρος" μπορούσε να μην ξέρει και απαντούσε χωρίς άλλη εξήγηση στην έκπληξη του επειδή μάς έβρισκε κιόλας στην τραπεζαρία: «Μα φυσικά είναι Σάββατο». Όταν έφτανε σ᾿ αυτό το σημείο τής διήγησής της, έκλαιγε από τα γέλια σκουπίζοντας τα δάκρυά της και, για να αυξήσει την ευχαρίστησή της, αυτοσχεδίαζε τί είχε απαντήσει ο επισκέπτης στον οποίο αυτό το "Σάββατο" δεν εξηγούσε τίποτα.
Το Σάββατο είχε ακόμα και τούτο το ιδιαίτερο, πώς δηλαδή εκείνη την ημέρα, στη διάρκεια τού Μάη, βγαίναμε μετά το δείπνο για να πάμε στη λειτουργία "τού μήνα τής Παναγιάς" [1].
Επειδή συναντούσαμε καμιά φορά τον κύριο Βιντέιγ, πού ήταν πολύ αυστηρός "για το οικτρό θέαμα των ατημέλητων νέων, με τις ιδέες τής σημερινής εποχής", η μητέρα μου φρόντιζε τίποτα να μην κάνει κακή εντύπωση στο ντύσιμό μου, κι ύστερα ξεκινούσαμε για την εκκλησία. Ο κύριος Βιντέιγ ήρθε μαζί με την κόρη του και στάθηκε πλάι μας. Καταγόταν από καλή οικογένεια, ήταν άλλοτε δάσκαλος τού πιάνου στις αδελφές τής γιαγιάς μου, και όταν μετά το θάνατο τής γυναίκας του και μια κληρονομιά πού τού έτυχε, αποτραβήχτηκε κοντά στο Κομπραί, οι γονείς μου τον δέχονταν συχνά στο σπίτι. Αλλά, υπερβολικά σεμνότυφος, έπαψε να ᾿ρχεται για να μην συναντήσει τον Σουάν πού είχε κάνει καθώς έλεγε, "ένα γάμο άτοπο", σύμφωνα με τη μόδα τής εποχής. Η μητέρα μου είχε πληροφορηθεί πώς έγραφε μουσικές συνθέσεις και τού είχε πει από ευγένεια, πώς όταν θα τού έκανε επίσκεψη, θα ᾿πρεπε να τής επιτρέψει να ακούσει κάτι δικό του. Ο κύριος Βιντέιγ θα το χαιρόταν πολύ, αλλά η ευγένεια και η καλοσύνη του τον οδηγούσαν σε τέτοιους ενδοιασμούς, ώστε βάζοντας τον εαυτό του στη θέση των άλλων, φοβόταν μήπως γίνει ενοχλητικός και φανεί εγωιστής, αν ακολουθούσε ή άφηνε να μαντέψουν την επιθυμία του. Τη μέρα πού τον επισκέφτηκαν οι γονείς μου, μόλις μπήκαν, απέσυρε το μουσικό κομμάτι πού ήταν πάνω στο πιάνο και το ᾿βαλε σε μια γωνιά. Φοβήθηκε ίσως, μήπως τούς δώσει την εντύπωση πώς χαιρόταν πού τούς έβλεπε, μόνο και μόνο γιατί θα τούς έπαιζε τις συνθέσεις του. Κάθε φορά πού η μητέρα μου τού θύμιζε την παράκλησή της, εκείνος επαναλάμβανε: «Μα δεν ξέρω ποιος το βαλε αυτό πάνω στο πιάνο» κι έστρεφε τη συζήτηση σε άλλα θέματα, ακριβώς επειδή τον ενδιαφέρανε λιγότερο. Το μόνο του πάθος ήταν η κόρη του, κι αυτή με το αγορίστικο ύφος της, φαινόταν τόσο γεροδεμένη, ώστε δεν μπορούσε παρά να χαμογελάει κανείς βλέποντας πόσο τη φρόντιζε ο πατέρας της, έχοντας πάντα ένα πρόσθετο σάλι για να τής το ρίχνει στους ώμους.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, κουβεντιάζαμε για λίγο με τον κύριο Βιντέιγ μπροστά στη πύλη. Αν η κόρη του μάς έλεγε με τη χοντρή φωνή της πόσο χάρηκε πού μάς συνάντησε, είχες αμέσως την εντύπωση πώς μέσα της, μια πιο ευαίσθητη αδελφή κοκκίνιζε για αυτή την κουβέντα καλού αλλά απερίσκεπτου παιδιού, πού θα μπορούσε να μάς κάνει να φανταστούμε πώς γύρευε να την καλέσουμε σπίτι μας. Ο πατέρας της, τής έριχνε ένα παλτό στην πλάτη, ανέβαιναν σ᾿ ένα δίτροχο αμαξάκι πού το οδηγούσε η ίδια κι επέστρεφαν στο Μονζουβαίν [2].
Ενώ η μέρα τού Σαββάτου, πού άρχιζε για τη θεία μου μια ώρα νωρίτερα και τής στερούσε τη Φρανσουάζ, τής φαινόταν πιο μεγάλη από κάθε άλλη, την περίμενε ωστόσο ανυπόμονα να ξανάρθει απ᾿ την αρχή τής βδομάδας, σαν κάτι πού έκλεινε μέσα του ό,τι καινούργιο και διασκεδαστικό μπορούσε ακόμα ν᾿ αντέξει το εξαντλημένο και υποχονδριακό κορμί της. Αυτό όμως δεν σήμαινε πώς δεν ποθούσε κι αυτή κάπου-κάπου μια πιο μεγάλη αλλαγή, πώς δεν έρχονταν και για εκείνη κάποιες ώρες ξεχωριστές, όπου διψάς για κάτι διαφορετικό από αυτό πού υπάρχει, κι όπου αυτοί, πού η έλλειψη ενεργητικότητας ή φαντασίας τούς εμποδίζει να βρουν μέσα τους, το ζητούν απ᾿ την ώρα πού πλησιάζει, απ᾿ τον ταχυδρόμο πού χτυπάει την πόρτα, να τούς φέρει κάτι καινούργιο, έστω και το χειρότερο, μια συγκίνηση, ένα πόνο όπου η ευαισθησία πού η ευτυχία την έκανε να σωπάσει, ζητάει σαν άρπα παραμελημένη ν᾿ αντηχήσει κάτω από ένα χέρι, έστω και βάναυσο, έστω κι αν έμελλε να τσακιστεί. Βέβαια, καθώς οι δυνάμεις τής θείας μου στέρευαν με την παραμικρή κούραση, και δεν αναπληρώνονταν παρά σταλαγματιά - σταλαγματιά όταν αναπαυόταν, αργούσε πολύ να γεμίσει η στέρνα, και περνούσαν μήνες ώσπου να πραγματοποιηθεί το λιγοστό ξεχείλισμα, πού άλλοι το διοχετεύουν σε δραστηριότητα και πού η ίδια δεν ήταν σε θέση να ξέρει πώς θα το χρησιμοποιήσει. Δεν αμφιβάλλω πώς τότε, η συρροή από μέρες μονότονες, τόσο αγαπητές, έφερνε την αναμονή ενός οικιακού κατακλυσμού, αλλά πού θα την υποχρέωνε να πραγματοποιήσει κάποιαν από αυτές τις αλλαγές, πού δεν μπορούσε ν᾿ αποφασίσει η ίδια να τις πραγματοποιήσει. Μάς αγαπούσε πραγματικά, θα ευχαριστιόταν να μάς κλάψει κάποια στιγμή πού θα αισθανόταν καλά και απύρετη· η σκέψη πώς το σπίτι καιγόταν κι είχαμε κιόλας χαθεί στις φλόγες, αλλά πώς η ίδια θα ᾿χε όλο τον καιρό να σωθεί αρκεί να σηκωνόταν αμέσως, μαζί με το λιγότερο σημαντικό προνόμιο να γευτεί μέσα σε μια μακρόσυρτη λύπη όλη την αγάπη της για μάς και να προκαλέσει την κατάπληξη τού χωριού συνοδεύοντας την κηδεία μας, θαρραλέα και συντετριμμένη, ετοιμοθάνατη ολόρθια, θα είχε και το άλλο προνόμιο, να υποχρεωθεί, χωρίς χάσιμο χρόνου, χωρίς τη δυνατότητα εκνευριστικού δισταγμού, να πάει να περάσει το καλοκαίρι στ᾿ όμορφο κτήμα της στο Μιρουγκραίν [3] . Καθώς όμως δεν είχε συμβεί ποτέ κανένα τέτοιο γεγονός, πού θα την είχε οδηγήσει από την αρχή σε απόγνωση, απ᾿ το πρώτο εκείνο απρόβλεπτο περιστατικό, απ᾿ όλα όσα έχουν τη σφραγίδα τού πραγματικού θανάτου πού τόσο διαφέρει από τη αφηρημένη πιθανότητά του, κατέληγε να κάνει κάπου-κάπου τη ζωή της πιο ενδιαφέρουσα, γεμίζοντάς την με φανταστικές ιστορίες πού τις παρακολουθούσε με πάθος. Τής άρεσε να υποθέτει ξαφνικά πώς η Φρανσουάζ την έκλεβε και πώς η ίδια χρησιμοποιούσε πονηριές, για να βεβαιωθεί πώς την έπιανε να κλέβει· έλεγε η ίδια μέσα της τις αμήχανες δικαιολογίες τής Φρανσουάζ κι απαντούσε με τόση έξαψη και αγανάκτηση, ώστε αν κάποιος από εμάς έμπαινε στο δωμάτιό της εκείνη τη στιγμή, θα την έβρισκε καταϊδρωμένη με τα μάτια της να αστράφτουν. Ίσως η Φρανσουάζ ν᾿ άκουσε καμιά φορά τούς δηκτικούς σαρκασμούς πού απευθύνονταν στην ίδια, σαρκασμούς πού δεν θα είχαν ανακουφίσει τη θεία μου αρκετά, αν είχαν μείνει σε άυλη κατάσταση κι αν σιγοψιθυρίζοντάς τους δεν τούς είχε κάνει πιο πραγματικούς. Άλλοτε εμπιστευόταν στην Ευλαλί τις αμφιβολίες της για την τιμιότητα τής Φρανσουάζ, την πρόθεσή της να την διώξει, και κάποιαν άλλη φορά εμπιστευόταν αντίθετα στη Φρανσουάζ τις υποψίες της για την απιστία τής Ευλαλί και την πρόθεσή της να τής κλείσει την πόρτα. Σιγά - σιγά το μυαλό της δεν είχε πια άλλη απασχόληση, παρά πώς να μαντέψει τί μπορούσε κάθε στιγμή να κάνει ή να γυρεύει να τής κρύψει η Φρανσουάζ. Παρατηρούσε και τις πιο φευγαλέες κινήσεις τής φυσιογνωμίας της, μια αντίφαση στα λόγια της, μιαν επιθυμία πού φαινόταν να κρύβει. Κι έτσι ενώ κάποιος καλλιτέχνης, πού διαβάζει τα Απομνημονεύματα τού 17ου αιώνα κι επιθυμεί να έρθει πιο κοντά στον μεγάλο βασιλιά Λουδοβίκο 14ο, νομίζει πώς βαδίζει στο σωστό δρόμο διατηρώντας αλληλογραφία μ᾿ έναν απ᾿ τούς σημερινούς βασιλιάδες τής Ευρώπης, απομακρύνεται απ᾿ αυτό πού άδικα γυρεύει, κάτω από απαράλλαχτες μορφές, μια γριά κυρία τής επαρχίας, πού δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να υπακούει σε ακαταμάχητες ιδιοτροπίες και σε μια κακία γεννημένη από τη απραξία, έβλεπε, χωρίς να χει ποτέ σκεφτεί το Λουδοβίκο τον 14ο, τις πιο ασήμαντες απασχολήσεις τής κάθε μέρας, το ξύπνημα, το γεύμα, την ανάπαυσή της, να παίρνουν με τη δεσποτική τους ιδιομορφία, κάτι απ᾿ το ενδιαφέρον πού ο Σαιν-Σιμόν [4] ονόμαζε "μηχανισμό" τής ζωής στις Βερσαλλίες, και μπορούσε να πιστέψει πώς οι σιωπές της, μια απόχρωση καλής διάθεσης ή υπεροψίας στη φυσιογνωμία της, σχολιάζονταν από τη Φρανσουάζ, με το ίδιο πάθος, με τον ίδιο φόβο, όπως σχολιάζονταν κι η σιωπή, η καλή διάθεση, η υπεροψία τού βασιλιά, όταν ένας αυλικός ή σημαντικοί άρχοντες, τού είχαν υποβάλλει μια ικετευτική αναφορά, στη στροφή μιας αλέας, στις Βερσαλλίες.
Κατέβηκα στην κουζίνα να μάθω τί φαγητό είχαμε το βράδυ, πράγμα πού με διασκέδαζε κάθε μέρα, σαν τις ειδήσεις πού διαβάζεις στην εφημερίδα. Όταν έφτασα κάτω, η Φρανσουάζ προσπαθούσε στην αυλή τής κουζίνας, να σφάξει ένα κοτόπουλο το οποίο, απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξεφύγει, με την απελπισμένη αντίστασή του, πού τη συνόδευαν όμως οι έξαλλες φωνές τής Φρανσουάζ, «βρωμερό ζώο! βρωμερό ζώο!». Όταν το κοτόπουλο είχε πια τελειώσει, η Φρανσουάζ χωρίς να πνίξει τη μνησικακία της βλέποντας το πτώμα τού εχθρού της, είπε για τελευταία φορά: «βρωμερό ζώο!». Ανέβηκα στο πάνω πάτωμα τρέμοντας ολόκληρος θα ᾿θελα να έδιωχναν τη Φρανσουάζ αμέσως από το σπίτι. Ποιος όμως θα μού ετοίμαζε τόσο ζεστά στρογγυλά ψωμάκια, τόσο αρωματικό καφέ, και... αυτά τα κοτόπουλα ακόμα;... Κι αλήθεια, αυτό τον ταπεινό υπολογισμό είχε βρεθεί στην ανάγκη να τον κάνει όλη η οικογένειά μου, όπως κι εγώ. Γιατί η θεία Λεονί ήξερε και εγώ το αγνοούσα ακόμα τότε, πώς η Φρανσουάζ πού για την κόρη της και τ᾿ ανήψια της θα ᾿δινε χωρίς το παραμικρό παράπονο ακόμα και τη ζωή της, ήταν απέναντι σ᾿ άλλα πλάσματα παράξενα σκληρή. Ανακάλυψα σιγά-σιγά πώς η καλοσύνη, η κατάνυξη, οι αρετές τής Φρανσουάζ, έκρυβαν δράματα τής αυλής, τής κουζίνας, όπως ακριβώς η ιστορία αποκαλύπτει πώς όταν βασίλευαν βασιλιάδες και βασίλισσες πού παριστάνονται με τα χέρια χριστιανικά ενωμένα στα βιτρό των εκκλησιών, τα χρόνια τους σημαδεύτηκαν με αιματηρά γεγονότα. Κατάλαβα πώς έξω από τούς συγγενείς της, όσο πιο μακριά της ζούσαν οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο προκαλούσαν τη συμπόνια της με τις δυστυχίες τους. Τα πύρινα δάκρυα πού έχυνε διαβάζοντας στην εφημερίδα για τις δυστυχίες των αγνώστων, στέρευαν μπροστά σε να θύμα συγκεκριμένο. Όταν εξ αιτίας των φρικτών κολικών πού έπαθε η παραμαγείρισσα μια νύχτα μετά τον τοκετό της, η μητέρα μου έστειλε τη Φρανσουάζ να φέρει ένα βιβλίο ιατρικής και καθυστερούσε να επιστρέψει, την βρήκα να διαβάζει την κλινική περιγραφή τής κρίσης, κι έκλαιγε με λυγμούς, τώρα πού η αναφορά γινόταν σ᾿ ένα πρόσωπο άρρωστο, άγνωστό της. Μόλις όμως τη φώναξα και γύρισε κοντά στο κρεβάτι τής άρρωστης, τα δάκρυά της σταμάτησαν απότομα να τρέχουν, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει ούτε τη συγκίνηση πού γνώριζε καλά και τής την είχε προσφέρει συχνά η ανάγνωση των εφημερίδων, ούτε καμιά άλλη ευσπλαχνία, εξ αιτίας τής ενόχλησης πού τής προκαλούσε το γεγονός πώς σηκώθηκε στη μέση τής νύχτας για την παραμαγείρισσα.
Μπορούσε, όταν ο εγγονός της είχε κάποιο κρυολόγημα, να φύγει το βράδυ αντί να κοιμηθεί και να περπατήσει τέσσερις λεύγες με τα πόδια πριν ξημερώσει, για να προλάβει να γυρίσει στη δουλειά της, αντίθετα αυτή η αγάπη για τούς δικούς της και η επιθυμία της να εξασφαλίσει το μελλοντικό μεγαλείο τής οικογένειάς της, μεταφραζόταν στην πολιτική της απέναντι στους άλλους υπηρέτες, σ᾿ ένα σταθερό κανόνα: να μην αφήσει κανένα να εγκατασταθεί μόνιμα στης θείας μου. Και σαν το υμενόπτερο πού μελέτησε ο Φάμπρ [5] , τη σφήκα, πού για να χουν τα μικρά της να φάνε φρέσκο κρέας μετά το θάνατό της, σκάβει τη γη και αφού πιάσει βρούχους και αράχνες, κινητοποιεί την ανατομία και τρυπάει με θαυμαστή γνώση και δεξιοτεχνία το κέντρο τού νευρικού τους συστήματος, από το οποίο εξαρτάται η κίνηση των ποδιών, αλλ᾿ όχι οι λειτουργίες τής ζωής, και αφήνει κοντά τους τα αυγά της, για να προσφέρει στις νύμφες μόλις ξεπεταχτούν, ένα θήραμα ακίνδυνο, ανίκανο να φύγει αλλά φρεσκότατο, έτσι και η Φρανσουάζ έβρισκε για να κάνει το σπίτι αβάσταχτο σε κάθε υπηρέτη, πονηριές τόσο σοφές και τόσο άσπλαχνες ώστε, χρόνια αργότερα μάθαμε πώς, αν το καλοκαίρι εκείνο τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα σπαράγγια, ήταν γιατί η μυρωδιά τους προκαλούσε στην καημένη την παραμαγείρισσα όταν τα μαδούσε, κρίσεις από άσθμα, τόσο δυνατές, ώστε αναγκάστηκε στο τέλος να φύγει.
Ένα μικρό χτύπημα στο τζάμι, σαν κάτι να είχε πέσει επάνω του, κι ύστερα μια πτώση άφθονη, ηχηρή, μουσική, καθολική: ήταν η βροχή.
«Ε, λοιπόν! Φρανσουάζ, τί σού ᾿λεγα; Τι ρίχνει! Μού φάνηκε πώς άκουσα το καμπανάκι τής πόρτας τού κήπου, για πήγαινε να δεις ποιος μπορεί να είναι έξω με τέτοιο καιρό».
Η Φρανσουάζ ξαναγύριζε: «Ήταν η κυρία Αμεντέ (η γιαγιά μου) κι είπε πώς πάει να κάνει μια βόλτα. Κι όμως βρέχει δυνατά».
«Δεν μού κάνει καμιά εντύπωση», έλεγε η θεία μου. «Πάντα έλεγα πώς το μυαλό της δεν είναι σαν όλου τού κόσμου. Προτιμώ να ναι εκείνη έξω κι όχι εγώ, με τέτοιον καιρό».
«Η κυρία Αμεντέ είναι πάντα στο άλλο άκρο», έλεγε η Φρανσουάζ γλυκά, φυλάσσοντας για να πει αργότερα, όταν βρισκόταν μόνη με τούς άλλους υπηρέτες, πώς θεωρούσε τη γιαγιά μου κάπως λοξάτη.
«Να, πέρασε κι η ώρα τής τελευταίας ευλογίας τού εσπερινού! Η Ευλαλί δεν θα ρθει πια», αναστέναζε η θεία μου, «θα την τρόμαξε ο καιρός».
«Μα δεν είναι ακόμα πέντε η ώρα, κυρία Οκτάβ, είναι μόλις τέσσερεις και μισή».
Ένα έντονο κοκκίνισμα ζωντάνευε τα μάγουλα τής θείας μου, ήταν η Ευλαλί. Δυστυχώς, μόλις την είχε οδηγήσει στο δωμάτιο, η Φρανσουάζ επέστρεψε και, μ᾿ ένα χαμόγελο πού σκόπευε να το τοποθετήσει στον ίδιο τόνο χαράς πού δεν αμφέβαλλε πώς τα λόγια της θα προκαλούσαν στη θεία μου, μετέφερε σαν καλή υπηρέτρια, τα ίδια λόγια πού χρησιμοποίησε ο επισκέπτης. «Ο κύριος εφημέριος, θα χαρεί πολύ, αν βέβαια η κυρία Οκτάβ δεν αναπαύεται και μπορούσε να τον δεχτεί».
Στην πραγματικότητα οι επισκέψεις τού εφημέριου δεν προκαλούσαν στη θεία μου τόση ευχαρίστηση όση λογάριαζε η Φρανσουάζ, και η έκφραση αγαλλίασης με την οποία θεωρούσε υποχρέωσή της να σημαιοστολίσει το πρόσωπό της, δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στο τί ένιωθε η άρρωστη. Όταν η επίσκεψή του έπεφτε ακριβώς πάνω στην επίσκεψη τής Ευλαλί, τότε γινόταν πραγματικά δυσάρεστη. Δεν τολμούσε ωστόσο να μη δεχτεί τον εφημέριο κι έκανε νόημα στην Ευλαλί να μην φύγει μαζί του.
«Τι ακούω, κύριε Εφημέριε; Ήρθε λέει, ένας καλλιτέχνης κι έστησε το καβαλέτο του στην εκκλησία σας, για να αντιγράψει ένα βιτρό; Και πρόκειται για ό,τι πιο άχαρο έχει η εκκλησία»
«Δεν θα ᾿φτανα στο σημείο να πω πώς είναι το πιο άχαρο, γιατί υπάρχουν κι άλλα πολύ παλιά στη φτωχική μου βασιλική, τη μόνη όλης τής επισκοπής πού μήτε καν ανακαινίστηκε! Αλλά να μην έρχονται να μού μιλούν για βιτρό! Είναι λογικό μήπως να διατηρούν παράθυρα, πού δεν αφήνουν να περάσει το φως τής μέρας, και μάλιστα ξεγελούν την όραση με ανταύγειες, σε μια εκκλησία όπου ούτε δυο πλάκες δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και αρνιούνται να μού τις αντικαταστήσουν με το πρόσχημα πώς είναι εκεί θαμμένοι οι άρχοντες τού Γκερμάντ, οι παλιοί κόμητες τού Μπραμπάν, οι απευθείας πρόγονοι τού σημερινού Δούκα τού Γκερμάντ, καθώς και τής Δούκισσας, αφού είναι κόρη ντε Γκερμάντ πού παντρεύτηκε τον ξάδελφό της.»
Ο εφημέριος την είχε κουράσει, ώστε μόλις έφυγε, η θεία μου αναγκάστηκε να διώξει και την Ευλαλί. «Να, πάρε καλή μου Ευλαλί», έλεγε με αδύνατη φωνή, βγάζοντας ένα νόμισμα από ένα μικρό πουγκί πού είχε κοντά της, «να, για να μη με ξεχνάς στις προσευχές σου».
«Αχ, μα κυρία Οκτάβ, δεν ξέρω αν πρέπει να το δεχτώ, ξέρετε καλά πώς δεν έρχομαι γι αυτό» έλεγε η Ευλαλί με την ίδια αμηχανία πάντα και με μια έκφραση δυσαρέσκειας πού διασκέδαζε τη θεία μου, αλλά δεν την ενοχλούσε, γιατί αν μια μέρα η Ευλαλί, παίρνοντας το νόμισμα είχε ύφος λιγότερο δυσαρεστημένο από συνήθως, η θεία έλεγε: «Δεν ξέρω τί έχει η Ευλαλί ενώ τής έδωσα ό,τι τής δίνω συνήθως, δεν φαινόταν ευχαριστημένη».
«Νομίζω ωστόσο πώς δεν έχει λόγο να παραπονιέται», αναστέναζε η Φρανσουάζ, πού είχε την τάση να θεωρεί ψιλοπράγματα ό,τι έδινε η θεία μου για την ίδια και για τα παιδιά της, και παράλογη σπατάλη πλούτου για μιαν αχάριστη, τα μικρά νομίσματα πού έβαζε κάθε Κυριακή η θεία μου στο χέρι τής Ευλαλί, τόσο διακριτικά όμως, ώστε η Φρανσουάζ δεν κατόρθωνε ποτέ να τα δει. Όχι πώς η Φρανσουάζ ήθελε για τον εαυτό της τα χρήματα πού η θεία μου έδινε στην Ευλαλί. Ήταν τσιγκούνα μόνο για λογαριασμό τής θείας μου· αν είχε τη διαχείριση τής περιουσίας της, θα την είχε διαφυλάξει από τις επιβουλές των άλλων με μητρική θηριωδία. Δεν θα θεωρούσε ωστόσο πολύ κακό, αν η θεία μου αφηνόταν και μοίραζε χρήματα, φτάνει να τα μοίραζε σε πλούσιους. Μπορεί να σκεφτόταν πώς αυτοί, αφού δεν είχαν ανάγκη από τα δώρα τής θείας μου, έμεναν κι έξω από την υποψία πώς την αγαπούσαν για τα χρήματά της.
Έτσι διάβαινε η ζωή για τη θεία Λεονί, μ᾿ αυτή τη γλυκιά ομοιομορφία, πού την ονόμαζε με βαθειά τρυφερότητα: "η μικρή μου ρουτίνα". Όλος ο κόσμος προστάτευε αυτή τη ρουτίνα, όχι μόνο στο σπίτι, αλλά ως και στο χωριό, όπου τρεις δρόμους μακριά από το σπίτι μας, ο συσκευαστής, πριν καρφώσει τα κιβώτιά του, ρωτούσε τη Φρανσουάζ, μήπως η θεία μου αναπαυόταν. Αυτή η ρουτίνα διαταράχτηκε ωστόσο μια φορά εκείνη τη χρονιά από τα γεννητούρια τής παραμαγείρισσας. Οι πόνοι της ήταν αβάσταχτοι, και καθώς δεν υπήρχε μαμή στο Κομπραί, χρειάστηκε να φύγει η Φρανσουάζ νύχτα ακόμα, για να φέρει μιαν απ᾿ το Τιμπερζύ. Ήταν τόσες οι φωνές τής παραμαγείρισσας, ώστε η θεία μου δεν μπόρεσε ν᾿ αναπαυτεί, γι αυτό η μητέρα μου, μού είπε το πρωί: «Ανέβα να δεις μήπως χρειάζεται τίποτα η θεία σου». Μπήκα στο πρώτο δωμάτιο κι απ᾿ την ανοιχτή πόρτα, είδα τη θεία μου, να κοιμάται· ύστερα η θεία μου ξύπνησε και μισογύρισε το πρόσωπό της, έτσι πού μπόρεσα να το δω· είχε μια έκφραση τρόμου, ήταν φανερό πώς είχε δει ένα φρικτό όνειρο, φαινόταν όμως σα να είχε κιόλας επιστρέψει στην αίσθηση τής πραγματικότητας και να ᾿χε αναγνωρίσει πώς ήταν ψεύτικα τα οράματα πού την είχαν τρομάξει· ένα χαμόγελο χαράς ευλαβικής ευγνωμοσύνης προς το θεό πού επιτρέπει να ναι η ζωή λιγότερο σκληρή απ᾿ τα όνειρα, φώτισε το πρόσωπό της και μ᾿ αυτή τη συνήθεια να μιλάει χαμηλόφωνα στον εαυτό της, όταν νόμιζε πώς ήταν μόνη, ψιθύρισε: «Δόξα τῳ θεῴ! Μόνη μας έννοια είναι η παραμαγείρισσα πού ξεγεννάει. Κι εγώ πού ονειρευόμουν πώς ο καημένος μου ο Οκτάβ είχε αναστηθεί κι ήθελε να με κάνει να πηγαίνω περίπατο κάθε μέρα!»
Όταν λέω πώς έξω από πολύ σπάνια γεγονότα σαν αυτόν τον τοκετό, η ρουτίνα τής θείας μου δεν άλλαζε ποτέ, δεν αναφέρομαι σε αλλαγές πού, καθώς επαναλαμβάνονταν πάντα μ᾿ όμοιο τρόπο και σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, βάζανε μέσα σ᾿ αυτή τη μονοτονία, ένα είδος δεύτερης μονοτονίας. Έτσι κάθε Σάββατο, επειδή η Φρανσουάζ πήγαινε το απόγευμα στην αγορά τού Ρουσαινβίλ, γευματίζαμε όλοι μιαν ώρα πιο νωρίς. Και η θεία μου είχε περάσει αυτή τη βδομαδιάτικη αλλαγή στις συνήθειές της, ώστε ήθελε να τηρείται όπως όλες οι άλλες. Είχε "μπει στη ρουτίνα της" τόσο καλά, όπως έλεγε η Φρανσουάζ, ώστε αν τύχαινε ένα Σάββατο να πρέπει να περιμένει τη συνηθισμένη ώρα τού γεύματος, αυτό θα την "αναστάτωνε" στον ίδιο βαθμό, όσο κι αν έπρεπε μια άλλη μέρα να γευματίσει την ώρα τού Σαββάτου. Αυτή άλλωστε η μεταφορά τής ώρας τού γεύματος έδινε για όλους μας στη μέρα τού Σαββάτου μιαν όψη ξεχωριστή, ήταν ένα από τα μικρά αυτά γεγονότα τα εσωτερικά, πού μέσα στις ήσυχες ζωές και τις κλειστές κοινωνίες, γίνονται το αγαπημένο θέμα συζητήσεων, των αστείων, των αφηγήσεων, πού τις υπερβάλλει ο καθένας ανάλογα με το κέφι του: Από το πρωί κιόλας, έλεγε ο ένας στον άλλο με κεφάτη διάθεση «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, μην ξεχνάτε πώς είναι Σάββατο!» Αν, στις δεκάμιση κάποιος αφηρημένος έβγαζε το ρολόι του λέγοντας: «Άντε, έχουμε μιάμιση ώρα ακόμα ώσπου να γευματίσουμε», όλοι ήταν ευχαριστημένοι γιατί μπορούσαν να πουν: «Μα πού το χετε το μυαλό σας; Ξεχνάτε πώς είναι Σάββατο!». Ακόμα και το πρόσωπο τ᾿ ουρανού φαινόταν αλλαγμένο. Μετά το γεύμα, ο ήλιος, με τη "συναίσθηση" πώς ήταν Σάββατο, σεργιάνιζε μιαν ώρα παραπάνω ψηλά στον ουρανό, κι όταν κάποιος νομίζοντας πώς είχαμε αργήσει για τον περίπατο, έλεγε: «Πώς, είναι μόνο δύο η ώρα;» καθώς έβλεπε να περνούν οι δυο κτύποι στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, όλοι μαζί τού απαντούσαμε: «Είναι, γιατί γευματίσαμε μιαν ώρα πιο νωρίς, το ξέρετε πώς σήμερα είναι Σάββατο». Η έκπληξη ενός "βαρβάρου" (έτσι ονομάζαμε όσους δεν ήξεραν τί το ξεχωριστό είχε το Σάββατο), πού είχε έρθει στις 11 για να μιλήσει στο πατέρα μου και μάς βρήκε καθισμένους στο τραπέζι, ήταν ένα από τα πράγματα, πού είχαν διασκεδάσει περισσότερο τη Φρανσουάζ. Θεωρούσε ακόμα πιο κωμικό, ότι ο πατέρας μου από τη μεριά του, δεν είχε σκεφτεί πώς αυτός ο "βάρβαρος" μπορούσε να μην ξέρει και απαντούσε χωρίς άλλη εξήγηση στην έκπληξη του επειδή μάς έβρισκε κιόλας στην τραπεζαρία: «Μα φυσικά είναι Σάββατο». Όταν έφτανε σ᾿ αυτό το σημείο τής διήγησής της, έκλαιγε από τα γέλια σκουπίζοντας τα δάκρυά της και, για να αυξήσει την ευχαρίστησή της, αυτοσχεδίαζε τί είχε απαντήσει ο επισκέπτης στον οποίο αυτό το "Σάββατο" δεν εξηγούσε τίποτα.
Το Σάββατο είχε ακόμα και τούτο το ιδιαίτερο, πώς δηλαδή εκείνη την ημέρα, στη διάρκεια τού Μάη, βγαίναμε μετά το δείπνο για να πάμε στη λειτουργία "τού μήνα τής Παναγιάς" [1].
Επειδή συναντούσαμε καμιά φορά τον κύριο Βιντέιγ, πού ήταν πολύ αυστηρός "για το οικτρό θέαμα των ατημέλητων νέων, με τις ιδέες τής σημερινής εποχής", η μητέρα μου φρόντιζε τίποτα να μην κάνει κακή εντύπωση στο ντύσιμό μου, κι ύστερα ξεκινούσαμε για την εκκλησία. Ο κύριος Βιντέιγ ήρθε μαζί με την κόρη του και στάθηκε πλάι μας. Καταγόταν από καλή οικογένεια, ήταν άλλοτε δάσκαλος τού πιάνου στις αδελφές τής γιαγιάς μου, και όταν μετά το θάνατο τής γυναίκας του και μια κληρονομιά πού τού έτυχε, αποτραβήχτηκε κοντά στο Κομπραί, οι γονείς μου τον δέχονταν συχνά στο σπίτι. Αλλά, υπερβολικά σεμνότυφος, έπαψε να ᾿ρχεται για να μην συναντήσει τον Σουάν πού είχε κάνει καθώς έλεγε, "ένα γάμο άτοπο", σύμφωνα με τη μόδα τής εποχής. Η μητέρα μου είχε πληροφορηθεί πώς έγραφε μουσικές συνθέσεις και τού είχε πει από ευγένεια, πώς όταν θα τού έκανε επίσκεψη, θα ᾿πρεπε να τής επιτρέψει να ακούσει κάτι δικό του. Ο κύριος Βιντέιγ θα το χαιρόταν πολύ, αλλά η ευγένεια και η καλοσύνη του τον οδηγούσαν σε τέτοιους ενδοιασμούς, ώστε βάζοντας τον εαυτό του στη θέση των άλλων, φοβόταν μήπως γίνει ενοχλητικός και φανεί εγωιστής, αν ακολουθούσε ή άφηνε να μαντέψουν την επιθυμία του. Τη μέρα πού τον επισκέφτηκαν οι γονείς μου, μόλις μπήκαν, απέσυρε το μουσικό κομμάτι πού ήταν πάνω στο πιάνο και το ᾿βαλε σε μια γωνιά. Φοβήθηκε ίσως, μήπως τούς δώσει την εντύπωση πώς χαιρόταν πού τούς έβλεπε, μόνο και μόνο γιατί θα τούς έπαιζε τις συνθέσεις του. Κάθε φορά πού η μητέρα μου τού θύμιζε την παράκλησή της, εκείνος επαναλάμβανε: «Μα δεν ξέρω ποιος το βαλε αυτό πάνω στο πιάνο» κι έστρεφε τη συζήτηση σε άλλα θέματα, ακριβώς επειδή τον ενδιαφέρανε λιγότερο. Το μόνο του πάθος ήταν η κόρη του, κι αυτή με το αγορίστικο ύφος της, φαινόταν τόσο γεροδεμένη, ώστε δεν μπορούσε παρά να χαμογελάει κανείς βλέποντας πόσο τη φρόντιζε ο πατέρας της, έχοντας πάντα ένα πρόσθετο σάλι για να τής το ρίχνει στους ώμους.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, κουβεντιάζαμε για λίγο με τον κύριο Βιντέιγ μπροστά στη πύλη. Αν η κόρη του μάς έλεγε με τη χοντρή φωνή της πόσο χάρηκε πού μάς συνάντησε, είχες αμέσως την εντύπωση πώς μέσα της, μια πιο ευαίσθητη αδελφή κοκκίνιζε για αυτή την κουβέντα καλού αλλά απερίσκεπτου παιδιού, πού θα μπορούσε να μάς κάνει να φανταστούμε πώς γύρευε να την καλέσουμε σπίτι μας. Ο πατέρας της, τής έριχνε ένα παλτό στην πλάτη, ανέβαιναν σ᾿ ένα δίτροχο αμαξάκι πού το οδηγούσε η ίδια κι επέστρεφαν στο Μονζουβαίν [2].
Ενώ η μέρα τού Σαββάτου, πού άρχιζε για τη θεία μου μια ώρα νωρίτερα και τής στερούσε τη Φρανσουάζ, τής φαινόταν πιο μεγάλη από κάθε άλλη, την περίμενε ωστόσο ανυπόμονα να ξανάρθει απ᾿ την αρχή τής βδομάδας, σαν κάτι πού έκλεινε μέσα του ό,τι καινούργιο και διασκεδαστικό μπορούσε ακόμα ν᾿ αντέξει το εξαντλημένο και υποχονδριακό κορμί της. Αυτό όμως δεν σήμαινε πώς δεν ποθούσε κι αυτή κάπου-κάπου μια πιο μεγάλη αλλαγή, πώς δεν έρχονταν και για εκείνη κάποιες ώρες ξεχωριστές, όπου διψάς για κάτι διαφορετικό από αυτό πού υπάρχει, κι όπου αυτοί, πού η έλλειψη ενεργητικότητας ή φαντασίας τούς εμποδίζει να βρουν μέσα τους, το ζητούν απ᾿ την ώρα πού πλησιάζει, απ᾿ τον ταχυδρόμο πού χτυπάει την πόρτα, να τούς φέρει κάτι καινούργιο, έστω και το χειρότερο, μια συγκίνηση, ένα πόνο όπου η ευαισθησία πού η ευτυχία την έκανε να σωπάσει, ζητάει σαν άρπα παραμελημένη ν᾿ αντηχήσει κάτω από ένα χέρι, έστω και βάναυσο, έστω κι αν έμελλε να τσακιστεί. Βέβαια, καθώς οι δυνάμεις τής θείας μου στέρευαν με την παραμικρή κούραση, και δεν αναπληρώνονταν παρά σταλαγματιά - σταλαγματιά όταν αναπαυόταν, αργούσε πολύ να γεμίσει η στέρνα, και περνούσαν μήνες ώσπου να πραγματοποιηθεί το λιγοστό ξεχείλισμα, πού άλλοι το διοχετεύουν σε δραστηριότητα και πού η ίδια δεν ήταν σε θέση να ξέρει πώς θα το χρησιμοποιήσει. Δεν αμφιβάλλω πώς τότε, η συρροή από μέρες μονότονες, τόσο αγαπητές, έφερνε την αναμονή ενός οικιακού κατακλυσμού, αλλά πού θα την υποχρέωνε να πραγματοποιήσει κάποιαν από αυτές τις αλλαγές, πού δεν μπορούσε ν᾿ αποφασίσει η ίδια να τις πραγματοποιήσει. Μάς αγαπούσε πραγματικά, θα ευχαριστιόταν να μάς κλάψει κάποια στιγμή πού θα αισθανόταν καλά και απύρετη· η σκέψη πώς το σπίτι καιγόταν κι είχαμε κιόλας χαθεί στις φλόγες, αλλά πώς η ίδια θα ᾿χε όλο τον καιρό να σωθεί αρκεί να σηκωνόταν αμέσως, μαζί με το λιγότερο σημαντικό προνόμιο να γευτεί μέσα σε μια μακρόσυρτη λύπη όλη την αγάπη της για μάς και να προκαλέσει την κατάπληξη τού χωριού συνοδεύοντας την κηδεία μας, θαρραλέα και συντετριμμένη, ετοιμοθάνατη ολόρθια, θα είχε και το άλλο προνόμιο, να υποχρεωθεί, χωρίς χάσιμο χρόνου, χωρίς τη δυνατότητα εκνευριστικού δισταγμού, να πάει να περάσει το καλοκαίρι στ᾿ όμορφο κτήμα της στο Μιρουγκραίν [3] . Καθώς όμως δεν είχε συμβεί ποτέ κανένα τέτοιο γεγονός, πού θα την είχε οδηγήσει από την αρχή σε απόγνωση, απ᾿ το πρώτο εκείνο απρόβλεπτο περιστατικό, απ᾿ όλα όσα έχουν τη σφραγίδα τού πραγματικού θανάτου πού τόσο διαφέρει από τη αφηρημένη πιθανότητά του, κατέληγε να κάνει κάπου-κάπου τη ζωή της πιο ενδιαφέρουσα, γεμίζοντάς την με φανταστικές ιστορίες πού τις παρακολουθούσε με πάθος. Τής άρεσε να υποθέτει ξαφνικά πώς η Φρανσουάζ την έκλεβε και πώς η ίδια χρησιμοποιούσε πονηριές, για να βεβαιωθεί πώς την έπιανε να κλέβει· έλεγε η ίδια μέσα της τις αμήχανες δικαιολογίες τής Φρανσουάζ κι απαντούσε με τόση έξαψη και αγανάκτηση, ώστε αν κάποιος από εμάς έμπαινε στο δωμάτιό της εκείνη τη στιγμή, θα την έβρισκε καταϊδρωμένη με τα μάτια της να αστράφτουν. Ίσως η Φρανσουάζ ν᾿ άκουσε καμιά φορά τούς δηκτικούς σαρκασμούς πού απευθύνονταν στην ίδια, σαρκασμούς πού δεν θα είχαν ανακουφίσει τη θεία μου αρκετά, αν είχαν μείνει σε άυλη κατάσταση κι αν σιγοψιθυρίζοντάς τους δεν τούς είχε κάνει πιο πραγματικούς. Άλλοτε εμπιστευόταν στην Ευλαλί τις αμφιβολίες της για την τιμιότητα τής Φρανσουάζ, την πρόθεσή της να την διώξει, και κάποιαν άλλη φορά εμπιστευόταν αντίθετα στη Φρανσουάζ τις υποψίες της για την απιστία τής Ευλαλί και την πρόθεσή της να τής κλείσει την πόρτα. Σιγά - σιγά το μυαλό της δεν είχε πια άλλη απασχόληση, παρά πώς να μαντέψει τί μπορούσε κάθε στιγμή να κάνει ή να γυρεύει να τής κρύψει η Φρανσουάζ. Παρατηρούσε και τις πιο φευγαλέες κινήσεις τής φυσιογνωμίας της, μια αντίφαση στα λόγια της, μιαν επιθυμία πού φαινόταν να κρύβει. Κι έτσι ενώ κάποιος καλλιτέχνης, πού διαβάζει τα Απομνημονεύματα τού 17ου αιώνα κι επιθυμεί να έρθει πιο κοντά στον μεγάλο βασιλιά Λουδοβίκο 14ο, νομίζει πώς βαδίζει στο σωστό δρόμο διατηρώντας αλληλογραφία μ᾿ έναν απ᾿ τούς σημερινούς βασιλιάδες τής Ευρώπης, απομακρύνεται απ᾿ αυτό πού άδικα γυρεύει, κάτω από απαράλλαχτες μορφές, μια γριά κυρία τής επαρχίας, πού δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να υπακούει σε ακαταμάχητες ιδιοτροπίες και σε μια κακία γεννημένη από τη απραξία, έβλεπε, χωρίς να χει ποτέ σκεφτεί το Λουδοβίκο τον 14ο, τις πιο ασήμαντες απασχολήσεις τής κάθε μέρας, το ξύπνημα, το γεύμα, την ανάπαυσή της, να παίρνουν με τη δεσποτική τους ιδιομορφία, κάτι απ᾿ το ενδιαφέρον πού ο Σαιν-Σιμόν [4] ονόμαζε "μηχανισμό" τής ζωής στις Βερσαλλίες, και μπορούσε να πιστέψει πώς οι σιωπές της, μια απόχρωση καλής διάθεσης ή υπεροψίας στη φυσιογνωμία της, σχολιάζονταν από τη Φρανσουάζ, με το ίδιο πάθος, με τον ίδιο φόβο, όπως σχολιάζονταν κι η σιωπή, η καλή διάθεση, η υπεροψία τού βασιλιά, όταν ένας αυλικός ή σημαντικοί άρχοντες, τού είχαν υποβάλλει μια ικετευτική αναφορά, στη στροφή μιας αλέας, στις Βερσαλλίες.
Κατέβηκα στην κουζίνα να μάθω τί φαγητό είχαμε το βράδυ, πράγμα πού με διασκέδαζε κάθε μέρα, σαν τις ειδήσεις πού διαβάζεις στην εφημερίδα. Όταν έφτασα κάτω, η Φρανσουάζ προσπαθούσε στην αυλή τής κουζίνας, να σφάξει ένα κοτόπουλο το οποίο, απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξεφύγει, με την απελπισμένη αντίστασή του, πού τη συνόδευαν όμως οι έξαλλες φωνές τής Φρανσουάζ, «βρωμερό ζώο! βρωμερό ζώο!». Όταν το κοτόπουλο είχε πια τελειώσει, η Φρανσουάζ χωρίς να πνίξει τη μνησικακία της βλέποντας το πτώμα τού εχθρού της, είπε για τελευταία φορά: «βρωμερό ζώο!». Ανέβηκα στο πάνω πάτωμα τρέμοντας ολόκληρος θα ᾿θελα να έδιωχναν τη Φρανσουάζ αμέσως από το σπίτι. Ποιος όμως θα μού ετοίμαζε τόσο ζεστά στρογγυλά ψωμάκια, τόσο αρωματικό καφέ, και... αυτά τα κοτόπουλα ακόμα;... Κι αλήθεια, αυτό τον ταπεινό υπολογισμό είχε βρεθεί στην ανάγκη να τον κάνει όλη η οικογένειά μου, όπως κι εγώ. Γιατί η θεία Λεονί ήξερε και εγώ το αγνοούσα ακόμα τότε, πώς η Φρανσουάζ πού για την κόρη της και τ᾿ ανήψια της θα ᾿δινε χωρίς το παραμικρό παράπονο ακόμα και τη ζωή της, ήταν απέναντι σ᾿ άλλα πλάσματα παράξενα σκληρή. Ανακάλυψα σιγά-σιγά πώς η καλοσύνη, η κατάνυξη, οι αρετές τής Φρανσουάζ, έκρυβαν δράματα τής αυλής, τής κουζίνας, όπως ακριβώς η ιστορία αποκαλύπτει πώς όταν βασίλευαν βασιλιάδες και βασίλισσες πού παριστάνονται με τα χέρια χριστιανικά ενωμένα στα βιτρό των εκκλησιών, τα χρόνια τους σημαδεύτηκαν με αιματηρά γεγονότα. Κατάλαβα πώς έξω από τούς συγγενείς της, όσο πιο μακριά της ζούσαν οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο προκαλούσαν τη συμπόνια της με τις δυστυχίες τους. Τα πύρινα δάκρυα πού έχυνε διαβάζοντας στην εφημερίδα για τις δυστυχίες των αγνώστων, στέρευαν μπροστά σε να θύμα συγκεκριμένο. Όταν εξ αιτίας των φρικτών κολικών πού έπαθε η παραμαγείρισσα μια νύχτα μετά τον τοκετό της, η μητέρα μου έστειλε τη Φρανσουάζ να φέρει ένα βιβλίο ιατρικής και καθυστερούσε να επιστρέψει, την βρήκα να διαβάζει την κλινική περιγραφή τής κρίσης, κι έκλαιγε με λυγμούς, τώρα πού η αναφορά γινόταν σ᾿ ένα πρόσωπο άρρωστο, άγνωστό της. Μόλις όμως τη φώναξα και γύρισε κοντά στο κρεβάτι τής άρρωστης, τα δάκρυά της σταμάτησαν απότομα να τρέχουν, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει ούτε τη συγκίνηση πού γνώριζε καλά και τής την είχε προσφέρει συχνά η ανάγνωση των εφημερίδων, ούτε καμιά άλλη ευσπλαχνία, εξ αιτίας τής ενόχλησης πού τής προκαλούσε το γεγονός πώς σηκώθηκε στη μέση τής νύχτας για την παραμαγείρισσα.
Μπορούσε, όταν ο εγγονός της είχε κάποιο κρυολόγημα, να φύγει το βράδυ αντί να κοιμηθεί και να περπατήσει τέσσερις λεύγες με τα πόδια πριν ξημερώσει, για να προλάβει να γυρίσει στη δουλειά της, αντίθετα αυτή η αγάπη για τούς δικούς της και η επιθυμία της να εξασφαλίσει το μελλοντικό μεγαλείο τής οικογένειάς της, μεταφραζόταν στην πολιτική της απέναντι στους άλλους υπηρέτες, σ᾿ ένα σταθερό κανόνα: να μην αφήσει κανένα να εγκατασταθεί μόνιμα στης θείας μου. Και σαν το υμενόπτερο πού μελέτησε ο Φάμπρ [5] , τη σφήκα, πού για να χουν τα μικρά της να φάνε φρέσκο κρέας μετά το θάνατό της, σκάβει τη γη και αφού πιάσει βρούχους και αράχνες, κινητοποιεί την ανατομία και τρυπάει με θαυμαστή γνώση και δεξιοτεχνία το κέντρο τού νευρικού τους συστήματος, από το οποίο εξαρτάται η κίνηση των ποδιών, αλλ᾿ όχι οι λειτουργίες τής ζωής, και αφήνει κοντά τους τα αυγά της, για να προσφέρει στις νύμφες μόλις ξεπεταχτούν, ένα θήραμα ακίνδυνο, ανίκανο να φύγει αλλά φρεσκότατο, έτσι και η Φρανσουάζ έβρισκε για να κάνει το σπίτι αβάσταχτο σε κάθε υπηρέτη, πονηριές τόσο σοφές και τόσο άσπλαχνες ώστε, χρόνια αργότερα μάθαμε πώς, αν το καλοκαίρι εκείνο τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα σπαράγγια, ήταν γιατί η μυρωδιά τους προκαλούσε στην καημένη την παραμαγείρισσα όταν τα μαδούσε, κρίσεις από άσθμα, τόσο δυνατές, ώστε αναγκάστηκε στο τέλος να φύγει.
[1] Το Μάιο οι λειτουργίες των καθολικών αφιερώνονται στην Παναγία.
[2] Μονζουβαίν: Τοπωνύμιο κοντά στο φανταστικό Κομπραί. Υπάρχει πραγματικό Μονζουβέν, κοντά στο Ιλλιέ
[3] Μιρουγκραίν: Πραγματικό τοπωνύμιο κοντά στο Ιλλιέ.
[4] Σαίν-Σιμόν: (1675-1755) Τα απομνημονεύματά του αναφέρονται στα έτη 1691-1723 και αποτελούν μαρτυρία τής δημόσιας και ιδιωτικής ζωής τής αριστοκρατίας κατά την εποχή τού Λουδοβίκου 14ου.
[5] Φάμπρ: (1823-1915) μεγάλος εντομολόγος, συγγραφέας με ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση.
[2] Μονζουβαίν: Τοπωνύμιο κοντά στο φανταστικό Κομπραί. Υπάρχει πραγματικό Μονζουβέν, κοντά στο Ιλλιέ
[3] Μιρουγκραίν: Πραγματικό τοπωνύμιο κοντά στο Ιλλιέ.
[4] Σαίν-Σιμόν: (1675-1755) Τα απομνημονεύματά του αναφέρονται στα έτη 1691-1723 και αποτελούν μαρτυρία τής δημόσιας και ιδιωτικής ζωής τής αριστοκρατίας κατά την εποχή τού Λουδοβίκου 14ου.
[5] Φάμπρ: (1823-1915) μεγάλος εντομολόγος, συγγραφέας με ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση.
Η μεριά τής Μεζεγκλίζ και η μεριά τού Γκερμάντ
1. Μεζεγκλίζ [1].
Οι ασπραγκαθιές στο φράκτη τού πάρκου τού Σουάν. Η εμφάνιση τής Ζιλμπέρτ τής κόρης τού Σουάν.
Ο έρωτάς μου για το μικρό κοριτσάκι.
1. Μεζεγκλίζ [1].
Οι ασπραγκαθιές στο φράκτη τού πάρκου τού Σουάν. Η εμφάνιση τής Ζιλμπέρτ τής κόρης τού Σουάν.
Ο έρωτάς μου για το μικρό κοριτσάκι.
Γύρω από το Κομπραί υπήρχαν δυο "μεριές" για τούς περιπάτους, κι ήταν μάλιστα τόσο αντίθετες, ώστε δε βγαίναμε ποτέ από την ίδια πόρτα όταν θέλαμε να πάμε στη μια μεριά ή την άλλη: η μεριά τής Μεζεγκλίζ πού την αποκαλούσαμε και μεριά τού Σουάν, γιατί περνούσαμε μπροστά από την ιδιοκτησία του, πηγαίνοντας προς τα εκεί, και η μεριά τού Γκερμάντ. Τής Μεζεγκλίζ, δεν γνώρισα ποτέ παρά μόνο τη "μεριά" και ξένους πού έρχονταν την Κυριακή για περίπατο στο Κομπραί, ανθρώπους πού ακόμα και η θεία μου "δε γνώριζε καθόλου" και γι αυτό τούς θεωρούσαμε "ανθρώπους πού ήρθαν από τη Μεζεγκλίζ". Όσο για το Γκερμάντ, έμελλε κάποτε να μάθω περισσότερα, αλλά μόνο πολύ αργότερα και σ᾿ όλη την εφηβεία μου. Αν η Μεζεγκλίζ ήταν για μένα κάτι το απλησίαστο σαν τον ορίζοντα, κρυμμένο από τα υψώματα μιας γης πού δεν έμοιαζε πια μ᾿ εκείνη τού Κομπραί, το Γκερμάντ αντίθετα μού φαινόταν σαν ένας όρος μόνο, μάλλον ιδεατός παρά πραγματικός, κάτι σαν αφηρημένη έκφραση όπως ο ισημερινός, όπως ο πόλος, όπως η ανατολή. Επειδή ο πατέρας μου μιλούσε πάντα για τη μεριά τής Μεζεγκλίζ σα να ᾿ταν η πιο όμορφη θέα τού κάμπου πού γνώρισε ποτέ, και για τη μεριά τού Γκερμάντ σαν το πιο αντιπροσωπευτικό τοπίο ποταμού, έδινα σε κάθε μια απ᾿ αυτές μεριές, εννοώντας τις σαν δυο οντότητες, αυτή την συνοχή πού ανήκει μόνο στα δημιουργήματα τής σκέψης μας. Κι αυτή η διαχωριστική γραμμή γινόταν ακόμα πιο απόλυτη, γιατί η συνήθεια μας να μην πηγαίνουμε ποτέ προς τις ίδιες μεριές την ίδια μέρα, έκλεινε σα να λέμε μακριά την μια από την άλλη, μέσα στα στεγανά δοχεία διαφορετικών απογευμάτων.
Όταν θέλαμε να πάμε απ᾿ τη μεριά τής Μεζεγκλίζ, βγαίναμε απ᾿ τη μεγάλη πόρτα τής θείας μου ακολουθώντας το δρόμο πού περνούσε πλάι στον άσπρο φράχτη τού πάρκου τού κυρίου Σουάν. Πριν φτάσουμε εκεί, συναντούσαμε, καθώς ερχόταν να προϋπαντήσει τούς ξένους το μοσχοβόλημα απ᾿ τις πασχαλιές του. Οι ίδιες οι πασχαλιές, μέσα απ᾿ τις πράσινες και δροσερές μικρές καρδιές των φύλλων τους, ανασήκωναν περίεργα πάνω από απ᾿ το φράχτη τού πάρκου τα λοφία τους από φτερά άσπρα ή μωβ, πού τα γυάλιζε, ακόμα και στη σκιά, ο ήλιος πού τα είχε περιλούσει. Μ᾿ όλο πού λαχταρούσα να αγκαλιάσω την λυγερή τους κορμοστασιά, περνούσαμε χωρίς να σταματήσουμε, γιατί από τότε πού παντρεύτηκε ο Σουάν για να μη δίνομε την εντύπωση πώς κοιτάζαμε μέσα στο πάρκο, αντί να παίρνουμε το δρόμο κατά μήκος τού φράχτη του πού ανεβαίνει αμέσως στα χωράφια, παίρναμε έναν άλλο, πού και αυτός εκεί οδηγούσε, αλλά μάς έβγαζε πολύ μακριά. Μια μέρα ο παππούς είπε στον πατέρα μου: «Θυμάστε, ο Σουάν δεν είπε χτες πώς η γυναίκα του κι η κόρη του θα φεύγανε για τη Ρενς και πώς μ᾿ αυτήν την ευκαιρία θα πήγαινε να περάσει ένα εικοσιτετράωρο στο Παρίσι; Θα μπορούσαμε να περπατήσουμε πλάι στο πάρκο, αφού αυτές οι κυρίες απουσιάζουν έτσι θα συντομεύσουμε κάμποσο το δρόμο».
Σταματήσαμε για λίγο μπροστά στο κιγκλίδωμα. Σκοτεινή κάτω από τα μεγάλα δέντρα πού την περιτριγύριζαν, στεκόταν η μικρή λίμνη πού χαν φτιάξει οι γονείς τού Σουάν· όμως παρ᾿ όλο που και στις πιο ψεύτικες δημιουργίες του ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φύση, ορισμένες τοποθεσίες κάνουν να βασιλεύει πάντα ολόγυρα τους η ξεχωριστή τους κυριαρχία, στήνουν τα πανάρχαια διακριτικά τους καταμεσής ενός πάρκου, όπως θα το ᾿χαν κάνει μακριά από κάθε ανθρώπινη παρέμβαση, σε μια μοναξιά πού ᾿ρχεται να τις κυκλώσει από παντού, βγαλμένη απ᾿ τις ανάγκες τής εμφάνισης τους και πού σκεπάζει το ανθρώπινο έργο.
Η αναχώρηση τής δεσποινίδας Σουάν καθώς μού αφαιρούσε το ενδεχόμενο να τη δω να εμφανίζεται σε κάποια αλέα, το ενδεχόμενο να με γνωρίσει και να με περιφρονήσει το προνομιούχο αυτό κοριτσάκι πού ᾿χε τον Μπεργκότ φίλο, μού έκανε τη θέα τής Τανσονβίλ αδιάφορη τούτη την πρώτη φορά πού μού το επιτρέπανε, ενώ αντίθετα προσέθετε στα μάτια τού παππού και τού πατέρα μου ανέσεις, μια περαστική απόλαυση και ήταν σαν να μετέτρεπε τη μέρα αυτή σαν την πιο κατάλληλη για ένα περίπατο σ᾿ αυτή τη μεριά. Θα ᾿θελα ένα θαύμα να ᾿κανε, να εμφανιστεί η δεσποινίδα Σουάν με τον πατέρα της τόσο κοντά μας, ώστε να μην προλάβουμε να τούς αποφύγουμε και ν᾿ αναγκαστούμε να κάνουμε τη γνωριμία της.
Βρήκα το δρομάκι να βουίζει απ᾿ τη μυρωδιά των ασπραγκαθιών. Ο φράχτης με τούς θάμνους σχημάτιζε σα μια σειρά από παρεκκλήσια πού χάνονταν κάτω από το στρώσιμο των λουλουδιών τους, λουλουδιών στοιβαγμένων όπως στον επιτάφιο. Αλλ᾿ όσο στεκόμουν μπροστά στις ασπραγκαθιές ν᾿ ᾿ αναπνέω το αόρατο και σταθερό άρωμα, να το φέρνω στη σκέψη μου, δίχως η σκέψη μου να ξέρει τί να το κάνει, να το χάνω και να το ξαναβρίσκω, οι ασπραγκαθιές μού πρόσφερναν αόριστα την ίδια πάντα γοητεία, δίχως όμως να με αφήνουν να εμβαθύνω περισσότερο, σαν τις μελωδίες εκείνες πού τις ξαναπαίζουν συνέχεια, χωρίς να πλησιάζουμε περισσότερο το βαθύ μυστικό τους. Δε με βοηθούσαν να ξεδιαλύνω το συναίσθημα αυτό. Τότε, δίνοντας μου αυτή τη χαρά πού νιώθουμε όταν βλέπουμε ένα έργο τού αγαπημένου μας ζωγράφου, διαφορετικό απ᾿ όσα γνωρίζουμε, ή όταν μάς οδηγούν μπροστά σ᾿ έναν πίνακα τού οποίου είχαμε δει ως τότε μόνο ένα σχέδιο από μολύβι, ή όταν ένα μουσικό κομμάτι πού το έχουμε ακούσει μόνο στο πιάνο μάς παρουσιάζεται ύστερα με τα χρώματα τής ορχήστρας, αντίκρισα μια ρόδινη αγκαθιά ακόμα πιο όμορφη από τις άσπρες. Είχε κι αυτή το γιορτινό της ντύσιμο, αλλά ένα ντύσιμο πιο πλούσιο ακόμα, γιατί τα λουλούδια στα κλαριά της, το ένα πάνω απ᾿ το άλλο έτσι ώστε να μη αφήνουν κανένα κομμάτι αστόλιστο, ήταν "με χρώματα" και για τούτο ανώτερης ποιότητας. Μπλεγμένο στους θάμνους, αλλά και διαφορετικό σαν μια νέα κοπέλα με γιορτινό φόρεμα, έλαμπε έτσι χαμογελώντας μέσα στη δροσερή ροζ τουαλέτα του, το καθολικό και γλυκύτατο χαμόδενδρο.
Οι θάμνοι τού φράχτη άφηναν να φαίνεται στο εσωτερικό τού πάρκου μια δεντροσειρά με μπορντούρες από γιασεμιά πανσέδες λουΐζες και βιόλες, ενώ στο χαλικόστρωτο ένας μακρύς σωλήνας για το πότισμα βαμμένος πράσινος, ύψωνε την κάθετη και πρισματική βεντάλια από σταγόνες και ράντιζε μ᾿ αυτές το άρωμα των λουλουδιών. Ξαφνικά σταμάτησα, δεν μπορούσα πια να κουνήσω, όπως συμβαίνει όταν ένα όραμα δεν απευθύνεται μόνο στο βλέμμα μας, αλλ᾿ απαιτεί μιαν αντίληψη πιο βαθειά και κυριεύει όλη την ύπαρξη. Ένα κοριτσάκι κοκκινόξανθο, πού φαινόταν να γυρίζει από περίπατο και κρατούσε στα χέρια ένα σκαλιστήρι κηπουρού, μάς κοίταζε σηκώνοντας το πρόσωπό του γεμάτο ροζ φακίδες. Τα μαύρα της μάτια γυάλιζαν και καθώς δεν ήξερα τότε, ούτε κι έμαθα από τότε να περιορίζω στα αντικειμενικά της στοιχεία μια δυνατή εντύπωση, κάθε φορά πού την ξανασκεφτόμουν, η ανάμνηση τής λάμψης τους, μού εμφανιζόταν σαν από έντονο γαλάζιο, αφού ήταν ξανθιά: κι έτσι, αν ίσως δεν είχε μάτια τόσο μαύρα, πράγμα πού τόσο εντυπωσίαζε την πρώτη φορά πού την αντίκριζες, δε θα είχα όπως έγινε, ερωτευθεί τα "γαλανά" της μάτια.
Την κοίταζα στην αρχή μ᾿ αυτό το βλέμμα πού δεν είναι μόνο των ματιών, αλλά στο παραθύρι του προβάλλουν όλες οι αισθήσεις, ανήσυχες κι απολιθωμένες, το βλέμμα πού θα ᾿θελε να αγγίξει, να αιχμαλωτίσει, να πάρει μαζί του το κορμί πού κοιτάζει, και την ψυχή του μαζί· ύστερα τη κοίταξα μ᾿ ένα διαφορετικό βλέμμα, ασυναίσθητα παρακλητικό πού προσπαθούσε να την αναγκάσει να με προσέξει, να με γνωρίσει. Εκείνη άφησε τις ματιές της να τρέξουν μακριά προς την κατεύθυνσή μου, δίχως ιδιαίτερη έκφραση, δίχως να δίνει την εντύπωση πώς με βλέπει, αλλά μ᾿ ένα κρυφό χαμόγελο πού δεν μπορούσα να ερμηνεύσω με βάση τις αρχές τής καλής ανατροφής μου, παρά σαν μιαν απόδειξη προσβλητικής περιφρόνησης· και ταυτόχρονα το χέρι της άρχισε να διαγράφει μιαν άπρεπη κίνηση, στην οποία, όταν απευθυνόταν δημόσια σ᾿ ένα πρόσωπο, το μικρό λεξικό ευπρέπειας πού υπήρχε μέσα μου έδινε μια μόνη ερμηνεία, την ερμηνεία τής υβριστικής πρόθεσης.
«Έλα, Ζιλμπέρτ, τί κάνεις εκεί», φώναξε με φωνή διαπεραστική και αυταρχική μια κυρία ντυμένη στ᾿ άσπρα, πού δεν την είχα δει, έχοντας κοντά της ένα άγνωστό μου κύριο με κουστούμι δίμιτο λινό, πού με κάρφωνε με γουρλωμένα μάτια· το κορίτσι, απομακρύνθηκε δίχως να στραφεί προς το μέρος μου, με ύφος υπάκουο, κλειστό και ύπουλο.
Έτσι πέρασε πλάι μου αυτό το όνομα Ζιλμπέρτ, καθώς ακούστηκε πάνω από τα γιασεμιά και τις βιόλες, διαπεραστικό και δροσερό σαν τις σταγόνες από τον πράσινο σωλήνα, ποτίζοντας με το μυστήριο τής ζωής της, όσους ευτυχισμένους ζούσαν και ταξίδευαν μαζί της, ξετυλίγοντας κάτω από τη ρόδινη αγκαθιά, το απόσταγμα τής οικειότητάς τους, τής τόσο οδυνηρής για μένα απέναντί της, απέναντι στο άγνωστο τής ζωής της, όπου δεν μπορούσα να μπω.
Ενώ απομακρυνόμαστε ο παππούς μου μουρμούριζε: «Ο καημένος ο Σουάν, τί ρόλο τον βάζουν να παίζει: τον κάνουν να φεύγει για να μένει αυτή μόνη με το Σαρλύς της, αυτός ήταν τον αναγνώρισα! Κι αυτή η μικρή, μπλεγμένη σ᾿ όλη τούτη την ατιμία!» Για μια στιγμή η εντύπωση πού μού έμεινε από τον επιτακτικό τόνο με τον οποίο η μητέρα τής Ζιλμπέρτ τής είχε μιλήσει, χωρίς εκείνη να ανταπαντήσει, καθώς μού την έδειχνε αναγκασμένη να υπακούει σε κάποιον, να μην είναι πάνω απ᾿ όλα, μαλάκωσε κάπως τον πόνο μου, μού ᾿δωσε κάποιαν ελπίδα και μείωσε τον έρωτά μου. Πολύ σύντομα όμως ο έρωτας αυτός φούντωσε ξανά μέσα μου σαν μια αντίδραση με την οποία η ταπεινωμένη μου καρδιά γύρευε να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με τη Ζιλμπέρτ ή αλλιώς να την κατεβάσει στο επίπεδό μου. Την αγαπούσα, λυπόμουν πού δεν είχα τον καιρό και την έμπνευση να την προσβάλω, να τής κάνω κακό, να την κάνω να με θυμάται.
Την έβρισκα τόσο όμορφη, ώστε θα ᾿θελα να μπορούσα να γυρίσω πίσω να τής φωνάξω: «Σάς βρίσκω τόσο άσχημη, τόσο γελοία, μού προκαλείτε τόση απέχθεια!» Η γοητεία με την οποία το όνομά της είχε απλωθεί σα λιβάνι, σ᾿ αυτή τη θέση κάτω απ᾿ τις ροζ αγκαθιές, όπου είχε ακουστεί ταυτόχρονα από εκείνη και από μένα, έμελλε να σκεπάσει ό,τι την πλησίαζε, τούς παππούδες της, πού οι δικοί μου είχαν την ευτυχία να γνωρίσουν, το υψηλό επάγγελμα τού χρηματομεσίτη, τη γεμάτη θλίψη συνοικία, πού κατοικούσε στο Παρίσι, τα Ηλύσια πεδία.
«Λεονί», είπε ο παππούς μου όταν επιστρέψαμε, «θα θελα να ᾿σουν μαζί μας πριν λίγο. Δε θα αναγνώριζες την Τανσοβίλ. Αν είχα τολμήσει, θα σού έκοβα ένα κλαρί απ᾿ τις ροζ αγκαθιές, πού τόσο αγαπούσες». Ο παππούς μου διηγόταν έτσι τον περίπατο μας στη θεία Λεονί, είτε για να τη διασκεδάσει, είτε γιατί δεν είχε χάσει κάθε ελπίδα πώς θα την έκανε να βγει στο ύπαιθρο. Είναι αλήθεια πώς άλλοτε αγαπούσε πολύ αυτό το κτήμα, κι όταν ερχόταν τώρα ο Σουάν να μάθει τα νέα της (ήταν το μόνο πρόσωπο τού σπιτιού μας πού γύρευε ακόμα να δει), εκείνη τού μηνούσε πώς ήταν κουρασμένη, αλλά πώς θα τον δεχόταν την επόμενη φορά, έτσι και το βράδυ εκείνο είπε: «Ναι, μια μέρα πού θα κάνει καλό καιρό, θα πάω με αμάξι ως την είσοδο τού πάρκου». Το ᾿λεγε ειλικρινά. Θα χαιρόταν να ξαναδεί τον Σουάν και τη Τανσοβίλ η επιθυμία όμως πού ένιωθε ήταν αρκετή για όσες δυνάμεις τής απόμεναν, η πραγματοποίησή της θα τις ξεπερνούσε. Καμιά φορά η καλοκαιρία τής έδινε λίγη δύναμη, σηκωνόταν, ντυνόταν· η κούραση την έπιανε πριν περάσει στο άλλο δωμάτιο κι αναζητούσε το κρεβάτι της. Είχε αρχίσει κιόλας για τη θεία Λεονί, μόνο πού είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, αυτή η μεγάλη απάρνηση των γέρων πού προετοιμάζονται για το θάνατο, πού κλείνονται στο καβούκι τους, και την οποία μπορείς να παρατηρήσεις στο τέλος κάθε ζωής πού παρατείνεται ως αργά, ακόμα και σε εραστές άλλοτε πολύ αγαπημένους, ανάμεσα σε φίλους με τούς πιο πνευματικούς δεσμούς και πού ωστόσο κάποια χρονιά παύουν να κάνουν το απαραίτητο ταξίδι ή την επίσκεψη για να ιδωθούν, παύουν ν᾿ αλληλογραφούν και ξέρουν πώς ποτέ δεν πρόκειται να ξαναεπικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η θεία μου πρέπει να ᾿ξερε πολύ καλά, πώς δε θα ξανάβλεπε τον Σουάν, πώς δε θα ᾿βγαινε ποτέ από το σπίτι· αυτό όμως το οριστικό κλείσιμο τής είχε γίνει πιο εύκολα για το ίδιο λόγο πού κατά τη γνώμη μας, θα ᾿πρεπε να τής ήταν πιο οδυνηρό: αυτό το κλείσιμο τής το επέβαλλε η εξασθένησή της, πού μετατρέποντας την κάθε πράξη, την κάθε κίνηση σε κούραση, ίσως μάλιστα και σε πόνο, έδινε στην απραξία, στην απομόνωση, στη σιωπή της, την τονωτική και ευλογημένη γαλήνη τής ανάπαυσης.
Η θεία μου δεν πήγε να δει τις ροζ αγκαθιές, εγώ όμως κάθε τόσο ρωτούσα τούς γονείς μου μήπως θα πήγαινε ή αν πήγαινε άλλοτε, συχνά στη Τανσονβίλ, έτσι, για να τούς κάνω να μιλήσουν για τούς γονείς και τούς παππούδες τής δεσποινίδας Σουάν. Αυτό το όνομα πού είχε γίνει για μένα σχεδόν μυθικό, το όνομα Σουάν, ένιωθα, όταν κουβέντιαζα με τούς γονείς μου, τη λαχτάρα να τούς ακούσω να το προφέρουν, για να μη νιώθω ολότελα διωγμένος από κοντά της κι υποχρέωνα ξαφνικά τον πατέρα μου αφήνοντας λόγου χάρη να νομιστεί πώς τάχα είχα την εντύπωση ότι δικαιώματα σε ακίνητα, υπήρχαν από πιο παλιά στην οικογένεια τού παππού μου, ή ότι ο φράχτης με τις ροζ αγκαθιές βρισκόταν σε κοινοτικό οικόπεδο, να διορθώσει τα λεγόμενά μου και να μού πει: «Μα όχι, τα δικαιώματα αυτά ανήκαν στον πατέρα τού Σουάν, αυτός ο φράχτης ανήκει στο πάρκο τού Σουάν». Όλες τις παράξενες γοητείες πού τοποθετούσα σ᾿ αυτό το όνομα τού Σουάν, τις ξανάβρισκα μόλις το πρόφεραν. Είχα τότε ξαφνικά την εντύπωση πώς δεν ήταν δυνατόν να μην τις ένιωθαν κι οι γονείς μου, πώς αποδέχονταν τα όνειρά μου, πως συγχωρούσαν, κι ήμουν δυστυχισμένος, λες και τούς είχα υποδουλώσει και εξαχρειώσει.
Όταν θέλαμε να πάμε απ᾿ τη μεριά τής Μεζεγκλίζ, βγαίναμε απ᾿ τη μεγάλη πόρτα τής θείας μου ακολουθώντας το δρόμο πού περνούσε πλάι στον άσπρο φράχτη τού πάρκου τού κυρίου Σουάν. Πριν φτάσουμε εκεί, συναντούσαμε, καθώς ερχόταν να προϋπαντήσει τούς ξένους το μοσχοβόλημα απ᾿ τις πασχαλιές του. Οι ίδιες οι πασχαλιές, μέσα απ᾿ τις πράσινες και δροσερές μικρές καρδιές των φύλλων τους, ανασήκωναν περίεργα πάνω από απ᾿ το φράχτη τού πάρκου τα λοφία τους από φτερά άσπρα ή μωβ, πού τα γυάλιζε, ακόμα και στη σκιά, ο ήλιος πού τα είχε περιλούσει. Μ᾿ όλο πού λαχταρούσα να αγκαλιάσω την λυγερή τους κορμοστασιά, περνούσαμε χωρίς να σταματήσουμε, γιατί από τότε πού παντρεύτηκε ο Σουάν για να μη δίνομε την εντύπωση πώς κοιτάζαμε μέσα στο πάρκο, αντί να παίρνουμε το δρόμο κατά μήκος τού φράχτη του πού ανεβαίνει αμέσως στα χωράφια, παίρναμε έναν άλλο, πού και αυτός εκεί οδηγούσε, αλλά μάς έβγαζε πολύ μακριά. Μια μέρα ο παππούς είπε στον πατέρα μου: «Θυμάστε, ο Σουάν δεν είπε χτες πώς η γυναίκα του κι η κόρη του θα φεύγανε για τη Ρενς και πώς μ᾿ αυτήν την ευκαιρία θα πήγαινε να περάσει ένα εικοσιτετράωρο στο Παρίσι; Θα μπορούσαμε να περπατήσουμε πλάι στο πάρκο, αφού αυτές οι κυρίες απουσιάζουν έτσι θα συντομεύσουμε κάμποσο το δρόμο».
Σταματήσαμε για λίγο μπροστά στο κιγκλίδωμα. Σκοτεινή κάτω από τα μεγάλα δέντρα πού την περιτριγύριζαν, στεκόταν η μικρή λίμνη πού χαν φτιάξει οι γονείς τού Σουάν· όμως παρ᾿ όλο που και στις πιο ψεύτικες δημιουργίες του ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φύση, ορισμένες τοποθεσίες κάνουν να βασιλεύει πάντα ολόγυρα τους η ξεχωριστή τους κυριαρχία, στήνουν τα πανάρχαια διακριτικά τους καταμεσής ενός πάρκου, όπως θα το ᾿χαν κάνει μακριά από κάθε ανθρώπινη παρέμβαση, σε μια μοναξιά πού ᾿ρχεται να τις κυκλώσει από παντού, βγαλμένη απ᾿ τις ανάγκες τής εμφάνισης τους και πού σκεπάζει το ανθρώπινο έργο.
Η αναχώρηση τής δεσποινίδας Σουάν καθώς μού αφαιρούσε το ενδεχόμενο να τη δω να εμφανίζεται σε κάποια αλέα, το ενδεχόμενο να με γνωρίσει και να με περιφρονήσει το προνομιούχο αυτό κοριτσάκι πού ᾿χε τον Μπεργκότ φίλο, μού έκανε τη θέα τής Τανσονβίλ αδιάφορη τούτη την πρώτη φορά πού μού το επιτρέπανε, ενώ αντίθετα προσέθετε στα μάτια τού παππού και τού πατέρα μου ανέσεις, μια περαστική απόλαυση και ήταν σαν να μετέτρεπε τη μέρα αυτή σαν την πιο κατάλληλη για ένα περίπατο σ᾿ αυτή τη μεριά. Θα ᾿θελα ένα θαύμα να ᾿κανε, να εμφανιστεί η δεσποινίδα Σουάν με τον πατέρα της τόσο κοντά μας, ώστε να μην προλάβουμε να τούς αποφύγουμε και ν᾿ αναγκαστούμε να κάνουμε τη γνωριμία της.
Βρήκα το δρομάκι να βουίζει απ᾿ τη μυρωδιά των ασπραγκαθιών. Ο φράχτης με τούς θάμνους σχημάτιζε σα μια σειρά από παρεκκλήσια πού χάνονταν κάτω από το στρώσιμο των λουλουδιών τους, λουλουδιών στοιβαγμένων όπως στον επιτάφιο. Αλλ᾿ όσο στεκόμουν μπροστά στις ασπραγκαθιές ν᾿ ᾿ αναπνέω το αόρατο και σταθερό άρωμα, να το φέρνω στη σκέψη μου, δίχως η σκέψη μου να ξέρει τί να το κάνει, να το χάνω και να το ξαναβρίσκω, οι ασπραγκαθιές μού πρόσφερναν αόριστα την ίδια πάντα γοητεία, δίχως όμως να με αφήνουν να εμβαθύνω περισσότερο, σαν τις μελωδίες εκείνες πού τις ξαναπαίζουν συνέχεια, χωρίς να πλησιάζουμε περισσότερο το βαθύ μυστικό τους. Δε με βοηθούσαν να ξεδιαλύνω το συναίσθημα αυτό. Τότε, δίνοντας μου αυτή τη χαρά πού νιώθουμε όταν βλέπουμε ένα έργο τού αγαπημένου μας ζωγράφου, διαφορετικό απ᾿ όσα γνωρίζουμε, ή όταν μάς οδηγούν μπροστά σ᾿ έναν πίνακα τού οποίου είχαμε δει ως τότε μόνο ένα σχέδιο από μολύβι, ή όταν ένα μουσικό κομμάτι πού το έχουμε ακούσει μόνο στο πιάνο μάς παρουσιάζεται ύστερα με τα χρώματα τής ορχήστρας, αντίκρισα μια ρόδινη αγκαθιά ακόμα πιο όμορφη από τις άσπρες. Είχε κι αυτή το γιορτινό της ντύσιμο, αλλά ένα ντύσιμο πιο πλούσιο ακόμα, γιατί τα λουλούδια στα κλαριά της, το ένα πάνω απ᾿ το άλλο έτσι ώστε να μη αφήνουν κανένα κομμάτι αστόλιστο, ήταν "με χρώματα" και για τούτο ανώτερης ποιότητας. Μπλεγμένο στους θάμνους, αλλά και διαφορετικό σαν μια νέα κοπέλα με γιορτινό φόρεμα, έλαμπε έτσι χαμογελώντας μέσα στη δροσερή ροζ τουαλέτα του, το καθολικό και γλυκύτατο χαμόδενδρο.
Οι θάμνοι τού φράχτη άφηναν να φαίνεται στο εσωτερικό τού πάρκου μια δεντροσειρά με μπορντούρες από γιασεμιά πανσέδες λουΐζες και βιόλες, ενώ στο χαλικόστρωτο ένας μακρύς σωλήνας για το πότισμα βαμμένος πράσινος, ύψωνε την κάθετη και πρισματική βεντάλια από σταγόνες και ράντιζε μ᾿ αυτές το άρωμα των λουλουδιών. Ξαφνικά σταμάτησα, δεν μπορούσα πια να κουνήσω, όπως συμβαίνει όταν ένα όραμα δεν απευθύνεται μόνο στο βλέμμα μας, αλλ᾿ απαιτεί μιαν αντίληψη πιο βαθειά και κυριεύει όλη την ύπαρξη. Ένα κοριτσάκι κοκκινόξανθο, πού φαινόταν να γυρίζει από περίπατο και κρατούσε στα χέρια ένα σκαλιστήρι κηπουρού, μάς κοίταζε σηκώνοντας το πρόσωπό του γεμάτο ροζ φακίδες. Τα μαύρα της μάτια γυάλιζαν και καθώς δεν ήξερα τότε, ούτε κι έμαθα από τότε να περιορίζω στα αντικειμενικά της στοιχεία μια δυνατή εντύπωση, κάθε φορά πού την ξανασκεφτόμουν, η ανάμνηση τής λάμψης τους, μού εμφανιζόταν σαν από έντονο γαλάζιο, αφού ήταν ξανθιά: κι έτσι, αν ίσως δεν είχε μάτια τόσο μαύρα, πράγμα πού τόσο εντυπωσίαζε την πρώτη φορά πού την αντίκριζες, δε θα είχα όπως έγινε, ερωτευθεί τα "γαλανά" της μάτια.
Την κοίταζα στην αρχή μ᾿ αυτό το βλέμμα πού δεν είναι μόνο των ματιών, αλλά στο παραθύρι του προβάλλουν όλες οι αισθήσεις, ανήσυχες κι απολιθωμένες, το βλέμμα πού θα ᾿θελε να αγγίξει, να αιχμαλωτίσει, να πάρει μαζί του το κορμί πού κοιτάζει, και την ψυχή του μαζί· ύστερα τη κοίταξα μ᾿ ένα διαφορετικό βλέμμα, ασυναίσθητα παρακλητικό πού προσπαθούσε να την αναγκάσει να με προσέξει, να με γνωρίσει. Εκείνη άφησε τις ματιές της να τρέξουν μακριά προς την κατεύθυνσή μου, δίχως ιδιαίτερη έκφραση, δίχως να δίνει την εντύπωση πώς με βλέπει, αλλά μ᾿ ένα κρυφό χαμόγελο πού δεν μπορούσα να ερμηνεύσω με βάση τις αρχές τής καλής ανατροφής μου, παρά σαν μιαν απόδειξη προσβλητικής περιφρόνησης· και ταυτόχρονα το χέρι της άρχισε να διαγράφει μιαν άπρεπη κίνηση, στην οποία, όταν απευθυνόταν δημόσια σ᾿ ένα πρόσωπο, το μικρό λεξικό ευπρέπειας πού υπήρχε μέσα μου έδινε μια μόνη ερμηνεία, την ερμηνεία τής υβριστικής πρόθεσης.
«Έλα, Ζιλμπέρτ, τί κάνεις εκεί», φώναξε με φωνή διαπεραστική και αυταρχική μια κυρία ντυμένη στ᾿ άσπρα, πού δεν την είχα δει, έχοντας κοντά της ένα άγνωστό μου κύριο με κουστούμι δίμιτο λινό, πού με κάρφωνε με γουρλωμένα μάτια· το κορίτσι, απομακρύνθηκε δίχως να στραφεί προς το μέρος μου, με ύφος υπάκουο, κλειστό και ύπουλο.
Έτσι πέρασε πλάι μου αυτό το όνομα Ζιλμπέρτ, καθώς ακούστηκε πάνω από τα γιασεμιά και τις βιόλες, διαπεραστικό και δροσερό σαν τις σταγόνες από τον πράσινο σωλήνα, ποτίζοντας με το μυστήριο τής ζωής της, όσους ευτυχισμένους ζούσαν και ταξίδευαν μαζί της, ξετυλίγοντας κάτω από τη ρόδινη αγκαθιά, το απόσταγμα τής οικειότητάς τους, τής τόσο οδυνηρής για μένα απέναντί της, απέναντι στο άγνωστο τής ζωής της, όπου δεν μπορούσα να μπω.
Ενώ απομακρυνόμαστε ο παππούς μου μουρμούριζε: «Ο καημένος ο Σουάν, τί ρόλο τον βάζουν να παίζει: τον κάνουν να φεύγει για να μένει αυτή μόνη με το Σαρλύς της, αυτός ήταν τον αναγνώρισα! Κι αυτή η μικρή, μπλεγμένη σ᾿ όλη τούτη την ατιμία!» Για μια στιγμή η εντύπωση πού μού έμεινε από τον επιτακτικό τόνο με τον οποίο η μητέρα τής Ζιλμπέρτ τής είχε μιλήσει, χωρίς εκείνη να ανταπαντήσει, καθώς μού την έδειχνε αναγκασμένη να υπακούει σε κάποιον, να μην είναι πάνω απ᾿ όλα, μαλάκωσε κάπως τον πόνο μου, μού ᾿δωσε κάποιαν ελπίδα και μείωσε τον έρωτά μου. Πολύ σύντομα όμως ο έρωτας αυτός φούντωσε ξανά μέσα μου σαν μια αντίδραση με την οποία η ταπεινωμένη μου καρδιά γύρευε να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με τη Ζιλμπέρτ ή αλλιώς να την κατεβάσει στο επίπεδό μου. Την αγαπούσα, λυπόμουν πού δεν είχα τον καιρό και την έμπνευση να την προσβάλω, να τής κάνω κακό, να την κάνω να με θυμάται.
Την έβρισκα τόσο όμορφη, ώστε θα ᾿θελα να μπορούσα να γυρίσω πίσω να τής φωνάξω: «Σάς βρίσκω τόσο άσχημη, τόσο γελοία, μού προκαλείτε τόση απέχθεια!» Η γοητεία με την οποία το όνομά της είχε απλωθεί σα λιβάνι, σ᾿ αυτή τη θέση κάτω απ᾿ τις ροζ αγκαθιές, όπου είχε ακουστεί ταυτόχρονα από εκείνη και από μένα, έμελλε να σκεπάσει ό,τι την πλησίαζε, τούς παππούδες της, πού οι δικοί μου είχαν την ευτυχία να γνωρίσουν, το υψηλό επάγγελμα τού χρηματομεσίτη, τη γεμάτη θλίψη συνοικία, πού κατοικούσε στο Παρίσι, τα Ηλύσια πεδία.
«Λεονί», είπε ο παππούς μου όταν επιστρέψαμε, «θα θελα να ᾿σουν μαζί μας πριν λίγο. Δε θα αναγνώριζες την Τανσοβίλ. Αν είχα τολμήσει, θα σού έκοβα ένα κλαρί απ᾿ τις ροζ αγκαθιές, πού τόσο αγαπούσες». Ο παππούς μου διηγόταν έτσι τον περίπατο μας στη θεία Λεονί, είτε για να τη διασκεδάσει, είτε γιατί δεν είχε χάσει κάθε ελπίδα πώς θα την έκανε να βγει στο ύπαιθρο. Είναι αλήθεια πώς άλλοτε αγαπούσε πολύ αυτό το κτήμα, κι όταν ερχόταν τώρα ο Σουάν να μάθει τα νέα της (ήταν το μόνο πρόσωπο τού σπιτιού μας πού γύρευε ακόμα να δει), εκείνη τού μηνούσε πώς ήταν κουρασμένη, αλλά πώς θα τον δεχόταν την επόμενη φορά, έτσι και το βράδυ εκείνο είπε: «Ναι, μια μέρα πού θα κάνει καλό καιρό, θα πάω με αμάξι ως την είσοδο τού πάρκου». Το ᾿λεγε ειλικρινά. Θα χαιρόταν να ξαναδεί τον Σουάν και τη Τανσοβίλ η επιθυμία όμως πού ένιωθε ήταν αρκετή για όσες δυνάμεις τής απόμεναν, η πραγματοποίησή της θα τις ξεπερνούσε. Καμιά φορά η καλοκαιρία τής έδινε λίγη δύναμη, σηκωνόταν, ντυνόταν· η κούραση την έπιανε πριν περάσει στο άλλο δωμάτιο κι αναζητούσε το κρεβάτι της. Είχε αρχίσει κιόλας για τη θεία Λεονί, μόνο πού είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, αυτή η μεγάλη απάρνηση των γέρων πού προετοιμάζονται για το θάνατο, πού κλείνονται στο καβούκι τους, και την οποία μπορείς να παρατηρήσεις στο τέλος κάθε ζωής πού παρατείνεται ως αργά, ακόμα και σε εραστές άλλοτε πολύ αγαπημένους, ανάμεσα σε φίλους με τούς πιο πνευματικούς δεσμούς και πού ωστόσο κάποια χρονιά παύουν να κάνουν το απαραίτητο ταξίδι ή την επίσκεψη για να ιδωθούν, παύουν ν᾿ αλληλογραφούν και ξέρουν πώς ποτέ δεν πρόκειται να ξαναεπικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η θεία μου πρέπει να ᾿ξερε πολύ καλά, πώς δε θα ξανάβλεπε τον Σουάν, πώς δε θα ᾿βγαινε ποτέ από το σπίτι· αυτό όμως το οριστικό κλείσιμο τής είχε γίνει πιο εύκολα για το ίδιο λόγο πού κατά τη γνώμη μας, θα ᾿πρεπε να τής ήταν πιο οδυνηρό: αυτό το κλείσιμο τής το επέβαλλε η εξασθένησή της, πού μετατρέποντας την κάθε πράξη, την κάθε κίνηση σε κούραση, ίσως μάλιστα και σε πόνο, έδινε στην απραξία, στην απομόνωση, στη σιωπή της, την τονωτική και ευλογημένη γαλήνη τής ανάπαυσης.
Η θεία μου δεν πήγε να δει τις ροζ αγκαθιές, εγώ όμως κάθε τόσο ρωτούσα τούς γονείς μου μήπως θα πήγαινε ή αν πήγαινε άλλοτε, συχνά στη Τανσονβίλ, έτσι, για να τούς κάνω να μιλήσουν για τούς γονείς και τούς παππούδες τής δεσποινίδας Σουάν. Αυτό το όνομα πού είχε γίνει για μένα σχεδόν μυθικό, το όνομα Σουάν, ένιωθα, όταν κουβέντιαζα με τούς γονείς μου, τη λαχτάρα να τούς ακούσω να το προφέρουν, για να μη νιώθω ολότελα διωγμένος από κοντά της κι υποχρέωνα ξαφνικά τον πατέρα μου αφήνοντας λόγου χάρη να νομιστεί πώς τάχα είχα την εντύπωση ότι δικαιώματα σε ακίνητα, υπήρχαν από πιο παλιά στην οικογένεια τού παππού μου, ή ότι ο φράχτης με τις ροζ αγκαθιές βρισκόταν σε κοινοτικό οικόπεδο, να διορθώσει τα λεγόμενά μου και να μού πει: «Μα όχι, τα δικαιώματα αυτά ανήκαν στον πατέρα τού Σουάν, αυτός ο φράχτης ανήκει στο πάρκο τού Σουάν». Όλες τις παράξενες γοητείες πού τοποθετούσα σ᾿ αυτό το όνομα τού Σουάν, τις ξανάβρισκα μόλις το πρόφεραν. Είχα τότε ξαφνικά την εντύπωση πώς δεν ήταν δυνατόν να μην τις ένιωθαν κι οι γονείς μου, πώς αποδέχονταν τα όνειρά μου, πως συγχωρούσαν, κι ήμουν δυστυχισμένος, λες και τούς είχα υποδουλώσει και εξαχρειώσει.
[1] Μεζεγκλίζ: Πραγματικά υπάρχει η Μερεγκλίζ που ο Προυστ την ονομάζει Μεζεγκλίζ.
Το σπίτι τού Βιντέιγ στο Μονζουβαίν. Οι ύποπτοι τρόποι τής κόρης του. Σκηνή σαδισμού στο Μονζουβέν. Βεβήλωση τής μνήμης τού νεκρού πια Βιντέιγ.
Από τη μεριά τής Μεζεγκλίζ, στο Μονζουβαίν, σ᾿ ένα σπίτι πού βρισκόταν στην όχθη ενός μεγάλου βάλτου, κι ακουμπούσε πάνω σε μια πλαγιά γεμάτη θάμνους, κατοικούσε ο κύριος Βιντέιγ. Έτσι στο δρόμο διασταυρωνόμαστε συχνά με την κόρη του, πού οδηγούσε ολοταχώς ένα ανοιχτό δίτροχο αμαξάκι. Από μιαν ορισμένη χρονιά κι έπειτα δεν τη συναντούσαμε πια μόνη, αλλά με μια μεγαλύτερη φίλη, πού είχε κακή φήμη στην περιοχή και πού κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μονζουβαίν. Έλεγαν: «Πρέπει αυτός ο καημένος ο Βιντέιγ να ναι τυφλός από την στοργή του για να μην αντιλαμβάνεται τίποτα από όσα κουβεντιάζουν, και να επιτρέπει στην κόρη του αυτός πού σκανδαλίζεται ακόμα και από μια κουβέντα άτοπη, να ζει κάτω από την ίδια στέγη με μια τέτοια γυναίκα. Ο ίδιος λέει πώς είναι μια γυναίκα ανώτερη και θα είχε εξαιρετικά μουσικά χαρίσματα, αν τα είχε καλλιεργήσει. Πάντως μπορεί να είναι βέβαιος, πώς δεν είναι η μουσική αυτό πού την κάνει να ασχολείται με την κόρη του».
Για εκείνους πού σαν εμάς, είδαν την εποχή αυτή τον κύριο Βιντέιγ ν᾿ αποφεύγει τούς γνωστούς του, να γερνάει μέσα σε λίγους μήνες, θα ήταν δύσκολο να μην καταλάβουν πώς πέθαινε σιγά-σιγά από θλίψη, και να υποθέσουν πώς δεν αντιλαμβάνονταν τα όσα διαδίδονταν. Τα γνώριζε και ίσως μάλιστα τούς έδινε πίστη. Ίσως να μην υπάρχει άνθρωπος, όσο ενάρετος κι αν είναι, πού το πολύπλοκο των περιστάσεων να μην μπορεί να τον οδηγήσει κάποια μέρα στην εξοικείωση με τη διαστροφή πού καταδικάζει, με τον πιο απόλυτο τρόπο. Αλλά με όσα γνώριζε ο κύριος Βιντέιγ για τη διαγωγή τής κόρης του, δεν σημαίνει πώς είχε μειωθεί η λατρεία του γι αυτήν. Τα γεγονότα δεν εισχωρούν στον κόσμο όπου ζουν οι πεποιθήσεις μας, μπορεί να επιβάλλουν στις πεποιθήσεις μας τις πιο σταθερές διαψεύσεις, δίχως να τις εξασθενίζουν. Μια μέρα καθώς περπατούσαμε με τον Σουάν σ᾿ ένα δρόμο τού Κομπραί, ο κύριος Βιντέιγ βγαίνοντας από έναν άλλο, βρέθηκε ξαφνικά απέναντί μας, δίχως να χει τον καιρό να μάς αποφύγει, και ο Σουάν μ᾿ αυτή την υπεροπτική μεγαλοψυχία τού κοσμικού ο οποίος καταμεσής στη διάλυση όλων των ηθικών προκαταλήψεων, δεν βρίσκει στην κατάπτωση κάποιου άλλου παρά μόνο μια δικαιολογία για να δείξει απέναντί του καλοσύνη, κουβέντιασε αρκετή ώρα με τον κύριο Βιντέιγ, στον οποίο μέχρι τότε απέφευγε να μιλάει, και τον ρώτησε αν θα θελε να στείλει μια μέρα την κόρη του να παίξει στη Τανσοβίλ. Ήταν μια πρόσκληση πού πριν από δυο χρόνια θα είχε εξοργίσει τον κύριο Βιντέιγ, αλλά πού τώρα τον γέμιζε με τέλεια αισθήματα ευγνωμοσύνης, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο από αυτά, να μην έχει την αδιακρισία να τη δεχτεί. Η ευγένεια τού Σουάν απέναντι στην κόρη του, τού φαινόταν από μόνη της ένα στήριγμα τόσο τιμητικό και ευχάριστο, ώστε σκεφτόταν πώς θα ήταν ίσως καλύτερα να μην το χρησιμοποιήσει, για να χει την καθαρά πλατωνική απόλαυση να το διατηρεί.
Για εκείνους πού σαν εμάς, είδαν την εποχή αυτή τον κύριο Βιντέιγ ν᾿ αποφεύγει τούς γνωστούς του, να γερνάει μέσα σε λίγους μήνες, θα ήταν δύσκολο να μην καταλάβουν πώς πέθαινε σιγά-σιγά από θλίψη, και να υποθέσουν πώς δεν αντιλαμβάνονταν τα όσα διαδίδονταν. Τα γνώριζε και ίσως μάλιστα τούς έδινε πίστη. Ίσως να μην υπάρχει άνθρωπος, όσο ενάρετος κι αν είναι, πού το πολύπλοκο των περιστάσεων να μην μπορεί να τον οδηγήσει κάποια μέρα στην εξοικείωση με τη διαστροφή πού καταδικάζει, με τον πιο απόλυτο τρόπο. Αλλά με όσα γνώριζε ο κύριος Βιντέιγ για τη διαγωγή τής κόρης του, δεν σημαίνει πώς είχε μειωθεί η λατρεία του γι αυτήν. Τα γεγονότα δεν εισχωρούν στον κόσμο όπου ζουν οι πεποιθήσεις μας, μπορεί να επιβάλλουν στις πεποιθήσεις μας τις πιο σταθερές διαψεύσεις, δίχως να τις εξασθενίζουν. Μια μέρα καθώς περπατούσαμε με τον Σουάν σ᾿ ένα δρόμο τού Κομπραί, ο κύριος Βιντέιγ βγαίνοντας από έναν άλλο, βρέθηκε ξαφνικά απέναντί μας, δίχως να χει τον καιρό να μάς αποφύγει, και ο Σουάν μ᾿ αυτή την υπεροπτική μεγαλοψυχία τού κοσμικού ο οποίος καταμεσής στη διάλυση όλων των ηθικών προκαταλήψεων, δεν βρίσκει στην κατάπτωση κάποιου άλλου παρά μόνο μια δικαιολογία για να δείξει απέναντί του καλοσύνη, κουβέντιασε αρκετή ώρα με τον κύριο Βιντέιγ, στον οποίο μέχρι τότε απέφευγε να μιλάει, και τον ρώτησε αν θα θελε να στείλει μια μέρα την κόρη του να παίξει στη Τανσοβίλ. Ήταν μια πρόσκληση πού πριν από δυο χρόνια θα είχε εξοργίσει τον κύριο Βιντέιγ, αλλά πού τώρα τον γέμιζε με τέλεια αισθήματα ευγνωμοσύνης, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο από αυτά, να μην έχει την αδιακρισία να τη δεχτεί. Η ευγένεια τού Σουάν απέναντι στην κόρη του, τού φαινόταν από μόνη της ένα στήριγμα τόσο τιμητικό και ευχάριστο, ώστε σκεφτόταν πώς θα ήταν ίσως καλύτερα να μην το χρησιμοποιήσει, για να χει την καθαρά πλατωνική απόλαυση να το διατηρεί.
Θάνατος τής θείας Λεονί. Απρόσμενη μεγάλη θλίψη τής Φρανσουάζ.
Επειδή ο περίπατος από τη μεριά τής Μεζεγκλίζ ήταν ο λιγότερο μακρινός απ᾿ τούς δυο πού κάναμε γύρω στο Κομπραί, γι αυτό τον κρατούσαμε για τις μέρες με αβέβαιο καιρό. Το κλίμα όμως από τη μεριά τής Μεζεγκλίζ ήταν αρκετά βροχερό και δεν χάναμε ποτέ από τα μάτια μας την άκρη από τα δάση τού Ρουσαινβίλ, ώστε να μπορούμε να καλυφθούμε απ᾿ τη βροχή κάτω απ᾿ το πυκνό τους φύλλωμα. Άλλοτε πάλι πηγαίναμε να προφυλαχτούμε ανάκατα με τούς πέτρινους αγίους και τούς πατριάρχες, κάτω από το πρόπυλο τού Αγίου Ανδρέα [1]. Πόσο γαλλική ήταν η εκκλησία αυτή! Πάνω από την πόρτα εικονίζονταν οι άγιοι, οι βασιλιάδες - ιππότες, σκηνές από γάμους και κηδείες, όλα όπως ακριβώς θα μπορούσε να τα ᾿βλεπε μέσα στην ψυχή της η Φρανσουάζ. Ο γλύπτης είχε ακόμα αφηγηθεί μερικά ανέκδοτα σχετικά με τον Αριστοτέλη και τον Βιργίλιο, ακριβώς όπως η Φρανσουάζ μιλούσε πρόθυμα στην κουζίνα, για τον Άγιο Λουδοβίκο [2] σαν να τον είχε γνωρίσει προσωπικά, και συνήθως για να ντροπιαστούν από την σύγκριση οι παππούδες μου, λιγότερο "δίκαιοι" από τον Άγιο. Ένιωθε κανείς πώς οι γνώσεις τής αρχαίας και τής χριστιανικής ιστορίας πού είχαν ο μεσαιωνικός καλλιτέχνης και η μεσαιωνική χωρική (επιζώντας στον 19ο αιώνα), γνώσεις, πού διακρίνονταν τόσο για τις ανακρίβειες όσο και για τις απλοϊκότητες, τις είχαν αποκτήσει όχι από τα βιβλία, αλλ᾿ από μια παράδοση παλιά μα και άμεση, προφορική, παραμορφωμένη, αγνώριστη και ζωντανή.
Αν ο καιρός ήταν κακός από το πρωί, οι γονείς μου ματαίωναν τον περίπατο και δεν έβγαιναν. Πήρα όμως αργότερα τη συνήθεια να πηγαίνω τέτοιες μέρες να περπατώ μόνος από τη μεριά τής Μεζεγκλίζ το φθινόπωρο, όπου χρειάστηκε να έρθουμε στο Κομπραί για την κληρονομιά τής θείας Λεονί, γιατί είχε τελικά πεθάνει, κάνοντας να θριαμβεύσουν ταυτόχρονα τόσο αυτοί πού διατείνονταν ότι η εξαντλητική της δίαιτα στο τέλος θα τη σκότωνε, όσο και οι άλλοι πού είχαν πάντα υποστηρίξει πώς υπέφερε από μια πάθηση όχι φανταστική, αλλά οργανική και είχε πεθάνει μη προκαλώντας με το θάνατό της μεγάλη θλίψη, παρά σε να μόνο πλάσμα, και μάλιστα άγρια θλίψη. Τις δεκαπέντε μέρες πού κράτησε η τελευταία αρρώστια τής θείας μου, η Φρανσουάζ δεν την άφησε στιγμή, ούτε άφησε κανένα να τής προσφέρει καμιά φροντίδα. Τότε καταλάβαμε πώς αυτός ο κάποιος φόβος μέσα στον οποίο είχε ζήσει η Φρανσουάζ, με τα κακόλογα, τις καχυποψίες και τούς θυμούς τής θείας μου, είχε γεννήσει μέσα της ένα αίσθημα πού το νομίζαμε μίσος, μα πού ήταν ωστόσο άπειρος σεβασμός και αγάπη. Η πραγματική κυρά της με τις αποφάσεις πού ήταν αδύνατο να προβλέψει, με τις πονηριές πού ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει, με την καλή καρδιά πού ήταν εύκολο να συγκινήσει, η δεσποτική αρχόντισσα της, ο σκοτεινός και παντοδύναμος μονάρχης της, δεν υπήρχε πια. Μπροστά σ᾿ εκείνην, εμάς τούς άλλους πολύ λίγο μάς λογάριαζε. Είχε περάσει πια ο καιρός, όταν είχαμε αρχίσει να ερχόμαστε στο Κομπραί για τις διακοπές μας κι είχαμε στα μάτια τής Φρανσουάζ τόσο κύρος, όσο και η θεία μου. Άλλωστε κι η θλίψη μας για το θάνατο τής θείας μου, δεν την ικανοποιούσε, γιατί δε δώσαμε μεγάλο νεκρόδειπνο, γιατί δεν αλλάζαμε τον ήχο τής φωνής μας όταν μιλούσαμε γι αυτήν, κι ακόμα γιατί καμιά φορά σιγοτραγουδούσα. Είμαι βέβαιος πώς σ᾿ ένα βιβλίο, κι από την άποψη αυτή ήμουν κι εγώ ίδιος σαν τη Φρανσουάζ, μια τέτοια αντίληψη τού πένθους σύμφωνη με τον πυλώνα τής εκκλησίας τού Αγίου Ανδρέα, θα μού ήταν κατανοητή. Μόλις όμως η Φρανσουάζ βρισκόταν κοντά μου, ένας δαίμονας μ᾿ έκανε να εύχομαι να θυμώσει, τής έλεγα πώς λυπόμουν για το χαμό τής θείας μου, γιατί ήταν παρά τις παραξενιές της καλή γυναίκα κι όχι γιατί ήταν θεία μου, πώς θα μπορούσε να ναι θεία μου κι όμως να την απεχθάνομαι κι ο θάνατός της να μη με λυπήσει καθόλου, λόγια πού μέσα σ᾿ ένα βιβλίο θα μού φαίνονταν κουτά.
Αν ο καιρός ήταν κακός από το πρωί, οι γονείς μου ματαίωναν τον περίπατο και δεν έβγαιναν. Πήρα όμως αργότερα τη συνήθεια να πηγαίνω τέτοιες μέρες να περπατώ μόνος από τη μεριά τής Μεζεγκλίζ το φθινόπωρο, όπου χρειάστηκε να έρθουμε στο Κομπραί για την κληρονομιά τής θείας Λεονί, γιατί είχε τελικά πεθάνει, κάνοντας να θριαμβεύσουν ταυτόχρονα τόσο αυτοί πού διατείνονταν ότι η εξαντλητική της δίαιτα στο τέλος θα τη σκότωνε, όσο και οι άλλοι πού είχαν πάντα υποστηρίξει πώς υπέφερε από μια πάθηση όχι φανταστική, αλλά οργανική και είχε πεθάνει μη προκαλώντας με το θάνατό της μεγάλη θλίψη, παρά σε να μόνο πλάσμα, και μάλιστα άγρια θλίψη. Τις δεκαπέντε μέρες πού κράτησε η τελευταία αρρώστια τής θείας μου, η Φρανσουάζ δεν την άφησε στιγμή, ούτε άφησε κανένα να τής προσφέρει καμιά φροντίδα. Τότε καταλάβαμε πώς αυτός ο κάποιος φόβος μέσα στον οποίο είχε ζήσει η Φρανσουάζ, με τα κακόλογα, τις καχυποψίες και τούς θυμούς τής θείας μου, είχε γεννήσει μέσα της ένα αίσθημα πού το νομίζαμε μίσος, μα πού ήταν ωστόσο άπειρος σεβασμός και αγάπη. Η πραγματική κυρά της με τις αποφάσεις πού ήταν αδύνατο να προβλέψει, με τις πονηριές πού ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει, με την καλή καρδιά πού ήταν εύκολο να συγκινήσει, η δεσποτική αρχόντισσα της, ο σκοτεινός και παντοδύναμος μονάρχης της, δεν υπήρχε πια. Μπροστά σ᾿ εκείνην, εμάς τούς άλλους πολύ λίγο μάς λογάριαζε. Είχε περάσει πια ο καιρός, όταν είχαμε αρχίσει να ερχόμαστε στο Κομπραί για τις διακοπές μας κι είχαμε στα μάτια τής Φρανσουάζ τόσο κύρος, όσο και η θεία μου. Άλλωστε κι η θλίψη μας για το θάνατο τής θείας μου, δεν την ικανοποιούσε, γιατί δε δώσαμε μεγάλο νεκρόδειπνο, γιατί δεν αλλάζαμε τον ήχο τής φωνής μας όταν μιλούσαμε γι αυτήν, κι ακόμα γιατί καμιά φορά σιγοτραγουδούσα. Είμαι βέβαιος πώς σ᾿ ένα βιβλίο, κι από την άποψη αυτή ήμουν κι εγώ ίδιος σαν τη Φρανσουάζ, μια τέτοια αντίληψη τού πένθους σύμφωνη με τον πυλώνα τής εκκλησίας τού Αγίου Ανδρέα, θα μού ήταν κατανοητή. Μόλις όμως η Φρανσουάζ βρισκόταν κοντά μου, ένας δαίμονας μ᾿ έκανε να εύχομαι να θυμώσει, τής έλεγα πώς λυπόμουν για το χαμό τής θείας μου, γιατί ήταν παρά τις παραξενιές της καλή γυναίκα κι όχι γιατί ήταν θεία μου, πώς θα μπορούσε να ναι θεία μου κι όμως να την απεχθάνομαι κι ο θάνατός της να μη με λυπήσει καθόλου, λόγια πού μέσα σ᾿ ένα βιβλίο θα μού φαίνονταν κουτά.
[1] Άγιος Ανδρέας: Δημιούργημα τής φαντασίας τού Προυστ.
[2] Άγιος Λουδοβίκος: Ο Λουδοβίκος Θ΄ (1214-1270) ήταν βασιλιάς τής Γαλλίας (1226-1270)
[2] Άγιος Λουδοβίκος: Ο Λουδοβίκος Θ΄ (1214-1270) ήταν βασιλιάς τής Γαλλίας (1226-1270)
Οι ίδιες συγκινήσεις δεν γεννιούνται ταυτόχρονα και με καθορισμένη σειρά σ᾿ όλους τούς ανθρώπους.
Διάσταση ανάμεσα στις εντυπώσεις μας και στη συνηθισμένη τους έκφραση, πού φθάνει δύσκολα στην αποσαφήνιση.
Οι περίπατοί μου εκείνο το φθινόπωρο ήταν ακόμα πιο ευχάριστοι, γιατί τούς πραγματοποιούσα αφού είχα μείνει σκυμμένος σ᾿ ένα βιβλίο. Οι τοίχοι των σπιτιών, ο φράχτης τής Τανσοβίλ, τα δέντρα τού δάσους τού Ρουσαινβίλ, δέχονταν χτυπήματα με την ομπρέλα ή το μπαστούνι, άκουγαν χαρούμενες κραυγές, πού ήταν τόσο τα πρώτα όσο και οι δεύτερες, ιδέες μόνο θολές πού μ᾿ ενθουσίαζαν, και πού δεν βρήκαν καταστάλαγμα στο φως, γιατί απ᾿ τη αργή και δύσκολη αποσαφήνιση, προτίμησαν την απόλαυση μιας πιο εύκολης εκτροπής προς την γοργή και γρήγορη λύση. Όταν προσπαθώ να λογαριάσω όλα όσα χρωστάω στη μεριά τής Μεζεγκλίζ, τις ταπεινές ανακαλύψεις μου, για τις οποίες ήταν το τυχαίο πλαίσιο, θυμάμαι πώς εκείνο το φθινόπωρο, ένιωσα για πρώτη φορά τόσο έντονα αυτή τη διάσταση ανάμεσα στις εντυπώσεις μας και στη συνηθισμένη τους έκφραση. Ύστερα από μια ώρα βροχή κι αέρα, καθώς έφτανα στην όχθη τού βάλτου τού Μονζουβαίν, μπροστά σ᾿ ένα καλυβάκι σκεπασμένο με κεραμίδια, όπου ο κηπουρός τού κυρίου Βιντέιγ στρίμωχνε τα εργαλεία τής κηπουρικής, ο ήλιος είχε μόλις ξαναβγεί και τα χρυσαφένια του στολίδια ξεπλυμένα από τη μπόρα, γυάλιζαν ολοκαίνουργια στον ουρανό, πάνω στα δέντρα, πάνω στην κεραμιδένια στέγη, και βλέποντας πάνω στο νερό και στην όψη τού τοίχου ένα αχνό χαμόγελο να απαντά στο χαμόγελο τού ουρανού, ξέσπασα μ᾿ όλο μου τον ενθουσιασμό: «Πω, πω, τί θαύμα». Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή χάρη σ᾿ έναν περαστικό χωρικό με ύφος αρκετά κατσούφικο, πού απάντησε πολύ ψυχρά όταν τού είπα «ωραίος καιρός, έτσι δεν είναι; Θαυμάσιος για περπάτημα» έμαθα πώς οι ίδιες συγκινήσεις δεν γεννιούνται ταυτόχρονα και με καθορισμένη σειρά σ᾿ όλους τούς ανθρώπους. Αργότερα, κάθε φορά πού μια κάπως μακριά ανάγνωση μού προκαλούσε τη διάθεση να κουβεντιάσω, ο φίλος πού λαχταρούσα να τού μιλήσω, μόλις είχε τελειώσει μια ευχάριστη συζήτηση κι επιθυμούσε να διαβάσει ήσυχα. Μόλις σκεφτόμουν τούς γονείς μου με αγάπη κι έπαιρνα τις πιο γνωστικές αποφάσεις πού θα τούς ευχαριστούσαν, οι γονείς μου τύχαινε να πληροφορούνται κάποιαν αταξία μου πού την είχα ξεχασμένη, και μού την καταλόγιζαν αυστηρά, όταν ακριβώς ριχνόμουν επάνω τους να τούς φιλήσω.
Καμιά φορά στην έξαψη πού μού ᾿δινε η μοναξιά, ερχόταν να προστεθεί μια άλλη, γεννημένη απ᾿ την επιθυμία να δω να πετάγεται μπροστά μου μια χωριατοπούλα πού θα μπορούσα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Ήταν μια επιθυμία γεννημένη ανάμεσα σε σκέψεις πολύ διαφορετικές, και η απόλαυση πού τη συνόδευε, μού φαινόταν σα να βρισκόταν σε μια βαθμίδα ανώτερη απ᾿ την απόλαυση πού μού προκαλούσαν οι σκέψεις εκείνες. Έδινα μια πρόσθετη αξία σε καθετί πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη σκέψη μου, στις ρόδινες ανταύγειες τής κεραμιδένιας στέγης, στο χωριό τού Ρουσαινβίλ, στα δέντρα τού δάσους του, στο καμπαναριό τής εκκλησίας του, μ᾿ αυτή την καινούργια συγκίνηση, πού τα έκανε να μού φαίνονται πιο λαχταριστά μόνο και μόνο γιατί νόμιζα πώς αυτά την προκαλούσαν. Αν όμως η επιθυμία μου να εμφανιστεί μια γυναίκα, πρόσθετε στα θέλγητρα τής φύσης κάτι πιο ενθουσιαστικό, τα θέλγητρα τής φύσης με τη σειρά τους μεγάλωναν ό,τι πιο περιορισμένο θα είχαν τα θέλγητρα τής γυναίκας. Κι ακόμα η περαστική πού καλούσε ο πόθος μου, μού φαινόταν όχι σαν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά σαν ένας φυσικός καρπός αυτής τής γης. Ποθούσα μια χωριατοπούλα τής Μεζεγκλίζ ή τού Ρουσαινβίλ όπως ακριβώς ποθούσα τη Μεζεγκλίζ ή το Ρουσαινβίλ. Η απόλαυση πού θα μπορούσαν να μού δώσουν, θα μού φαινόταν λιγότερο αληθινή, αν είχα τροποποιήσει τις προϋποθέσεις της, κατά το γούστο μου. Το να γνωρίσω στο Παρίσι μια χωριατοπούλα τής Μεζεγκλίζ, θα ᾿ταν σα να δεχόμουν κοχύλια πού δεν τα είχα δει στην αμμουδιά, μια φτέρη πού δεν την είχα βρει στο δάσος, γιατί βρισκόμουν και θα βρισκόμουν για καιρό ακόμα στην ηλικία όπου δεν έχει κανείς ακόμα απομονώσει αυτήν την ηδονή απ᾿ την κατάκτηση των διαφορετικών γυναικών με τις οποίες την απόλαυσε, όπου δεν την έχει περιορίσει σε μια γενική έννοια, πού τον κάνει να τις θεωρεί πια όλες σαν όργανα μιας πάντα όμοιας ηδονής.
Αλλοίμονο, μάταια ικέτευα τον πύργο τού Ρουσαινβίλ, μάταια τού ζητούσα να κάνει να ρθει κοντά μου κάποια παιδούλα απ᾿ το χωριό του. Αδειανός έμενε ο ορίζοντας, η νύχτα έπεφτε κι η προσοχή μου προσηλωνόταν δίχως ελπίδα, πάνω σ᾿ αυτή την άγονη γη κι όχι πια με αγαλλίαση, αλλά με λύσσα χτυπούσα τα δέντρα στο δάσος τού Ρουσαινβίλ, πού απ᾿ ανάμεσά τους δεν έβγαιναν κορίτσια, όπως δεν θα ᾿βγαιναν ποτέ πίσω από δέντρα ζωγραφισμένα, αναγκασμένος να παραδεχτώ πώς ήταν απίθανο να τα συναντήσω στο δρόμο μου. Δεν είχα πια δεσμό με τη φύση, με τη πραγματικότητα πού έχανε έτσι κάθε γοητεία και πού δεν ήταν πια στη ζωή μου παρά ένα συμβατικό πλαίσιο, όπως στη πλοκή ενός μυθιστορήματος, είναι το βαγόνι πού στον πάγκο του κάθεται ένας ταξιδιώτης και διαβάζει.
Καμιά φορά στην έξαψη πού μού ᾿δινε η μοναξιά, ερχόταν να προστεθεί μια άλλη, γεννημένη απ᾿ την επιθυμία να δω να πετάγεται μπροστά μου μια χωριατοπούλα πού θα μπορούσα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Ήταν μια επιθυμία γεννημένη ανάμεσα σε σκέψεις πολύ διαφορετικές, και η απόλαυση πού τη συνόδευε, μού φαινόταν σα να βρισκόταν σε μια βαθμίδα ανώτερη απ᾿ την απόλαυση πού μού προκαλούσαν οι σκέψεις εκείνες. Έδινα μια πρόσθετη αξία σε καθετί πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη σκέψη μου, στις ρόδινες ανταύγειες τής κεραμιδένιας στέγης, στο χωριό τού Ρουσαινβίλ, στα δέντρα τού δάσους του, στο καμπαναριό τής εκκλησίας του, μ᾿ αυτή την καινούργια συγκίνηση, πού τα έκανε να μού φαίνονται πιο λαχταριστά μόνο και μόνο γιατί νόμιζα πώς αυτά την προκαλούσαν. Αν όμως η επιθυμία μου να εμφανιστεί μια γυναίκα, πρόσθετε στα θέλγητρα τής φύσης κάτι πιο ενθουσιαστικό, τα θέλγητρα τής φύσης με τη σειρά τους μεγάλωναν ό,τι πιο περιορισμένο θα είχαν τα θέλγητρα τής γυναίκας. Κι ακόμα η περαστική πού καλούσε ο πόθος μου, μού φαινόταν όχι σαν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά σαν ένας φυσικός καρπός αυτής τής γης. Ποθούσα μια χωριατοπούλα τής Μεζεγκλίζ ή τού Ρουσαινβίλ όπως ακριβώς ποθούσα τη Μεζεγκλίζ ή το Ρουσαινβίλ. Η απόλαυση πού θα μπορούσαν να μού δώσουν, θα μού φαινόταν λιγότερο αληθινή, αν είχα τροποποιήσει τις προϋποθέσεις της, κατά το γούστο μου. Το να γνωρίσω στο Παρίσι μια χωριατοπούλα τής Μεζεγκλίζ, θα ᾿ταν σα να δεχόμουν κοχύλια πού δεν τα είχα δει στην αμμουδιά, μια φτέρη πού δεν την είχα βρει στο δάσος, γιατί βρισκόμουν και θα βρισκόμουν για καιρό ακόμα στην ηλικία όπου δεν έχει κανείς ακόμα απομονώσει αυτήν την ηδονή απ᾿ την κατάκτηση των διαφορετικών γυναικών με τις οποίες την απόλαυσε, όπου δεν την έχει περιορίσει σε μια γενική έννοια, πού τον κάνει να τις θεωρεί πια όλες σαν όργανα μιας πάντα όμοιας ηδονής.
Αλλοίμονο, μάταια ικέτευα τον πύργο τού Ρουσαινβίλ, μάταια τού ζητούσα να κάνει να ρθει κοντά μου κάποια παιδούλα απ᾿ το χωριό του. Αδειανός έμενε ο ορίζοντας, η νύχτα έπεφτε κι η προσοχή μου προσηλωνόταν δίχως ελπίδα, πάνω σ᾿ αυτή την άγονη γη κι όχι πια με αγαλλίαση, αλλά με λύσσα χτυπούσα τα δέντρα στο δάσος τού Ρουσαινβίλ, πού απ᾿ ανάμεσά τους δεν έβγαιναν κορίτσια, όπως δεν θα ᾿βγαιναν ποτέ πίσω από δέντρα ζωγραφισμένα, αναγκασμένος να παραδεχτώ πώς ήταν απίθανο να τα συναντήσω στο δρόμο μου. Δεν είχα πια δεσμό με τη φύση, με τη πραγματικότητα πού έχανε έτσι κάθε γοητεία και πού δεν ήταν πια στη ζωή μου παρά ένα συμβατικό πλαίσιο, όπως στη πλοκή ενός μυθιστορήματος, είναι το βαγόνι πού στον πάγκο του κάθεται ένας ταξιδιώτης και διαβάζει.
Σκηνή σαδισμού στο Μονζουβέν. Βεβήλωση τής μνήμης τού νεκρού πια Βιντέιγ.
Ίσως από μια εντύπωση, πού κι αυτή την ένιωσα στο Μονζουβαίν λίγα χρόνια αργότερα, εντύπωση πού έμεινε αξεδιάλυτη τότε, να γεννήθηκε πολύ πιο ύστερα η ιδέα πού σχημάτισα για το σαδισμό. Θα δούμε αργότερα ότι, η ανάμνηση αυτής τής εντύπωσης έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Είχα φθάσει στο Μονζουβαίν, αφού μού άρεσε να ξαναβλέπω τις ανταύγειες τής κεραμιδένιας στέγης, είχα ξαπλώσει στη σκιά κι αποκοιμήθηκα μέσα στους θάμνους τής πλαγιάς πού υψώνεται πάνω από το σπίτι τού κυρίου Βιντέιγ. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν ξύπνησα, θέλησα να φύγω, αλλά είδα τη δεσποινίδα Βιντέιγ, πού πιθανότατα μόλις είχε γυρίσει, απέναντι μου στο σαλόνι της. Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο η λάμπα αναμμένη.
Ήταν βουτηγμένη στα μαύρα, γιατί ο πατέρας της είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν πήγαμε να τής κάνουμε επίσκεψη, δεν το θέλησε η μητέρα μου, γιατί είχε μιαν αρετή, πού μόνη αυτή τής περιόριζε τα αποτελέσματα τής καλοσύνης: ντρεπόταν· τη λυπόταν όμως βαθειά την κοπέλα. Η μητέρα μου δεν ξεχνούσε το θλιβερό τέλος τής ζωής τού κυρίου Βιντέιγ, μιας ζωής απορροφημένης στην αρχή απ᾿ τις φροντίδες μαζί τής μάνας και τής νταντάς για την κόρη του, κι αργότερα απ᾿ τα βάσανα πού τού είχε δώσει· ήξερε πώς είχε παραιτηθεί για πάντα, απ᾿ την ιδέα να καθαρογράψει όλο του το έργο των τελευταίων χρόνων. Η μητέρα μου σκεφτόταν κι εκείνη την άλλη παραίτηση, την πιο σκληρή ακόμα, πού είχε υποχρεωθεί να δεχτεί ο κύριος Βιντέιγ, την παραίτηση από ένα μέλλον τίμιας και ευυπόληπτης ζωής για την κόρη του· αναλογιζόταν με φρίκη την άλλη, την αλλιώτικα πικρή θλίψη, πού θα πρέπει να ᾿νιωθε η δεσποινίδα Βιντέιγ, ανάμικτη με τύψεις, γιατί είχε σχεδόν σκοτώσει τον πατέρα της.
Στο βάθος τού σαλονιού, πάνω στο τζάκι, βρισκόταν ένα μικρό πορτραίτο τού πατέρα της, και το πήρε βιαστικά καθώς ακούστηκε ο θόρυβος ενός αμαξιού ύστερα αφέθηκε να πέσει πάνω σ᾿ ένα καναπέ, και τράβηξε κοντά της ένα τραπεζάκι πάνω στο οποίο τοποθέτησε το πορτραίτο. Σε λίγο μπαίνει η φίλη της. Την υποδέχθηκε δίχως να σηκωθεί, με τα δυο της χέρια πίσω απ᾿ το κεφάλι. Σε λίγο σηκώθηκε, προσποιήθηκε πώς ήθελε να κλείσει τα παντζούρια, και πώς δεν τα κατάφερνε.
«Άστα όλα ανοιχτά, ζεσταίνομαι» είπε η φίλη της».
«Μα είναι ανυπόφορο, θα μάς δουν», απάντησε η δεσποινίδα Βιντέιγ.
Η φίλη της σκεφτόταν, ότι η δεσποινίδα Βιντέιγ είχε πει αυτά τα λόγια μόνο για να την προκαλέσει να τής απαντήσει με κάποια άλλα, πού πραγματικά λαχταρούσε ν᾿ ακούσει, μα από συστολή ήθελε να τής αφήσει την πρωτοβουλία να τα προφέρει εκείνη. Συνεχώς στα κατάβαθα τής δεσποινίδας Βιντέιγ, μια παρθένα ντροπαλή και ικετευτική, παρακαλούσε έναν άξεστο και νικητή καραβανά και τον ανάγκαζε να υποχωρεί.
«Ναι, είναι πιθανόν να μάς βλέπουν τέτοια ώρα, σ᾿ αυτή τη πολυσύχναστη εξοχή!» είπε ειρωνικά η φίλη της. «Κι ύστερα; Κι αν ακόμα μάς έβλεπαν, τόσο το καλύτερο».
Η δεσποινίδα Βιντέιγ ρίγησε και σηκώθηκε. Η γεμάτη ενδοιασμούς κι ευαισθησία καρδιά της αγνοούσε ποια λόγια έπρεπε να ᾿ρθουν να προσαρμοστούν αυθόρμητα στη σκηνή πού αναζητούσαν οι αισθήσεις της. Γύρευε να βρει, όσο μπορούσε πιο μακριά από την αληθινή της φύση, τη γλώσσα πού θα ταίριαζε στην έκφυλη κοπέλα πού επιθυμούσε να ήταν, αλλά τα λόγια πού νόμιζε πώς εκείνη θα έλεγε με ειλικρίνεια, τής φαίνονταν ψεύτικα στο στόμα της.
«Σα να μού φαίνεται πώς η δεσποινίδα έχει πολύ λάγνες σκέψεις απόψε», είπε τελικά, επαναλαμβάνοντας αναμφίβολα μια φράση πού θα είχε άλλοτε ακούσει από τη φίλη της.
Η δεσποινίδα Βιντέιγ έπεσε τελικά πάνω στον καναπέ και τη σκέπασε το κορμί τής φίλης της. Η φίλη της γυρνούσε την πλάτη της στο τραπεζάκι με το πορτραίτο τού μακαρίτη τού καθηγητή τού πιάνου. Η δεσποινίδα Βιντέιγ κατάλαβε πώς η φίλη της δεν θα το έβλεπε, αν δεν την έκανε να το προσέξει, και τής είπε, λες και το ᾿χε μόλις παρατηρήσει.
«Αχ, αυτό το πορτραίτο τού πατέρα μου πού μάς κοιτάζει, δεν ξέρω ποιος μπορεί να το ᾿βαλε αυτού, κι ας έχω πει εκατό φορές πώς δεν είναι η θέση του».
«Μα παράτα τον εκεί πού βρίσκεται, δεν είναι πια εδώ να μάς σκοτίζει. Σκέψου πώς θα κλαψούριζε, πώς θα θελε να σού φορέσει το παλτό σου, αν σ᾿ έβλεπε έτσι με το παράθυρο ανοιχτό, η παλιομαϊμού».
Η δεσποινίδα Βιντέιγ απάντησε με λόγια τρυφερής επίπληξης: «Έλα τώρα, έλα τώρα», όχι γιατί τα υπαγόρευε η αγανάκτηση για την προσβολή τού πατέρα της, (γιατί φυσικά ήταν ένα συναίσθημα πού είχε συνηθίσει να το κάνει να σωπαίνει μέσα της σε τέτοιες στιγμές), αλλά γιατί αυτή η μετριοπάθεια καθώς απαντούσε στις βλασφημίες τής φίλης της, να φαινόταν στην άδολη φύση της, ένας τρόπος ιδιαίτερα αισχρός, ένας γλυκερός τρόπος εκείνης τής προστυχιάς πού προσπαθούσε να αφομοιώσει. Πήδηξε πάνω στα γόνατα τής φίλης της και τής έδωσε σεμνά το μέτωπό της να το φιλήσει. Η φίλη τής πήρε το κεφάλι μέσα στα χέρια της και τη φίλησε στο μέτωπο με μιαν υπακοή πού την ευκόλυνε η μεγάλη αγάπη για τη δεσποινίδα Βιντέιγ και η επιθυμία να δώσει χαρά στην τόσο θλιμμένη τώρα ζωή της.
«Ξέρεις τί μού ᾿ρχεται να κάνω σ᾿ αυτόν το φριχτό γέρο;» ψιθύρισε στ᾿ αυτί τής δεσποινίδας Βιντέιγ σηκώνοντας το πορτραίτο.
«Ω! δε θα τολμούσες».
«Δε θα τολμούσα να τον φτύσω; Να φτύσω πάνω σ᾿ αυτό;» είπε η φίλη της με ηθελημένη βαναυσότητα.
Στους τρόπους τής δεσποινίδας Βιντέιγ, η παρουσία τού κακού ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε θα ήταν δύσκολο να τη βρει κανείς πραγματοποιημένη σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, παρά μόνο σε μια σαδίστρια· μάλλον κάτω απ᾿ τα φώτα τής ράμπας ενός θεάτρου τού βουλεβάρτου, παρά κάτω απ᾿ τη λάμπα ενός πραγματικού εξοχικού σπιτιού, μπορούσε κανείς να δει μια κοπέλα να βάζει τη φίλη της να φτύσει πάνω στο πορτραίτο ενός πατέρα, πού έζησε μόνο γι αυτήν· κι απ᾿ όλα μόνο η αισθητική τού μελοδράματος κάνει κάπως βάσιμο μέσα στη ζωή, το σαδισμό. Στην πραγματική ζωή, έξω απ᾿ τις περιπτώσεις σαδισμού, ό,τι εγκληματικό κι αν έχει η συμπεριφορά μιας κοπέλας πού προσβάλλει τόσο σκληρά τη μνήμη τού νεκρού πατέρα της όσο η δεσποινίδα Βιντέιγ, θα έμενε πιο κρυμμένο για τούς άλλους, ακόμα και από αυτή την ίδια, αφού θα έκανε το κακό χωρίς να το ομολογεί στον εαυτό της. Μια σαδίστρια σαν την δεσποινίδα Βιντέιγ είναι καλλιτέχνης τού κακού, κάτι πού δεν μπορεί να είναι μια ύπαρξη ολότελα κακή, γιατί το κακό δεν θα τής ήταν εξωτερικό, θα τής φαινόταν εντελώς φυσικό, δεν θα ξεχώριζε καν από τον εαυτό της και την αρετή, τη μνήμη των νεκρών, την αγάπη στους γονείς, μιας και δε τούς είχε λατρεία, δεν θα ᾿νιωθε και την ιερόσυλη απόλαυση να τα βεβηλώνει. Οι σαδιστές τού είδους τής δεσποινίδας Βιντέιγ είναι υπάρξεις τόσο άδολα συναισθηματικές, τόσο φυσικά ενάρετες, ώστε ακόμα και η αισθησιακή απόλαυση τούς φαίνεται κάτι το βρώμικο, προνόμιο μόνο των κακών. Κι όταν επιτρέπουν στον εαυτό τους να αφεθεί στην αισθησιακή απόλαυση, τότε προσπαθούν να μπουν και να κάνουν να μπει και ο συνεργός τους στο πετσί των κακών, έτσι πού να έχουν την αυταπάτη πώς ξέφυγαν, απ᾿ τη γεμάτη τύψεις τρυφερή ψυχή τους, στον απάνθρωπο κόσμο τής ηδονής.
Τη στιγμή ακριβώς πού ήθελε να είναι τόσο διαφορετική απ᾿ τον πατέρα της, αυτό πού μού θύμιζε ήταν οι τρόποι τής σκέψης, τής ομιλίας τού γέρου καθηγητή τού πιάνου. Πολύ περισσότερο απ᾿ τη φωτογραφία του, αυτό πού βεβήλωνε, αλλά πού στεκόταν ανάμεσα στις απολαύσεις της και την ίδια και την εμπόδιζε άμεσα να τις χαρεί, ήταν η ομοιότητα τού προσώπου τους, τα γαλανά μάτια τής δικής του μητέρας, πού τής τα είχε χαρίσει σαν οικογενειακό κόσμημα. Δεν ήταν το κακό πού τής έδινε την ιδέα τής ηδονής, ήταν η ηδονή αυτό πού θεωρούσε σαν κάτι κακό. Μπορεί η δεσποινίδα Βιντέιγ να ένιωθε πώς η φίλη της δεν ήταν κατά βάθος κακή και πώς δεν ήταν ειλικρινής τη στιγμή πού τής έλεγε αυτές τις βλάσφημες κουβέντες. Μπορούσε να φανταστεί για λίγο, πώς έπαιζε τα παιγνίδια πού θα μπορούσε να παίξει με μια συνεργό πραγματικά τόσο έκφυλη, μια κοπέλα πού θα είχε νιώσει στ αλήθεια αυτά τα βέβηλα αισθήματα απέναντι στη μνήμη τού πατέρα της.
Ήταν βουτηγμένη στα μαύρα, γιατί ο πατέρας της είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν πήγαμε να τής κάνουμε επίσκεψη, δεν το θέλησε η μητέρα μου, γιατί είχε μιαν αρετή, πού μόνη αυτή τής περιόριζε τα αποτελέσματα τής καλοσύνης: ντρεπόταν· τη λυπόταν όμως βαθειά την κοπέλα. Η μητέρα μου δεν ξεχνούσε το θλιβερό τέλος τής ζωής τού κυρίου Βιντέιγ, μιας ζωής απορροφημένης στην αρχή απ᾿ τις φροντίδες μαζί τής μάνας και τής νταντάς για την κόρη του, κι αργότερα απ᾿ τα βάσανα πού τού είχε δώσει· ήξερε πώς είχε παραιτηθεί για πάντα, απ᾿ την ιδέα να καθαρογράψει όλο του το έργο των τελευταίων χρόνων. Η μητέρα μου σκεφτόταν κι εκείνη την άλλη παραίτηση, την πιο σκληρή ακόμα, πού είχε υποχρεωθεί να δεχτεί ο κύριος Βιντέιγ, την παραίτηση από ένα μέλλον τίμιας και ευυπόληπτης ζωής για την κόρη του· αναλογιζόταν με φρίκη την άλλη, την αλλιώτικα πικρή θλίψη, πού θα πρέπει να ᾿νιωθε η δεσποινίδα Βιντέιγ, ανάμικτη με τύψεις, γιατί είχε σχεδόν σκοτώσει τον πατέρα της.
Στο βάθος τού σαλονιού, πάνω στο τζάκι, βρισκόταν ένα μικρό πορτραίτο τού πατέρα της, και το πήρε βιαστικά καθώς ακούστηκε ο θόρυβος ενός αμαξιού ύστερα αφέθηκε να πέσει πάνω σ᾿ ένα καναπέ, και τράβηξε κοντά της ένα τραπεζάκι πάνω στο οποίο τοποθέτησε το πορτραίτο. Σε λίγο μπαίνει η φίλη της. Την υποδέχθηκε δίχως να σηκωθεί, με τα δυο της χέρια πίσω απ᾿ το κεφάλι. Σε λίγο σηκώθηκε, προσποιήθηκε πώς ήθελε να κλείσει τα παντζούρια, και πώς δεν τα κατάφερνε.
«Άστα όλα ανοιχτά, ζεσταίνομαι» είπε η φίλη της».
«Μα είναι ανυπόφορο, θα μάς δουν», απάντησε η δεσποινίδα Βιντέιγ.
Η φίλη της σκεφτόταν, ότι η δεσποινίδα Βιντέιγ είχε πει αυτά τα λόγια μόνο για να την προκαλέσει να τής απαντήσει με κάποια άλλα, πού πραγματικά λαχταρούσε ν᾿ ακούσει, μα από συστολή ήθελε να τής αφήσει την πρωτοβουλία να τα προφέρει εκείνη. Συνεχώς στα κατάβαθα τής δεσποινίδας Βιντέιγ, μια παρθένα ντροπαλή και ικετευτική, παρακαλούσε έναν άξεστο και νικητή καραβανά και τον ανάγκαζε να υποχωρεί.
«Ναι, είναι πιθανόν να μάς βλέπουν τέτοια ώρα, σ᾿ αυτή τη πολυσύχναστη εξοχή!» είπε ειρωνικά η φίλη της. «Κι ύστερα; Κι αν ακόμα μάς έβλεπαν, τόσο το καλύτερο».
Η δεσποινίδα Βιντέιγ ρίγησε και σηκώθηκε. Η γεμάτη ενδοιασμούς κι ευαισθησία καρδιά της αγνοούσε ποια λόγια έπρεπε να ᾿ρθουν να προσαρμοστούν αυθόρμητα στη σκηνή πού αναζητούσαν οι αισθήσεις της. Γύρευε να βρει, όσο μπορούσε πιο μακριά από την αληθινή της φύση, τη γλώσσα πού θα ταίριαζε στην έκφυλη κοπέλα πού επιθυμούσε να ήταν, αλλά τα λόγια πού νόμιζε πώς εκείνη θα έλεγε με ειλικρίνεια, τής φαίνονταν ψεύτικα στο στόμα της.
«Σα να μού φαίνεται πώς η δεσποινίδα έχει πολύ λάγνες σκέψεις απόψε», είπε τελικά, επαναλαμβάνοντας αναμφίβολα μια φράση πού θα είχε άλλοτε ακούσει από τη φίλη της.
Η δεσποινίδα Βιντέιγ έπεσε τελικά πάνω στον καναπέ και τη σκέπασε το κορμί τής φίλης της. Η φίλη της γυρνούσε την πλάτη της στο τραπεζάκι με το πορτραίτο τού μακαρίτη τού καθηγητή τού πιάνου. Η δεσποινίδα Βιντέιγ κατάλαβε πώς η φίλη της δεν θα το έβλεπε, αν δεν την έκανε να το προσέξει, και τής είπε, λες και το ᾿χε μόλις παρατηρήσει.
«Αχ, αυτό το πορτραίτο τού πατέρα μου πού μάς κοιτάζει, δεν ξέρω ποιος μπορεί να το ᾿βαλε αυτού, κι ας έχω πει εκατό φορές πώς δεν είναι η θέση του».
«Μα παράτα τον εκεί πού βρίσκεται, δεν είναι πια εδώ να μάς σκοτίζει. Σκέψου πώς θα κλαψούριζε, πώς θα θελε να σού φορέσει το παλτό σου, αν σ᾿ έβλεπε έτσι με το παράθυρο ανοιχτό, η παλιομαϊμού».
Η δεσποινίδα Βιντέιγ απάντησε με λόγια τρυφερής επίπληξης: «Έλα τώρα, έλα τώρα», όχι γιατί τα υπαγόρευε η αγανάκτηση για την προσβολή τού πατέρα της, (γιατί φυσικά ήταν ένα συναίσθημα πού είχε συνηθίσει να το κάνει να σωπαίνει μέσα της σε τέτοιες στιγμές), αλλά γιατί αυτή η μετριοπάθεια καθώς απαντούσε στις βλασφημίες τής φίλης της, να φαινόταν στην άδολη φύση της, ένας τρόπος ιδιαίτερα αισχρός, ένας γλυκερός τρόπος εκείνης τής προστυχιάς πού προσπαθούσε να αφομοιώσει. Πήδηξε πάνω στα γόνατα τής φίλης της και τής έδωσε σεμνά το μέτωπό της να το φιλήσει. Η φίλη τής πήρε το κεφάλι μέσα στα χέρια της και τη φίλησε στο μέτωπο με μιαν υπακοή πού την ευκόλυνε η μεγάλη αγάπη για τη δεσποινίδα Βιντέιγ και η επιθυμία να δώσει χαρά στην τόσο θλιμμένη τώρα ζωή της.
«Ξέρεις τί μού ᾿ρχεται να κάνω σ᾿ αυτόν το φριχτό γέρο;» ψιθύρισε στ᾿ αυτί τής δεσποινίδας Βιντέιγ σηκώνοντας το πορτραίτο.
«Ω! δε θα τολμούσες».
«Δε θα τολμούσα να τον φτύσω; Να φτύσω πάνω σ᾿ αυτό;» είπε η φίλη της με ηθελημένη βαναυσότητα.
Στους τρόπους τής δεσποινίδας Βιντέιγ, η παρουσία τού κακού ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε θα ήταν δύσκολο να τη βρει κανείς πραγματοποιημένη σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, παρά μόνο σε μια σαδίστρια· μάλλον κάτω απ᾿ τα φώτα τής ράμπας ενός θεάτρου τού βουλεβάρτου, παρά κάτω απ᾿ τη λάμπα ενός πραγματικού εξοχικού σπιτιού, μπορούσε κανείς να δει μια κοπέλα να βάζει τη φίλη της να φτύσει πάνω στο πορτραίτο ενός πατέρα, πού έζησε μόνο γι αυτήν· κι απ᾿ όλα μόνο η αισθητική τού μελοδράματος κάνει κάπως βάσιμο μέσα στη ζωή, το σαδισμό. Στην πραγματική ζωή, έξω απ᾿ τις περιπτώσεις σαδισμού, ό,τι εγκληματικό κι αν έχει η συμπεριφορά μιας κοπέλας πού προσβάλλει τόσο σκληρά τη μνήμη τού νεκρού πατέρα της όσο η δεσποινίδα Βιντέιγ, θα έμενε πιο κρυμμένο για τούς άλλους, ακόμα και από αυτή την ίδια, αφού θα έκανε το κακό χωρίς να το ομολογεί στον εαυτό της. Μια σαδίστρια σαν την δεσποινίδα Βιντέιγ είναι καλλιτέχνης τού κακού, κάτι πού δεν μπορεί να είναι μια ύπαρξη ολότελα κακή, γιατί το κακό δεν θα τής ήταν εξωτερικό, θα τής φαινόταν εντελώς φυσικό, δεν θα ξεχώριζε καν από τον εαυτό της και την αρετή, τη μνήμη των νεκρών, την αγάπη στους γονείς, μιας και δε τούς είχε λατρεία, δεν θα ᾿νιωθε και την ιερόσυλη απόλαυση να τα βεβηλώνει. Οι σαδιστές τού είδους τής δεσποινίδας Βιντέιγ είναι υπάρξεις τόσο άδολα συναισθηματικές, τόσο φυσικά ενάρετες, ώστε ακόμα και η αισθησιακή απόλαυση τούς φαίνεται κάτι το βρώμικο, προνόμιο μόνο των κακών. Κι όταν επιτρέπουν στον εαυτό τους να αφεθεί στην αισθησιακή απόλαυση, τότε προσπαθούν να μπουν και να κάνουν να μπει και ο συνεργός τους στο πετσί των κακών, έτσι πού να έχουν την αυταπάτη πώς ξέφυγαν, απ᾿ τη γεμάτη τύψεις τρυφερή ψυχή τους, στον απάνθρωπο κόσμο τής ηδονής.
Τη στιγμή ακριβώς πού ήθελε να είναι τόσο διαφορετική απ᾿ τον πατέρα της, αυτό πού μού θύμιζε ήταν οι τρόποι τής σκέψης, τής ομιλίας τού γέρου καθηγητή τού πιάνου. Πολύ περισσότερο απ᾿ τη φωτογραφία του, αυτό πού βεβήλωνε, αλλά πού στεκόταν ανάμεσα στις απολαύσεις της και την ίδια και την εμπόδιζε άμεσα να τις χαρεί, ήταν η ομοιότητα τού προσώπου τους, τα γαλανά μάτια τής δικής του μητέρας, πού τής τα είχε χαρίσει σαν οικογενειακό κόσμημα. Δεν ήταν το κακό πού τής έδινε την ιδέα τής ηδονής, ήταν η ηδονή αυτό πού θεωρούσε σαν κάτι κακό. Μπορεί η δεσποινίδα Βιντέιγ να ένιωθε πώς η φίλη της δεν ήταν κατά βάθος κακή και πώς δεν ήταν ειλικρινής τη στιγμή πού τής έλεγε αυτές τις βλάσφημες κουβέντες. Μπορούσε να φανταστεί για λίγο, πώς έπαιζε τα παιγνίδια πού θα μπορούσε να παίξει με μια συνεργό πραγματικά τόσο έκφυλη, μια κοπέλα πού θα είχε νιώσει στ αλήθεια αυτά τα βέβηλα αισθήματα απέναντι στη μνήμη τού πατέρα της.
Η μεριά τού Γκερμάντ.
Το ποτάμι τής Βιβόν με τα νούφαρα. Από την κυρία Γκερμάντ των βιτρό τη δημιουργημένη από τη σκέψη, στη πραγματική στο παρεκκλήσι τού Ζιλμπέρτ τού Κακού.
Η πραγματικότητα μάς απογοητεύει. Η εκ νέου εξιδανίκευση, κάτω από το βάρος τού ονόματος των Γκερμάντ, και ο έρωτας για τη δούκισσα.
Ενώ ήταν αρκετά εύκολο να πάμε απ᾿ τη μεριά τής Μεζεγκλίζ, το να πάμε απ᾿ τη μεριά τού Γκερμάντ ήταν άλλη υπόθεση, γιατί ο περίπατος ήταν μακρινός και θέλαμε να είμαστε σίγουροι για τον καιρό πού θα έκανε. Όταν ο πατέρας μου είχε δεχτεί τις ίδιες ευνοϊκές απαντήσεις απ᾿ τον κηπουρό και το βαρόμετρο, τότε λέγαμε στο δείπνο: «Αύριο, αν δεν αλλάξει ο καιρός, θα πάμε απ᾿ την μεριά τού Γκερμάντ». Φεύγαμε αμέσως μετά από το μεσημεριανό γεύμα απ᾿ το πορτάκι τού κήπου στην οδό ντε Περσάμ, δρόμο στενό γεμάτο αγριόχορτα, και πού μάταια θα τον αναζητούσες στο σημερινό Κομπραί, γιατί πάνω στην παλιά του θέση βρίσκεται τώρα το σχολείο. Το ονειροπόλημά μου ωστόσο, δεν αφήνει ούτε πέτρα από το καινούργιο κτίσμα, ανοίγει πάλι και "αποκαθιστά" την οδό Περσάμ. Διαθέτει άλλωστε για τις αναστηλώσεις αυτές, δεδομένα πιο σωστά απ᾿ όσα έχουν συνήθως οι αναστηλωτές: κάποιες εικόνες διατηρημένες στη μνήμη μου, οι τελευταίες ίσως πού υπάρχουν ακόμα τώρα, και πού είναι γραφτό να χαθούν σύντομα, εικόνες πού ήταν το Κομπραί στα παιδικά μου χρόνια και επειδή το ίδιο το Κομπραί τις χάραξε μέσα μου πριν εξαφανιστεί, είναι εικόνες συγκινητικές, σαν εκείνες τις παλιές γκραβούρες τού Μυστικού δείπνου [1] ή εκείνο τον πίνακα με την πρόσοψη τού Αγίου Μάρκου [2], όπου βλέπει κανείς σε μια κατάσταση ανύπαρχτη πια σήμερα, τα αριστουργήματα τού ντα Βίντσι και τού Τζεντίλε Μπελλίνι.
Η πιο μεγάλη χαρά τής μεριάς τού Γκερμάντ ήταν, ότι έβρισκες σχεδόν πάντα πλάι σου το ποτάμι τής Βιβόν. Το διασχίζαμε πρώτη φορά, δέκα λεπτά αφού ξεκινούσαμε απ᾿ το σπίτι, περνώντας ένα γεφυράκι για πεζούς, πού λεγόταν το Παλιό γεφύρι. Το Παλιό γεφύρι έβγαζε σ᾿ ένα μονοπάτι παράλληλο με την όχθη. Παίρναμε το μονοπάτι πού δέσποζε πάνω απ᾿ το νερό σε μια απότομη όχθη κάμποσα πόδια ψηλότερη· στην απέναντι μεριά η ακροποταμιά ήταν χαμηλή, απλωνόταν σε μεγάλα λειβάδια ως το χωριό κι ως το σιδηροδρομικό σταθμό, πού βρισκόταν σε κάποια απόσταση. Στα λειβάδια αυτά ήταν σκορπισμένα ερείπια, - μισοχωμένα στη χλόη - τού κάστρου όπου έζησαν οι παλιοί κόμητες τού Κομπραί, πού στον μεσαίωνα είχαν απ᾿ αυτή τη μεριά, το ποτάμι τής Βιβόν για αμυντική γραμμή, στις επιθέσεις των αρχόντων τού Γκερμάντ. Δεν απόμεναν πια παρά μερικά κομμάτια από πύργους, μερικές επάλξεις ισοπεδωμένες σήμερα από τη χλόη, απ᾿ όπου άλλοτε ο βιγλάτορας αγνάντευε τις περιοχές πού ήταν υποταγμένες στο Γκερμάντ και μέσα τους ήταν σφηνωμένο το Κομπραί, ένα παρελθόν σχεδόν χωμένο στη γη πού μ᾿ έβαζε σε πολλές σκέψεις, μ᾿ έκανε να προσθέτω στο όνομα τού Κομπραί τής σημερινής μικρής πόλης, μια πολιτεία πολύ διαφορετική.
Κάποιο νούφαρο στο οποίο το ρεύμα τού ποταμιού, πού στη μέση του είχε κακότυχα στηθεί, τού άφηνε τόσο λίγη ανάπαυση ώστε μόλις άγγιζε την μια όχθη, αμέσως γύριζε πίσω στην άλλη απ᾿ όπου είχε έρθει, ξανακάνοντας αιώνια αυτό το πήγαινε-έλα. Το ξανάβρισκα σε κάθε περίπατο, πάντα στην ίδια κατάσταση και σ᾿ έκανε να συλλογιέσαι ορισμένους νευρασθενικούς, στους οποίους ο παππούς μου περιλάμβανε και τη θεία Λεονί, πού μάς προσφέρουν αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων το θέαμα από τις παράξενες συνήθειές τους, πού όλο πιστεύουν πώς είναι έτοιμοι να αποτινάξουν και πού πάντα τις διατηρούν· μπλεγμένες στα γρανάζια τής δυσφορίας και τής μονομανίας τους, οι προσπάθειες πού καταβάλλουν για να ξεφύγουν, εξασφαλίζουν αντίθετα την επιβίωση τους και βάζουν σε κίνηση τον παράξενο, αναπόδραστο και θανάσιμο τρόπο ζωής τους. Τέτοιο ήταν αυτό το νούφαρο, σαν κάποιον από τούς δυστυχισμένους εκείνους, με το αλλόκοτο μαρτύριο πού επαναλαμβάνεται αδιάκοπα σ᾿ όλη την αιωνιότητα και προκαλούσε την περιέργεια τού Δάντη, και για το οποίο θα μπορούσε να τού διηγηθεί περισσότερες λεπτομέρειες και την αιτία ο ίδιος ο βασανιζόμενος, αν ο Βιργίλιος, φεύγοντας με μεγάλα βήματα, δεν τον υποχρέωνε να τον προφτάσει βιαστικά, όπως εγώ έτρεχα να προλάβω τούς γονείς μου.
Ποτέ δεν μπορέσαμε να φτάσουμε ως το τέρμα πού τόσο ήθελα να φτάσω, ως το Γκερμάντ. Ήξερα πώς εκεί κατοικούσαν πυργοδεσπότες, ο δούκας και η δούκισσα ντε Γκερμάντ, ήξερα πώς ήταν πρόσωπα υπαρχτά τώρα, όμως κάθε φορά πού τούς σκεφτόμουν, τούς φανταζόμουν άλλοτε σε μια ταπισερί, σαν την κόμισσα ντε Γκερμάντ στη "στέψη τής Εσθήρ" τής εκκλησίας μας, άλλοτε σε λεπτές αποχρώσεις σαν τον Ζιλμπέρτ τον Κακό στο βιτρό, άλλοτε πάλι εντελώς άυλα, σαν την εικόνα τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν, πρόγονο τής οικογένειας Γκερμάντ, πού ο μαγικός φανός την πηγαινοέφερνε στις κουρτίνες τής κάμαράς μου ή την ανέβαζε στο ταβάνι, τελικά πάντα τυλιγμένους στο μυστήριο και λουσμένους σαν σε ηλιοβασίλεμα, στο πορτοκαλί φως πού αναδίνεται από αυτή την κατάληξη "αντ".
Ύστερα τύχαινε απ᾿ τη μεριά τού Γκερμάντ, να περνώ καμιά φορά μπροστά σε μικρούς υγρούς περίβολους, όπου σκαρφάλωναν τσαμπιά από λουλούδια. Σταματούσα, πιστεύοντας πώς αποκτούσα μια πολύτιμη αίσθηση για το κομμάτι αυτό τής ποταμίσιας περιοχής, πού ήθελα τόσο να γνωρίσω, από τότε πού είδα να την περιγράφει ένας από τούς αγαπημένους μου συγγραφείς. Κι έτσι μ᾿ αυτή την περιοχή, με την φανταστική γη της, πού την διασχίζανε γάργαρα νερά, ταυτίστηκε για μένα, αλλάζοντας όψη μέσα στη σκέψη μου το Γκερμάντ, όταν άκουσα το γιατρό Περσπιέ να μάς μιλάει για τα λουλούδια και τα τρεχούμενα νερά στο πάρκο τού πύργου. Ονειρευόμουν πώς η κυρία ντε Γκερμάντ με καλούσε εκεί, γιατί ένιωθε για μένα μια ξαφνική αγάπη μ᾿ έβαζε να τής πω το θέμα απ᾿ τα ποιήματα πού λογάριαζα να συνθέσω. Τα όνειρα αυτά με προειδοποιούσαν, πώς αφού ήθελα να γίνω μια μέρα συγγραφέας, ήταν καιρός να ξέρω τί σκόπευα να γράψω. Μόλις όμως το αναρωτιόμουν προσπαθώντας να βρω ένα θέμα όπου θα μπορούσα να χωρέσω ένα απέραντο φιλοσοφικό νόημα, το μυαλό μου έπαυε να δουλεύει, αισθανόμουν πώς δεν είχα ταλέντο. Και τότε, απογοητευμένος, παρατούσα για πάντα τη λογοτεχνία παρ όλα τα ενθαρρυντικά λόγια τού Μπλοχ. Αυτό το προσωπικό αίσθημα πού είχα για το κενό τής σκέψης μου, κυριαρχούσε πάνω σ᾿ όλα τα κολακευτικά λόγια πού μπορούσαν να μού προσφέρουν, όπως σ᾿ ένα μοχθηρό πού ο καθένας επαινεί τις καλές του πράξεις, κυριαρχούν οι τύψεις τής συνείδησής του.
Μια μέρα η μητέρα μου, μού είπε: «Αφού όλο μιλάς για την κυρία ντε Γκερμάντ, μάθε πώς επειδή ο γιατρός Περσπιέ τη θεράπευσε πριν από τέσσερα χρόνια, πρόκειται να ρθει στο Κομπραί, για να παραστεί στο γάμο τής κόρης του· θα μπορέσεις να τη δεις στην τελετή».
Στη διάρκεια τής τελετής, είδα καθισμένη σ᾿ ένα παρεκκλήσι, μια ξανθιά κυρία με μεγάλη μύτη, γαλανά και διαπεραστικά μάτια, φουσκωτή μωβ μεταξωτή γραβάτα, κι ένα σπυράκι στη γωνιά τής μύτης. Κι επειδή στην επιφάνεια τού κόκκινου ξαναμμένου προσώπου της, ξεχώριζα σβησμένες και μόλις ορατές, κάποιες σκόρπιες αναλογίες με το πορτραίτο πού μού είχαν δείξει, είπα μέσα μου: Αυτή η κυρία μοιάζει με την κυρία ντε Γκερμάντ, αλλά και το παρεκκλήσι απ᾿ όπου παρακολουθούσε την τελετή, ήταν το παρεκκλήσι τού Ζιλμπέρτ τού Κακού, πού κάτω από τις ισόπεδες ταφόπλακές του αναπαύονταν οι παλιοί κόμητες τού Μπραμπάν, και προοριζόταν αποκλειστικά για την οικογένεια Γκερμάντ, όταν κάποιο από τα μέλη της ερχόταν για μια τελετή στο Κομπραί. Ήταν φανερό πώς δεν μπορούσε να υπάρχει κι άλλη γυναίκα πού να μοιάζει τόσο πολύ με το πορτραίτο και να βρίσκεται την ημέρα ακριβώς πού έπρεπε να ρθει, σ᾿ αυτό το παρεκκλήσι: αυτή ήταν! Η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη. Προερχόταν απ᾿ το ότι, όταν σκεφτόμουν την κυρία ντε Γκερμάντ, την έβλεπα πάντοτε με τα χρώματα μιας ταπισερί ή ενός βιτρό, σ᾿ έναν άλλο αιώνα, με τρόπο διαφορετικό απ᾿ ό,τι έβλεπα τούς άλλους γύρω μου. «Αυτό είναι, αυτό είναι μόνο, η κυρία ντε Γκερμάντ;», έλεγε η γεμάτη προσήλωση κι έκπληξη έκφραση με την οποία κοίταζα αυτή την εικόνα, πού δεν είχε καμιά σχέση μ᾿ όσες εικόνες, για την κυρία ντε Γκερμάντ, είχαν εμφανιστεί στα όνειρά μου, αφού αυτή δεν είχε διαμορφωθεί αυθαίρετα από εμένα όπως οι άλλες, αλλά είχε ξεπαταχτεί μπροστά στα μάτια μου, μόλις πριν από λίγο μέσα στην εκκλησία· εικόνα πού δεν μπορούσε να πάρει όποιο χρώμα τής έδινες, σαν αυτές πού δέχονταν να ποτιστούν με το πορτοκαλί χρώμα μιας κατάληξης, αλλά πού ήταν αντίθετα τόσο πραγματική, ώστε όλα, ακόμα και το σπυράκι που φούντωνε στη γωνιά τής μύτης της, βεβαίωνε την υποταγή στους νόμους τής ζωής, όπως στο θέατρο μια πτυχή στο φόρεμα τής νεράιδας, προδίδει την υλική ύπαρξη τής ηθοποιού, εκεί πού αναρωτιόμαστε μήπως έχουμε μπροστά μας μια απλή φωτεινή προβολή.
Αυτή όμως η κυρία ντε Γκερμάντ, πού την είχα τόσο συχνά ονειρευτεί, τώρα πού έβλεπα πώς υπήρχε έξω από μένα, απέκτησε ακόμα περισσότερη δύναμη στη φαντασία μου κι η φαντασία μου αφού παρέλυσε για μια στιγμή από την επαφή της με μια πραγματικότητα τόσο διαφορετική απ᾿ ό,τι περίμενε, άρχισε να αντιδρά και να μού λέει: «Δοξασμένοι πριν από τον Καρλομάγνο [3] οι Γκερμάντ, είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους· η δούκισσα ντε Γκερμάντ κατάγεται από τη Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν. Δε γνωρίζει και δε θα δεχόταν να γνωρίσει κανένα από τα πρόσωπα πού βρίσκονται εδώ».
Και καθώς κυρία ντε Γκερμάντ ήταν καθισμένη στο παρεκκλήσι, τα βλέμματά της, με την ανεξαρτησία τής ανθρώπινης ματιάς, πού μπορεί να περιφέρεται μόνη μακριά από το πρόσωπο τριγυρνούσαν άσκοπα εδώ κι εκεί, ανέβαιναν ψηλά στις κολώνες, σταματούσαν ακόμα και πάνω μου σαν ηλιαχτίδα, σαν ηλιαχτίδα όμως πού μόλις δέχτηκα το χάδι της, μού φάνηκε συνειδητή.
Μού φαινόταν σημαντικό να μη φύγει πριν προλάβω να την κοιτάξω αρκετά, κι έτσι δε σήκωνα τα μάτια μου από πάνω της, λες και το κάθε βλέμμα μου μπορούσε να αποσπάσει με τρόπο υλικό, και να αποθηκεύσει μέσα μου, όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού μού φαίνονταν πολύτιμες αυθεντικές και ξεχωριστές πληροφορίες για το πρόσωπό της. Τώρα πού το έκαναν να μού φαίνεται όμορφο όλες οι σκέψεις πού τού αφιέρωνα, — κι ίσως κυρίως μια μορφή ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης των καλύτερων τμημάτων τού εαυτού μας, αυτή η επιθυμία πού έχουμε πάντα να μην απογοητευόμαστε— ξανατοποθετώντας την έξω από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, με την οποία η απλή θέα τού σώματός της με είχε κάνει να μπερδέψω για μια στιγμή, ενοχλήθηκα ακούγοντας να λένε γύρω μου: «Είναι καλύτερη από την κυρία Σαζερά, απ᾿ τη δεσποινίδα Βιντέιγ», λες και μπορούσε να συγκριθεί. Και καθώς τα βλέμματά μου σταματούσαν στα ξανθά της μαλλιά, στα γαλανά της μάτια, στη δέση τού λαιμού και παραλείπανε τα χαραχτηριστικά πού θα μπορούσαν να μού θυμίσουν άλλα πρόσωπα αναφωνούσα μέσα μου μπροστά σ᾿ αυτό το ηθελημένα ασυμπλήρωτο σκίτσο: «Τι όμορφη πού είναι! Τι αριστοκρατική ευγένεια!»
Ξαναβλέπω ακόμα και τώρα, πάνω από τη μωβ γραβάτα της, τη μεταξένια και φουσκωτή, την απαλή έκπληξη στο βλέμμα της, στο οποίο είχε προσθέσει χωρίς να τολμάει να το απευθύνει σε κανέναν ειδικά, αλλά για να πάρουν όλοι το μερίδιό τους, ένα κάπως δειλό χαμόγελο αρχόντισσας, πού δίνει την εντύπωση ότι ζητάει συγγνώμη από τούς υποτελείς της, κι ότι τούς αγαπά. Τότε, καθώς θυμόμουνα τη ματιά πού χε σταματήσει επάνω μου στη λειτουργία, γαλανή σαν ηλιαχτίδα και διαπέρασε το βιτρό τού Ζιλμπέρτ τού Κακού, είπα μέσα μου: «Μα ίσως με ξεχωρίζει». Πίστεψα πώς τής άρεσα, πώς θα εξακολουθούσε να με σκέφτεται όταν θα χε φύγει από την εκκλησία, πώς για χάρη μου θα ήταν μελαγχολική το βράδυ στο Γκερμάντ. Κι αμέσως την αγάπησα, γιατί αν αρκεί καμιά φορά, για ν᾿ αγαπήσουμε μια γυναίκα, να μάς κοιτάξει με περιφρόνηση όπως νόμισα πώς είχε κάνει η δεσποινίδα Σουάν, άλλοτε πάλι μπορεί ν᾿ αρκεί να μάς κοιτάξει με καλοσύνη όπως έκανε η κυρία ντε Γκερμάντ, για να σκεφτούμε πώς μπορεί να γίνει δική μας.
Η πιο μεγάλη χαρά τής μεριάς τού Γκερμάντ ήταν, ότι έβρισκες σχεδόν πάντα πλάι σου το ποτάμι τής Βιβόν. Το διασχίζαμε πρώτη φορά, δέκα λεπτά αφού ξεκινούσαμε απ᾿ το σπίτι, περνώντας ένα γεφυράκι για πεζούς, πού λεγόταν το Παλιό γεφύρι. Το Παλιό γεφύρι έβγαζε σ᾿ ένα μονοπάτι παράλληλο με την όχθη. Παίρναμε το μονοπάτι πού δέσποζε πάνω απ᾿ το νερό σε μια απότομη όχθη κάμποσα πόδια ψηλότερη· στην απέναντι μεριά η ακροποταμιά ήταν χαμηλή, απλωνόταν σε μεγάλα λειβάδια ως το χωριό κι ως το σιδηροδρομικό σταθμό, πού βρισκόταν σε κάποια απόσταση. Στα λειβάδια αυτά ήταν σκορπισμένα ερείπια, - μισοχωμένα στη χλόη - τού κάστρου όπου έζησαν οι παλιοί κόμητες τού Κομπραί, πού στον μεσαίωνα είχαν απ᾿ αυτή τη μεριά, το ποτάμι τής Βιβόν για αμυντική γραμμή, στις επιθέσεις των αρχόντων τού Γκερμάντ. Δεν απόμεναν πια παρά μερικά κομμάτια από πύργους, μερικές επάλξεις ισοπεδωμένες σήμερα από τη χλόη, απ᾿ όπου άλλοτε ο βιγλάτορας αγνάντευε τις περιοχές πού ήταν υποταγμένες στο Γκερμάντ και μέσα τους ήταν σφηνωμένο το Κομπραί, ένα παρελθόν σχεδόν χωμένο στη γη πού μ᾿ έβαζε σε πολλές σκέψεις, μ᾿ έκανε να προσθέτω στο όνομα τού Κομπραί τής σημερινής μικρής πόλης, μια πολιτεία πολύ διαφορετική.
Κάποιο νούφαρο στο οποίο το ρεύμα τού ποταμιού, πού στη μέση του είχε κακότυχα στηθεί, τού άφηνε τόσο λίγη ανάπαυση ώστε μόλις άγγιζε την μια όχθη, αμέσως γύριζε πίσω στην άλλη απ᾿ όπου είχε έρθει, ξανακάνοντας αιώνια αυτό το πήγαινε-έλα. Το ξανάβρισκα σε κάθε περίπατο, πάντα στην ίδια κατάσταση και σ᾿ έκανε να συλλογιέσαι ορισμένους νευρασθενικούς, στους οποίους ο παππούς μου περιλάμβανε και τη θεία Λεονί, πού μάς προσφέρουν αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων το θέαμα από τις παράξενες συνήθειές τους, πού όλο πιστεύουν πώς είναι έτοιμοι να αποτινάξουν και πού πάντα τις διατηρούν· μπλεγμένες στα γρανάζια τής δυσφορίας και τής μονομανίας τους, οι προσπάθειες πού καταβάλλουν για να ξεφύγουν, εξασφαλίζουν αντίθετα την επιβίωση τους και βάζουν σε κίνηση τον παράξενο, αναπόδραστο και θανάσιμο τρόπο ζωής τους. Τέτοιο ήταν αυτό το νούφαρο, σαν κάποιον από τούς δυστυχισμένους εκείνους, με το αλλόκοτο μαρτύριο πού επαναλαμβάνεται αδιάκοπα σ᾿ όλη την αιωνιότητα και προκαλούσε την περιέργεια τού Δάντη, και για το οποίο θα μπορούσε να τού διηγηθεί περισσότερες λεπτομέρειες και την αιτία ο ίδιος ο βασανιζόμενος, αν ο Βιργίλιος, φεύγοντας με μεγάλα βήματα, δεν τον υποχρέωνε να τον προφτάσει βιαστικά, όπως εγώ έτρεχα να προλάβω τούς γονείς μου.
Ποτέ δεν μπορέσαμε να φτάσουμε ως το τέρμα πού τόσο ήθελα να φτάσω, ως το Γκερμάντ. Ήξερα πώς εκεί κατοικούσαν πυργοδεσπότες, ο δούκας και η δούκισσα ντε Γκερμάντ, ήξερα πώς ήταν πρόσωπα υπαρχτά τώρα, όμως κάθε φορά πού τούς σκεφτόμουν, τούς φανταζόμουν άλλοτε σε μια ταπισερί, σαν την κόμισσα ντε Γκερμάντ στη "στέψη τής Εσθήρ" τής εκκλησίας μας, άλλοτε σε λεπτές αποχρώσεις σαν τον Ζιλμπέρτ τον Κακό στο βιτρό, άλλοτε πάλι εντελώς άυλα, σαν την εικόνα τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν, πρόγονο τής οικογένειας Γκερμάντ, πού ο μαγικός φανός την πηγαινοέφερνε στις κουρτίνες τής κάμαράς μου ή την ανέβαζε στο ταβάνι, τελικά πάντα τυλιγμένους στο μυστήριο και λουσμένους σαν σε ηλιοβασίλεμα, στο πορτοκαλί φως πού αναδίνεται από αυτή την κατάληξη "αντ".
Ύστερα τύχαινε απ᾿ τη μεριά τού Γκερμάντ, να περνώ καμιά φορά μπροστά σε μικρούς υγρούς περίβολους, όπου σκαρφάλωναν τσαμπιά από λουλούδια. Σταματούσα, πιστεύοντας πώς αποκτούσα μια πολύτιμη αίσθηση για το κομμάτι αυτό τής ποταμίσιας περιοχής, πού ήθελα τόσο να γνωρίσω, από τότε πού είδα να την περιγράφει ένας από τούς αγαπημένους μου συγγραφείς. Κι έτσι μ᾿ αυτή την περιοχή, με την φανταστική γη της, πού την διασχίζανε γάργαρα νερά, ταυτίστηκε για μένα, αλλάζοντας όψη μέσα στη σκέψη μου το Γκερμάντ, όταν άκουσα το γιατρό Περσπιέ να μάς μιλάει για τα λουλούδια και τα τρεχούμενα νερά στο πάρκο τού πύργου. Ονειρευόμουν πώς η κυρία ντε Γκερμάντ με καλούσε εκεί, γιατί ένιωθε για μένα μια ξαφνική αγάπη μ᾿ έβαζε να τής πω το θέμα απ᾿ τα ποιήματα πού λογάριαζα να συνθέσω. Τα όνειρα αυτά με προειδοποιούσαν, πώς αφού ήθελα να γίνω μια μέρα συγγραφέας, ήταν καιρός να ξέρω τί σκόπευα να γράψω. Μόλις όμως το αναρωτιόμουν προσπαθώντας να βρω ένα θέμα όπου θα μπορούσα να χωρέσω ένα απέραντο φιλοσοφικό νόημα, το μυαλό μου έπαυε να δουλεύει, αισθανόμουν πώς δεν είχα ταλέντο. Και τότε, απογοητευμένος, παρατούσα για πάντα τη λογοτεχνία παρ όλα τα ενθαρρυντικά λόγια τού Μπλοχ. Αυτό το προσωπικό αίσθημα πού είχα για το κενό τής σκέψης μου, κυριαρχούσε πάνω σ᾿ όλα τα κολακευτικά λόγια πού μπορούσαν να μού προσφέρουν, όπως σ᾿ ένα μοχθηρό πού ο καθένας επαινεί τις καλές του πράξεις, κυριαρχούν οι τύψεις τής συνείδησής του.
Μια μέρα η μητέρα μου, μού είπε: «Αφού όλο μιλάς για την κυρία ντε Γκερμάντ, μάθε πώς επειδή ο γιατρός Περσπιέ τη θεράπευσε πριν από τέσσερα χρόνια, πρόκειται να ρθει στο Κομπραί, για να παραστεί στο γάμο τής κόρης του· θα μπορέσεις να τη δεις στην τελετή».
Στη διάρκεια τής τελετής, είδα καθισμένη σ᾿ ένα παρεκκλήσι, μια ξανθιά κυρία με μεγάλη μύτη, γαλανά και διαπεραστικά μάτια, φουσκωτή μωβ μεταξωτή γραβάτα, κι ένα σπυράκι στη γωνιά τής μύτης. Κι επειδή στην επιφάνεια τού κόκκινου ξαναμμένου προσώπου της, ξεχώριζα σβησμένες και μόλις ορατές, κάποιες σκόρπιες αναλογίες με το πορτραίτο πού μού είχαν δείξει, είπα μέσα μου: Αυτή η κυρία μοιάζει με την κυρία ντε Γκερμάντ, αλλά και το παρεκκλήσι απ᾿ όπου παρακολουθούσε την τελετή, ήταν το παρεκκλήσι τού Ζιλμπέρτ τού Κακού, πού κάτω από τις ισόπεδες ταφόπλακές του αναπαύονταν οι παλιοί κόμητες τού Μπραμπάν, και προοριζόταν αποκλειστικά για την οικογένεια Γκερμάντ, όταν κάποιο από τα μέλη της ερχόταν για μια τελετή στο Κομπραί. Ήταν φανερό πώς δεν μπορούσε να υπάρχει κι άλλη γυναίκα πού να μοιάζει τόσο πολύ με το πορτραίτο και να βρίσκεται την ημέρα ακριβώς πού έπρεπε να ρθει, σ᾿ αυτό το παρεκκλήσι: αυτή ήταν! Η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη. Προερχόταν απ᾿ το ότι, όταν σκεφτόμουν την κυρία ντε Γκερμάντ, την έβλεπα πάντοτε με τα χρώματα μιας ταπισερί ή ενός βιτρό, σ᾿ έναν άλλο αιώνα, με τρόπο διαφορετικό απ᾿ ό,τι έβλεπα τούς άλλους γύρω μου. «Αυτό είναι, αυτό είναι μόνο, η κυρία ντε Γκερμάντ;», έλεγε η γεμάτη προσήλωση κι έκπληξη έκφραση με την οποία κοίταζα αυτή την εικόνα, πού δεν είχε καμιά σχέση μ᾿ όσες εικόνες, για την κυρία ντε Γκερμάντ, είχαν εμφανιστεί στα όνειρά μου, αφού αυτή δεν είχε διαμορφωθεί αυθαίρετα από εμένα όπως οι άλλες, αλλά είχε ξεπαταχτεί μπροστά στα μάτια μου, μόλις πριν από λίγο μέσα στην εκκλησία· εικόνα πού δεν μπορούσε να πάρει όποιο χρώμα τής έδινες, σαν αυτές πού δέχονταν να ποτιστούν με το πορτοκαλί χρώμα μιας κατάληξης, αλλά πού ήταν αντίθετα τόσο πραγματική, ώστε όλα, ακόμα και το σπυράκι που φούντωνε στη γωνιά τής μύτης της, βεβαίωνε την υποταγή στους νόμους τής ζωής, όπως στο θέατρο μια πτυχή στο φόρεμα τής νεράιδας, προδίδει την υλική ύπαρξη τής ηθοποιού, εκεί πού αναρωτιόμαστε μήπως έχουμε μπροστά μας μια απλή φωτεινή προβολή.
Αυτή όμως η κυρία ντε Γκερμάντ, πού την είχα τόσο συχνά ονειρευτεί, τώρα πού έβλεπα πώς υπήρχε έξω από μένα, απέκτησε ακόμα περισσότερη δύναμη στη φαντασία μου κι η φαντασία μου αφού παρέλυσε για μια στιγμή από την επαφή της με μια πραγματικότητα τόσο διαφορετική απ᾿ ό,τι περίμενε, άρχισε να αντιδρά και να μού λέει: «Δοξασμένοι πριν από τον Καρλομάγνο [3] οι Γκερμάντ, είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους· η δούκισσα ντε Γκερμάντ κατάγεται από τη Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν. Δε γνωρίζει και δε θα δεχόταν να γνωρίσει κανένα από τα πρόσωπα πού βρίσκονται εδώ».
Και καθώς κυρία ντε Γκερμάντ ήταν καθισμένη στο παρεκκλήσι, τα βλέμματά της, με την ανεξαρτησία τής ανθρώπινης ματιάς, πού μπορεί να περιφέρεται μόνη μακριά από το πρόσωπο τριγυρνούσαν άσκοπα εδώ κι εκεί, ανέβαιναν ψηλά στις κολώνες, σταματούσαν ακόμα και πάνω μου σαν ηλιαχτίδα, σαν ηλιαχτίδα όμως πού μόλις δέχτηκα το χάδι της, μού φάνηκε συνειδητή.
Μού φαινόταν σημαντικό να μη φύγει πριν προλάβω να την κοιτάξω αρκετά, κι έτσι δε σήκωνα τα μάτια μου από πάνω της, λες και το κάθε βλέμμα μου μπορούσε να αποσπάσει με τρόπο υλικό, και να αποθηκεύσει μέσα μου, όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού μού φαίνονταν πολύτιμες αυθεντικές και ξεχωριστές πληροφορίες για το πρόσωπό της. Τώρα πού το έκαναν να μού φαίνεται όμορφο όλες οι σκέψεις πού τού αφιέρωνα, — κι ίσως κυρίως μια μορφή ενστίκτου τής αυτοσυντήρησης των καλύτερων τμημάτων τού εαυτού μας, αυτή η επιθυμία πού έχουμε πάντα να μην απογοητευόμαστε— ξανατοποθετώντας την έξω από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, με την οποία η απλή θέα τού σώματός της με είχε κάνει να μπερδέψω για μια στιγμή, ενοχλήθηκα ακούγοντας να λένε γύρω μου: «Είναι καλύτερη από την κυρία Σαζερά, απ᾿ τη δεσποινίδα Βιντέιγ», λες και μπορούσε να συγκριθεί. Και καθώς τα βλέμματά μου σταματούσαν στα ξανθά της μαλλιά, στα γαλανά της μάτια, στη δέση τού λαιμού και παραλείπανε τα χαραχτηριστικά πού θα μπορούσαν να μού θυμίσουν άλλα πρόσωπα αναφωνούσα μέσα μου μπροστά σ᾿ αυτό το ηθελημένα ασυμπλήρωτο σκίτσο: «Τι όμορφη πού είναι! Τι αριστοκρατική ευγένεια!»
Ξαναβλέπω ακόμα και τώρα, πάνω από τη μωβ γραβάτα της, τη μεταξένια και φουσκωτή, την απαλή έκπληξη στο βλέμμα της, στο οποίο είχε προσθέσει χωρίς να τολμάει να το απευθύνει σε κανέναν ειδικά, αλλά για να πάρουν όλοι το μερίδιό τους, ένα κάπως δειλό χαμόγελο αρχόντισσας, πού δίνει την εντύπωση ότι ζητάει συγγνώμη από τούς υποτελείς της, κι ότι τούς αγαπά. Τότε, καθώς θυμόμουνα τη ματιά πού χε σταματήσει επάνω μου στη λειτουργία, γαλανή σαν ηλιαχτίδα και διαπέρασε το βιτρό τού Ζιλμπέρτ τού Κακού, είπα μέσα μου: «Μα ίσως με ξεχωρίζει». Πίστεψα πώς τής άρεσα, πώς θα εξακολουθούσε να με σκέφτεται όταν θα χε φύγει από την εκκλησία, πώς για χάρη μου θα ήταν μελαγχολική το βράδυ στο Γκερμάντ. Κι αμέσως την αγάπησα, γιατί αν αρκεί καμιά φορά, για ν᾿ αγαπήσουμε μια γυναίκα, να μάς κοιτάξει με περιφρόνηση όπως νόμισα πώς είχε κάνει η δεσποινίδα Σουάν, άλλοτε πάλι μπορεί ν᾿ αρκεί να μάς κοιτάξει με καλοσύνη όπως έκανε η κυρία ντε Γκερμάντ, για να σκεφτούμε πώς μπορεί να γίνει δική μας.
[1] Μυστικός δείπνος: τοιχογραφία του 15ου αιώνα, δημιουργημένη από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Βρίσκεται στο Μιλάνο, στην τραπεζαρία τού μοναστηριού Σάντα Μαρία Ντέλλε Γκράτσιε.
[2] Πρόσοψη τού Αγίου Μάρκου: από τον πίνακα τού Τζεντίλε Μπελλίνι (1429-1507) "Η πομπή στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου".
[3] Καρλομάγνος: (742 –814) ήταν βασιλιάς των Φράγκων από το 768 έως το 814.
[2] Πρόσοψη τού Αγίου Μάρκου: από τον πίνακα τού Τζεντίλε Μπελλίνι (1429-1507) "Η πομπή στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου".
[3] Καρλομάγνος: (742 –814) ήταν βασιλιάς των Φράγκων από το 768 έως το 814.
Όνειρα και απογοητεύσεις ενός μελλοντικού συγγραφέα.
Τα καμπαναριά τού Μαρτενβίλ πρώτη χαρά τής λογοτεχνικής δημιουργίας.
Η υπεροχή τής διανοητικής ζωής
Πόσο ακόμα πιο απελπιστικό μού φάνηκε ύστερα απ᾿ αυτή τη μέρα στους περιπάτους μου από τη μεριά τού Γκερμάντ, το ότι δεν είχα λογοτεχνικές ικανότητες και θα ᾿πρεπε να εγκαταλείψω την ιδέα να γίνω διάσημος συγγραφέας! Ξαφνικά τότε, μια στέγη, η ανταύγεια τού ήλιου πάνω σε μια πέτρα, η μυρωδιά των φύλλων, ένας ήχος καμπάνας, με σταματούσαν με την ιδιαίτερη απόλαυση πού μού έδιναν, και ακόμα γιατί σα να έκρυβαν πίσω από όσα έβλεπα, κάτι πού σε καλούσαν να το πάρεις και πού παρ όλες μου τις προσπάθειες, δεν κατόρθωνα ν᾿ ανακαλύψω. Τέτοιου είδους εντυπώσεις δεν ήταν βέβαια σε θέση να μού ξαναδώσουν τη χαμένη μου ελπίδα να γίνω συγγραφέας, γιατί ήταν πάντα δεμένες μ᾿ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο δίχως πνευματική αξία και δίχως αναφορά σε κάποια αφηρημένη αλήθεια. Αλλά μού έδιναν τουλάχιστον μια άλογη απόλαυση, την ψευδαίσθηση κάποιας γονιμότητας, κι έτσι με αποσπούσαν από την πλήξη, απ᾿ το αίσθημα τής ανικανότητας πού είχα νιώσει όσες φορές είχα γυρέψει κάποιο φιλοσοφικό θέμα για ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο. Μια φορά ωστόσο πού ο περίπατος μας είχε παραταθεί πέρα από το συνηθισμένο, κι είχαμε την τύχη να συναντήσουμε στην επιστροφή καθώς τέλειωνε τ᾿ απόγευμα το γιατρό Περσπιέ, πού περνώντας μα τ᾿ αμάξι ολοταχώς μάς πήρε μαζί του, ένιωσα μια τέτοια εντύπωση και δεν την εγκατέλειψα χωρίς να εμβαθύνω κάπως. Στη στροφή ενός δρόμου ένιωσα ξαφνικά εκείνη την ξεχωριστή απόλαυση, πού δεν έμοιαζε με καμιάν άλλη, ν᾿ αντικρίσω τα δυο καμπαναριά τού Μαρτενβίλ πού τα φώτιζε το ηλιοβασίλεμα και πού η κίνηση τού αμαξιού μας και οι στροφές τού δρόμου, νόμιζες πώς τούς άλλαζαν τη θέση, κι ύστερα το καμπαναριό τού Βιεβίκ, το οποίο, μ᾿ όλο πού το χώριζε απ᾿ αυτά ένας λόφος και μια κοιλάδα και βρισκόταν πάνω σ᾿ ένα μακρινό υψίπεδο, έμοιαζε να γειτονεύει μαζί τους.
Τα καμπαναριά φαίνονταν τόσο μακρινά κι εμείς μοιάζαμε τόσο λίγο να τα πλησιάζουμε, ώστε ξαφνιάστηκα όταν, λίγες στιγμές αργότερα, σταματήσαμε μπροστά στην εκκλησία τού Μαρτενβίλ. Δεν ήξερα ποια ήταν η αιτία τής απόλαυσης πού είχα νιώσει και η υποχρέωση να ανακαλύψω αυτή την αιτία μού φαινόταν κοπιαστική· είχα τη διάθεση να φυλάξω για αργότερα στο μυαλό μου αυτές τις γραμμές πού σάλευαν στον ήλιο και να μην τις ξανασκεφτώ για την ώρα. Και είναι πιθανόν πώς αν το είχα κάνει, τα δυο καμπαναριά θα ᾿χαν πάει να μείνουν παντοτινά με τα τόσα δέντρα, τις τόσες στέγες, τα τόσα αρώματα και τούς τόσους ήχους πού είχα ξεχωρίσει, επειδή μού προκαλούσαν αυτή την ανεξήγητη απόλαυση, στην οποία ποτέ δεν μπόρεσα να εμβαθύνω. Σε λίγο οι γραμμές τους και οι ηλιόλουστές τους επιφάνειες, λες και ήταν ένα είδος φλούδας ξεσκίστηκαν· κάτι απ᾿ ό,τι έμενε κρυμμένο μέσα τους μού φανερώθηκε και μού ήρθε μια σκέψη ανύπαρκτη νωρίτερα, πού διατυπώθηκε με λέξεις μέσα στο μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή, και καθώς βρισκόμαστε πια μακριά από το Μαρτενβίλ, τα είδα πάλι, κατάμαυρα τώρα, γιατί ο ήλιος είχε βασιλέψει πια.
Χωρίς να σκεφτώ πώς αυτό πού ήταν κρυμμένο πίσω απ᾿ τα καμπαναριά τού Μαρτενβίλ, θα πρεπε να ᾿ταν κάτι ανάλογο με μιαν όμορφη φράση, αφού μού φανερώθηκε με τη μορφή λέξεων, ζήτησα χαρτί και μολύβι από το γιατρό κι έγραψα για να υπακούσω στον ενθουσιασμό μου, τούτο το μικρό κομμάτι πού ξαναβρήκα αργότερα και στο οποίο δε χρειάστηκε να κάνω παρά ελάχιστες αλλαγές:
«Μοναχικά, πάνω απ᾿ τη γραμμή τού κάμπου και σα χαμένα στ᾿ άδεντρα χωράφια, ανέβαιναν στον ουρανό τα δυο καμπαναριά τού Μαρτενβίλ. Σε λίγο είδαμε τρία: μ᾿ ένα τολμηρό σάλτο ήρθε να σταθεί απέναντί τους ένα καθυστερημένο καμπαναριό, τού Βιεβίκ, κι ύστερα βρέθηκε κοντά τους, σαν τρία πουλιά στημένα στον κάμπο ακίνητα, και πού τα ξεχώριζες στον ήλιο. Είχαμε τόσο αργήσει να τα πλησιάσουμε, ώστε λογάριαζα το χρόνο πού θα χρειαζόμαστε ακόμα να τα φτάσουμε, όταν ξαφνικά το αμάξι έστριψε και μάς άφησε στα πόδια τους· κι είχαν ριχτεί τόσο απότομα να μάς συναντήσουν, ώστε μόλις προλάβαμε να μη κτυπήσουμε το πρόπυλο τής εκκλησίας. Συνεχίσαμε το δρόμο μας· είχαμε αφήσει πίσω μας το Μαρτενβίλ και το χωριό αφού μάς συνόδευσε λίγες στιγμές είχε χαθεί, ενώ μόνα τους στον ορίζοντα μάς έβλεπαν να φεύγουμε τα καμπαναριά του και το άλλο τού Βιεβίκ, κουνώντας σα να μάς αποχαιρετούσαν τις ηλιόλουστες κορφές τους. Λίγο αργότερα καθώς βρισκόμαστε κοντά στο Κομπραί κι ο ήλιος είχε τώρα χαθεί, τα ξεχώριζα για τελευταία φορά από πολύ μακριά και δεν ήταν πια παρά σαν τρία λουλούδια ζωγραφισμένα στον ουρανό. Μ᾿ έκαναν έτσι να σκεφτώ τα τρία κορίτσια ενός θρύλου, εγκαταλελειμμένα στη μοναξιά, όπου έπεφτε κιόλας σκοτάδι· κι ενώ φεύγαμε μακριά καλπάζοντας, τα είδα να γυρεύουν δειλά το δρόμο τους και ύστερα από κάτι αδέξια σκοντάματα πού είχαν οι αρχοντικές τους σιλουέτες, είδα τα τρία κορίτσια να μαζεύονται το ένα κοντά στο άλλο, να γλιστράει το ένα πίσω από τ᾿ άλλο, να μην είναι πια πάνω στον ακόμα ρόδινο ουρανό, παρά μια μαύρη μόνο μορφή, γοητευτική και υπάκουη, και να σβήνει μέσα στη νύχτα».
Δεν ξανασκέφτηκα ποτέ αυτή τη σελίδα, εκείνη όμως τη στιγμή όταν, στη γωνιά τού καθίσματος, τελείωσα το γράψιμο της, ήμουν τόσο ευτυχισμένος, και ένιωθα πώς η σελίδα αυτή με είχε τόσο τέλεια απαλλάξει απ᾿ εκείνα τα καμπαναριά κι απ᾿ ό,τι έκρυβαν πίσω τους.
Τα καμπαναριά φαίνονταν τόσο μακρινά κι εμείς μοιάζαμε τόσο λίγο να τα πλησιάζουμε, ώστε ξαφνιάστηκα όταν, λίγες στιγμές αργότερα, σταματήσαμε μπροστά στην εκκλησία τού Μαρτενβίλ. Δεν ήξερα ποια ήταν η αιτία τής απόλαυσης πού είχα νιώσει και η υποχρέωση να ανακαλύψω αυτή την αιτία μού φαινόταν κοπιαστική· είχα τη διάθεση να φυλάξω για αργότερα στο μυαλό μου αυτές τις γραμμές πού σάλευαν στον ήλιο και να μην τις ξανασκεφτώ για την ώρα. Και είναι πιθανόν πώς αν το είχα κάνει, τα δυο καμπαναριά θα ᾿χαν πάει να μείνουν παντοτινά με τα τόσα δέντρα, τις τόσες στέγες, τα τόσα αρώματα και τούς τόσους ήχους πού είχα ξεχωρίσει, επειδή μού προκαλούσαν αυτή την ανεξήγητη απόλαυση, στην οποία ποτέ δεν μπόρεσα να εμβαθύνω. Σε λίγο οι γραμμές τους και οι ηλιόλουστές τους επιφάνειες, λες και ήταν ένα είδος φλούδας ξεσκίστηκαν· κάτι απ᾿ ό,τι έμενε κρυμμένο μέσα τους μού φανερώθηκε και μού ήρθε μια σκέψη ανύπαρκτη νωρίτερα, πού διατυπώθηκε με λέξεις μέσα στο μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή, και καθώς βρισκόμαστε πια μακριά από το Μαρτενβίλ, τα είδα πάλι, κατάμαυρα τώρα, γιατί ο ήλιος είχε βασιλέψει πια.
Χωρίς να σκεφτώ πώς αυτό πού ήταν κρυμμένο πίσω απ᾿ τα καμπαναριά τού Μαρτενβίλ, θα πρεπε να ᾿ταν κάτι ανάλογο με μιαν όμορφη φράση, αφού μού φανερώθηκε με τη μορφή λέξεων, ζήτησα χαρτί και μολύβι από το γιατρό κι έγραψα για να υπακούσω στον ενθουσιασμό μου, τούτο το μικρό κομμάτι πού ξαναβρήκα αργότερα και στο οποίο δε χρειάστηκε να κάνω παρά ελάχιστες αλλαγές:
«Μοναχικά, πάνω απ᾿ τη γραμμή τού κάμπου και σα χαμένα στ᾿ άδεντρα χωράφια, ανέβαιναν στον ουρανό τα δυο καμπαναριά τού Μαρτενβίλ. Σε λίγο είδαμε τρία: μ᾿ ένα τολμηρό σάλτο ήρθε να σταθεί απέναντί τους ένα καθυστερημένο καμπαναριό, τού Βιεβίκ, κι ύστερα βρέθηκε κοντά τους, σαν τρία πουλιά στημένα στον κάμπο ακίνητα, και πού τα ξεχώριζες στον ήλιο. Είχαμε τόσο αργήσει να τα πλησιάσουμε, ώστε λογάριαζα το χρόνο πού θα χρειαζόμαστε ακόμα να τα φτάσουμε, όταν ξαφνικά το αμάξι έστριψε και μάς άφησε στα πόδια τους· κι είχαν ριχτεί τόσο απότομα να μάς συναντήσουν, ώστε μόλις προλάβαμε να μη κτυπήσουμε το πρόπυλο τής εκκλησίας. Συνεχίσαμε το δρόμο μας· είχαμε αφήσει πίσω μας το Μαρτενβίλ και το χωριό αφού μάς συνόδευσε λίγες στιγμές είχε χαθεί, ενώ μόνα τους στον ορίζοντα μάς έβλεπαν να φεύγουμε τα καμπαναριά του και το άλλο τού Βιεβίκ, κουνώντας σα να μάς αποχαιρετούσαν τις ηλιόλουστες κορφές τους. Λίγο αργότερα καθώς βρισκόμαστε κοντά στο Κομπραί κι ο ήλιος είχε τώρα χαθεί, τα ξεχώριζα για τελευταία φορά από πολύ μακριά και δεν ήταν πια παρά σαν τρία λουλούδια ζωγραφισμένα στον ουρανό. Μ᾿ έκαναν έτσι να σκεφτώ τα τρία κορίτσια ενός θρύλου, εγκαταλελειμμένα στη μοναξιά, όπου έπεφτε κιόλας σκοτάδι· κι ενώ φεύγαμε μακριά καλπάζοντας, τα είδα να γυρεύουν δειλά το δρόμο τους και ύστερα από κάτι αδέξια σκοντάματα πού είχαν οι αρχοντικές τους σιλουέτες, είδα τα τρία κορίτσια να μαζεύονται το ένα κοντά στο άλλο, να γλιστράει το ένα πίσω από τ᾿ άλλο, να μην είναι πια πάνω στον ακόμα ρόδινο ουρανό, παρά μια μαύρη μόνο μορφή, γοητευτική και υπάκουη, και να σβήνει μέσα στη νύχτα».
Δεν ξανασκέφτηκα ποτέ αυτή τη σελίδα, εκείνη όμως τη στιγμή όταν, στη γωνιά τού καθίσματος, τελείωσα το γράψιμο της, ήμουν τόσο ευτυχισμένος, και ένιωθα πώς η σελίδα αυτή με είχε τόσο τέλεια απαλλάξει απ᾿ εκείνα τα καμπαναριά κι απ᾿ ό,τι έκρυβαν πίσω τους.
Το άρωμα τής ασπραγκαθιάς, οι αγριοτριανταφυλλιές, ο κρότος από βήματα χωρίς αντίλαλο πάνω στο χαλίκι μιας αλέας, τα νούφαρα τής Βιβόν, όλα αυτά η έξαρση μου τα κράτησε, και κατόρθωσε να τα κάνει να περάσουν από τόσα διαδοχικά χρόνια, ενώ ολόγυρα τα μονοπάτια έσβησαν και πέθαναν αυτοί πού τα πάτησαν.
Όλη μέρα σ᾿ αυτούς τούς περιπάτους, μπορούσα να ονειρεύομαι πόσο ευχάριστο θα ᾿ταν να ᾿μαι ο φίλος τής δούκισσας, να περιδιαβάζω με βάρκα πάνω στην Βιβόν, να μη ζητώ εκείνη τη στιγμή τίποτ᾿ άλλο από τη ζωή, παρά να αποτελείται από μια σειρά ευτυχισμένα απογεύματα. Όταν όμως στο δρόμο τής επιστροφής, αντίκριζα αριστερά ένα αγρόκτημα, αρκετά μακριά από δυο άλλα πού αντίθετα βρίσκονταν πλάι-πλάι, κι απ᾿ το οποίο για να φτάσεις στο Κομπραί δεν σού έμενε πια παρά να ακολουθήσεις μια αλέα με βαλανιδιές, τότε ξαφνικά άρχιζε η καρδιά μου να χτυπάει, ήξερα πώς σε λιγότερο από μισή ώρα θα βρισκόμαστε στο σπίτι και πώς σύμφωνα με τον κανόνα για τις μέρες πού πηγαίναμε στο Γκερμάντ, επειδή το δείπνο άρχιζε αργότερα, θα με στέλνανε να κοιμηθώ μόλις θα ᾿χε τελειώσει, ενώ η μητέρα μένοντας στο τραπέζι, δε θ᾿ ανέβαινε να μού πει καληνύχτα στο κρεβάτι. Βρισκόμουν τώρα έξω απ᾿ τις επιθυμίες πού πριν λίγο με τριγύριζαν, να πάω στο Γκερμάντ, να ταξιδέψω, ώστε η πραγματοποίησή τους, δε θα μού πρόσφερε καμιά ευχαρίστηση. Θα τα ᾿δινα όλα αυτά για να μπορούσα να ᾿κλαιγα στην αγκαλιά τής μαμάς! Κι έτσι ακριβώς στη μεριά τού Γκερμάντ έμαθα να διακρίνω αυτές τις καταστάσεις πού διαδέχονται μέσα μου η μια την άλλη, και φτάνουν στο σημείο να μοιράζονται μεταξύ τους την κάθε μέρα, καθώς η μια επιστρέφει για να διώξει την άλλη με την κανονικότητα ενός πυρετού, συνεχόμενες αλλά τόσο ξένες η μια από την άλλη, ώστε δεν μπορώ πια να καταλάβω, ούτε μπορώ πια να φανταστώ στη μια τί επιθύμησα, ή τί φοβήθηκα ή τί πραγματοποίησα, στην άλλη.
Γι αυτό η μεριά τής Μεζεγκλίζ και η μεριά τού Γκερμάντ μένουν για μένα στενά δεμένες με πολλά μικρά γεγονότα αυτής τής ζωής, πού απ᾿ όλες όσες ζούμε παράλληλα, είναι η πιο γεμάτη με απρόοπτα, η πιο πλούσια σε επεισόδια, δηλαδή τής διανοητικής ζωής. Η ζωή αυτή εξελίσσεται ίσως μέσα μας ανεπαίσθητα, και τις αλήθειες πού άλλαξαν για μάς το νόημά της και την όψη της, πού μάς άνοιξαν καινούργιους δρόμους, ετοιμαζόμαστε από καιρό να τις ανακαλύψουμε· δίχως όμως να το ξέρουμε· και για μάς χρονολογούνται μόνο απ᾿ την ημέρα, απ᾿ τη στιγμή πού μάς έγιναν ορατές. Τα λουλούδια πού παιγνίδιζαν τότε στη χλόη, το νερό πού κυλούσε στον ήλιο, όλο το τοπίο πού τα πλαισίωνε, εξακολουθεί να συνοδεύει την ανάμνησή τους, με το ασύνειδο και αφηρημένο τους πρόσωπο· και βέβαια όταν αυτός ο ταπεινός διαβάτης, αυτό το παιδί πού ρέμβαζε, πού τα κοίταζε για πολύ ώρα επίμονα, αυτή η γωνιά τής φύσης, αυτό το κομμάτι τού κήπου, δε θα μπορούσαν να σκεφτούν πώς χάρη σ᾿ αυτόν, θα ήταν δυνατόν να επιζήσουν με τις πιο εφήμερες ιδιοτυπίες τους· κι όμως αυτό το άρωμα τής ασπραγκαθιάς πού τριγυρνάει από λουλούδι σε λουλούδι σ᾿ όλο το φράχτη, όπου οι αγριοτριανταφυλλιές θα το αντικαταστήσουν σε λίγο, ο κρότος από βήματα χωρίς αντίλαλο πάνω στο χαλίκι μιας αλέας, μια φυσαλίδα πού σχηματίζει πλάι σ᾿ ένα υδρόβιο φυτό το νερό τού ποταμού και σκάει αμέσως, όλα αυτά η έξαρση μου τα κράτησε, και κατόρθωσε να τα κάνει να περάσουν από τόσα διαδοχικά χρόνια, ενώ ολόγυρα τα μονοπάτια έσβησαν και πέθαναν αυτοί πού τα πάτησαν. Κάποτε αυτό το κομμάτι ενός τοπίου, πού έφτασε έτσι ως σήμερα, ξεκόβεται τόσο απομονωμένο απ᾿ όλα, ώστε επιπλέει αβέβαιο στη σκέψη μου σαν ένα ολάνθιστο τοπἰο, χωρίς να μπορώ να πω από ποια χώρα, από ποιαν εποχή, ίσως κι απλούστατα από ποιο όνειρο, έρχεται. Αλλά κυρίως σαν βαθειά κοιτάσματα τού ψυχικού μου εδάφους, θα πρέπει να σκέφτομαι τη μεριά τής Μεζεγκλίζ και τη μεριά τού Γκερμάντ. Επειδή πίστευα στα πράγματα, στους ανθρώπους, καθώς περιφερόμουνα σ᾿ αυτές τις δυο μεριές, γι αυτό ακριβώς τα πράγματα κι οι άνθρωποι πού μού γνώρισαν, είναι τα μόνα πού λογαριάζω ακόμα σοβαρά και πού με κάνουν ακόμα να χαίρομαι. Είτε γιατί η δημιουργική πίστη στέρεψε πια μέσα μου, είτε γιατί η πραγματικότητα διαμορφώνεται μόνο στη μνήμη, τα λουλούδια πού μού δείχνουν τώρα για πρώτη φορά, δεν μού φαίνονται σαν αληθινά λουλούδια. Κι επειδή υπάρχει κάτι το ατομικό στους τόπους, όταν με πιάνει η επιθυμία να ξαναδώ τη μεριά τού Γκερμάντ, δεν θα την ικανοποιούσα αν με οδηγούσαν στην άκρη ενός ποταμού, όπου θα υπήρχαν το ίδιο ή και ομορφότερα νούφαρα απ᾿ ό,τι στη Βιβόν, όπως και δε θα επιθυμούσα το βράδυ επιστρέφοντας την ώρα πού ξυπνούσε μέσα μου αυτό το άγχος πού αργότερα μετατοπίζεται στον έρωτα, και μπορεί να μείνει αχώριστα μαζί του για πάντα, να ρθει να μού πει καληνύχτα μια μητέρα κι ας είναι πιο όμορφη και πιο έξυπνη από τη δική μου. Όχι· κι ακριβώς όπως αυτό πού χρειαζόμουν για να μπορέσω να κοιμηθώ ευτυχισμένος — μ᾿ εκείνη την ατάραχη γαλήνη πού καμιά ερωμένη δεν μπόρεσε από τότε να μού δώσει, αφού αμφιβάλλουμε γι αυτές ακόμα και τη στιγμή πού τις πιστεύουμε, κι αφού δεν αποκτούμε ποτέ την καρδιά τους με τον τρόπο πού δεχόμουν μ᾿ ένα φιλί ολόκληρη την καρδιά τής μητέρας μου, δίχως την επιφύλαξη μιας υστερόβουλης σκέψης, δίχως το κατάλοιπο μιας επιθυμίας πού δε θ᾿ απευθυνόταν σε μένα — ήταν να έρθει η ίδια, να σκύψει κοντά μου, αυτό το πρόσωπο πού είχε κάτω απ᾿ το μάτι κάτι, πού ήταν ελάττωμα όπως λένε, και πού το αγαπούσα κι αυτό όσο και το υπόλοιπο πρόσωπο· έτσι, αυτό πού θέλω να ξαναδώ, είναι η μεριά τού Γκερμάντ πού γνώρισα, με το αγρόκτημα το κάπως πιο απόμερο απ᾿ τα δυο επόμενα, στην είσοδο τής αλέας με τις βαλανιδιές· είναι αυτά τα λειβάδια, όπου όταν ο ήλιος τα κάνει ν᾿ αντιφεγγίζουν σα βάλτος, διαγράφονται τα φύλλα από τις μηλιές` είναι αυτό το τοπίο πού συχνά τη νύχτα μέσα στα όνειρά μου, η μοναδικότητά του μ᾿ αγκαλιάζει μ᾿ αφάνταστη δύναμη και πού δεν μπορώ να την ξαναβρώ όταν ξυπνήσω. Επειδή έδεσαν ίσως αδιαχώριστα μέσα μου διαφορετικές εντυπώσεις, μόνο και μόνο κάνοντάς με να τις νιώσω ταυτόχρονα, η μεριά τής Μεζεγκλίζ ή η μεριά τού Γκερμάντ, με οδήγησαν αργότερα σε πολλές απογοητεύσεις, ακόμα και λάθη. Γιατί συχνά θέλησα να ξαναδώ ένα πρόσωπο δίχως να αντιληφθώ πώς το ήθελα μόνο γιατί μού θύμιζε ένα φράχτη από ασπραγκαθιές, και έφτασα να πιστέψω ή να κάνουν να πιστέψουν στο ξαναζέσταμα μιας συμπάθειας, μόνο και μόνο απ᾿ την επιθυμία μου να ταξιδέψω. Όταν σε καλοκαιριάτικες νύχτες ο ουρανός βροντά σαν άγριο θηρίο κι όλοι τα βάζουν με τη θύελλα, στη μεριά τής Μεζεγκλίζ χρωστώ το ότι μένω μόνος εγώ εκστατικός, ν᾿ αναπνέω μέσα στο θόρυβο τής βροχής πού πέφτει, το άρωμα από αόρατες κι επίμονες πασχαλιές.
Έτσι έμενα συχνά ως το πρωί, ν᾿ αναλογίζομαι τον καιρό στο Κομπραί τις θλιμμένες μου άυπνες νύχτες, αλλά και τις τόσες μέρες πού η εικόνα τους μού είχαν ξαναδοθεί πιο πρόσφατα από τη γεύση από ένα φλυτζάνι τσάι και με το συνειρμό των αναμνήσεων, αυτά, πού χρόνια αφού εγκατέλειψα τη μικρή εκείνη πόλη είχα μάθει σχετικά μ᾿ έναν έρωτα τού Σουάν πριν ακόμα γεννηθώ, με την ακρίβεια στις λεπτομέρειες πού εξασφαλίζεται συχνά πιο εύκολα για τη ζωή ανθρώπων νεκρών πριν από αιώνες, παρά για τη ζωή των καλύτερων φίλων μας. Όλες αυτές οι αναμνήσεις στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, αποτελούσαν πια έναν όγκο στον οποίο μπορούσες ωστόσο να διακρίνεις ανάμεσα τους — ανάμεσα στις πιο παλιές και τις πιο πρόσφατες, κι ακόμα σ᾿ αυτές πού δεν ήταν παρά αναμνήσεις κάποιου άλλου απ᾿ τον οποίο τις είχα μάθει—αν όχι πραγματικές ρωγμές, αλλά τουλάχιστον εκείνες τις φλέβες, εκείνο το ανακάτωμα, πού σ᾿ ορισμένα πετρώματα, σ᾿ ορισμένα μάρμαρα, αποκαλύπτουν διαφορές στην προέλευση, στην ηλικία, στη διαμόρφωση.
Γι αυτό η μεριά τής Μεζεγκλίζ και η μεριά τού Γκερμάντ μένουν για μένα στενά δεμένες με πολλά μικρά γεγονότα αυτής τής ζωής, πού απ᾿ όλες όσες ζούμε παράλληλα, είναι η πιο γεμάτη με απρόοπτα, η πιο πλούσια σε επεισόδια, δηλαδή τής διανοητικής ζωής. Η ζωή αυτή εξελίσσεται ίσως μέσα μας ανεπαίσθητα, και τις αλήθειες πού άλλαξαν για μάς το νόημά της και την όψη της, πού μάς άνοιξαν καινούργιους δρόμους, ετοιμαζόμαστε από καιρό να τις ανακαλύψουμε· δίχως όμως να το ξέρουμε· και για μάς χρονολογούνται μόνο απ᾿ την ημέρα, απ᾿ τη στιγμή πού μάς έγιναν ορατές. Τα λουλούδια πού παιγνίδιζαν τότε στη χλόη, το νερό πού κυλούσε στον ήλιο, όλο το τοπίο πού τα πλαισίωνε, εξακολουθεί να συνοδεύει την ανάμνησή τους, με το ασύνειδο και αφηρημένο τους πρόσωπο· και βέβαια όταν αυτός ο ταπεινός διαβάτης, αυτό το παιδί πού ρέμβαζε, πού τα κοίταζε για πολύ ώρα επίμονα, αυτή η γωνιά τής φύσης, αυτό το κομμάτι τού κήπου, δε θα μπορούσαν να σκεφτούν πώς χάρη σ᾿ αυτόν, θα ήταν δυνατόν να επιζήσουν με τις πιο εφήμερες ιδιοτυπίες τους· κι όμως αυτό το άρωμα τής ασπραγκαθιάς πού τριγυρνάει από λουλούδι σε λουλούδι σ᾿ όλο το φράχτη, όπου οι αγριοτριανταφυλλιές θα το αντικαταστήσουν σε λίγο, ο κρότος από βήματα χωρίς αντίλαλο πάνω στο χαλίκι μιας αλέας, μια φυσαλίδα πού σχηματίζει πλάι σ᾿ ένα υδρόβιο φυτό το νερό τού ποταμού και σκάει αμέσως, όλα αυτά η έξαρση μου τα κράτησε, και κατόρθωσε να τα κάνει να περάσουν από τόσα διαδοχικά χρόνια, ενώ ολόγυρα τα μονοπάτια έσβησαν και πέθαναν αυτοί πού τα πάτησαν. Κάποτε αυτό το κομμάτι ενός τοπίου, πού έφτασε έτσι ως σήμερα, ξεκόβεται τόσο απομονωμένο απ᾿ όλα, ώστε επιπλέει αβέβαιο στη σκέψη μου σαν ένα ολάνθιστο τοπἰο, χωρίς να μπορώ να πω από ποια χώρα, από ποιαν εποχή, ίσως κι απλούστατα από ποιο όνειρο, έρχεται. Αλλά κυρίως σαν βαθειά κοιτάσματα τού ψυχικού μου εδάφους, θα πρέπει να σκέφτομαι τη μεριά τής Μεζεγκλίζ και τη μεριά τού Γκερμάντ. Επειδή πίστευα στα πράγματα, στους ανθρώπους, καθώς περιφερόμουνα σ᾿ αυτές τις δυο μεριές, γι αυτό ακριβώς τα πράγματα κι οι άνθρωποι πού μού γνώρισαν, είναι τα μόνα πού λογαριάζω ακόμα σοβαρά και πού με κάνουν ακόμα να χαίρομαι. Είτε γιατί η δημιουργική πίστη στέρεψε πια μέσα μου, είτε γιατί η πραγματικότητα διαμορφώνεται μόνο στη μνήμη, τα λουλούδια πού μού δείχνουν τώρα για πρώτη φορά, δεν μού φαίνονται σαν αληθινά λουλούδια. Κι επειδή υπάρχει κάτι το ατομικό στους τόπους, όταν με πιάνει η επιθυμία να ξαναδώ τη μεριά τού Γκερμάντ, δεν θα την ικανοποιούσα αν με οδηγούσαν στην άκρη ενός ποταμού, όπου θα υπήρχαν το ίδιο ή και ομορφότερα νούφαρα απ᾿ ό,τι στη Βιβόν, όπως και δε θα επιθυμούσα το βράδυ επιστρέφοντας την ώρα πού ξυπνούσε μέσα μου αυτό το άγχος πού αργότερα μετατοπίζεται στον έρωτα, και μπορεί να μείνει αχώριστα μαζί του για πάντα, να ρθει να μού πει καληνύχτα μια μητέρα κι ας είναι πιο όμορφη και πιο έξυπνη από τη δική μου. Όχι· κι ακριβώς όπως αυτό πού χρειαζόμουν για να μπορέσω να κοιμηθώ ευτυχισμένος — μ᾿ εκείνη την ατάραχη γαλήνη πού καμιά ερωμένη δεν μπόρεσε από τότε να μού δώσει, αφού αμφιβάλλουμε γι αυτές ακόμα και τη στιγμή πού τις πιστεύουμε, κι αφού δεν αποκτούμε ποτέ την καρδιά τους με τον τρόπο πού δεχόμουν μ᾿ ένα φιλί ολόκληρη την καρδιά τής μητέρας μου, δίχως την επιφύλαξη μιας υστερόβουλης σκέψης, δίχως το κατάλοιπο μιας επιθυμίας πού δε θ᾿ απευθυνόταν σε μένα — ήταν να έρθει η ίδια, να σκύψει κοντά μου, αυτό το πρόσωπο πού είχε κάτω απ᾿ το μάτι κάτι, πού ήταν ελάττωμα όπως λένε, και πού το αγαπούσα κι αυτό όσο και το υπόλοιπο πρόσωπο· έτσι, αυτό πού θέλω να ξαναδώ, είναι η μεριά τού Γκερμάντ πού γνώρισα, με το αγρόκτημα το κάπως πιο απόμερο απ᾿ τα δυο επόμενα, στην είσοδο τής αλέας με τις βαλανιδιές· είναι αυτά τα λειβάδια, όπου όταν ο ήλιος τα κάνει ν᾿ αντιφεγγίζουν σα βάλτος, διαγράφονται τα φύλλα από τις μηλιές` είναι αυτό το τοπίο πού συχνά τη νύχτα μέσα στα όνειρά μου, η μοναδικότητά του μ᾿ αγκαλιάζει μ᾿ αφάνταστη δύναμη και πού δεν μπορώ να την ξαναβρώ όταν ξυπνήσω. Επειδή έδεσαν ίσως αδιαχώριστα μέσα μου διαφορετικές εντυπώσεις, μόνο και μόνο κάνοντάς με να τις νιώσω ταυτόχρονα, η μεριά τής Μεζεγκλίζ ή η μεριά τού Γκερμάντ, με οδήγησαν αργότερα σε πολλές απογοητεύσεις, ακόμα και λάθη. Γιατί συχνά θέλησα να ξαναδώ ένα πρόσωπο δίχως να αντιληφθώ πώς το ήθελα μόνο γιατί μού θύμιζε ένα φράχτη από ασπραγκαθιές, και έφτασα να πιστέψω ή να κάνουν να πιστέψουν στο ξαναζέσταμα μιας συμπάθειας, μόνο και μόνο απ᾿ την επιθυμία μου να ταξιδέψω. Όταν σε καλοκαιριάτικες νύχτες ο ουρανός βροντά σαν άγριο θηρίο κι όλοι τα βάζουν με τη θύελλα, στη μεριά τής Μεζεγκλίζ χρωστώ το ότι μένω μόνος εγώ εκστατικός, ν᾿ αναπνέω μέσα στο θόρυβο τής βροχής πού πέφτει, το άρωμα από αόρατες κι επίμονες πασχαλιές.
Έτσι έμενα συχνά ως το πρωί, ν᾿ αναλογίζομαι τον καιρό στο Κομπραί τις θλιμμένες μου άυπνες νύχτες, αλλά και τις τόσες μέρες πού η εικόνα τους μού είχαν ξαναδοθεί πιο πρόσφατα από τη γεύση από ένα φλυτζάνι τσάι και με το συνειρμό των αναμνήσεων, αυτά, πού χρόνια αφού εγκατέλειψα τη μικρή εκείνη πόλη είχα μάθει σχετικά μ᾿ έναν έρωτα τού Σουάν πριν ακόμα γεννηθώ, με την ακρίβεια στις λεπτομέρειες πού εξασφαλίζεται συχνά πιο εύκολα για τη ζωή ανθρώπων νεκρών πριν από αιώνες, παρά για τη ζωή των καλύτερων φίλων μας. Όλες αυτές οι αναμνήσεις στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, αποτελούσαν πια έναν όγκο στον οποίο μπορούσες ωστόσο να διακρίνεις ανάμεσα τους — ανάμεσα στις πιο παλιές και τις πιο πρόσφατες, κι ακόμα σ᾿ αυτές πού δεν ήταν παρά αναμνήσεις κάποιου άλλου απ᾿ τον οποίο τις είχα μάθει—αν όχι πραγματικές ρωγμές, αλλά τουλάχιστον εκείνες τις φλέβες, εκείνο το ανακάτωμα, πού σ᾿ ορισμένα πετρώματα, σ᾿ ορισμένα μάρμαρα, αποκαλύπτουν διαφορές στην προέλευση, στην ηλικία, στη διαμόρφωση.