Το Ξένο Μυθιστόρημα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ LINK
|
Το Μοντέρνο Μυθιστόρημα. Η Αφετηρία του. Ζητείται ύφος!
Οι τρεις πρώτοι ανανεωτές της γραφής κατά χρονολογική έκδοση των βιβλίων τους.
Ο 18ος αιώνας είναι ο κατ᾿ εξοχήν αιώνας τού μυθιστορήματος. Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, δίνουν τα μεγάλα τους μυθιστορήματα και μαζί εξαντλούν τα όρια τού ρεαλισμού, τού νατουραλισμού και τού ψυχολογικού μυθιστορήματος.
Ο Προυστ (1871-1922), είναι ο ανανεωτής, ο δημιουργός τού μοντέρνου μυθιστορήματος, ενός μυθιστορήματος που λες και βγαίνει από παρθενογένεση, χωρίς προγόνους και πολύ δύσκολα με απογόνους, ανάδελφο μοναχικό, γιατί έμπασε το μυθιστόρημα σε περιοχές αδιανόητες, ασύλληπτες, που μόνο η δική του ιδιοφυΐα μπορούσε να επινοήσει. Ο ίδιος γράφει: «όσοι είδαν την προσωπική μου αντίληψη για τις αλήθειες με συγχαίραν γιατί τις είδα με το "μικροσκόπιο", όταν εγώ αντίθετα είχα χρησιμοποιήσει ένα "τηλεσκόπιο" για να ξεχωρίσω πράγματα μικρότατα είναι αλήθεια, αλλά μικρότατα γιατί ήταν σε μεγάλη απόσταση και γιατί το καθένα ήταν ένας κόσμος».
Ένας άλλος ανανεωτής τής γραφής· ο πολύ παρεξηγημένος Φερτινάντ Σελίν (1894-1961), ίσως όχι εντελώς άδικα λόγω των τριών αντισημιτικών λιβέλων του κατά την διάρκεια τού Ναζισμού, εκδίδει το 1932 το αριστούργημα, "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" μια βόμβα στο χώρο τής λογοτεχνίας. Σεισμός στα λογοτεχνικά στέκια και στο κοινό. Αριστούργημα, Ανοσιούργημα, Υψηλό, Χυδαίο, Απάνθρωπο, Υπεράνθρωπο........ είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που το συνοδεύουν. Στοχαστικά κομμάτια, ξεσκίδια τής ανθρώπινης απόγνωσης ή τής ανθρώπινης γελοιότητας, τού μεγάλου τίποτα τής ζωής, φωτισμένης μ᾿ ένα φως ανελέητο, και μες στις σκιές του, τα σπαράγματα τής τρυφεράδας κάποιων πλασμάτων, να σπρώξουν λίγο πιο πέρα τη λαθραία μας μοίρα.
Είχε προηγηθεί, και τού Προυστ και τού Σελίν στην ανανέωση τού μυθιστορήματος και στην απομάκρυνση από την φόρμα τού ρεαλιστικού και νατουραλιστικού μυθιστορήματος, ο Κνουτ Χάμσουν (1859-1952), με το μυθιστόρημα "Η Πείνα" το 1890. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν ήταν μυθιστόρημα, με την έννοια, ότι στερείται πλοκής, και μεταβίβαζε την διαδικασία τής αφήγησης στον ψυχισμό τού ήρωα, αλλά με μοντέρνο τρόπο, σε σχέση π.χ. με τούς ήρωες τού Ντοστογιέφσκι. Κατά μία περίεργη σύμπτωση και ο Χάμσουν πολύ περισσότερο από τον Σελίν, συνδέθηκε με τον Ναζισμό, ίσως όπως αποφαίνονται μελετητές του, στην πίστη που έτρεφε για την νεότητα ως δημιουργικής δύναμης, την οποία πίστεψε ότι εξέφραζε ο Ναζισμός. Το τίμημα για αυτή την ντροπιαστική επιλογή του ήταν πολύ βαρύ ακόμα και σήμερα στην πατρίδα του την Νορβηγία. "Η πείνα" έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά ο Χάμσουν ωθεί τον ψυχισμό τού ήρωα του ο οποίος υποφέρει από πείνα, σε οριακές καταστάσεις οι οποίες αγγίζουν το παράλογο.
Ένας άλλος ανανεωτής της γραφής όπως γράφουν οι μελετητές της λογοτεχνίας, υπήρξε ο Τζόυς. Προσωπικά από την πολλή νεαρή μου ηλικία υπό την "πίεση" των κριτικών, για το μεγάλο έργο του, τον "Οδυσσέα" υπήρξαν πολλές απόπειρες διαβάσματος, όλες αποτυχημένες. Ούτε έρωτας ούτε καν γάμος. Διαφορά ιδιοσυγκρασίας, διαφορά λογοτεχνικού DNA; Παρ᾿ όλη την καλή θέληση, σε όλες τις προσπάθειες, δεν διάβασα περισσότερες από 30-50 σελίδες. Πραγματικά, σε καμιά σελίδα δεν συνάντησα "κάτι", να με συγκινήσει, να με αγγίξει, να με κάνει να πω: να ένας μεγάλος συγγραφέας. Έτσι οι ψυχαναγκαστικοί μηχανισμοί, να τον διαβάσω, σιγά-σιγά χαλάρωσαν, και έφτασα στο διαζύγιο, χωρίς καν γάμο. Παραιτήθηκα συνειδητά, και είπα θα είναι ένα από τα πολλά βιβλία που δεν θα διαβάσω, πριν πεθάνω. Αντίθετα βρήκα πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο τής Μαντώ Αραβαντινού "Τζαίημς Τζόυς, ζωή και έργο".
Σε αυτή την προσωπική πολλή σύντομη ανασκόπηση τής εξέλιξης τής γραφής τού μοντέρνου αφηγήματος, ή διαφορετικά την αναζήτηση τού ύφους, θα αναφέρω τα: "Ο φύλακας στη Σίκαλη" τού Τζέρομ Σάλιντζερ, "Οι Λέξεις" τού Ζαν Πωλ Σαρτρ, "Το Άρωμα" τού Πατρίκ Ζίσκιντ, "Το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ" τού Όσκαρ Γουάϊλντ, οι δυο πρώτοι τόμοι από την τετραλογία "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" τού Λώρενς Ντάρρελ, ο πρώτος τόμος "Η Λέσχη" από την τριλογία τού Στρατή Τσίρκα, "Πεθαίνω σαν χώρα" τού Δημήτρη Δημητριάδη, "Οι κεκαρμένοι" τού Νίκου Κάσδαγλη, "Θα υπογράφω Λουί" τής Ρέας Γαλανάκη, "...από το στόμα τής παλιάς Remmington" τού Γιάννη Πάνου, "Τι λέει η Λιλά" και "Φοβάμαι" τού Σιμό, "Ο Μπιντές" και το "Το Κοινόβιο" τού Μάριου Χάκκα, το "Το Μηνολόγιο ενός απόντος" τού Σταύρου Κρητιώτη, "Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε" τής Νίκης Αναστασέα. Δεν είναι το κριτήριο μου, τα καλά μυθιστορήματα, που υπάρχουν πολλά, αλλά, τα καλά μυθιστορήματα με ιδιαίτερη γραφή. Σίγουρα ένας αυθαίρετος διαχωρισμός.
Ο Προυστ (1871-1922), είναι ο ανανεωτής, ο δημιουργός τού μοντέρνου μυθιστορήματος, ενός μυθιστορήματος που λες και βγαίνει από παρθενογένεση, χωρίς προγόνους και πολύ δύσκολα με απογόνους, ανάδελφο μοναχικό, γιατί έμπασε το μυθιστόρημα σε περιοχές αδιανόητες, ασύλληπτες, που μόνο η δική του ιδιοφυΐα μπορούσε να επινοήσει. Ο ίδιος γράφει: «όσοι είδαν την προσωπική μου αντίληψη για τις αλήθειες με συγχαίραν γιατί τις είδα με το "μικροσκόπιο", όταν εγώ αντίθετα είχα χρησιμοποιήσει ένα "τηλεσκόπιο" για να ξεχωρίσω πράγματα μικρότατα είναι αλήθεια, αλλά μικρότατα γιατί ήταν σε μεγάλη απόσταση και γιατί το καθένα ήταν ένας κόσμος».
Ένας άλλος ανανεωτής τής γραφής· ο πολύ παρεξηγημένος Φερτινάντ Σελίν (1894-1961), ίσως όχι εντελώς άδικα λόγω των τριών αντισημιτικών λιβέλων του κατά την διάρκεια τού Ναζισμού, εκδίδει το 1932 το αριστούργημα, "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" μια βόμβα στο χώρο τής λογοτεχνίας. Σεισμός στα λογοτεχνικά στέκια και στο κοινό. Αριστούργημα, Ανοσιούργημα, Υψηλό, Χυδαίο, Απάνθρωπο, Υπεράνθρωπο........ είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που το συνοδεύουν. Στοχαστικά κομμάτια, ξεσκίδια τής ανθρώπινης απόγνωσης ή τής ανθρώπινης γελοιότητας, τού μεγάλου τίποτα τής ζωής, φωτισμένης μ᾿ ένα φως ανελέητο, και μες στις σκιές του, τα σπαράγματα τής τρυφεράδας κάποιων πλασμάτων, να σπρώξουν λίγο πιο πέρα τη λαθραία μας μοίρα.
Είχε προηγηθεί, και τού Προυστ και τού Σελίν στην ανανέωση τού μυθιστορήματος και στην απομάκρυνση από την φόρμα τού ρεαλιστικού και νατουραλιστικού μυθιστορήματος, ο Κνουτ Χάμσουν (1859-1952), με το μυθιστόρημα "Η Πείνα" το 1890. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν ήταν μυθιστόρημα, με την έννοια, ότι στερείται πλοκής, και μεταβίβαζε την διαδικασία τής αφήγησης στον ψυχισμό τού ήρωα, αλλά με μοντέρνο τρόπο, σε σχέση π.χ. με τούς ήρωες τού Ντοστογιέφσκι. Κατά μία περίεργη σύμπτωση και ο Χάμσουν πολύ περισσότερο από τον Σελίν, συνδέθηκε με τον Ναζισμό, ίσως όπως αποφαίνονται μελετητές του, στην πίστη που έτρεφε για την νεότητα ως δημιουργικής δύναμης, την οποία πίστεψε ότι εξέφραζε ο Ναζισμός. Το τίμημα για αυτή την ντροπιαστική επιλογή του ήταν πολύ βαρύ ακόμα και σήμερα στην πατρίδα του την Νορβηγία. "Η πείνα" έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά ο Χάμσουν ωθεί τον ψυχισμό τού ήρωα του ο οποίος υποφέρει από πείνα, σε οριακές καταστάσεις οι οποίες αγγίζουν το παράλογο.
Ένας άλλος ανανεωτής της γραφής όπως γράφουν οι μελετητές της λογοτεχνίας, υπήρξε ο Τζόυς. Προσωπικά από την πολλή νεαρή μου ηλικία υπό την "πίεση" των κριτικών, για το μεγάλο έργο του, τον "Οδυσσέα" υπήρξαν πολλές απόπειρες διαβάσματος, όλες αποτυχημένες. Ούτε έρωτας ούτε καν γάμος. Διαφορά ιδιοσυγκρασίας, διαφορά λογοτεχνικού DNA; Παρ᾿ όλη την καλή θέληση, σε όλες τις προσπάθειες, δεν διάβασα περισσότερες από 30-50 σελίδες. Πραγματικά, σε καμιά σελίδα δεν συνάντησα "κάτι", να με συγκινήσει, να με αγγίξει, να με κάνει να πω: να ένας μεγάλος συγγραφέας. Έτσι οι ψυχαναγκαστικοί μηχανισμοί, να τον διαβάσω, σιγά-σιγά χαλάρωσαν, και έφτασα στο διαζύγιο, χωρίς καν γάμο. Παραιτήθηκα συνειδητά, και είπα θα είναι ένα από τα πολλά βιβλία που δεν θα διαβάσω, πριν πεθάνω. Αντίθετα βρήκα πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο τής Μαντώ Αραβαντινού "Τζαίημς Τζόυς, ζωή και έργο".
Σε αυτή την προσωπική πολλή σύντομη ανασκόπηση τής εξέλιξης τής γραφής τού μοντέρνου αφηγήματος, ή διαφορετικά την αναζήτηση τού ύφους, θα αναφέρω τα: "Ο φύλακας στη Σίκαλη" τού Τζέρομ Σάλιντζερ, "Οι Λέξεις" τού Ζαν Πωλ Σαρτρ, "Το Άρωμα" τού Πατρίκ Ζίσκιντ, "Το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ" τού Όσκαρ Γουάϊλντ, οι δυο πρώτοι τόμοι από την τετραλογία "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" τού Λώρενς Ντάρρελ, ο πρώτος τόμος "Η Λέσχη" από την τριλογία τού Στρατή Τσίρκα, "Πεθαίνω σαν χώρα" τού Δημήτρη Δημητριάδη, "Οι κεκαρμένοι" τού Νίκου Κάσδαγλη, "Θα υπογράφω Λουί" τής Ρέας Γαλανάκη, "...από το στόμα τής παλιάς Remmington" τού Γιάννη Πάνου, "Τι λέει η Λιλά" και "Φοβάμαι" τού Σιμό, "Ο Μπιντές" και το "Το Κοινόβιο" τού Μάριου Χάκκα, το "Το Μηνολόγιο ενός απόντος" τού Σταύρου Κρητιώτη, "Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε" τής Νίκης Αναστασέα. Δεν είναι το κριτήριο μου, τα καλά μυθιστορήματα, που υπάρχουν πολλά, αλλά, τα καλά μυθιστορήματα με ιδιαίτερη γραφή. Σίγουρα ένας αυθαίρετος διαχωρισμός.