Οδυσσέας Ελύτης — Ερωτικά ποιήματα
Ένας Φθινοπωριάτικος χωρισμός
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ᾿ την ανατολή τού ήλιου
Με την ηλικία τής θάλασσας στα μάτια Και με την υγεία τού ήλιου στο κορμί — τι γύρευα Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα Ήτανε η οδύνη-- Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες --Μα θυμάμαι πόνεσες Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος. Σ᾿ άφησα τότες και μια βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ άσπρα σπίτια Τ᾿ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω Στο ουρανό που φώτιζε μ᾿ ένα μειδίαμα. Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό Θα ᾿χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ᾿ αντηχεί το Αιγαίο. |
Οι "προσανατολισμοί" είναι η πρώτο ποιητικό βιβλίο του Ελύτη, το οποίο περιέχει επιμέρους ποιητικές συλλογές. Σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι έντονη η επίδραση του Υπερρεαλισμού. Έρωτας, κόρες, θάλασσα, ήλιος, απουσία, αισθήματα είναι τα μαγικά υλικά του Ελύτη. Τα ποιήματα "Ελένη," Μαρίνα των βράχων", "Ηλικία της γλαυκής θύμησης" και όχι μόνο, είναι αριστουργήματα της παγκόσμιας ποίησης. Τα ωραιότερα σα σύνολο ποιήματα είναι από τη συλλογή "Η θητεία τού καλοκαιριού". Η μελοποίηση πολλών ποιημάτων των Προσανατολισμών, από τον Ηλία Ανδριόπουλο, είναι το πιο ευτυχισμένο πάντρεμα ποίησης και μουσικής στον Ελληνικό χώρο. Που σημαίνει, ότι για τόσο υψηλή ποίηση, ο Ανδριόπουλος έγραψε μια εξ ίσου υψηλής κλίμακας μουσική. Ποτέ δεν έχεις το αίσθημα ότι κάτι περισσεύει. Το πιο ταιριαστό πάντρεμα. Αυτό το πετυχαίνει ο Θεοδωράκης, κατά τη γνώμη μου μόνο στο Δοξαστικό, στη μελοποίηση του "Άξιον Εστί". Η υψηλή ποίηση της "Γένεσης" και των "Παθών" χάνεται κάτω από το ύφος της μελοποίησης, τη φωνή του ψάλτη, και τον θόρυβο των κρουστών.
|
Ανθολόγηση από τούς "Προσανατολισμούς"
https://www.erotas-thanatos.net/elytis-prosanatolismoi.html
ΠΡΏΤΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΑΙΓΑΊΟΥ I Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πρώρα των αφρών του Κι οι γλάροι των ονείρων του Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει Ένα τραγούδι Ο έρωτας Το τραγούδι του Κι οι ορίζοντες τού ταξιδιού του Κι η ηχώ τής νοσταλγίας του Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει Ένα καράβι Ο έρωτας Το καράβι του Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του Κι ο φλόκος τής ελπίδας του Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει Τον ερχομό. III Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο -- Έρωτας Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος Δίνει στον ορίζοντα Κύματα φεύγουν έρχονται Αφρισμένη απόκριση στ᾿ αυτιά των κοχυλιών Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη; Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα Γέρνει πανί τού ονείρου Μακριά Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει —Φλοίσβος. ΚΛΊΜΑ ΤΉΣ ΑΠΟΥΣΊΑΣ Ι Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε Το αμετανόητο χέρι Δέθηκα σ᾿ έναν κόμπο λύπης. II Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας Δίχως θύμηση Με το δέντρο της αμίλητο Προς τη θάλασσα Ξεχάστηκε βραδιάζοντας Δίχως φτερούγισμα Με την όψη της ακίνητη Προς τη θάλασσα Βραδιάζοντας Δίχως έρωτα Με το στόμα της ανένδοτο Προς τη θάλασσα και εγώ--μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα. ΔΕΎΤΕΡΗ ΦΎΣΗ (1934) Επίγραμμα Πριν απ᾿ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ᾿ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα. ΕΠΤΆ ΝΥΧΤΕΡΙΝΆ ΕΠΤΆΣΤΙΧΑ Ι Όνειρα κι όνειρα ήρθανε Στα γενέθλια των γιασεμιών Νύχτες και νύχτες στις λευκές Αϋπνίες των κύκνων Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα Όπως μες στον απέραντο ουρανό Το ξάστερο συναίσθημα. III Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα Όλα τα δάχτυλα Σιωπή Έξω από τ᾿ ανοιχτό παράθυρο τού ονείρου Σιγά σιγά ξετυλίγεται Η εξομολόγηση Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ᾿ άστρα! IV Ένας ώμος ολόγυμνος Σαν αλήθεια Πληρώνει την ακρίβειά του Στην άκρια τούτη τής βραδιάς Που φέγγει ολομόναχη Κάτω απ᾿ τη μυστικιά ημισέληνο Τής νοσταλγίας μου. V Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες Μαβιές Κόκκινες Κίτρινες Τ᾿ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή. ΑΙΘΡΊΕΣ (1936) Τα μυρισμένα χείλη τῆς ἡμέρας φιλοῦσι τό ἀναπαυμένον μέτωπον τῆς οἰκουμένης... ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ Ι Όνομα δροσερό σα να μεγάλωσε στο πέλαγος Ή να ᾿ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών Γήινα θρύμματα ευτυχίας. II Ουρανός καθαρόαιμος Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι Περασμένο απ᾿ τον ύπνο Στα χλωρά δαφνόφυλλα Γυμνή κείτεται η μέρα. VII Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή Γεμισμένη απτόητο άνεμο Η θητεία τού καλοκαιριού Στα πεύκα και στα κύματα Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός Με γυμνές ώρες Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη Κυματιστή Ξεφυλλισμένη Ελεύθερη Σαν φως Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα. VIII Μια ιππασία στα σύννεφα Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ᾿ από τη βροχή Ο ήλιος Εγώ Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη Ευτυχία Ναι το εαρινό απόσπασμα Μού αφήνει την καρδιά Μού αφήνει τη γοητεία Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα Ω! λυγισμένη ευωδιά Κλωνάρι κρύο παιδί νερού Αγαθό μονοπάτι. XIV Πουλιά στα χίλια χρώματα Των ενθουσιασμών Ελαφρά καλοκαίρια Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις Που αγγίζουνε Θ᾿ αδειάσουμε τη στάμνα Θα γίνουμε γλαυκοί Δωρητές τού πελάγους. Η ΘΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ (1938) Περίφημη νύχτα ... Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο τής καμπύλης τού χεριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θάλασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και μ᾿ αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια. Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με τούς ανθρώπους, που τούς ορθώνεις στο ανάστημα τής καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι τού ανήκει, ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κάθε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοιξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω από την πάνχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά τής πάχνης τού θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ᾿ ουρανού που νυχτοήμερα πλάθεται απ᾿ την καλοσύνη των άστρων. Η τρελή ροδιά Πρωινό ερωτηματικό κέφι à perde haleine (Δίχως πνοή) Σ᾿ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου; Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά τού κόσμου; Στη μέρα που απ᾿ τη ζήλια της στολίζεται μ᾿ εφτά λογιώ φτερά Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που αρπάει μια χαίτη μ᾿ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει; Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε Σ᾿ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που τρίζει τ᾿ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα; Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπάει με φως καταμεσής τού κόσμου τις κακοκαιριές τού δαίμονα Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά τής μέρας Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά τής μέρας; Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει Τινάζοντας απ᾿ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της Ξεχύνοντας στους κόρφους τού ήλιου τα μεθυστικά πουλιά Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά; |
Ουρανός καθαρόαιμος
|
Ο άνεμος τής Παναγίας από τη "Θητεία του Καλοκαιριού"
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ Μουσική Διεύθυνση : Ανδρέας Πυλαρινός Μικτή Χορωδία της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου |
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο Είδες το φως τού φεγγαριού να περπατεί μαζί σου Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της Ήταν η θύμηση τής γης με την ωραία γυναίκα Η ευχή που λαχτάρησε μέσ᾿ απ᾿ τούς κόρφους τού βασιλικού Να τη φυσήξει ο άνεμος τής Παναγίας! Ώρα τής νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο τής γης Γυμνή κάτω από τούς αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς τού ονείρου Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά Και δίχως ήμαρτον κανέν᾿ από την αμαρτία χαράχτηκε Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη Πριν απ᾿ την αρχική φωτιά την ομορφιά τής άμμου Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας! |
Στο δίσκο "Ο μεγάλος Ερωτικός" Ο Χατζιδάκης στο τραγούδι "Με την πρώτη σταγόνα τής βροχής" μελοποίησε 8 στίχους από την Ελένη" και οι υπόλοιποι ανήκουν στο "Επίγραμμα" από τη συλλογή "ΔΕΎΤΕΡΗ ΦΎΣΗ" των "ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΏΝ" . Οι παραξενιές τού καλλιτέχνη λέω εγώ. Ολόκληρο Αριστούργημα η "Ελένη" και δεν τον κάλυπτε.
Σχόλια για το ποίημα
Ένας χωρισμός με το τέλος τού καλοκαιριού, χωρίς έστω και μία λέξη για χωρισμό. Μπορεί να γίνει; Στον Ελύτη ναι. Πως; Με το πέσιμο τής πρώτης Φθινοπωρινής σταγόνας, που σκότωσε το Καλοκαίρι. Με το να μουσκέψουν τα λόγια που είχαν γεμίσει αστροφεγγιές, να γίνουν βαριά και να διαλυθούν σαν τα γράμματα στο βρεγμένο χαρτί. Με το άπλωμα των χεριών στο κενό, στην Απουσία σου. Με τις ναυαγισμένες ματιές, στη γραμμή τού ορίζοντα. Με τα αγνώριστα τοπία τώρα που τούς έλλειψε το χάιδεμα από τη ματιά σου.
Στο βιβλίο του "Ο Ερωτευμένος Ελύτης" που υπόσχεται πολλά, και σ᾿ αφήνει τελικά μόνο με την όρεξη, ο Φίλιππος Φιλίππου, επικαλείται τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο και το βιβλίο του "Αναπολήσεις" για να ανιχνεύσει τι κρύβεται πίσω από τον τίτλο του ποιήματος. Γράφει: «Στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται "Τα χρόνια της Δικτατορίας Μεταξά" ο διακεκριμένος φιλόσοφος και φίλος τού ποιητή από τα χρόνια της Νομικής αποκαλύπτει πως ο τίτλος στο ποίημα "Ελένη" που περιλαμβάνεται στους "Προσανατολισμούς", δόθηκε προς τιμήν μιας νεαρής Κερκυραίας. Γράφει μάλιστα πως ο τίτλος μπήκε κατά παράκληση τού Νίκου Γκάτσου "ερωτευμένου εξ αποστάσεως" με την Ελένη Βεντούρα» Εκείνο που κάνει εντύπωση, είναι το «κατά παράκληση τού Νίκου Γκάτσου». Δεν θα μπορούσε ο Γκάτσος ποιητής ο ίδιος, να γράψει ποίημα με τον τίτλο "Ελένη" διαποτισμένο από τον έρωτά του. Εκείνο που τεκμαίρεται από το βιβλίο τού Φιλίππου, είναι ότι και ο Γκάτσος και ο Ελύτης και ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος ήσαν πιθανόν "ερωτευμένοι" με την Ελένη. Η Ελένη Βεντούρα ήταν μια πολύ αξιόλογη κοπέλα, όπως γράφεται, με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια τής Κέρκυρας, ωραία κοπέλα και με κοινωνική και πολιτική δράση. Τον καιρό που ο Ελύτης ήταν στην Κέρκυρα στη σχολή εφέδρων Αξιωματικών, η Βεντούρα είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πάντως στην έρευνα που κάνει ο Φιλίππου στην Κέρκυρα για συλλογή πληροφοριών στις 340 σελίδες τού βιβλίου του, κανείς από τούς ανθρώπους που συνομίλησε, δεν μίλησε για ερωτική σχέση τής Ελένης, και οι περισσότερες μαρτυρίες, αναφέρονται στον έρωτα τής Ελένης με τον Ηλία Πολίτη, τον μετέπειτα άντρα της, φημισμένο αιματολόγο, με τον οποίο γνωρίζονταν από παιδιά. Η Ελένη πέθανε σχετικά νέα και ό άντρας της αυτοκτόνησε το 1976. Επανερχόμαστε στο ποίημα το οποίο είναι διάφανο με μόνη σκοτεινάδα την αναφορά δυο φορές στη λέξη τού "θανάτου": «Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω», «Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ᾿ αντιμετωπίσουμε» Ταύτιση αλλά και αντιδιαστολή, χωρισμού και θανάτου. (Αντιδιαστολή που τεκμαίρεται από την εξέλιξη τού ποιήματος, όπου στην σκληρότητα τού θανάτου αντιπαρατίθεται η τρυφεράδα των στίχων που ακολουθούν): «Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας Μια που υπάρχει αλλού Καταπράσινη πεδιάδα πέρ᾿ από το γέλιο σου ως τον ήλιο Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι» Αυτό που θα αντιμετωπίσουμε δεν είναι: «παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής Ένα θολό συναίσθημα, η μυρωδιά τού νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται» Γιατί έγινες ποίηση: «Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη, φλόγα στο τζάκι, χτύπημα τού μεγάλου ρολογιού στον τοίχο, γιατί έγινε κιόλας Ποίημα, στίχος μ᾿ άλλον στίχο, αχός παράλληλος με τη βροχή, δάκρυα και λόγια, λόγια όχι σαν τ᾿ άλλα μα κι αυτά μ᾿ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!» |
ΕΛΈΝΗ
Φθινόπωρο 1934 (από τις ΣΠΟΡΆΔΕΣ (1934-1936)) Με την πρώτη σταγόνα τής βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας Κι είμαστε — σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -- Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ᾿ τις νεκρές εικόνες σου. Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη Δεν είναι ο θάνατος που θα μάς ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας Μια που υπάρχει αλλού Καταπράσινη πεδιάδα πέρ᾿ από το γέλιο σου ως τον ήλιο Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ᾿ αντιμετωπίσουμε Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής Ένα θολό συναίσθημα Η μυρωδιά τού νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου Το φως στον άσπιλο ουρανό Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική Διαβάτισσα όσων μάς κρατάν στον κόσμο ακόμα Είναι ο υγρός αέρας η ώρα τού φθινοπώρου ο χωρισμός Το πικρό στήριγμα τού αγκώνα στην ανάμνηση Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μάς χωρίσει από το φως Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη Που δε βλέπει τίποτε Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα τού μεγάλου ρολογιού στον τοίχο Γιατί έγινε κιόλας Ποίημα στίχος μ᾿ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια Λόγια όχι σαν τ᾿ άλλα μα κι αυτά μ᾿ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα! |
Η Μαρίνα των Βράχων από "Η ΘΗΤΕΊΑ ΤΟΎ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ" (1938)
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη — Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη τής πέτρας και τής θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τούς λόφους Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη τής Χίμαιρας Ριγώνοντας μ᾿ αφρό τη θύμηση! Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά τού μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τούς βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια. — Μα πού γύριζες Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη τής πέτρας και τής θάλασσας Σου ᾿λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου. Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα Βαθιά μες στο χρυσάφι τού καλοκαιριού Και τ᾿ άρωμα των γυακίνθων — Μα πού γύριζες Κατεβαίνοντας προς τούς γιαλούς τούς κόλπους με τα βότσαλα Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε Κι άνοιγες μ᾿ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ᾿ όνομά του Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας. Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι Για ν᾿ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο. Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου. |
Μια Ερμηνευτική πρόταση για το ποίημα "Η μαρίνα των βράχων".
Η χαμένη αθωότητα τής παιδικής ηλικίας.
Ποίημα δύσκολο, με πολλές διαφορετικές ερμηνείες, είτε ως προς τη συνολική του θεώρηση, είτε ως προς τα επιμέρους του στοιχεία, με πιο ακραία ως προς τα τελευταία, από όσες έχω υπ᾿ όψιν μου, τις προτάσεις εργασίας, κλειδιά όπως τα ονόμασε για την ερμηνεία τού ποιήματος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο Μέγαρο Μουσικής. Πρώτο κλειδί: "Τούς βαθιούς κυαμώνες...." : Από ένα παπυρικό εύρημα τού Επίχαρμου, η ταύτιση ονομασίας, ο κυαμών με το αιδοίο. Δεύτερο κλειδί: "όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας". Ο αστερίας, πολλαπλασιάζεται με σεξουαλική πράξη (με την απελευθέρωση γαμετών στο περιβάλλον) ή χωρίς σεξουαλική πράξη (ανάπλαση), δηλαδή με αυτοϊκανοποίηση, επομένως συμπεραίνει ο Γεωργουσόπουλος και στην περίπτωση του κοριτσιού, ίσως υπονοείται αυτή η μοναχική πρωταρχική πράξη. Τρίτο κλειδί: "έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη... ". Ο Αναξίμανδρος θεωρούσε τη ζωή προερχόμενη από το νερό, και κατά προέκταση ο Γεωργουσόπουλος, διερμηνεύει τα χείλη ταυτίζοντας τα με χείλη αιδοίου. Τολμηρή πρόταση και κατά τον ίδιο, αλλά οπωσδήποτε με την αναφορά δύο κλειδιών στο αιδοίο, και του τρίτου στην αυτοϊκανοποίηση, πέραν από την κατά την γνώμη μου αυθαίρετη ερμηνεία, δεν έχομε και κλειδιά, ξεκλειδώματος τού ποιήματος. Στο ποίημα αυτό, ένα αριστούργημα ποιητικής τέχνης ο Ελύτης νομίζω, ότι έχει μια θεώρηση, αν κατά προσέγγιση τον ερμηνεύουμε σωστά, που είναι αντίθετη με την "ιδεολογία" τής ποιητικής του, την "ελευθερία" και την "αγιότητα των αισθήσεων". Αν ο πυρήνας του ποιήματος είναι βιωματικός, θα πρέπει να θεωρήσουμε, ότι το βίωμα είναι αρνητικό ως προς τον ποιητή γιατί διαφορετικά δεν δικαιολογείται η επίπληξη και η επίκληση τής φρόνησης "των στερνών" . Σαφώς ο αφηγητής δεν συμφωνεί με το κορίτσι. Η ηρωίδα είναι σίγουρα ένα μικρό κορίτσι. "Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη — Μα πού γύριζες Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη τής πέτρας και τής θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τούς λόφους Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη τής Χίμαιρας Ριγώνοντας μ᾿ αφρό τη θύμηση!" "Ο ποιητής παρά την εύχυμη ποιητική έκφραση, είναι επικριτικός για το κορίτσι. "Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά τού μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τούς βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια". "Ζητά από το κορίτσι να ανακαλέσει μνήμες αθωότητας, παιγνίδια άλλων καιρών, πριν από την αφρισμένη θύμηση. (κυαμώνες, κουκιά και μεταφορικά ρόγες, θηλές οπότε η φράση, "θωρώντας προς τα κάτω τούς βαθιούς κυαμώνες, των άλλων κοριτσιών" θα μπορούσε να μετασχηματιστεί: "θωρώντας προς τα κάτω τους βαθιούς κόρφους των άλλων κοριτσιών" Δυοσμαρίνια τα δενδρολίβανα. " Μα πού γύριζες Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη τής πέτρας και τής θάλασσας Σου ᾿λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους Μ᾿ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου". "Ο ποιητής θυμίζει στο κορίτσι αυτά που τού έλεγε που είναι κοντά στην ελευθεριότητα των αισθήσεων και τού σώματος, τα οποία προφανώς το κορίτσι παράκουσε ή υπερέβη. Ο ποιητής επανέρχεται επικριτικά προς το κορίτσι: Μα πού γύριζες Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τούς κόλπους με τα βότσαλα Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε Κι άνοιγες μ᾿ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ᾿ όνομά του Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας". "τής μιλάει ίσως για κάποια τύψη "ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε" Στη συνέχεια ο ποιητής, περίεργα για τον μέχρι τότε Ελύτη των πρώτων ποιημάτων (το 1938 είναι μόλις 27 χρονών), μιλάει στο κορίτσι για τη φθορά τού χρόνου, για την πικρή γεύση τής χαμένης αθωότητας, πού είναι χωρίς αναστροφή, χρησιμοποιώντας ελαφρά παραφρασμένη την Ηρακλείτεια ρήση είναι αργά: "Για να αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια", και αντίθετα προς τον Ελύτη τον υμνητή τής αγιότητας των αισθήσεων εδώ γίνεται επικριτικός με το στίχο: «Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση» "Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι Για ν᾿ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο." Και ο ποιητής αποφαίνεται τιμωρητικά. "Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου". |
Ηλικία τής γλαυκής θύμησης από τη "Η ΘΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ"(1938)
Αίσθηση από το ποίημα
Ηλικία τής Γλαυκής Θύμησης ΠΡΏΤΗ ΕΡΩΤΙΚΉ ΣΥΝΆΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΊΣΩΣ Ο ΠΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΌΣ ΧΩΡΙΣΜΌΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ. Νομίζω το ωραιότερο, το πληρέστερο και διαυγέστερο ποίημα των Προσανατολισμών. Μέσα σε ένα ποίημα συμπυκνώνονται "τα μεγάλα" τής ερωτικής ζωής, συνάντηση, συνεύρεση στην οποία όλη η φύση συμμετέχει, χωρισμός, μέσα από τους ωραιότερους στίχους που έχουν γραφεί ποτέ. Ανάμνηση τού αφηγητή-ποιητή: καλοκαιρινό τοπίο, λιμάνι, μεσημέρι, γύρω αμπέλια, ελαιώνες, βάρκες στα ήσυχα νερά τού κόλπου. Η κοπέλα ποτισμένη από τα χρώματα τού καλοκαιριού, και την αλμύρα τής θάλασσας. Πρώτη ερωτική συνεύρεση: "Θυμάμαι ένιωσα το ανθρώπινο βάρος σου, το ανθρώπινο σώμα σου πηλό και αμαρτία. Μα θυμάμαι πόνεσες ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια, μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος." (λαιμός;) Σ᾿ άφησα τότες. Και όλη η φύση συνωμοτούσε, όλα τα αισθήματα εξαγνισμένα, έφθασαν μέχρι τον ουρανό που επιδοκίμαζε! Το τέλος από τούς ωραιότερους στίχους που έχουν γραφτεί ποτέ για χωρισμό και όχι μόνο : "Τώρα θα ᾿χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό Θα ᾿χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ᾿ αντηχεί το Αιγαίο". |
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση Έλυτρα χρυσά τού Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη τού κόλπου των νερών Έχει ο Θεός Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τούς ναύτες που έφευγαν Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια. Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ᾿ την ανατολή τού ήλιου Με την ηλικία τής θάλασσας στα μάτια Και με την υγεία τού ήλιου στο κορμί — τι γύρευα Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα Ήτανε η οδύνη-- Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες--Μα θυμάμαι πόνεσες Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος. Σ' άφησα τότες Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ άσπρα σπίτια Τ᾿ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα. Τώρα θα ᾿χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό Θα ᾿χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ᾿ αντηχεί το Αιγαίο. |
Ανθολόγηση από το "Άξιον Εστί" (Αποσπάσματα)
Από το "Γένεσιs"
«Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά
και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το ᾿να πλάι λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς. Και είδα Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια παράξενα, αινιγματικά: ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων ή άλλα λόγια τού Ιουλίου.» (Σημείωση ίσως περιττή για τούς γνωρίζοντες: ΈΡΩΣ, ΘΆΛΑΣΣΑ, ΜΑΡΊΝΑ, ΉΛΙΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΊΑ, ΕΛΎΤΗΣ) |
«ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα Υπαρκτή γυναίκα "Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή" και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο Τρικύμισα όπως κάβος πάτησα βαθιά που αέρα πήρανε οι σπηλιές». |
Από τα "Πάθη"
ια΄
Ο ΠΟΙΗΤΉΣ ΔΙΆΚΟΝΟΣ ΤΉΣ ΑΛΚΉΣ Θα καρώ* Μοναχός των θαλερών πραγμάτων. Σεμνά θα υπηρετώ την τάξη των πουλιών Στον όρθρο τής συκιάς από τις νύχτες θα ᾿ρχομαι κατάδροσος να φέρω στην ποδιά μου το κυανό το ρόδινο το μωβ Και τις γενναίες τού νερού ν᾿ ανάβω Σταγόνες ο γενναιότερος. Εικονίσματα θα ΄χω τ᾿ άχραντα κορίτσια Ντυμένα στου πελάγους μόνο το λινό. {…} *(Θα καρώ: Μέλλοντας του κείρομαι - κουρεύομαι). Μοναχός όχι των μοναστηριών αλλά των θαλερών πραγμάτων. Στον όρθρο, όχι τής εκκλησίας αλλά του πρωινού ίσκιου τής συκιάς. Εικονίσματα θα ᾿χω τα άχραντα κορίτσια, όχι αυτά τής εκκλησίας |
ΙΗ΄
Η ΕΠΑΝΑΤΟΠΟΘΈΤΗΣΗ ΤΉΣ ΟΜΟΡΦΙΆΣ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ «Στον ασβέστη τώρα τούς αληθινούς μου Νόμους κλείνω και εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι᾿ αυτών τα δόντια η ρόγα* που μεθά, στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων**. *ρόγα: με τις δύο σημασίες, τη θηλή τού στήθους και τη ρόγα τού σταφυλιού. **Στην κυριολεξία: Στων ηφαιστείων το κλήμα και στο στήθος των παρθένων Από το "Ανάγνωσμα έκτο, "Προφητικόν""
Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν᾿ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα τού ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
|
Από το "Δοξαστικό"
Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας
το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη τού αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι και το κρύο νερό τής Πανσελήνου ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ το μακρινό τραγούδι ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι* τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη* ερειπιώνες τού μέλλοντος και τής αράχνης Σχόλια ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι: μυχός( το εσώτερο σημείο) υποδήλωση αιδοίου, να το χαϊδεύει το κυματάκι.. Τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη: Ερωτική εικόνα, πιθανόν καλοκαιριού με το τριχωτό τής μασχάλης και τις ανταύγειες τού ήλιου. (Ίσως τη δεκαετία του 50 δεν είχε έρθει ακόμα η μόδα να ξυρίζουν οι γυναίκες τη μασχάλη). |
ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΊ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ τού πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα τού ήλιου στο ένα χέρι. ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ η πόα τής ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα* Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια * ηλιοβόρα (κατά το σαρκοβόρα), σεληνοβάμονα (κατά το αιθεροβάμονα, ο αιθεροβάμων) |
Από το "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό"
Από το "Ο ΑΓΡΆΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΊΑ"
{…}
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά, {…} «Μακριά απ᾿ τη λοιμική τής πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ᾿ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα. » Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν᾿ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων, »Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι »Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!» |
Η ΑΥΤΟΨΊΑ
Ο Ελύτης διαβάζει την "Αυτοψία"
Σχόλια
Το θεωρώ ένα από τα ωραιότερα ποιήματα τής παγκόσμιας ποιητικής Ανθολογίας. Τι να γράψεις για αυτή την ποιητική σύλληψη και την καταγραφή της. Ένα ποίημα μετωνυμία τής μοναξιάς. Ένα ποίημα μετατροπής τής ιατροδικαστικής έρευνας, στο σώμα ενός νεκρού, στην "ποιητική" διερεύνηση πάνω στο σώμα τού "νεκρού" ποιητή ή κάποιου που ζει ποιητικά. Το μαχαίρι στο σώμα τού ποιητή δεν βρίσκει σωματικά ευρήματα, αλλά αποκαλυπτικά ποιητικά ευρήματα. Ποια είναι αυτά: «ο χρυσός τής λιόριζας να ᾿χει σταλάξει στα φύλλα τής καρδιάς του» «μια πυράδα παράξενη που του ᾿χε αρπάξει τα σωθικά». «η κυανωπή γραμμή τού ορίζοντα έντονα χρωματισμένη», κάτω από το δέρμα. « τα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα». «μια ηχώ ουρανού στον εγκέφαλο» «λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο αριστερό του αυτί» «ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη» από το ερωτικό πάθος. «οι φωνές των πουλιών, που ᾿χε σ᾿ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει» Και που ξεχύθηκαν όλες μαζί, και δεν άφησαν το μαχαίρι να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος. «Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό Που τ᾿ αντίκρισε--είναι φανερό--στη στάση την τρομαχτική του αθώου». «Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή». Το «Θα ᾿χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος», εναπόκειται στην ποιητική έρευνα να το διευκρινίσει. Το πιο πιθανό είναι μια ερωτική νύξη για να αποφύγω ερμηνείες όπως τού Καραντώνη, «μήπως αυτοί οι καρποί δεν είναι παρά η μεταποίηση σε αγαθά των αιωνίων αξιών που συνθέτουν το σώμα και την ψυχή τού ποιητή», ή μεταφυσικές από το Δημήτρη Μαρωνίτη, «το θέμα τής δοξαστικής ανάστασης--ανάληψης, στην Αυτοψία συμπυκνώνεται στην έξοδο τού ποιήματος ως λιτή αλλά πολυσήμαντη γήινη υπόσχεση: «Θα᾿ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος». |
Λοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ᾿χει σταλάξει στα φύλλα τής καρδιάς του.
Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ᾿χε αρπάξει τα σωθικά. Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή τού ορίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα. Οι φωνές των πουλιών, που ᾿χε σ᾿ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι. Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό Που τ᾿ αντίκρισε--είναι φανερό--στη στάση την τρομαχτική τού αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή. Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη. Και μονάχα στην κόγχη από τ᾿ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι τού έρωτα και τη βοή τού άνεμου. Όσο γι᾿ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ᾿ αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα. Θα ᾿χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος. |
Από την ποιητική συλλογή "Ήλιος ο Πρώτος"
ΙΙ Σώμα του Καλοκαιριού
Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους Τής γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά Και πλάι απ᾿ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο. Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ᾿ αυτιά του Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του Σαύρες γλιστρούν στη χλόη τής μασχάλης Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε: Ω σώμα τού καλοκαιριού, γυμνό, καμένο Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα τού βράχου και ρίγος τής καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα τής κόμης λυγαριάς Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες Σώμα βαθύ πλεούμενο τής μέρας! Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια τού χιονιά Που μελανιάζει στα βαθιά μ᾿ αγριεμένα κύματα Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών Όμως και πίσω απ᾿ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός. |
Σχόλια: Το «Σώμα τού καλοκαιριού» που θυμίζει «τη θητεία τού καλοκαιριού» τής προηγούμενης ποιητικής συλλογής των "Προσανατολισμών" μάς εισάγει στον "ἡλιοκεντρισμό" τής ποιητικής τού Ελύτη, στην μεταφυσική τού φωτός, όπως την αποκαλεί ο ίδιος. Λέει: «Όταν λέω Ηλιακή μεταφυσική εννοώ τη μεταφυσική τού φωτός ένα δύσκολο θέμα για να εκλαϊκευτεί. Το "ηλιακή", το χρησιμοποιώ για να δείξω την πυρηνική διαμόρφωση τού ποιήματος κάτι δηλαδή που αφορά όχι μόνο το περιεχόμενο τού ποιήματος, αλλά και την τεχνική. Ο ποιητής πρέπει να συντονίζει τη θεωρία και την πράξη, δηλαδή η θεωρία του να φανερώνεται στο έργο.
Αν φανταστεί κανένας τη συνείδηση στη θέση τού ήλιου από το ένα μέρος και από το άλλο όλους τούς άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός έργου, (εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές, σκέψεις) στη θέση των πλανητών, θα δει ότι η κίνηση που παρουσιάζει αυτό το σύνολο, προσλαμβάνει την κίνηση ενός ηλιακού συστήματος. Έτσι το φως που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα μεγαλύτερης ορατότητας, που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα από την ύλη και μέσα από τη ψυχή» Πραγματικά δύσκολο να κατανοηθεί, νομίζω. |
V
Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά Η στεριά σκαμπανεβάζει Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο. Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής Εκεί να γείρουμε το μέτωπο Τ᾿ αστραφτερά μας πράγματα να ᾿ναι κοντά Στην πρώτη απλοχεριά τού πόθου Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη τής ημέρας Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός τής γης. |
Σχόλιο: Η πρώτη στροφή μια ευφορία Φύσης και αισθημάτων. Η δεύτερη ευαγγελίζεται μια κατάσταση ευτυχίας ενάντια σε ό,τι καταστέλλει την πραγμάτωση τής ελευθερίας και των επιθυμιών, καταργώντας ό,τι είναι περιοριστικό. |
Από την ποιητική συλλογή
"Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά".
Η ΚΌΡΗ ΠΟΥ ΦΈΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΆΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά τού δυόσμου αναλογίστηκα που πάω κι είπα για να μη μ᾿ έχει τού χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να ᾿χω να μιλήσω. Η βοή απ᾿ το πέλαγος μού ᾿τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μού άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες. Όμως τίποτα κανείς. Μόνο πύρωνε τριγύρω τής αγριελιάς η μαντοσύνη Κι όλη στο μάκρος τής αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ᾿ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που ᾿φερνε ο βοριάς κι εγώ περίμενα Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να τού αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει Άι θυμοί κι άι τρέλες τής πατρίδας! Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μεσ᾿ στον ουρανό κάτι σαν άπιαστα τού Παραδείσου σήματα Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο τής θαλάσσης Ύστερα μου ᾿ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη. |
ΠΕΡΊ ΠΟΛΙΤΕΊΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που καθόμουν να τον φυλάγω Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρὀγα τού μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει Κάτι θα ᾿πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη {…} «Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια μισάνοιχτα Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν τού ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα. {…} Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ’ ωραίο του ζώο κινήθηκε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.» Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μού ερχόταν φρέσκο ακόμη απ’ τις μπογιές της θάλασσας Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια {…} |
Ο μικρός Ναυτίλος
[Τα Στιγμιότυπα]
Προπαντός η ακρίβεια έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να ᾿ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: Είχα κερδίσει τύπους από στιγμές ή αλλιώς, "στιγμιότυπα" που, άπαξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δεν θα μπορούσε να τα καταλύσει.
Η ΑΝΝΟΎΛΑ
Την ώρα που πλένεται, μετά που τέλειωσε τη μπουγάδα, στη μεγάλη πέτρινη γούρνα τού πλυσταριού. Λευκό φωτεινό σώμα.
Η ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ
Που διαβάζει για τις «Εισαγωγικές» ενώ χαϊδεύει αφηρημένα τ᾿ αριστερό της στήθος και, σε κάποια στιγμή, με το μολύβι που κρατάει, κεντά ρυθμικά τη ρόγα του.
Η ΣΠΕΡΆΝΤΖΑ
Καθώς το φεγγάρι προχωρεί και την κυριεύει από τα πόδια. Πλέει ανάσκελα μέσα στο φως κι από τα γυμνά στήθη, που ανεβοκατεβαίνουν, φτάνει μια μυρουδιά περιβολιού και θάλασσας.
Η ΔΉΜΗΤΡΑ
Ψηλά στην καμινάδα τής ταράτσας. Ο άνεμος τής παίρνει μαλλί, φουστάνι. Λάμπει απ᾿ το ίδιο της το δέρμα και στρέφεται δεξιά κι αριστερά σαν πουλί ανεξήγητα ευτυχισμένο.
Η ΜΠΊΛΙΩ
Που αφήνει να πέσει το νυχτικό της, το ξανασηκώνει, τέλος το πετά και κάθεται αντικρύ στη μπαλκονόπορτα με λυμένο πίσω της τον στηθόδεσμο.
Η ΙΝΏ
Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό φως τής βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ᾿ αραχνοΰφαντο νυχτικό. Τη μπερδεύεις με τα λουλούδια.
Η ΠΌΠΗ, Η ΑΓΓΈΛΑ, Η ΧΑΡΊΚΛΕΙΑ
Που κοιμούνται βαθιά: η μία με τούς γλουτούς καταδώ· η άλλη ανάσκελα με το ᾿να χέρι στο γυμνό στήθος· η τρίτη με το δεξί πόδι λυγισμένο και τα μπράτσα ψηλά γύρω από το κεφάλι. Ενώ από τη μπούκα τής πόρτας φτάνει αεράκι από ζουλιγμένο μενεξέ και λεμονόδεντρο.
Προπαντός η ακρίβεια έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να ᾿ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: Είχα κερδίσει τύπους από στιγμές ή αλλιώς, "στιγμιότυπα" που, άπαξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δεν θα μπορούσε να τα καταλύσει.
Η ΑΝΝΟΎΛΑ
Την ώρα που πλένεται, μετά που τέλειωσε τη μπουγάδα, στη μεγάλη πέτρινη γούρνα τού πλυσταριού. Λευκό φωτεινό σώμα.
Η ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ
Που διαβάζει για τις «Εισαγωγικές» ενώ χαϊδεύει αφηρημένα τ᾿ αριστερό της στήθος και, σε κάποια στιγμή, με το μολύβι που κρατάει, κεντά ρυθμικά τη ρόγα του.
Η ΣΠΕΡΆΝΤΖΑ
Καθώς το φεγγάρι προχωρεί και την κυριεύει από τα πόδια. Πλέει ανάσκελα μέσα στο φως κι από τα γυμνά στήθη, που ανεβοκατεβαίνουν, φτάνει μια μυρουδιά περιβολιού και θάλασσας.
Η ΔΉΜΗΤΡΑ
Ψηλά στην καμινάδα τής ταράτσας. Ο άνεμος τής παίρνει μαλλί, φουστάνι. Λάμπει απ᾿ το ίδιο της το δέρμα και στρέφεται δεξιά κι αριστερά σαν πουλί ανεξήγητα ευτυχισμένο.
Η ΜΠΊΛΙΩ
Που αφήνει να πέσει το νυχτικό της, το ξανασηκώνει, τέλος το πετά και κάθεται αντικρύ στη μπαλκονόπορτα με λυμένο πίσω της τον στηθόδεσμο.
Η ΙΝΏ
Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό φως τής βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ᾿ αραχνοΰφαντο νυχτικό. Τη μπερδεύεις με τα λουλούδια.
Η ΠΌΠΗ, Η ΑΓΓΈΛΑ, Η ΧΑΡΊΚΛΕΙΑ
Που κοιμούνται βαθιά: η μία με τούς γλουτούς καταδώ· η άλλη ανάσκελα με το ᾿να χέρι στο γυμνό στήθος· η τρίτη με το δεξί πόδι λυγισμένο και τα μπράτσα ψηλά γύρω από το κεφάλι. Ενώ από τη μπούκα τής πόρτας φτάνει αεράκι από ζουλιγμένο μενεξέ και λεμονόδεντρο.