Μια "Αντισκηνοθεσία" για την Κίχλη.
ΤΑ ΑΝΤΊ ΣΕ ΣΚΈΨΕΙΣ ΤΟΎ ΣΕΦΈΡΗ ΣΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ "ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΊΧΛΗ"

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης γράφει στον πρόλογο τής μετάφρασης τής Οδύσσειας: «Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώρου και χρόνου από το κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χαμογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνεία. Κι αυτό το πήγαινε-έλα καταλήγει σε μια παράξενη φιλοξενία.»
Ο Σεφέρης στο κείμενο "Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" γράφει :
«Έτσι, κρατούμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μάς παρέδωσε ο μύθος, φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαρακτήρες έχουνε μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα τού χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες τού κόσμου μας»
Τώρα ένας μικρός πρόλογος εκ μέρους τής ταπεινότητάς μου, σχετικά με την προφανώς προβληματική ή αδύνατη πρόσληψη τής Οδύσσειας στην οποία αναφέρονται ο Μαρωνίτης και ο Σεφέρης.
Αυτή την απομάκρυνση, αυτή τη μεταβολή την βρίσκω τόσο έντονη, ώστε να είναι αδύνατον να γεφυρωθεί το χάσμα, να γεφυρωθούν αντιλήψεις, συμπεριφορές, πρόσληψη τού κόσμου, αισθητική, ευαισθησία. Στην Ομηρική εποχή άνθρωποι, ζωντανοί, νεκροί και θεοί, είναι τόσα κοντά, συνδιαλέγονται, γιατί αυτές ήταν οι προσλαμβάνουσες τής εποχής· οι απλοϊκές απαντήσεις στα μυστικά και τα μυστήρια, που η φύση και η ζωή έθετε και θέτει. Μια εποχή ανθρωποκεντρική απόλυτα, και "βάρβαρη" με σημερινές ηθικές αντιλήψεις. Μια εποχή με καθημερινές θυσίες ζώων στους θεούς, είτε για να τούς βοηθήσουν ή για να τούς ευχαριστήσουν. Έχω δημοσιεύσει σε άλλη σελίδα «Μια σκηνοθεσία για την "Κίχλη" ολόκληρο το κείμενο τού Σεφέρη για την Σκηνοθεσία τής Κίχλης, μάλλον το φωτισμό τής δικής του "Κίχλης", τής δικής του "Νέκυιας", παρ᾿ όλο που πιστεύω, ότι και πάλι μένουν πολλές σκιές, ανάλογα από ποια θέση βλέπει κάποιος. Τη δική μου θέαση θα την "σκηνοθετήσω" έστω και με μια κακή σκηνοθεσία στη συνέχεια:
Κάποιες σκέψεις δικές μου πάνω στη " Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" τού Σεφέρη και λίγο πιο έξω , αλλά όχι μακρυά.
Έχω βάλλει μέσα σε αγκύλες με bold γράμματα, κάποιες σκέψεις τού Σεφέρη που με "ερέθισαν" για να τις σχολιάσω.
[η ηδονή μάς στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μάς δείξουν το νόστο] [για μια τελική λύτρωση, που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ᾿ ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το θεό] [που και η δική μου αλληλουχία με οδήγησε από τον ηδονικό Ελπήνορα στη Νέκυια]
Κι αν θεωρήσουμε ότι η ερωτική πράξη (και η συνακόλουθη ηδονή) είναι κάθε φορά, ένας "μικρός θάνατος", δεν μάς στέλνει πουθενά γιατί οι νεκροί είναι νεκροί, και δεν έχουν να μάς δείξουν καμιά νόστο. Ούτε επιστροφές υπάρχουν σε χαμένους παραδείσους. (Μόνο στον Προυστ υπάρχει χαμένος παράδεισος, τοποθετημένος και αιτιολογημένος σε μεγάλο βαθμό στην παιδική και νεαρή ηλικία, και μέσω τής ασύνειδης μνήμης μπορούν να ανασυρθούν και να αναστηθούν χαμένες νησίδες περασμένης ευτυχίας, για όποιον είναι τυχερός, για όποιον υπήρξε κάτι άξιο να αναστηθεί).
Χαμένοι παράδεισοι από Οντολογική άποψη δεν υπάρχουν, ούτε ένωση με κάτι ανύπαρχτο όπως ό θεός. Ένωση υπάρχει μόνο με το καθημερινό μας τίποτα. Μόνο σαν ζωντανοί οι άνθρωποι, με τις σκέψεις, που μπορεί να αφήσουν, μπορούν να απαλύνουν το πέρασμα μας από τη ζωή, που για καθένα μας μπορεί να είναι "ένα όλον" αλλά συμπαντικά, είναι ένα "μηδέν". «Αδιάκοπα κύματα άχρηστων όντων έρχονται από τα βάθη των χρόνων να πεθάνουν διαρκώς μπροστά μας, κι όμως μένουμε εκεί δα, ελπίζοντας κάτι... Ούτε το θάνατο να σκεφτούμε δε είμαστε άξιοι» γράφει ο Σελίν.
Γιατί η Κίρκη έπρεπε να στείλει τον Οδυσσέα "να κατέβει στον Άδη" για να πάρει πληροφορίες για το Νόστο;
(με bold γράμματα είναι υπογραμμισμένες παρακάτω οι θυσίες ζώων στο Ομηρικό κείμενο που πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε γα να μάθει ο Οδυσσέας, από ποιους παρακαλώ: Από τούς νεκρούς, με ποιο τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη. Ολόκληρο σφαγείο για να εισπράξει ....... το τίποτα
Να λοιπόν οι συμβουλές τής Κίρκης:
«Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα, 515
καθώς σού παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ως ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τούς πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί 520
πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου. 525
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος· ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές τού ποταμού.
Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν. 530
Την ώρα εκείνη κίνησε τούς συντρόφους σου, παράγγειλέ τους·
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από τον άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τούς θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε 535
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια,
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει».
Και ο Οδυσσέας , "υπάκουο παιδί" εκτελεί κατά γράμμα τις συμβουλές τής ερωμένης του, όπως τα περιγράφει ο Όμηρος.
«Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν κι εγώ τραβώντας μυτερό σπαθί απ' το μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τούς νεκρούς
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθαράλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ' αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.
Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών
λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
το λαιμό τους - έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος τού κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τούς βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματωβαμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στο λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ' αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή· κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τούς συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τούς θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Σχόλιο: (Ποιο γεφύρωμα να κάνεις με αυτή την εποχή; Σε 25 γραμμές, έχει γίνει ολόκληρο σφαγείο. Με πια ευαισθησία να προσεγγίσεις τέτοια βαρβαρότητα και τέτοια Ανοησία. Ξέρω, θα μού πουν οι καλοθελητές τής μεταφυσικής σκοτεινάγρας, ότι δεν ερμηνεύω σωστά τούς συμβολισμούς και άλλες μεταφυσικές μπουρμπουλήθρες. Απορώ που ο Μαρωνίτης ένας ορθολογιστής κριτικός και διανοούμενος, θεωρούσε έργο τής ζωής του την μετάφραση τής Οδύσσειας, ενώ μάς έχει χαρίσει τόσα άλλα ωραία κείμενα.
Στα παρακάτω (μέσα στις αγκίλες μιλά ο ίδιος ο Σεφέρης):
1. [Καθώς κι εγώ νομίζω, όλο το ζήτημα είναι πώς θα σεβαστεί κανείς τα γελάδια τού ήλιου, πως θα σεβαστεί την κάθε μέρα που τού δίνει ο θεός].
Σχόλιο δικό μου: Είμαι σίγουρος πως κανένας θεός δεν μάς δίδει μέρες, γιατί απλώς θεοί δεν υπάρχουν. Εδώ βέβαια περνάμε στην καρδιά τής Αθεΐας, πολύ απίθανη αντίληψη για την Ομηρική εποχή, αλλά όχι για την εποχή τού Σεφέρη, τη δική μας, γιατί είχαν προηγηθεί οι "θεοκτόνοι" τού 19ου αιώνα.
2. [Έτσι ο Σωκράτης δεν έχει τίποτα άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο τού ανθρώπου που προτιμά να αδικηθεί παρά να αδικήσει] .
Σχόλιο: Νομίζω ότι παρά την εκφρασμένη συμπάθεια τού Σεφέρη προς τον Σωκράτη που είναι και δική μου, η αντικατάσταση τού Τειρεσία από τον Σωκράτη στο ποίημα "Κίχλη" είναι "προβληματική", γιατί όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Σωκράτης μνημονεύει τον ίδιο του το θάνατο, χωρίς να υποδεικνύει τίποτα στον Οδυσσέα, εκτός αν τού υποδείχνει και σ᾿ αυτόν το θάνατο. «πού να πηγαίνω γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι. Το θάνατο τον προτιμώ», είναι τα λόγια που βάζει ο Σεφέρης στο στόμα τού Σωκράτη στο ποίημα του "Το ναυάγιο τής Κίχλης".
3. [Τρίτο, γιατί έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την Ελληνική φύση»].
Σχόλιο: Αυτό κι αν δεν είναι ιδεολόγημα. Λυπάμαι αν ίσχυε, που η Ελληνική φύση και κάθε φύση μάλλον δεν επιτελεί με αποτελεσματικότητα το έργο της. (Εννοώ τού εξανθρωπισμού). Ελληνική φύση, δεν είναι μόνο ο ήλιος και τα ψηλά πλατάνια, και οι ακρογιαλιές και οι θάλασσες, κι οι βόλτες με το αεράκι, αλλά είναι και ο λύκος που τρώει το πρόβατο, κι ό άνθρωπος που δεν αφήνει τίποτα να ζήσει, γενικά το ΚΑΚΟ που ενυπάρχει στη φύση. Εκτός και αν ερμηνεύσουμε τη ρήση τού Σεφέρη, και σαν ταύτιση τής "ανθρωπιάς" και τής "φύσης", αλλά ταύτιση στο Κακό.
4. [«Πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο Ελληνικό φως»] [αυτή την εναλλαγή τής Ύβρεως και τής Άτης, που δεν ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος].
Σχόλιο: Εδώ πια είμαστε βαθιά στην καρδιά τής Μεταφυσικής. Η φύση είναι "αδιάφορη" για τα καμώματα τού ανθρώπου, είναι πέραν "καλού" και " κακού".
5. [«Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τους ανθρώπους με τα στοιχεία τής φύσης· αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως που μπορεί να αισθανθεί κανείς αυτό; Ανθρωπομορφισμός, λένε και διαβαίνουν. Δε μού είναι τόσο απλό αυτό το φαινόμενο. Αν ο ενανθρωπισμός που έλεγα γέννησε την Οδύσσεια, ως που μπορούμε να δούμε την Οδύσσεια;»]
Σχόλιο: Κι εγώ διαβάτης λοιπόν. Πολλά μαζί, που αν σού λείπει το μεταφυσικό χούϊ, σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Κι εκείνο το «αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα», είναι επί πλέον και τόσο πολύ σκοτεινό, και θα χρειαζόταν μια δεύτερη Σκηνοθεσία από τον αγαπημένο ποιητή, αυτή τη φορά για «το αίμα και το φως» για να μάς το ερμηνεύσει, όπως έκανε "Με την Σκηνοθεσία για την Κίχλη" για να φωτίσει την "Κίχλη" Πολλές μεγάλες αγάπες καμιά φορά στηρίζονται και σε παρεξηγήσεις. Η να το πω αλλιώς, μήπως πολλές φορές οι αγάπες δεν είναι αγάπες αλλά έρωτες, οι οποίοι είναι τυφλοί. Παρ᾿ όλα αυτά ……..έχω αγαπήσει και αγαπώ την ποίηση τού Σεφέρη.
Ο Σεφέρης στο κείμενο "Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" γράφει :
«Έτσι, κρατούμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μάς παρέδωσε ο μύθος, φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαρακτήρες έχουνε μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα τού χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες τού κόσμου μας»
Τώρα ένας μικρός πρόλογος εκ μέρους τής ταπεινότητάς μου, σχετικά με την προφανώς προβληματική ή αδύνατη πρόσληψη τής Οδύσσειας στην οποία αναφέρονται ο Μαρωνίτης και ο Σεφέρης.
Αυτή την απομάκρυνση, αυτή τη μεταβολή την βρίσκω τόσο έντονη, ώστε να είναι αδύνατον να γεφυρωθεί το χάσμα, να γεφυρωθούν αντιλήψεις, συμπεριφορές, πρόσληψη τού κόσμου, αισθητική, ευαισθησία. Στην Ομηρική εποχή άνθρωποι, ζωντανοί, νεκροί και θεοί, είναι τόσα κοντά, συνδιαλέγονται, γιατί αυτές ήταν οι προσλαμβάνουσες τής εποχής· οι απλοϊκές απαντήσεις στα μυστικά και τα μυστήρια, που η φύση και η ζωή έθετε και θέτει. Μια εποχή ανθρωποκεντρική απόλυτα, και "βάρβαρη" με σημερινές ηθικές αντιλήψεις. Μια εποχή με καθημερινές θυσίες ζώων στους θεούς, είτε για να τούς βοηθήσουν ή για να τούς ευχαριστήσουν. Έχω δημοσιεύσει σε άλλη σελίδα «Μια σκηνοθεσία για την "Κίχλη" ολόκληρο το κείμενο τού Σεφέρη για την Σκηνοθεσία τής Κίχλης, μάλλον το φωτισμό τής δικής του "Κίχλης", τής δικής του "Νέκυιας", παρ᾿ όλο που πιστεύω, ότι και πάλι μένουν πολλές σκιές, ανάλογα από ποια θέση βλέπει κάποιος. Τη δική μου θέαση θα την "σκηνοθετήσω" έστω και με μια κακή σκηνοθεσία στη συνέχεια:
Κάποιες σκέψεις δικές μου πάνω στη " Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη" τού Σεφέρη και λίγο πιο έξω , αλλά όχι μακρυά.
Έχω βάλλει μέσα σε αγκύλες με bold γράμματα, κάποιες σκέψεις τού Σεφέρη που με "ερέθισαν" για να τις σχολιάσω.
[η ηδονή μάς στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μάς δείξουν το νόστο] [για μια τελική λύτρωση, που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ᾿ ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το θεό] [που και η δική μου αλληλουχία με οδήγησε από τον ηδονικό Ελπήνορα στη Νέκυια]
Κι αν θεωρήσουμε ότι η ερωτική πράξη (και η συνακόλουθη ηδονή) είναι κάθε φορά, ένας "μικρός θάνατος", δεν μάς στέλνει πουθενά γιατί οι νεκροί είναι νεκροί, και δεν έχουν να μάς δείξουν καμιά νόστο. Ούτε επιστροφές υπάρχουν σε χαμένους παραδείσους. (Μόνο στον Προυστ υπάρχει χαμένος παράδεισος, τοποθετημένος και αιτιολογημένος σε μεγάλο βαθμό στην παιδική και νεαρή ηλικία, και μέσω τής ασύνειδης μνήμης μπορούν να ανασυρθούν και να αναστηθούν χαμένες νησίδες περασμένης ευτυχίας, για όποιον είναι τυχερός, για όποιον υπήρξε κάτι άξιο να αναστηθεί).
Χαμένοι παράδεισοι από Οντολογική άποψη δεν υπάρχουν, ούτε ένωση με κάτι ανύπαρχτο όπως ό θεός. Ένωση υπάρχει μόνο με το καθημερινό μας τίποτα. Μόνο σαν ζωντανοί οι άνθρωποι, με τις σκέψεις, που μπορεί να αφήσουν, μπορούν να απαλύνουν το πέρασμα μας από τη ζωή, που για καθένα μας μπορεί να είναι "ένα όλον" αλλά συμπαντικά, είναι ένα "μηδέν". «Αδιάκοπα κύματα άχρηστων όντων έρχονται από τα βάθη των χρόνων να πεθάνουν διαρκώς μπροστά μας, κι όμως μένουμε εκεί δα, ελπίζοντας κάτι... Ούτε το θάνατο να σκεφτούμε δε είμαστε άξιοι» γράφει ο Σελίν.
Γιατί η Κίρκη έπρεπε να στείλει τον Οδυσσέα "να κατέβει στον Άδη" για να πάρει πληροφορίες για το Νόστο;
(με bold γράμματα είναι υπογραμμισμένες παρακάτω οι θυσίες ζώων στο Ομηρικό κείμενο που πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε γα να μάθει ο Οδυσσέας, από ποιους παρακαλώ: Από τούς νεκρούς, με ποιο τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη. Ολόκληρο σφαγείο για να εισπράξει ....... το τίποτα
Να λοιπόν οι συμβουλές τής Κίρκης:
«Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα, 515
καθώς σού παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ως ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τούς πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί 520
πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου. 525
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος· ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές τού ποταμού.
Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν. 530
Την ώρα εκείνη κίνησε τούς συντρόφους σου, παράγγειλέ τους·
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από τον άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τούς θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε 535
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια,
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει».
Και ο Οδυσσέας , "υπάκουο παιδί" εκτελεί κατά γράμμα τις συμβουλές τής ερωμένης του, όπως τα περιγράφει ο Όμηρος.
«Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν κι εγώ τραβώντας μυτερό σπαθί απ' το μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τούς νεκρούς
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθαράλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ' αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.
Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών
λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
το λαιμό τους - έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος τού κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τούς βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματωβαμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στο λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ' αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή· κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τούς συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τούς θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Σχόλιο: (Ποιο γεφύρωμα να κάνεις με αυτή την εποχή; Σε 25 γραμμές, έχει γίνει ολόκληρο σφαγείο. Με πια ευαισθησία να προσεγγίσεις τέτοια βαρβαρότητα και τέτοια Ανοησία. Ξέρω, θα μού πουν οι καλοθελητές τής μεταφυσικής σκοτεινάγρας, ότι δεν ερμηνεύω σωστά τούς συμβολισμούς και άλλες μεταφυσικές μπουρμπουλήθρες. Απορώ που ο Μαρωνίτης ένας ορθολογιστής κριτικός και διανοούμενος, θεωρούσε έργο τής ζωής του την μετάφραση τής Οδύσσειας, ενώ μάς έχει χαρίσει τόσα άλλα ωραία κείμενα.
Στα παρακάτω (μέσα στις αγκίλες μιλά ο ίδιος ο Σεφέρης):
1. [Καθώς κι εγώ νομίζω, όλο το ζήτημα είναι πώς θα σεβαστεί κανείς τα γελάδια τού ήλιου, πως θα σεβαστεί την κάθε μέρα που τού δίνει ο θεός].
Σχόλιο δικό μου: Είμαι σίγουρος πως κανένας θεός δεν μάς δίδει μέρες, γιατί απλώς θεοί δεν υπάρχουν. Εδώ βέβαια περνάμε στην καρδιά τής Αθεΐας, πολύ απίθανη αντίληψη για την Ομηρική εποχή, αλλά όχι για την εποχή τού Σεφέρη, τη δική μας, γιατί είχαν προηγηθεί οι "θεοκτόνοι" τού 19ου αιώνα.
2. [Έτσι ο Σωκράτης δεν έχει τίποτα άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο τού ανθρώπου που προτιμά να αδικηθεί παρά να αδικήσει] .
Σχόλιο: Νομίζω ότι παρά την εκφρασμένη συμπάθεια τού Σεφέρη προς τον Σωκράτη που είναι και δική μου, η αντικατάσταση τού Τειρεσία από τον Σωκράτη στο ποίημα "Κίχλη" είναι "προβληματική", γιατί όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Σωκράτης μνημονεύει τον ίδιο του το θάνατο, χωρίς να υποδεικνύει τίποτα στον Οδυσσέα, εκτός αν τού υποδείχνει και σ᾿ αυτόν το θάνατο. «πού να πηγαίνω γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι. Το θάνατο τον προτιμώ», είναι τα λόγια που βάζει ο Σεφέρης στο στόμα τού Σωκράτη στο ποίημα του "Το ναυάγιο τής Κίχλης".
3. [Τρίτο, γιατί έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την Ελληνική φύση»].
Σχόλιο: Αυτό κι αν δεν είναι ιδεολόγημα. Λυπάμαι αν ίσχυε, που η Ελληνική φύση και κάθε φύση μάλλον δεν επιτελεί με αποτελεσματικότητα το έργο της. (Εννοώ τού εξανθρωπισμού). Ελληνική φύση, δεν είναι μόνο ο ήλιος και τα ψηλά πλατάνια, και οι ακρογιαλιές και οι θάλασσες, κι οι βόλτες με το αεράκι, αλλά είναι και ο λύκος που τρώει το πρόβατο, κι ό άνθρωπος που δεν αφήνει τίποτα να ζήσει, γενικά το ΚΑΚΟ που ενυπάρχει στη φύση. Εκτός και αν ερμηνεύσουμε τη ρήση τού Σεφέρη, και σαν ταύτιση τής "ανθρωπιάς" και τής "φύσης", αλλά ταύτιση στο Κακό.
4. [«Πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο Ελληνικό φως»] [αυτή την εναλλαγή τής Ύβρεως και τής Άτης, που δεν ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος].
Σχόλιο: Εδώ πια είμαστε βαθιά στην καρδιά τής Μεταφυσικής. Η φύση είναι "αδιάφορη" για τα καμώματα τού ανθρώπου, είναι πέραν "καλού" και " κακού".
5. [«Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τους ανθρώπους με τα στοιχεία τής φύσης· αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως που μπορεί να αισθανθεί κανείς αυτό; Ανθρωπομορφισμός, λένε και διαβαίνουν. Δε μού είναι τόσο απλό αυτό το φαινόμενο. Αν ο ενανθρωπισμός που έλεγα γέννησε την Οδύσσεια, ως που μπορούμε να δούμε την Οδύσσεια;»]
Σχόλιο: Κι εγώ διαβάτης λοιπόν. Πολλά μαζί, που αν σού λείπει το μεταφυσικό χούϊ, σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Κι εκείνο το «αν το φως τής μέρας και το αίμα τού ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα», είναι επί πλέον και τόσο πολύ σκοτεινό, και θα χρειαζόταν μια δεύτερη Σκηνοθεσία από τον αγαπημένο ποιητή, αυτή τη φορά για «το αίμα και το φως» για να μάς το ερμηνεύσει, όπως έκανε "Με την Σκηνοθεσία για την Κίχλη" για να φωτίσει την "Κίχλη" Πολλές μεγάλες αγάπες καμιά φορά στηρίζονται και σε παρεξηγήσεις. Η να το πω αλλιώς, μήπως πολλές φορές οι αγάπες δεν είναι αγάπες αλλά έρωτες, οι οποίοι είναι τυφλοί. Παρ᾿ όλα αυτά ……..έχω αγαπήσει και αγαπώ την ποίηση τού Σεφέρη.