Η κυρία Νταλογουέι τής Βιρτζίνια Γουλφ
Κάποια βιβλία θέλουν το χρόνο τους. Μια εύκολη δικαιολογία στον εαυτό μας, γιατί την πρώτη φορά ξεπετάξαμε ένα αριστούργημα, δεν το προσέξαμε από την αρχή, το βρήκαμε κουραστικό, και η ανάγνωσή του ήταν μια διεκπεραίωση. Που σημαίνει ότι δεν σκύψαμε πάνω του όσο έπρεπε για να μας κατακτήσει το ύφος τού συγγραφέα.
Αυτό έπαθα με την κυρία Νταλογουέι όταν την πρωτοσυνάντησα. Ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με ένα ακατάπαυστο συνειρμικό τρόπο, που τη σκυτάλη παίρνουν τα διάφορα πρόσωπα, αλλά που ποτέ η ανάκληση τών παραστάσεων δεν γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, αλλά στο τρίτο: Αμέσως από τις πρώτες γραμμές: «κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν»
Στο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε μια μέρα του 1923, από το πρωί που η κυρία Νταλογουέι, βγαίνει για να προμηθευτεί τα λουλούδια για τη βραδινή δεξίωσή της, μέχρι που «έφευγε η Έλι Χέντερσον, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ ( ο άντρας και η κόρη της κυρίας Νταλογουέι: σημείωση δική μου) χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό».
Μέσα από το συνειρμό, έρχονται στην επιφάνεια οι ζωές τών προσώπων, ένα χρωμάτισμα τής ζωής, με φως και σκιές, με πραγματώσεις και ματαιώσεις, με όνειρα και διαψεύσεις όπως ακριβώς είναι η ζωή. Το παραθεριστικό καλοκαιρινό Μπόρτον, ο αέρας τού Μπόρτον που ανέμιζε τις κουρτίνες στην ανοικτή μπαλκονόπορτα, το Μπόρτον των παιδικών και εφηβικών χρόνων και των πρώτων ερωτικών ψηλαφήσεων αναδύεται στο παρόν. Πάντα κάτω από την απάθεια του χρόνου, που σταθερά θυμίζουν τα χτυπήματα τού ρολογιού τού Μπιγκ Μπεν.
Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή.
Στην αρχή αυτό έγινε από τι βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και επειδή συνάντησα κάποια σκοτεινά σημεία, χρησιμοποίησα στη συνέχεια το ίδιο βιβλίο στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου.
Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, των, μου, σου, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου.
Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες ελάχιστες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή.
Στην αρχή αυτό έγινε από το βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και επειδή συνάντησα αρκετά σημεία με σκιές, χρησιμοποίησα και το βιβλίο στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου.
Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, μου, μας, σου, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου , το σχήμα τού προσώπου της) .
Ας δούμε κάποια εκτενή ψυχογραφήματα μέσα από σκηνές, τών προσώπων τού μυθιστορήματος τα οποία απαρτίζουν το παζλ τού υπέροχου αυτού μυθιστορήματος, με τα ίδια τα λόγια τής Γουλφ:
Ολόκληρο το μυθιστορηματικά ανθολογημένο κείμενο στον σύνδεσμο: Η κυρία Νταλογουέι
Αυτό έπαθα με την κυρία Νταλογουέι όταν την πρωτοσυνάντησα. Ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με ένα ακατάπαυστο συνειρμικό τρόπο, που τη σκυτάλη παίρνουν τα διάφορα πρόσωπα, αλλά που ποτέ η ανάκληση τών παραστάσεων δεν γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, αλλά στο τρίτο: Αμέσως από τις πρώτες γραμμές: «κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα με τα δακτυλίδια τής αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που μια ανέβαιναν ψηλά μια χαμήλωναν»
Στο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε μια μέρα του 1923, από το πρωί που η κυρία Νταλογουέι, βγαίνει για να προμηθευτεί τα λουλούδια για τη βραδινή δεξίωσή της, μέχρι που «έφευγε η Έλι Χέντερσον, σχεδόν τελευταία, παρόλο που δεν τής είχε μιλήσει κανείς, αλλά ήθελε να δει τα πάντα, να τα διηγηθεί στην Ίντιθ. Ο Ρίτσαρντ κι η Ελίζαμπεθ ( ο άντρας και η κόρη της κυρίας Νταλογουέι: σημείωση δική μου) χαίρονταν που τελείωνε η δεξίωση, κι ο Ρίτσαρντ ήταν περήφανος για την κόρη του. Και δεν είχε σκοπό να τής το πει, αλλά τού ήταν αδύνατο και να κάνει αλλιώς. Την κοιτούσε, είπε, κι αναρωτιόταν, ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα; κι ήταν η κόρη του! Εκείνη χάρηκε τόσο μ᾿ αυτό».
Μέσα από το συνειρμό, έρχονται στην επιφάνεια οι ζωές τών προσώπων, ένα χρωμάτισμα τής ζωής, με φως και σκιές, με πραγματώσεις και ματαιώσεις, με όνειρα και διαψεύσεις όπως ακριβώς είναι η ζωή. Το παραθεριστικό καλοκαιρινό Μπόρτον, ο αέρας τού Μπόρτον που ανέμιζε τις κουρτίνες στην ανοικτή μπαλκονόπορτα, το Μπόρτον των παιδικών και εφηβικών χρόνων και των πρώτων ερωτικών ψηλαφήσεων αναδύεται στο παρόν. Πάντα κάτω από την απάθεια του χρόνου, που σταθερά θυμίζουν τα χτυπήματα τού ρολογιού τού Μπιγκ Μπεν.
Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή.
Στην αρχή αυτό έγινε από τι βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και επειδή συνάντησα κάποια σκοτεινά σημεία, χρησιμοποίησα στη συνέχεια το ίδιο βιβλίο στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου.
Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, των, μου, σου, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου.
Την ανθολόγηση τού κειμένου την άρχισα για μένα, για να μπορώ να προσφεύγω εύκολα, στα πιο σημαντικά υφολογικά κομμάτια, πράγμα που στην εξέλιξη αποδείχθηκε χωρίς νόημα, γιατί τελικά απ᾿ αυτό το αριστούργημα δεν υπήρχε τίποτα για πέταμα. Μιας όμως και το άρχισα, το έφθασα μέχρι τέλους, με κάποιες ελάχιστες παραλήψεις, έτσι και για να δικαιολογείται ό όρος ανθολόγηση, αλλά με απόλυτο σεβασμό στη μυθιστορηματική πλοκή.
Στην αρχή αυτό έγινε από το βιβλίο "Η κυρία Νταλογουέι" εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, και επειδή συνάντησα αρκετά σημεία με σκιές, χρησιμοποίησα και το βιβλίο στις εκδόσεις Μίνωας μετάφραση Βασιλική Κοκκίνου.
Στο ανθολογούμενο κείμενο ως προς τα σημεία στίξης, για τα: του, τους, της, μου, μας, σου, σας, όταν είναι άρθρα ή προσωπικές αντωνυμίες, είναι τονισμένα ( τού κόσμου, τής είπα, μού έδωσε κλπ. ) και όταν είναι κτητικές αντωνυμίες είναι άτονα ( ο κήπος της, το όνομα σου , το σχήμα τού προσώπου της) .
Ας δούμε κάποια εκτενή ψυχογραφήματα μέσα από σκηνές, τών προσώπων τού μυθιστορήματος τα οποία απαρτίζουν το παζλ τού υπέροχου αυτού μυθιστορήματος, με τα ίδια τα λόγια τής Γουλφ:
Ολόκληρο το μυθιστορηματικά ανθολογημένο κείμενο στον σύνδεσμο: Η κυρία Νταλογουέι
Ανθολογημένα αποσπάσματα
Βασικά πρόσωπα
Τρία είναι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα: Η κυρία Κλαρίσα Νταλογουέι, ο Πίτερ Γουόλς ο έρωτας των εφηβικών της χρόνων στο Μπόρτον, και ο Σέπτιμους (Γουόρεν Σμιθ), ερείπιο ψυχικά από τον πόλεμο που έχει τελειώσει πριν λίγα χρόνια, μια περσόνα τής Γουλφ, στον οποίο έχει μεταβιβάσει όλο της το βαρύ ψυχικό φορτίο. Γύρω από αυτούς: Ο σύζυγος τής κυρίας Νταλογουέι "ο αξιοθαύμαστος" Ρίτσαρντ Νταλογουέι που τον επιλέγει η Κλαρίσα, παραμερίζοντας τα αισθήματα της για τον αιθεροβάμονα Πίτερ Γουόλς. Η φίλη εφηβικών χρόνων τής Κλαρίσα και τού Πίτερ, η Σάλι Σίτον ένα όμορφο χαριτωμένο απερίσκεπτο κορίτσι, η οποία υπήρξε ό πρώτος πραγματικός έρωτας τής κυρίας Νταλογουέι. Η δεκαεφτάχρονη κόρη τής Κλαρίσα η Ελίζαμπεθ "ένα υάκινθος που δεν τον έχει δει ο ήλιος", και η θεούσα Δεσποινίς Ντόρις Κίλμαν. "Φρικτή γυναίκα" την αποκαλεί η Κλαρίσα, γιατί τής έχει ξεμυαλίσει την κόρη και τής την έχει αποπλανήσει ερωτικά (υποπτεύεται), εκτός από τη θρησκευτική σκουριά με την οποία την έχει "λερώσει". Η Ρέζια (Λουκρέτσια) ένα λουλούδι από την Ιταλία, γυναίκα τού Σέπτιμους, που μαραίνεται κάθε μέρα μαζί του μοιραζόμενη τούς εφιάλτες που τον πνίγουν. Ο Χιου Γουίτμπρεντ ένας κενός τζέντλεμαν των Αγγλικών κολεγίων, αναρριχώμενος συνεχώς και η πάντα άρρωστη γυναίκα του, Ίβλιν. Οι γιατροί Χολμς Μπρούερ και Γουίλιαμ Μπράντσο που, "νοσηλεύουν" τον Σέπτιμους και αποτελούν τους στόχους για να ασκείται η Γουλφ με τα βέλη της. Η λαίδη Μίλισεντ Μπρούτον, με πολιτικές διασυνδέσεις και η γραμματέας της, δεσποινίδα Μίλι Μπρας, μια άχαρη κοπέλα, χωρίς καμιά θηλυκότητα. Ο κύριος Πάρι, ο πατέρας τής Κλαρίσα και ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —η θεία Χέλενα — αδερφή του Πάρι. |
Κλαρίσα ΝταλογουέιΠερνούσε κοφτερή σαν μαχαίρι μέσα απ᾿ όλα· και την ίδια ώρα ήταν έξω και παρατηρούσε. Όχι πως θεωρούσε ότι ήταν έξυπνη ή ότι ξεχώριζε απ᾿ τούς κοινούς θνητούς. Δεν ήξερε τίποτε· ούτε μια γλώσσα, ούτε ιστορία· σπάνια διάβαζε πια βιβλίο, εκτός από απομνημονεύματα στο κρεβάτι· κι όμως όλα αυτά την απορροφούσαν εντελώς.
Είχε καμία σημασία λοιπόν, αναρωτήθηκε, είχε σημασία που, μοιραία, θα έπαυε να υπάρχει· που όλα αυτά πρέπει να συνεχιστούν χωρίς αυτήν· πόσο τής κακοφαινόταν αυτό· ή μήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι με το θάνατο τελειώνουν τα πάντα; αλλά ότι με κάποιον τρόπο στους δρόμους τού Λονδίνου, στην παλίρροια των πραγμάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, ο Πίτερ εξακολουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας μέσα στον άλλον, αυτή ήταν κομμάτι, ήταν βέβαιη, των δέντρων τής πόλης· κομμάτι των ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ· απλωμένη σαν αχλή ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή. Αλλά τι ονειρευόταν την ώρα που κοιτούσε την βιτρίνα τού Χάτσαρντς. Υπήρχαν τόσα μα τόσα βιβλία· αλλά κανένα δεν τής φαινόταν κατάλληλο να το πάει στην κλινική, στην Ίβλιν Γουίτμπρεντ. Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να κάνει αυτή την απερίγραπτα μαραμένη γυναικούλα ν᾿ αποκτήσει, όταν θα έμπαινε η Κλαρίσα στο δωμάτιό της, όψη εγκάρδια για μια στιγμή. Πόσο το ήθελε — να δείχνουν οι άνθρωποι ευχαριστημένοι την ώρα που μπαίνει, σκέφτηκε η Κλαρίσα, που έστριψε προς την οδό Μποντ, ενοχλημένη, επειδή ήταν ανόητο να κάνει πράγματα για άλλους λόγους. Θα προτιμούσε να είναι σαν τούς ανθρώπους, σαν τον Ρίτσαρντ, που έκαναν πράγματα για χάρη των ίδιων των πραγμάτων, ενώ, εκείνη, σκέφτηκε, τις μισές φορές δεν έκανε πράγματα με τρόπο απλό, για τα ίδια τα πράγματα, αλλά για να κάνει τούς ανθρώπους να σκεφτούν το ένα ή το άλλο· τέλεια ηλιθιότητα, το ήξερε επειδή κανείς δεν ζει δυο φορές. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή της απ᾿ την αρχή! σκέφτηκε, ακόμα κι η εμφάνισή της θα ήταν διαφορετική! Κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκε η κυρία Νταλογουέι κάποια σημαντική προσωπικότητα καθόταν στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, σε απόσταση αναπνοής απ᾿ τούς απλούς ανθρώπους, που μπορεί τώρα, για πρώτη και τελευταία φορά, να βρίσκονταν τόσο κοντά στην Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα τής Αγγλίας, αυτό το παντοτινό σύμβολο τού κράτους, που θα γίνει γνωστό από περίεργους αρχαιοδίφες που θα κοσκινίζουν τού χρόνου τα χαλάσματα, όταν το Λονδίνο θα είναι ένα χορταριασμένο μονοπάτι, κι όλοι όσοι περπατούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο αυτό το πρωινό τής Τετάρτης δεν θα ᾿ναι παρά κόκαλα με λιγοστές βέρες ανακατεμένες με τη στάχτη τους και τα χρυσά σφραγίσματα αμέτρητων σαπισμένων δοντιών. Τότε θα γίνει γνωστό ποιο ήταν το πρόσωπο στο αυτοκίνητο. Ελίζαμπεθ και Ντόρις ΚίλμανΗ Ελίζαμπεθ πάνω απ᾿ όλα ενδιαφερόταν για το σκύλο της. Ωστόσο, καλύτερα ο σκύλος παρά η δεσποινίς Κίλμαν· καλύτερα παρά να κάθεται κλεισμένη σ᾿ ένα πνιγηρό δωμάτιο με το προσευχητάρι. Μπορεί να είναι ερωτευμένη. Αλλά γιατί με τη δεσποινίδα Κίλμαν; Εν πάση περιπτώσει ήταν αχώριστες, κι η Ελίζαμπεθ, η δική της η κόρη, πήγε στη θεία Κοινωνία· και πως ντυνόταν, πως αντιμετώπιζε τούς ανθρώπους που γευμάτιζαν μαζί τους· δεν την ένοιαζε καθόλου· από την εμπειρία της πίστευε ότι η θρησκευτική έκσταση κάνει τούς ανθρώπους άσπλαχνους· αμβλύνει τα συναισθήματά τους· γιατί η κυρία Κίλμαν θα έκανε τα πάντα για τούς Ρώσους, θα πέθαινε απ᾿ την πείνα για τούς Αυστριακούς, αλλά στον εαυτό της επέβαλλε βάσανα κι αυτό το θεωρούσε καλό· τόσο αναίσθητη ήταν, πάντα ντυμένη μ᾿ αυτό το πράσινο αδιάβροχο. Είχε γίνει ένα από κείνα τα φαντάσματα που παλεύεις τη νύχτα· ένα από κείνα τα φαντάσματα που μάς καβαλικεύουν, κυρίαρχοι και τύραννοι, και μάς πίνουν το αίμα. Τής προξενούσε σωματικό πόνο κι έκανε όλη τη χαρά τής ομορφιάς, τής φιλίας, τής ευημερίας, τής αγάπης που την περιέβαλλε, να τρέμει και να κλονίζεται, σαν να υπήρχε πράγματι ένα κτήνος που σκάλιζε τις ρίζες.
|
Σέπτιμους και Λουκρέτσια (Ρέζια)
Ξαφνικά ο ήχος αεροπλάνου τρύπησε απειλητικά τ᾿ αυτιά τού πλήθους. Πλησίαζε πετώντας πάνω απ᾿ τα δέντρα κι άφηνε πίσω του λευκό, καμπυλωτό, κυματιστό καπνό που έγραφε κάτι! σχημάτιζε γράμματα στον ουρανό!
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της, σε μια σεζ λογκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, έλεγε, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι· αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές, που ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο. Αλλά τού έγνεφαν. Και τα φύλλα συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του. Όταν τεντώνονταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο.
Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· μόνο που δεν ήταν ο Σέπτιμους πλέον. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετέ το (σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε "Σέπτιμους", "Σέπτιμους", τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές· πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί· πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
«Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους», είπε εκείνος. Και πετάχτηκε πάνω. Τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια του κρίκετ.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του· μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
Μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος τού Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τούς τοίχους τής κρεβατοκάμαρας. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τούς τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε· έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος.
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος των ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος, και τώρα οι νεκροί, τώρα ο ίδιος ο Έβανς--
«Για όνομα τού θεού μην έρχεσαι!» ούρλιαξε ο Σέπτιμους. Γιατί δεν μπορούσε να κοιτάζει τους νεκρούς.
Τα κλαριά άνοιξαν. Ένας άντρας ντυμένος στα γκρίζα ερχόταν πράγματι προς το μέρος του. Ήταν ο Έβανς! Αλλά δεν είχε λάσπη πάνω του· δεν είχε τραύματα· δεν ήταν αλλαγμένος. Πρέπει να το πω σ᾿ όλο τον κόσμο, φώναξε ο Σέπτιμους, σηκώνοντας το χέρι του, σαν μια φιγούρα τεράστια που θρηνεί χρόνια τη μοίρα τού ανθρώπου, φιγούρα ολομόναχη μέσα στην έρημο, με τα χέρια της να πιέζουν το μέτωπό της, τις χαρακιές τής απόγνωσης στα μάγουλα, και τώρα βλέπει φως στην άκρη τής ερήμου, που μεγαλώνει και πέφτει πάνω σ᾿ αυτήν τη φιγούρα την κατάμαυρη (ο Σέπτιμους μισοσηκώθηκε απ᾿ την καρέκλα του), και ενώ λεγεώνες αντρών είναι πεσμένοι πίσω της, αυτή η τεράστια φιγούρα που θρηνεί, δέχεται για μια στιγμή στο πρόσωπό της όλο το--
«Μα είμαι τόσο δυστυχισμένη, Σέπτιμους» έλεγε η Ρέζια προσπαθώντας να τον κάνει να καθίσει.
Τα εκατομμύρια θρηνούσαν· αιώνες θλίβονταν, θα γυρνούσε προς το μέρος τους, θα τούς μιλούσε για λίγα λεπτά, μόνο για λίγα ακόμα λεπτά, για την ανακούφισή του, τη χαρά του, αυτή την εκπληκτική αποκάλυψη--
Η Λουκρέτσια Γουόρεν Σμιθ, καθισμένη πλάι στον άντρα της, σε μια σεζ λογκ, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό.
«Κοίτα, Σέπτιμους, κοίτα!» φώναξε. Επειδή ο δόκτωρ Χολμς τής είχε πει να κάνει τον άντρα της (ο οποίος δεν είχε τίποτε σοβαρό στην υγεία του, έλεγε, απλώς ήταν λίγο αδιάθετος) ν᾿ ασχολείται με πράγματα έξω απ᾿ τον εαυτό του.
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Σέπτιμους, κοιτάζοντας ψηλά, σε μένα κάνουν σινιάλο. Όχι με πραγματικές λέξεις· δηλαδή, δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τι έλεγε· αλλά σαφώς ήταν έτσι· αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαίσια ομορφιά, και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του καθώς κοιτούσε τις λέξεις τού καπνού, που αργόσβηναν και διαλύονταν στον ουρανό χαρίζοντάς του, το ένα σχήμα ασύλληπτης ομορφιάς μετά το άλλο και φανερώνοντάς του την πρόθεσή τους να τού προσφέρουν ομορφιά, περισσότερη ομορφιά, χωρίς λόγο, για πάντα, μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.
Ο Σέπτιμους άκουσε τη φωνή μιας νταντάς, να μιλεί δίπλα στ᾿ αυτί του, βαθιά, σαν όργανο μελωδικό, αλλά με μια αγριάδα στη φωνή της, σαν ήχοι από τριζόνι που γρατζούνισε τη ραχοκοκαλιά του Σέπτιμους απολαυστικά, κι έστειλε μέχρι τον εγκέφαλό του κύματα ήχου, που χτύπησαν δυνατά, και έσπασαν. Πραγματικά θαυμάσια ανακάλυψη — ότι η ανθρώπινη φωνή μπορεί σε συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, να εμφυσήσει ζωή στα δέντρα! Χαρούμενα η Ρέζια ακούμπησε το βάρος τού χεριού της στο γόνατό του, κι έτσι αυτός προσγειώθηκε, αλλιώς η διέγερση στις φτελιές, που ορθώνονταν κι έγερναν τόσο περήφανα, τόσο υπέροχα, θα τον είχε τρελάνει. Αλλά δεν θα τρελαινόταν, θα έκλεινε τα μάτια του· δεν θα έβλεπε άλλο. Αλλά τού έγνεφαν. Και τα φύλλα συνδέονταν με εκατομμύρια ίνες με το κορμί το δικό του. Όταν τεντώνονταν το κλαρί, έκανε κι αυτός το ίδιο.
Ο δόκτωρ Χολμς μπορεί να έλεγε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εκείνη θα προτιμούσε να ήταν νεκρός! Δεν μπορούσε να κάθεται δίπλα του, όταν αυτός κοιτούσε τόσο επίμονα και δεν την έβλεπε κι έκανε τα πάντα να μοιάζουν τρομακτικά. Κι αυτός δεν θα αυτοκτονούσε· κι αυτή δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, ούτε στον Σέπτιμους τώρα, και κοιτάζοντας πίσω, τον είδε να κάθεται μόνος του, φορώντας το φθαρμένο παλτό του, στη σεζ λογκ, καμπουριαστός, να κοιτάζει επίμονα. Κι ήταν δειλία να λέει ένας άντρας πως θα αυτοκτονήσει, αλλά ο Σέπτιμους είχε πολεμήσει· ήταν γενναίος· μόνο που δεν ήταν ο Σέπτιμους πλέον. Έβαλε τον δαντελένιο γιακά της. Έβαλε το καινούργιο της καπέλο, κι αυτός δεν το παρατήρησε· κι ήταν χαρούμενος χωρίς εκείνη. Τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη χωρίς εκείνον! Τίποτε! Ήταν εγωιστής. Έτσι είναι οι άντρες. Γιατί δεν ήταν άρρωστος. Ο δόκτωρ Χολμς είπε πως δεν έχει τίποτε. Τέντωσε το χέρι της μπροστά. Κοίτα! Η βέρα της γλιστρούσε — πόσο είχε αδυνατίσει. Υπέφερε — αλλά δεν είχε κάποιον να το πει.
Μακριά ήταν η Ιταλία, τα λευκά σπίτια κι η κάμαρα όπου καθόταν η αδερφή της κι έφτιαχνε καπέλα, κι οι δρόμοι που γέμιζαν κάθε βράδυ με ανθρώπους που περπατούσαν, γελούσαν δυνατά, όχι με ψόφιους ανθρώπους όπως εδώ, τσουβαλιασμένους σε αναπηρικά καροτσάκια, που κοίταζαν λιγοστά μίζερα λουλούδια σε γλάστρες!
«Δεν πρέπει να κόβουν δέντρα οι άνθρωποι». (Αυτές τις ξαφνικές εκλάμψεις τις σημείωνε ο Σέπτιμους στο πίσω μέρος φακέλων.) Να αλλάξετε τον κόσμο. Κανείς δεν σκοτώνει από μίσος. Να το διαδώσετέ το (σημείωσε). Περίμενε. Αφουγκράστηκε. Ένα σπουργίτι κούρνιασε στο κάγκελο απέναντι και τιτίβισε "Σέπτιμους", "Σέπτιμους", τέσσερεις ή πέντε φορές και συνέχισε, να κελαηδάει με την ίδια ένταση, διαπεραστικά, με λέξεις ελληνικές· πως δεν υπάρχει έγκλημα, και μ᾿ ένα άλλο σπουργίτι μαζί κελαηδούσαν με φωνές παρατεταμένες και διαπεραστικές, με λέξεις ελληνικές, απ᾿ τα δέντρα στο λιβάδι τής ζωής, πέρα απ᾿ το ποτάμι, όπου περπατούν οι νεκροί· πως δεν υπάρχει θάνατος.
«Τι λες;» είπε η Ρέζια ξαφνικά, ενώ καθόταν δίπλα του.
«Μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους — πρέπει να φύγουμε μακριά απ᾿ τούς ανθρώπους», είπε εκείνος. Και πετάχτηκε πάνω. Τώρα να πάνε εκεί, εκεί όπου υπήρχαν καθίσματα κάτω από ένα δέντρο,
Εκεί κάθισαν κάτω από ένα δέντρο.
«Κοίτα» τον ικέτεψε εκείνη, δείχνοντας μια μικρή ομάδα αγόρια που κουβαλούσαν μπαστούνια του κρίκετ.
Να κοιτάξει το αόρατο τον καλούσε η φωνή, που τώρα επικοινωνούσε μαζί του· μ᾿ αυτόν που ήταν ο σπουδαιότερος τής ανθρωπότητας, ο Σέπτιμους, που πρόσφατα είχε περάσει απ᾿ τη ζωή στο θάνατο, που ήταν απλωμένος, σαν κουβέρτα από χιόνι που τη χτυπούσε μόνο ο ήλιος, για πάντα αξόδευτος, να βασανίζεται για πάντα, το εξιλαστήριο θύμα, παντοτινά να πάσχει, αλλά δεν το θέλει αυτό βόγκηξε, διώχνοντας αποπάνω του με μια κίνηση τού χεριού, τον πόνο τον παντοτινό, τη μοναξιά την παντοτινή.
Μιλούσε στον εαυτό του ή σ᾿ εκείνο τον νεκρό άντρα, τον Έβανς, τον οποίο η ίδια είχε δει μια φορά, για μια στιγμή μόνο, στο μαγαζί. Φαινόταν καλός, ήσυχος άνθρωπος — πολύ καλός φίλος τού Σέπτιμους, είχε σκοτωθεί στον Πόλεμο. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σε όλους. Όλοι έχουν φίλους που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο. Όλοι εγκαταλείπουν κάτι, όταν παντρεύονται. Εκείνη είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της. Είχε έρθει να ζήσει εδώ, σ᾿ αυτήν τη φρικτή πόλη. Αλλά ο Σέπτιμους άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται τρομερά πράγματα, όπως μπορούσε να κάνει κι εκείνη, αν προσπαθούσε. Γινόταν όλο και πιο παράξενος. Έλεγε ότι άνθρωποι μιλούσαν πίσω απ᾿ τούς τοίχους τής κρεβατοκάμαρας. Αλλά μπορούσε να είναι χαρούμενος όταν το ήθελε. Πήγαν στο Χάμπτον Κορτ καθισμένοι στο πάνω μέρος τού ανοιχτού λεωφορείου κι ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι. Ξαφνικά είπε: «Τώρα θα αυτοκτονήσουμε», καθώς στέκονταν στην όχθη τού ποταμού, και κοίταξε το νερό με μια έκφραση που εκείνη είχε δει στα μάτια του, μια έκφραση, σαν να τον μάγευε κάτι· ένιωσε πως τής έφευγε και τον έπιασε απ᾿ το μπράτσο. Στη διάρκεια τής επιστροφής ήταν απολύτως ήσυχος — απολύτως λογικός.
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ξάπλωσε στον καναπέ και την έβαλε να τού κρατά το χέρι για να μην πέσει κάτω, να μην πέσει κάτω, ούρλιαξε, στις φλόγες! κι έβλεπε πρόσωπα να τον κοροϊδεύουν, να τού φωνάζουν φρικτές, αηδιαστικές βρισιές απ᾿ τούς τοίχους, χέρια να ξεπροβάλλουν απ᾿ το παραβάν. Αλλά ήταν εντελώς μόνοι. Ωστόσο εκείνος άρχισε να μιλά δυνατά, να απαντά σε ανθρώπους, να μαλώνει, να γελά, να κλαίει, να βρίσκεται σε υπερδιέγερση και να την αναγκάζει να σημειώνει πράγματα. Ακατάληπτα πράγματα. Δεν μπορούσε ν᾿ αντέξει άλλο. Έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα της.
Όταν κάθισε δίπλα του, αυτός τινάχτηκε, την κοίταξε βλοσυρά, απομακρύνθηκε· έδειξε το χέρι της, το έπιασε, το κοίταξε τρομοκρατημένος.
Μήπως επειδή είχε βγάλει τη βέρα της; «Έχει λεπτύνει τόσο το χέρι μου» είπε. «Την έβαλα στο τσαντάκι μου» τού είπε.
Αυτός άφησε το χέρι της να πέσει. Ο γάμος τους είχε φτάσει στο τέλος του, σκέφτηκε, με οδύνη, με ανακούφιση. Το σκοινί έσπασε — εκείνος πέταξε ψηλά· ήταν ελεύθερος, το έλεγε το διάταγμα ότι αυτός, ο Σέπτιμους, ο άρχοντας τού κόσμου, πρέπει να είναι ελεύθερος· μόνος (εφόσον η γυναίκα του είχε πετάξει τη βέρα της· εφόσον τον είχε εγκαταλείψει), αυτός, ο Σέπτιμους, ήταν μόνος, τον καλούσε το πλήθος των ανθρώπων να βγει μπροστά ν᾿ ακούσει την αλήθεια, να μάθει το νόημα, που τώρα επιτέλους, ύστερα από όλο το μόχθο τού πολιτισμού —τούς Έλληνες, τούς Ρωμαίους, τον Σαίξπηρ, τον Δαρβίνο και τώρα τον ίδιο— θα γινόταν ολόκληρο γνωστό σε... «Σε ποιον;» ρώτησε δυνατά.
«Στον Πρωθυπουργό» απάντησαν οι φωνές, το σούσουρο πάνω απ᾿ το κεφάλι του.
«Είναι ώρα» είπε η Ρέζια.
Η λέξη «ώρα» έσπασε το κέλυφός της· έριξε καταρράκτη τα πλούτη της πάνω του· κι απ᾿ τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο, χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στον Χρόνο· μια αθάνατη ωδή στον Χρόνο. Ο Σέπτιμους άρχισε να τραγουδά. Ο Έβανς απάντησε πίσω απ᾿ το δέντρο. Οι νεκροί ήταν στη Θεσσαλία, τραγουδούσε ο Έβανς, ανάμεσα στις ορχιδέες. Εκεί περίμεναν μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος, και τώρα οι νεκροί, τώρα ο ίδιος ο Έβανς--
«Για όνομα τού θεού μην έρχεσαι!» ούρλιαξε ο Σέπτιμους. Γιατί δεν μπορούσε να κοιτάζει τους νεκρούς.
Τα κλαριά άνοιξαν. Ένας άντρας ντυμένος στα γκρίζα ερχόταν πράγματι προς το μέρος του. Ήταν ο Έβανς! Αλλά δεν είχε λάσπη πάνω του· δεν είχε τραύματα· δεν ήταν αλλαγμένος. Πρέπει να το πω σ᾿ όλο τον κόσμο, φώναξε ο Σέπτιμους, σηκώνοντας το χέρι του, σαν μια φιγούρα τεράστια που θρηνεί χρόνια τη μοίρα τού ανθρώπου, φιγούρα ολομόναχη μέσα στην έρημο, με τα χέρια της να πιέζουν το μέτωπό της, τις χαρακιές τής απόγνωσης στα μάγουλα, και τώρα βλέπει φως στην άκρη τής ερήμου, που μεγαλώνει και πέφτει πάνω σ᾿ αυτήν τη φιγούρα την κατάμαυρη (ο Σέπτιμους μισοσηκώθηκε απ᾿ την καρέκλα του), και ενώ λεγεώνες αντρών είναι πεσμένοι πίσω της, αυτή η τεράστια φιγούρα που θρηνεί, δέχεται για μια στιγμή στο πρόσωπό της όλο το--
«Μα είμαι τόσο δυστυχισμένη, Σέπτιμους» έλεγε η Ρέζια προσπαθώντας να τον κάνει να καθίσει.
Τα εκατομμύρια θρηνούσαν· αιώνες θλίβονταν, θα γυρνούσε προς το μέρος τους, θα τούς μιλούσε για λίγα λεπτά, μόνο για λίγα ακόμα λεπτά, για την ανακούφισή του, τη χαρά του, αυτή την εκπληκτική αποκάλυψη--
Κλαρίσα Νταλογουέι και Σάλι Σίτον
Αυτό το θέμα του έρωτα σκέφτηκε η Κλαρίσα, (κρεμώντας το παλτό της), τού να ερωτεύεσαι γυναίκες. Για παράδειγμα, τη Σάλι Σίτον· τη σχέση της στο παρελθόν με τη Σάλι Σίτον. Δεν ήταν έρωτας αυτό, τελικά;
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε·
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα των συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, από ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα.
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ του παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική. Οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού· ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία για τους άλλους ανθρώπους. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί. Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της, που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να γοητεύεται άθελα του, όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει όταν ξαφνικά ο γερο -Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους: «Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ. Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο, στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο! Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητα τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Καθόταν στο πάτωμα — αυτή ήταν η πρώτη της εικόνα απ᾿ τη Σάλι —, καθόταν στο πάτωμα με τα χέρια διπλωμένα γύρω απ᾿ τα γόνατά της, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ᾿ τη Σάλι. Είχε το είδος τής σπάνιας ομορφιάς που τόσο θαύμαζε: μελαχρινή, με μεγάλα μάτια, ένα γνώρισμα που, εφόσον δεν το είχε η ίδια, πάντα το ζήλευε — μια μορφή παραίτησης, σαν να μπορούσε να πει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε·
Μπορεί η Σάλι να ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μείνει στο Μπόρτον, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά χωρίς δεκάρα στην τσέπη ένα βράδυ μετά το δείπνο, κι αναστάτωσε τόσο πολύ τη θεία Χέλενα που εκείνη δεν τής το συγχώρεσε ποτέ. Κάποιος φοβερός καβγάς είχε γίνει στο σπίτι της. Κυριολεκτικά δεν είχε δεκάρα εκείνη τη νύχτα που ήρθε στο σπίτι τους, — είχε βάλει ενέχυρο μια καρφίτσα για να μπορέσει να ταξιδέψει. Είχε φύγει απ᾿ το σπίτι της, σε μια στιγμή παραφοράς. Είχαν μείνει ξύπνιες όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Η Σάλι την είχε κάνει να νιώσει, για πρώτη φορά, πόσο προστατευμένη ήταν η ζωή της στο Μπόρτον. Δεν ήξερε τίποτε για το σεξ — τίποτε για τα κοινωνικά προβλήματα. Μια φορά είχε δει ένα γέρο να πεθαίνει σ᾿ ένα χωράφι — είχε δει αγελάδες αμέσως μόλις είχαν γεννήσει τα μοσχαράκια τους. Κάθονταν εκεί, ώρες ατελείωτες, και κουβέντιαζαν στην κρεβατοκάμαρά της στο πάνω πάτωμα τού σπιτιού, μιλούσαν για τη ζωή, για το πώς θα άλλαζαν τον κόσμο. Σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα σύλλογο με σκοπό την κατάργηση τής ιδιοκτησίας, είχαν γράψει κι ένα γράμμα, αλλά δεν το ταχυδρόμησαν ποτέ. Οι ιδέες ήταν τής Σάλι, φυσικά —αλλά πολύ σύντομα είχε ενθουσιαστεί κι η ίδια—, διάβαζε Πλάτωνα στο κρεβάτι πριν από το πρωινό· διάβαζε Μόρις· διάβαζε Σέλεϊ με τις ώρες.
Ήταν εκπληκτική η επίδραση τής Σάλι, το χάρισμά της, η προσωπικότητά της. Η Σάλι έβγαινε, μάζευε αγριομολόχες, ντάλιες —όλα τα είδη των λουλουδιών που δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ — έκοβε τις κορφές τους και τις άφηνε να επιπλέουν στο νερό σε γυάλες. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό — όταν έμπαινες στο δωμάτιο για το δείπνο, το ηλιοβασίλεμα. (Φυσικά η θεία Χέλενα πίστευε ότι ήταν φρικτό να μεταχειρίζεσαι έτσι τα λουλούδια.) Έπειτα ξεχνούσε το σφουγγάρι της κι έτρεχε στο διάδρομο γυμνή. Η Έλεν Άτκινς, εκείνη η βλοσυρή γρια-καμαριέρα, γκρίνιαζε — «Κι αν τύχει και περνάει κάποιος απ᾿ τούς κυρίους». Πράγματι, τούς σόκαρε τούς ανθρώπους. Είναι ακατάστατη, έλεγε ο μπαμπάς.
Το παράξενο, τώρα που γυρνούσε στο παρελθόν, ήταν η αγνότητα, η ηθικότητα των συναισθημάτων της, για τη Σάλι. Δεν έμοιαζαν με τα συναισθήματα για έναν άντρα. Δεν είχαν ίχνος υστεροβουλίας αλλά μια ποιότητα που μπορούσε να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε γυναίκες ανάμεσα σε κοπέλες που έχουν μόλις μεγαλώσει. Από τη δική της πλευρά υπήρχε προστατευτικότητα· τα συναισθήματά της προέρχονταν από μια αίσθηση σύμπραξης, από ένα προαίσθημα ότι μοιραία κάτι θα τις χώριζε (πάντα μιλούσαν για το γάμο σαν να ήταν καταστροφή), που είχε ως αποτέλεσμα αυτή την αβρότητα, αυτή την προστατευτικότητα που προερχόταν περισσότερο απ᾿ την ίδια, παρά απ᾿ τη Σάλι. Επειδή εκείνη την περίοδο η Σάλι ήταν εντελώς απερίσκεπτη· έκανε τα πιο ηλίθια πράγματα για επίδειξη· έκανε ποδήλατο στο στηθαίο τής βεράντας· κάπνιζε πούρα.
Όχι, οι λέξεις δεν σήμαιναν τίποτε απολύτως γι᾿ αυτήν τώρα. Δεν μπορούσε καν να νιώσει την ηχώ του παλιού συναισθήματος. Αλλά θυμόταν που τη διέτρεχε σύγκρυο και χτένιζε τα μαλλιά της εκστατική. Οι κουρούνες πετούσαν πάνω κάτω, στο ρόδινο φως τού δειλινού· ντυνόταν, πήγαινε κάτω και διασχίζοντας το διάδρομο ένιωθε πως «Αν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία». Έτσι ένιωθε, κι όλα αυτά επειδή πήγαινε στο δείπνο φορώντας το λευκό της φόρεμα, για να συναντήσει τη Σάλι Σίτον.
Φορούσε ροζ φόρεμα από οργαντίνα — ήταν δυνατόν; Όπως και να ᾿χει, έμοιαζε να λαμποκοπά, να φεγγοβολά, σαν πουλί ή μπαλόνι που μπήκε πετώντας στο σπίτι και πιάστηκε για μια στιγμή σε μια βατομουριά. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσο παράξενο όταν είσαι ερωτευμένος (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό εκτός από έρωτας;), όσο η απόλυτη αδιαφορία για τους άλλους ανθρώπους. Η θεία Χέλενα απομακρύνθηκε μετά το δείπνο· ο μπαμπάς διάβαζε εφημερίδα. Ο Πίτερ Γουόλς μπορεί να ήταν εκεί. Όλα αυτά ήταν απλώς φόντο για τη Σάλι. Στεκόταν δίπλα στο τζάκι και μιλούσε, με αυτή την ωραία φωνή της, που έκανε ό,τι έλεγε να μοιάζει με χάδι στον μπαμπά, ο οποίος είχε αρχίσει να γοητεύεται άθελα του, όταν ξαφνικά είπε «Τι κρίμα να καθόμαστε μέσα!», κι όλοι βγήκαν στη βεράντα και περπατούσαν πάνω κάτω. Ο Πίτερ Γουόλς και ο Τζόζεφ Μπράιτκοπφ μιλούσαν για τον Βάγκνερ. Η ίδια κι η Σάλι έμειναν λίγο πίσω. Μετά ήρθε η πιο εξαίσια στιγμή τής ζωής της ολόκληρης, καθώς πέρασαν δίπλα από μια πέτρινη γούρνα με λουλούδια. Η Σάλι σταμάτησε· πήρε ένα λουλούδι· τη φίλησε στο στόμα. Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να τής είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και να τής είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει όταν ξαφνικά ο γερο -Τζόζεφ κι ο Πίτερ στάθηκαν μπροστά τους: «Κοιτάτε τ᾿ άστρα;» είπε ο Πίτερ. Σαν να είχες χτυπήσει το πρόσωπό σου σε τοίχο γρανιτένιο, στο σκοτάδι! Ήταν σκανδαλώδες· απαίσιο! Όχι για την ίδια. Ένιωσε μόνο πόσο βάναυσα, πόσο φρικτά φέρονταν ήδη στη Σάλι· ένιωσε την εχθρότητά του· τη ζηλοφθονία του· την αποφασιστικότητά του να εισχωρήσει στη συντροφικότητα τους. Όλα αυτά τα είδε όπως βλέπεις ένα τοπίο στο φως τής αστραπής — κι η Σάλι (ποτέ δεν την είχε θαυμάσει τόσο πολύ!) προχώρησε ιπποτικά, αήττητη. Γέλασε.
«Τι φρίκη!» είπε στον εαυτό της, σαν να το ήξερε απ᾿ την αρχή πως κάτι θα διέκοπτε, κάτι θα στάλαζε πίκρα στη στιγμή τής ευτυχίας της.
Αλλά πόσα θα χρωστούσε στον Πίτερ Γουόλς αργότερα. Πάντοτε όταν τον σκεφτόταν, για κάποιο λόγο αναλογιζόταν τούς καβγάδες τους — επειδή ήθελε τόσο πολύ να έχει καλή γνώμη γι᾿ αυτήν, ίσως. Τού χρωστούσε λέξεις: «συναισθηματικός», «πολιτισμένος»· ξεκινούσαν κάθε μέρα τής ζωής της, σαν να ήταν ο φύλακάς της. Ένα βιβλίο ήταν συναισθηματικό· μια στάση απέναντι στη ζωή ήταν συναισθηματική. «Συναισθηματική», ίσως να ήταν εκείνη που αναλογιζόταν το παρελθόν. Τι θα σκεφτόταν εκείνος, αναρωτήθηκε, όταν θα επέστρεφε;
Ότι είχε γεράσει η Κλαρίσα; θα το έλεγε ή θα τον έβλεπε να σκέφτεται, όταν επέστρεφε, ότι εκείνη είχε γεράσει; Αλήθεια ήταν. Μετά την αρρώστια της είχε σχεδόν ασπρίσει.
Κλαρίσα και Πίτερ Γουόλς
Άκουσε ένα χέρι στην πόρτα. Έκανε να κρύψει το φόρεμά της, σαν παρθένα που προστατεύει την αγνότητά της, σέβεται τον προσωπικό της χώρο. Το μπρούντζινο πόμολο έστριψε. Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε — για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως τον έλεγαν! τόσο έκπληκτη ήταν που τον έβλεπε, τόσο χαρούμενη, τόσο ντροπαλή, τόσο ξαφνιασμένη που δεχόταν την απρόσμενη επίσκεψη τού Πίτερ Γουόλς, το πρωί!
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα της Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τους φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που από το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή της Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη, οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μάς, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό των Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό των Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες των νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε κοντά στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Παραδόξως, η Κλαρίσα ανήκε στους πιο αναλυτικούς σκεπτικιστές που είχε συναντήσει ποτέ του (Ο Γουόλς), και πιθανόν (αυτή ήταν μια θεωρία που είχε διαμορφώσει για την ερμηνεία τού χαρακτήρα της, που ήταν τόσο διάφανος από ορισμένες απόψεις, τόσο ανεξιχνίαστος από άλλες)· πιθανόν είπε στον εαυτό της: Εφόσον είμαστε μια ράτσα καταδικασμένη, αλυσοδεμένη σ᾿ ένα πλοίο που βουλιάζει, εφόσον η κατάσταση είναι ένα κακόγουστο αστείο, ας παίξουμε τουλάχιστον το ρόλο μας· ας απαλύνουμε τα βάσανα των άλλων φυλακισμένων · ας στολίσουμε το μπουντρούμι με λουλούδια και μαξιλαράκια για το ταξίδι· ας είμαστε όσο πιο ευπρεπείς μπορούμε. Εκείνα τα καθάρματα, οι θεοί, δεν θα τα κάνουν όλα κατά το κέφι τους — η άποψή της ήταν ότι οι θεοί, που δεν έχαναν ευκαιρία να πληγώνουν, να αναστατώνουν, να καταστρέφουν τούς ανθρώπους, ενοχλούνταν βαθύτατα αν, παρ᾿ όλα αυτά, εσύ φερόσουν σαν αληθινή κυρία. Εκείνη η περίοδος τής ζωής της ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο της Σίλβια — εκείνο το φρικτό γεγονός. Το να δεις την ίδια σου την αδερφή νεκρή κάτω από ένα πεσμένο δέντρο (το λάθος ήταν του Τζάστιν Πάρι — η απροσεξία του έφταιγε) με τα ίδια σου τα μάτια, και μάλιστα ένα κορίτσι στο κατώφλι τής ζωής, την πιο ταλαντούχα απ᾿ τις δυο τους, έλεγε πάντα η Κλαρίσα, αρκούσε για να σε πικράνει για όλη σου τη ζωή. Ίσως αργότερα δεν ήταν τόσο κατηγορηματική· πίστευε πως δεν υπάρχουν θεοί· δεν μπορούσες να ρίξεις σε κανέναν το βάρος τής ευθύνης· κι έτσι διαμόρφωσε την αθεϊστική θρησκεία της που βασιζόταν στην ιδέα να κάνεις το καλό για το καλό.
«Πως είσαι, λοιπόν;» είπε ο Πίτερ Γουόλς τρέμοντας φανερά· πήρε στα χέρια του τα χέρια της· τα φίλησε. Έχει γεράσει, σκέφτηκε, ενώ καθόταν. Δεν θα τής πω τίποτε γι᾿ αυτό, σκέφτηκε, γιατί έχει πράγματι γεράσει. Με κοιτάζει, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια ξαφνική αμηχανία να τον κυριεύει, παρόλο που είχε φιλήσει τα χέρια της. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε έναν μεγάλο σουγιά και μισάνοιξε τη λεπίδα.
Εντελώς ίδιος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· το ίδιο περίεργο βλέμμα· το ίδιο καρό κοστούμι· λίγο πιο στραβό το πρόσωπό του, λίγο πιο λεπτό, λίγο πιο στεγνό ίσως, αλλά δείχνει τόσο καλά, δεν άλλαξε καθόλου.
«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» αναφώνησε εκείνη.
Μόλις χτες έφτασε, είπε· πρέπει να φύγει αμέσως για την επαρχία· πως πάνε τα πράγματα, τι κάνουν όλοι — ο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ;
«Αυτό τι είναι;» είπε, γυρίζοντας το σουγιά του προς το πράσινο φόρεμα.
Είναι τόσο καλοντυμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα· αλλά εμένα πάντα με κριτικάρει.
Να τη, φτιάχνει το φόρεμά της· φτιάχνει το φόρεμά της όπως πάντα, σκέφτηκε εκείνος· εδώ καθόταν όλο αυτό το διάστημα που λείπω στην Ινδία· φτιάχνει το φόρεμά της· χαζολογάει· πηγαίνει σε δεξιώσεις· πάει μέχρι τη Βουλή και γυρίζει κι όλα τα σχετικά σκέφτηκε, νιώθοντας όλο και περισσότερο ενοχλημένος, όλο και περισσότερο αναστατωμένος, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε τόσο κακό για κάποιες γυναίκες όσο ο γάμος, σκέφτηκε· και η πολιτική· και το να έχεις παντρευτεί ένα μέλος τού Συντηρητικού Κόμματος, σαν τον αξιοθαύμαστο Ρίτσαρντ. Έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα, σκέφτηκε, κλείνοντας το σουγιά του, με μιαν απότομη κίνηση.
«Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλά. Ο Ρίτσαρντ είναι σε μια επιτροπή» είπε η Κλαρίσα.
Κι άνοιξε το ψαλίδι της και τού είπε· θα τον πείραζε να συνεχίσει αυτό που έκανε στο φόρεμά της, επειδή έχουν δεξίωση το βράδυ;
«Στην οποία δεν περιμένεις να σε προσκαλέσω» είπε. «Αγαπημένε μου Πίτερ!» είπε.
Ήταν υπέροχο να την ακούς να το λέει αυτό — αγαπημένε μου Πίτερ! Πραγματικά, ήταν όλα τόσο υπέροχα — τα ασημικά, οι καρέκλες· όλα τόσο υπέροχα!
Και γιατί δεν θα τον προσκαλέσει στη δεξίωσή της; ρώτησε.
Πόσο γοητευτικός είναι, σκέφτηκε η Κλαρίσα, πόσο γοητευτικός! απόλυτα γοητευτικός! Τώρα θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση, και γιατί την πήρα την απόφαση —να μην τον παντρευτώ— αναρωτήθηκε, εκείνο το απαίσιο καλοκαίρι;
«Μα είναι τόσο εντυπωσιακό που ήρθες σήμερα το πρωί!» φώναξε, ακουμπώντας το ένα χέρι της πάνω στο άλλο, πάνω στο φόρεμά της.
«Θυμάσαι» είπε εκείνη «πώς ανέμιζαν οι κουρτίνες στο Μπόρτον;».
«Πράγματι» είπε εκείνος· και θυμήθηκε που έτρωγε πρωινό μόνος του, τι αμηχανία, με τον πατέρα της· ο οποίος είχε πεθάνει· κι αυτός δεν είχε γράψει στην Κλαρίσα. Αλλά δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον γερο-Πάρι, εκείνο τον γκρινιάρη, λιγόψυχο γέρο, τον πατέρα της Κλαρίσα, τον Τζάστιν Πάρι.
«Μακάρι να τα πήγαινα καλύτερα με τον πατέρα σου» είπε.
«Αφού αυτός ποτέ δεν συμπαθούσε όποιον, από τους φίλους μας….» είπε η Κλαρίσα· καλύτερα να δάγκωνε τη γλώσσα της, παρά που τού θύμισε ότι ήθελε να την παντρευτεί.
Και βέβαια ήθελα, σκέφτηκε ο Πίτερ· ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε· και τον κατέκλυσε η θλίψη του, που αναδύθηκε σαν τη σελήνη που βλέπεις απ᾿ τη βεράντα, τόσο ωχρή και όμορφη με το λιγοστό φως απ᾿ τη βασιλεμένη μέρα. Ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένος απ᾿ ό,τι υπήρξα έκτοτε, σκέφτηκε. Και σαν να κάθονταν πραγματικά εκεί στη βεράντα, έσκυψε λίγο προς το μέρος της· άπλωσε το χέρι του· το σήκωσε· το άφησε να πέσει. Εκεί αποπάνω τους κρεμόταν η σελήνη. Κι εκείνη έμοιαζε να κάθεται μαζί του στη βεράντα, στο φεγγαρόφωτο.
Γιατί τον γύρισε ξανά στο παρελθόν; σκέφτηκε. Γιατί τον έκανε να τα σκεφτεί ξανά; Γιατί τον έκανε να υποφέρει, αφού τον είχε βασανίσει τόσο κολασμένα; Γιατί;
«Θυμάσαι τη λίμνη;» είπε εκείνη, με απότομη φωνή, κάτω απ᾿ την πίεση ενός συναισθήματος που κυρίευσε την καρδιά της, καθώς έλεγε «λίμνη». Γιατί ήταν παιδί που έριχνε ψωμί στις πάπιες, και ταυτόχρονα γυναίκα μεγάλη, που ερχόταν στους γονείς της. Αυτοί στέκονταν δίπλα στη λίμνη, κι αυτή κρατώντας στα χέρια της τη ζωή της που, καθώς τούς πλησίαζε, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα στην αγκαλιά της, ώσπου έγινε μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή πλήρης, την οποία απόθεσε δίπλα τους κι είπε: «Ορίστε πως την έκανα τη ζωή μου! Ορίστε!». Και πώς την είχε κάνει; Πράγματι, πώς; να κάθεται εκεί και να ράβει σήμερα το πρωί μαζί με τον Πίτερ.
Κοίταξε τον Πίτερ Γουόλς· η ματιά της, περνώντας μέσα απ᾿ όλα αυτά τα χρόνια κι αυτά τα συναισθήματα, τον πλησίασε αβέβαιη· στάθηκε πάνω του δακρυσμένη· μετά σηκώθηκε και πέταξε μακριά, σαν πουλί που από το κλαρί, σηκώνεται και πετάει μακριά. Με μια απλή κίνηση σκούπισε τα μάτια της.
«Ναι» είπε ο Πίτερ. «Ναι, ναι, ναι» είπε, σαν να είχε ανασύρει η Κλαρίσα στην επιφάνεια κάτι που δίχως άλλο τον πονούσε, καθώς ανέβαινε. Σταμάτα! Σταμάτα! ήθελε να φωνάξει. Γιατί δεν ήταν γέρος· η ζωή του δεν είχε τελειώσει· με κανέναν τρόπο. Μόλις είχε περάσει τα πενήντα. Να τής μιλήσω, σκέφτηκε, ή όχι; θα ήθελε να τής τα εξομολογηθεί όλα. Αλλά είναι τόσο ψυχρή, σκέφτηκε· ράβει, έχει το ψαλίδι της. Και θα με θεωρούσε αποτυχημένο, πράγμα που είμαι με τη δική τους λογική, σκέφτηκε· με τη λογική τών Νταλογουέι. Ω, ναι, δεν αμφέβαλλε γι᾿ αυτό· ήταν αποτυχημένος, σε σύγκριση μ᾿ όλα αυτά —το σκαλιστό τραπέζι, το χαρτοκόπτη στη βάση του, το δελφίνι και τα κηροπήγια, τα καλύμματα στις καρέκλες και τις παλιές πολύτιμες εγγλέζικες γκραβούρες— ήταν αποτυχημένος! Το σιχαίνομαι αυτό το τουπέ, σκέφτηκε· καμώματα τού Ρίτσαρντ, όχι τής Κλαρίσα· με εξαίρεση το γεγονός ότι τον παντρεύτηκε. Κι έτσι είναι πάντα! Σκέφτηκε· τη μια εβδομάδα μετά την άλλη η ζωή της Κλαρίσα· ενώ εγώ — σκέφτηκε· κι αμέσως όλα φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα του: τα ταξίδια· οι καβγάδες· οι περιπέτειες· οι ερωτικές σχέσεις· η δουλειά· δουλειά, δουλειά! κι έβγαλε το σουγιά απροκάλυπτα —τον παλιό σουγιά του με τη λαβή από κέρατο που η Κλαρίσα μπορούσε να ορκιστεί ότι τον είχε τριάντα χρόνια— και τον έσφιξε στη γροθιά του.
Τι παράξενη συνήθεια, σκέφτηκε η Κλαρίσα· να παίζει πάντα μ᾿ ένα μαχαίρι. Πάντα σε έκανε να νιώθεις επιπόλαιος κι εσύ· κενός στο μυαλό· ένα σαχλό άτομο που φλυαρεί, όπως έκανε εκείνος. Αλλά κι εγώ, σκέφτηκε εκείνη, πιάνοντας πάλι τη βελόνα και ξαναρχίζοντας τη δουλειά της, κάλεσε, σαν βασίλισσα τής οποίας η φρουρά αποκοιμήθηκε και την άφησε απροστάτευτη, οποιονδήποτε μπορούσε να μπει μέσα και να τη δει, κάλεσε σε βοήθεια όλα τα πράγματα που έκανε· τα πράγματα που τής άρεσαν· τον άντρα της· την Ελίζαμπεθ· τον εαυτό της με δυο λόγια, τον οποίο ο Πίτερ δεν γνώριζε και πολύ καλά τώρα, όλα τα κάλεσε να συγκεντρωθούν για να νικήσει τον εχθρό.
«Λοιπόν, εσύ τι έκανες;» είπε εκείνη. Ο Πίτερ Γουόλς με την Κλαρίσα προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μπλε καναπέ. Οι δυνάμεις του τινάζονταν μέσα του και τον έκαιγαν. Συγκέντρωσε από παντού όλων των ειδών τα πράγματα· επαίνους· τη σταδιοδρομία του στην Οξφόρδη· το γάμο του, για τον οποίο εκείνη δεν ήξερε τίποτε απολύτως· πως είχε αγαπήσει· και γενικά είχε κάνει τη δουλειά του.
«Εκατομμύρια πράγματα!» αναφώνησε, και νιώθοντας τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του να τον ωθούν σε επέλαση, πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, κάνοντάς τον να αισθάνεται τρομακτικός αλλά και εξαιρετικά χαρούμενος, σήκωσε τα χέρια του στο μέτωπό του.
Η Κλαρίσα καθόταν με το κορμί στητό· πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Είμαι ερωτευμένος» είπε, όχι σ᾿ αυτήν ωστόσο, αλλά σε κάποια μορφή που στεκόταν ψηλά, κι έτσι δεν μπορούσες να την αγγίξεις, αλλά ήσουν υποχρεωμένος να αποθέσεις το στεφάνι σου στο χορτάρι, στο σκοτάδι.
«Ερωτευμένος» επανέλαβε, μιλώντας μάλλον στεγνά τώρα στην Κλαρίσα Νταλογουέι· «ερωτευμένος μ᾿ ένα κορίτσι στην Ινδία». Το είχε καταθέσει το στεφάνι του. Η Κλαρίσα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
«Ερωτευμένος!» είπε εκείνη. Μα στην ηλικία του, κι είναι έξι μήνες μεγαλύτερος από μένα! τής είπαν τα μάτια της. Αλλά βαθιά στην καρδιά της το αισθάνθηκε, ότι είναι ερωτευμένος. Αυτό έχει, το ένιωσε· είναι ερωτευμένος.
Ο αδάμαστος εγωισμός που πάντα κατατροπώνει τα στίφη που τον αντιπαλεύουν, το ποτάμι που λέει συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε· παρόλο που παραδέχεται πως μπορεί να μην υπάρχει κανένας σκοπός για μάς, ακόμα και τότε λέει συνέχισε, συνέχισε· Αυτός ο αδάμαστος εγωισμός όρμησε στα μάγουλά της, χρωματίζοντάς τα· την έκανε να φαίνεται πολύ νέα· με όψη πολύ ροδαλή· με μάτια γεμάτα λάμψη, όπως καθόταν με το φόρεμά της πάνω στο γόνατό της και τη βελόνα της να τρεμοπαίζει πιασμένη στην άκρη τής μεταξωτής κλωστής. Ήταν ερωτευμένος! Όχι μαζί της. Με κάποια νεότερη γυναίκα, φυσικά.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
Τώρα αυτό το άγαλμα πρέπει να κατεβεί απ᾿ το βάθρο του και να τοποθετηθεί ανάμεσά τους.
«Μια γυναίκα παντρεμένη, δυστυχώς» είπε εκείνος· «σύζυγος ενός ταγματάρχη στο Στρατό των Ινδιών».
Και με μια περίεργη γλυκύτητα ανάμεικτη με ειρωνεία χαμογέλασε, καθώς την έβαζε μ᾿ αυτό τον γελοίο τρόπο μπροστά στην Κλαρίσα.
(Παρ᾿ όλα αυτά, είναι ερωτευμένος, σκέφτηκε η Κλαρίσα.)
«Έχει» συνέχισε εκείνος, πολύ ήπια, «δυο μικρά παιδιά· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι· ήρθα να δω τούς δικηγόρους μου για το διαζύγιο».
Να τοι! σκέφτηκε εκείνος. Κάν᾿ τους ό,τι θες. Κλαρίσα! Ορίστε, να τοι! Κι ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν, τού φαινόταν ότι η σύζυγος τού ταγματάρχη του Στρατού τών Ινδιών, και τα δυο παιδάκια της, η δική του η Ντέιζι, γίνονταν πρόσωπα όλο και πιο αξιαγάπητα κάτω απ᾿ το βλέμμα τής Κλαρίσα· σαν να είχε ρίξει ο Πίτερ φως σ᾿ έναν πίνακα και να είχε αναδυθεί ένα όμορφο δέντρο, στον αλμυρό αέρα τής οικειότητάς τους (γιατί σε κάποια πράγματα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν τον ένιωθε, όπως η Κλαρίσα), τής θαυμαστής οικειότητάς τους.
Τον κολάκεψε· τον κορόιδεψε, σκέφτηκε η Κλαρίσα· σχημάτισε την εικόνα τής γυναίκας, τής συζύγου τού ταγματάρχη στο Στρατό των Ινδιών, με τρεις χαρακιές ενός μαχαιριού. Τι χαράμισμα! Τι τρέλα! Όλη του τη ζωή πάντα βαυκαλιζόταν ο Πίτερ· πρώτα η αποβολή του απ᾿ την Οξφόρδη· μετά ο γάμος του με την κοπέλα που γνώρισε στο πλοίο για την Ινδία· τώρα η γυναίκα ενός ταγματάρχη τού Στρατού τών Ινδιών —, ευτυχώς που είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί! Παρ᾿ όλα αυτά, ήταν ερωτευμένος· ο παλιός της φίλος, ο αγαπημένος της ο Πίτερ, ήταν ερωτευμένος.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. Ω, αυτό θα το αναλάβουν οι διακεκριμένοι δικηγόροι τού γραφείου Χούπερ και Γκρέιτλι, είπε. Και μάλιστα έκοψε τις άκρες των νυχιών του, με το σουγιά του!
Για όνομα τού θεού, άσ᾿ τον το σουγιά! φώναξε μέσα της, με ασυγκράτητο εκνευρισμό· αυτή η ανόητη αντισυμβατικότητά του, η αδυναμία του· η ανικανότητά του να αντιληφθεί, τι ένιωθαν οι άλλοι, την ενοχλούσε, την ενοχλούσε πάντα· και τώρα στην ηλικία του, τι ανόητο!
Τα ξέρω όλα αυτά, σκέφτηκε ο Πίτερ· ξέρω τι με περιμένει, σκέφτηκε, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ᾿ τη λεπίδα τού σουγιά του, η Κλαρίσα κι ο Νταλογουέι κι όλοι οι υπόλοιποι· αλλά θα δείξω στην Κλαρίσα — κι έπειτα προς μεγάλη του έκπληξη, νικημένος από εκείνες τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που έσκιζαν τον αέρα, αναλύθηκε σε δάκρυα· σε κλάμα· έκλαιγε χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθισμένος στον καναπέ, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
Κι η Κλαρίσα έγειρε μπροστά, έπιασε το χέρι του, τον τράβηξε κοντά της, τον φίλησε — ένιωσε το πρόσωπό του ν᾿ αγγίζει το δικό της κι ύστερα τη βρήκε να τού κρατά το χέρι, να τού χτυπά καθησυχαστικά το γόνατο και να νιώθει, έτσι όπως είχε γείρει πίσω, εξαιρετική άνεση μαζί του, ξεγνοιασιά, όταν ξαφνικά κυριάρχησε η σκέψη: Αν τον είχα παντρευτεί, αυτή η ευθυμία θα ήταν όλη μέρα δική μου!
Ο Πίτερ Γουόλς σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ᾿ αυτήν, ανεμίζοντας το φουλάρι του. Έδειχνε κύριος τού εαυτού του, ξερός, έρημος, οι λεπτές ωμοπλάτες του διαγράφονταν κάτω απ᾿ το πανωφόρι του· φυσούσε τη μύτη του δυνατά. Πάρε με μαζί σου, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλαρίσα, λες κι εκείνος έφευγε αμέσως για κάποιο μεγάλο ταξίδι· κι έπειτα, την επόμενη στιγμή, ένιωσε πως είχαν πια τελειώσει οι πέντε πράξεις ενός έργου πολύ συναρπαστικού και συγκινητικού, κι εκείνη είχε ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα τους κι είχε δραπετεύσει, είχε ζήσει με τον Πίτερ, και τώρα είχαν όλα τελειώσει.
Ήταν πια ώρα να κάνει κάποια κίνηση και, σαν γυναίκα που μαζεύει τα πράγματά της, κάπα, γάντια, κιάλια, και σηκώνεται για να βγει απ᾿ το θέατρο έξω στο δρόμο, σηκώθηκε απ᾿ τον καναπέ και πήγε κοντά στον Πίτερ.
Κι ήταν τρομερά παράξενο, σκέφτηκε εκείνος, πως εκείνη είχε ακόμη τη δύναμη, όπως τον πλησίαζε, τα κοσμήματά της κουδούνιζαν, τα ρούχα της θρόιζαν, πως είχε ακόμη τη δύναμη, ενώ διέσχιζε το δωμάτιο, να κάνει τη σελήνη —που αυτός σιχαινόταν — ν᾿ ανεβαίνει στον καλοκαιρινό ουρανό του Μπόρτον πάνω απ᾿ τη βεράντα.
«Πες μου» τής είπε, πιάνοντάς την απ᾿ τους ώμους. «Είσαι χαρούμενη, Κλαρίσα; Ο Ρίτσαρντ—»
Άνοιξε η πόρτα.
«Να η κορούλα μου, η Ελίζαμπεθ» είπε η Κλαρίσα συναισθηματικά, θεατρινίστικα ίσως.
«Χαίρω πολύ» είπε η Ελίζαμπεθ πηγαίνοντας προς το μέρος του.
Ο ήχος απ᾿ το Μπιγκ Μπεν, που χτύπησε τη μισή ώρα, έπεσε ανάμεσά τους με εξαιρετικό σφρίγος, σαν νεαρός δυνατός, αδιάφορος, ανέμελος, που κουνάει τα βαράκια του πέρα δώθε.
«Γεια σου, Ελίζαμπεθ!» φώναξε ο Πίτερ, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του, και πηγαίνοντας γοργά προς το μέρος της είπε «Αντίο, Κλαρίσα», και χωρίς να την κοιτάξει, βγήκε απ᾿ το δωμάτιο γρήγορα, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα τού διαδρόμου.
«Πίτερ, Πίτερ» φώναξε η Κλαρίσα, τρέχοντας πίσω του μέχρι το κεφαλόσκαλο. «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» φώναξε, αναγκασμένη να υψώσει τη φωνή της για ν᾿ ακουστεί μέσα στη βουή τού δρόμου, με την κυκλοφορία και τον ήχο όλων τών ρολογιών που χτυπούσαν να την καλύπτει, τη φωνή της που έλεγε «Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!» να ηχεί αδύναμη, ψιλή και μακρινή καθώς ο Πίτερ Γουόλς έκλεινε την πόρτα.
Παραδόξως, η Κλαρίσα ανήκε στους πιο αναλυτικούς σκεπτικιστές που είχε συναντήσει ποτέ του (Ο Γουόλς), και πιθανόν (αυτή ήταν μια θεωρία που είχε διαμορφώσει για την ερμηνεία τού χαρακτήρα της, που ήταν τόσο διάφανος από ορισμένες απόψεις, τόσο ανεξιχνίαστος από άλλες)· πιθανόν είπε στον εαυτό της: Εφόσον είμαστε μια ράτσα καταδικασμένη, αλυσοδεμένη σ᾿ ένα πλοίο που βουλιάζει, εφόσον η κατάσταση είναι ένα κακόγουστο αστείο, ας παίξουμε τουλάχιστον το ρόλο μας· ας απαλύνουμε τα βάσανα των άλλων φυλακισμένων · ας στολίσουμε το μπουντρούμι με λουλούδια και μαξιλαράκια για το ταξίδι· ας είμαστε όσο πιο ευπρεπείς μπορούμε. Εκείνα τα καθάρματα, οι θεοί, δεν θα τα κάνουν όλα κατά το κέφι τους — η άποψή της ήταν ότι οι θεοί, που δεν έχαναν ευκαιρία να πληγώνουν, να αναστατώνουν, να καταστρέφουν τούς ανθρώπους, ενοχλούνταν βαθύτατα αν, παρ᾿ όλα αυτά, εσύ φερόσουν σαν αληθινή κυρία. Εκείνη η περίοδος τής ζωής της ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο της Σίλβια — εκείνο το φρικτό γεγονός. Το να δεις την ίδια σου την αδερφή νεκρή κάτω από ένα πεσμένο δέντρο (το λάθος ήταν του Τζάστιν Πάρι — η απροσεξία του έφταιγε) με τα ίδια σου τα μάτια, και μάλιστα ένα κορίτσι στο κατώφλι τής ζωής, την πιο ταλαντούχα απ᾿ τις δυο τους, έλεγε πάντα η Κλαρίσα, αρκούσε για να σε πικράνει για όλη σου τη ζωή. Ίσως αργότερα δεν ήταν τόσο κατηγορηματική· πίστευε πως δεν υπάρχουν θεοί· δεν μπορούσες να ρίξεις σε κανέναν το βάρος τής ευθύνης· κι έτσι διαμόρφωσε την αθεϊστική θρησκεία της που βασιζόταν στην ιδέα να κάνεις το καλό για το καλό.
Πίτερ Γουόλς
Ίσως εκ πεποιθήσεως άθεος, εκπλήσσεται με τις στιγμές τής ψυχικής ανάτασης. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από μας, εκτός από την ψυχική μας διάθεση, θεωρεί· μια επιθυμία για γαλήνη, ανακούφιση. Αλλά αν μπορεί να τη συλλάβει ο νους του, τότε κατά κάποιον τρόπο υφίσταται θεωρεί, και προχωρώντας στο μονοπάτι με τα μάτια στον ουρανό, τη προικίζει με γυναικεία φύση.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βαδίζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!».
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή του κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα της φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος του σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Αυτά τα οράματα είναι μια αστείρευτη πηγή ωφέλειας για τον μοναχικό ταξιδιώτη· είτε μουρμουρίζουν στ᾿ αυτί του, σαν τις σειρήνες που κλυδωνίζονται στα πράσινα κύματα της θάλασσας· είτε πετάγονται μπροστά στο πρόσωπό του σαν μπουκέτα τριαντάφυλλα
Αυτά είναι τα οράματα που ακατάπαυστα αναδύονται κι επιπλέουν στην επιφάνεια, βαδίζουν δίπλα, βαδίζουν τα πρόσωπά τους μπροστά απ᾿ την πραγματικότητα· συχνά καταβάλλουν τον μοναχικό ταξιδιώτη και τού αφαιρούν την αντίληψη τής γης, την επιθυμία τής επιστροφής, δίνοντάς του για υποκατάστατο μια γαλήνη γενική, σαν να είναι όλος αυτός ο πυρετός τής ζωής, η ίδια η απλότητα· και μυριάδες πράγματα ενώνονται σ᾿ ένα· κι αυτή η φιγούρα, έτσι φτιαγμένη όπως είναι, από ουρανό και κλαριά, έχει αναδυθεί απ᾿ την ταραγμένη θάλασσα σαν μορφή που μπορεί να βγει απ᾿ τα κύματα, για να σκορπιστούν απλόχερα απ᾿ τα χέρια της, η συμπόνια, η κατανόηση, η άφεση. Έτσι, σκέφτεται αυτός, ας μην γυρίσω ποτέ στο φως τής λάμπας· στο σαλόνι· ας μην τελειώσω ποτέ το βιβλίο μου· ας μην αδειάσω ποτέ την πίπα μου· αφήστε με να πάω σ᾿ αυτήν τη μεγάλη φιγούρα, που μ᾿ ένα τίναγμα τού κεφαλιού της θα με ανεβάσει στο καράβι της και θα μ᾿ αφήσει ν᾿ ανεμίζω προς την ανυπαρξία μαζί με τους υπόλοιπους.
Έπλεκε η ηλικιωμένη γκουβερνάντα πάνω απ᾿ το μωρό που κοιμόταν στο Ρίτζεντς Παρκ. Ο Πίτερ Γουόλς ροχάλιζε.
Ξύπνησε εντελώς απότομα λέγοντας στον εαυτό του «Ο θάνατος τής ψυχής».
«Θεέ μου, θεέ μου!» είπε στον εαυτό του δυνατά, ενώ τεντωνόταν κι άνοιγε τα μάτια του. «Ο θάνατος τής ψυχής». Οι λέξεις κόλλησαν σε κάποια σκηνή, σε κάποιο δωμάτιο, σε κάποιο παρελθόν που ονειρευόταν. Έγιναν όλα καθαρότερα· η σκηνή, το δωμάτιο, το παρελθόν που ονειρευόταν.
Στο Μπόρτον εκείνο το καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, όταν ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος με την Κλαρίσα. Υπήρχαν πολλοί εκεί, γελούσαν και μιλούσαν, κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι μετά το τσάι, και το δωμάτιο ήταν λουσμένο σε κίτρινο φως, γεμάτο καπνό απ᾿ τα τσιγάρα. Μιλούσαν για έναν άντρα που είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του, κάποιο γαιοκτήμονα τής περιοχής, είχε ξεχάσει τ᾿ όνομά του. Είχε παντρευτεί την υπηρέτριά του και την είχε φέρει επίσκεψη στο Μπόρτον — τι φρικτή επίσκεψη. Το ντύσιμό της ήταν εξωφρενικά υπερβολικό. «σαν πολύχρωμος παπαγάλος» είχε πει η Κλαρίσα, μιμούμενη τη φωνή της, και δεν σταματούσε να μιλάει. Μιλούσε ασταμάτητα, ασταμάτητα. Η Κλαρίσα τη μιμήθηκε. Μετά κάποιος είπε — η Σάλι Σίτον ήταν —, έχει κάποια διαφορά που εκείνη η γυναίκα απέκτησε παιδί προτού παντρευτούν; (Εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό να πεις κάτι τέτοιο σε συντροφιά που είχε εκπροσώπους και τού άλλου φύλου.) Ακόμα και σήμερα έβλεπε ολοζώντανη μπροστά του την Κλαρίσα να κοκκινίζει· να σφίγγεται κάπως· και να λέει: «Ω, δεν θα μπορέσω να τής ξαναμιλήσω ποτέ!».
Δεν την κατηγορούσε που την είχε πειράξει το περιστατικό, εφόσον εκείνη την εποχή ένα κορίτσι με τη δική της ανατροφή δεν ήξερε πολλά· ο τρόπος της τον είχε ενοχλήσει· άτολμη· σκληρή· αλαζονική· σεμνότυφη. «Ο θάνατος τής ψυχής». Το είχε πει αυτό ενστικτωδώς, ως συνήθως βάζοντας μια ταμπέλα στη στιγμή — ο θάνατος τής ψυχής της.
Όλοι ταλαντεύτηκαν· όλοι έδειχναν να συμφωνούν, την ώρα που μιλούσε, και έπειτα να καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα. Έβλεπε μπροστά του τη Σάλι Σίτον, σαν παιδί σκανταλιάρικο, να σκύβει μπροστά, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, να θέλει να μιλήσει, αλλά να φοβάται, γιατί η Κλαρίσα πραγματικά φόβιζε τούς ανθρώπους. (Ήταν η καλύτερη φίλη τής Κλαρίσα, βρισκόταν πολύ συχνά στο σπίτι, ελκυστικό πλάσμα, όμορφη, μελαχρινή, εκείνη την εποχή είχε τη φήμη τής τολμηρής, ο ίδιος τής έδινε πουράκια που τα κάπνιζε στην κρεβατοκάμαρά της, πότε ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, πότε τσακωνόταν με την οικογένειά της, κι ο γερο-Πάρι τούς αντιπαθούσε εξίσου και τους δυο κι αυτό αποτελούσε τον μεγάλο σύνδεσμό τους.) Στη συνέχεια η Κλαρίσα, με ύφος ανθρώπου που είχε προσβληθεί από όλους, σηκώθηκε, βρήκε μια δικαιολογία κι έφυγε μόνη. Όπως άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα εκείνος ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος που φύλαγε τα πρόβατα. Η Κλαρίσα όρμησε πάνω του κι άρχισε να παραληρεί. Ήταν σαν να έλεγε στον Πίτερ —για κείνον γινόταν αυτό, το ήξερε ο Πίτερ— «Ξέρω ότι πριν από λίγο θεώρησες ότι παραλογίζομαι για κείνη τη γυναίκα· μα δες πόσο εξαιρετικά πονόψυχη είμαι· δες πόσο αγαπάω τον Ρομπ μου!».
Είχαν αυτή την παράξενη δύναμη να επικοινωνούν χωρίς λέξεις. Εκείνη ήξερε αμέσως ότι αυτός την επέκρινε. Μετά έκανε κάτι αρκετά εμφανές για να υπερασπίσει τον εαυτό της, όπως όλο αυτό το πράγμα με το σκύλο — αλλά δεν τον ξεγελούσε το κόλπο της, αυτός πάντα κατάφερνε να δει μέσα της. Όχι πως έλεγε κάτι, βέβαια — απλώς καθόταν κατηφής. Έτσι άρχιζαν συχνά οι καβγάδες τους.
Η Κλαρίσα έκλεισε την πόρτα. Αμέσως αυτός βυθίστηκε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα φαίνονταν ανούσια — να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος· να συνεχίσουν να τσακώνονται — να συνεχίσουν να τα ξαναφτιάχνουν, κι έτσι περιπλανήθηκε μόνος, ανάμεσα σε βοηθητικά κτίσματα, στάβλους, κοιτάζοντας τ᾿ άλογα
Φοβερό απόγευμα! Γινόταν (διευκρίνιση δική μου: ο Πίτερ) όλο και πιο δύσθυμος, όχι μόνο γι᾿ αυτό· για όλα. Και δεν μπορούσε να τη δει· δεν μπορούσε να τής εξηγήσει· δεν μπορούσε να εκφραστεί. Υπήρχαν πάντα άλλοι γύρω — κι εκείνη φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο πράγμα σε κείνη — αυτή η ψυχρότητα, έμοιαζε να ᾿ναι φτιαγμένη από ξύλο, υπήρχε κάτι πολύ βαθύ μέσα της που το είχε νιώσει πάλι το πρωί, όταν τής μιλούσε· γινόταν αδιαπέραστη. Ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε. Εκείνη είχε μια παράξενη δύναμη να σού διαλύει τα νεύρα, πραγματικά σού έκανε τα νεύρα κουρέλια, ναι.
Είχε καθυστερήσει να εμφανιστεί στο δείπνο εξαιτίας μιας ηλίθιας ιδέας του, να κάνει την απουσία του αισθητή κι είχε καθίσει δίπλα στην ηλικιωμένη δεσποινίδα Πάρι —τη θεία Χέλενα— την αδερφή του κυρίου Πάρι, η οποία θεωρητικά έπαιζε ρόλο οικοδέσποινας. Κάθισε δίπλα της κι αδυνατούσε να μιλήσει. Όλα έμοιαζαν να τον προσπερνούν με ταχύτητα· κι αυτός καθόταν εκεί κι έτρωγε. Κι έπειτα, στα μισά τού δείπνου, ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει για πρώτη φορά την Κλαρίσα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μιλούσε σ᾿ έναν νεαρό στα δεξιά της. «Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτεί» είπε μέσα του, σαν να τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά μια αλήθεια. Δεν ήξερε καν το όνομά του.
Γιατί εκείνο το απόγευμα, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, είχε έρθει ο Νταλογουέι· και η Κλαρίσα τον αποκαλούσε «Γουίκαμ»· έτσι ξεκίνησαν όλα. Τον είχε φέρει κάποιος· κι η Κλαρίσα δεν είχε ακούσει καλά το όνομά του. Τον σύστησε σε όλους ως Γουίκαμ. Εντέλει αυτός είπε: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!» — αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από τον Ρίτσαρντ— ένας ξανθός νεαρός, μάλλον αμήχανος, καθισμένος σε μια σεζ λογκ να λέει απότομα: «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!». Η Σάλι το άκουσε κι από τότε πάντοτε αναφερόταν σ᾿ αυτόν λέγοντας «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι!».
Εκείνη η εποχή ήταν θύμα τών αποκαλύψεων. Η τελευταία αποκάλυψη — ότι η Κλαρίσα θα παντρευόταν τον Νταλογουέι — τού είχε θολώσει την όραση, τον είχε συγκλονίσει εκείνη τη στιγμή. Υπήρχε ένα είδος —πώς να το πει;— ένα είδος άνεσης στον τρόπο που τού φερόταν εκείνη· κάτι μητρικό· κάτι αβρό. Μιλούσαν για πολιτική. Σ᾿ όλη τη διάρκεια τού γεύματος πάσχιζε ν᾿ ακούσει τι έλεγαν.
Έπειτα θυμάται τον εαυτό του να στέκεται δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι στο σαλόνι. Η Κλαρίσα τον πλησίασε, με τούς τέλειους τρόπους της, σαν πραγματική οικοδέσποινα, κι ήθελε να τον συστήσει σε κάποιον — μιλούσε σαν να μην είχαν συναντηθεί ποτέ, κι αυτό τον εξόργισε. Ωστόσο ακόμα και τότε τη θαύμαζε γι᾿ αυτό, θαύμαζε το κουράγιο της· το κοινωνικό ένστικτό της· θαύμαζε τη δύναμή της να διεκπεραιώνει πράγματα. «Η τέλεια οικοδέσποινα» τής είπε· στο άκουσμα τής φράσης το σώμα της σφίχτηκε. Είχε σκοπό να την κάνει να νιώσει έτσι. Έχοντάς τη δει με τον Νταλογουέι, θα έκανε τα πάντα για να την πληγώσει. Τον είχε εγκαταλείψει. Και είχε την εντύπωση πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον του — γελούσαν και μιλούσαν πίσω απ᾿ την πλάτη του. Κι αυτός στεκόταν εκεί, δίπλα στην καρέκλα που καθόταν η δεσποινίς Πάρι, σαν σκαλισμένος σε ξύλο, να μιλά για αγριολούλουδα. Ποτέ δεν είχε υποφέρει τόσο κολασμένα, ποτέ! Θα πρέπει να είχε ξεχάσει ακόμα και να προσποιείται ότι άκουγε· τελικά βγήκε απ᾿ τη νάρκη του· είδε τη δεσποινίδα Πάρι μάλλον ενοχλημένη, μάλλον αγανακτισμένη, να έχει καρφώσει τα γουρλωτά της μάτια πάνω του. Μόνο που δεν ούρλιαξε πως δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει, γιατί βρισκόταν στην Κόλαση! Οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ᾿ το δωμάτιο. Τούς άκουσε να λένε ότι έπρεπε να φέρουν τις κάπες τους· ότι είχε ψύχρα στη λίμνη κι άλλα τέτοια, θα πήγαιναν βαρκάδα στη λίμνη στο φεγγαρόφωτο — άλλη μια τρελή ιδέα που είχε η Σάλι. Την άκουγε να περιγράφει τη σελήνη. Βγήκαν όλοι. Έμεινε εντελώς μόνος.
«Δεν θέλεις να πας μαζί τους;» είπε η θεία Χέλενα —η ηλικιωμένη δεσποινίς Πάρι!—, είχε μαντέψει. Και μόλις γύρισε να φύγει, να την μπροστά του η Κλαρίσα. Είχε γυρίσει να τον πάρει. Τον είχε εξουδετερώσει η γενναιοδωρία της — η καλοσύνη της.
«Έλα» τού είπε. «Περιμένουν».
Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο χαρούμενος! Τα είχαν ξαναφτιάξει χωρίς να πουν λέξη. Κατηφόρισαν ως τη λίμνη. Έζησε είκοσι λεπτά απόλυτης ευτυχίας. Η φωνή της, το γέλιο της, το φόρεμά της (κάτι που ανέμιζε, λευκό, βυσσινί), το πνεύμα της, η διάθεσή της για περιπέτεια· τούς έβαλε όλους να βγουν απ᾿ τη βάρκα και να εξερευνήσουν το νησί· γελούσε· τραγουδούσε. Κι όλη την ώρα, το ήξερε πολύ καλά αυτός, ο Νταλογουέι την ερωτευόταν· και τον ερωτευόταν κι εκείνη· αλλά δεν φαινόταν να έχει σημασία. Τίποτε δεν είχε σημασία. Κάθισαν στο έδαφος και μιλούσαν — αυτός κι η Κλαρίσα. Έμπαιναν κι έβγαιναν ο ένας στο μυαλό τού άλλου χωρίς προσπάθεια. Κι έπειτα, μέσα σ᾿ ένα λεπτό είχαν όλα τελειώσει. Τη στιγμή που έμπαιναν στη βάρκα είπε μέσα του χωρίς ένταση, χωρίς αγανάκτηση: «θα τον παντρευτεί αυτό τον άντρα»· ήταν ολοφάνερο. Ο Νταλογουέι, θα την παντρευόταν την Κλαρίσα.
Οσο για τον ίδιο, ήταν παράλογος. Οι απαιτήσεις του από την Κλαρίσα (το καταλάβαινε τώρα) ήταν παράλογες. Ζητούσε πράγματα απίθανα. Έκανε σκηνές τρομερές. Παρ᾿ όλα αυτά, εκείνη μπορεί να τον δεχόταν, αν ήταν λιγότερο παράλογος. Έτσι πίστευε η Σάλι. Τού έγραφε μεγάλα γράμματα όλο το καλοκαίρι· πως μιλούσαν γι᾿ αυτόν· πως η ίδια τον εγκωμίαζε, πως η Κλαρίσα είχε ξεσπάσει σε κλάματα! Ήταν ένα εκπληκτικό καλοκαίρι — τα γράμματα, οι σκηνές, τα τηλεγραφήματα.
Η τελευταία σκηνή, η τρομερή σκηνή που πίστευε ότι είχε βαρύνει περισσότερο απ᾿ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του ολόκληρη (μπορεί να ήταν υπερβολή — ωστόσο έτσι φαινόταν τώρα), έγινε στις τρεις το απομεσήμερο μιας πολύ ζεστής μέρας. Κάτι ασήμαντο οδήγησε σ᾿ αυτήν — η Σάλι κάτι είπε στο μεσημεριανό για τον Νταλογουέι και τον αποκάλεσε «Το όνομά μου είναι Νταλογουέι»· στο άκουσμα της φράσης η Κλαρίσα σφίχτηκε απότομα, κοκκίνισε, όπως συνήθιζε σ᾿ αυτές τις περιπτώσεις, και τσίριξε: «Φτάνει πια αυτό το ηλίθιο αστείο». Αυτό ήταν όλο· αλλά γι᾿ αυτόν ήταν σαν να τού είχε πει: «Απλώς περνάω την ώρα μου μαζί σου — με τον Ρίτσαρντ Νταλογουέι επικοινωνώ». Έτσι το πήρε. Νύχτες δεν έκλεισε μάτι. «Πρέπει να τελειώσει με το έναν ή με τον άλλο τρόπο» είπε στον εαυτό του. Τής έστειλε ένα σημείωμα με τη Σάλι και τής ζήτησε να τον συναντήσει στο σιντριβάνι στις τρεις. «Κάτι σημαντικό προέκυψε» έγραψε πρόχειρα στο κάτω μέρος του σημειώματος.
Το σιντριβάνι ήταν στη μέση μιας συστάδας θάμνων και δέντρων, μακριά απ᾿ το σπίτι. Εκεί ήρθε εκείνη, πριν από την προκαθορισμένη ώρα, και στάθηκαν με το σιντριβάνι ανάμεσά τους· απ᾿ τη (σπασμένη) βρύση έτρεχε νερό αδιάκοπα. Πώς καρφώνονται στο μυαλό οι εικόνες! Για παράδειγμα, το καταπράσινο χορτάρι.
Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια, πες μου την αλήθεια» επαναλάμβανε εκείνος. Ένιωθε το μέτωπό του έτοιμο να σπάσει. Εκείνη έδειχνε να ᾿χει συρρικνωθεί, να ᾿χει πετρώσει. Δεν έκανε καμία κίνηση. «Πες μου την αλήθεια» επανέλαβε αυτός. Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω σε κάτι σκληρό· ήταν ανυποχώρητη. Σαν να ήταν σίδερο, πέτρα, με την πλάτη ολόισια. Κι όταν τού είπε «Δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί. Ήρθε το τέλος» —αφού αυτός είχε μιλήσει ώρες, έτσι τού φάνηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του —, ήταν σαν να τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε απ᾿ την άλλη, τον παράτησε, απομακρύνθηκε.
«Κλαρίσα!» φώναξε εκείνος. «Κλαρίσα!» Δεν γύρισε ποτέ. Είχε τελειώσει. Εκείνος έφυγε το ίδιο βράδυ. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Σάλι Σίτον - Χιου Γουίτμπρεντ
Ποια ήταν αναρωτήθηκε ο Πίτερ Γουόλς που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο και έμενε σ᾿ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ; Κάποια που τού είχε γράψει ένα μακροσκελές, χειμαρρώδες γράμμα αρκετά πρόσφατα για τις «γαλάζιες ορτανσίες». Οι γαλάζιες ορτανσίες τής τον θύμιζαν, αυτόν και το παρελθόν — η Σάλι Σίτον, φυσικά! Ήταν η Σάλι Σίτον — ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα περίμενες να παντρευτεί πλούσιο και να ζει σε μεγάλο σπίτι κοντά στο Μάντσεστερ, η ατίθαση, τολμηρή, ρομαντική Σάλι!
Αλλά απ᾿ όλη εκείνη την παλιά παρέα, τούς φίλους τής Κλαρίσα, η Σάλι ήταν μάλλον η καλύτερη. Εκείνη κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν ο Χιου Γουίτμπρεντ —ο αξιοθαύμαστος Χιου— τότε που η Κλαρίσα κι όλοι οι υπόλοιποι έπιναν νερό στ᾿ όνομά του.
«Οι Γουίτμπρεντ;» η φωνή της ηχούσε ακόμα και σήμερα στ᾿ αυτιά του. «Και τι είναι οι Γουίτμπρεντ; Καρβουνέμποροι είναι. Μια ευυπόληπτη οικογένεια εμπόρων».
Για κάποιο λόγο η Σάλι τον αντιπαθούσε τον Χιου. Το μόνο που σκέφτεται είναι η εμφάνισή του, έλεγε. Έπρεπε να είναι δούκας. Σίγουρα θα παντρευόταν κάποια πριγκίπισσα τής βασιλικής οικογένειας. Και φυσικά ο Χιου έτρεφε τον πιο εξαιρετικό, τον πιο γνήσιο, τον πιο μεγάλο σεβασμό για την αριστοκρατία τής Βρετανίας, από κάθε άλλον άνθρωπο, που είχε συναντήσει ο Πίτερ στη ζωή του. Ακόμα κι η Κλαρίσα το παραδεχόταν αυτό. Ω, μα είναι τόσο αξιαγάπητος, τόσο ανιδιοτελής, παράτησε το κυνήγι για να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη μητέρα του — θυμάται πότε έχουν γενέθλια οι ηλικιωμένες θείες του, κι όλα τα σχετικά.
Η Σάλι, για να είμαστε δίκαιοι, τα ᾿πιανε στον αέρα αυτά. Ένα από τα πράγματα που θυμόταν ο Πίτερ ήταν ένας καβγάς, Σάββατο πρωί στο Μπόρτον, για τα δικαιώματα τών γυναικών (εκείνο το προκατακλυσμιαίο ζήτημα), όταν η Σάλι ξαφνικά έχασε την ψυχραιμία της, πήρε φωτιά και είπε στον Χιου πως αντιπροσώπευε ό,τι απεχθέστερο στη ζωή τής μεσαίας τάξης στη Βρετανία. Τού είπε ότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση «εκείνων τών κακόμοιρων κοριτσιών στο Πικαντίλι» — ο Χιου, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο κακόμοιρος ο Χιου! — ποτέ δεν είχε άντρας, πιο τρομοκρατημένη όψη! «Δεν έχει διαβάσει τίποτε, δεν έχει σκεφτεί τίποτε, δεν έχει νιώσει τίποτε», αντηχούσε στ᾿ αυτιά του η φωνή της, να λέει με κείνο τον εμφατικό τόνο που ακουγόταν πιο μακριά απ᾿ όσο πίστευε. Τα παιδιά που δουλεύουν στο στάβλο έχουν περισσότερη ζωή μέσα τους απ᾿ τον Χιου, έλεγε. Τέλειο δείγμα ανθρώπου που ήταν εσωτερικός σε καλό ιδιωτικό σχολείο, έλεγε. Δεν θα μπορούσε να είναι δημιούργημα καμιάς άλλης χώρας εκτός απ᾿ την Αγγλία. Ήταν πραγματικά κακεντρεχής, για κάποιο λόγο — τού κρατούσε κακία για κάποιο λόγο. Κάτι είχε συμβεί —ξεχνούσε τι— στο καπνιστήριο. Την είχε προσβάλει — την είχε φιλήσει; Απίστευτο! Κανένας δεν πίστευε λέξη κακή για τον Χιου, φυσικά. Πώς θα μπορούσαν; Να φιλήσει τη Σάλι στο καπνιστήριο! Αν ήταν κάποια αξιότιμη Ίντιθ ή μια λαίδη Βάιολετ, ίσως να μπορούσαν να το πιστέψουν· αλλά όχι εκείνη τη ρακένδυτη τη Σάλι, που δεν είχε δεκάρα στ᾿ όνομά της, με τον πατέρα ή τη μητέρα που χαρτόπαιζε στο Μόντε Κάρλο. Ο Χιου ήταν ο πιο σνομπ άνθρωπος απ᾿ όσους είχε συναντήσει στη ζωή του —ο πιο δουλοπρεπής— όχι, δεν ταπεινωνόταν ακριβώς. Παραήταν ψηλομύτης για κάτι τέτοιο. Ένας πρώτης τάξεως βαλές, αυτή ήταν η προφανής παρομοίωση —κάποιος που βάδιζε ένα βήμα πίσω κουβαλώντας βαλίτσες· τον εμπιστευόσουν να στέλνει τηλεγραφήματα—, απαραίτητος σε κάθε οικοδέσποινα. Και είχε βρει τον προορισμό του — παντρεύτηκε την αξιότιμη Ίβλιν· βρήκε μια θεσούλα στα Ανάκτορα, φρόντιζε τα κελάρια τού Βασιλιά, γυάλιζε τις αγκράφες των αυτοκρατορικών παπουτσιών, περιφερόταν με παντελόνι ως το γόνατο και δαντελένιους φραμπαλάδες στα ρούχα. Πόσο αμείλικτη είναι η ζωή! Μια δουλίτσα στα Ανάκτορα!
Αλλά απ᾿ όλη εκείνη την παλιά παρέα, τούς φίλους τής Κλαρίσα, η Σάλι ήταν μάλλον η καλύτερη. Εκείνη κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν ο Χιου Γουίτμπρεντ —ο αξιοθαύμαστος Χιου— τότε που η Κλαρίσα κι όλοι οι υπόλοιποι έπιναν νερό στ᾿ όνομά του.
«Οι Γουίτμπρεντ;» η φωνή της ηχούσε ακόμα και σήμερα στ᾿ αυτιά του. «Και τι είναι οι Γουίτμπρεντ; Καρβουνέμποροι είναι. Μια ευυπόληπτη οικογένεια εμπόρων».
Για κάποιο λόγο η Σάλι τον αντιπαθούσε τον Χιου. Το μόνο που σκέφτεται είναι η εμφάνισή του, έλεγε. Έπρεπε να είναι δούκας. Σίγουρα θα παντρευόταν κάποια πριγκίπισσα τής βασιλικής οικογένειας. Και φυσικά ο Χιου έτρεφε τον πιο εξαιρετικό, τον πιο γνήσιο, τον πιο μεγάλο σεβασμό για την αριστοκρατία τής Βρετανίας, από κάθε άλλον άνθρωπο, που είχε συναντήσει ο Πίτερ στη ζωή του. Ακόμα κι η Κλαρίσα το παραδεχόταν αυτό. Ω, μα είναι τόσο αξιαγάπητος, τόσο ανιδιοτελής, παράτησε το κυνήγι για να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη μητέρα του — θυμάται πότε έχουν γενέθλια οι ηλικιωμένες θείες του, κι όλα τα σχετικά.
Η Σάλι, για να είμαστε δίκαιοι, τα ᾿πιανε στον αέρα αυτά. Ένα από τα πράγματα που θυμόταν ο Πίτερ ήταν ένας καβγάς, Σάββατο πρωί στο Μπόρτον, για τα δικαιώματα τών γυναικών (εκείνο το προκατακλυσμιαίο ζήτημα), όταν η Σάλι ξαφνικά έχασε την ψυχραιμία της, πήρε φωτιά και είπε στον Χιου πως αντιπροσώπευε ό,τι απεχθέστερο στη ζωή τής μεσαίας τάξης στη Βρετανία. Τού είπε ότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση «εκείνων τών κακόμοιρων κοριτσιών στο Πικαντίλι» — ο Χιου, ο τέλειος τζέντλεμαν, ο κακόμοιρος ο Χιου! — ποτέ δεν είχε άντρας, πιο τρομοκρατημένη όψη! «Δεν έχει διαβάσει τίποτε, δεν έχει σκεφτεί τίποτε, δεν έχει νιώσει τίποτε», αντηχούσε στ᾿ αυτιά του η φωνή της, να λέει με κείνο τον εμφατικό τόνο που ακουγόταν πιο μακριά απ᾿ όσο πίστευε. Τα παιδιά που δουλεύουν στο στάβλο έχουν περισσότερη ζωή μέσα τους απ᾿ τον Χιου, έλεγε. Τέλειο δείγμα ανθρώπου που ήταν εσωτερικός σε καλό ιδιωτικό σχολείο, έλεγε. Δεν θα μπορούσε να είναι δημιούργημα καμιάς άλλης χώρας εκτός απ᾿ την Αγγλία. Ήταν πραγματικά κακεντρεχής, για κάποιο λόγο — τού κρατούσε κακία για κάποιο λόγο. Κάτι είχε συμβεί —ξεχνούσε τι— στο καπνιστήριο. Την είχε προσβάλει — την είχε φιλήσει; Απίστευτο! Κανένας δεν πίστευε λέξη κακή για τον Χιου, φυσικά. Πώς θα μπορούσαν; Να φιλήσει τη Σάλι στο καπνιστήριο! Αν ήταν κάποια αξιότιμη Ίντιθ ή μια λαίδη Βάιολετ, ίσως να μπορούσαν να το πιστέψουν· αλλά όχι εκείνη τη ρακένδυτη τη Σάλι, που δεν είχε δεκάρα στ᾿ όνομά της, με τον πατέρα ή τη μητέρα που χαρτόπαιζε στο Μόντε Κάρλο. Ο Χιου ήταν ο πιο σνομπ άνθρωπος απ᾿ όσους είχε συναντήσει στη ζωή του —ο πιο δουλοπρεπής— όχι, δεν ταπεινωνόταν ακριβώς. Παραήταν ψηλομύτης για κάτι τέτοιο. Ένας πρώτης τάξεως βαλές, αυτή ήταν η προφανής παρομοίωση —κάποιος που βάδιζε ένα βήμα πίσω κουβαλώντας βαλίτσες· τον εμπιστευόσουν να στέλνει τηλεγραφήματα—, απαραίτητος σε κάθε οικοδέσποινα. Και είχε βρει τον προορισμό του — παντρεύτηκε την αξιότιμη Ίβλιν· βρήκε μια θεσούλα στα Ανάκτορα, φρόντιζε τα κελάρια τού Βασιλιά, γυάλιζε τις αγκράφες των αυτοκρατορικών παπουτσιών, περιφερόταν με παντελόνι ως το γόνατο και δαντελένιους φραμπαλάδες στα ρούχα. Πόσο αμείλικτη είναι η ζωή! Μια δουλίτσα στα Ανάκτορα!
Κλαρίσα Νταλογουέι-Ρίτσαρντ Νταλογουέι-Πίτερ Γουόλς- Σάλι Σίτον
Ήταν καλός άνθρωπος σκεφτόταν ο Γουόλς ο Νταλογουέι, με σχετικά περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες· λίγο αργόστροφος· πράγματι· αλλά καλός άνθρωπος. Ό,τι αναλάμβανε, το διεκπεραίωνε με τον ίδιο σαφή και λογικό τρόπο· χωρίς φαντασία, χωρίς τη σπιρτάδα τής ευφυΐας, αλλά με την ανεξήγητη καλοσύνη αυτού τού είδους ανθρώπου. Έπρεπε να είναι γαιοκτήμονας ευγενής — πήγαινε χαμένος στην πολιτική. Στο ύπαιθρο ήταν στο στοιχείο του, με τα άλογα και τούς σκύλους· πόσο καλός ήταν, για παράδειγμα, όταν ο τεράστιος μαλλιαρός σκύλος τής Κλαρίσα πιάστηκε σε παγίδα και σκίστηκε η πατούσα του, κι η Κλαρίσα λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, ο Νταλογουέι τα φρόντισε όλα· έφτιαξε επίδεσμο, έφτιαξε νάρθηκα· είπε στην Κλαρίσα να μην γίνεται ανόητη. Γι᾿ αυτό τής άρεσε, ίσως — αυτό χρειαζόταν. «Έλα, καλή μου, μην γίνεσαι ανόητη. Κράτα αυτό — πήγαινε να φέρεις εκείνο» κι όλη την ώρα μιλούσε στο σκύλο, σαν να ήταν άνθρωπος.
Αλλά πώς μπορούσε η Κλαρίσα να χωνέψει όλα εκείνα τα πράγματα περί ποίησης; Πώς τον άφηνε να αγορεύει για τον Σαίξπηρ; Με σοβαρότητα και επισημότητα ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι σηκώθηκε όρθιος και είπε πως ένας αξιοπρεπής άνθρωπος οφείλει να μην διαβάζει τα σονέτα τού Σαίξπηρ, επειδή είναι σαν να κρυφακούει σε κλειδαρότρυπα. Ωστόσο η Κλαρίσα ρουφούσε τα λόγια του· θεωρούσε ότι ήταν ένδειξη ειλικρίνειας· ένδειξη ανεξαρτησίας· μπορεί μάλιστα και να τον θεωρούσε την πιο ευρηματική διάνοια που είχε συναντήσει στη ζωή της.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που ένωναν το Γουόλς με τη Σάλι. Υπήρχε ένας κήπος, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν βόλτα, —έφερνε στο νου του τη Σάλι να κόβει ένα τριαντάφυλλο, να σταματά και να αναφωνεί πόσο όμορφα ήταν τα φύλλα τού λάχανου στο φεγγαρόφωτο, (ήταν εντυπωσιακό πόσο ζωντανά διαγράφονταν όλα στη μνήμη του, πράγματα που δεν είχε σκεφτεί για χρόνια) και παράλληλα να τον εκλιπαρεί, μισογελώντας φυσικά, να πάρει μακριά την Κλαρίσα, να τη σώσει από τούς Χιου και τούς Νταλογουέι και κάθε άλλο «τέλειο τζέντλεμαν» που θα «στραγγάλιζε την ψυχή της», θα τη μετέτρεπε σε απλή οικοδέσποινα, θα ενδυνάμωνε τον υλισμό της. Αλλά θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με την Κλαρίσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί τον Χιου. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Όλα τα συναισθήματά της βρίσκονταν στην επιφάνεια. Κάτω από αυτή την επιφάνεια ήταν τετραπέρατη — μπορούσε να κρίνει καλύτερα τούς ανθρώπους απ᾿ ό,τι η Σάλι, για παράδειγμα, και, εκτός των άλλων, είχε εξαιρετική θηλυκότητα· είχε το εξαιρετικό χάρισμα, το γυναικείο χάρισμα, να κυριαρχεί στον κόσμο γύρω της, όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Έμπαινε στο δωμάτιο· στεκόταν, την είχε δει πολλές φορές, στο κατώφλι με πολλούς ανθρώπους γύρω της. Αλλά την Κλαρίσα θα θυμούνταν όλοι. Όχι ότι ήταν εντυπωσιακή· δεν ήταν καθόλου όμορφη· δεν είχε κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πάνω της· ποτέ δεν έλεγε κάτι εξαιρετικά έξυπνο· αλλά ήταν εκεί· ήταν εκεί..
Αλλά πώς μπορούσε η Κλαρίσα να χωνέψει όλα εκείνα τα πράγματα περί ποίησης; Πώς τον άφηνε να αγορεύει για τον Σαίξπηρ; Με σοβαρότητα και επισημότητα ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι σηκώθηκε όρθιος και είπε πως ένας αξιοπρεπής άνθρωπος οφείλει να μην διαβάζει τα σονέτα τού Σαίξπηρ, επειδή είναι σαν να κρυφακούει σε κλειδαρότρυπα. Ωστόσο η Κλαρίσα ρουφούσε τα λόγια του· θεωρούσε ότι ήταν ένδειξη ειλικρίνειας· ένδειξη ανεξαρτησίας· μπορεί μάλιστα και να τον θεωρούσε την πιο ευρηματική διάνοια που είχε συναντήσει στη ζωή της.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που ένωναν το Γουόλς με τη Σάλι. Υπήρχε ένας κήπος, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν βόλτα, —έφερνε στο νου του τη Σάλι να κόβει ένα τριαντάφυλλο, να σταματά και να αναφωνεί πόσο όμορφα ήταν τα φύλλα τού λάχανου στο φεγγαρόφωτο, (ήταν εντυπωσιακό πόσο ζωντανά διαγράφονταν όλα στη μνήμη του, πράγματα που δεν είχε σκεφτεί για χρόνια) και παράλληλα να τον εκλιπαρεί, μισογελώντας φυσικά, να πάρει μακριά την Κλαρίσα, να τη σώσει από τούς Χιου και τούς Νταλογουέι και κάθε άλλο «τέλειο τζέντλεμαν» που θα «στραγγάλιζε την ψυχή της», θα τη μετέτρεπε σε απλή οικοδέσποινα, θα ενδυνάμωνε τον υλισμό της. Αλλά θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με την Κλαρίσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να παντρευτεί τον Χιου. Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Όλα τα συναισθήματά της βρίσκονταν στην επιφάνεια. Κάτω από αυτή την επιφάνεια ήταν τετραπέρατη — μπορούσε να κρίνει καλύτερα τούς ανθρώπους απ᾿ ό,τι η Σάλι, για παράδειγμα, και, εκτός των άλλων, είχε εξαιρετική θηλυκότητα· είχε το εξαιρετικό χάρισμα, το γυναικείο χάρισμα, να κυριαρχεί στον κόσμο γύρω της, όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Έμπαινε στο δωμάτιο· στεκόταν, την είχε δει πολλές φορές, στο κατώφλι με πολλούς ανθρώπους γύρω της. Αλλά την Κλαρίσα θα θυμούνταν όλοι. Όχι ότι ήταν εντυπωσιακή· δεν ήταν καθόλου όμορφη· δεν είχε κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πάνω της· ποτέ δεν έλεγε κάτι εξαιρετικά έξυπνο· αλλά ήταν εκεί· ήταν εκεί..