Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο
Μυθιστορηματική ανθολόγηση.
Μια εισαγωγή
Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ):
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)
Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μάς φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα τής ασύνειδης, σε σχέση με τη "συνειδητή" μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού τής μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;
Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι — σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά — στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα τού χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα, για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος τού Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης (τής ασύνειδης), — έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος — αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
«Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθιά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο· και πως το ταξίδι που, άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που — απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων — είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης, όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία τού Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης τού Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός, "Από τη μεριά του Σουάν".
Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ):
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)
Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μάς φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα τής ασύνειδης, σε σχέση με τη "συνειδητή" μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού τής μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;
Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι — σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά — στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα τού χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα, για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος τού Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης (τής ασύνειδης), — έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος — αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
«Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθιά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο· και πως το ταξίδι που, άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που — απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων — είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης, όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία τού Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης τού Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός, "Από τη μεριά του Σουάν".
Από τη μεριά τού Σουάν. Τόμος 1ος "Κομπραί"
Μυθιστορηματική ανθολόγηση,
Μυθιστορηματική (όχι αποσπασματική), με την έννοια ότι παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(Οι υπότιτλοι είναι δικοί μου, και με πράσινο τα κομμάτια που κατά την προσωπική μου γνώμη αναδεικνύουν το πολύ ιδιαίτερο ύφος τού Προυστ αισθητικά και φιλοσοφικά)
1. Οι διαλείψεις τού ύπνου. Το τυχαίο πού τρέφει την ελπίδα για να ακολουθήσει η διάψευση.
Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα να αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος». Και μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πώς καιρός ήταν πια να αναζητήσω τον ύπνο, με ξυπνούσε· ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο πού νόμιζα πώς κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως· δεν είχα πάψει όσο κοιμόμουν να κάνω συλλογισμούς πάνω σ᾿ ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο είχα την εντύπωση πώς ήμουν ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησιά, ένα κουαρτέτο, Αυτή η πεποίθηση βαστούσε λίγα δευτερόλεπτα ύστερα από το ξύπνιο μου. Ύστερα η πεποίθηση αυτή άρχιζε να μού γίνεται ακατανόητη, όπως οι σκέψεις μιας προγενέστερης ζωής· την ίδια στιγμή ξανάβρισκα το φως μου κι απορούσα βλέποντας γύρω μου ένα σκοτάδι, απαλό και ξεκουραστικό για τα μάτια μου, κι ίσως πιότερο ακόμα για το μυαλό μου. Αναρωτιόμουν τί ώρα να ναι άκουγα το σφύριγμα των τραίνων, πού κοντινό ή απόμακρο, όπως κελάηδημα πουλιού στο δάσος, φανερώνει τις αποστάσεις και μού περιχάραζε την έκταση τού έρημου κάμπου.
Ακουμπούσα τρυφερά τα μάγουλά μου πάνω στα όμορφα και τρυφερά μαξιλάρια. Άναβα ένα σπίρτο για να κοιτάξω το ρολόι μου. Σχεδόν μεσάνυχτα. Είναι η στιγμή πού ο άρρωστος, αναγκασμένος να φύγει ταξίδι και να κοιμηθεί σ᾿ ένα άγνωστο ξενοδοχείο, ξυπνά από μια ξαφνική κρίση, και χαίρεται βλέποντας κάτω από την πόρτα μια γραμμή από το φως τής μέρας. Τι ευτυχία είναι κιόλας πρωί! Σε λίγο θα σηκωθούν οι υπηρέτες, θα μπορεί να χτυπήσει το κουδούνι, θα ᾿ρθουν να τού προσφέρουν βοήθεια. Η ελπίδα πώς θα ανακουφιστεί τού δίνει δύναμη να υπομείνει. Να, τού φάνηκε κιόλας πώς άκουσε βήματα τα βήματα πλησιάζουν, ύστερα απομακρύνονται. Κι η φωτεινή γραμμή τής μέρας, πού βρισκόταν κάτω από την πόρτα του, έχει εξαφανιστεί. Είναι μεσάνυχτα μόλις έσβησαν το γκάζι ο τελευταίος υπηρέτης έφυγε και θα πρέπει τώρα να μείνει όλη τη νύχτα υποφέροντας, χωρίς γιατρικό.
Μ᾿ έπαιρνε ξανά ο ύπνος και συχνά ξυπνούσα μόνο για λίγο, για μια στιγμή, για να γευστώ χάρη σ᾿ ένα αμυδρό φως τής συνείδησης, τον ύπνο πού σκέπαζε τα έπιπλα, το δωμάτιο, το σύνολο αυτό στο οποίο εγώ δεν ήμουνα παρά ένα μικρό του κομμάτι και πού γυρνούσα να ενωθώ με την ασύνειδη ύπαρξή μου. Ή ακόμα, όταν μέσα στο ύπνο μου συναντούσα χωρίς προσπάθεια, μια ηλικία από την πρωτινή μου ζωή πού χε διαβεί για πάντα, και ξανάβρισκα μιαν από τις παιδικές μου φοβίες, — μήπως λόγου χάριν ο μεγάλος μου θείος με τραβήξει από τις μπούκλες των μαλλιών μου— , φοβία πού χε διαλυθεί τη μέρα πού μού τις έκοψαν.
Μερικές φορές, όπως η Εύα γεννήθηκε από μια πλευρά τού Αδάμ, μια γυναίκα γεννιόταν, όσο εγώ κοιμόμουν, από μια άβολη θέση τού σώματός μου. Φτιαγμένη από την ηδονή πού ήμουν έτοιμος να γευτώ, φανταζόμουν πώς εκείνη ήταν πού μού την πρόσφερε. Το κορμί μου, νιώθοντας μέσα στο δικό της τη δική μου ζεστασιά, γύρευε να σμίξει μαζί του, ξυπνούσα. Αν όπως τύχαινε καμιά φορά, είχε τα χαραχτηριστικά μιας γυναίκας πού είχα γνωρίσει στη ζωή, ήθελα να αφοσιωθώ ολότελα σ᾿ αυτό το σκοπό: να την ξαναβρώ, σαν αυτούς πού φεύγουν ταξίδι για να δουν με τα μάτια τους μια πολυπόθητη πολιτεία και φαντάζονται πώς μπορούν να γευστούν στη πραγματικότητα την γοητεία τού ονείρου. Σιγά σιγά η ανάμνηση της έσβηνε, είχα ξεχάσει τα κορίτσι που είδα στο όνειρό μου.
Ένας άνθρωπος πού κοιμάται κρατά σε κύκλο ολόγυρά του, το νήμα πού δένει τις ώρες, την τάξη πού ακολουθούν τα χρόνια κι οι κόσμοι. Τα συμβουλεύεται όλ᾿ αυτά με το ένστικτό του μόλις ξυπνήσει και διαβάζει σ᾿ ένα δευτερόλεπτο το σημείο τής γης πού κατέχει ο ίδιος, το χρόνο πού κύλισε όσο κοιμόταν, όμως οι σειρές μπορούν να μπερδευτούν, να κοπούν. Αν τα ξημερώματα, ύστερα από αϋπνία, τον πάρει ο ύπνος ενώ διαβάζει, σε μια στάση πολύ διαφορετική απ᾿ αυτή πού συνηθίζει όταν κοιμάται, τότε το υψωμένο χέρι του αρκεί να σταματήσει το ήλιο, και στην πρώτη στιγμή τού ξύπνου του δεν θα γνωρίζει πια την ώρα, θα έχει την εντύπωση πώς μόλις έπεσε να κοιμηθεί. Αρκούσε όμως στο ίδιο μου το κρεβάτι, να ᾿ναι βαθύς ο ύπνος για να ηρεμήσει εντελώς το μυαλό μου· τότε όταν ξυπνούσα στη μέση τής νύχτας, δεν γνώριζα την πρώτη στιγμή, ούτε καν ποιος ήμουν· είχα μόνο την αίσθηση τής ύπαρξης στην πρώτη της απλότητα, έτσι όπως μπορεί να σαλέψει στα κατάβαθα ενός ζώου· ήμουν πιο απογυμνωμένος από τον άνθρωπο των σπηλαίων· τότε όμως η ανάμνηση κάποιων τόπων όπου είχα ζήσει κι όπου θα μπορούσα να βρίσκομαι, ερχόταν σαν μια βοήθεια για να με ανασύρει από την ανυπαρξία απ᾿ όπου δεν μπορούσα να βγω μόνος μου δρασκέλιζα σ᾿ ένα δευτερόλεπτο αιώνες πολιτισμού, και οι εικόνες με λάμπες πετρελαίου πού είχα θολά ξεχωρίσει, κι έπειτα τα πουκάμισα με τούς κατεβαστούς γιακάδες, ανασύνθεταν σιγά-σιγά τα πρωτότυπα χαραχτηριστικά τού εγώ μου.
2. Η μνήμη τού σώματος θυμάται, όταν η σκέψη διστάζει ακόμα στο κατώφλι των καιρών. Η δύναμη τής συνήθειας: Αναλαμβάνει να κάνει οικείο τον άγνωστο χώρο, να γλυκάνει το αίσθημα τού άγνωστου.
Το κορμί μου γύρευε, ανάλογα με τη μορφή τής κούρασής του, να επισημάνει τη θέση πού είχαν τα μέλη του, για να μπορέσει να συμπεράνει την κατεύθυνση τού τοίχου, τη θέση των επίπλων, για ν᾿ ανασυγκροτήσει και να προσδιορίσει τον τόπο όπου βρισκόταν. Η μνήμη του, η μνήμη πού είχαν τα πλευρά, τα γόνατα, οι ώμοι του, τού πρόσφερνε διαδοχικά πολλά απ᾿ τα δωμάτια όπου είχε κοιμηθεί, ενώ ολόγυρά του οι αόρατοι τοίχοι, στροβιλίζονταν μες τα σκοτάδια. Και πριν ακόμα η σκέψη μου, πού δίσταζε στο κατώφλι των καιρών και των σχημάτων μπορέσει να προσδιορίσει το σπίτι, το κορμί μου θυμόταν για το καθένα, το είδος τού κρεβατιού, τη θέση πού είχαν οι πόρτες, πώς φώτιζαν τα παράθυρα, ακόμα και τη σκέψη πού είχα, όταν αποκοιμήθηκα εκεί. Η μουδιασμένη μου πλευρά, αναζητώντας να μαντέψει τον προσανατολισμό της, φανταζόταν πώς βρισκόταν ξαπλωμένη απέναντι στον τοίχο σ᾿ ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό, κι αμέσως αναλογιζόμουν: «Για φαντάσου, τελικά με πήρε ο ύπνος, μ᾿ όλο πού η μαμά δεν ήρθε να μού πει καληνύχτα». Βρισκόμουν στην εξοχή, στου παππού μου[1], πού ᾿χε πεθάνει χρόνια τώρα και το κορμί μου, η πλευρά πού πάνω της ακουμπούσα, πιστοί φύλακες από ένα παρελθόν πού το μυαλό μου δεν θα ᾿πρεπε ποτέ να χε ξεχάσει, μού θύμιζαν την φλόγα τής καντήλας από γυαλί Βοημίας, το τζάκι από μάρμαρο Σιέννας[2] στην κρεβατοκάμαρά μου, στο σπίτι των παππούδων μου στο Κομπραί [3] , στις μακρινές εκείνες μέρες πού τη στιγμή αυτή τις φανταζόμουν τωρινές, και πού θα τις ξανάβλεπα καλύτερα σε λίγο όταν θα ᾿χα ξυπνήσει ολότελα.
Ύστερα ξαναγεννιόταν η ανάμνηση μιας διαφορετικής στάσης· βρισκόμουν στο δωμάτιό μου στης Κυρίας ντε Σαιν-Λου, στην εξοχή· θα ναι τουλάχιστον δέκα η ώρα και θα πρέπει να τέλειωσαν το δείπνο! Θα παρατράβηξα φαίνεται τον ύπνο πού παίρνω κάθε βράδυ, μόλις γυρίσω από τον περίπατο μου με την Κυρία ντε Σαιν-Λου, πριν φορέσω κάτι επίσημο για το δείπνο.
Η σύντομη αβεβαιότητά μου για το χώρο όπου βρισκόμουν δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει καλύτερα τις διαφορετικές εικασίες πού την αποτελούσαν. Είχα όμως ξαναδεί, πότε το να και πότε το άλλο απ᾿ τα δωμάτια πού είχα κατοικήσει στη ζωή μου, και τελικά τα ξαναθυμόμουν όλα, στα μεγάλα ονειροπολήματα πού ακολουθούσαν το ξύπνημά μου: δωμάτια χειμωνιάτικα όπου σαν μένεις ξαπλωμένος, μαζεύεις το κεφάλι σου σε μια φωλιά πού την πλέκεις με τα πιο παράταιρα πράγματα όπου σαν κάνει παγωνιά, νιώθεις μιαν ευχαρίστηση, γιατί αισθάνεσαι απομονωμένος από το έξω κόσμο με τη φωτιά να καίει στο τζάκι όλη νύχτα, σαν το πετροχελίδονο πού χει τη φωλιά του στο βάθος μιας σπηλιάς στη ζεστασιά τής γης· δωμάτια καλοκαιρινά, όπου το φεγγαρόφωτο καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα παντζούρια, ρίχνει ως τα πόδια τού κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα. Κάποτε σε δωμάτιο σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, με μικρή και τόσο ψηλοτάβανη κάμαρα σκαμμένη σε σχήμα πυραμίδας, όπου, από την πρώτη στιγμή με δηλητηρίασε ψυχικά η άγνωστη μυρωδιά τού βετιβέρ, βέβαιος πώς μού ήταν εχθρικές οι μενεξεδιές κουρτίνες και βέβαιος για την αυθάδικη αδιαφορία τού μεγάλου ρολογιού πού φλυαρούσε δυνατά, σαν να μην ήμουν εκεί· όπου ένας παράξενος και ανελέητος καθρέπτης, έσκαβε οδυνηρά μέσα στη γλυκιά πληρότητα τού συνηθισμένου μου οπτικού πεδίου, μια απρόβλεπτη θέση για τον εαυτό του· όπου η σκέψη μου, πασχίζοντας να τεντωθεί τού ύψους, για να πάρει ακριβώς το σχήμα τής κάμαρας και να μπορέσει να γεμίσει ως απάνω το γιγάντιο χωνί της, είχε υποφέρει πολλές σκληρές νύχτες, ώσπου η συνήθεια ν᾿ αλλάξει το χρώμα στις κουρτίνες, να κάνει το ρολόι να σωπάσει, να διδάξει τον οίκτο στον αδυσώπητο καθρέπτη, να καλύψει τη μυρωδιά τού βετιβέρ, και να ελαττώσει το ύψος τού ταβανιού. Η συνήθεια! τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, αλλά σιγά-σιγά, κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα η σκέψη μας, θα ήταν ανίκανη να κάνει κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Βέβαια, τώρα είχα ξυπνήσει εντελώς, κι ο καλός άγγελος τής βεβαιότητας είχε τοποθετήσει στη θέση τους, το κομμό μου, το γραφείο μου, το τζάκι, το παράθυρο και τις δύο πόρτες. Παρ όλο πού ήξερα πώς δεν βρισκόμουν στις κατοικίες αυτές, πού η άγνοια μου όταν ξυπνούσα με είχε κάνει να πιστέψω την παρουσία τους, η μνήμη μου ωστόσο είχε τεθεί σε κίνηση· το πιο πολύ τής νύχτας το περνούσα ξαναφέρνοντας στο νου μου την παλιά ζωή μας στο Κομπραί [3] στης μεγάλης μου θείας, στο Μπαλμπέκ [4], στο Παρίσι, στη Ντοσιέρ[5], στη Βενετία ή αλλού, αναπολώντας τα πρόσωπα πού ᾿χα γνωρίσει, ό,τι είχα δει κι ό,τι μού είχαν διηγηθεί για τα πρόσωπα αυτά.
Ύστερα ξαναγεννιόταν η ανάμνηση μιας διαφορετικής στάσης· βρισκόμουν στο δωμάτιό μου στης Κυρίας ντε Σαιν-Λου, στην εξοχή· θα ναι τουλάχιστον δέκα η ώρα και θα πρέπει να τέλειωσαν το δείπνο! Θα παρατράβηξα φαίνεται τον ύπνο πού παίρνω κάθε βράδυ, μόλις γυρίσω από τον περίπατο μου με την Κυρία ντε Σαιν-Λου, πριν φορέσω κάτι επίσημο για το δείπνο.
Η σύντομη αβεβαιότητά μου για το χώρο όπου βρισκόμουν δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει καλύτερα τις διαφορετικές εικασίες πού την αποτελούσαν. Είχα όμως ξαναδεί, πότε το να και πότε το άλλο απ᾿ τα δωμάτια πού είχα κατοικήσει στη ζωή μου, και τελικά τα ξαναθυμόμουν όλα, στα μεγάλα ονειροπολήματα πού ακολουθούσαν το ξύπνημά μου: δωμάτια χειμωνιάτικα όπου σαν μένεις ξαπλωμένος, μαζεύεις το κεφάλι σου σε μια φωλιά πού την πλέκεις με τα πιο παράταιρα πράγματα όπου σαν κάνει παγωνιά, νιώθεις μιαν ευχαρίστηση, γιατί αισθάνεσαι απομονωμένος από το έξω κόσμο με τη φωτιά να καίει στο τζάκι όλη νύχτα, σαν το πετροχελίδονο πού χει τη φωλιά του στο βάθος μιας σπηλιάς στη ζεστασιά τής γης· δωμάτια καλοκαιρινά, όπου το φεγγαρόφωτο καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα παντζούρια, ρίχνει ως τα πόδια τού κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα. Κάποτε σε δωμάτιο σε στυλ Λουδοβίκου 14ου, με μικρή και τόσο ψηλοτάβανη κάμαρα σκαμμένη σε σχήμα πυραμίδας, όπου, από την πρώτη στιγμή με δηλητηρίασε ψυχικά η άγνωστη μυρωδιά τού βετιβέρ, βέβαιος πώς μού ήταν εχθρικές οι μενεξεδιές κουρτίνες και βέβαιος για την αυθάδικη αδιαφορία τού μεγάλου ρολογιού πού φλυαρούσε δυνατά, σαν να μην ήμουν εκεί· όπου ένας παράξενος και ανελέητος καθρέπτης, έσκαβε οδυνηρά μέσα στη γλυκιά πληρότητα τού συνηθισμένου μου οπτικού πεδίου, μια απρόβλεπτη θέση για τον εαυτό του· όπου η σκέψη μου, πασχίζοντας να τεντωθεί τού ύψους, για να πάρει ακριβώς το σχήμα τής κάμαρας και να μπορέσει να γεμίσει ως απάνω το γιγάντιο χωνί της, είχε υποφέρει πολλές σκληρές νύχτες, ώσπου η συνήθεια ν᾿ αλλάξει το χρώμα στις κουρτίνες, να κάνει το ρολόι να σωπάσει, να διδάξει τον οίκτο στον αδυσώπητο καθρέπτη, να καλύψει τη μυρωδιά τού βετιβέρ, και να ελαττώσει το ύψος τού ταβανιού. Η συνήθεια! τα ρυθμίζει όλα επιδέξια, αλλά σιγά-σιγά, κι αφήνει στην αρχή τη σκέψη μας να υποφέρει για βδομάδες σε μια κατάσταση προσωρινότητας αλλά η σκέψη μας μολαταύτα την αποδέχεται με χαρά, γιατί χωρίς τη συνήθεια και με τα δικά της μόνο μέσα η σκέψη μας, θα ήταν ανίκανη να κάνει κατοικήσιμο ένα σπίτι.
Βέβαια, τώρα είχα ξυπνήσει εντελώς, κι ο καλός άγγελος τής βεβαιότητας είχε τοποθετήσει στη θέση τους, το κομμό μου, το γραφείο μου, το τζάκι, το παράθυρο και τις δύο πόρτες. Παρ όλο πού ήξερα πώς δεν βρισκόμουν στις κατοικίες αυτές, πού η άγνοια μου όταν ξυπνούσα με είχε κάνει να πιστέψω την παρουσία τους, η μνήμη μου ωστόσο είχε τεθεί σε κίνηση· το πιο πολύ τής νύχτας το περνούσα ξαναφέρνοντας στο νου μου την παλιά ζωή μας στο Κομπραί [3] στης μεγάλης μου θείας, στο Μπαλμπέκ [4], στο Παρίσι, στη Ντοσιέρ[5], στη Βενετία ή αλλού, αναπολώντας τα πρόσωπα πού ᾿χα γνωρίσει, ό,τι είχα δει κι ό,τι μού είχαν διηγηθεί για τα πρόσωπα αυτά.
[1] Ο παππούς μου: ο πατέρας τής μητέρας τού αφηγητή.
[2] Σιένα: Ιταλική πόλη στην Τοσκάνη.
[3] Κομπραί: Φανταστικό.Το Κομπραί τού Προυστ είναι στην πραγματικότητα το Ιλλιέ κοντά στη Σαρτρ.
[4]Μπαλμπέκ: Φανταστικό τοπίο το ὁποῖο ο Προυστ τοποθετεί στη Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τα Νορμανδικά τοπία Κανπούρ, Ἐβιάν, Τρουβίλ. Πηγή: Μαρσέλ Προυστ "Μια Βιογραφία" από τον George Painter εκδόσεις Χατζηνικολή.
[5] Ντοσιέρ: Πόλη φανταστική με στρατιωτική φρουρά. Συσχετίζεται με το Φοντενεμπλό, τις Βερσαλλίες, την Ορλεάνη.
[2] Σιένα: Ιταλική πόλη στην Τοσκάνη.
[3] Κομπραί: Φανταστικό.Το Κομπραί τού Προυστ είναι στην πραγματικότητα το Ιλλιέ κοντά στη Σαρτρ.
[4]Μπαλμπέκ: Φανταστικό τοπίο το ὁποῖο ο Προυστ τοποθετεί στη Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τα Νορμανδικά τοπία Κανπούρ, Ἐβιάν, Τρουβίλ. Πηγή: Μαρσέλ Προυστ "Μια Βιογραφία" από τον George Painter εκδόσεις Χατζηνικολή.
[5] Ντοσιέρ: Πόλη φανταστική με στρατιωτική φρουρά. Συσχετίζεται με το Φοντενεμπλό, τις Βερσαλλίες, την Ορλεάνη.
3. Η ανησυχία για το φιλί τής μητέρας πριν το βραδινό ύπνο και η οδύνη πού ακολουθούσε το φιλί, στη σκέψη πώς θα ᾿μενα ξανά μόνος.
Στο Κομπραί, κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε το απόγευμα, πολλή ώρα πριν από τη στιγμή πού θα ᾿πρεπε να πάω στο κρεβάτι, και να μείνω χωρίς να κοιμηθώ μακριά απ᾿ τη μητέρα μου και τη γιαγιά[1] μου, η κρεβατοκάμαρά μου, ξαναγινόταν το σταθερό κι οδυνηρό σημείο πού συγκέντρωνε τις ανησυχίες μου. Είχαν βέβαια σοφιστεί για να ξεγνοιάζω τα βράδια πού έβρισκαν πώς είχα πολύ θλιμμένη όψη, να μού δώσουν ένα μαγικό φανό πού αντικαθιστούσε την αδιαπέραστη επιφάνεια των τοίχων με άυλους ιριδισμούς, με υπερφυσικές πολύχρωμες οπτασίες, όπου οι θρύλοι έλεγες πώς ζωγραφίζονταν πάνω σ᾿ ένα βιτρό τρεμουλιαστό και στιγμιαίο.
Με τον απότομο βηματισμό τού αλόγου του, ο αρχιδικαστής Γκολό, γεμάτος από φριχτές διαθέσεις, προχωρούσε πηδηχτά προς τον πύργο τής δυστυχισμένης Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν[2]. Ο πύργος αυτός διαγραφόταν από μια καμπύλη γραμμή, πού ήταν μόνο μια άκρη τού πύργου κι είχε μπροστά της μια χέρσα γη, όπου ονειροπολούσε η Ζενεβιέβ, φορώντας γαλάζια ζώνη. Με γοήτευαν βέβαια αυτές οι εντυπωσιακές προβολές, πού ήταν σα να έβγαιναν από κάποιο μεσαιωνικό παρελθόν κι έφερναν τριγύρω μου τόσο παλιές ανταύγειες τής ιστορίας. Είναι ωστόσο ανείπωτη η δυσφορία πού μού προκαλούσε αυτή η εισβολή τού μυστηρίου, σε μια κάμαρα πού είχα γεμίσει τόσο πολύ με το εγώ μου. Και μόλις κτυπούσαν το καμπανάκι για το δείπνο, βιαζόμουν να τρέξω στην τραπεζαρία, όπου η μεγάλη κρεμαστή λάμπα πού αγνοούσε τον Γκολό και τον Κυανοπώγωνα[4] , σκορπούσε το ίδιο φως όπως κάθε βράδυ, και να πέσω στην αγκαλιά τής μαμάς, πού οι δυστυχίες τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν μού την έκαναν ακόμα πιο αγαπητή, ενώ τα εγκλήματα τού Γκολό μ᾿ έκαναν να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα.
Λίγο μετά το δείπνο ήμουν αλοίμονο υποχρεωμένος ν᾿ αφήσω τη μαμά, πού έμενε να κουβεντιάσει με τούς άλλους, στον κήπο αν ήταν καλός ο καιρός, στο σαλονάκι όπου όλοι μαζεύονταν, αν είχε κακοκαιρία. Όλοι εκτός από τη γιαγιά μου, πού έβρισκε «πώς ήταν κρίμα να μένει κανείς κλεισμένος μέσα, όταν βρίσκεται στην εξοχή» κι είχε ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου, τις μέρες πού έβρεχε, γιατί εκείνος με έστελνε στο δωμάτιό μου να διαβάσω. «Δεν πρόκειται έτσι να τον κάνετε γερό και δραστήριο», έλεγε μελαγχολικά, «και μάλιστα αυτόν το μικρό πού έχει τόση ανάγκη ν᾿ αποκτήσει δυνάμεις και θέληση».
Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πώς η μαμά θα ᾿ρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα ώστε η στιγμή πού άκουγα να ανεβαίνει, ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελλε τη στιγμή πού θ᾿ ακολουθούσε, όταν θα μ᾿ άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. Κι έτσι αυτό το καληνύχτισμα, πού τ᾿ αγαπούσα τόσο, έφτανα στο σημείο να εύχομαι να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, για να παραταθεί ο χρόνος τής ανάπαυλας, όπου δεν είχε έρθει ακόμα η μαμά. Η παραχώρηση πού έκανε στη θλίψη μου και στην ταραχή μου, ανεβαίνοντας να με φιλήσει, φέρνοντάς μου αυτό το φιλί τής γαλήνης, νευρίαζε τον πατέρα μου, πού έβρισκε παράλογες αυτές τις τελετές, και η ίδια προσπαθούσε να με κάνει να χάσω αυτήν μου την ανάγκη . Όμως οι βραδιές αυτές, όταν η μαμά έμενε τόσο λίγο στο δωμάτιο μου, ήταν γλυκιές σε σύγκριση με τις άλλες, όταν είχαν κόσμο στο δείπνο και γι αυτό το λόγο δεν ανέβαινε να μού πει καληνύχτα.
Με τον απότομο βηματισμό τού αλόγου του, ο αρχιδικαστής Γκολό, γεμάτος από φριχτές διαθέσεις, προχωρούσε πηδηχτά προς τον πύργο τής δυστυχισμένης Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν[2]. Ο πύργος αυτός διαγραφόταν από μια καμπύλη γραμμή, πού ήταν μόνο μια άκρη τού πύργου κι είχε μπροστά της μια χέρσα γη, όπου ονειροπολούσε η Ζενεβιέβ, φορώντας γαλάζια ζώνη. Με γοήτευαν βέβαια αυτές οι εντυπωσιακές προβολές, πού ήταν σα να έβγαιναν από κάποιο μεσαιωνικό παρελθόν κι έφερναν τριγύρω μου τόσο παλιές ανταύγειες τής ιστορίας. Είναι ωστόσο ανείπωτη η δυσφορία πού μού προκαλούσε αυτή η εισβολή τού μυστηρίου, σε μια κάμαρα πού είχα γεμίσει τόσο πολύ με το εγώ μου. Και μόλις κτυπούσαν το καμπανάκι για το δείπνο, βιαζόμουν να τρέξω στην τραπεζαρία, όπου η μεγάλη κρεμαστή λάμπα πού αγνοούσε τον Γκολό και τον Κυανοπώγωνα[4] , σκορπούσε το ίδιο φως όπως κάθε βράδυ, και να πέσω στην αγκαλιά τής μαμάς, πού οι δυστυχίες τής Ζενεβιέβ ντε Μπραμπάν μού την έκαναν ακόμα πιο αγαπητή, ενώ τα εγκλήματα τού Γκολό μ᾿ έκαναν να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα.
Λίγο μετά το δείπνο ήμουν αλοίμονο υποχρεωμένος ν᾿ αφήσω τη μαμά, πού έμενε να κουβεντιάσει με τούς άλλους, στον κήπο αν ήταν καλός ο καιρός, στο σαλονάκι όπου όλοι μαζεύονταν, αν είχε κακοκαιρία. Όλοι εκτός από τη γιαγιά μου, πού έβρισκε «πώς ήταν κρίμα να μένει κανείς κλεισμένος μέσα, όταν βρίσκεται στην εξοχή» κι είχε ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου, τις μέρες πού έβρεχε, γιατί εκείνος με έστελνε στο δωμάτιό μου να διαβάσω. «Δεν πρόκειται έτσι να τον κάνετε γερό και δραστήριο», έλεγε μελαγχολικά, «και μάλιστα αυτόν το μικρό πού έχει τόση ανάγκη ν᾿ αποκτήσει δυνάμεις και θέληση».
Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πώς η μαμά θα ᾿ρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα ώστε η στιγμή πού άκουγα να ανεβαίνει, ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελλε τη στιγμή πού θ᾿ ακολουθούσε, όταν θα μ᾿ άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. Κι έτσι αυτό το καληνύχτισμα, πού τ᾿ αγαπούσα τόσο, έφτανα στο σημείο να εύχομαι να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, για να παραταθεί ο χρόνος τής ανάπαυλας, όπου δεν είχε έρθει ακόμα η μαμά. Η παραχώρηση πού έκανε στη θλίψη μου και στην ταραχή μου, ανεβαίνοντας να με φιλήσει, φέρνοντάς μου αυτό το φιλί τής γαλήνης, νευρίαζε τον πατέρα μου, πού έβρισκε παράλογες αυτές τις τελετές, και η ίδια προσπαθούσε να με κάνει να χάσω αυτήν μου την ανάγκη . Όμως οι βραδιές αυτές, όταν η μαμά έμενε τόσο λίγο στο δωμάτιο μου, ήταν γλυκιές σε σύγκριση με τις άλλες, όταν είχαν κόσμο στο δείπνο και γι αυτό το λόγο δεν ανέβαινε να μού πει καληνύχτα.
[1] Γιαγιά μου: Η μητέρα τής μητέρας τού αφηγητή, η Μπατίλντ.
[2] Μαγικός φανός: Προβάλλει σταθερές εἰκόνες ζωγραφισμένες σε γυαλί. Κάποια ἐντύπωση κίνησης δίδεται από τη σειρά τής διαδοχικής προβολής
[3] Ζενεβιέβ Μπραμπάν: ηρωίδα λαϊκού θρύλου τού μεσαίωνα. Ο φεουδάρχης αρχιδικαστής Γκολό, αφού προσπάθησε χωρίς επιτυχία να την κάνει δική του, την κατασυκοφαντεί στο σύζυγό της Σίγκφριντ, που δίνει εντολή να τη σκοτώσουν. Οι υπηρέτες του δεν εκτελούν τη διαταγή, κι ο Σίγκφριντ θα ξανασυναντήσει τη Ζενεβιέβ λίγο πριν απ᾿ το θάνατό της και θ᾿ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
[4] Κυανοπώγων: ήρωας από παραμύθι πού είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του.
[2] Μαγικός φανός: Προβάλλει σταθερές εἰκόνες ζωγραφισμένες σε γυαλί. Κάποια ἐντύπωση κίνησης δίδεται από τη σειρά τής διαδοχικής προβολής
[3] Ζενεβιέβ Μπραμπάν: ηρωίδα λαϊκού θρύλου τού μεσαίωνα. Ο φεουδάρχης αρχιδικαστής Γκολό, αφού προσπάθησε χωρίς επιτυχία να την κάνει δική του, την κατασυκοφαντεί στο σύζυγό της Σίγκφριντ, που δίνει εντολή να τη σκοτώσουν. Οι υπηρέτες του δεν εκτελούν τη διαταγή, κι ο Σίγκφριντ θα ξανασυναντήσει τη Ζενεβιέβ λίγο πριν απ᾿ το θάνατό της και θ᾿ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
[4] Κυανοπώγων: ήρωας από παραμύθι πού είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του.
4.Το φιλελεύθερο πνεύμα τής γιαγιάς, η θλιμμένη αγάπη τού αφηγητή γι αυτή·
η ανησυχία τής γιαγιάς για το μικρό Μαρσέλ.
Τη γιαγιά μου, ότι καιρό κι αν έκανε, ακόμα κι όταν η βροχή ήταν ραγδαία κι η Φρανσουάζ είχε φέρει βιαστικά μέσα τα πολύτιμα ψάθινα έπιπλα, την έβλεπες στον άδειο κήπο πού τον έδερνε η μπόρα, ν᾿ ανασηκώνει τις ακατάστατες και γκρίζες άκρες των μαλλιών της, για να μουσκέψει καλύτερα το μέτωπό της με την υγεία πού έφερνε ο άνεμος και η βροχή. Έλεγε: «Επιτέλους αναπνέουμε!» και διέσχιζε τις κατάβρεχτες αλέες τις υπερβολικά σύμμετρα ευθυγραμμισμένες για το γούστο της, απ᾿ τον καινούργιο κηπουρό, πού τού έλειπε η αίσθηση τής φύσης, με τα ζωηρά πηδηχτά βηματάκια της, ρυθμισμένα πάνω στα διάφορα συναισθήματα πού προκαλούσε στην ψυχή της, η μέθη τής θύελλας, η δύναμη τής υγιεινής, η βλακεία τής διαπαιδαγώγησής μου, η συμμετρία των κήπων, και πολύ λιγότερο η επιθυμία, πού ποτέ της δε γνώρισε, για να προστατέψει από τις λάσπες τη δαμασκηνιά της φούστα.
Όταν τις βόλτες αυτές στον κήπο τις πραγματοποιούσε η γιαγιά μου μετά το δείπνο, ένα μόνο πράγμα είχε τη δύναμη να την κάνει να γυρίσει πίσω: αυτό θα συνέβαινε αν η μεγάλη θεία μου τής φώναζε: «Ματίλντ! έλα λοιπόν να εμποδίσεις τον άντρα σου να πιει κονιάκ!» Πραγματικά, για να την πειράξει η γιαγιά μου είχε φέρει στην οικογένεια τού πατέρα μου ένα πνεύμα τόσο διαφορετικό, ώστε όλοι έκαναν χωρατά μαζί της και την παίδευαν κι επειδή τα λικέρ ήταν απαγορευμένα για τον παππού μου, η μεγάλη μου θεία τού ᾿δινε να πιεί μερικές σταγόνες. Η καημένη η γιαγιά μου, ερχόταν μέσα, θερμοπαρακαλούσε τον άντρα της να μη δοκιμάσει κονιάκ εκείνος θύμωνε, έπινε μολαταύτα τη γουλιά του, κι η γιαγιά μου ξανάφευγε μελαγχολική, απογοητευμένη κι όμως χαμογελαστή, γιατί είχε τόση ταπεινοφροσύνη κι ήταν τόσο γλυκιά, ώστε η καλοσύνη της για τούς άλλους και το λίγο πού την απασχολούσε ο εαυτός της, δένονταν αρμονικά μέσα στο βλέμμα της σ᾿ ένα χαμόγελο, όπου δεν υπήρχε ειρωνεία παρά μόνο για τον ίδιο τον εαυτό της, ενώ για τούς άλλους υπήρχε κάτι σαν φιλί στα μάτια της. Αυτό το μαρτύριο πού τής επέβαλλε η μεγάλη μου θεία, ήταν από τα πράγματα πού τόσο συνηθίζει κανείς να τα βλέπει, ώστε φτάνει αργότερα στο σημείο να τ᾿ αντιμετωπίζει γελώντας, και να παίρνει πια το μέρος τού διώκτη αρκετά ξεκάθαρα κι εύθυμα, για να πείσει τον εαυτό του, πώς δεν πρόκειται για κατατρεγμό. Τότε όμως μού προκαλούσε τέτοια φρίκη πού θα ᾿θελα να μπορούσα να ᾿δερνα τη μεγάλη μου θεία. Όμως μόλις άκουγα: «Ματίλντ! έλα λοιπόν να εμποδίσεις τον άντρα σου να πιει κονιάκ!», δειλός λες και ήμουν άντρας κιόλας, έκανα αυτό πού κάνομε όλοι, όταν είμαστε πια μεγάλοι, όταν βρισκόμαστε μπροστά σ᾿ οδύνες και αδικίες: δεν ήθελα να τη βλέπω ανέβαινα να κλάψω στο πιο ψηλό σημείο τού σπιτιού, κάτω απ τη στέγη. Προορισμένο για χρήση πιο ειδική και χυδαία το καμαράκι αυτό, μού χρησίμεψε καιρό σαν καταφύγιο, για ό,τι απαιτούσε απαραβίαστη μοναξιά: ανάγνωση, ονειροπόληση, δάκρυα και ηδυπάθεια. Αλίμονο! Δεν ήξερα πώς πολύ πιο έντονα απ᾿ τις μικρές αταξίες στη δίαιτα τού συζύγου της, η δική μου έλλειψη θέλησης, η ευαίσθητη υγεία μου, η αβεβαιότητα πού όλα αυτά έριχναν στο μέλλον μου, απασχολούσαν τη γιαγιά μου όσο διαρκούσαν οι ατελείωτες αυτές βόλτες, όπου έβλεπες τ᾿ όμορφο πρόσωπό της, με τα μελαψά και ρυτιδωμένα μάγουλα, και πού πάνω τους στέγνωνε πάντα ένα αθέλητο δάκρυ, φερμένο εκεί απ᾿ το κρύο ή από κάποια δυσάρεστη σκέψη.
Ο Σουάν. Η άγνοια τής οικογένειας σχετικά με τον κοσμικό Σουάν, την είσοδό του στους αριστοκρατικούς κύκλους, παρά την αστική καταγωγή του.
Η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων.
Τα βράδια πού καθισμένοι κάτω απ᾿ τη μεγάλη καστανιά, ακούγαμε στην άκρη τού κήπου, το διπλό και άτολμο κουδούνισμα, απ᾿ το ειδικό καμπανάκι για τούς ξένους, όλοι αναρωτιόνταν αμέσως: «Ποιος να ναι άραγε;» και όμως ήξεραν καλά πώς δεν μπορούσε να ναι άλλος από τον κύριο Σουάν· η μεγάλη μου θεία, μιλώντας δυνατά, για να δώσει το παράδειγμα, έλεγε να μην ψιθυρίζουν έτσι· έλεγε πώς είναι πολύ προσβλητικό για κάποιον πού καταφθάνει να μένει με την εντύπωση πώς οι άλλοι λένε πράγματα πού ο ίδιος δεν πρέπει να ακούσει κι έστελναν σαν ανιχνευτή τη γιαγιά μου, πού πάντα χαιρόταν να βρίσκει αφορμή για να κάνει άλλη μια βόλτα στον κήπο και με την ευκαιρία αυτή αφαιρούσε κρυφά καθώς περνούσε, μερικά στηρίγματα απ᾿ τις τριανταφυλλιές, για να δώσει στα τριαντάφυλλα περισσότερη φυσικότητα, σαν τη μητέρα πού για να τα κάνει να φουσκώσουν, περνά το χέρι στα μαλλιά τού γιου της, πού ο κουρέας τα κόλλησε υπερβολικά.
Περιμέναμε όλοι ανήσυχοι τα νέα πού θα μάς έφερνε η γιαγιά μου απ᾿ τον εχθρό, λες και μπορούσαμε ν᾿ αμφιβάλλουμε ποιος ήταν από τούς πιθανούς πολιορκητές μας, κι ύστερ από λίγο ο παππούς μου έλεγε: «Αναγνωρίζω τη φωνή τού Σουάν». Τον αναγνώριζε πραγματικά μόνο από τη φωνή του· διέκρινες δύσκολα το πρόσωπό του, με την κυρτή μύτη, με τα πράσινα μάτια, κάτω από ένα ψηλό μέτωπο πού το πλαισίωναν ξανθά μαλλιά, γιατί αφήναμε όσο γινόταν λιγότερο φωτισμό στο κήπο, για να μη μαζεύονται τα κουνούπια. Ο Σουάν, μ᾿ όλο πού ήταν πολύ νεώτερος, είχε στενό δεσμό με τον παππού μου, πού υπήρξε άλλοτε, ένας από τούς καλύτερους φίλους τού πατέρα του.
Για πολλά χρόνια, κι όταν ακόμα πριν από το γάμο του, ο Σουάν ερχόταν συχνά να τούς βλέπει στο Κομπραί, η μεγάλη μου θεία και οι παππούδες μου, δεν υποπτεύονταν πώς δεν ζούσε πια καθόλου στην κοινωνία πού σύχναζε άλλοτε η οικογένειά του και πώς φιλοξενούσαν με την απόλυτη αθωότητα τίμιων ξενοδόχων πού στεγάζουν χωρίς να το ξέρουν, ένα διάσημο ληστή ένα από τα πιο κομψά μέλη τού Τζόκεϋ Κλαμπ [1], ευνοούμενο φίλο τού κόμη των Παρισίων [2] και τού πρίγκιπα τής Ουαλίας [3], ένα απ᾿ τα πρόσωπα τα πιο χαϊδεμένα τής υψηλής κοινωνίας τού φωμπούρ Σαιν Ζερμαίν [4] .
Η άγνοια την οποία είχαμε για την ξεχωριστή αυτή κοσμική ζωή πού ζούσε ο Σουάν, οφειλόταν ως ένα σημείο, στον συνεσταλμένο και εχέμυθο χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι οι αστοί τής εποχής εκείνης, θεωρούσαν πώς την κοινωνία την αποτελούσαν κάστες κλειστές. Ο κύριος Σουάν πατέρας, ήταν χρηματιστής. Γνώριζαν ποιους σύχναζε ο πατέρας του, άρα γνώριζαν με ποιους ήταν σε θέση ο γιος, να έχει φιλικές σχέσεις. Αν γνώριζε κι άλλους, θα ᾿ταν σχέσεις νεανικές πού απέναντι τους οι παλιοί φίλοι τής οικογένειας, όπως και οι γονείς μου, θα έκλειναν καλοπροαίρετα τα μάτια· είμαστε όμως σχεδόν βέβαιοι πώς αυτοί οι άνθρωποι, πού μάς ήταν άγνωστοι και πού τούς συναναστρεφόταν, ήταν απ᾿ αυτούς πού δε θα τολμούσε να χαιρετήσει, αν τούς συναντούσε όσο βρισκόταν μαζί μας. Αν ήθελαν να εφαρμόσουν οπωσδήποτε στον Σουάν ένα κοινωνικό συντελεστή προσαρμοσμένο στο άτομο του, σε σχέση με άλλους γιούς χρηματιστών, ο συντελεστής αυτός θα ᾿ταν για τον Σουάν κάπως πιο χαμηλός, γιατί καθώς είχε τρόπους απλούς κι είχε πάντα τη μανία για τα παλιά αντικείμενα και τη ζωγραφική, έμενε τώρα σ᾿ ένα παλιό μέγαρο όπου στοίβαζε τις συλλογές του, πού η γιαγιά μου ονειρευόταν να επισκεφτεί, αλλά πού βρισκόταν στο Και ντ᾿ Ορλεάν, συνοικία πού η μεγάλη μου θεία θεωρούσε ντροπή να κατοικεί κανείς. «Είσαστε τουλάχιστον ειδικός; Σάς ρωτώ για το καλό σας, γιατί θα μπορούσαν οι έμποροι να σάς σερβίρουν κακοτεχνήματα», τού έλεγε η μεγάλη μου θεία· πραγματικά δεν τού αναγνώριζε καμιά αρμοδιότητα και δεν είχε μεγάλη ιδέα, ακόμα και από την άποψη τού πνευματικού επιπέδου, για έναν άνθρωπο πού απόφευγε στις συζητήσεις τα σοβαρά θέματα και φανέρωνε μια πεζότατη ακριβολογία.
Αν όμως έλεγαν στη μεγάλη μου θεία πώς αυτός ο Σουάν, πού σαν «Σουάν υιός» είχε απόλυτα τα προσόντα να γίνεται δεχτός από την «καλή αστική τάξη», απ᾿ τούς συμβολαιογράφους ή τούς δικηγόρους με την πιο μεγάλη υπόληψη στο Παρίσι, ζούσε, σχεδόν κρυφά, μια ζωή εντελώς διαφορετική, πώς φεύγοντας απ' το σπίτι μας στο Παρίσι, κι αφού μάς είχε πει πώς θα γύριζε στο δικό του να κοιμηθεί, άλλαζε κατεύθυνση μόλις έφτανε στη γωνιά τού δρόμου, και πήγαινε σε κάποιο σαλόνι πού κανένα μάτι χρηματιστή δεν αντίκρισε ποτέ, αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα πού είχε πολλές πιθανότητες να ᾿ρθει στη σκέψη της, επειδή την είχε δει ζωγραφισμένη πάνω στα πιάτα μας στο Κομπραί, θα τής είχε φανεί σα να ᾿χε στο δείπνο καλεσμένο τον Αλή Μπαμπά [5], πού μόλις θα καταλάβαινε πώς ήταν μόνος, θα τρύπωνε στην εκθαμβωτική σπηλιά με τούς αφάνταστους θησαυρούς.
Μια μέρα πού είχε έρθει να μάς επισκεφτεί στο Παρίσι μετά το δείπνο και ζήτησε να τού συγχωρεθεί πού φορούσε επίσημο ένδυμα, όταν η Φρανσουάζ είπε μετά την αναχώρησή του, πώς έμαθε από τον αμαξά πώς είχε δειπνήσει "σε μια πριγκίπισσα" «Ναι, σε μια πριγκίπισσα τού ημικόσμου!» απάντησε η θεία μου υψώνοντας τούς ώμους, με ατάραχη ηρεμία.
Αν η συζήτηση γυρνούσε στους πρίγκιπες τού Βασιλικού Οίκου τής Γαλλίας: «Είναι πρόσωπα πού δε θα τα γνωρίσουμε ποτέ εσείς και εγώ, ούτε και τούς έχουμε ανάγκη, δεν είναι έτσι;» έλεγε η μεγάλη μου θεία στον Σουάν, πού είχε στην τσέπη του ένα γράμμα από τον κόμη των Παρισίων· τον έβαζε να σπρώχνει το πιάνο ή να γυρνά τα φύλλα τα βράδια πού η αδελφή τής γιαγιάς μου τραγουδούσε, κι είχε σ᾿ αυτόν, πού ήταν τόσο περιζήτητος αλλού, τον απλοϊκό απότομο τρόπο τού παιδιού πού παίζει μ᾿ ένα μπιμπελό πολύτιμης συλλογής, σαν να ήταν ένα φτηνό αντικείμενο. Όμως ακόμα και αν εξετάσουμε μόνο τα πιο ασήμαντα τής ζωής, δεν είμαστε ένα σύνολο υλικά συγκροτημένο, όμοιο για όλους, και πού μπορεί ο καθένας να πάρει σχετικές μ᾿ αυτό πληροφορίες, όπως λαβαίνει γνώση για μια συγγραφή υποχρεώσεων ή για μια διαθήκη· η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων. Ακόμα κι όταν λέμε «να δω ένα πρόσωπο πού γνωρίζω», είναι ως ένα βαθμό, μια πράξη διανοητική. Γεμίζουμε την υλική εμφάνιση τού ανθρώπου πού βλέπουμε μ᾿ όσες γνώσεις έχουμε γι αυτόν. Αυτές τελικά γεμίζουν τόσο τέλεια τα μάγουλα, ακολουθούν τη γραμμή τής μύτης, μπλέκονται τόσο καλά για να δώσουν αποχρώσεις στον τόνο τής φωνής. Χωρίς αμφιβολία στον Σουάν πού είχαν δημιουργήσει για τον εαυτό τους οι γονείς μου, είχαν παραλείψει από άγνοια να συμπεριλάβουν ένα πλήθος ιδιοτυπίες τής κοσμικής του ζωής, πού ήταν ο λόγος πού άλλα πρόσωπα, όταν βρίσκονταν μαζί του, έβλεπαν την κοσμική κομψότητα να κυριαρχεί στην όψη του· μα κι οι γονείς μου επίσης είχαν κατορθώσει να συσσωρεύσουν πάνω σ᾿ αυτό το πρόσωπο το απογυμνωμένο από την αίγλη του, μέσα στα μάτια του πού υποτιμούσαν, το απροσδιόριστο και γλυκό κατάλοιπο, μισό ανάμνηση και μισό λήθη, απ᾿ τις ράθυμες ώρες πού είχαμε περάσει μαζί, όσον καιρό ζήσαμε σαν καλοί γείτονες στην εξοχή. Κι έχω έτσι την εντύπωση πώς αφήνω ένα πρόσωπο για να πάω σ᾿ ένα άλλο τελείως ξεχωριστό, όταν από την ανάμνηση τού Σουάν πού γνώρισα αργότερα με ακρίβεια, περνώ σ᾿ αυτόν το πρώτο Σουάν των νεανικών μου χρόνων, τον ανέμελο και μυρωμένο με το άρωμα πού ανάδινε η μεγάλη καστανιά και πού άλλωστε μοιάζει λιγότερο με τον άλλον, παρά με τα πρόσωπα πού γνώρισα την ίδια εποχή, λες και η ζωή μας είναι ένα μουσείο, όπου όλα τα πορτραίτα μιας ίδιας εποχής έχουν το ίδιο κοινό ύφος.
Μια μέρα ωστόσο πού η γιαγιά μου είχε πάει να ζητήσει μιαν εξυπηρέτηση από την μαρκησία Βιλλεπαριζίς τής φημισμένης οικογένειας τον Μπουγιόν, την οποία είχε γνωρίσει, η μαρκησία τής είπε: «Νομίζω πώς γνωρίζετε πολύ καλά τον κύριο Σουάν, είναι μεγάλος φίλος των ανεψιών μου ντε Λωμ». Η γιαγιά μου γύρισε κατενθουσιασμένη, απ᾿ το μέγαρο πού έβλεπε προς τούς κήπους, καθώς κι από έναν ράφτη για γιλέκα και την κόρη του, πού χαν το μαγαζί τους στην αυλή, κι όπου είχε μπει για να ζητήσει να βάλουν μια βελονιά στη φούστα της, γιατί την είχε σχίσει στη σκάλα. Η γιαγιά μου είχε βρει τούς ανθρώπους αυτούς τέλειους. Γιατί εκείνη έβρισκε διακεκριμένους τούς ανθρώπους εντελώς ανεξάρτητα από την κοινωνική τους σειρά. Θαύμαζε εκστατικά μια απάντηση πού τής είχε δώσει ο ράφτης, κι έλεγε στη μαμά: «Η Σεβινιέ [6] δεν θα μιλούσε καλύτερα!», ενώ αντίθετα έλεγε για έναν ανεψιό τής κυρίας Βιλλεπαριζίς πού είχε συναντήσει στο σπίτι της: «Α, κόρη μου, τί κοινός πού είναι!»
Ωστόσο τα λόγια τα σχετικά με τον Σουάν είχαν σαν αποτέλεσμα όχι να τον ανεβάσουν στην εκτίμηση τής μεγάλης μου θείας, αλλά να υποβιβάσουν την κυρία Βιλλεπαριζίς. Θα λεγες πώς η εκτίμηση πού με βάση τα λεγόμενα τής γιαγιάς μου, νιώθαμε για την κυρία Βιλλεπαριζίς, τής δημιουργούσε την υποχρέωση να μην κάνει τίποτα πού την καθιστούσε λιγότερο άξια της κι είχε παραβλέψει την υποχρέωσή της αυτή, απ᾿ τη στιγμή πού γνώριζε την ύπαρξη τού Σουάν κι επέτρεπε σε συγγενείς της, να τον συναναστρέφονται. Αυτή η γνώμη τους για τις σχέσεις τού Σουάν οι δικοί μου, θεώρησαν πώς επιβεβαιώθηκε αργότερα, από το γάμο του με μια γυναίκα τής χειρότερης κοινωνίας, μια σχεδόν κοκότα, πού άλλωστε ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να τούς την παρουσιάσει, αφού εξακολουθούσε να έρχεται μόνος στο σπίτι μας, αλλά όλο και πιο αραιά.
Περιμέναμε όλοι ανήσυχοι τα νέα πού θα μάς έφερνε η γιαγιά μου απ᾿ τον εχθρό, λες και μπορούσαμε ν᾿ αμφιβάλλουμε ποιος ήταν από τούς πιθανούς πολιορκητές μας, κι ύστερ από λίγο ο παππούς μου έλεγε: «Αναγνωρίζω τη φωνή τού Σουάν». Τον αναγνώριζε πραγματικά μόνο από τη φωνή του· διέκρινες δύσκολα το πρόσωπό του, με την κυρτή μύτη, με τα πράσινα μάτια, κάτω από ένα ψηλό μέτωπο πού το πλαισίωναν ξανθά μαλλιά, γιατί αφήναμε όσο γινόταν λιγότερο φωτισμό στο κήπο, για να μη μαζεύονται τα κουνούπια. Ο Σουάν, μ᾿ όλο πού ήταν πολύ νεώτερος, είχε στενό δεσμό με τον παππού μου, πού υπήρξε άλλοτε, ένας από τούς καλύτερους φίλους τού πατέρα του.
Για πολλά χρόνια, κι όταν ακόμα πριν από το γάμο του, ο Σουάν ερχόταν συχνά να τούς βλέπει στο Κομπραί, η μεγάλη μου θεία και οι παππούδες μου, δεν υποπτεύονταν πώς δεν ζούσε πια καθόλου στην κοινωνία πού σύχναζε άλλοτε η οικογένειά του και πώς φιλοξενούσαν με την απόλυτη αθωότητα τίμιων ξενοδόχων πού στεγάζουν χωρίς να το ξέρουν, ένα διάσημο ληστή ένα από τα πιο κομψά μέλη τού Τζόκεϋ Κλαμπ [1], ευνοούμενο φίλο τού κόμη των Παρισίων [2] και τού πρίγκιπα τής Ουαλίας [3], ένα απ᾿ τα πρόσωπα τα πιο χαϊδεμένα τής υψηλής κοινωνίας τού φωμπούρ Σαιν Ζερμαίν [4] .
Η άγνοια την οποία είχαμε για την ξεχωριστή αυτή κοσμική ζωή πού ζούσε ο Σουάν, οφειλόταν ως ένα σημείο, στον συνεσταλμένο και εχέμυθο χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι οι αστοί τής εποχής εκείνης, θεωρούσαν πώς την κοινωνία την αποτελούσαν κάστες κλειστές. Ο κύριος Σουάν πατέρας, ήταν χρηματιστής. Γνώριζαν ποιους σύχναζε ο πατέρας του, άρα γνώριζαν με ποιους ήταν σε θέση ο γιος, να έχει φιλικές σχέσεις. Αν γνώριζε κι άλλους, θα ᾿ταν σχέσεις νεανικές πού απέναντι τους οι παλιοί φίλοι τής οικογένειας, όπως και οι γονείς μου, θα έκλειναν καλοπροαίρετα τα μάτια· είμαστε όμως σχεδόν βέβαιοι πώς αυτοί οι άνθρωποι, πού μάς ήταν άγνωστοι και πού τούς συναναστρεφόταν, ήταν απ᾿ αυτούς πού δε θα τολμούσε να χαιρετήσει, αν τούς συναντούσε όσο βρισκόταν μαζί μας. Αν ήθελαν να εφαρμόσουν οπωσδήποτε στον Σουάν ένα κοινωνικό συντελεστή προσαρμοσμένο στο άτομο του, σε σχέση με άλλους γιούς χρηματιστών, ο συντελεστής αυτός θα ᾿ταν για τον Σουάν κάπως πιο χαμηλός, γιατί καθώς είχε τρόπους απλούς κι είχε πάντα τη μανία για τα παλιά αντικείμενα και τη ζωγραφική, έμενε τώρα σ᾿ ένα παλιό μέγαρο όπου στοίβαζε τις συλλογές του, πού η γιαγιά μου ονειρευόταν να επισκεφτεί, αλλά πού βρισκόταν στο Και ντ᾿ Ορλεάν, συνοικία πού η μεγάλη μου θεία θεωρούσε ντροπή να κατοικεί κανείς. «Είσαστε τουλάχιστον ειδικός; Σάς ρωτώ για το καλό σας, γιατί θα μπορούσαν οι έμποροι να σάς σερβίρουν κακοτεχνήματα», τού έλεγε η μεγάλη μου θεία· πραγματικά δεν τού αναγνώριζε καμιά αρμοδιότητα και δεν είχε μεγάλη ιδέα, ακόμα και από την άποψη τού πνευματικού επιπέδου, για έναν άνθρωπο πού απόφευγε στις συζητήσεις τα σοβαρά θέματα και φανέρωνε μια πεζότατη ακριβολογία.
Αν όμως έλεγαν στη μεγάλη μου θεία πώς αυτός ο Σουάν, πού σαν «Σουάν υιός» είχε απόλυτα τα προσόντα να γίνεται δεχτός από την «καλή αστική τάξη», απ᾿ τούς συμβολαιογράφους ή τούς δικηγόρους με την πιο μεγάλη υπόληψη στο Παρίσι, ζούσε, σχεδόν κρυφά, μια ζωή εντελώς διαφορετική, πώς φεύγοντας απ' το σπίτι μας στο Παρίσι, κι αφού μάς είχε πει πώς θα γύριζε στο δικό του να κοιμηθεί, άλλαζε κατεύθυνση μόλις έφτανε στη γωνιά τού δρόμου, και πήγαινε σε κάποιο σαλόνι πού κανένα μάτι χρηματιστή δεν αντίκρισε ποτέ, αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα πού είχε πολλές πιθανότητες να ᾿ρθει στη σκέψη της, επειδή την είχε δει ζωγραφισμένη πάνω στα πιάτα μας στο Κομπραί, θα τής είχε φανεί σα να ᾿χε στο δείπνο καλεσμένο τον Αλή Μπαμπά [5], πού μόλις θα καταλάβαινε πώς ήταν μόνος, θα τρύπωνε στην εκθαμβωτική σπηλιά με τούς αφάνταστους θησαυρούς.
Μια μέρα πού είχε έρθει να μάς επισκεφτεί στο Παρίσι μετά το δείπνο και ζήτησε να τού συγχωρεθεί πού φορούσε επίσημο ένδυμα, όταν η Φρανσουάζ είπε μετά την αναχώρησή του, πώς έμαθε από τον αμαξά πώς είχε δειπνήσει "σε μια πριγκίπισσα" «Ναι, σε μια πριγκίπισσα τού ημικόσμου!» απάντησε η θεία μου υψώνοντας τούς ώμους, με ατάραχη ηρεμία.
Αν η συζήτηση γυρνούσε στους πρίγκιπες τού Βασιλικού Οίκου τής Γαλλίας: «Είναι πρόσωπα πού δε θα τα γνωρίσουμε ποτέ εσείς και εγώ, ούτε και τούς έχουμε ανάγκη, δεν είναι έτσι;» έλεγε η μεγάλη μου θεία στον Σουάν, πού είχε στην τσέπη του ένα γράμμα από τον κόμη των Παρισίων· τον έβαζε να σπρώχνει το πιάνο ή να γυρνά τα φύλλα τα βράδια πού η αδελφή τής γιαγιάς μου τραγουδούσε, κι είχε σ᾿ αυτόν, πού ήταν τόσο περιζήτητος αλλού, τον απλοϊκό απότομο τρόπο τού παιδιού πού παίζει μ᾿ ένα μπιμπελό πολύτιμης συλλογής, σαν να ήταν ένα φτηνό αντικείμενο. Όμως ακόμα και αν εξετάσουμε μόνο τα πιο ασήμαντα τής ζωής, δεν είμαστε ένα σύνολο υλικά συγκροτημένο, όμοιο για όλους, και πού μπορεί ο καθένας να πάρει σχετικές μ᾿ αυτό πληροφορίες, όπως λαβαίνει γνώση για μια συγγραφή υποχρεώσεων ή για μια διαθήκη· η κοινωνική μας προσωπικότητα είναι δημιούργημα τής σκέψης των άλλων. Ακόμα κι όταν λέμε «να δω ένα πρόσωπο πού γνωρίζω», είναι ως ένα βαθμό, μια πράξη διανοητική. Γεμίζουμε την υλική εμφάνιση τού ανθρώπου πού βλέπουμε μ᾿ όσες γνώσεις έχουμε γι αυτόν. Αυτές τελικά γεμίζουν τόσο τέλεια τα μάγουλα, ακολουθούν τη γραμμή τής μύτης, μπλέκονται τόσο καλά για να δώσουν αποχρώσεις στον τόνο τής φωνής. Χωρίς αμφιβολία στον Σουάν πού είχαν δημιουργήσει για τον εαυτό τους οι γονείς μου, είχαν παραλείψει από άγνοια να συμπεριλάβουν ένα πλήθος ιδιοτυπίες τής κοσμικής του ζωής, πού ήταν ο λόγος πού άλλα πρόσωπα, όταν βρίσκονταν μαζί του, έβλεπαν την κοσμική κομψότητα να κυριαρχεί στην όψη του· μα κι οι γονείς μου επίσης είχαν κατορθώσει να συσσωρεύσουν πάνω σ᾿ αυτό το πρόσωπο το απογυμνωμένο από την αίγλη του, μέσα στα μάτια του πού υποτιμούσαν, το απροσδιόριστο και γλυκό κατάλοιπο, μισό ανάμνηση και μισό λήθη, απ᾿ τις ράθυμες ώρες πού είχαμε περάσει μαζί, όσον καιρό ζήσαμε σαν καλοί γείτονες στην εξοχή. Κι έχω έτσι την εντύπωση πώς αφήνω ένα πρόσωπο για να πάω σ᾿ ένα άλλο τελείως ξεχωριστό, όταν από την ανάμνηση τού Σουάν πού γνώρισα αργότερα με ακρίβεια, περνώ σ᾿ αυτόν το πρώτο Σουάν των νεανικών μου χρόνων, τον ανέμελο και μυρωμένο με το άρωμα πού ανάδινε η μεγάλη καστανιά και πού άλλωστε μοιάζει λιγότερο με τον άλλον, παρά με τα πρόσωπα πού γνώρισα την ίδια εποχή, λες και η ζωή μας είναι ένα μουσείο, όπου όλα τα πορτραίτα μιας ίδιας εποχής έχουν το ίδιο κοινό ύφος.
Μια μέρα ωστόσο πού η γιαγιά μου είχε πάει να ζητήσει μιαν εξυπηρέτηση από την μαρκησία Βιλλεπαριζίς τής φημισμένης οικογένειας τον Μπουγιόν, την οποία είχε γνωρίσει, η μαρκησία τής είπε: «Νομίζω πώς γνωρίζετε πολύ καλά τον κύριο Σουάν, είναι μεγάλος φίλος των ανεψιών μου ντε Λωμ». Η γιαγιά μου γύρισε κατενθουσιασμένη, απ᾿ το μέγαρο πού έβλεπε προς τούς κήπους, καθώς κι από έναν ράφτη για γιλέκα και την κόρη του, πού χαν το μαγαζί τους στην αυλή, κι όπου είχε μπει για να ζητήσει να βάλουν μια βελονιά στη φούστα της, γιατί την είχε σχίσει στη σκάλα. Η γιαγιά μου είχε βρει τούς ανθρώπους αυτούς τέλειους. Γιατί εκείνη έβρισκε διακεκριμένους τούς ανθρώπους εντελώς ανεξάρτητα από την κοινωνική τους σειρά. Θαύμαζε εκστατικά μια απάντηση πού τής είχε δώσει ο ράφτης, κι έλεγε στη μαμά: «Η Σεβινιέ [6] δεν θα μιλούσε καλύτερα!», ενώ αντίθετα έλεγε για έναν ανεψιό τής κυρίας Βιλλεπαριζίς πού είχε συναντήσει στο σπίτι της: «Α, κόρη μου, τί κοινός πού είναι!»
Ωστόσο τα λόγια τα σχετικά με τον Σουάν είχαν σαν αποτέλεσμα όχι να τον ανεβάσουν στην εκτίμηση τής μεγάλης μου θείας, αλλά να υποβιβάσουν την κυρία Βιλλεπαριζίς. Θα λεγες πώς η εκτίμηση πού με βάση τα λεγόμενα τής γιαγιάς μου, νιώθαμε για την κυρία Βιλλεπαριζίς, τής δημιουργούσε την υποχρέωση να μην κάνει τίποτα πού την καθιστούσε λιγότερο άξια της κι είχε παραβλέψει την υποχρέωσή της αυτή, απ᾿ τη στιγμή πού γνώριζε την ύπαρξη τού Σουάν κι επέτρεπε σε συγγενείς της, να τον συναναστρέφονται. Αυτή η γνώμη τους για τις σχέσεις τού Σουάν οι δικοί μου, θεώρησαν πώς επιβεβαιώθηκε αργότερα, από το γάμο του με μια γυναίκα τής χειρότερης κοινωνίας, μια σχεδόν κοκότα, πού άλλωστε ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να τούς την παρουσιάσει, αφού εξακολουθούσε να έρχεται μόνος στο σπίτι μας, αλλά όλο και πιο αραιά.
[1] Τζόκεϋ Κλαμπ: Η πιο κλειστή κοσμική λέσχη τής εποχής.
[2] Κόμης τῶν Παρισίων: εγγονός τού βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου πού βασίλεψε στη Γαλλία από το 1830 ἕως το 1848.
[3] Πρίγκιπας τῆς Οὐαλλίας: (1841-1910). Έγινε βασιλιάς τής Αγγλίας από (1901-1910)
[4] Σαιν Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού.
[5]Αλή Μπαμπά: Ο Αλή Μπαμπά είχε βρεῖ το μυστικό για ν᾿ ανοίγει τη σπηλιά, όπου οι σαράντα κλέφτες φύλαγαν το θησαυρό τους. Παραμύθι από τις "Χίλιες και μια νύχτες".
[6] Σεβινιέ: Μαρκησία ντε Σεβινιέ (1626 – 1696). Το λογοτεχνικό της ἔργο αποτελείται από τις επιστολές πού έστελνε στην κόρη της και σ᾿ άλλους γνωστούς.
[2] Κόμης τῶν Παρισίων: εγγονός τού βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου πού βασίλεψε στη Γαλλία από το 1830 ἕως το 1848.
[3] Πρίγκιπας τῆς Οὐαλλίας: (1841-1910). Έγινε βασιλιάς τής Αγγλίας από (1901-1910)
[4] Σαιν Ζερμαίν: η τότε αριστοκρατική περιοχή τού Παρισιού.
[5]Αλή Μπαμπά: Ο Αλή Μπαμπά είχε βρεῖ το μυστικό για ν᾿ ανοίγει τη σπηλιά, όπου οι σαράντα κλέφτες φύλαγαν το θησαυρό τους. Παραμύθι από τις "Χίλιες και μια νύχτες".
[6] Σεβινιέ: Μαρκησία ντε Σεβινιέ (1626 – 1696). Το λογοτεχνικό της ἔργο αποτελείται από τις επιστολές πού έστελνε στην κόρη της και σ᾿ άλλους γνωστούς.
Το άγχος από τη στέρηση τού φιλιού τής μαμάς, το άγχος, πού σαν πρωταρχικό του προορισμό έχει τον έρωτα.
Ο μόνος από εμάς για τον οποίο η άφιξη τού Σουάν γινόταν αντικείμενο μιας οδυνηρής έγνοιας, ήμουν εγώ. Γιατί τα βράδια πού ξένοι, ή μόνο ο Σουάν, βρισκόταν στο σπίτι μας, η μαμά δεν ανέβαινε στο δωμάτιό μου. Αυτό το πολύτιμο και φθαρτό φιλί, πού μού ᾿δινε σκύβοντας στο κρεβάτι μου τη στιγμή πού μ᾿ έπαιρνε ο ύπνος, έπρεπε τώρα να το μεταφέρω απ᾿ την τραπεζαρία στο δωμάτιό μου, να το κλέψω απότομα, δημόσια, δίχως καν να χω τον απαραίτητο χρόνο για να δώσω στην πράξη μου αυτή την προσήλωση των μανιακών, πού προσπαθούν να μη σκέφτονται τίποτα άλλο όταν κλείνουν την πόρτα, για να μπορέσουν, όταν θα τούς ξαναπιάσει η αρρωστημένη αβεβαιότητα, να τής αντιτάξουν θριαμβευτικά την ανάμνηση τής στιγμής πού την έκλειναν.
Βρισκόμασταν στον κήπο όταν ακούστηκαν τα δυο δισταχτικά χτυπήματα στο καμπανάκι. Ξέραμε πώς ήταν ο Σουάν όμως όλοι κοιταχτήκαμε μ᾿ ερωτηματική έκφραση και στείλαμε τη γιαγιά μου για αναγνώριση. «Α, να ο κύριος Σουάν». Η μητέρα μου είχε σκεφτεί, πώς ένας λόγος της θα μπορούσε να σβήσει όλη τη λύπη πού ίσως είχε προκαλέσει η οικογένειά μας στον Σουάν, από τότε πού παντρεύτηκε. Βρήκε τον τρόπο να τον πάρει λίγο απόμερα. «Λοιπόν κύριε Σουάν», τού είπε, «μιλήστε μου λίγο για την κόρη σας είμαι βέβαιη πώς αγαπά κιόλας τα όμορφα πράγματα όπως ο μπαμπάς της» «Μα ελάτε λοιπόν να καθίσετε μ᾿ όλους μας κάτω από τη βεράντα» είπε ο παππούς μου πλησιάζοντας. Καθίσαμε όλοι γύρω απ᾿ το σιδερένιο τραπέζι. Θα ήθελα να μη σκεφτόμουν τις ώρες τις γεμάτες άγχος, πού θα περνούσα απόψε στο δωμάτιό μου, χωρίς να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Οι σκέψεις έφθαναν ως το μυαλό μου, αλλά μόνο αφού είχαν χάσει κάθε στοιχείο ομορφιάς ή ακόμα και κάθε στοιχείο πού θα μπορούσε να με συγκινήσει ή να με διασκεδάσει. Σαν τον άρρωστο πού χάρη σ᾿ ένα αναισθητικό παρακολουθεί με απόλυτη διαύγεια την εγχείρηση πού τού κάνουν, αλλά χωρίς να νιώθει τίποτα, μπορούσα να απαγγέλνω μέσα μου στίχους πού αγαπούσα ή να παρακολουθώ τις συζητήσεις τού παππού μου με τον Σουάν, χωρίς οι πρώτοι να με κάνουν να νιώσω την παραμικρή συγκίνηση και οι δεύτερες καμιά ευχαρίστηση.
Δεν σήκωνα τα μάτια από τη μητέρα μου, ήξερα πώς μόλις περνούσαν στο τραπέζι, δε θα μού επέτρεπαν να μείνω, και πώς η μαμά δε θα μ᾿ άφηνε να τη φιλήσω πολύ, μπροστά στον κόσμο σα να βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Γι αυτό έταζα στον εαυτό μου, όταν άρχιζε το δείπνο κι ένιωθα να πλησιάζει η ώρα, να δώσω από πριν σ᾿ αυτό το φιλί, πού θα ᾿ταν τόσο σύντομο και κρυφό, ό,τι περισσότερο μπορούσα μόνος, να διαλέξω με το βλέμμα μου τη θέση πού θα φιλούσα στο μάγουλο, να προετοιμάσω τη σκέψη, για να μπορέσω ν᾿ αφιερώσω όλο το χρόνο πού θα μού άφηνε η μαμά για να νιώσω το μάγουλό της πάνω στα χείλια μου, σαν το ζωγράφο πού δε μπορεί να εξασφαλίσει παρά σύντομες πόζες κι ετοιμάζει την παλέτα του και φτιάχνει από πριν, από μνήμης, από τις σημειώσεις του, ό,τι μπορεί ενδεχόμενα να πραγματοποιήσει χωρίς την παρουσία τού μοντέλου. Αλλά να, πού πριν χτυπήσει το καμπανάκι για το δείπνο, ο παππούς μου είχε τη ασύνειδη σκληρότητα να πει: «ο μικρός φαίνεται κουρασμένος, θα ᾿πρεπε ν᾿ ανέβει για να κοιμηθεί. Άλλωστε δειπνούμε αργά απόψε». Κι ο πατέρας μου, πού δεν τηρούσε, όπως η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πιστά τις συμφωνίες, είπε: «Ναι, άντε πήγαινε να κοιμηθείς». Θέλησα να φιλήσω τη μαμά. «Μα όχι, άφησε τη μητέρα σου, αρκεί πού είπατε έτσι καληνύχτα, οι εκδηλώσεις αυτές είναι γελοίες. Άντε ανέβα!» Και χρειάστηκε να φύγω χωρίς τονωτικό. Αυτή η μισητή σκάλα, πού άρχιζα ν᾿ ανεβαίνω πάντα τόσο θλιμμένα, ανάδινε μια μυρωδιά από βερνίκι, πού είχε με κάποιο τρόπο απορροφήσει αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης πού ᾿νιωθα κάθε βράδυ. Όταν κοιμόμαστε κι ένας πονόδοντος γίνεται ακόμα αισθητός, με τη μορφή μιας νέας κοπέλας πού πασχίζουμε διακόσιες φορές απανωτά να την βγάλουμε από το νερό ή με ένα στίχο τού Μολιέρου πού τον επαναλαμβάνουμε αδιάκοπα, τότε είναι μεγάλη ανακούφιση να ξυπνήσουμε και να μπορέσει η σκέψη μας ν᾿απαλλάξει την ιδέα τού πονόδοντου, από κάθε μεταμφίεση, ηρωική ή ρυθμική. Το αντίθετο απ᾿ αυτή την ανακούφιση ένιωθα όταν η θλίψη μου, επειδή ανέβαινα στο δωμάτιο μου, έμπαινε μέσα μου με τρόπο πολύ πιο γρήγορο, με την εισπνοή τής ιδιαίτερης μυρωδιάς αυτής τής σκάλας. Όμως πριν ενταφιαστώ στο κρεβάτι, θέλησα να δοκιμάσω ένα τέχνασμα καταδικασμένου. Έγραψα στη μητέρα μου, ικετεύοντάς την ν᾿ ανεβεί για κάτι πολύ σοβαρό πού δεν μπορούσα να τής πω στο γράμμα. Φοβόμουν ωστόσο πώς η Φρανσουάζ, η μαγείρισσα τής θείας μου, αρνηθεί να μεταφέρει το σημείωμά μου. Υποπτευόμουν πώς στη Φρανσουάζ, το να δώσει ένα μήνυμα στη μητέρα μου όταν είχε κόσμο, θα τής φαινόταν το ίδιο απραγματοποίητο όσο και στο θυρωρό ενός θεάτρου, το να επιδώσει ένα γράμμα σ᾿ έναν ηθοποιό όσο βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είχε για το τί επιτρέπεται και το τί δεν επιτρέπεται, έναν κώδικα, πλούσιο, λεπτολόγο, κι αδιάλλαχτο. Αυτός ο κώδικας, αν έκρινες απ᾿ το ξαφνικό πείσμα με το οποίο αρνιόταν να εκτελέσει ορισμένες παραγγελίες μας, σού έδινε την εντύπωση πώς είχε προβλέψει περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και κοσμικές λεπτολογίες, πού τίποτα από το περιβάλλον και τη ζωή της, σαν υπηρέτριας από χωριό, δεν θα μπορούσε να τις υπαγορεύσει κι ήσουν υποχρεωμένος να υποθέσεις πώς υπήρχε μέσα της μια γαλλική παράδοση πανάρχαια, αρχοντική και δυσνόητη, όπως σ᾿ αυτές τις βιομηχανικές πόλεις όπου τα παλιά μέγαρα μαρτυρούν πώς υπήρχε άλλοτε μια αυλική ζωή κι όπου οι εργάτες μιας χημικής βιομηχανίας εργάζονται τώρα ανάμεσα σε λεπτοκαμωμένα γλυπτά. Αλλά για να εξασφαλίσω κάποια ελπίδα επιτυχίας, δε δίστασα να πω ψέμματα, πώς η ίδια η μαμά μού είχε πει να μην ξεχάσω να τής στείλω μια απάντηση σχετικά μ᾿ ένα αντικείμενο πού μού είχε γυρέψει. Υποθέτω πώς η Φρανσουάζ δε με πίστεψε, γιατί σαν τούς πρωτόγονους πού οι αισθήσεις τους ήταν πιο δυνατές από τις δικές μας, διέβλεπε αμέσως, από σημάδια αδιόρατα, κάθε αλήθεια πού θέλαμε να τής αποκρύψουμε. Βγήκε απ᾿ το δωμάτιο με ύφος καρτερικό, λες και ήθελε να πει: «Τι δυστυχία για τούς γονείς να χουν ένα τέτοιο παιδί!» Επέστρεψε ύστερα από λίγο για να μού πει πώς βρίσκονταν ακόμα στο παγωτό, αλλά πώς όταν έφτανε η στιγμή, θα βρισκόταν τρόπος να δοθεί στη μαμά. Η ανησυχία μου κόπασε αμέσως, το σημείωμά μου έμελλε να με κάνει τουλάχιστον να μπω αόρατος κι ευτυχισμένος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν, θα τής μιλούσε για μένα, θ᾿ άφηνε να φτάσει ως την ταραγμένη μου καρδιά η προσοχή τής μαμάς, όσο θα διάβαζε τις γραμμές του. Και δεν ήταν μόνο αυτό: η μαμά σίγουρα θα ᾿ρχόταν.
Το άγχος πού μόλις είχα νιώσει, σκεφτόμουν πώς ο Σουάν θα το κορόιδευε, αν είχε διαβάσει το γράμμα μου και είχε μαντέψει το σκοπό του όμως αντίθετα, καθώς πληροφορήθηκα αργότερα, ένα παρόμοιο άγχος τον βασάνιζε πολλά χρόνια τής ζωής του. Στον Σουάν αυτό το άγχος γεννιέται, όταν νιώθεις πώς το πλάσμα πού αγαπάς βρίσκεται σ᾿ έναν τόπο απολαύσεων, όπου δεν μπορείς να το ανταμώσεις, τού το πρωτογνώρισε ο έρωτας, ο έρωτας, για τον οποίο αυτό το άγχος προορίζεται όταν όμως, όπως στην περίπτωση μου, το άγχος αυτό έχει εισχωρήσει μέσα μας πριν ακόμα εμφανιστεί ο έρωτας στη ζωή μας, μετεωρίζεται περιμένοντάς τον, υπηρετώντας το ένα ή το άλλο συναίσθημα, άλλοτε τη στοργή για τούς γονείς ή τη φιλία για ένα σύντροφο.
Η μητέρα μου δεν ήρθε (δίχως να σκεφτεί το φιλότιμό μου πού θιγόταν αν έβγαινε ψεύτικο το παραμύθι για το ψάξιμο, για το οποίο τάχα με είχε παρακαλέσει), και μού μήνυσε με τη Φρανσουάζ αυτά τα λόγια: «Δεν υπάρχει απάντηση» πού τ᾿ άκουσα τόσο συχνά κατόπιν από θυρωρούς «Παλλάς» ή από κλητήρες τζογείων να λέγεται σε κάποια καημενούλα πού ξαφνιάζεται: «Μα πώς; Δεν είπε τίποτα; Μα δεν είναι δυνατόν! Καλά, θα περιμένω κι άλλο». Κι ακριβώς όπως η κοπέλα διαβεβαιώνει πώς δε χρειάζεται το φως πού ο θυρωρός θέλει ν᾿ ανάψει για χατίρι της και παραμένει εκεί, έτσι κι εγώ, αφού αρνήθηκα την προσφορά τής Φρανσουάζ να μού φτιάξει ένα ζεστό, πλάγιασα κι έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά η ανησυχία μου χάθηκε, μια ευτυχία με πλημμύρισε, όπως ένα φάρμακο αρχίζει να ενεργεί και μάς αφαιρεί τον πόνο: είχα πάρει την απόφαση να μην προσπαθήσω πια να αποκοιμηθώ, δίχως πρώτα να δω τη μαμά, να τη φιλήσω οπωσδήποτε, μ᾿ όλο πού ήμουν βέβαιος πώς ύστερα απ᾿ αυτό θα μέναμε για καιρό μαλωμένοι. Ήξερα πώς θα τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια κατάσταση, πού μπορούσε να χει για μένα τις πιο σοβαρές συνέπειες, πολύ πιο σοβαρές απ᾿ ό,τι αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί ένας ξένος, πού θα λογάριαζε πώς μόνο πράξεις πραγματικά αισχρές, θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν. Όμως, στην ανατροφή μου, η καθορισμένη σειρά για τις κακές πράξεις δεν ήταν η ίδια όπως στην ανατροφή άλλων παιδιών, πριν απ᾿ όλες τις άλλες μού είχαν μάθει να τοποθετώ εκείνες, πού τώρα καταλαβαίνω πώς κοινό τους χαραχτηριστικό ήταν το γεγονός ότι κατρακυλά κανείς σ᾿ αυτές, όταν ενδίδει σε μια νευρική παρόρμηση. Τότε όμως δεν πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, δεν ανέφερε κανείς αυτή τη προέλευση, πού θα μπορούσε να με κάνει να πιστέψω πώς είχα κάποια δικαιολογία όταν θα υπέκυπτα σε μια τέτοια παρόρμηση κι ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τής αντισταθώ. Τις αναγνώριζα όμως τόσο από το άγχος πού προηγούνταν, όσο και από την αυστηρότητα τής τιμωρίας πού ακολουθούσε κι ήξερα πώς αυτή πού είχα μόλις διαπράξει, ανήκε στην ίδια οικογένεια.
Άκουσα τα βήματα των γονιών μου πού συνόδευαν τον Σουάν κι όταν το καμπανάκι τής πόρτας με ειδοποίησε πώς είχε πια φύγει, πλησίασα το παράθυρο. «Δυσκολεύομαι να πω πόσο βρίσκω τον Σουάν αλλαγμένο», είπε η μεγάλη μου θεία, «δείχνει σα γέρος!». Άλλωστε και οι γονείς μου άρχιζαν να βρίσκουν πώς είχε εκείνα τα υπερβολικά ντροπιασμένα γεράματα πού ταιριάζουν σ᾿ όσους η μεγάλη μέρα η χωρίς επαύριο, φαίνεται να διαρκεί περισσότερο απ᾿ ό,τι σ᾿ άλλους, γιατί στην περίπτωση τους είναι άδεια. «Νομίζω πώς έχει πολλές σκοτούρες με τη βρώμα τη γυναίκα του, πού συζεί, όπως γνωρίζει όλο το Κομπραί, με κάποιο κύριο ντε Σαρλύς. Είναι ο περίγελως τής πόλης». Η μητέρα μου παρατήρησε πώς είχε ωστόσο τον τελευταίο καιρό μιαν έκφραση λιγότερο θλιμμένη. «Εγώ νομίζω πώς στο βάθος δεν την αγαπάει πια αυτή τη γυναίκα». «Μα φυσικά δεν την αγαπάει», απάντησε ο παππούς μου.
Σε λίγο άκουσα τη μαμά πού ανέβαινε να κλείσει το παράθυρό της. Βγήκα, χωρίς να κάνω θόρυβο, στο διάδρομο η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, όμως τώρα δε χτυπούσε από ανησυχία, αλλά από τρόμο και χαρά. Είδα στο χώρο τής σκάλας το φως πού έριχνε το κερί τής μαμάς. Ύστερα είδα και την ίδια, όρμισα. Την πρώτη στιγμή με κοίταξε σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ύστερα το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση οργής, δε μού ᾿λεγε λέξη, κι άλλωστε για πράγματα λιγότερο σοβαρά δε μού μιλούσαν για πολλές μέρες. Αν η μαμά μού είχε πει μια λέξη, θα ήταν σαν μια ένδειξη, πώς μπροστά στην σοβαρότητα τής τιμωρίας η οποία ετοιμαζόταν, η σιωπή το κάκιωμα, θα ήταν τιμωρίες τιποτένιες. Μια λέξη, θα ᾿ταν η ηρεμία με την οποία απαντούν σ᾿ έναν υπηρέτη πού έχουν αποφασίσει να τον διώξουν. Όμως άκουσε τον πατέρα μου πού ανέβαινε και για να αποφύγει τη σκηνή πού θα ξεσπούσε απάνω μου, μού είπε με φωνή πού την έκοβε η οργή: «Φύγε, φύγε, τουλάχιστον να μη σε δει ο πατέρας σου να περιμένεις έτσι σαν τρελός!». Εγώ όμως τής επανέλαβα: «Έλα να μού πεις καληνύχτα», έντρομος καθώς έβλεπα κιόλας το φως από το κερί τού πατέρα μου να ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσα την άφιξή του σαν μέσον εκβιασμού και έλπιζα πώς η μαμά, για να προλάβει να μη με βρει ο πατέρας μου, θα μού έλεγε: «Γύρνα στο δωμάτιό σου, θα ᾿ρθω». Ήταν αργά πια, ο πατέρας μου βρισκόταν μπροστά μας. Άθελα μουρμούρισα αυτή τη λέξη, πού κανένας δεν άκουσε: «Χάθηκα».
Όμως όχι. Ο πατέρας, μού αρνιόταν συνεχώς τις ελευθερίες πού μού είχαν παραχωρηθεί, σε συμφωνίες πιο πλατιές από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, γιατί δεν έδινε σημασία στις «αρχές». Για κάποιο τυχαίο λόγο, ή και χωρίς κανένα λόγο, καταργούσε την τελευταία στιγμή κάποιο περίπατό μου τόσο συνηθισμένο, ή ακόμα όπως το ᾿κανε κι απόψε, μού ᾿λεγε πολύ πριν από την καθορισμένη ώρα: «Άντε ανέβα να πλαγιάσεις». Αλλά ακριβώς επειδή δεν παραδεχόταν αρχές (με την έννοια πού τούς έδινε η γιαγιά μου) δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο αδιάλλακτος. Μ᾿ αντίκρισε μια στιγμή με ύφος έκπληκτο και θυμωμένο, κι ύστερα, μόλις η μαμά τού εξήγησε με λίγα μπερδεμένα λόγια τί είχε συμβεί, τής είπε: «Πήγαινε λοιπόν στο δωμάτιό του, αφού μάλιστα έλεγες πώς δεν έχεις διάθεση για ύπνο, μείνε για λίγο στο δωμάτιό του, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα». «Μα φίλε μου», απάντησε δειλά η μητέρα μου, «το αν θέλω ή όχι να κοιμηθώ δεν αλλάζει τα πράγματα, δεν πρέπει να συνηθίσει αυτό το παιδί...» «Μα δεν πρόκειται να συνηθίσει», είπε ο πατέρας μου, «βλέπεις καθαρά πώς ο μικρός έχει στεναχώρια, έχει ύφος απελπισμένο αυτό το παιδί δεν είμαστε δα και δήμιοι! Άντε καληνύχτα, εγώ πού δεν είμαι νευρικός όπως εσείς, πάω να πλαγιάσω».
Δεν μπορούσες να πεις ευχαριστώ στον πατέρα μου θα τον ενοχλούσες με ψευτοευαισθησίες, όπως τις έλεγε. Ακόμα και όταν εκδηλωνόταν μ᾿ αυτή τη μεγαλοψυχία, η συμπεριφορά τού πατέρα μου απέναντι μου κρατούσε κάτι το αυθαίρετο, πού οφειλόταν στο ότι γενικά η συμπεριφορά του βασιζόταν μάλλον σε τυχαίες διευθετήσεις, παρά σ᾿ ένα πρόγραμμα. Ίσως μάλιστα σ᾿ αυτό πού ονόμαζα αυστηρότητά του όταν με έστελνε να πλαγιάσω, να ταίριαζε λιγότερο το όνομα, απ᾿ ότι στην αυστηρότητα τής μητέρας μου ή τής γιαγιάς μου, γιατί η φύση του, σε σύγκριση με τη δική τους, δεν είχε δυνατότητα να μαντέψει ως τώρα πόσο δυστυχισμένος ήμουν κάθε βράδυ, πράγμα πού η μητέρα μου και η γιαγιά μου γνώριζαν καλά· μ᾿ αγαπούσαν όμως πολύ, και για να μη δεχτούν να μ᾿ απαλλάξουν απ᾿ τις θλίψεις ήθελαν να μού μάθουν να τις κυριαρχώ, για να μειώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.
Ο τοίχος τής σκάλας, πού πάνω του είδα να ανεβαίνει το φως από το κερί του, δεν υπάρχει πια από καιρό. Και μέσα μου πολλά πράγματα πού νόμιζα πώς θα διαρκούσαν για πάντα, σαρώθηκαν και καινούργια στήθηκαν γεννώντας καινούργιες πίκρες και χαρές, πού δεν μπορούσα να προβλέψω τότε, όπως ακριβώς δύσκολα μπορώ να καταλάβω τώρα τα παλιά. Κι ακόμα πάει καιρός από τότε πού ο πατέρας μου έπαψε να μπορεί να πει στη μαμά: «Πήγαινε με το μικρό». Η δυνατότητα να ξανάρθουν τέτοιες ώρες δε θα ξαναγεννηθεί για μένα ποτέ πια. Όμως τώρα τελευταία ξαναρχίζω να ξεχωρίζω πολύ καλά, τούς λυγμούς πού είχα τη δύναμη να συγκρατήσω μπροστά στον πατέρα μου και που ξέσπασαν μόνο όταν βρέθηκα μόνος με τη μαμά. Στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ και μόνο επειδή η ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου, τούς ακούω πάλι, σαν τις καμπάνες των μοναστηριών πού τις σκεπάζουν τόσο οι θόρυβοι τής πόλης στη διάρκεια τής μέρας, ώστε νομίζεις πώς σώπασαν, αλλά πού ξαναρχίζουν να χτυπούν στην ησυχία τής νύχτας.
Η μαμά έμεινε εκείνο το βράδυ στο δωμάτιό μου. Θα ᾿πρεπε να ᾿μαι ευτυχισμένος κι όμως δεν ήμουν. Είχα την εντύπωση πώς η μητέρα μου, είχε μόλις κάνει μια πρώτη παραχώρηση, πού θα τής ήταν οδυνηρή, πώς ήταν μια πρώτη παραίτησή της, απέναντι στο ιδανικό πού είχε πλάσει για μένα, και πώς για πρώτη φορά, αυτή, η τόσο θαρραλέα, αναγνώριζε πώς είχε νικηθεί. Είχα την εντύπωση πώς αν κέρδισα τώρα μια νίκη, αυτό είχε γίνει εναντίον της, πώς είχα πετύχει, όπως θα μπορούσαν να πετύχουν οι στεναχώριες, η αρρώστια ή τα γηρατειά, να χαλαρώσω τη θέλησή της, να λυγίσω τη λογική της και πώς η βραδιά αυτή άνοιγε μια νέα εποχή. Αν είχα τολμήσει θα τής έλεγα: «Όχι, δε θέλω να πλαγιάσεις εδώ». Όμως γνώριζα την πραχτική της σοφία, πού μετρίαζε μέσα της την έντονα ιδεαλιστική φύση τής γιαγιάς, κι ήξερα πώς τώρα πού το κακό είχε γίνει, προτιμούσε να μ᾿ αφήσει τουλάχιστον να γευστώ την ευχαρίστηση πού με γαλήνευε και να μην ενοχλήσει τον πατέρα μου. Βέβαια το όμορφο πρόσωπο τής μητέρας μου, έλαμπε ακόμα από νειάτα, το βράδυ εκείνο πού μού κρατούσε τόσο απαλά τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυά μου. Όμως είχα την εντύπωση πώς μ᾿ ένα ανόσιο και κρυφό χέρι, είχα μόλις χαράξει στην ψυχή της μια πρώτη ρυτίδα. Η σκέψη αυτή αύξησε τούς λυγμούς μου, και τότε είδα τη μαμά, πού δεν άφηνε ποτέ να παρασυρθεί στην παραμικρή συγκίνηση απέναντί μου, να την κυριεύει ξαφνικά η δική μου συγκίνηση. «Κοίτα αφού δε νυστάζεις ούτε συ, ούτε η μαμά σου, ας μη μένομε εδώ να εκνευριζόμαστε, ας κάνομε κάτι, ας πάρουμε ένα από τα βιβλία σου. Μήπως θα λυπηθείς αργότερα, αν σού έδινα από τώρα τα βιβλία πού θα σού δώσει η γιαγιά στη γιορτή σου; Σκέψου τα καλά δεν θα λυπηθείς, όταν δεν θα πάρεις τίποτα μεθαύριο;» Αντίθετα, ήμουν ενθουσιασμένος και η μαμά έφερε ένα πακέτο βιβλία. Ήταν τέσσερα μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη.
Η γιαγιά μου, καθώς έμαθα αργότερα, είχε αρχικά διαλέξει τα ποιήματα τού Μυσσέ, ένα τόμο τού Ρουσσώ και την Ιντιάνα τής Γεωργίας Σάνδη· γιατί ενώ θεωρούσε τα φτηνά αναγνώσματα το ίδιο βλαβερά όσο τις καραμέλες και τα γλυκά, δεν πίστευε πώς οι μεγάλες πνοές τής μεγαλοφυΐας θα είχαν στο πνεύμα ενός παιδιού μια επίδραση πιο επικίνδυνη, απ᾿ ότι πάνω στο κορμί του, το ύπαιθρο και ο καθαρός αέρας. Όμως επειδή ο πατέρας μου τη θεώρησε σχεδόν τρελή σαν έμαθε τα βιβλία πού ήθελε να μού χαρίσει, τα επέστρεψε στο βιβλιοπωλείο και περιορίστηκε στα τέσσερα αγροτικά μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», έλεγε στη μαμά, «δεν μπορώ να δεχτώ να δώσω σ᾿ αυτό το παιδί κάτι κακογραμμένο».
Πραγματικά δεν δεχόταν ποτέ να αγοράσει κάτι πού δεν θα μπορούσε να προσφέρει μια πνευματική ωφέλεια, και κυρίως αυτήν πού μάς παρέχουν τα ωραία πράγματα, καθώς μάς μαθαίνουν ν᾿ αναζητούμε τις απολαύσεις, έξω απ᾿ τις ικανοποιήσεις τού πλούτου και τής ματαιότητας. Ακόμα και όταν έπρεπε να προσφέρει σε κάποιον ένα δώρο καθώς λένε χρήσιμο, μια πολυθρόνα, ένα σερβίτσιο, γύρευε να βρει αντίκες, λες και αφού από την αχρηστία είχαν χάσει το χαρακτήρα τής ωφελιμότητας, ήταν στη διάθεσή μας πιότερο για να μάς διηγηθούν τη ζωή ανθρώπων άλλης εποχής, παρά για να εξυπηρετήσουν ανάγκες τής δικής μας.
Η μαμά κάθισε πλάι στο κρεβάτι μου είχε πάρει το βιβλίο "Φρανσουά λε Σαμπί" πού το κοκκινωπό εξώφυλλο κι ο ακατανόητος τίτλος, τού έδιναν στα μάτια μου μια γοητεία γεμάτη μυστήριο. Ενώ η μητέρα μου διάβαζε χωρίς να ακολουθεί πάντα πιστά το κείμενο καθώς πηδούσε όλες τις ερωτικές σκηνές, μπορούσε ωστόσο όπου έβρισκε τον τόνο για να εκφράσει ένα αληθινό συναίσθημα, να διαβάζει με τρόπο πού η ομορφιά κι η απαλότητα τού ήχου, έκαναν την ανάγνωσή της θαυμαστή. Ακόμα και στη ζωή, ήταν συγκινητικό να βλέπεις με πόσο σεβασμό αφαιρούσε απ᾿ τη φωνή της, από τα λόγια της, ένα ξέσπασμα χαράς, αν αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη σε μια μάνα πού είχε άλλοτε χάσει ένα παιδί, μια υπόμνηση επετείου, αν θα μπορούσε να φέρει σ᾿ ένα ηλικιωμένο σκέψεις για τα γεράματα, μια κουβέντα για το νοικοκυριό, αν κινδύνευε να φανεί πληχτική σ᾿ ένα νέο επιστήμονα. Έτσι και όταν διάβαζε τα πεζά τής Γεωργίας Σάνδη, τα πλημμυρισμένα απ᾿ αυτή την καλοσύνη, αυτή την ηθική υπεροχή, αρετές πού η μητέρα μου είχε μάθει από τη γιαγιά μου να θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο στη ζωή και πού έμελλε να τής μάθω εγώ πολύ αργότερα, να μη τις θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο, και στα βιβλία, προσέχοντας ν᾿ αποβάλλει απ᾿ τη φωνή της κάθε μικρότητα, κάθε προσποίηση, προσέδινε όλη τη φυσική καλοσύνη, όλη την απαλότητα πού αναζητούσαν αυτές οι φράσεις. Τα μέσα τής αφήγησης πού έχουν σκοπό να διεγείρουν την περιέργεια ή τη συγκίνηση, κάποιοι εκφραστικοί τρόποι πού ξυπνούν την ανησυχία και τη μελαγχολία, και πού ένας αναγνώστης λίγο μορφωμένος αναγνωρίζει πώς είναι κοινοί σε πολλά μυθιστορήματα, μού φαίνονταν σα μια συγκινητική έκφραση τής ιδιαίτερης ουσίας τού Φρανσουά λε Σαμπί. Σε μένα πού θεωρούσα ένα καινούργιο βιβλίο, όχι σαν κάτι πού έχει πολλά παρόμοιά του, αλλά σαν ένα και μοναδικό, πού λόγος ύπαρξής του είναι αυτό το ίδιο.
Οι τύψεις μου είχαν ησυχάσει αφέθηκα στην απαλότητα αυτής τής νύχτας πού είχα τη μητέρα κοντά μου. Ήξερα πώς τέτοια νύχτα δε θα μπορούσε να επαναληφθεί. Αύριο τα άγχος μου θα ξανάρχιζε. Όταν όμως το άγχος μου ηρεμούσε δεν το καταλάβαινα πια κι ύστερα το αυριανό βράδυ ήταν ακόμα μακριά.
Βρισκόμασταν στον κήπο όταν ακούστηκαν τα δυο δισταχτικά χτυπήματα στο καμπανάκι. Ξέραμε πώς ήταν ο Σουάν όμως όλοι κοιταχτήκαμε μ᾿ ερωτηματική έκφραση και στείλαμε τη γιαγιά μου για αναγνώριση. «Α, να ο κύριος Σουάν». Η μητέρα μου είχε σκεφτεί, πώς ένας λόγος της θα μπορούσε να σβήσει όλη τη λύπη πού ίσως είχε προκαλέσει η οικογένειά μας στον Σουάν, από τότε πού παντρεύτηκε. Βρήκε τον τρόπο να τον πάρει λίγο απόμερα. «Λοιπόν κύριε Σουάν», τού είπε, «μιλήστε μου λίγο για την κόρη σας είμαι βέβαιη πώς αγαπά κιόλας τα όμορφα πράγματα όπως ο μπαμπάς της» «Μα ελάτε λοιπόν να καθίσετε μ᾿ όλους μας κάτω από τη βεράντα» είπε ο παππούς μου πλησιάζοντας. Καθίσαμε όλοι γύρω απ᾿ το σιδερένιο τραπέζι. Θα ήθελα να μη σκεφτόμουν τις ώρες τις γεμάτες άγχος, πού θα περνούσα απόψε στο δωμάτιό μου, χωρίς να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Οι σκέψεις έφθαναν ως το μυαλό μου, αλλά μόνο αφού είχαν χάσει κάθε στοιχείο ομορφιάς ή ακόμα και κάθε στοιχείο πού θα μπορούσε να με συγκινήσει ή να με διασκεδάσει. Σαν τον άρρωστο πού χάρη σ᾿ ένα αναισθητικό παρακολουθεί με απόλυτη διαύγεια την εγχείρηση πού τού κάνουν, αλλά χωρίς να νιώθει τίποτα, μπορούσα να απαγγέλνω μέσα μου στίχους πού αγαπούσα ή να παρακολουθώ τις συζητήσεις τού παππού μου με τον Σουάν, χωρίς οι πρώτοι να με κάνουν να νιώσω την παραμικρή συγκίνηση και οι δεύτερες καμιά ευχαρίστηση.
Δεν σήκωνα τα μάτια από τη μητέρα μου, ήξερα πώς μόλις περνούσαν στο τραπέζι, δε θα μού επέτρεπαν να μείνω, και πώς η μαμά δε θα μ᾿ άφηνε να τη φιλήσω πολύ, μπροστά στον κόσμο σα να βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Γι αυτό έταζα στον εαυτό μου, όταν άρχιζε το δείπνο κι ένιωθα να πλησιάζει η ώρα, να δώσω από πριν σ᾿ αυτό το φιλί, πού θα ᾿ταν τόσο σύντομο και κρυφό, ό,τι περισσότερο μπορούσα μόνος, να διαλέξω με το βλέμμα μου τη θέση πού θα φιλούσα στο μάγουλο, να προετοιμάσω τη σκέψη, για να μπορέσω ν᾿ αφιερώσω όλο το χρόνο πού θα μού άφηνε η μαμά για να νιώσω το μάγουλό της πάνω στα χείλια μου, σαν το ζωγράφο πού δε μπορεί να εξασφαλίσει παρά σύντομες πόζες κι ετοιμάζει την παλέτα του και φτιάχνει από πριν, από μνήμης, από τις σημειώσεις του, ό,τι μπορεί ενδεχόμενα να πραγματοποιήσει χωρίς την παρουσία τού μοντέλου. Αλλά να, πού πριν χτυπήσει το καμπανάκι για το δείπνο, ο παππούς μου είχε τη ασύνειδη σκληρότητα να πει: «ο μικρός φαίνεται κουρασμένος, θα ᾿πρεπε ν᾿ ανέβει για να κοιμηθεί. Άλλωστε δειπνούμε αργά απόψε». Κι ο πατέρας μου, πού δεν τηρούσε, όπως η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πιστά τις συμφωνίες, είπε: «Ναι, άντε πήγαινε να κοιμηθείς». Θέλησα να φιλήσω τη μαμά. «Μα όχι, άφησε τη μητέρα σου, αρκεί πού είπατε έτσι καληνύχτα, οι εκδηλώσεις αυτές είναι γελοίες. Άντε ανέβα!» Και χρειάστηκε να φύγω χωρίς τονωτικό. Αυτή η μισητή σκάλα, πού άρχιζα ν᾿ ανεβαίνω πάντα τόσο θλιμμένα, ανάδινε μια μυρωδιά από βερνίκι, πού είχε με κάποιο τρόπο απορροφήσει αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης πού ᾿νιωθα κάθε βράδυ. Όταν κοιμόμαστε κι ένας πονόδοντος γίνεται ακόμα αισθητός, με τη μορφή μιας νέας κοπέλας πού πασχίζουμε διακόσιες φορές απανωτά να την βγάλουμε από το νερό ή με ένα στίχο τού Μολιέρου πού τον επαναλαμβάνουμε αδιάκοπα, τότε είναι μεγάλη ανακούφιση να ξυπνήσουμε και να μπορέσει η σκέψη μας ν᾿απαλλάξει την ιδέα τού πονόδοντου, από κάθε μεταμφίεση, ηρωική ή ρυθμική. Το αντίθετο απ᾿ αυτή την ανακούφιση ένιωθα όταν η θλίψη μου, επειδή ανέβαινα στο δωμάτιο μου, έμπαινε μέσα μου με τρόπο πολύ πιο γρήγορο, με την εισπνοή τής ιδιαίτερης μυρωδιάς αυτής τής σκάλας. Όμως πριν ενταφιαστώ στο κρεβάτι, θέλησα να δοκιμάσω ένα τέχνασμα καταδικασμένου. Έγραψα στη μητέρα μου, ικετεύοντάς την ν᾿ ανεβεί για κάτι πολύ σοβαρό πού δεν μπορούσα να τής πω στο γράμμα. Φοβόμουν ωστόσο πώς η Φρανσουάζ, η μαγείρισσα τής θείας μου, αρνηθεί να μεταφέρει το σημείωμά μου. Υποπτευόμουν πώς στη Φρανσουάζ, το να δώσει ένα μήνυμα στη μητέρα μου όταν είχε κόσμο, θα τής φαινόταν το ίδιο απραγματοποίητο όσο και στο θυρωρό ενός θεάτρου, το να επιδώσει ένα γράμμα σ᾿ έναν ηθοποιό όσο βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είχε για το τί επιτρέπεται και το τί δεν επιτρέπεται, έναν κώδικα, πλούσιο, λεπτολόγο, κι αδιάλλαχτο. Αυτός ο κώδικας, αν έκρινες απ᾿ το ξαφνικό πείσμα με το οποίο αρνιόταν να εκτελέσει ορισμένες παραγγελίες μας, σού έδινε την εντύπωση πώς είχε προβλέψει περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και κοσμικές λεπτολογίες, πού τίποτα από το περιβάλλον και τη ζωή της, σαν υπηρέτριας από χωριό, δεν θα μπορούσε να τις υπαγορεύσει κι ήσουν υποχρεωμένος να υποθέσεις πώς υπήρχε μέσα της μια γαλλική παράδοση πανάρχαια, αρχοντική και δυσνόητη, όπως σ᾿ αυτές τις βιομηχανικές πόλεις όπου τα παλιά μέγαρα μαρτυρούν πώς υπήρχε άλλοτε μια αυλική ζωή κι όπου οι εργάτες μιας χημικής βιομηχανίας εργάζονται τώρα ανάμεσα σε λεπτοκαμωμένα γλυπτά. Αλλά για να εξασφαλίσω κάποια ελπίδα επιτυχίας, δε δίστασα να πω ψέμματα, πώς η ίδια η μαμά μού είχε πει να μην ξεχάσω να τής στείλω μια απάντηση σχετικά μ᾿ ένα αντικείμενο πού μού είχε γυρέψει. Υποθέτω πώς η Φρανσουάζ δε με πίστεψε, γιατί σαν τούς πρωτόγονους πού οι αισθήσεις τους ήταν πιο δυνατές από τις δικές μας, διέβλεπε αμέσως, από σημάδια αδιόρατα, κάθε αλήθεια πού θέλαμε να τής αποκρύψουμε. Βγήκε απ᾿ το δωμάτιο με ύφος καρτερικό, λες και ήθελε να πει: «Τι δυστυχία για τούς γονείς να χουν ένα τέτοιο παιδί!» Επέστρεψε ύστερα από λίγο για να μού πει πώς βρίσκονταν ακόμα στο παγωτό, αλλά πώς όταν έφτανε η στιγμή, θα βρισκόταν τρόπος να δοθεί στη μαμά. Η ανησυχία μου κόπασε αμέσως, το σημείωμά μου έμελλε να με κάνει τουλάχιστον να μπω αόρατος κι ευτυχισμένος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν, θα τής μιλούσε για μένα, θ᾿ άφηνε να φτάσει ως την ταραγμένη μου καρδιά η προσοχή τής μαμάς, όσο θα διάβαζε τις γραμμές του. Και δεν ήταν μόνο αυτό: η μαμά σίγουρα θα ᾿ρχόταν.
Το άγχος πού μόλις είχα νιώσει, σκεφτόμουν πώς ο Σουάν θα το κορόιδευε, αν είχε διαβάσει το γράμμα μου και είχε μαντέψει το σκοπό του όμως αντίθετα, καθώς πληροφορήθηκα αργότερα, ένα παρόμοιο άγχος τον βασάνιζε πολλά χρόνια τής ζωής του. Στον Σουάν αυτό το άγχος γεννιέται, όταν νιώθεις πώς το πλάσμα πού αγαπάς βρίσκεται σ᾿ έναν τόπο απολαύσεων, όπου δεν μπορείς να το ανταμώσεις, τού το πρωτογνώρισε ο έρωτας, ο έρωτας, για τον οποίο αυτό το άγχος προορίζεται όταν όμως, όπως στην περίπτωση μου, το άγχος αυτό έχει εισχωρήσει μέσα μας πριν ακόμα εμφανιστεί ο έρωτας στη ζωή μας, μετεωρίζεται περιμένοντάς τον, υπηρετώντας το ένα ή το άλλο συναίσθημα, άλλοτε τη στοργή για τούς γονείς ή τη φιλία για ένα σύντροφο.
Η μητέρα μου δεν ήρθε (δίχως να σκεφτεί το φιλότιμό μου πού θιγόταν αν έβγαινε ψεύτικο το παραμύθι για το ψάξιμο, για το οποίο τάχα με είχε παρακαλέσει), και μού μήνυσε με τη Φρανσουάζ αυτά τα λόγια: «Δεν υπάρχει απάντηση» πού τ᾿ άκουσα τόσο συχνά κατόπιν από θυρωρούς «Παλλάς» ή από κλητήρες τζογείων να λέγεται σε κάποια καημενούλα πού ξαφνιάζεται: «Μα πώς; Δεν είπε τίποτα; Μα δεν είναι δυνατόν! Καλά, θα περιμένω κι άλλο». Κι ακριβώς όπως η κοπέλα διαβεβαιώνει πώς δε χρειάζεται το φως πού ο θυρωρός θέλει ν᾿ ανάψει για χατίρι της και παραμένει εκεί, έτσι κι εγώ, αφού αρνήθηκα την προσφορά τής Φρανσουάζ να μού φτιάξει ένα ζεστό, πλάγιασα κι έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά η ανησυχία μου χάθηκε, μια ευτυχία με πλημμύρισε, όπως ένα φάρμακο αρχίζει να ενεργεί και μάς αφαιρεί τον πόνο: είχα πάρει την απόφαση να μην προσπαθήσω πια να αποκοιμηθώ, δίχως πρώτα να δω τη μαμά, να τη φιλήσω οπωσδήποτε, μ᾿ όλο πού ήμουν βέβαιος πώς ύστερα απ᾿ αυτό θα μέναμε για καιρό μαλωμένοι. Ήξερα πώς θα τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια κατάσταση, πού μπορούσε να χει για μένα τις πιο σοβαρές συνέπειες, πολύ πιο σοβαρές απ᾿ ό,τι αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί ένας ξένος, πού θα λογάριαζε πώς μόνο πράξεις πραγματικά αισχρές, θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν. Όμως, στην ανατροφή μου, η καθορισμένη σειρά για τις κακές πράξεις δεν ήταν η ίδια όπως στην ανατροφή άλλων παιδιών, πριν απ᾿ όλες τις άλλες μού είχαν μάθει να τοποθετώ εκείνες, πού τώρα καταλαβαίνω πώς κοινό τους χαραχτηριστικό ήταν το γεγονός ότι κατρακυλά κανείς σ᾿ αυτές, όταν ενδίδει σε μια νευρική παρόρμηση. Τότε όμως δεν πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, δεν ανέφερε κανείς αυτή τη προέλευση, πού θα μπορούσε να με κάνει να πιστέψω πώς είχα κάποια δικαιολογία όταν θα υπέκυπτα σε μια τέτοια παρόρμηση κι ίσως μάλιστα να ήταν αδύνατον να τής αντισταθώ. Τις αναγνώριζα όμως τόσο από το άγχος πού προηγούνταν, όσο και από την αυστηρότητα τής τιμωρίας πού ακολουθούσε κι ήξερα πώς αυτή πού είχα μόλις διαπράξει, ανήκε στην ίδια οικογένεια.
Άκουσα τα βήματα των γονιών μου πού συνόδευαν τον Σουάν κι όταν το καμπανάκι τής πόρτας με ειδοποίησε πώς είχε πια φύγει, πλησίασα το παράθυρο. «Δυσκολεύομαι να πω πόσο βρίσκω τον Σουάν αλλαγμένο», είπε η μεγάλη μου θεία, «δείχνει σα γέρος!». Άλλωστε και οι γονείς μου άρχιζαν να βρίσκουν πώς είχε εκείνα τα υπερβολικά ντροπιασμένα γεράματα πού ταιριάζουν σ᾿ όσους η μεγάλη μέρα η χωρίς επαύριο, φαίνεται να διαρκεί περισσότερο απ᾿ ό,τι σ᾿ άλλους, γιατί στην περίπτωση τους είναι άδεια. «Νομίζω πώς έχει πολλές σκοτούρες με τη βρώμα τη γυναίκα του, πού συζεί, όπως γνωρίζει όλο το Κομπραί, με κάποιο κύριο ντε Σαρλύς. Είναι ο περίγελως τής πόλης». Η μητέρα μου παρατήρησε πώς είχε ωστόσο τον τελευταίο καιρό μιαν έκφραση λιγότερο θλιμμένη. «Εγώ νομίζω πώς στο βάθος δεν την αγαπάει πια αυτή τη γυναίκα». «Μα φυσικά δεν την αγαπάει», απάντησε ο παππούς μου.
Σε λίγο άκουσα τη μαμά πού ανέβαινε να κλείσει το παράθυρό της. Βγήκα, χωρίς να κάνω θόρυβο, στο διάδρομο η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά, όμως τώρα δε χτυπούσε από ανησυχία, αλλά από τρόμο και χαρά. Είδα στο χώρο τής σκάλας το φως πού έριχνε το κερί τής μαμάς. Ύστερα είδα και την ίδια, όρμισα. Την πρώτη στιγμή με κοίταξε σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ύστερα το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση οργής, δε μού ᾿λεγε λέξη, κι άλλωστε για πράγματα λιγότερο σοβαρά δε μού μιλούσαν για πολλές μέρες. Αν η μαμά μού είχε πει μια λέξη, θα ήταν σαν μια ένδειξη, πώς μπροστά στην σοβαρότητα τής τιμωρίας η οποία ετοιμαζόταν, η σιωπή το κάκιωμα, θα ήταν τιμωρίες τιποτένιες. Μια λέξη, θα ᾿ταν η ηρεμία με την οποία απαντούν σ᾿ έναν υπηρέτη πού έχουν αποφασίσει να τον διώξουν. Όμως άκουσε τον πατέρα μου πού ανέβαινε και για να αποφύγει τη σκηνή πού θα ξεσπούσε απάνω μου, μού είπε με φωνή πού την έκοβε η οργή: «Φύγε, φύγε, τουλάχιστον να μη σε δει ο πατέρας σου να περιμένεις έτσι σαν τρελός!». Εγώ όμως τής επανέλαβα: «Έλα να μού πεις καληνύχτα», έντρομος καθώς έβλεπα κιόλας το φως από το κερί τού πατέρα μου να ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσα την άφιξή του σαν μέσον εκβιασμού και έλπιζα πώς η μαμά, για να προλάβει να μη με βρει ο πατέρας μου, θα μού έλεγε: «Γύρνα στο δωμάτιό σου, θα ᾿ρθω». Ήταν αργά πια, ο πατέρας μου βρισκόταν μπροστά μας. Άθελα μουρμούρισα αυτή τη λέξη, πού κανένας δεν άκουσε: «Χάθηκα».
Όμως όχι. Ο πατέρας, μού αρνιόταν συνεχώς τις ελευθερίες πού μού είχαν παραχωρηθεί, σε συμφωνίες πιο πλατιές από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, γιατί δεν έδινε σημασία στις «αρχές». Για κάποιο τυχαίο λόγο, ή και χωρίς κανένα λόγο, καταργούσε την τελευταία στιγμή κάποιο περίπατό μου τόσο συνηθισμένο, ή ακόμα όπως το ᾿κανε κι απόψε, μού ᾿λεγε πολύ πριν από την καθορισμένη ώρα: «Άντε ανέβα να πλαγιάσεις». Αλλά ακριβώς επειδή δεν παραδεχόταν αρχές (με την έννοια πού τούς έδινε η γιαγιά μου) δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο αδιάλλακτος. Μ᾿ αντίκρισε μια στιγμή με ύφος έκπληκτο και θυμωμένο, κι ύστερα, μόλις η μαμά τού εξήγησε με λίγα μπερδεμένα λόγια τί είχε συμβεί, τής είπε: «Πήγαινε λοιπόν στο δωμάτιό του, αφού μάλιστα έλεγες πώς δεν έχεις διάθεση για ύπνο, μείνε για λίγο στο δωμάτιό του, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα». «Μα φίλε μου», απάντησε δειλά η μητέρα μου, «το αν θέλω ή όχι να κοιμηθώ δεν αλλάζει τα πράγματα, δεν πρέπει να συνηθίσει αυτό το παιδί...» «Μα δεν πρόκειται να συνηθίσει», είπε ο πατέρας μου, «βλέπεις καθαρά πώς ο μικρός έχει στεναχώρια, έχει ύφος απελπισμένο αυτό το παιδί δεν είμαστε δα και δήμιοι! Άντε καληνύχτα, εγώ πού δεν είμαι νευρικός όπως εσείς, πάω να πλαγιάσω».
Δεν μπορούσες να πεις ευχαριστώ στον πατέρα μου θα τον ενοχλούσες με ψευτοευαισθησίες, όπως τις έλεγε. Ακόμα και όταν εκδηλωνόταν μ᾿ αυτή τη μεγαλοψυχία, η συμπεριφορά τού πατέρα μου απέναντι μου κρατούσε κάτι το αυθαίρετο, πού οφειλόταν στο ότι γενικά η συμπεριφορά του βασιζόταν μάλλον σε τυχαίες διευθετήσεις, παρά σ᾿ ένα πρόγραμμα. Ίσως μάλιστα σ᾿ αυτό πού ονόμαζα αυστηρότητά του όταν με έστελνε να πλαγιάσω, να ταίριαζε λιγότερο το όνομα, απ᾿ ότι στην αυστηρότητα τής μητέρας μου ή τής γιαγιάς μου, γιατί η φύση του, σε σύγκριση με τη δική τους, δεν είχε δυνατότητα να μαντέψει ως τώρα πόσο δυστυχισμένος ήμουν κάθε βράδυ, πράγμα πού η μητέρα μου και η γιαγιά μου γνώριζαν καλά· μ᾿ αγαπούσαν όμως πολύ, και για να μη δεχτούν να μ᾿ απαλλάξουν απ᾿ τις θλίψεις ήθελαν να μού μάθουν να τις κυριαρχώ, για να μειώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.
Ο τοίχος τής σκάλας, πού πάνω του είδα να ανεβαίνει το φως από το κερί του, δεν υπάρχει πια από καιρό. Και μέσα μου πολλά πράγματα πού νόμιζα πώς θα διαρκούσαν για πάντα, σαρώθηκαν και καινούργια στήθηκαν γεννώντας καινούργιες πίκρες και χαρές, πού δεν μπορούσα να προβλέψω τότε, όπως ακριβώς δύσκολα μπορώ να καταλάβω τώρα τα παλιά. Κι ακόμα πάει καιρός από τότε πού ο πατέρας μου έπαψε να μπορεί να πει στη μαμά: «Πήγαινε με το μικρό». Η δυνατότητα να ξανάρθουν τέτοιες ώρες δε θα ξαναγεννηθεί για μένα ποτέ πια. Όμως τώρα τελευταία ξαναρχίζω να ξεχωρίζω πολύ καλά, τούς λυγμούς πού είχα τη δύναμη να συγκρατήσω μπροστά στον πατέρα μου και που ξέσπασαν μόνο όταν βρέθηκα μόνος με τη μαμά. Στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ και μόνο επειδή η ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου, τούς ακούω πάλι, σαν τις καμπάνες των μοναστηριών πού τις σκεπάζουν τόσο οι θόρυβοι τής πόλης στη διάρκεια τής μέρας, ώστε νομίζεις πώς σώπασαν, αλλά πού ξαναρχίζουν να χτυπούν στην ησυχία τής νύχτας.
Η μαμά έμεινε εκείνο το βράδυ στο δωμάτιό μου. Θα ᾿πρεπε να ᾿μαι ευτυχισμένος κι όμως δεν ήμουν. Είχα την εντύπωση πώς η μητέρα μου, είχε μόλις κάνει μια πρώτη παραχώρηση, πού θα τής ήταν οδυνηρή, πώς ήταν μια πρώτη παραίτησή της, απέναντι στο ιδανικό πού είχε πλάσει για μένα, και πώς για πρώτη φορά, αυτή, η τόσο θαρραλέα, αναγνώριζε πώς είχε νικηθεί. Είχα την εντύπωση πώς αν κέρδισα τώρα μια νίκη, αυτό είχε γίνει εναντίον της, πώς είχα πετύχει, όπως θα μπορούσαν να πετύχουν οι στεναχώριες, η αρρώστια ή τα γηρατειά, να χαλαρώσω τη θέλησή της, να λυγίσω τη λογική της και πώς η βραδιά αυτή άνοιγε μια νέα εποχή. Αν είχα τολμήσει θα τής έλεγα: «Όχι, δε θέλω να πλαγιάσεις εδώ». Όμως γνώριζα την πραχτική της σοφία, πού μετρίαζε μέσα της την έντονα ιδεαλιστική φύση τής γιαγιάς, κι ήξερα πώς τώρα πού το κακό είχε γίνει, προτιμούσε να μ᾿ αφήσει τουλάχιστον να γευστώ την ευχαρίστηση πού με γαλήνευε και να μην ενοχλήσει τον πατέρα μου. Βέβαια το όμορφο πρόσωπο τής μητέρας μου, έλαμπε ακόμα από νειάτα, το βράδυ εκείνο πού μού κρατούσε τόσο απαλά τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυά μου. Όμως είχα την εντύπωση πώς μ᾿ ένα ανόσιο και κρυφό χέρι, είχα μόλις χαράξει στην ψυχή της μια πρώτη ρυτίδα. Η σκέψη αυτή αύξησε τούς λυγμούς μου, και τότε είδα τη μαμά, πού δεν άφηνε ποτέ να παρασυρθεί στην παραμικρή συγκίνηση απέναντί μου, να την κυριεύει ξαφνικά η δική μου συγκίνηση. «Κοίτα αφού δε νυστάζεις ούτε συ, ούτε η μαμά σου, ας μη μένομε εδώ να εκνευριζόμαστε, ας κάνομε κάτι, ας πάρουμε ένα από τα βιβλία σου. Μήπως θα λυπηθείς αργότερα, αν σού έδινα από τώρα τα βιβλία πού θα σού δώσει η γιαγιά στη γιορτή σου; Σκέψου τα καλά δεν θα λυπηθείς, όταν δεν θα πάρεις τίποτα μεθαύριο;» Αντίθετα, ήμουν ενθουσιασμένος και η μαμά έφερε ένα πακέτο βιβλία. Ήταν τέσσερα μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη.
Η γιαγιά μου, καθώς έμαθα αργότερα, είχε αρχικά διαλέξει τα ποιήματα τού Μυσσέ, ένα τόμο τού Ρουσσώ και την Ιντιάνα τής Γεωργίας Σάνδη· γιατί ενώ θεωρούσε τα φτηνά αναγνώσματα το ίδιο βλαβερά όσο τις καραμέλες και τα γλυκά, δεν πίστευε πώς οι μεγάλες πνοές τής μεγαλοφυΐας θα είχαν στο πνεύμα ενός παιδιού μια επίδραση πιο επικίνδυνη, απ᾿ ότι πάνω στο κορμί του, το ύπαιθρο και ο καθαρός αέρας. Όμως επειδή ο πατέρας μου τη θεώρησε σχεδόν τρελή σαν έμαθε τα βιβλία πού ήθελε να μού χαρίσει, τα επέστρεψε στο βιβλιοπωλείο και περιορίστηκε στα τέσσερα αγροτικά μυθιστορήματα τής Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», έλεγε στη μαμά, «δεν μπορώ να δεχτώ να δώσω σ᾿ αυτό το παιδί κάτι κακογραμμένο».
Πραγματικά δεν δεχόταν ποτέ να αγοράσει κάτι πού δεν θα μπορούσε να προσφέρει μια πνευματική ωφέλεια, και κυρίως αυτήν πού μάς παρέχουν τα ωραία πράγματα, καθώς μάς μαθαίνουν ν᾿ αναζητούμε τις απολαύσεις, έξω απ᾿ τις ικανοποιήσεις τού πλούτου και τής ματαιότητας. Ακόμα και όταν έπρεπε να προσφέρει σε κάποιον ένα δώρο καθώς λένε χρήσιμο, μια πολυθρόνα, ένα σερβίτσιο, γύρευε να βρει αντίκες, λες και αφού από την αχρηστία είχαν χάσει το χαρακτήρα τής ωφελιμότητας, ήταν στη διάθεσή μας πιότερο για να μάς διηγηθούν τη ζωή ανθρώπων άλλης εποχής, παρά για να εξυπηρετήσουν ανάγκες τής δικής μας.
Η μαμά κάθισε πλάι στο κρεβάτι μου είχε πάρει το βιβλίο "Φρανσουά λε Σαμπί" πού το κοκκινωπό εξώφυλλο κι ο ακατανόητος τίτλος, τού έδιναν στα μάτια μου μια γοητεία γεμάτη μυστήριο. Ενώ η μητέρα μου διάβαζε χωρίς να ακολουθεί πάντα πιστά το κείμενο καθώς πηδούσε όλες τις ερωτικές σκηνές, μπορούσε ωστόσο όπου έβρισκε τον τόνο για να εκφράσει ένα αληθινό συναίσθημα, να διαβάζει με τρόπο πού η ομορφιά κι η απαλότητα τού ήχου, έκαναν την ανάγνωσή της θαυμαστή. Ακόμα και στη ζωή, ήταν συγκινητικό να βλέπεις με πόσο σεβασμό αφαιρούσε απ᾿ τη φωνή της, από τα λόγια της, ένα ξέσπασμα χαράς, αν αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη σε μια μάνα πού είχε άλλοτε χάσει ένα παιδί, μια υπόμνηση επετείου, αν θα μπορούσε να φέρει σ᾿ ένα ηλικιωμένο σκέψεις για τα γεράματα, μια κουβέντα για το νοικοκυριό, αν κινδύνευε να φανεί πληχτική σ᾿ ένα νέο επιστήμονα. Έτσι και όταν διάβαζε τα πεζά τής Γεωργίας Σάνδη, τα πλημμυρισμένα απ᾿ αυτή την καλοσύνη, αυτή την ηθική υπεροχή, αρετές πού η μητέρα μου είχε μάθει από τη γιαγιά μου να θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο στη ζωή και πού έμελλε να τής μάθω εγώ πολύ αργότερα, να μη τις θεωρεί ανώτερες από κάθε άλλο, και στα βιβλία, προσέχοντας ν᾿ αποβάλλει απ᾿ τη φωνή της κάθε μικρότητα, κάθε προσποίηση, προσέδινε όλη τη φυσική καλοσύνη, όλη την απαλότητα πού αναζητούσαν αυτές οι φράσεις. Τα μέσα τής αφήγησης πού έχουν σκοπό να διεγείρουν την περιέργεια ή τη συγκίνηση, κάποιοι εκφραστικοί τρόποι πού ξυπνούν την ανησυχία και τη μελαγχολία, και πού ένας αναγνώστης λίγο μορφωμένος αναγνωρίζει πώς είναι κοινοί σε πολλά μυθιστορήματα, μού φαίνονταν σα μια συγκινητική έκφραση τής ιδιαίτερης ουσίας τού Φρανσουά λε Σαμπί. Σε μένα πού θεωρούσα ένα καινούργιο βιβλίο, όχι σαν κάτι πού έχει πολλά παρόμοιά του, αλλά σαν ένα και μοναδικό, πού λόγος ύπαρξής του είναι αυτό το ίδιο.
Οι τύψεις μου είχαν ησυχάσει αφέθηκα στην απαλότητα αυτής τής νύχτας πού είχα τη μητέρα κοντά μου. Ήξερα πώς τέτοια νύχτα δε θα μπορούσε να επαναληφθεί. Αύριο τα άγχος μου θα ξανάρχιζε. Όταν όμως το άγχος μου ηρεμούσε δεν το καταλάβαινα πια κι ύστερα το αυριανό βράδυ ήταν ακόμα μακριά.
[1] Αλφρέντ ντε Μυσέ: (1810-1857), ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, εκπρόσωπος τού Γαλλικού ρομαντισμού.
Η συνειδητή μνήμη πού είναι δεμένη με τη νόηση είναι αδύνατον να διατρέξει τις εκτάσεις πού έχει σκεπάσει η λήθη και να ανακαλέσει το παρελθόν.
Έτσι για καιρό, όταν ξύπνιος τη νύχτα, ξαναθυμόμουν το Κομπραί, δεν έβλεπα ποτέ τίποτα άλλο, από αυτό το είδος τής φωτεινής επιφάνειας πού ξεχωρίζει μες από αξεδιάλυτα σκοτάδια, σαν αυτή πού η αναλαμπή πυροτεχνημάτων φωτίζει και κομματιάζει σ᾿ ένα κτίριο, ενώ τα άλλα του κομμάτια μένουν πνιγμένα στη νύχτα: στην αρκετά πλατιά βάση ήταν το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία, η αρχή τής σκοτεινής αλέας απ᾿ όπου θα ερχόταν ο κύριος Σουάν, ο ασυναίσθητος αίτιος για τις θλίψεις μου, ο προθάλαμος πού περνούσα πηγαίνοντας για το πρώτο σκαλοπάτι τής σκάλας, τόσο σκληρή να την ανέβω και στην κορφή, η κρεβατοκάμαρά μου με το μικρό διάδρομο. Με δυο λόγια, αυτό πού έβλεπα, ήταν κοιταγμένο πάντα την ίδια ώρα, απομονωμένο απ᾿ ό,τι θα μπορούσε να υπάρχει ολόγυρα, το σκηνικό στο δράμα για το βραδινό μου ύπνο. Λες και το Κομπραί το αποτελούσαν μόνο δύο πατώματα, πού τα ένωνε μια στενή σκάλα κι ήταν πάντα εφτά η ώρα το βράδυ. Είναι αλήθεια πώς θα μπορούσα να απαντήσω σ᾿ όποιον με ρωτούσε, πώς το Κομπραί περιλάμβανε και πολλά άλλα και πώς υπήρχε και σε άλλες ώρες. Αλλά καθώς ό,τι θα θυμόμουν θα μού το προσέφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη πού την καθοδηγεί η νόηση, και οι πληροφορίες πού μάς δίνει η μνήμη αυτή για το παρελθόν, δεν περισώζουν τίποτα απ᾿ αυτό, δεν ήταν δυνατόν να σκεφτώ το υπόλοιπο τμήμα τού Κομπραί. Όλο αυτό, ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα.
Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ᾿ όλα αυτά, κι ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μάς επιτρέπει να περιμένουμε την εύνοια τού πρώτου.
Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να ανακαλέσουμε το παρελθόν μας, όλες οι προσπάθειες τής νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω από την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο πού εξαρτάται από την τύχη αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε, ή αν δεν θα το συναντήσουμε ποτέ.
Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε σχεδόν τίποτα για μένα από το Κομπραί παρά μόνο η σκηνή τής ώρας πού έπρεπε να πλαγιάσω, όταν μια χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πώς κρύωνα, πρότεινε να μού δώσει μ᾿ όλο πού δεν το συνήθιζα λίγο τσάι. Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα γλυκά πού ονομάζονται "Μικρές Μαντλέν"[1] και φαίνονται σα να ᾿χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι, όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή πού η γουλιά, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό πού συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μού είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες τής ζωής αδιάφορες, ανύπαρχτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο πού ενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με με μια πολύτιμη ουσία ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, φθαρτό. Από πού μπορούσε να μού έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πώς ήταν συνυφασμένη με τη γεύση τού τσαγιού, αλλά και πώς την ξεπερνούσε απεριόριστα. Είναι φανερό πώς η αλήθεια πού γυρεύω δε βρίσκεται σ᾿ αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν τη γνωρίζει. Ακουμπώ το φλυτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη πρέπει να βρει την αλήθεια αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά πού η σκέψη νιώθει πώς την ξεπερνά ο εαυτός της να ερευνήσει όλη τη σκοτεινή χώρα.
Σίγουρα αυτό πού δονείται έτσι στο βάθος τού είναι μου πρέπει να ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση πού δεμένη μ᾿ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Θα φτάσει άραγε ως την επιφάνεια τής καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, αυτή η στιγμή από τα παλιά, πού η έλξη μιας στιγμής απαράλλαχτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω.
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν πού την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μού πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να τής πω καλημέρα στο δωμάτιο της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη τής μικρής μαντλέν δεν μού χε θυμίσει τίποτα πριν τη γευστώ ίσως γιατί έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς να τις δοκιμάσω, η εικόνα τους, είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες τού Κομπραί, για να δεθεί με άλλες πιο πρόσφατες. Όταν όμως από το μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω απ᾿ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν πάνω στη μικρή άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα τής ανάμνησης.
Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση τού κομματιού τής μαντλέν, βουτηγμένο στο φλαμούρι πού μού ᾿δινε η θεία μου, αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι πού ᾿βλεπε στον κήπο και το ᾿χαν χτίσει για τούς γονείς μου στο πίσω του μέρος (αυτή την ξεκομμένη φωτισμένη επιφάνεια, τη μόνη πού είχα ξαναδεί ως τότε) και μαζί με το σπίτι, η πόλη, απ᾿ το πρωί ως το βράδυ και μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, η Πλατεία όπου με έστελναν πριν το γεύμα, τα εξοχικά δρομάκια πού παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλα τα λουλούδια τού κήπου μας και τού πάρκου τού κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα τής Βιβόν [2], κι οι καλοί άνθρωποι τού χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, βγήκαν απ᾿ το φλυτζάνι μου με το τσάι.
Νεκρό για πάντα; Ίσως. Υπάρχει πολύ τυχαίο σ᾿ όλα αυτά, κι ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μάς επιτρέπει να περιμένουμε την εύνοια τού πρώτου.
Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να ανακαλέσουμε το παρελθόν μας, όλες οι προσπάθειες τής νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω από την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο πού εξαρτάται από την τύχη αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε, ή αν δεν θα το συναντήσουμε ποτέ.
Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε σχεδόν τίποτα για μένα από το Κομπραί παρά μόνο η σκηνή τής ώρας πού έπρεπε να πλαγιάσω, όταν μια χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πώς κρύωνα, πρότεινε να μού δώσει μ᾿ όλο πού δεν το συνήθιζα λίγο τσάι. Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα γλυκά πού ονομάζονται "Μικρές Μαντλέν"[1] και φαίνονται σα να ᾿χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο, μηχανικά έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι, όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή πού η γουλιά, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό πού συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μού είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες τής ζωής αδιάφορες, ανύπαρχτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο πού ενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με με μια πολύτιμη ουσία ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, φθαρτό. Από πού μπορούσε να μού έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πώς ήταν συνυφασμένη με τη γεύση τού τσαγιού, αλλά και πώς την ξεπερνούσε απεριόριστα. Είναι φανερό πώς η αλήθεια πού γυρεύω δε βρίσκεται σ᾿ αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν τη γνωρίζει. Ακουμπώ το φλυτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη πρέπει να βρει την αλήθεια αλλά πώς; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά πού η σκέψη νιώθει πώς την ξεπερνά ο εαυτός της να ερευνήσει όλη τη σκοτεινή χώρα.
Σίγουρα αυτό πού δονείται έτσι στο βάθος τού είναι μου πρέπει να ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση πού δεμένη μ᾿ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Θα φτάσει άραγε ως την επιφάνεια τής καθαρής μου συνείδησης, αυτή η ανάμνηση, αυτή η στιγμή από τα παλιά, πού η έλξη μιας στιγμής απαράλλαχτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω.
Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν πού την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μού πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να τής πω καλημέρα στο δωμάτιο της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη τής μικρής μαντλέν δεν μού χε θυμίσει τίποτα πριν τη γευστώ ίσως γιατί έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς να τις δοκιμάσω, η εικόνα τους, είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες τού Κομπραί, για να δεθεί με άλλες πιο πρόσφατες. Όταν όμως από το μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω απ᾿ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν πάνω στη μικρή άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα τής ανάμνησης.
Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση τού κομματιού τής μαντλέν, βουτηγμένο στο φλαμούρι πού μού ᾿δινε η θεία μου, αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι πού ᾿βλεπε στον κήπο και το ᾿χαν χτίσει για τούς γονείς μου στο πίσω του μέρος (αυτή την ξεκομμένη φωτισμένη επιφάνεια, τη μόνη πού είχα ξαναδεί ως τότε) και μαζί με το σπίτι, η πόλη, απ᾿ το πρωί ως το βράδυ και μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, η Πλατεία όπου με έστελναν πριν το γεύμα, τα εξοχικά δρομάκια πού παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλα τα λουλούδια τού κήπου μας και τού πάρκου τού κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα τής Βιβόν [2], κι οι καλοί άνθρωποι τού χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, βγήκαν απ᾿ το φλυτζάνι μου με το τσάι.
[1]Μαντλέν: είδος μπισκότου
[2]Βιβόν: ποτάμι κοντά στο Κομπραί πού στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το ποτάμι Λουάρ στην περιοχή τοῦ Ἰλλιέ.
[2]Βιβόν: ποτάμι κοντά στο Κομπραί πού στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το ποτάμι Λουάρ στην περιοχή τοῦ Ἰλλιέ.
Το Κομπραί
Το Κομπραί, από μακριά, όπως το βλέπαμε όταν φτάναμε με το τραίνο την τελευταία εβδομάδα πριν από το Πάσχα, δεν ήταν παρά μια εκκλησιά πού συνόψιζε την πόλη και όταν πλησιάζαμε, κρατούσε στριμωγμένα γύρω από την ψηλή σκούρα της κάπα, καταμεσής στον κάμπο, τις γκρίζες ράχες των συγκεντρωμένων σπιτιών. Για διαμονή το Κομπραί ήταν κάπως μελαγχολικό, σαν τούς δρόμους του, πού τα σπίτια τους χτισμένα από μαυριδερή πέτρα τής περιοχής, με αετώματα στις στέγες πού ᾿ριχναν τη σκιά μπροστά τους, ήταν τόσο σκοτεινά, ώστε χρειαζόταν, μόλις έπεφτε το φως τής μέρας, να ανασηκώνουν στις σάλες τις κουρτίνες. Οι δρόμοι αυτοί τού Κομπραί υπάρχουν σ᾿ ένα κομμάτι τής μνήμης μου τόσο απόμακρο, ζωγραφισμένο με χρώματα τόσο διαφορετικά απ᾿ αυτά πού τώρα ντύνεται για μένα ο κόσμος, ώστε στ᾿ αλήθεια μού φαίνονται όλοι αυτοί οι δρόμοι, κι η εκκλησιά πού δέσποζε πάνω στην Πλατεία, πιο φανταστικοί κι από τις προβολές τού μαγικού φανού. Αναγνώριζες το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ από πολύ μακριά, καθώς διαγραφόταν η αλησμόνητη μορφή του στον ορίζοντα, όταν από το τραίνο πού μάς έφερνε απ᾿ το Παρίσι, ο πατέρας μου το ᾿βλεπε να γλιστράει διαδοχικά πάνω στις αυλακιές τού ουρανού και να κάνει το σιδερένιο κοκοράκι του να τρέχει εδώ κι εκεί, και μάς έλεγε: «Άντε, πάρτε τα σκεπάσματα, φτάσαμε». Και σε ένα από τούς πιο μακρινούς περιπάτους πού κάναμε απ᾿ το Κομπραί, υπήρχε ένα σημείο, όπου ο στενός δρόμος, ξάνοιγε σ᾿ ένα πλάτωμα κλειστό στον ορίζοντα από δάση οδοντωτά, πού τα ξεπερνούσε μόνο το λεπτό βέλος από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ, αλλά τόσο λεπτό, τόσο ρόδινο, ώστε θα ᾿λεγες πώς ήταν μόνο του χαραγμένο πάνω στον ουρανό, από ένα νύχι, πού σα να γύρευε να δώσει σ᾿ αυτό το τοπίο, σ᾿ αυτό το αποκλειστικό έργο τής φύσης, τούτο το μικρό σημάδι τέχνης, τούτη τη μοναδική ανθρώπινη ένδειξη. Χωρίς να γνωρίζει και η ίδια γιατί, η γιαγιά μου, έβρισκε και στο καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ αυτή την έλλειψη χυδαιότητας, επιτήδευσης, ευτέλειας, πού την έκανε να αγαπά και να πιστεύει την πλούσια σ᾿ ευεργετική επίδραση φύση, όταν το ανθρώπινο χέρι δεν την έχει εξευτελίσει, σαν το κηπουρό τής μεγάλης μου θείας.
Ακόμα και στα ψώνια πού έπρεπε να κάνεις σε μαγαζιά πίσω από την εκκλησία, εκεί όπου δεν την έβλεπες, όλα φαίνονταν να ρυθμίζονται σε σχέση με το καμπαναριό, πού ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα σπίτια. Σίγουρα υπάρχουν πολλά άλλα πιο όμορφα, ιδωμένα με αυτόν το τρόπο, και κρατώ στη μνήμη μου βινιέτες από καμπαναριά πού ξεπερνούν τις στέγες, με διαφορετικό καλλιτεχνικό χαρακτήρα απ᾿ αυτές πού συνθέτανε οι θλιβεροί δρόμοι τού Κομπραί. Αλλά καθώς σε καμιά απ᾿ αυτές τις μικρές γκραβούρες, μ᾿ όσο γούστο κι αν μπόρεσε να τις εκτελέσει η μνήμη μου, δεν κατάφερε να βάλει αυτό πού είχα χάσει από καιρό, το συναίσθημα πού μάς κάνει να μη θεωρούμε κάτι σαν θέαμα, αλλά σα να ᾿ναι πλάσμα αναντικατάστατο, καμιά δεν κρατά μέσα της ένα βαθύ κομμάτι τής ζωής μου, όπως συμβαίνει με την ανάμνηση αυτών των απόψεων τού καμπαναριού τού Κομπραί. Και σήμερα ακόμα, όταν σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη ή σε μια συνοικία τού Παρισιού, πού δεν τις γνωρίζω καλά, ένας περαστικός "για να με οδηγήσει" μού δείχνει μακριά, σα σημείο αναγνώρισης το καμπαναριό κάποιου μοναστηριού, φτάνει αόριστα η μνήμη μου να ανακαλύψει την αγαπημένη και χαμένη πια μορφή, κι ο περαστικός αν τύχει και γυρίσει για να βεβαιωθεί μήπως κάνω λάθος, να με δει, ξεχνώντας την πορεία μου να στέκω εκεί ακίνητος, να προσπαθώ να θυμηθώ, νιώθοντας στα κατάβαθα μου εκτάσεις ξανακερδισμένες από τη λήθη ν᾿ αποστραγγίζονται και να ξαναχτίζονται και τότε αναμφίβολα, με περισσότερη ανησυχία από πρωτύτερα όταν ζητούσα από τον ξένο να με οδηγήσει, γυρεύω ακόμα το δρόμο μου, στρίβω σ᾿ ένα στενό... αλλά... αυτό το στενό είναι τώρα μέσα στην καρδιά μου...
Ακόμα και στα ψώνια πού έπρεπε να κάνεις σε μαγαζιά πίσω από την εκκλησία, εκεί όπου δεν την έβλεπες, όλα φαίνονταν να ρυθμίζονται σε σχέση με το καμπαναριό, πού ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα σπίτια. Σίγουρα υπάρχουν πολλά άλλα πιο όμορφα, ιδωμένα με αυτόν το τρόπο, και κρατώ στη μνήμη μου βινιέτες από καμπαναριά πού ξεπερνούν τις στέγες, με διαφορετικό καλλιτεχνικό χαρακτήρα απ᾿ αυτές πού συνθέτανε οι θλιβεροί δρόμοι τού Κομπραί. Αλλά καθώς σε καμιά απ᾿ αυτές τις μικρές γκραβούρες, μ᾿ όσο γούστο κι αν μπόρεσε να τις εκτελέσει η μνήμη μου, δεν κατάφερε να βάλει αυτό πού είχα χάσει από καιρό, το συναίσθημα πού μάς κάνει να μη θεωρούμε κάτι σαν θέαμα, αλλά σα να ᾿ναι πλάσμα αναντικατάστατο, καμιά δεν κρατά μέσα της ένα βαθύ κομμάτι τής ζωής μου, όπως συμβαίνει με την ανάμνηση αυτών των απόψεων τού καμπαναριού τού Κομπραί. Και σήμερα ακόμα, όταν σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη ή σε μια συνοικία τού Παρισιού, πού δεν τις γνωρίζω καλά, ένας περαστικός "για να με οδηγήσει" μού δείχνει μακριά, σα σημείο αναγνώρισης το καμπαναριό κάποιου μοναστηριού, φτάνει αόριστα η μνήμη μου να ανακαλύψει την αγαπημένη και χαμένη πια μορφή, κι ο περαστικός αν τύχει και γυρίσει για να βεβαιωθεί μήπως κάνω λάθος, να με δει, ξεχνώντας την πορεία μου να στέκω εκεί ακίνητος, να προσπαθώ να θυμηθώ, νιώθοντας στα κατάβαθα μου εκτάσεις ξανακερδισμένες από τη λήθη ν᾿ αποστραγγίζονται και να ξαναχτίζονται και τότε αναμφίβολα, με περισσότερη ανησυχία από πρωτύτερα όταν ζητούσα από τον ξένο να με οδηγήσει, γυρεύω ακόμα το δρόμο μου, στρίβω σ᾿ ένα στενό... αλλά... αυτό το στενό είναι τώρα μέσα στην καρδιά μου...
[1] Βινιέτες: μικρή ξυλογραφία που απεικόνιζε κληματόφυλλα και κοσμούσε συνήθως κεφαλίδες βιβλίων· σήμερα ὁ ὄρος σημαίνει κάθε διακοσμητικό βιβλίου
Οι παραξενιές τής θείας Λεονί. Η θεία Λεονί και η Ευλαλί
Η ξαδέλφη τού παππού μου, η μεγάλη μου θεία, πού στο σπίτι της κατοικούσαμε, ήταν η μητέρα αυτής τής θείας Λεονί πού από το θάνατο τού άντρα της, τού θείου Οκτάβ, δε θέλησε να εγκαταλείψει, πρώτα το Κομπραί, ύστερα στο Κομπραί το σπίτι της, ύστερα το δωμάτιο της, ύστερα το κρεβάτι της και δεν "κατέβαινε" πια, παρά έμενε πάντα ξαπλωμένη σε μια αβέβαιη κατάσταση θλίψης, σωματικής αδυναμίας, ασθένειας, έμμονης ιδέας κι ευλάβειας. Η θεία μου δε ζούσε πια πραγματικά παρά σε δυο μόνο συνεχόμενα δωμάτια, κι έμενε το απόγευμα στο ένα, όσο αεριζόταν το άλλο. Πριν μπω να πω καλημέρα στη θεία μου, μ᾿ άφηναν να περιμένω για λίγο στο πρώτο δωμάτιο, όπου ο ήλιος χειμωνιάτικος ακόμα, είχε σταθεί να ζεσταθεί μπροστά στη φωτιά, την αναμμένη κιόλας, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα, πού εύχεσαι να ξεσπάσει έξω βροχή και χιονιάς, για να προσθέσει στην άνεση τής κλεισούρας, την ποίηση από το ξεχειμώνιασμα.
Στο γειτονικό δωμάτιο άκουγα τη θεία μου να κουβεντιάζει μοναχή χαμηλόφωνα. Ποτέ δε μιλούσε δυνατά γιατί πίστευε πώς είχε μέσα στο κεφάλι της κάτι σπασμένο, πού θα το μετακινούσε αν μιλούσε πολύ φωναχτά, αλλά όμως δεν έμενε ποτέ για ώρα χωρίς να πει κάτι, γιατί πίστευε ότι έτσι θα υπέφερε πιο σπάνια απ᾿ τις δύσπνοιες και το άγχος της. Δυστυχώς, επειδή είχε συνηθίσει να σκέφτεται φωναχτά, την άκουγα συχνά να λέει στον εαυτό της: «Πρέπει να θυμηθώ καλά πώς δεν κοιμήθηκα» (γιατί ισχυριζόταν πώς δεν κοιμόταν καθόλου) κι όταν τύχαινε να ξεχαστεί και να πει: «αυτό πού με ξύπνησε...» ή «ονειρεύτηκα πώς...», κοκκίνιζε και γύρευε να επανορθώσει αμέσως.
Ύστερα όταν μετά από λίγο έμπαινα στο δωμάτιό της για να τη φιλήσω, η Φρανσουάζ ετοίμαζε το τσάι της ή, αν η θεία μου αισθανόταν κάπως ανήσυχη, ζητούσε φλαμούρι και μού ανέθεταν ν᾿ αφήσω να πέσει απ᾿ το σακκούλι τού φαρμακείου η ποσότητα πού θα ᾿ριχναν στο βραστό νερό. Η αποξήρανση είχε στρίψει τα κοτσάνια και ανάμεσα τους άνοιγαν οι ροδαλοί ανθοί. Αυτή η σαν ροδαλή φλόγα από κερί, ήταν η απόχρωση τους, αλλά μισόσβηστη, σ᾿ αυτή τη μειωμένη ζωή πού ᾿ταν τώρα η ζωή τους και πού είναι σαν το λυκόφωτο των λουλουδιών. Σε λίγο η θεία μου μπορούσε να βουτήξει στο ζεματιστό ρόφημά της μια μικρή μαντλέν και μού πρόσφερε ένα κομμάτι της, μόλις μαλάκωνε αρκετά.
Καθώς το κρεβάτι της βρισκόταν πλάι στο παράθυρο, η θεία μου είχε το δρόμο μπροστά στα μάτια της και πάνω του διάβαζε από το πρωί ως το βράδυ, το καθημερινό, αλλά παμπάλαιο χρονικό τού Κομπραί και το σχολίαζε ύστερα με τη Φρανσουάζ.
Η Φρανσουάζ, πού ήταν από χρόνια στην υπηρεσία της και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πώς μια μέρα θα ερχόταν στη δική μας, παραμελούσε κάπως τη θεία, όσους μήνες βρισκόμαστε εκεί. Από τότε πού πηγαίναμε στο Κομπραί, είμαστε η προτίμηση της, είχε για μάς τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, μαζί μ᾿ όση υπόληψη αισθανόταν και για τη θεία μου, μια συμπάθεια πιο έντονη, γιατί εκτός από το γόητρο τής κοινής οικογένειας, είχαμε και τη γοητεία να μην είμαστε τα τακτικά της αφεντικά. Με τί χαρά μάς υποδεχόταν, και λυπόταν πού δεν είχαμε ακόμα καλύτερο καιρό τη μέρα τής άφιξής μας, όταν η μαμά τη ρωτούσε να μάθει νέα για τη κόρη της και τ᾿ ανίψια της, αν ο εγγονός της έμοιαζε με τη γιαγιά του. Η μαμά ήταν ο πρώτος άνθρωπος πού τής έδωσε αυτή τη γλυκιά συγκίνηση να νιώθει πώς η ζωή της, οι χαρές και οι λύπες της μιας χωριάτισσας μπορούσαν να ενδιαφέρουν κάποιο άλλο, εκτός από τον εαυτό της.
Δεν πρόφταινα να μείνω κοντά στη θεία μου ούτε καν πέντε λεπτά και μ᾿ έδιωχνε κιόλας από φόβο μήπως κουραστεί. «Άντε καλό μου παιδί. Πήγαινε, πήγαινε να ετοιμαστείς για τη λειτουργία κι αν συναντήσεις κάτω τη Φρανσουάζ, πες να μη χάνει πολλή ώρα διασκεδάζοντας μαζί σας, αλλά να ανέβει σε λίγο μήπως χρειάζομαι τίποτα».
Όταν μετά την επιστροφή μας, η θεία μου μάς ρωτούσε, αν η κυρία Γκουπίλ είχε φτάσει με καθυστέρηση στη λειτουργία, δεν είμαστε σε θέση να την πληροφορήσουμε. Αντίθετα αυξάναμε την ταραχή της λέγοντάς της, πώς ένας ζωγράφος δούλευε στην εκκλησία για ν᾿ αντιγράψει το βιτρό πού έδειχνε το Ζιλμπέρ τον Κακό [1]. Αχ, αναστέναζε η θεία μου, θα ᾿θελα κιόλας να ᾿ταν η ώρα τής Ευλαλί. Πραγματικά, μόνο εκείνη θα μπορούσε να με πληροφορήσει.
Η Ευλαλί, μια κοπέλα κουτσή, δραστήρια και κουφή, μετά το θάνατο τής κυρίας ντε λα Μπρετοννερί όπου την είχαν υπηρέτρια απ᾿ τα παιδικά της χρόνια, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο δίπλα στην εκκλησία, απ᾿ όπου κατέβαινε όλη την ώρα για τις ακολουθίες ή και δίχως τις ακολουθίες, για να κάνει μια μικρή προσευχή και τον υπόλοιπο καιρό πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους σαν τη θεία Λεονί, στην οποία ιστορούσε, ό,τι είχε συμβεί στη λειτουργία ή τον εσπερινό. Οι επισκέψεις της ήταν η μεγάλη ψυχαγωγία τής θείας, πού δε δεχόταν πια κανένα άλλον, εκτός από τον εφημέριο. Η θεία μου είχε απομακρύνει σιγά-σιγά όλους τούς άλλους, γιατί θεωρούσε πώς ανήκαν όλοι, σε μια απ᾿ τις δυο κατηγορίες ανθρώπων πού αντιπαθούσε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι χειρότεροι και τούς είχε ξεφορτωθεί αμέσως ήταν αυτοί πού τη συμβούλευαν «να μη φροντίζει υπερβολικά την υγεία της» και υποστήριζαν την θεωρία πώς ένας περίπατος στον ήλιο κι ένα μπιφτέκι στη σχάρα, (όταν εκείνης τής κάθονταν στο στομάχι για δεκατέσσερεις ώρες, δυο τιποτένιες νερό τού Βισύ!), θα την ωφελούσαν περισσότερο απ᾿ το κρεβάτι και τα γιατροσόφια. Την άλλη κατηγορία την αποτελούσαν αυτοί πού θεωρούσαν πώς ήταν πιο βαριά άρρωστη απ᾿ ό,τι νόμιζε, πώς ήταν πραγματικά τόσο άρρωστη, όσο έλεγε η ίδια. Έτσι όσοι στη διάρκεια τής επίσκεψης, τόλμησαν να πουν φοβισμένα κάτι σαν: «Δε νομίζετε πώς αν κινηθείτε λίγο με τόσο καλό καιρό...» ή αντίθετα, όταν τούς είχε πει: «Είμαι πολύ καταβεβλημένη, πάρα πολύ, είναι το τέλος καλοί μου φίλοι», τής είχαν απαντήσει: «Αχ, όταν χάσει κανείς την υγειά του!», όλοι αυτοί, οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, ήταν βέβαιο πώς δεν θα ξαναγίνονταν δεχτοί. Με λίγα λόγια, η θεία μου απαιτούσε ταυτόχρονα να εγκρίνουν τη δίαιτα πού ακολουθούσε, να τη λυπούνται για τα όσα υπέφερε και να την καθησυχάζουν για το μέλλον.
Σ᾿ αυτό η Ευλαλί ήταν αξεπέραστη. Η θεία μου ήταν άξια να τής λέει είκοσι φορές το λεπτό: «Είναι το τέλος, καημένη μου Ευλαλί», κι είκοσι φορές η Ευλαλί απαντούσε: «Γνωρίζοντας την αρρώστια σας, όπως την γνωρίζετε εσείς κυρία Οκτάβ, θα φθάσετε στα εκατό χρόνια». «Δε ζητώ να φτάσω στα εκατό», απαντούσε η θεία μου, πού προτιμούσε να μην προσδιορίζουν με ακρίβεια τα χρονικά όρια τής ζωής της.
Και καθώς η Ευλαλί ήξερε ν᾿ απασχολεί ευχάριστα τη θεία μου χωρίς να την κουράζει, οι ταχτικές Κυριακάτικες επισκέψεις της, ήταν για τη θεία μου μια απόλαυση πού η αναμονή της τη διατηρούσε αρχικά σε μια κατάσταση ευχάριστη, αλλ᾿ αργότερα οδυνηρή, αν καθυστερούσε και λίγο η Ευλαλί. Πραγματικά την Κυριακή σκεφτόταν μόνο αυτή την επίσκεψη και μόλις τελείωνε το γεύμα, η Φρανσουάζ βιαζόταν να εγκαταλείψουμε την τραπεζαρία για να μπορέσει ν᾿ ανέβει "ν᾿ απασχολήσει" τη θεία μου. Αλλά κυρίως από τότε, πού η καλοκαιρία έπιανε στο Κομπραί και η αγέρωχη ώρα τού μεσημεριού κατεβασμένου από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ είχε αντηχήσει κιόλας προ πολλού γύρω απ᾿ το τραπέζι μας, κι όμως εμείς είμαστε ακόμα καθισμένοι μπροστά στα πιάτα μας με τις ζωγραφιές απ᾿ τις χίλιες και μια νύχτες, νωθροί από τη ζέστη και κυρίως από το φαγητό. Γιατί εκτός απ᾿ τη μόνιμη βάση τού γεύματος, πού δεν καταδεχόταν να μάς αναγγείλει πια η Φρανσουάζ, πρόσθετε, το φρούτο τής εποχής, τις ευγένειες των γειτόνων και το προσωπικό της δαιμόνιο. Και όταν είχαν τελειώσει όλα αυτά, αφιερωμένη ειδικότερα στον πατέρα μου γιατί τού άρεσε, μια κρέμα σοκολάτα, πού μάς την πρόσφερνε τρεμάμενη και ελαφριά, σαν ένα έργο για την περίσταση, γιατί είχε βάλει όλη της την τέχνη. Όποιος αρνιόταν να δοκιμάσει λέγοντας: «τελείωσα, δεν πεινώ πια», υποβιβαζόταν αμέσως στο επίπεδο αυτών των χοντρανθρώπων, πού κι όταν ακόμα τούς χαρίζει ένα έργο του κάποιος καλλιτέχνης, κοιτάζουν το βάρος και το υλικό του, ενώ ό,τι αξίζει είναι η πρόθεση και η υπογραφή. Και μια σταγόνα έστω αν άφηνες στο πιάτο, ήταν ένδειξη αγένειας, σα να σηκωνόσουν φανερά μπροστά στο μουσικοσυνθέτη, πριν τελειώσει η εκτέλεση ενός έργου.
Στο γειτονικό δωμάτιο άκουγα τη θεία μου να κουβεντιάζει μοναχή χαμηλόφωνα. Ποτέ δε μιλούσε δυνατά γιατί πίστευε πώς είχε μέσα στο κεφάλι της κάτι σπασμένο, πού θα το μετακινούσε αν μιλούσε πολύ φωναχτά, αλλά όμως δεν έμενε ποτέ για ώρα χωρίς να πει κάτι, γιατί πίστευε ότι έτσι θα υπέφερε πιο σπάνια απ᾿ τις δύσπνοιες και το άγχος της. Δυστυχώς, επειδή είχε συνηθίσει να σκέφτεται φωναχτά, την άκουγα συχνά να λέει στον εαυτό της: «Πρέπει να θυμηθώ καλά πώς δεν κοιμήθηκα» (γιατί ισχυριζόταν πώς δεν κοιμόταν καθόλου) κι όταν τύχαινε να ξεχαστεί και να πει: «αυτό πού με ξύπνησε...» ή «ονειρεύτηκα πώς...», κοκκίνιζε και γύρευε να επανορθώσει αμέσως.
Ύστερα όταν μετά από λίγο έμπαινα στο δωμάτιό της για να τη φιλήσω, η Φρανσουάζ ετοίμαζε το τσάι της ή, αν η θεία μου αισθανόταν κάπως ανήσυχη, ζητούσε φλαμούρι και μού ανέθεταν ν᾿ αφήσω να πέσει απ᾿ το σακκούλι τού φαρμακείου η ποσότητα πού θα ᾿ριχναν στο βραστό νερό. Η αποξήρανση είχε στρίψει τα κοτσάνια και ανάμεσα τους άνοιγαν οι ροδαλοί ανθοί. Αυτή η σαν ροδαλή φλόγα από κερί, ήταν η απόχρωση τους, αλλά μισόσβηστη, σ᾿ αυτή τη μειωμένη ζωή πού ᾿ταν τώρα η ζωή τους και πού είναι σαν το λυκόφωτο των λουλουδιών. Σε λίγο η θεία μου μπορούσε να βουτήξει στο ζεματιστό ρόφημά της μια μικρή μαντλέν και μού πρόσφερε ένα κομμάτι της, μόλις μαλάκωνε αρκετά.
Καθώς το κρεβάτι της βρισκόταν πλάι στο παράθυρο, η θεία μου είχε το δρόμο μπροστά στα μάτια της και πάνω του διάβαζε από το πρωί ως το βράδυ, το καθημερινό, αλλά παμπάλαιο χρονικό τού Κομπραί και το σχολίαζε ύστερα με τη Φρανσουάζ.
Η Φρανσουάζ, πού ήταν από χρόνια στην υπηρεσία της και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πώς μια μέρα θα ερχόταν στη δική μας, παραμελούσε κάπως τη θεία, όσους μήνες βρισκόμαστε εκεί. Από τότε πού πηγαίναμε στο Κομπραί, είμαστε η προτίμηση της, είχε για μάς τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, μαζί μ᾿ όση υπόληψη αισθανόταν και για τη θεία μου, μια συμπάθεια πιο έντονη, γιατί εκτός από το γόητρο τής κοινής οικογένειας, είχαμε και τη γοητεία να μην είμαστε τα τακτικά της αφεντικά. Με τί χαρά μάς υποδεχόταν, και λυπόταν πού δεν είχαμε ακόμα καλύτερο καιρό τη μέρα τής άφιξής μας, όταν η μαμά τη ρωτούσε να μάθει νέα για τη κόρη της και τ᾿ ανίψια της, αν ο εγγονός της έμοιαζε με τη γιαγιά του. Η μαμά ήταν ο πρώτος άνθρωπος πού τής έδωσε αυτή τη γλυκιά συγκίνηση να νιώθει πώς η ζωή της, οι χαρές και οι λύπες της μιας χωριάτισσας μπορούσαν να ενδιαφέρουν κάποιο άλλο, εκτός από τον εαυτό της.
Δεν πρόφταινα να μείνω κοντά στη θεία μου ούτε καν πέντε λεπτά και μ᾿ έδιωχνε κιόλας από φόβο μήπως κουραστεί. «Άντε καλό μου παιδί. Πήγαινε, πήγαινε να ετοιμαστείς για τη λειτουργία κι αν συναντήσεις κάτω τη Φρανσουάζ, πες να μη χάνει πολλή ώρα διασκεδάζοντας μαζί σας, αλλά να ανέβει σε λίγο μήπως χρειάζομαι τίποτα».
Όταν μετά την επιστροφή μας, η θεία μου μάς ρωτούσε, αν η κυρία Γκουπίλ είχε φτάσει με καθυστέρηση στη λειτουργία, δεν είμαστε σε θέση να την πληροφορήσουμε. Αντίθετα αυξάναμε την ταραχή της λέγοντάς της, πώς ένας ζωγράφος δούλευε στην εκκλησία για ν᾿ αντιγράψει το βιτρό πού έδειχνε το Ζιλμπέρ τον Κακό [1]. Αχ, αναστέναζε η θεία μου, θα ᾿θελα κιόλας να ᾿ταν η ώρα τής Ευλαλί. Πραγματικά, μόνο εκείνη θα μπορούσε να με πληροφορήσει.
Η Ευλαλί, μια κοπέλα κουτσή, δραστήρια και κουφή, μετά το θάνατο τής κυρίας ντε λα Μπρετοννερί όπου την είχαν υπηρέτρια απ᾿ τα παιδικά της χρόνια, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο δίπλα στην εκκλησία, απ᾿ όπου κατέβαινε όλη την ώρα για τις ακολουθίες ή και δίχως τις ακολουθίες, για να κάνει μια μικρή προσευχή και τον υπόλοιπο καιρό πήγαινε να επισκεφτεί αρρώστους σαν τη θεία Λεονί, στην οποία ιστορούσε, ό,τι είχε συμβεί στη λειτουργία ή τον εσπερινό. Οι επισκέψεις της ήταν η μεγάλη ψυχαγωγία τής θείας, πού δε δεχόταν πια κανένα άλλον, εκτός από τον εφημέριο. Η θεία μου είχε απομακρύνει σιγά-σιγά όλους τούς άλλους, γιατί θεωρούσε πώς ανήκαν όλοι, σε μια απ᾿ τις δυο κατηγορίες ανθρώπων πού αντιπαθούσε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι χειρότεροι και τούς είχε ξεφορτωθεί αμέσως ήταν αυτοί πού τη συμβούλευαν «να μη φροντίζει υπερβολικά την υγεία της» και υποστήριζαν την θεωρία πώς ένας περίπατος στον ήλιο κι ένα μπιφτέκι στη σχάρα, (όταν εκείνης τής κάθονταν στο στομάχι για δεκατέσσερεις ώρες, δυο τιποτένιες νερό τού Βισύ!), θα την ωφελούσαν περισσότερο απ᾿ το κρεβάτι και τα γιατροσόφια. Την άλλη κατηγορία την αποτελούσαν αυτοί πού θεωρούσαν πώς ήταν πιο βαριά άρρωστη απ᾿ ό,τι νόμιζε, πώς ήταν πραγματικά τόσο άρρωστη, όσο έλεγε η ίδια. Έτσι όσοι στη διάρκεια τής επίσκεψης, τόλμησαν να πουν φοβισμένα κάτι σαν: «Δε νομίζετε πώς αν κινηθείτε λίγο με τόσο καλό καιρό...» ή αντίθετα, όταν τούς είχε πει: «Είμαι πολύ καταβεβλημένη, πάρα πολύ, είναι το τέλος καλοί μου φίλοι», τής είχαν απαντήσει: «Αχ, όταν χάσει κανείς την υγειά του!», όλοι αυτοί, οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, ήταν βέβαιο πώς δεν θα ξαναγίνονταν δεχτοί. Με λίγα λόγια, η θεία μου απαιτούσε ταυτόχρονα να εγκρίνουν τη δίαιτα πού ακολουθούσε, να τη λυπούνται για τα όσα υπέφερε και να την καθησυχάζουν για το μέλλον.
Σ᾿ αυτό η Ευλαλί ήταν αξεπέραστη. Η θεία μου ήταν άξια να τής λέει είκοσι φορές το λεπτό: «Είναι το τέλος, καημένη μου Ευλαλί», κι είκοσι φορές η Ευλαλί απαντούσε: «Γνωρίζοντας την αρρώστια σας, όπως την γνωρίζετε εσείς κυρία Οκτάβ, θα φθάσετε στα εκατό χρόνια». «Δε ζητώ να φτάσω στα εκατό», απαντούσε η θεία μου, πού προτιμούσε να μην προσδιορίζουν με ακρίβεια τα χρονικά όρια τής ζωής της.
Και καθώς η Ευλαλί ήξερε ν᾿ απασχολεί ευχάριστα τη θεία μου χωρίς να την κουράζει, οι ταχτικές Κυριακάτικες επισκέψεις της, ήταν για τη θεία μου μια απόλαυση πού η αναμονή της τη διατηρούσε αρχικά σε μια κατάσταση ευχάριστη, αλλ᾿ αργότερα οδυνηρή, αν καθυστερούσε και λίγο η Ευλαλί. Πραγματικά την Κυριακή σκεφτόταν μόνο αυτή την επίσκεψη και μόλις τελείωνε το γεύμα, η Φρανσουάζ βιαζόταν να εγκαταλείψουμε την τραπεζαρία για να μπορέσει ν᾿ ανέβει "ν᾿ απασχολήσει" τη θεία μου. Αλλά κυρίως από τότε, πού η καλοκαιρία έπιανε στο Κομπραί και η αγέρωχη ώρα τού μεσημεριού κατεβασμένου από το καμπαναριό τού Σαιντ-Ιλαιρ είχε αντηχήσει κιόλας προ πολλού γύρω απ᾿ το τραπέζι μας, κι όμως εμείς είμαστε ακόμα καθισμένοι μπροστά στα πιάτα μας με τις ζωγραφιές απ᾿ τις χίλιες και μια νύχτες, νωθροί από τη ζέστη και κυρίως από το φαγητό. Γιατί εκτός απ᾿ τη μόνιμη βάση τού γεύματος, πού δεν καταδεχόταν να μάς αναγγείλει πια η Φρανσουάζ, πρόσθετε, το φρούτο τής εποχής, τις ευγένειες των γειτόνων και το προσωπικό της δαιμόνιο. Και όταν είχαν τελειώσει όλα αυτά, αφιερωμένη ειδικότερα στον πατέρα μου γιατί τού άρεσε, μια κρέμα σοκολάτα, πού μάς την πρόσφερνε τρεμάμενη και ελαφριά, σαν ένα έργο για την περίσταση, γιατί είχε βάλει όλη της την τέχνη. Όποιος αρνιόταν να δοκιμάσει λέγοντας: «τελείωσα, δεν πεινώ πια», υποβιβαζόταν αμέσως στο επίπεδο αυτών των χοντρανθρώπων, πού κι όταν ακόμα τούς χαρίζει ένα έργο του κάποιος καλλιτέχνης, κοιτάζουν το βάρος και το υλικό του, ενώ ό,τι αξίζει είναι η πρόθεση και η υπογραφή. Και μια σταγόνα έστω αν άφηνες στο πιάτο, ήταν ένδειξη αγένειας, σα να σηκωνόσουν φανερά μπροστά στο μουσικοσυνθέτη, πριν τελειώσει η εκτέλεση ενός έργου.
[1] Ζιλμπέρ τον Κακό: Φανταστικός άρχοντας τού Κομπραί. Τα πρότυπα του ωστόσο είναι, ο πραγματικός Ζοφφρουά ντ' Ιλλιέ, ιδρυτής τού πύργου του Ιλλιέ και ο δεύτερος άρχοντας τού Ιλλιέ ο Μπαζέν, που έδωσε τ' όνομά του στον φανταστικό Μπαζέν, τον δούκα τού Γκερμάντ απόγονο τού Ζιλμπέρ του Κακού.
Λεγκραντέν. Ο Λεγκραντέν και ο σνομπισμός του.
Επιστρέφοντας από την λειτουργία συναντούσαμε συχνά τον κύριο Λεγκραντέν πού, επειδή τον κρατούσε στο Παρίσι το επάγγελμα τού μηχανικού, δεν μπορούσε να ᾿ρχεται στο χτήμα του στο Κομπραί με εξαίρεση τις μεγάλες διακοπές, παρά μόνο απ᾿ το σαββατόβραδο, ως τη Δευτέρα το πρωί. Ανήκε σ᾿ εκείνους τούς ανθρώπους πού έξω από την επιστημονική τους καριέρα, όπου άλλωστε πέτυχαν λαμπρά, έχουν μια παιδεία τελείως διαφορετική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική. Πιο ενημερωμένοι από πολλούς λογοτέχνες, φαντάζονται πώς η ζωή τους δεν είναι αυτή πού τούς ταιριάζει, και γι αυτό προσθέτουν στις πραχτικές ασχολίες τους είτε ένα κράμα ανεμελιάς και ιδιορρυθμίας, είτε μια προσήλωση σταθερή και υπεροπτική, περιφρονητική και πικρή. Ψηλός, με πρόσωπο σκεφτικό και φίνο, μ᾿ ένα βλέμμα απογοητευμένο, με μια ευγένεια εκλεπτυσμένη, συζητητής πού όμοιό του δεν είχαμε ακούσει ποτέ, ήταν στα μάτια τής οικογένειάς μου, ο τύπος τού εκλεκτού ανθρώπου πού αντιμετώπιζε τη ζωή με τον πιο ευαίσθητο τρόπο. Τη γιαγιά την ξάφνιαζαν τα φλογερά λογύδρια στα οποία ξεσπούσε συχνά για να καυτηριάσει την αριστοκρατία, και την κοσμική ζωή. Ήταν τόσο αδύνατον στη γιαγιά μου να νιώσει, ή έστω και να καταλάβει το συναίσθημα τής κοσμικής φιλοδοξίας, ώστε τής φαινόταν ολότελα περιττό, να το στιγματίζεις με τέτοιο πάθος. Κι ακόμα δεν έβρισκε σωστό, το ότι ο κύριος Λεγκραντέν πού η αδελφή του ήταν παντρεμένη κοντά στο Μπαλμπέκ μ᾿ ένα ευγενή τής Κάτω Νορμανδίας, χτυπούσε τόσο πολύ τούς ευγενείς, φτάνοντας στο σημείο να θεωρεί υπεύθυνη την επανάσταση επειδή δεν τούς αποκεφάλισε όλους.
Γεια χαρά, φίλοι, μάς έλεγε καθώς ερχόταν να μάς προϋπαντήσει. «Πρέπει να ᾿σαστε ευτυχείς πού μένετε πολύ εδώ, αύριο πρέπει να γυρίσω στο Παρίσι. «Ω, υπάρχουν σίγουρα στο σπίτι μου όλα τα περιττά πράγματα. Λείπει μόνο το απαραίτητο: ένα μεγάλο κομμάτι ουρανός όπως εδώ. Προσπαθήστε να κρατήσετε πάντα ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ᾿ τη ζωή σας, μικρέ μου», συμπλήρωνε γυρνώντας σ᾿ εμένα.
Ο Λεγκραντέν είχε ζητήσει από τούς γονείς μου να με στείλουν να δειπνήσω μαζί του, το βράδυ: «Ελάτε να κρατήσετε συντροφιά στο γέρο φίλο σας», μού είχε πει. «Σαν ανθοδέσμη πού μάς στέλνει ένας ταξιδιώτης από μια χώρα όπου δεν θα ξαναπάμε ποτέ, κάντε με ν᾿ αναπνεύσω απ᾿ την απόσταση τής εφηβείας σας αυτά τα ανοιξιάτικα λουλούδια, πού κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα τους πριν από χρόνια»
Δείπνησα με τον Λεγκραντέν στην ταράτσα του ήταν φεγγαροβραδιά: «Υπάρχει μια όμορφη ποιότητα σιωπής, δε νομίζετε;» μού είπε. «Στις πληγωμένες καρδιές σαν τη δική μου, ένας μυθιστοριογράφος, πού τα έργα του θα διαβάσετε αργότερα, διατείνεται πώς ταιριάζουν μόνο η σκιά και η σιωπή. Και βλέπετε παιδί μου, έρχεται στη ζωή μια στιγμή, πολύ μακρινή για σάς ακόμα, όταν τα κουρασμένα μάτια δεν ανέχονται πια παρά ένα φως, εκείνο πού μια όμορφη νύχτα σαν κι αυτήν ετοιμάζει, όπου τα αυτιά δεν μπορούν πια ν᾿ ακούσουν άλλη μουσική απ᾿ αυτή πού φιλτράρει το φεγγαρόφωτο μέσα στη σιωπή». Άκουγα τα λόγια τού κυρίου Λεγκραντέν, πού μού φαίνονταν πάντα τόσο ευχάριστα, με ολοζώντανη όμως την ανάμνηση μιας γυναίκας πού είχα αντικρίσει για πρώτη φορά πρόσφατα και καθώς σκεφτόμουν πώς ο Λεγκραντέν πού είχε σχέσεις με πολλές αριστοκρατικές προσωπικότητες τής περιοχής, ίσως να τη γνώριζε, πήρα το θάρρος και τού είπα: «Μήπως γνωρίζετε την... τις πυργοδέσποινες τού Γκερμάντ;» κι ένιωθα ευτυχία μόνο και μόνο, γιατί έβγαλα το όνομα αυτό από το όνειρό μου, για να τού δώσω μιαν υπόσταση αντικειμενική και ηχητική.
Αλλά μόλις ακούστηκε το όνομα Γκερμάντ, είδα στη μέση των γαλάζιων ματιών τού φίλου μας, να καρφώνεται μια μικρή καστανή εγκοπή, λες και τα είχε διαπεράσει μια αθέατη σαΐτα. Και το στόμα του, σημαδεμένο από ένα πικρό τσάκισμα χαμογέλασε, ενώ το βλέμμα του έμενε πονεμένο. «Όχι δεν τις γνωρίζω», είπε, αλλ᾿ αντί να δώσει σε μια τόσο απλή πληροφορία, το φυσικό και απλό τόνο πού ταίριαζε, την ξεστόμισε με την έμφαση κάποιου πού μη μπορώντας ν᾿ αποκρύψει μια κατάσταση οδυνηρή για τον ίδιο, προτιμά να την διακηρύξει, για να δώσει στους άλλους την εντύπωση πώς η ομολογία του δεν τον στεναχωρεί, είναι απλή, ευχάριστη, πώς η ίδια η κατάσταση η έλλειψη σχέσεων με τούς Γκερμάντ, θα μπορούσε να ήταν ίσως όχι μια κατάσταση πού τού επέβαλαν, αλλά μια κατάσταση πού τη θέλησε ο ίδιος, και οφειλόταν ίσως σε κάποια οικογενειακή παράδοση, ηθική αρχή, πού τού απαγορεύει ειδικά να συναναστρέφεται τούς Γκερμάντ. «Όχι», συνέχισε «δεν τούς γνωρίζω, ποτέ δε ζήτησα να τούς γνωρίσω, θέλησα πάντα να κρατήσω την απόλυτη ανεξαρτησία μου. Πολλοί ήρθαν να με πείσουν, μού ᾿λεγαν πώς είχα άδικο να μην πηγαίνω στους Γκερμάντ, πώς συμπεριφέρομαι σαν αγριάνθρωπος. Να όμως μια φήμη πού δεν είναι αληθινή! Στο βάθος αγαπώ τώρα πια στον κόσμο μόνο κάποιες εκκλησίες, δυο ή τρία βιβλία, όχι πολύ περισσότερους πίνακες ζωγραφικής, και το φως τού φεγγαριού όταν το αεράκι τής νιότης σας μού φέρνει την ευωδιά των παρτεριώ
Γεια χαρά, φίλοι, μάς έλεγε καθώς ερχόταν να μάς προϋπαντήσει. «Πρέπει να ᾿σαστε ευτυχείς πού μένετε πολύ εδώ, αύριο πρέπει να γυρίσω στο Παρίσι. «Ω, υπάρχουν σίγουρα στο σπίτι μου όλα τα περιττά πράγματα. Λείπει μόνο το απαραίτητο: ένα μεγάλο κομμάτι ουρανός όπως εδώ. Προσπαθήστε να κρατήσετε πάντα ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ᾿ τη ζωή σας, μικρέ μου», συμπλήρωνε γυρνώντας σ᾿ εμένα.
Ο Λεγκραντέν είχε ζητήσει από τούς γονείς μου να με στείλουν να δειπνήσω μαζί του, το βράδυ: «Ελάτε να κρατήσετε συντροφιά στο γέρο φίλο σας», μού είχε πει. «Σαν ανθοδέσμη πού μάς στέλνει ένας ταξιδιώτης από μια χώρα όπου δεν θα ξαναπάμε ποτέ, κάντε με ν᾿ αναπνεύσω απ᾿ την απόσταση τής εφηβείας σας αυτά τα ανοιξιάτικα λουλούδια, πού κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα τους πριν από χρόνια»
Δείπνησα με τον Λεγκραντέν στην ταράτσα του ήταν φεγγαροβραδιά: «Υπάρχει μια όμορφη ποιότητα σιωπής, δε νομίζετε;» μού είπε. «Στις πληγωμένες καρδιές σαν τη δική μου, ένας μυθιστοριογράφος, πού τα έργα του θα διαβάσετε αργότερα, διατείνεται πώς ταιριάζουν μόνο η σκιά και η σιωπή. Και βλέπετε παιδί μου, έρχεται στη ζωή μια στιγμή, πολύ μακρινή για σάς ακόμα, όταν τα κουρασμένα μάτια δεν ανέχονται πια παρά ένα φως, εκείνο πού μια όμορφη νύχτα σαν κι αυτήν ετοιμάζει, όπου τα αυτιά δεν μπορούν πια ν᾿ ακούσουν άλλη μουσική απ᾿ αυτή πού φιλτράρει το φεγγαρόφωτο μέσα στη σιωπή». Άκουγα τα λόγια τού κυρίου Λεγκραντέν, πού μού φαίνονταν πάντα τόσο ευχάριστα, με ολοζώντανη όμως την ανάμνηση μιας γυναίκας πού είχα αντικρίσει για πρώτη φορά πρόσφατα και καθώς σκεφτόμουν πώς ο Λεγκραντέν πού είχε σχέσεις με πολλές αριστοκρατικές προσωπικότητες τής περιοχής, ίσως να τη γνώριζε, πήρα το θάρρος και τού είπα: «Μήπως γνωρίζετε την... τις πυργοδέσποινες τού Γκερμάντ;» κι ένιωθα ευτυχία μόνο και μόνο, γιατί έβγαλα το όνομα αυτό από το όνειρό μου, για να τού δώσω μιαν υπόσταση αντικειμενική και ηχητική.
Αλλά μόλις ακούστηκε το όνομα Γκερμάντ, είδα στη μέση των γαλάζιων ματιών τού φίλου μας, να καρφώνεται μια μικρή καστανή εγκοπή, λες και τα είχε διαπεράσει μια αθέατη σαΐτα. Και το στόμα του, σημαδεμένο από ένα πικρό τσάκισμα χαμογέλασε, ενώ το βλέμμα του έμενε πονεμένο. «Όχι δεν τις γνωρίζω», είπε, αλλ᾿ αντί να δώσει σε μια τόσο απλή πληροφορία, το φυσικό και απλό τόνο πού ταίριαζε, την ξεστόμισε με την έμφαση κάποιου πού μη μπορώντας ν᾿ αποκρύψει μια κατάσταση οδυνηρή για τον ίδιο, προτιμά να την διακηρύξει, για να δώσει στους άλλους την εντύπωση πώς η ομολογία του δεν τον στεναχωρεί, είναι απλή, ευχάριστη, πώς η ίδια η κατάσταση η έλλειψη σχέσεων με τούς Γκερμάντ, θα μπορούσε να ήταν ίσως όχι μια κατάσταση πού τού επέβαλαν, αλλά μια κατάσταση πού τη θέλησε ο ίδιος, και οφειλόταν ίσως σε κάποια οικογενειακή παράδοση, ηθική αρχή, πού τού απαγορεύει ειδικά να συναναστρέφεται τούς Γκερμάντ. «Όχι», συνέχισε «δεν τούς γνωρίζω, ποτέ δε ζήτησα να τούς γνωρίσω, θέλησα πάντα να κρατήσω την απόλυτη ανεξαρτησία μου. Πολλοί ήρθαν να με πείσουν, μού ᾿λεγαν πώς είχα άδικο να μην πηγαίνω στους Γκερμάντ, πώς συμπεριφέρομαι σαν αγριάνθρωπος. Να όμως μια φήμη πού δεν είναι αληθινή! Στο βάθος αγαπώ τώρα πια στον κόσμο μόνο κάποιες εκκλησίες, δυο ή τρία βιβλία, όχι πολύ περισσότερους πίνακες ζωγραφικής, και το φως τού φεγγαριού όταν το αεράκι τής νιότης σας μού φέρνει την ευωδιά των παρτεριώ