erotas-thanatos.net
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Astrid Berges- Frisbey actress
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Erin Wasson actress-model
      • Eva Green actress
      • Jane Birkin
      • Jessica Chastain actress
      • Julia Roberts
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Winona Ryder actress
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Juli Foster model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lauren Marshall model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luma Grothe model
      • Luna Bijl Model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Malgosia Bela model
      • Mali Koopman model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Sam Rollinson model
      • Samantha Gradoville model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thanassis Krikis photographer
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Victor Demarchelier photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Astrid Berges- Frisbey actress
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Erin Wasson actress-model
      • Eva Green actress
      • Jane Birkin
      • Jessica Chastain actress
      • Julia Roberts
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Winona Ryder actress
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Juli Foster model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lauren Marshall model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luma Grothe model
      • Luna Bijl Model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Malgosia Bela model
      • Mali Koopman model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Sam Rollinson model
      • Samantha Gradoville model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thanassis Krikis photographer
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Victor Demarchelier photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου

Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο

Από τη μεριά τού Σουάν: Τόμος 2ος "Ένας έρωτας τού Σουάν"

Picture
Vermeer view of delft από τους αγαπημένους πίνακες του Προυστ.
Picture
Από την ταινία "Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος" τού Ραούλ Ρουίζ (1999)
Picture
Ο Μαρσέλ Προυστ (1871- 1922) είναι κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών. Το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» είναι το έργο της ζωής του. Ένα έργο που ο Προυστ είχε συλλάβει εξ αρχής ως προς την όλη δομή του, (μεσολάβησε βέβαια και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τις κάποιες προσαρμογές του), αρχή, τέλος, και αυτό που κάνει μετά είναι να παρεμβάλλει ενδιάμεσα κομμάτια,  ένα έργο που μοιάζει με ένα διαστελλόμενο σύμπαν.
Εισαγωγικό Σημείωμα
 Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας  και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο  ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)

          Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο  χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
          Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
          Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μας φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα της ασύνειδης, σε σχέση με τη συνειδητή μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού της μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων, από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;       
          Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι - σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά - στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα του χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
          Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος του Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη κι απ᾿ το γεγονός ότι δεν τις συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
         Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης,  έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος   αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
           «Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν  έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου, καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθειά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο, και πως το ταξίδι, που  άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση, πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που - απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων -  είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία του Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης του Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός (πιστή ανθολόγηση) τού "Από τη μεριά του Σουάν".
 Νίκος Βαρδάκης.

Picture
O Τζέρεμι Αϊρονς και η Ορνέλα Μούτι στο «Swann in Love»

Ένα προεισαγωγικό απόσπασμα

          Ἀνέβαζε τό ἄλλο του χέρι στό μάγουλο τῆς Ὀντέτ· καί ἐκείνη, μέ μιά στάση πού σίγουρα τή συνήθιζε, πού ἤξερε πώς ταιριάζει σέ τέτοια στιγμή, φαινόταν σά νά χρειαζόταν ὅλη της τή δύναμη γιά νά συγκρατήσει τό πρόσωπό της, λές καί μιά ἀόρατη δύναμη τό τραβοῦσε πρός τόν Σουάν. Κι ἦταν ὁ Σουάν, πού πρίν ἐκείνη ἀφήσει τό πρόσωπό της νά πέσει, τάχα χωρίς τή θέλησή της πάνω στά χείλια του, τό συγκράτησε μιά στιγμή σέ κάποια ἀπόσταση, ἀνάμεσα στά δυό του χέρια. Ἤθελε ἔτσι νά δώσει στή σκέψη του τό χρόνο νά τρέξει ν᾿ ἀναγνωρίσει τ᾿ ὄνειρο πού τόσο καιρό ἔτρεφε καί νά παρασταθεῖ στήν πραγματοποίησή του, σάν τό συγγενικό πρόσωπο πού τό καλοῦμε νά πάρει μέρος στίς ἐπιτυχίες ἑνός παιδιοῦ, πού πολύ ἀγαπᾶ. Κι ἴσως ὁ Σουάν νά τοποθετοῦσε πάνω στό πρόσωπο αὐτό τῆς Ὀντέτ, πού δέν τήν εἶχε οὔτε κάν φιλήσει ἀκόμα,  ἐκείνη τή ματιά μέ τήν ὁποία θέλει κανείς, τή μέρα τῆς ἀναχώρησης, νά πάρει μαζί του τό τοπίο πού θά ἐγκαταλείψει γιά πάντα.

Η Σονάτα του Βιντέϊγ

         Καί ξαφνικά ἦταν σά νά εἶχε ἔρθει, καί ἡ ἐμφάνιση αὐτή τοῦ προξένησε ἕνα τόσο σπαραχτικό πόνο, ὥστε ἔφερε τό χέρι στήν καρδιά του. Γιατί τό βιολί εἶχε ἀνεβεῖ σέ ψηλές νότες, ὅπου λές καί παρέμεινε σέ μιά προσμονή, γιά νά διαβλέψει κιόλας τό ἀντικείμενο τῆς προσμονῆς του πού πλησίαζε, μέ μιάν ἀπελπισμένη προσπάθεια νά διατηρηθεῖ ὡς τήν ἄφιξή του, νά τοῦ κρατήσει ἀνοικτό τό δρόμο γιά νά περάσει. Καί πρίν ὁ Σουάν προλάβει νά καταλάβει καί νά σκεφτεῖ: «Εἶναι ἡ μικρή φράση τῆς σονάτας τοῦ Βιντέϊγ, νά μήν τήν ἀκούσω!», Ὁλες οἱ ἀναμνήσεις του ἀπό τόν καιρό πού ἡ Ὀντέτ τόν ἀγαποῦσε καί πού ὡς τώρα εἶχε κρατήσει ἀθέατες στά βάθη τοῦ εἶναι του, ξεγελασμένες ἀπ᾿ τήν ξαφνική αὐτή ἀκτίνα τοῦ καιροῦ τῆς ἀγάπης πού νόμισαν πώς ξαναγύρισε, εἶχαν ξυπνήσει γιά νά τοῦ τραγουδήσουν ἀπεγνωσμένα χωρίς οἶκτο γιά τήν τωρινή του δυστυχία, τά ξεχασμένα τραγούδια τῆς εὐτυχίας.
      Ἀντί γιά τίς ἀφηρημένες ἐκφράσεις «τόν καιρό πού ἤμουν εὐτυχισμένος», «τόν καιρό πού μ᾿ ἀγαποῦσε», πού τίς εἶχε συχνά χρησιμοποιήσει ὡς τότε χωρίς νά ὑποφέρει γιατί ἡ σκέψη του δέν εἶχε κλείσει μέσα τους παρά μόνο ψεύτικα κομμάτια ἀπό τό παρελθόν, ξαναβρῆκε τώρα κάθε τι πού εἶχε ὁρίσει γιά πάντα σάν οὐσία αὐτῆς τῆς χαμένης εὐτυχίας· τά ξαναεῖδε ὅλα, τά χιονάτα καί σγουρά πέταλα ἀπ᾿ τά χρυσάνθεμα πού τοῦ εἶχε πετάξει μέσα στ᾿ ἁμάξι, πού τά εἶχε κρατήσει στά χείλη του, τήν ἀνάγλυφα τυπωμένη διεύθυνση "Χρυσό σπίτι" πάνω στό γράμμα, ὅπου εἶχε διαβάσει: «Τό χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά καθώς σᾶς γράφω». Τή στιγμή ἐκείνη γνώριζε τίς χαρές τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν τόν ἔρωτα. Εἶχε νομίσει, πώς δέ θα βρισκόταν ὑποχρεωμένος νά γνωρίσει τούς πόνους· πόσο λίγο πράγμα ἦταν τώρα ἡ γοητεία τῆς Ὀντέτ μπροστά σ᾿αὐτό τό φοβερό τρόμο, νά μή γνωρίζει κάθε στιγμή τί εἶχε κάνει, νά μήν τήν ἔχει δική του παντοῦ καί πάντα! Ἀλλοίμονο, θυμήθηκε τόν τόνο τῆς φωνῆς του ὅταν τοῦ εἶπε: «Μά θά μπορῶ πάντα νά σᾶς βλέπω, εἶμαι πάντα ἐλεύθερη!», αὐτή πού δέν ἦταν πιά ποτέ. Δέν ἤξερε ἀκόμα τότε, πόση ἀλήθεια ἔκρυβαν τά λόγια του ὅταν, τήν τρίτη φορά πού συναντήθηκαν, καθώς ἐκείνη τοῦ ἐπαναλάμβανε: «Μά γιατί δέ μ᾿ ἀφήνετε νά ἔρχομαι πιό συχνά;» τῆς εἶχε πεῖ γελώντας, ἐρωτιάρικα: «Ἀπό φόβο μήπως ὑποφέρω».
         Δέν αἰσθανόταν πιά ἐξόριστος καί μόνος, ἀφοῦ ἡ μικρή φράση πού τοῦ ἀπευθυνόταν, μιλοῦσε χαμηλόφωνα γιά τήν Ὀντέτ καί τόν ἴδιο. Τόσες φορές εἶχε βρεθεῖ μάρτυρας στίς χαρές τους! Κι εἶναι ἀλήθεια πώς συχνά τόν  εἶχε προειδοποιήσει γιά τό  πόσο εὔθραυστες εἶναι οἱ χαρές αὐτές. Γιά τίς θλίψεις αὐτές, γιά τίς ὁποῖες τοῦ μιλοῦσε ἄλλοτε χωρίς νά τόν ἐγγίζουν, καί πού ὁ Σουάν τήν  ἔβλεπε, νά τίς παρασέρνει στό στροβίλισμα τῆς γρήγορης κίνησής της, γι᾿ αὐτές τίς θλίψεις πού τώρα εἶχαν γίνει δικές του, χωρίς νά ἐλπίζει πώς θά μποροῦσε ποτέ νά λυτρωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές, ἦταν σά νά τοῦ ᾿λεγε ὅπως ἄλλοτε γιά τήν εὐτυχία του: «Τί εἶναι αὐτά; Ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα τίποτα». Κι ἡ σκέψη τοῦ Σουάν πῆγε γιά πρώτη φορά μέ μιά κίνηση οἴκτου καί τρυφερότητας σ᾿ αὐτόν τόν Βιντέϊγ, σ᾿ αὐτόν τόν ἄγνωστο καί ὑπέροχο ἀδελφό, πού θά ᾿πρεπε κι αὐτός νά εἶχε ὑποφέρει· τί ἦταν ἄραγε ἡ ζωή του; Ἀπό τό βάθος ποιῶν πόνων μπόρεσε νά ἀντλήσει αὐτή τήν ἀπεριόριστη δύναμη δημιουργίας; Ἐδῶ κι ἕνα χρόνο, ἡ ἀγάπη τῆς μουσικῆς εἶχε γεννηθεῖ μέσα του, ἀποκαλύπτοντας στόν ἴδιο πολλά πλούτη τῆς ψυχῆς του, κι ὁ Σουάν θεωροῦσε τά μουσικά μοτίβα σάν ἀληθινές ἰδέες ἑνός ἄλλου κόσμου, μιᾶς ἄλλης τάξης, ἰδέες ντυμένες μέ σκοτάδι, ἄγνωστες καί ἀνεξιχνίαστες γιά τή σκέψη. Ἤξερε πώς τό πεδίο τό ἀνοιχτό στή σύνθεση, δέν εἶναι μιά ἀσήμαντη σειρά πλήχτρων ἀπό ἑφτά νότες, ἀλλά μιά ἀπροσμέτρητη σειρά πλήκτρων, ἀκόμα σχεδόν ὁλόκληρη ἄγνωστη, ὅπου μόνο ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρισμένα ἀπό βαθειά σκοτάδια ἀνεξερεύνητα, λίγα ἀπό τά ἑκατομμύρια ἀγγίγματα τρυφερότητας, πάθους, τόλμης γαλήνης πού τή συνθέτουν, τό καθένα τόσο διαφορετικό ἀπ᾿ τά ἄλλα, ὅσο ἕνα σύμπαν ἀπό ἕνα ἄλλο, ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ ἀπό κάποιους μεγάλους καλλιτέχνες πού μᾶς δείχνουν πόσο πλοῦτο, πόση ποικιλία κρύβει, χωρίς νά τό γνωρίζουμε, αὐτή ἡ  ἀνεξιχνίαστη  κι  ἀποθαρρυντική νύχτα τῆς ψυχῆς μας, πού νομίζουμε πώς εἶναι ἕνα κενό, ἕνα τίποτα. Ὁ Βιντέϊγ ἦταν ἕνας ἀπό τούς αὐτούς τούς μουσικούς. Στή μικρή του φράση, παρ᾿ ὅλο πού παρουσίαζε στή λογική μιά σκοτεινή ἐπιφάνεια, ἔνιωθε κανείς ἕνα περιεχόμενο τόσο στέρεο, ὥστε ὅσοι τήν εἶχαν ἀκούσει τή συγκρατοῦσαν μέσα τους στό ἴδιο ἐπίπεδο, μέ τίς ἰδέες τῆς νόησης. Ὁ Σουάν ἀκόμα καί ὅταν δέ σκεφτόταν τή μικρή φράση, αὐτή ὑπῆρχε κρυμμένη στή σκέψη του, ἀκριβῶς ὅπως μερικές ἄλλες ἔννοιες χωρίς ἀντιστοιχία, ὅπως ἡ ἔννοια τοῦ φωτός, τοῦ ἤχου, τοῦ ὄγκου, τῆς σωματικῆς ἡδονῆς, πού εἶναι πλούσιες κατακτήσεις, μέ τίς ὁποῖες στολίζεται ὁ ἐσωτερικός μας χῶρος. Μ᾿αὐτό τόν τρόπο ἡ φράση τοῦ Βιντέϊγ, εἶχε δεχτεῖ τή θνητή μας κατάσταση, εἶχε πάρει κάτι ἀνθρώπινο.Ἴσως νά ᾿ναι τό τίποτα πού εἶναι ἀληθινό κι  ὅλο  μας τό  ὄνειρο ἀνύπαρχτο, ὅμως τότε αἰσθανόμαστε πώς θά ᾿πρεπε κι αὐτές οἱ μουσικές φράσεις, αὐτές οἱ ἔννοιες πού ὑπάρχουν σέ σχέση μέ τό ὄνειρο, νά ᾿ναι κι αὐτές ἕνα τίποτα. Θά χαθοῦμε ὅμως κρατοῦμε σάν ὅμηρους αὐτές τίς θεϊκές σκλάβες, πού θ᾿ ἀκολουθήσουν τήν τύχη μας. Κι ὁ θάνατος μαζί τους γίνεται λιγότερο πικρός, λιγότερο άδοξος.

ΑΝΘΟΛΌΓΗΣΗ ΤΟΎ Από τη μεριά τού Σουάν:
Τόμος 2ος "Ένας έρωτας τού Σουάν"

Picture

Γιά νά γίνει κανείς μέλος τοῦ "μικροῦ πυρήνα" τῶν Βερντυρέν, ἕνας ὅρος ἦταν ἀρκετός ἀλλ᾿ ἀπαραίτητος: ἔπρεπε νά ἀποδεχθεῖ σιωπηρά ἕνα Πιστεύω, πού ἕνα ἀπό τά ἄρθρα του ὅριζε πώς ὁ νεαρός πιανίστας, προστατευόμενος τῆς κυρίας Βερντυρέν ἐκείνη τή χρονιά, γιά τόν ὁποῖο ἔλεγε: «Δέν θά ᾿πρεπε νά ἐπιτρέπεται νά παίζει Βάγκνερ κατά τέτοιο τρόπο!» "ἔσκιζε" τόσο τόν Πλαντέ [1]  ὅσο καί τόν Ρουπινστάϊν [2] , καί πώς ὁ γιατρός Κοττάρ ἦταν καλύτερος στή διάγνωση ἀπό τόν Ποτέν [3] . Κάθε "νεοσύλλεκτος", πού οἱ Βερντυρέν δέν μποροῦσαν νά πείσουν πώς οἱ βραδιές ὅσων δέν ἔρχονταν στό σπίτι τους ἦταν πληκτικές σάν τή βροχή, διαγραφόταν ἀμέσως. Ἐπειδή ἀπό τήν ἄποψη αὐτή οἱ γυναῖκες εἶναι πιό ἀτίθασσες ἀπό τούς ἄνδρες, ὥστε δέν δέχονται νά ἐγκαταλείψουν κάθε περιέργεια γιά τήν κοσμική ζωή καί τήν ἐπιθυμία νά γνωρίσουν τήν τέρψη καί ἄλλων σαλονιῶν, κι ἐπειδή οἱ Βερντυρέν ἔνιωθαν ἀκόμα  πώς αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἔρευνας καί τό δαιμόνιο τῆς ἐπιπολαιότητας μποροῦσαν μεταδοτικά νά ᾿χουν μοιραῖες  συνέπειες γιά τήν ὀρθοδοξία τοῦ μικροῦ ἐκκλησιάσματος, εἶχαν καταλήξει ν᾿ ἀποκλείουν διαδοχικά ὅλους τούς "πιστούς" θηλυκοῦ γένους.
Ἐκτός ἀπό τή νεαρή γυναίκα  του  γιατροῦ,  εἶχαν  περιοριστεῖ ἐκείνη τή χρονιά, σχεδόν ἀποκλειστικά (παρ᾿ ὅλο πού ἡ κυρία Βερντυρέν ἦταν ἐνάρετη ἡ ἴδια κι ἀπό ἀξιοσέβαστη ἀστική οἰκογένεια, ὑπερβολικά πλούσια ἀλλ᾿ ἐντελῶς ἄσημη, καί πού μαζί της εἶχε σιγά-σιγά διακόψει κάθε σχέση), σέ μιά γυναίκα τοῦ ἡμικόσμου, τήν κυρία ντέ Κρεσύ, πού ἡ κυρία Βερντυρέν φώναζε μέ τό μικρό της ὄνομα Ὀντέτ, καί δήλωνε πώς ἦταν "μιά γλύκα", καί στή θεία τοῦ πιανίστα πού παλιότερα εἶχε χρηματίσει θυρωρός· γυναῖκες τόσο ἀμάθητες ἀπό κόσμο καί τόσο ἁπλοϊκές, πού εἶχαν εὔκολα πειστεῖ πώς ἡ πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν καί ἡ δούκισσα ντέ Γκερμάντ ἦταν ἀναγκασμένες νά πληρώνουν κάποιους δυστυχισμένους για νά ᾿χουν κόσμο στά δεῖπνα τους· ἔτσι πού ἄν τούς εἶχαν προτείνει νά προκαλεστοῦν ἀπό τίς δυό αὐτές μεγάλες κυρίες, ἡ πρώην θυρωρός καί ἡ κοκότα θά εἶχαν ἀρνηθεῖ μέ περιφρόνηση.
                Οἱ Βερντυρέν δέν προσκαλοῦσαν σέ δεῖπνο· εἶχαν οἱ πιστοί στό σπίτι τους "μιά θέση κρατημένη". Γιά τή βραδιά δέν ὑπῆρχε πρόγραμμα. Ὁ νεαρός μουσικός ἔπαιζε πιάνο, ἀλλά μόνο "ἄν τοῦ ἔκανε κέφι", γιατί δέν ὑποχρέωναν κανέναν κι ὅπως ἔλεγε ὁ κύριος Βερντυρέν: «Ὅλα γιά τούς φίλους, ζήτω ἡ παρέα!» Ἄν ὁ πιανίστας ἤθελε νά παίξει τόν καλπασμό ἀπό τήν Βαλκυρία ἤ τό πρελούδιο τοῦ Τριστάνου [4]  ἡ κυρία Βερντυρέν διαμαρτυρόταν, ὄχι γιατί δέν τῆς ἄρεσε αὐτή ἡ μουσική, ἀλλ᾿ ἀντίθετα γιατί τή συγκινοῦσε ὑπερβολικά. «Λοιπόν ἐπιμένετε νά ᾿χω πάλι τήν ἡμικρανία μου; Τό ξέρετε πώς τήν παθαίνω κάθε φορά πού παίζετε αὐτό τό κομμάτι. Αὔριο ὅταν θελήσω νά σηκωθῶ, καλή νύχτα… κανένας δέ θά μοῦ παρασταθεῖ!» Ἄν δέν ἔπαιζε πιάνο, συζητοῦσαν, κι ἕνας ἀπ᾿ τούς φίλους, συνήθως ὁ εὐνοούμενος τότε ζωγράφος τους, "ἀμόλαγε", ὅπως ἔλεγα ὁ Βερντυρέν, "ἕνα χοντρό χωρατό πού τούς ἔκανε ὅλους νά σκᾶνε στά γέλια", καί ἰδιαίτερα τήν κυρία Βερντυρέν, πού κάποτε, ὁ γιατρός Κοττάρ (νέος πρωτόβγαλτος τήν ἐποχή ἐκείνη) χρειάστηκε νά τῆς βάλει στή θέση της τή μασέλα πού τῆς εἶχε φύγει ἀπ᾿ τό πολύ γέλιο. Καθώς ἡ "παρέα" εἶχε πάρει ὅλο καί μεγαλύτερη θέση στή ζωή τῆς κυρίας Βερντυρέν, καταραμένα ἦταν ὅλα ὅσα κρατοῦσαν τούς φίλους μακριά της καί τούς ἐμπόδιζαν καμιά φορά νά ᾿ναι ἐλεύθεροι: πότε ἡ μητέρα τοῦ ἑνός, πότε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἄλλου, πότε τό ἐξοχικό σπίτι ἤ ἡ κακή ὑγεία κάποιου τρίτου. Ἄν ὁ γιατρός Κοττάρ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νά φύγει ἀμέσως μετά τό τραπέζι, γιά νά ἐπιστρέψει σ᾿ ἕνα ἄρρωστο πού κινδύνευε: «Ποιός ξέρει;» τοῦ ἔλεγε ἡ κυρία Βερντυρέν, «ἴσως νά ᾿ναι καλύτερα γι᾿αὐτόν νά μήν τόν ἐνοχλήσετε ἀπόψε· θά περάσει καλή νύχτα χωρίς ἐσᾶς· θά πᾶτε αὔριο τό πρωΐ καί θά τόν βρεῖτε μιά χαρά». Ἀπ᾿ τήν ἀρχή τοῦ Δεκέμβρη ἀρρώσταινε καί μόνο στή σκέψη πώς οἱ πιστοί θά τήν "παρατοῦσαν" τά Χριστούγεννα καί τήν Πρωτοχρονιά. Ἡ θεία τοῦ πιανίστα ἀπαιτοῦσε νά δειπνήσει τή μέρα αὐτή ὁ ἀνεψιός της οἰκογενειακά στή μητέρα ἐκεινῆς: «Νομίζετε πώς ἡ μητέρα σας θά πεθάνει», τῆς εἶπε σκληρά ἡ κυρία Βερντυρέν, «ἄν δέν δειπνήσετε μαζί της τήν Πρωτοχρονιά, ὅπως κάνουν στήν ἐπαρχία! Οἱ ἀνησυχίες της ξαναγεννιόταν τή Μεγάλη Ἑβδομάδα:
 «Ἐσεῖς γιατρέ, ἕνας ἐπιστήμονας, ἕνα ἀνώτερο πνεῦμα, θά ᾿ρθετε φυσικά τή Μεγάλη Παρασκευή, δέν εἶναι ἔτσι;» εἶπε στόν Κοττάρ τήν πρώτη χρονιά, μέ ὕφος σίγουρο, λές καί δέν ἦταν δυνατόν νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀπάντηση.
«Θά  ᾿ρθω  τήν   Μεγάλη  Παρασκευή... νά  σᾶς  ἀποχαιρετήσω γιατί θά περάσουμε τίς γιορτές τοῦ Πάσχα στήν Ὠβέρν».
«Στήν Ὠβέρν; Γιά νά σᾶς φᾶνε οἱ ψύλλοι καί τά ζωύφια; σέ καλό σας!»
Κι ὅταν ἕνας "πιστός" εἶχε ἕνα φίλο ἤ μιά ταχτική, ἕνα φλέρτ, ἱκανό νά τόν κάνει νά τούς "παρατήσει" καμιά φορά, οἱ Βερντυρέν, πού δέν τρόμαζαν ἄν μιά γυναίκα εἶχε ἐραστή φτάνει νά τόν εἶχε στό σπίτι τους, νά τόν ἀγαποῦσε στό πρόσωπό τους καί νά μήν τόν προτιμοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, ἔλεγαν: «Ἔ λοιπόν, φέρτε τό φίλο σας!» Καί τόν προσκαλοῦσαν δοκιμαστικά, γιά νά δοῦν ἄν ἦταν ἱκανός νά μήν ἔχει μυστικά ἀπό τήν κυρία Βερντυρέν, ἄν θά ᾿ταν ἄξιος νά γίνει δεκτός στή "μικρή φάρα". Ἄν δέν ἦταν, φρόντιζαν νά τόν κάνουν νά τσακωθεῖ μέ τό φίλο του ἤ τήν ἐρωμένη του. Ἀλλιῶς ὁ "καινούργιος" γινόταν μέ τή σειρά του πιστός. Ἔτσι, ὅταν ἐκείνη τή χρονιά ἡ κυρία τοῦ ἠμικόσμου διηγήθηκε στόν κύριο Βερντυρέν πώς εἶχε γνωρίσει ἕνα χαριτωμένο ἄνθρωπο, τόν κύριο Σουάν, κι ἄφησε νά ἐννοηθεῖ πώς θά χαιρόταν νά γίνει δεκτός στό σπίτι τους, ὁ κύριος Βερντυρέν διαβίβασε τήν ἴδια στιγμή τήν αἴτηση στή γυναίκα του. Δέν εἶχε ποτέ γνώμη πρίν τή γυναίκα του, καί ἐκτελοῦσε τίς ἐπιθυμίες της καθώς καί τίς ἐπιθυμίες τῶν πιστῶν, μέ πολλά τεχνάσματα γεμάτα ἐπινοητικότητα.
«Ἡ κυρία ντέ Κρεσύ, θά ἐπιθυμοῦσε νά σοῦ παρουσιάσει ἕνα φίλο της, τόν κύριο Σουάν. Τί θά ἔλεγες;»
«Μά πώς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ κανείς κάτι σέ μιά τόσο τέλεια ὕπαρξη. Σιωπή! Δέν ζητάει κανείς τή γνώμη σας, σᾶς λέω πώς εἶστε μιά τέλεια ὕπαρξη» τόνισε ἡ κυρία Βερντυρέν στήν Ὀντέτ.
«Ἀφοῦ τό θέλετε» ἀπάντησε ἡ Ὀντέτ σέ τόνο θεατρικοῦ χαριεντισμοῦ.
«Ἔ, λοιπόν φέρτε τόν φίλο σας, ἄν εἶναι εὐχάριστος!»
Βέβαια, ὁ "μικρός πυρήνας" δέ εἶχε καμιά σχέση μέ τήν κοινωνία πού σύχναζε ὁ Σουάν, κι οἱ καθαρόαιμοι κοσμικοί θά θεωροῦσαν πώς ἄδικα εἶχε κερδίσει μιά τόσο ξεχωριστή θέση στήν κοινωνία αὐτή, ἀφοῦ ζητοῦσε νά τόν παρουσιάσουν στούς Βερντυρέν. Ὁ Σουάν ὅμως πού τόσο ἀγαποῦσε τίς γυναῖκες, δέν θεωροῦσε τούς τίτλους τῆς πολιτογράφισης πού τοῦ εἶχε χορηγήσει τό φωμπούρ Σαίν-Ζερμαίν [5]  — τίτλους εὐγενείας σχεδόν — παρά σάν ἕνα εἶδος ἀνταλλάξιμο, μιά πιστωτική ἐπιστολή ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεπε ν᾿ αὐτοσχεδιάζει γιά τόν ἑαυτό του μιά θέση σέ κάποια γωνιά τῆς ἐπαρχίας ἤ σέ κάποιο ἄσημο κύκλο τοῦ Παρισιοῦ, ὅπου τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση ἡ ὀμορφιά τῆς κόρης τοῦ ἀγρότη εὐπατρίδη ἤ γραμματικοῦ. Γιατί τότε ὁ πόθος ἤ ὁ ἔρωτας τοῦ ξανάδινε τό αἴσθημα ματαιοδοξίας πού τό ᾿χε τώρα πιά χάσει μέ τή συνήθεια τῆς ζωῆς — παρ᾿ ὅλο, πού αὐτό ἀκριβῶς τό αἴσθημα τόν εἶχε ὁδηγήσει σ᾿ αὐτήν τήν κοσμική καριέρα, ὅπου εἶχε κατασπαταλήσει σ᾿ ἐπιπόλαιες χαρές τά πνευματικά του χαρίσματα, κι εἶχε χρησιμοποιήσει τήν πολυμάθειά του στόν τομέα τῆς τέχνης, γιά νά σμβουλεύει τίς κυρίες τῆς καλῆς κοινωνίας πώς νά ἀγοράζουν πίνακες καί πώς νά ἐπιπλώνουν τά μέγαρά τους — καί πού τόν ἔκανε νά ἐπιθυμεῖ νά λάμψει στά μάτια μιᾶς ἄγνωστης πού τοῦ ἄρεσε, μέ μιά κομψότητα πού δέν τήν ὑπονοοῦσε μόνο τό ὄνομα Σουάν. Κι αὐτό τό ἐπιθυμοῦσε κυρίως, ὅταν ἡ ἄγνωστη ἦταν ἀπό ταπεινή καταγωγή. Κι ὅπως ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος δέν φοβᾶται μήπως θεωρηθεῖ κουτός ἀπό ἕναν ἄλλο ἔξυπνο, ἔτσι κι ἕνας κομψός κύριος δέν φοβᾶται μήπως ἡ χάρη του παραγνωριστεῖ ἀπό κανένα μεγάλον ἄρχοντα, ἀλλά ἀπό κάποιον ἀγροῖκο. Τά τρία τέταρτα ἀπό τίς ἐπιδείξεις πνεύματος καί τά ψέματα ματαιοδοξίας πού ἔχουν ξοδευτεῖ ἀφότου ὑπάρχει ὁ κόσμος, σπαταλήθηκαν σέ κατώτερους. Κι ὁ Σουάν, πού ἦταν ἁπλός καί ἀδιάφορος μπροστά σέ μιά δούκισσα, φοβόταν τήν περιφρόνηση κι ἔπαιρνε πόζες ὅταν βρισκόταν μπροστά σέ μιά καμαριέρα.
Δέν ἔμοιαζε μ᾿ αὐτούς πού ἀπό τεμπελιά, ἤ ἀπό ἕνα αἴσθημα ὑποταγῆς στήν ὑποχρέωση πού τούς δημιουργεῖ τό κοινωνικό μεγαλεῖο, παραμένουν δεμένοι σέ μιά ὁρισμένη ὄχθη, ἀπέχουν ἀπό τίς χαρές πού τούς προσφέρει ἡ πραγματικότητα ἔξω ἀπό τήν κοινωνική τους θέση στήν ὁποία ζοῦν  μέχρι νά πεθάνουν, καί περιορίζονται τελικά νά ἀποκαλοῦν χαρές, τίς μέτριες διασκεδάσεις ἤ τήν ὑποφερτή πλήξη πού τούς προσφέρει ἡ κοσμική τους αὐτή θέση. Ὁ Σουάν δέν προσπαθοῦσε νά βρεῖ  ὄμορφες τίς γυναῖκες μέ τίς ὁποῖες περνοῦσε τόν καιρό του, ἀλλά νά περνᾶ τόν καιρό του μέ γυναῖκες πού πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα θά τίς εἶχε βρεῖ ὄμορφες. Κι ἦταν συχνά γυναῖκες μέ ὀμορφιά ἀρκετά χυδαία, γιατί οἱ φυσικές ἀρετές πού ἀναζητοῦσε, ἔρχονταν χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, σέ τέλεια ἀντίθεση μέ τίς ἀρετές πού τόν ἔκαναν νά θαυμάζει στίς γυναῖκες πού ἀπέδιδαν σέ γλυπτά ἤ σέ πίνακες οἱ μεγάλοι καλλιτέχνες τῆς προτίμησής του. Τό βάθος ἡ μελαγχολία τῆς ἔκφρασης, πάγωναν τίς αἰσθήσεις του κι ἀρκοῦσε ἀντίθετα νά τίς ξυπνήσει μιά σάρκα ζωντανή, πλούσια καί ροδαλή.
Ἄν ταξιδεύοντας, συναντοῦσε μιά οἰκογένεια πού θά ᾿ταν πιό καθώς πρέπει νά μή γυρέψει νά γνωρίσει, μά στήν ὁποία ὑπῆρχε μιά γυναίκα πού ξεχώριζε στά μάτια του μέ ἄγνωστη ὡς τότε γι᾿ αὐτόν γοητεία, τότε, τό νά τήν κοιτάξει ἀφ᾿ ὑψηλοῦ, τό νά ἀλλάξει τήν εὐχαρίστηση πού θά μποροῦσε νά νιώσει μαζί της, μέ μιά εὐχαρίστηση διαφορετική, γράφοντας σέ κάποια παλιά ἐρωμένη του νά ᾿ρθει νά τόν συναντήσει, θά τοῦ φαινόταν δειλή παραίτηση ἀπό τή ζωή, ἀπάρνηση μιᾶς καινούργιας εὐτυχίας, λές κι ἀντί νά ταξιδέψει καί νά γνωρίσει ἄλλους τόπους, περιοριζόταν στό δωμάτιό του γιά νά κοιτάξει τή θέα τοῦ Παρισιοῦ. Δέν κλεινόταν στό οἰκοδόμημα τῶν σχέσεων του, ἀλλά κουβαλοῦσε μαζί του, παντοῦ ὅπου μιά γυναίκα τοῦ ἄρεσε, ἕνα ἀπ᾿ ἐκεῖνα τά λυόμενα τσαντήρια, σάν τούς ἐξερευνητές. Πόσες φορές δέν εἶχε ξοδέψει ὁλόκληρη τήν "πίστωση" πού εἶχε σέ μιά δούκισσα — πίστωση φτιαγμένη ἀπό τήν εὐχαρίστηση πού συσσώρευε ἐκείνη ἀπό χράνια γιά νά τοῦ γίνει ἀρεστή, χωρίς ὅμως νά τῆς δοθεῖ ποτέ ἡ εὐκαιρία — ζητώντας της μ᾿ ἕνα ἀδιάκριτο μήνυμα μιά σύσταση πού θά τόν ἔφερνε σ᾿ ἐπαφή μέ ἕνα ἀπό τούς ἐπιστάτες της, πού τήν κόρη του εἶχε προσέξει στήν ἐξοχή, ἔτσι ὅπως ἕνας πεινασμένος θά ᾿δινε ἕνα διαμάντι γιά ἕνα κομμάτι ψωμί. Ὕστερα, ἀνῆκε σ᾿ αὐτήν τήν κατηγορία τῶν ἔξυπνων ἀνθρώπων πού ἔζησαν ἀργόσχολα, καί ψάχνουν γι᾿ αὐτό νά βροῦν παρηγοριά στή σκέψη πώς αὐτή ἡ ἀπραξία προσφέρει στήν διάνοιά τους ἀντικείμενα μέ τόσο ἐνδιαφέρον, ὅσο τά ἀντικείμενα πού θά μποροῦσε νά δημιουργήσει ἡ τέχνη ἤ ἡ μελέτη καί πώς ἡ "Ζωή" προσφέρει καταστάσεις μέ πιότερο ἐνδιαφέρον καί πιό μυθιστορηματικές, ἀπ᾿ ὅλα τά μυθιστορήματα. Αὐτό τουλάχιστον ἐπέμενε νά λέει κι ἔπειθε εὔκολα τούς πιό ἐκλεπυσμένους φίλους του, καί κυρίως τόν βαρῶνο ντέ Σαρλύς· χαιρόταν νά τόν διασκεδάζει μέ τίς πικάντικες περιπέτειες πού τοῦ συνέβησαν, ὅπως ὅταν εἶχε συναντήσει στό τραῖνο μιά γυναίκα πού ἀφοῦ τήν ἔφερε στό σπίτι του, ἀνακάλυψε πώς ἦταν ἡ ἀδελφή ἑνός μονάρχη, πού στά χέρια του πλέκονταν ἐκείνη τή στιγμή ὅλα τά νήματα τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, γιά τήν ὁποία ἐνημερώθηκε μέ τρόπο πολύ εὐχάριστο.
Ἄλλωστε δέν ἦταν μόνο ἡ ἐντυπωσιακή στρατιά ἀπό ἐνάρετες γηραιές κυρίες, ἀπό στρατηγούς, ἀπό ἀκαδημαϊκούς, πού τούς ὑποχρέωνε νά τοῦ κάνουν τόν προξενητή. Ὅλοι οἱ φίλοι του εἶχαν συνηθίσει νά παίρνουν κάθε τόσο γράμματά του, στά ὁποῖα ζητοῦσε δυό λόγια συστατικά ἤ κάποια παρουσίαση. Μοῦ διηγήθηκαν πολλές φορές, χρόνια ἀργότερα ὅταν ἄρχισε νά μέ ἐνδιαφέρει ὁ χαραχτήρας του γιατί παρουσίαζε σ᾿ ἐντελῶς ἄλλα σημεῖα ὁμοιότητες μέ τό δικό μου, πώς σάν ἔγραφε στόν παππού μου — πού δέν ἦταν ἀκόμα τότε παππούς μου, γιατί τήν ἐποχή πού γεννήθηκα ἄρχισε ὁ μεγάλος ἔρωτας τοῦ Σουάν — ὁ παππούς μου, ἀναγνωρίζοντας στό φάκελλο τό γράψιμο τοῦ φίλου του, ἀναφωνοῦσε: «Νά ὁ Σουάν, κάτι θά γυρεύει πάλι· προσοχή!» Καί εἴτε ἀπό δυσπιστία, εἴτε ἀπό διαβολικό συναίσθημα πού μᾶς σπρώχνει νά προσφέρουμε κάτι μόνο σ᾿ αὐτούς πού  δέν τό  ἐπιθυμοῦν, οἱ παπποῦδες μου προβάλλανε ἀπόλυτη ἄρνηση στίς παρακλήσεις πού τούς  διαβίβαζε, καί πού θά μποροῦσαν  εὐκολώτατα νά ἱκανοποιήσουν — ὅπως νά τόν συστήσουν σέ μιά νέα κοπέλα πού γευμάτιζε κάθε Κυριακή στό σπίτι τους, καί πού ἦταν ὑποχρεωμένοι κάθε φορά πού τήν ἀνέφερε ὁ Σουάν, νά παριστάνουν πώς τάχα δέν τήν συναντοῦσαν πιά, παρ᾿ ὅλο, πού ὅλη τή βδομάδα ἀναρωτιόνταν ποιόν θά μποροῦσαν νά καλέσουν μαζί της καί συχνά δέν εὔρισκαν κανέναν, ἀκριβῶς γιατί δέν ἔκαναν νεῦμα σ᾿ ἐκεῖνον πού θά ἦταν τόσο εὐτυχισμένος, ἄν τόν καλοῦσαν.
Καμιά φορά κάποιο ζευγάρι φίλων τῶν παππούδων μου, πού ὡς τότε εἶχε ἐκφράσει τό παράπονο, πώς δέν ἔβλεπε ποτέ τόν Σουάν, τούς πληροφοροῦσε μέ ἱκανοποίηση καί ἴσως μέ τήν ἐπιθυμία νά προκαλέσει ζήλεια, πώς τούς εἶχε γίνει ἰδιαίτερα ἀγαπητός καί πώς ἦταν ἀχώριστοι. Ὁ παππούς μου δέν ἤθελε νά τούς χαλάσει τήν εὐχαρίστηση, ἀλλά κοίταζε τή γιαγιά μου καί σιγοτραγουδοῦσε: «Ποιό εἶναι αὐτό τό μυστήριο πού δέν μπορῶ νά ξεδιαλύνω» ἤ «φευγαλέο ὄνειρο».
Ἄν μερικούς μῆνες ἀργότερα ὁ παππούς μου ρωτοῦσε τόν καινούργιο φίλο τοῦ Σουάν: «Καί τό Σουάν τόν βλέπετε πάντα πολύ συχνά;», ἔβλεπε τό πρόσωπο τοῦ φίλου του νά ξινίζει: «Μήν ξαναναφέρετε ποτέ τ᾿ ὄνομά του μπροστά μου!»
Ὅταν ἡ ἐρωμένη τῆς στιγμῆς τύχαινε νά εἶναι κοσμική, ἤ τουλάχιστον γυναίκα πού ἡ ὑπερβολικά ταπεινή καταγωγή της, δέν τήν ἐμπόδιζαν νά γίνεται  δεχτή  στά  σαλόνια,  τότε  ξαναγυρνοῦσε στόν καλό κόσμο γιά χατήρι της, ἀλλά μόνο στόν ὡρισμένο κύκλο ὅπου συνήθιζε νά κινεῖται ἐκείνη ἤ ἐκεῖ πού τήν εἶχε παρασύρει ὁ ἴδιος· καί τότε, σά σκεφτόταν τόν θαυμασμό καί τή φιλία, πού οἱ φίλοι πού θά συναντοῦσε ἐκεῖ, θά τοῦ προσφέρανε μπροστά στή γυναίκα πού ἀγαποῦσε, τότε ἀνακάλυπτε ξανά μιά ἕλξη γι᾿ αὐτήν τήν κοσμική ζωή, πού τήν εἶχε χορτάσει, ἀλλά πού ἡ ὕλη της διαποτισμένη καί χρωματισμένη ζεστά ἀπό μιά φλόγα κρυμμένη πού ἔπαιζε μέσα της, τοῦ φαινόταν πολύτιμη καί ὡραία ἀπό τότε πού εἶχε ἐνσωματώσει  σ᾿ αὐτήν ἕναν καινούργιο ἔρωτα.
Ὅταν μιά μέρα τόν παρουσίασε στήν Ὀντέτ ντέ Κρεσύ ἕνας παλιός του φίλος — πού τοῦ εἶχε μιλήσει γι᾿ αὐτήν περιγράφοντάς την σάν μιά γυναίκα χαριτωμένη πού μαζί της θά μποροῦσε ἴσως νά καταλήξει σέ κάτι, κι ἔτσι τοῦ τή ζωγράφιζε πιό δύσκολη ἀπ᾿ ἦταν στά ἀλήθεια, γιά νά φανεῖ πιό εὐγενική ἡ ἀπόφασή του νά τήν συστήσει — ἡ Ὀντέτ εἶχε φανεῖ στό Σουάν ὄχι βέβαια χωρίς ὀμορφιά, ἀλλά μ᾿ ἕνα εἶδος ὀμορφιᾶς πού τόν ἄφηνε ἀδιάφορο. Εἶχε ἕνα προφίλ πιό τονισμένο ἀπ᾿ ὅτι τοῦ ἄρεσε, ἕνα δέρμα πιό εὔθραστο, ζυγωματικά ἐξογκωμένα. Εἶχε ὡραῖα μάτια, μά τόσο μεγάλα, πού λύγιζαν ἀπ᾿ τόν ἴδιο τους τόν ὄγκο καί κούραζαν τό ὑπόλοιπό της πρόσωπο. Λίγον καιρό ὕστερ᾿ ἀπό τήν γνωριμία τους στό θέατρο, τοῦ εἶχε γράψει γιά νά τοῦ ζητήσει νά δεῖ τίς συλλογές του πού τήν ἐνδιέφεραν τόσο, "αὐτή τήν ἀπαίδευτη πού τῆς ἄρεσαν τά ὡραῖα πράγματα". Κι ἔλεγε ἀκόμα πώς πίστευε ὅτι θά τόν γνώριζε καλύτερα, ὅταν θά τόν ἔβλεπε στό "σπιτικό του", ὅπου τόν φανταζόταν "τόσο ἄνετα βολεμένο μέ τό τσάϊ καί τά βιβλία του", μ᾿ ὅλο πού δέν τοῦ ἔκρυβε τήν ἔκπληξή της γιατί κατοικοῦσε σ᾿ αὐτή τή γειτονιά, πού σίγουρα ἦταν πολύ θλιβερή "τόσο λίγο κομψή γι᾿ αὐτόν, πού ἦταν τόσο πολύ". Κι ἀφοῦ τήν ἄφησε νά ἔρθει, τήν ὥρα πού τόν ἀποχαιρετοῦσε, τοῦ ἄφησε νά φανεῖ πώς θεωροῦσε ὅτι εἶχε πραγματοποιηθεῖ μιά μυθιστορηματική ἐπαφή ἀνάμεσά τους, κι αὐτό τόν ἔκανε νά χαμογελάσει. Ἔτσι στήν ἡλικία πού σχεδόν δέν τρέφει πιά κανείς αὐταπάτες, καί τήν πλησίαζε τώρα ὁ Σουάν, κι ὅπου ξέρεις πώς ἀρκεῖ  νά  ᾿σαι  ἐρωτευμενος γιά τήν εὐχαρίστηση νά ᾿σαι ἐρωτευμένος χωρίς νά ἀπαιτεῖς ἀμοιβαιότητα, αὐτό τό πλησίασμα τῶν καρδιῶν κι ἄν ἀκόμα δέν εἶναι ὅπως στήν πρώτη νιότη ὁ στόχος στόν ὁποῖο τείνει ὁ ἔρωτας, παραμένει ὡστόσο δεμένο μαζί σου μ᾿ ἕνα τόσο δυνατό συνειρμό, πού μπορεῖ νά γίνει αἰτία τοῦ ἔρωτα, ἄν τύχει καί ἐμφανιστεῖ πρίν ἀπ᾿ αὐτόν. Ἄλλοτε ὀνειρευόσουν νά ἀποχτήσεις τήν καρδιά μιᾶς γυναίκας πού ἐρωτεύτηκες· ἀργότερα τό νά νιώθεις πώς ἀπόχτησες τήν καρδιά μιᾶς γυναίκας μπορεῖ νά σέ κάνει νά τήν ἐρωτευτεῖς. Ἔτσι, στήν ἡλικία πού θά ᾿λεγες, — ἀκριβῶς γιατί γυρεύεις στόν ἔρωτα μιά ὑποκειμενική εὐχαρίστηση, — πώς ὁ ρόλος τῆς ἐκτίμησης τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας  θά ᾿πρεπε νά ᾿ναι πιό μεγάλος, ὁ ἔρωτας ὁ πιό σαρκικός μπορεῖ νά γεννηθεῖ χωρίς νά ὑπάρχει στή βάση του ἕνας προγενέστερος πόθος. Σ᾿ αὐτήν τήν ἐποχή τῆς ζωῆς ἔχει κανείς ἐρωτευτεῖ πολλές φορές· ὁ ἔρωτας δέν κινεῖται πιά μόνος, σύμφωνα μέ τούς ἄγνωστους καί μοιραίους νόμους του, μπροστά στήν ξαφνιασμένη καί ἀνήμπορη καρδιά μας. Τόν βοηθοῦμε μέ τή μνήμη μέ τήν ὑποβολή. Καθώς κατέχουμε τό τραγούδι του, χαραγμένο ὁλάκαιρο μέσα μας, δέν χρειαζόμαστε τήν γυναίκα πού θά μᾶς πεῖ τήν ἀρχή του — ἀρχή πού ἐμπνέει ἡ ὀμορφιά —  γιά νά βροῦμε τή συνέχειά του. Κι ἄν τό τραγούδι ἀρχίζει ἀπό τή μέση ἐκεῖ πού συναντιοῦνται οἱ καρδιές, ἡ μουσική μᾶς εἶναι τόσο γνωστή, ὥστε μποροῦμε νά συναντήσουμε τή συντροφιά μας, στό σημεῖο πού μᾶς περιμένει.
Ἡ Ὀντέτ ξαναγύρισε νά δεῖ τό Σουάν, οἱ ἐπισκέψεις ἔγιναν ὕστερα πιό συχνές· καί σίγουρα ἡ κάθε ἐπίσκεψη ἀνανέωνε τήν ἀπογοήτευση πού ἔνιωθε μπροστά σ᾿ αὐτό τό πρόσωπο πού εἶχε ξεχάσει στό μεταξύ ὅλες του τίς ἰδιομορφίες, καί πού ἦταν παρά τή νιότη του, τόσο μαραμένο· λυπόταν ὅσο κουβένταζε μαζί της, πού ἡ μεγάλη της ὀμορφιά δέν ἀνῆκε στό εἶδος πού θά κέρδιζε τήν αὐθόρμητη προτίμησή του. Μά ὅταν ἔφευγε ἡ Ὀντέτ, ὁ Σουάν χαμογελοῦσε καθώς σκεφτόταν πώς τοῦ εἶχε πεῖ πόσο μακρύς θά τῆς φαινόταν ὁ χρόνος ὥσπου νά τῆς ἐπιτρέψει νά ξανάρθει· θυμόταν τό ἀνήσυχο, δειλό ὕφος της πού τήν ἔκανε συγκινητική κάτω ἀπ᾿ τό μπουκέτο μέ τούς ψεύτικους πανσέδες πού ἦταν καρφιτσωμένο πάνω στό ἄσπρο ψάθινο καπέλο της μέ τίς μαῦρες βελούδινες κορδέλες. «Κι ἐσεῖς», τοῦ εἶχε πεῖ, «δέν θά ᾿ρθετε καμιά φορά σπίτι μου γιά τσάϊ;». Εἶχε προφασιστεῖ μιά ἐργασία πού συνέχιζε, μιά μελέτη γιά τό ζωγράφο Βερμέερ [6], πού στήν πραγματικότητα τήν εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπό χρόνια. «Καταλαβαίνω πώς ἐγώ ἡ ἀδύναμη δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα κοντά σ᾿ ἐσᾶς τούς μεγάλους σοφούς» τοῦ εἶχε ἀπαντήσει. «Θά μέ κοροϊδέψετε ἀλλ᾿ αὐτόν τό ζωγράφο πού σᾶς ἐμποδίζει νά μέ βλέπετε, πρώτη φορά τόν ἀκούω· ζεῖ ἀκόμα; Μπορεῖ κανείς νά δεῖ τά ἔργα του στό Παρίσι; γιά νά μπορέσω νά καταλάβω ἔτσι τί ἀγαπᾶτε, νά μαντέψω λίγο τί ὑπάρχει κάτω ἀπό αὐτό τό μεγάλο μέτωπο, σ᾿ αὐτό τό κεφάλι πού τό νιώθω πάντα νά σκέφτεται, γιά νά μπορέσω να πῶ: νά, αὐτό σκέφτεται τώρα». Ὁ Σουάν θέλησε νά δικαιολογηθεῖ λέγοντας πώς φοβᾶται τίς καινούργιες φιλίες, κι ὀνόμασε  ἀπό φιλοφροσύνη, τό φόβο αὐτό, φόβο νά μή γίνει δυστυχισμένος. «Φοβᾶστε μιά στοργική ἀγάπη; Τί ἀστεῖο ἐγώ μόνο αὐτό ἀποζητῶ», εἶπε μέ μιά φωνή τόσο φυσική, τόσο σίγουρη, πού ἐκεῖνος ταράχτηκε. «Σίγουρα ὑποφέρατε γιά μιά γυναίκα. Καί πιστεύετε πώς κι οἱ ἄλλες εἶναι σάν αὐτή. Δέν μπόρεσε νά σᾶς καταλάβει· εἴσαστε τόσο ξεχωριστός. Αὐτό εἶναι πού πρωταγάπησα σέ σᾶς, ἔνιωσα πώς δέν εἶστε σάν τούς ἄλλους».
«Κι ἐσεῖς ἄλλωστε» τῆς εἶπε, «δέν θά εἶστε πολύ ἐλεύθερη».
 «Ἐγώ δέν ἔχω τίποτα νά κάνω! Εἶμαι πάντα ἐλεύθερη, θά ᾿μαι πάντα ἐλεύθερη γιά σᾶς. Θά ἦταν συμπαθητικό νά κάνατε τή γνωριμία τῆς κυρίας Βερντυρέν, πού στό σπίτι της πηγαίνω κάθε βράδυ. Σκεφτεῖτε! ἄν συναντιόμασταν ἐκεῖ, κι ἄν μποροῦσα τότε νά λογαριάζω πώς βρίσκεστε ἐκεῖ λιγάκι γιά χατήρι μου!»
 Καί βέβαια ὅταν θυμόταν τίς συζητήσεις τους, ὅταν μόνος τή σκεφτόταν, ἄφηνε μονάχα τήν εἰκόνα της νά κινηθεῖ ἀνάμεσα σέ πολλές ἄλλες εἰκόνες γυναικῶν μέσα σέ μυθιστορηματικά ὀνειροπολήματα· ἄν ὅμως χάρη σέ μιά ὁποιαδήποτε περίσταση, ἡ εἰκόνα τῆς Ὀντέτ κατόρθωνε ν᾿ ἀποροφήσει ὅλα του τά ὀνειροπολήματα,  ἄν τά  ὀνειροπολήματα αὐτά γίνονταν  ἀδιαχώριστα  ἀπ᾿ τήν ἀνάμνησή της, τότε οἱ ἀτέλειες τοῦ κορμιοῦ της δέν θά εἶχαν πιά καμιά σημασία,  ἀφοῦ, ἔχοντας πιά γίνει τό κορμί τῆς ἀγαπημένης, θά ἦταν ἀπό δῶ καί μπρός τό μόνο πού θά μποροῦσε νά τοῦ προκαλέσει χαρές καί ἀνησυχίες.
Ὁ παππούς μου εἶχε γνωρίσει τήν οἰκογένεια αὐτῶν τῶν Βερντυρέν. Εἶχε ὅμως χάσει κάθε ἐπαφή μέ αὐτό πού ἀποκαλοῦσε ὁ "νεαρός Βερντυρέν" καί πού θεωροῦσε κάπως σχηματικά, πώς εἶχε ξεπέσει στούς μποέμ καί τούς ἀπόβλητους. Μιά μέρα πῆρε ἕνα γράμμα τοῦ Σουάν πού τόν ρωτοῦσε ἄν θά μποροῦσε νά τόν φέρει σ᾿ ἐπαφή μέ τούς Βερντυρέν: «Προσοχή! Προσοχή» φώναξε ὁ παππούς μου, «δέν μέ ξαφνιάζει αὐτό καθόλου, σίγουρα ἐκεῖ θά κατέληγε ὁ Σουάν. Θαυμάσιο περιβάλλον! Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα δέν μπορῶ νά κάνω αὐτό πού μοῦ γυρεύει, ἀφοῦ δέν ἔχω πιά σχέσεις μ᾿ αὐτόν τόν κύριο. Κι ὕστερα αὐτό κρύβει κάποια γυναικοδουλειά, δέν ἀνακατεύομαι σ᾿ αὐτές τίς ἱστορίες. Ἔ λοιπόν, θά διασκεδάσουμε, ἄν ὁ Σουάν μπλέξει μέ τούς μικρούς Βερντυρέν».
Κι ἐπειδή ὁ παππούς μου ἀπάντησε ἀρνητικά, ἡ ἴδια ἡ Ὀντέτ ὁδήγησε τόν Σουάν στούς Βερντυρέν.
Τή μέρα πού ὁ Σουάν ἔκανε τήν πρώτη του ἐμφάνιση στούς Βερντυρέν, εἶχαν στό τραπέζι τό γιατρό καί τήν κυρία Κοττάρ, τό νεαρό πιανίστα μέ τή θεία του καί τό ζωγράφο τόν "κύριο Μπίς" πού εἶχε τότε τήν προτίμησή τους, καί σ᾿ αὐτούς προστέθηκαν ἀργότερα, τό βράδυ, μερικοί ἀκόμα πιστοί.
        Ὁ γιατρός Κοττάρ δέν ἤξερε ποτέ σίγουρα σέ τί τόνο ἔπρεπε νά ἀπαντήσει σ᾿ ἕνα συνομιλητή του, ἄν δηλαδή ὁ συνομιλητής του μιλοῦσε ἀστεῖα ἤ σοβαρά. Κι ἔτσι πρόσθετε σ᾿ ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου του, ἕνα ὑποθετικό καί προσωρινό χαμόγελο πού μποροῦσε νά τόν ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τήν μομφή τῆς ἀφέλειας, ἄν τύχαινε νά ᾿ναι ἀστεϊσμοί ὅσα τοῦ εἶχαν πεῖ.  Ἀλλά γιά νά  ἀντιμετωπίσει καί τό ἀντίθετο ἐνδεχόμενο, δέν τολμοῦσε ν᾿ ἀφήσει τό χαμόγελό του νά ἐκδηλωθεῖ ξεκάθαρα πάνω στό πρόσωπό του, κι ἔβλεπες νά προβάλλει μόνιμα μιά ἀβεβαιότητα, ὅπου διάβαζες τό ἐρώτημα πού δέν τολμοῦσε νά θέσει: "Αὐτά πού λέτε, τά λέτε στά σοβαρά;" Ἐπειδή τοῦ ἔλειπε ἐντελῶς τό κριτικό πνεῦμα, τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἀντιληφθεῖ τή λεπτή εὐγένεια πού μᾶς κάνει νά βεβαιώνουμε κάποιον πού ὑποχρεώνουμε, πώς ἐμεῖς τοῦ ἔχουμε ὑποχρέωση, χωρίς νά περιμένουμε νά μᾶς πιστέψει. Μ᾿ ὅλο πού δέν μποροῦσε νά τόν δεῖ τέτοιον πού ἦταν πραγματικά, ἡ κυρία Βερντυρέν εἶχε φτάσει στό σημεῖο νά ἐνοχλεῖται, ἄν, ὅταν τόν προσκαλοῦσε σ᾿ ἕνα ἀπό τά πρῶτα θεωρεῖα γιά ν᾿ ἀκούσει τή Σάρα Μπερνάρ [7] , καί τοῦ ἔλεγε γιά νά δώσει περισσότερη χάρη στήν πρόσκλησή της: «Εἶστε πολύ εὐγενικός πού ἤρθατε γιατρέ, ἀφοῦ μάλιστα εἶμαι βέβαιη πώς ἔχετε συχνά ἀκούσει τή Σάρα Μπερνάρ, κι ἴσως καθόμαστε πολύ κοντά στή σκηνή», καί ὁ γιατρός, πού εἶχε μπεῖ στό θεωρεῖο μ᾿ ἕνα χαμόγελο πού για ν᾿ ἀποσαφηνιστεῖ ἤ νά ἐξαφανιστεῖ, περίμενε ν᾿ ἀκούσει τή γνώμη κάποιου εἰδικοῦ γιά τήν ἀξία τῆς παράστασης, τῆς ἀπαντοῦσε: «Πραγματικά, βρισκόμαστε πολύ μπροστά καί ἀρχίζει νά γίνεται κουραστική ἡ Σάρα Μπερνάρ. Ἐκφράσατε ὅμως τήν ἐπιθυμία νά ἔρθω. Γιά μένα οἱ ἐπιθυμίες σας εἶναι διαταγές. Εἶμαι ἰδιαίτερα εὐτυχής πού μπορῶ νά σᾶς προσφέρω αὐτή τήν έξυπηρέτηση».
        «Ξέρεις» εἶχε πεῖ ἡ κυρία Βερντυρέν στόν ἄντρα της, «νομίζω πώς κάνουμε λάθος ὅταν ἀπό μετριοφροσύνη μειώνουμε τό τί προσφέρουμε στό γιατρό. Εἶναι ἕνας σοφός πού ζεῖ ἔξω ἀπ᾿ τήν πραχτική ζωή, δέν ξέρει ὁ ἴδιος τήν ἀξία τῶν πραγμάτων κι ἀναφέρεται πάντα σ᾿ ὅ,τι τοῦ ποῦμε ἐμεῖς». Καί τή ἑπόμενη Πρωτοχρονιά, ἀντί νά στείλει στό γιατρό ἕνα ρουμπίνι τριῶν χιλιάδων φράγκων λέγοντας πώς εἶναι ἕνα ἀσήμαντο δωράκι, ὁ  κύριος Βερντυρέν ἀγόρασε γιά τριακόσια φράγκα μιά πέτρα τῆς σειρᾶς καί τόν ἄφησε νά πιστέψει πώς δύσκολα βρίσκεται τόσο ὡραία.
        Λέγοντας στούς Βερντυρέν πώς ὁ Σουάν ἦταν πολύ "καθώς πρέπει", ἡ Ὀντέτ τούς εἶχε κάνει νά φοβηθοῦν πώς θά ἦταν "πληκτικός". Ἀντίθετα ὅμως τούς προκάλεσε θαυμάσια ἐντύπωση, πράγμα πού ὀφειλόταν, χωρίς νά τό ξέρουν, στό ὅτι σύχναζε στήν κομψή κοινωνία. Ὁ Σουάν εἶχε τό πλεονέκτημα τῶν ἀνθρώπων πού δέν μεταμορφώνουν "τόν καλό κόσμο" μέ τήν ἐπιθυμία ἤ τή φρίκη πού προκαλεῖ στή φαντασία, ἀλλά τόν θεωροῦν σάν κάτι χωρίς σημασία. Ἡ εὐγένειά τους χωρίς σνομπισμό καί χωρίς τό φόβο μή φανοῦν ὑπέρμετρα εὐγενικοί, εἶναι πιά ἐντελῶς ἀνεξάρτητη. Ἡ κομψότητα τῶν κοσμικῶν, εἶχε τελικά περάσει χωρίς νά τό συνειδητοποιήσει, στήν κοινωνική συμπεριφορά τοῦ Σουάν. Ἔτσι ἀπέναντι σέ πρόσωπα ἑνός περιβάλλοντος κατώτερου ἀπ᾿ τό δικό του (ὅπως οἱ Βερντυρέν καί οἱ φίλοι τους), ἔδειχνε ἀπό ἔνστικτο μιά προθυμία καί δέν φερνόταν ποτέ ὅπως ἕνας πληκτικός. Ὁ Σουάν ζήτησε νά γνωρίσει ὅλον τό κόσμο, καί ἀνάμεσά τους ἕνα παλιό φίλο τῶν Βερντυρέν, τόν Σανιέτ, πού ἡ συστολή, ἡ ἁπλότητα κι ἡ καλή καρδιά τόν εἶχαν κάνει νά χάσει παντοῦ, τήν ἐκτίμηση πού χρωστοῦσε στήν ἐπιστημονική του γνώση τῶν ἀρχείων, στή μεγάλη του περιουσία καί στήν ξεχωριστή οἰκογένεια στήν ὁποία ἀνῆκε. Μιλοῦσε μέ δυσκολία, σάν νά ᾿χε ζυμάρι στό στόμα κι αὐτό ἦταν συμπαθητικό, γιατί πρόδινε λιγότερο μιά δυσκολία στή γλώσσα παρά κάτι σάν ψυχική ἀρετή, κάτι σάν ὑπόλειμμα ἀπό τήν ἀθωότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας, πού δέν τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ποτέ. Ὅλα τά σύμφωνα πού δέν μποροῦσε νά προφέρει ἔδιναν τήν ἐντύπωση πώς ἦταν ἀντίστοιχες σκληρότητες γά τίς ὁποῖες ἦταν ἀνίκανος. Ὁ Σουάν τούς συγκίνησε πολύ, ὅταν θεώρησε σωστό νά ζητήσει νά γνωρίσει τή θεία τοῦ πιανίστα. Ντυμένη ὅπως πάντα στά μαῦρα ἔσκυψε μπροστά στό Σουάν μέ σεβασμό, ἀλλά ὀρθώθηκε πάλι μέ βασιλικό μεγαλεῖο. Καθώς δέ ἦταν μορφωμένη καί φοβόταν μήν κάνει λάθη γλωσσικά, πρόφερνε ἐπίτηδες μέ τρόπο συγκεχυμένο, γιατί σκεφτόταν πώς ἄν τῆς ξέφευγε κανένα λάθος, θά τό σκέπαζε ἡ ἀσάφεια καί ἔτσι δέν θά τό πρόσεχε κανείς· μ᾿ αὐτόν τό τρόπο ἡ ὁμιλία της ἦταν ἕνα συνεχές γουργουρητό, ἀπ᾿ τό ὁποῖο ξεχώριζαν κάθε τόσο μερικές λέξεις γιά τίς ὁποῖες αἰσθανόταν βέβαιη. «Δέν ἀκούσατε ποτέ τόν ἀνεψιό της;» εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν, «εἶναι κάτι θαυμάσιο, δέν εἶναι ἔτσι γιατρέ; Θέλετε νά τόν παρακαλέσω νά μᾶς παίξει κάτι, κύριε Σουάν;»
        «Μά θά εἶναι μιά εὐτυχία...» ἄρχισε νά ἀπαντάει ὁ Σουάν, ὅταν τόν ἔκοψε ὁ γιατρός μ᾿ ἕνα κοροϊδευτικό ὕφος. Ἐπειδή εἶχε προσέξει πώς ἡ χρησιμοποίηση τῆς πομπώδικης μορφῆς ἦταν ξεπερασμένη, μόλις ἄκουγε μιά λέξη ἐπίσημη νά λέγεται σοβαρά, ὅπως ἄκουσε τή λέξη "εὐτυχία", νόμιζε πώς αὐτός πού τήν εἶχε προφέρει, δειχνόταν ἐπιπόλαιος λογάς. Ὁ γιατρός λογάριαζε πώς ἡ ἀρχινισμένη φράση ἦταν γελοία καί τήν τελείωνε εἰρωνικά μέ μιά κοινότοπη ἔκφραση πού ὁ ἴδιος φαινόταν νά κατηγορεῖ τόν συνομιλητή του πώς ἤθελε νά χρησιμοποιήσει, ἐνῶ ὁ τελευταῖος δέν εἶχε καμιά τέτοια πρόθεση.
        «Μιά εὐτυχία γιά τή Γαλλία [8] !» φώναξε πονηρά καί σήκωσε ἐμφατικά τά χέρια.
         Ὁ κύριος Βερντυρέν δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἕνα γέλιο.
     «Τί ἔχουν καί γελοῦν αὐτοί οἱ καλοί ἄνθρωποι; Ἄν νομίζετε πώς ἐγώ διασκεδάζω νά μένω ἐδῶ ὁλομόναχη σάν τιμωρημένη» φώναξε ἡ κυρία Βερντυρέν μέ πειραγμένο ὕφος, προσποιητά παιδικό.
        Ἡ κυρία Βερντυρέν ἦταν καθισμένη σ᾿ ἕνα ψιλό κάθισμα ἀπό γυαλισμένο ἐλάτινο ξύλο, χαρισμένο ἀπό ἕνα Σουηδό βιολιστή, καί πού τό φύλαγε παρ᾿ὅλο πού ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τά ὡραῖα  παλιά ἔπιπλα της· ἐπέμενε ὅμως ν᾿ ἀφήνει σ᾿ ἐμφανίσιμο σημεῖο τά δῶρα πού οἱ πιστοί συνήθιζαν νά τῆς προσφέρουν, ὥστε οἱ δωρητές νά ᾿χουν τή χαρά νά τ᾿ ἀναγνωρίζουν ὅταν ἔρχονταν.
        Ἀπ᾿ αὐτή τήν ὑπερυψωμένη θέση παρακολουθοῦσε κεφάτη τίς συζητήσεις τῶν πιστῶν καί διασκέδαζε μέ τίς "φαιδρότητές" τους· ἀπό τότε ὅμως πού εἶχε συμβεῖ τό ἀτύχημα στή μασέλα της, εἶχε πάψει νά κάνει τόν κόπο "νά σκάει ἀληθινά στά γέλια" κι ἀντί γι᾿ αὐτό περιοριζόταν σέ μιά συμβατική μιμική πού ἔδινε χωρίς κούραση καί κίνδυνο, τήν ἐντύπωση πώς γελοῦσε μέχρι δακρύων. Μέ τήν παραμικρή κουβέντα πού ξεστόμιζε ἕνας ἀπό τούς ταχτικούς, μέ στόχο τούς πληχτικούς ἤ ἕνα πρώην ταχτικό πού τόν εἶχαν διώξει στό στρατόπεδο τῶν πληχτικῶν — καί γιά μεγάλη ἀπελπισία τοῦ κυρίου Βερντυρέν, πού εἶχε ἀπό καιρό τή φιλοδοξία νά εἶναι τό ἴδιο συμπαθητικός μέ τή γυναίκα του, καί πού ἐπειδή γελοῦσε πολύ, λαχάνιαζε γρήγορα κι ἔτσι τόν ξεπερνοῦσε καί τόν νικοῦσε μέ τήν πονηρία της ἡ γυναίκα του, πού μποροῦσε νά γελάει ἀδιάκοπα καί ψεύτικα — ἡ κυρία Βερντυρέν ἔβγαζε μιά μικρή κραυγή, ἔκλεινε ὁλότελα τά πουλίσια μάτια της, καί ξαφνικά σά νά ᾿θελε νά προφυλαχτεῖ ἀπό ᾿να ἄσεμνο θέαμα ἤ μιά θανάσιμη κρίση, ἔρριχνε τό πρόσωπό της στά χέρια της, τό σκέπαζε ὁλότελα κι ἔκανε σά νά προσπαθοῦσε νά πνίξει, νά θάψει ἕνα γέλιο, πού ἄν τό ἄφινε ἐλεύθερο θά τῆς εἶχε φέρει λιγιθυμιά.
        Στό μεταξύ ὁ κύριος Βερντυρέν, παρακαλοῦσε τό νέο καλλιτέχνη νά δεχθεῖ νά παίξει πιάνο. «Ὁ κύριος Σουάν ἴσως νά μήν γνωρίζει τή σονάτα σέ φά δίεση πού ἀνακαλύψαμε. Θά μᾶς παίξει τή διασκευή γιά πιάνο» εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν.
        «Ἄ! ὄχι! ὄχι τή σονάτα μου!» φώναξε ἡ κυρία Βερντυρέν, «δέν ἔχω καμιά διάθεση νά πάθω ἀπό τό πολύ κλάμα ἐγκεφαλικούς πόνους καί νευραλγία ὅπως τήν τελευταία φορά· εὐχαριστῶ γιά τό δῶρο, δέν ἔχω διάθεση νά ξαναρχίσω· εἶστε καλοί ἐσεῖς, οἱ  ἄλλοι, εἶναι φανερό πώς δέν θά μείνετε ἐσεῖς  μιά βδομάδα στό κρεβάτι!
        Αὐτή τή μικρή σκηνή πού τήν ἐπαναλάμβανε κάθε φορά πού ἑτοιμαζόταν νά παίξει ὁ πιανίστας, ἐνθουσίαζε τούς φίλους σάν νά ἦταν καινούργια, σάν μιά ἀπόδειξη τῆς γοητευτικῆς πρωτοτυπίας τῆς "πατρόνας" καί τῆς μουσικῆς της εὐαισθησίας. Ὅσοι βρίσκονταν κοντά της, ἔκαναν νόημα σ᾿ αὐτούς πού πιό μακριά κάπνιζαν ἤ ἔπαιζαν χαρτιά νά πλησιάσουν, γιατί κάτι συνέβαινε καί τούς ἔλεγαν — ὅπως λένε καί στό Ράϊχστανγκ [9]  στίς ἐνδιαφέρουσες στιγμές — «Ἀκοῦστε, ἀκοῦστε». Καί τήν ἑπομένη ἐκφράζανε τή λύπη τους σ᾿ ὅσους ἀπουσίαζαν, λέγοντάς τους πώς ἡ σκηνή ἦταν ἀκόμα πιό  διασκεδαστική ἀπό τό συνηθισμένο.
        «Ἔ, λοιπόν καλά! Σύμφωνοι, δέν θά παίξει παρά μόνο τό ἀντάντε», εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν.
       «Μόνο τό ἀντάντε! Καλά τά βολεύεις!» φώναξε ἡ κυρία Βερντυρέν. «Μά τό ἀντάντε εἶναι ἀκριβῶς πού μοῦ παραλύει χέρια καί πόδια. Εἶναι ἀλήθεια θαυμάσιος ὁ κύριός μας. Εἶναι σά νά ἔλεγε γιά τήν Ἐνάτη [10] : θ᾿ ἀκούσουμε μόνο τό φινάλε ἤ γιά τούς  Ἀρχιτραγουδιστές [11] , μόνο τήν εἰσαγωγή».
        Ὁ γιατρός ὡστόσο προσπαθοῦσε νά πείσει τήν κυρία Βερντυρέν, ν᾿ἀφήσει τόν πιανίστα νά παίξει, ὄχι γιατί θεωροῦσε ψεύτικη τήν ἀναστάτωση πού τῆς προκαλοῦσε ἡ μουσική — ἀναγνώριζε κάποια συμπτώματα νευρασθάνειας — ἀλλά γιατί ἀκολουθοῦσε τή συνήθεια πολλῶν γιατρῶν, νά μειώνουν τήν αὐστηρότητα τῶν ὁδηγιῶν τους μόλις δοῦν ὅτι κινδυνεύει κάποια κοσμική συγκέντρωση, καί στήν ὁποία παίζει βασικό ρόλο τό πρόσωπο πού συμβουλεύουν, νά ξεχάσει γιά μιά φορά τή δυσπεψία ἤ τή γρίππη του.
        «Δέν θά ἀρρωστήσετε τούτη τή φορά, θά τό δεῖτε», εἶπε. «Κι ἄν ἀρρωστήσετε, θά σᾶς περιποιηθοῦμε».
       «Τό λέτε ἀλήθεια;» ἀπάντησε ἡ κυρία Βερντυρέν, λές καί μπροστά στήν προσμονή μιᾶς τέτοιας εὔνοιας, δέν τῆς ἔμενε παρά νά ὑποκύψει. Ἴσως ἀκόμα μέ τό νά λέει τόσες φορές πώς θ᾿ ἀρρωστήσει, νά ᾿χε στιγμές πού δέ θυμόταν πώς ἦταν ψέμα κι ἀποκτοῦσε τή ψυχική διάθεση τοῦ ἀρρώστου. Καί οἱ ἄρρωστοι, κουρασμένοι νά ᾿ναι πάντοτε ὑποχρεωμένοι νά ἐξαρτοῦν ἀπό τήν ὑπακοή τους τήν ἀποφυγή κάθε ἐπιδείνωσης, ἀρέσκονται νά πιστεύουν πώς θά μπορέσουν νά κάνουν ἀτιμώρητα  ὅ,τι συνήθως τούς ἀρέσει μά τούς πονᾶ, ἀρκεῖ νά παραδοθοῦν στά χέρια κάποιου δυνατοῦ, πού χωρίς οἱ ἴδιοι νά  κοπιάσουν μέ μιά λέξη ἤ μ᾿ ἕνα χάπι, θά τούς συνεφέρει ἀμέσως.
        Βλέποντας ἡ κυρία Βερντυρέν τόν Σουάν καθισμένο σέ μιά καρέκλα τόν ἀνάγκασε νά σηκωθεῖ: «Δέν εἴσαστε καλά ἐκεῖ. Γιατί δέν πᾶτε νά καθίσετε κοντά στήν Ὀντέτ;  Ὀντέτ δέν θά κάνετε θέση γιά τόν κύριο Σουάν;»
        «Τί  ὡραῖο Μπωβαί [12] » εἶπε ὁ Σουάν πρίν καθίσει, γιά νά γίνει εὐχάριστος.
        «Ἄ, χαίρομαι πού ἐκτιμᾶτε τόν καναπέ μου» ἀπάντησε ἡ κυρία Βερντυρέν. Καί σᾶς προειδοποιῶ πώς ἄν γυρέψετε νά βρεῖτε ἄλλον τό ἴδιο ὡραῖο, καλύτερα νά ἐγκαταλείψετε τήν προσπάθεια. Ἀρκεῖ νά κοιτάξετε τά μικρά κομμάτια στίς μπορντοῦρες. Νά! κοιτάξετε ἐδῶ, τό μικρό κλῆμα σέ κόκκινο φόντο γιά τό μύθο τῶν Σταφυλιῶν καί τῆς Ἀρκούδας. Δέ εἶναι ὀρεχτικό αὐτό τό σταφύλι; Ὁ ἄντρας μου διατείνεται πώς δέν ἀγαπῶ τά φροῦτα. Ὅμως ὄχι, εἶμαι πιό λαίμαργη ἀπ᾿ ὅλους σας, ἀλλά δέν χρειάζεται νά βάλω τά φροῦτα στό στόμα μου, ἀφοῦ τά χαίρομαι μέ τά μάτια. Μά τί σᾶς πιάνει καί γελᾶτε ὅλοι; Ρωτῆστε τό γιατρό, θά σᾶς πεῖ πώς τά σταφύλια αὐτά εἶναι γιά μένα καθαρτικά! Ἄλλοι κάνουν κοῦρες τοῦ Φονταινεμπλώ, ἐγώ κάνω τή μικρή κούρα μου τοῦ Μπωβαί. Κύριε Σουάν δέν θά φύγετε χωρίς πρῶτα ν᾿ ἀγγίξετε τά μικρά μπρούτζινα ἀνάγλυφα τῆς πλάτης. Δέν εἶναι πολύ ἁπαλή ἡ πατίνα τους; Μά ὄχι ἔτσι, μέ ὁλόκληρο τό χέρι σας, ἀγγίξτε τα καλά».
        «Ἄχ! ἄν ἡ κυρία Βερντυρέν ἀρχίσει νά χαϊδεύει τά μπρούτζινα, δέν θ᾿ ἀκούσουμε ἀπόψε μουσική», εἶπε ὁ ζωγράφος.
     «Σωπάστε, εἶστε κακός». «Στό βάθος, εἶπε γυρίζοντας στόν Σουάν, «ἀπαγορεύουν σέ μᾶς τίς γυναῖκες πράγματα λιγότερο ἡδονικά ἀπ᾿αὐτό. Μά δέν ὑπάρχει σάρκα πού νά συγκρίνεται μ᾿ αὐτή! Ὅταν ὁ κύριος Βερντυρέν μοῦ ἔκανε τήν τιμή νά μέ ζηλεύει, ἔλα νά ᾿σαι τουλάχιστον εὐγενικός, μή λές πώς δέ μέ ζήλευες ποτέ...».
        «Μά  δέ λέω ἀπολύτως τίποτε.»
        Ὁ Σουάν χάϊδευε τά μπροῦτζα ἀπό εὐγένεια καί δέν τολμοῦσε νά σταματήσει ἀμέσως.
       «Φτάνει, θά τά χαϊδέψετε ἀργότερα· τώρα τά χάδια θά ᾿ναι γιά σᾶς, θά χαϊδέψουν τά αὐτιά σας. Ἐλπίζω αὐτό νά σᾶς ἀρέσει: ἐδῶ εἶναι ὁ νεαρός πού θά τό ἀναλάβει».
          Καί ὅταν ὁ πιανίστας τελείωσε νά παίζει, ὁ Σουάν ἔγινε ἀπέναντί του πιό εὐγενικός παρά στούς ἄλλους. Καί νά γιατί:
        Τήν προηγούμενη χρονιά σέ κάποια βραδινή συγκέντρωση, εἶχε ἀκούσει ἕνα μουσικό ἔργο, γιά βιολί καί πιάνο. Εἶχε νιώσει μιά ξεχωριστή ἀπόλαυση, ὅταν πάνω ἀπ᾿ τή μικρή γραμμή τοῦ βιολιοῦ πού ἀντιστεκόταν πυκνή καί πού κυριαρχοῦσε, εἶδε ξαφνικά νά προσπαθεῖ ν᾿ ἀνυψωθεῖ μ᾿ ἕνα ὑγρό πλατάγισμα ὁ ὄγκος τοῦ πιανιστικοῦ μέρους πολύμορφος, ἀδιαίρετος, ἐπίπεδος καί μέ ἐσωτερική πάλη, σάν τή μαβιά ταραχή τῆς θάλασσας πού τῆς προσθέτει γοητεία τό φεγγαρόφωτο. Ἴσως, ἐπειδή δέν ἤξερε μουσική, μπόρεσε νά νιώσει μιά ἐντύπωση τόσο συγκεχυμένη, μιάν ἀπό τίς ἐντυπώσεις πού εἶναι ὡστόσο ἴσως οἱ μόνες καθαρά μουσικές, χωρίς ἔκταση, ἐντελῶς πρωτότυπες, σά νά λέμε χωρίς περιεχόμενο. Ὅμως οἱ νότες σβύνουν πρίν ἀκόμα οἱ ἐντυπώσεις ἀπό αὐτές διαμορφωθοῦν ἀρκετά μέσα μας, γιά νά πνιγοῦν ἀπό τίς ἐντυπώσεις πού ξυπνᾶνε κιόλας οἱ ἑπόμενες νότες. Καί αὐτή ἡ ἐντύπωση κυριαρχεῖται ἀπό μοτίβα πού στιγμές - στιγμές  ἀναδύονται, πού μόλις διακρίνονται, γιά νά βουτήξουν ξανά καί νά  ἐξαφανιστοῦν, μοτίβα αἰσθητά μόνο ἀπό τήν ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση πού προσφέρουν, καί πού εἶναι ἀδύνατο νά τά περιγράψουμε, νά τά θυμηθοῦμε, νά τά ὀνομάσουμε. Ἔτσι μόλις  εἶχε σβύσει ἡ γλυκειά ἐντύπωση πού εἶχε νιώσει ὁ Σουάν, ἡ μνήμη του, τοῦ εἶχε προσφέρει μιά μεταγραφή περιληπτική καί προσωρινή, μά πού πάνω της εἶχε ρίξει μιά ματιά ἐνῶ τό κομμάτι συνεχιζόταν, ἔτσι, πού ὅταν ἡ ἴδια ἐντύπωση ξαναφάνηκε δέν ἦταν πιά ἀσύλληπτη. Αὐτή τή φορά εἶχε ξεχωρίσει καθαρά μιά φράση πού ἀνέβαινε γιά μερικές στιγμές πάνω ἀπό τά ἠχητικά κύματα. Καί τοῦ εἶχε προσφέρει ἀμέσως ξεχωριστές ἀπολαύσεις, κι εἶχε νιώσει γι᾿ αὐτή τή φράση κάτι σάν ἕνα ἄγνωστο ἔρωτα. Ξαφνικά, στό σημεῖο πού εἶχε φτάσει κι ἀπό ὅπου ἑτοιμαζόταν νά τήν ἀκολουθήσει, ὕστερ᾿ ἀπό παύση μιᾶς στιγμῆς, ἀπότομα ἡ φράση ἄλλαξε κατεύθυνση καί μέ μιά καινούργια κίνηση, πιό γρήγορη, λεπτή, μελαγχολική τόν παρέσυρε μαζί της σέ ἄγνωστες προοπτικές. Ὕστερα χάθηκε. Λαχτάρησε νά τή δεῖ μιά τρίτη φορά. Καί πραγματικά παρουσιάστηκε, ἀλλά χωρίς νά τοῦ μιλήσει πιό καθαρά, τοῦ προκάλεσε μιά ἀπόλαυση λιγότερο βαθειά. Ὅταν ὅμως γύρισε σπίτι του, ἔνιωσε τήν ἀνάγκη της: ἔνιωθε σάν ἕνας ἄντρας πού μιά γυναίκα περαστική πού τήν ἀντίκρυσε γιά μιά στιγμή, ἄφησε νά μπεῖ στή ζωή του ἡ εἰκόνα μιᾶς καινούργιας ὀμορφιᾶς, χωρίς νά ξέρει ὅμως ἄν θά μπορέσει νά ξαναδεῖ αὐτήν πού κιόλας ἀγαπάει, καί πού δέν γνωρίζει οὔτε κἄν τ᾿ ὄνομά της.
        Κι αὐτή ἀκόμα ἡ ἀγάπη γιά μιά μουσική φράση φάνηκε γιά λίγο πώς θά μποροῦσε νά δώσει στόν Σουάν μιά κάποια δυνατότητα νά ξανανιώσει. Ἀπό καιρό εἶχε πάψει νά καθοδηγεῖ τή ζωή του σ᾿ ἕνα ἰδανικό στόχο, τήν περιόριζε  στό ν᾿ ἀναζητεῖ καθημερινές  ἱκανοποιήσεις, κι ἔτσι θεωροῦσε, χωρίς νά θέλει νά τό παραδεχτεῖ ξεκάθαρα, πώς αὐτή ἡ κατάσταση δέ θ᾿ ἄλλαζε ὡς τό θάνατό του· καί πέρα ἀπ᾿ αὐτό εἶχε πάψει νά πιστεύει σέ μεγάλες ἰδέες, χωρίς ὅμως καί νά μπορεῖ ν᾿ ἀρνηθεῖ ὁλότελα αὐτή τήν πραγματικότητα. Ἔτσι εἶχε συνηθίσει νά καταφεύγει σέ σκέψεις χωρίς σημασία, πού τοῦ ἐπέτρεπαν νά μήν ἀσχολεῖται μέ τήν οὐσία τῶν πραγμάτων. Κι ὅπως ἀναρωτιόταν, ἄν δέ θά ᾿ταν προτιμότερο νά μήν πηγαίνει στίς κοσμικές συγκεντρώσεις ἀλλά ἤξερε μέ βεβαιότητα πώς ἄν δεχόταν μιά πρόσκληση θά ᾿πρεπε νά παραβρεθεῖ, ἔτσι καί στίς συζητήσεις του προσπαθοῦσε νά μήν ἐκφράζει ποτέ μέ πάθος μιά ἐνδόμυχη γνώμη γιά τά πράγματα, ἀλλά νά δίνει ὑλικές λεπτομέρειες πού εἶχαν τή δική τους ἀξία καί τοῦ ἐπέτρεπαν νά μή δεσμεύεται. Προσδιόριζε μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια μιά συνταγή μαγειρικῆς, τήν ἡμερομηνία τῆς γέννησης ἑνός ζωγράφου τήν ὀνομασία τῶν ἔργων του. Κάποτε παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀφηνόταν καί διατύπωνε μιά κρίση γιά ᾿να ἔργο, γιά τόν τρόπο ἀντιμετώπισης τῆς ζωῆς, ἀλλ᾿ ἔδινε τότε στά λόγια του ἕνα τόνο εἰρωνικό, λές καί δέν ἀποδεχόταν ἐντελῶς αὐτά πού ἔλεγε.
        Ὅπως σέ μερικούς ἀσθενικούς, μιά ξαφνική ἀλλαγή τόπου, μιά καινούργια δίαιτα, κάποτε καί μιά ὀργανική ἀλλαγή  ἀπρόσμενη καί αἰνιγματική, φαίνεται νά φέρνει μιά τέτοια ὑποχώρηση τῆς ἀσθένειας, πού ἀρχίζουν ν᾿ ἀντιμετωπίζουν τήν ἀνέλπιστη δυνατότητα νά ξεκινήσουν στά τελευταῖα τους μιά καινούργια ζωή, ἔτσι κι ὁ Σουάν μέσα στήν ἀνάμνηση τῆς φράσης πού ᾿χε ἀκούσει καί εἶχε ἀναζητήσει μέσα σέ μερικές σονάτες πού ᾿χε ζητήσει νά  τοῦ παίξουν μήπως τήν ἀνακάλυπτε, ἔβρισκε τήν παρουσία κάποιας ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀόρατες πραγματικότητες στίς ὁποῖες εἶχε πάψει νά πιστεύει, καί στίς ὁποῖες, λές καί ἡ μουσική εἶχε πάνω στήν ἠθική ἀδιαφορία πού τόν διαπότιζε, μιά ἐκλεκτική ἐπίδραση, αἰσθανόταν πάλι τήν ἐπιθυμία καί σχεδόν τή δύναμη ν᾿ ἀφιερώσει τή ζωή του. Ἀλλ᾿ ἐπειδή δέν εἶχε κατορθώσει νά μάθει ποιός ἦταν ὁ συνθέτης τοῦ ἔργου πού ᾿χε ἀκούσει, τελικά τό εἶχε ξεχάσει.
        Ὅμως λίγα λεπτά ἀφοῦ ἄρχισε νά παίζει ὁ νεαρός πιανίστας στῆς κυρίας Βερντυρέν, ξαφνικά ὕστερα ἀπό μιά ψιλή νότα, εἶδε νά πλησιάζει ξεφεύγοντας ἀπό τήν ἠχητικότητα πού ἁπλωμένη σάν κουρτίνα σκεπάζει τό μυστικό τῆς ἐκκόλαψής της, τήν ἀέρινη κι ἀρωματισμένη φράση πού ἀγαποῦσε. Καί ἦταν τόσο ἰδιότυπη εἶχε μιά μαγεία τόσο ἀτομική, πού γιά τόν Σουάν ἦταν σά νά συναντοῦσε σ᾿ ἕνα φιλικό σαλόνι μιά γυναίκα πού εἶχε θαυμάσει στό δρόμο καί ἀπελπιζόταν πού δέν θά τήν ξανασυναντοῦσε πιά ποτέ. Τώρα ὅμως μποροῦσε νά μάθει τ᾿ ὄνομα τῆς ἄγνωστής του (τοῦ εἶπαν πώς ἦταν τό ἀντάντε ἀπ᾿τή σονάτα γιά βιολί καί πιάνο τοῦ Βιντέϊγ), τήν κρατοῦσε, θά μποροῦσε νά τήν ἔχει στό σπίτι του ὅσο συχνά θά τό ἐπιθυμοῦσε, μποροῦσε νά προσπαθήσει νά μάθει τή γλώσσα της καί τό μυστικό της.
        Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ πιανίστας τέλειωσε, ὁ Σουάν τόν πλησίασε γιά νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του τόσο ζωηρά, πού αὐτό ἄρεσε πολύ στήν κυρία Βερντυρέν.
        «Τί μάγος! Δέν βρίσκετε;» εἶπε στόν Σουάν. «Τή νιώθει ἄραγε ἀρκετά τή σονάτα του ὁ μικρός αὐτός ἄθλιος; Δέν ξέρατε πώς τό πιάνο μπορεῖ νά φτάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Εἶναι τά πάντα ἐκτός πιάνο, μά τήν ἀλήθεια! Κάθε φορά μπερδεύομαι, νομίζω πώς ἀκούω ὀρχήστρα».
        Κι ἐνῶ ἡ κυρία Βερντυρέν ἔλεγε στόν ἄντρα της: «Ἔλα, δόστου πορτοκαλάδα, τό ἀξίζει», ὁ Σουάν διηγόταν στήν Ὀντέτ μέ ποιό τρόπο εἶχε ἐρωτευθεῖ αὐτή τή μουσική φράση. Ὅταν ἡ κυρία Βερντυρέν τῆς εἶπε ἀπό μακριά: «Λοιπόν, Ὀντέτ, σά νά μοῦ φαίνεται πώς σᾶς λέει ὡραῖα πράγματα», κι ἐκείνη ἀπάντησε: «Ναί, πολύ ὡραῖα», ὁ Σουάν βρῆκε πώς ἦταν πολύ γλυκειά ἡ ἁπλότητά της. Στό μεταξύ ζητοῦσε πληροφορίες γιά τόν Βιντέϊγ [13] , γιά τό ἔργο του, γιά τήν ἐποχή πού ἔγραψε τή σονάτα, γιά τό τί  θά μποροῦσε νά σημαίνει γι᾿ αὐτόν ἡ μικρή φράση.
        Ὄταν ὁ Σουάν ἔκανε μερικές εἰδικές παρατηρήσεις πάνω στήν ἀγαπημένη του φράση:
        «Μπά, τί ἀστεῖο, δέν τό ᾿χα ποτέ προσέξει· ὅπως θά σᾶς πῶ πώς δέν μ᾿ ἀρέσει νά γυρεύω τό μικρό ζωάκι καί νά χάνομαι στή ζούγκλα· δέν χάνουμε τόν καιρό μας προσπαθώντας νά κόψουμε τήν τρίχα στά τέσσερα, ἐδῶ, δέν εἶναι τό εἶδος μας», ἀπάντησε ἡ κυρία Βερντυρέν, πού ὁ γιατρός Κοττάρ τήν κοίταζε μ᾿ ἕνα ἀποχαυνωμένο θαυμασμό νά κινεῖται σ᾿ αὐτό τό χείμαρρο ἀπό τυποποιημένες ἐκφράσεις. Ἄλλωστε ὁ γιατρός καί ἡ κυρία Κοττάρ ἀπέφευγαν νά προσποιοῦνται θαυμασμό γιά μιά μουσική πού μόλις γυρνοῦσαν σπίτι τους, ὁμολογοῦσαν καί οἱ δυό πώς δέν καταλάβαιναν περισσότερο ἀπ᾿ τή ζωγραφική τοῦ "κυρίου Μπίς". Ὅπως τό κοινό δέν γνωρίζει ἀπό τή γοητεία, τή χάρη, τίς ὀμορφιές τῆς φύσης, παρά μόνο ὅ,τι ἀνακάλυψε στίς κοινοτυπίες μιᾶς τέχνης πού ἀφομοίωσε σιγά-σιγά, ἐνῶ ἀντίθετα ἕνας πρωτότυπος καλλιτέχνης ξεκινάει μέ τήν ἀπόρριψη αὐτῶν τῶν κοινῶν τόπων, ἔτσι ὁ κύριος καί ἡ κυρία Κοττάρ δέν ἔβρισκαν οὔτε στή σονάτα τοῦ Βιντέϊγ, οὔτε στά πορτραῖτα τοῦ ζωγράφου, αὐτό πού ἀντιπροσώπευε γι᾿ αὐτούς τήν ἁρμονία τῆς μουσικῆς καί τήν ὀμορφιά τῆς ζωγραφικῆς.
        Ὁ Σουάν ἔμαθε μόνο πώς ἡ πρόσφατη ἐμφάνιση τῆς σονάτας τοῦ Βιντέϊγ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση σέ μιά σχολή μέ πρωτοποριακές τάσεις, ἀλλ᾿ ἦταν ὁλότελα ἄγνωστη στό μεγάλο κοινό.
         «Ἴσως εἶν’ αὐτός», ἀναφώνησε ἡ κυρία Βερντυρέν.
     «Ἄ! ὄχι,», ἀπάντησε ὁ Σουάν γελώντας. «Καί λίγο νά τόν βλέπατε... Μά θά μποροῦσε νά εἶναι συγγενής του» συνέχισε ὁ Σουάν.                                                                                                                                                                          
        «Θά ἦταν βέβαια λυπηρό, ἀλλά τελοσπάντων, καί μιά ἰδιοφυΐα μπορεῖ νά ἔχει ξάδελφο ἕνα ξεκούτη».
        Ὁ ζωγράφος ἤξερε πώς ὁ  Βιντέϊγ ἦταν τώρα πολύ βαρειά ἄρρωστος καί πώς ὁ γιατρός Ποτέν φοβόταν πώς ἴσως δέν θά μποροῦσε νά τόν σώσει.
        «Πῶς», φώναξε ἡ κυρία Βερντυρέν, «ὑπάρχουν ἀκόμα ἄνθρωποι πού ἀφίνουν νά τούς κουράρει ὁ Ποτέν;»
        «Ἄχ, κυρία Βερντυρέν», εἶπε ὁ Κοττάρ σέ τόνο θεατρικό, «ξεχνᾶτε πώς μιλᾶτε γιά ἕνα συνάδελφο, γιά ἕνα δάσκαλό μου, θά ἔπρεπε νά πῶ καλύτερα».
        «Ἀφῆστε με λοιπόν ἥσυχη μέ τούς δασκάλους σας, γνωρίζετε δέκα φορές περισσότερα ἀπ᾿ αὐτόν» ἀπάντησε ἡ κυρία Βερντυρέν στό γιατρό Κοττάρ μέ τό ὕφος ἀνθρώπου πού ἔχει τό θάρρος τῆς γνώμης του. «Ἐσεῖς τουλάχιστον δέν σκοτώνετε τούς ἀρρώστους σας!». «Μά κυρία μου, εἶναι τῆς Ἀκαδημίας», ἀνταπάντησε ὁ γιατρός εἰρωνικά. «Ἄν ἕνας ἄρρωστος προτιμᾶ νά πεθάνει κάτω ἀπό τό χέρι ἑνός πρίγκιπα τῆς ἐπιστήμης... Εἶναι πολύ πιό σίκ νά μπορεῖ νά λέει: Μέ κουράρει ὁ Ποτέν»
        «Ἄ! Εἶναι πιό σίκ;» εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν. «Ὥστε τώρα ὑπάρχει σίκ καί στίς ἀρρώστιες; Δέν τό ἤξερα αὐτό... Πόσο μέ διασκεδάζετε!» φώναξε ξαφνικά ρίχνοντας τό κεφάλι στά χέρια της. «Κι ἐγώ ἡ καημενούλα πού συζητοῦσα σοβαρά χωρίς νά καταλάβω πώς μέ δουλεύετε».
         «Νά, ξέρετε πώς ὁ φίλος σας μᾶς ἀρέσει πολύ», εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν στήν Ὀντέτ τήν ὥρα πού τήν καληνύχτιζε.
      «Εἶναι ἁπλός, χαριτωμένος· ἄν ἔχετε πάντα τέτοιους φίλους νά μᾶς παρουσιάζετε, μπορεῖτε νά τούς φέρνετε. Φτάνει νά μή μᾶς ἐγκαταλείψει τήν τελευταία στιγμή».
        Πρός μεγάλη κατάπληξη τῆς κυρίας Βερντυρέν, ὁ Σουάν δέν τούς ἐγκατέλειψε ποτέ. Πήγαινε νά τούς συναντήσει ὅπου κι ἄν βρισκόταν: κάποτε στά ἑστιατόρια, πιό συχνά στό θέατρο, πού ἡ κυρία Βερντυρέν τ᾿ ἀγαποῦσε πολύ· καί καθώς εἶπε μπροστά του μιά μέρα πώς γιά τίς βραδιές τῆς "πρώτης", θά τούς ἦταν χρήσιμη μιά ἄδεια ἐλεύθερης κυκλοφορίας τῆς ἀστυνομίας, ὁ Σουάν, πού δέ μιλοῦσε ποτέ γιά τίς ὑψηλές γνωριμίες του, ἀπάντησε:
        «Σᾶς ὑπόσχομαι νά φροντίσω, θά τήν ἔχετε ἐγκαίρως. Αὔριο ἀκριβῶς γευματίζω μέ τόν διευθυντή τῆς ἀστυνομίας στό μέγαρο τῶν Ἠλυσίων».
        «Πώς εἴπατε, στό μέγαρο τῶν Ἠλυσίων [14] ;» φώναξε ὁ γιατρός Κοττάρ μέ βροντερή φωνή.
    «Ναί στοῦ κυρίου Γκρεβύ [15] »,  ἀπάντησε  ὁ Σουάν  κάπως  ἐνοχλημένος ἀπό τήν ἐντύπωση πού εἶχαν δημιουργήσει τά λόγια του.
        Συνήθως μόλις δίνονταν ἐξηγήσεις, ὁ Κοττάρ ἔλεγε: «Ἄ! καλά καλά ἐντάξει» καί δέν ἔδειχνε πιά ἴχνος συγκίνησης. Αὐτή ὅμως τή φορά, οἱ τελευταῖες λέξεις τοῦ Σουάν, ἀντί νά τοῦ προκαλέσουν τόν συνηθισμένο κατευνασμό, προκάλεσαν τήν ἀποκορύφωση τῆς ἔκπληξής του, γιατί κάποιος μέ τόν ὁποῖο δειπνοῦσε καί πού δέν εἶχε καμιά ἐπίσημη ἰδιότητα ἤ κάποια ἄλλη διάκριση, εἶχε στενές σχέσεις μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους.
        «Πώς εἴπατε, στοῦ κυρίου Γκρεβύ; Γνωρίζετε τόν κύριο Γκρεβύ; εἶπε στόν Σουάν μέ τό ἠλίθιο καί δύσπιστο ὕφος ἑνός χωροφύλακα, ἀπ᾿ τόν ὁποῖον ἕνας ἄγνωστος ζητᾶ νά δεῖ τόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί πού, καταλαβαίνοντας ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια "περί τίνος πρόκειται", βεβαιώνει τόν καημένο τρελλό πώς θά γίνει δεκτός ἀμέσως,  καί τόν ὁδηγεῖ στό εἰδικό ἰατρεῖο τῆς ὑπηρεσίας.
      «Τόν γνωρίζω λιγάκι, ἔχουμε κοινούς φίλους (δέν τόλμησε νά πεῖ πώς ὁ κοινός φίλος ἦταν ὁ πρίγκιπας τῆς Οὐαλλίας), κι ἄλλωστε προσκαλεῖ πολύ εὔκολα καί σᾶς βεβαιώνω πώς τά γεύματά του δέν ἔχουν τίποτα τό διασκεδαστικό, εἶναι πολύ ἁπλά» ἀπάντησε ὁ Σουάν, προσπαθώντας νά μειώσει τήν ἐντύπωση, πού φαινόταν ὑπερβολική στά μάτια τοῦ συζητητῆ του, ἀπό τίς σχέσεις του μέ τόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας.
        Κι ἀμέσως ὁ Κοττάρ, παίρνοντας κατά γράμμα τά λόγια τοῦ Σουάν, υἱοθέτησε τήν ἄποψη αὐτή, γιά τήν ἀξία μιᾶς πρόσκλησης στοῦ κυρίου Γκρεβύ, πώς δηλαδή μιά τέτοια πρόσκληση δέν τήν ἐπιδιώκει κανείς καί μπορεῖ νά τήν ἔχει ὁ καθένας. Ἀπό τότε δέν ξαφνιαζόταν ἄν ὁ Σουάν (ἤ κάποιος ἄλλος) σύχναζε στό μέγαρο τῶν Ἠλυσίων καί μάλιστα τόν λυπόταν λίγο πού πήγαινε σέ γεύματα πού παραδεχόταν ὁ ἴδιος πώς ἦταν βαρετά.
       «Ἄ! καλά, καλά, ἐντάξει» εἶπε μέ τό ὕφος τοῦ τελώνη πού, δύσπιστος πρίν ἀπό λίγο, δίνει ὕστερα ἀπό τίς ἐξηγήσεις σας τή θεώρησή του, καί σᾶς ἀφίνει νά περάσετε χωρίς ν᾿ ἀνοίξει τίς ἀποσκευές σας.
        «Ὤ, σᾶς πιστεύω, δέν πρέπει νά ᾿ναι διασκεδαστικά αὐτά τά γεύματα, καλοσύνη σας πού πηγαίνετε», εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν, στήν ὁποία ὁ πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἐμφανιζόταν σάν ἕνας "πληχτικός" ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνος, ἀφοῦ διέθετε μέσα γοητείας καί ἐπιβολῆς, πού ἄν εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ ἀπέναντι στούς πιστούς,  θά μποροῦσαν νά τούς κάνουν νά τήν ἐγκαταλείψουν.
        Ὅσο γιά τόν κύριο Βερντυρέν, αὐτός παρατήρησε τήν κακή ἐντύπωση πού εἶχε δημιουργήσει στή γυναίκα του αὐτή ἡ ἀποκάλυψη, πώς δηλαδή ὁ Σουάν εἶχε φιλίες μέ σημαντικά πρόσωπα, γιά τίς ὁποῖες δέν εἶχε κάνει ποτέ λόγο.
        Ὁ Σουάν ξανάβρισκε τόν μικρό πυρήνα στό σπίτι τῶν Βερντυρέν, ἐρχόταν ὅμως μόνο ἀργά τό βράδυ καί παρ᾿ ὅλη τήν ἐπιμονή τῆς Ὀντέτ, δέν δεχόταν σχεδόν ποτέ νά δειπνήσει τό βράδυ.
        Ὁ Σουάν σκεφτόταν πώς ἄν ἔδειχνε στήν Ὀντέτ (μέ τό νά δέχεται νά τή συναντᾶ μόνο  μετά τό δεῖπνο)  πῶς ὑπῆρχαν  ἀπολαύσεις πού τίς προτιμοῦσε, ἡ συμπάθεια γι᾿ αὐτόν δέν θά ἔφτανε σύντομα στόν κορεσμό. Κι ἄλλωστε, προτιμώντας ἀπ᾿ τήν ὀμορφιά τῆς Ὀντέτ, τήν ὀμορφιά μιᾶς μικρῆς ἐργάτριας πού ἦταν φρέσκια, κι ὅμορφη σάν τριαντάφυλλο καί τή λαχταροῦσε, τοῦ ἄρεσε καλύτερα νά περνᾶ τήν ἀρχή τῆς βραδιᾶς μαζί της, ἀφοῦ ἦταν βέβαιος πώς θά συναντοῦσε τήν Ὀντέτ ἀργότερα. Μόλις ἔμπαινε μέσα, κι ἐνῶ ἡ κυρία Βερντυρέν, δείχνοντας τά τριαντάφυλλα πού τῆς εἶχε στείλει τό πρωί, τοῦ ἔλεγε: «Θά σᾶς μαλώσω», καί τοῦ καθόριζε μιά θέση κοντά στήν Ὀντέτ, ὁ πιανίστας ἔπαιζε γιά τούς δυό τους τή μικρή φράση τοῦ Βιντέϊγ, πού εἶχε γίνει σάν τό ἐθνικό τραγούδι τῆς ἀγάπης τους. Ἄρχιζε μέ τό κράτημα τῶν τρέμολο τῶν βιολιῶν, πού ἀκούγονται γιά λίγα μέτρα μόνα τους, κι ὕστερα ξαφνικά ἐμφανιζόταν ἡ μικρή φράση, χορευτική, παρένθετη, ἐπεισοδειακή σά ν᾿ ἀνῆκε σ᾿ ἄλλο κόσμο, μοιράζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ τά χαρίσματα τῆς γοητείας της, μ᾿ ἕνα ἀνείπωτο χαμόγελο· τώρα ὅμως ὁ Σουάν εἶχε τήν ἐντύπωση πώς ξεχώριζε κάποια ἀπογοήτευση. Ἦταν σάν νά γνώριζε ἡ φράση τή ματαιότητα τῆς εὐτυχίας, στήν ὁποία  ὁδηγοῦσε. Στήν ἀνάλαφρη χάρη της, εἶχε κάτι τό ὁλοκληρωμένο, σάν τήν ἀταραξία πού διαδέχεται τή θλιμμένη ἀνάμνηση. Ἀλλ᾿ αὐτό λίγο τόν ἔμελλε, γιατί τήν ἔβλεπε λιγότερο στήν αὐθυπαρξία της  — σ᾿ αὐτό πού θά μποροῦσε νά ἐκφράσει για ἕνα μουσικό, πού ἀγνοοῦσε τήν ὕπαρξή του καί τήν ὕπαρξη τῆς Ὀντέτ ὅταν τήν εἶχε συνθέσει, καί γιά ὅλους πού θά τήν ἄκουγαν στούς αἰῶνες — καί περισσότερο σά μιά μαρτυρία, μιά ἀνάμνηση τοῦ ἔρωτά του, πού ἀκόμα καί γιά τούς Βερντυρέν, ἤ γιά τό νεαρό πιανίστα, ἔφερνε ταυτόχρονα στή σκέψη τήν Ὀντέτ καί τόν ἴδιο, τούς ἕνωνε.  Καί μάλιστα ὑποφέροντας μέ τή σκέψη τή στιγμή πού ἡ φράση περνοῦσε τόσο κοντά τους καί ὅμως στό ἄπειρο, πώς ἐνῶ τούς μιλοῦσε δέν τούς γνώριζε, σχεδόν λυπόταν πώς εἶχε ἕνα νόημα μιάν ὀμορφιά ἐσώτερη καί σταθερή ξένη σ᾿ αὐτούς, ὅπως σέ κοσμήματα χαρισμένα ἤ ἀκόμα καί γράμματα μιᾶς γυναίκας ἀγαπημένης, μᾶς ἐνοχλοῦν τά νερά τῆς πολύτιμης πέτρας ἤ οἱ λέξεις τῆς γλώσσας, γιατί δέν εἶναι φτιαγμένες ἀποκλειστικά ἀπό τήν οὐσία ἑνός συγκεκριμένου ἔρωτα καί μιᾶς ὡρισμένης ὕπαρξης.
        Συχνά συνέβαινε νά  ᾿χει  τόσο  καθυστερήσει  πρίν  φτάσει  στούς Βερντυρέν, ὥστε μόλις ὁ πιανίστας ἔπαιζε τή μικρή φράση, ὁ Σουάν διαπίστωνε πώς ἦταν κιόλας ὥρα νά γυρίσει στό σπίτι της, ἡ Ὀντέτ. Τή συνόδευε ὡς τήν πόρτα τοῦ μικροῦ μεγάρου της, στήν ὁδό Λά Περούζ, πίσω ἀπό τήν ἀψίδα τοῦ Θριάμβου. Ἔτσι ἡ Ὀντέτ ἐπέστρεφε μέ τό ἁμάξι τοῦ Σουάν· ἕνα βράδυ, μόλις κατέβηκε καί τήν ἀποχαιρετοῦσε ὡς τήν ἐπαύριο, ἔκοψε βιαστικά, ἀπ᾿ τό μικρό κῆπο μπροστά στό σπίτι, ἕνα τελευταῖο χρυσάνθεμο καί τοῦ τό ᾿δωσε πρίν φύγει.Τό κράτησε σφιχτά πάνω στό στόμα του, στή διαδρομή τῆς ἐπιστροφῆς κι ὅταν ὕστερ᾿ ἀπό λίγες μέρες τό λουλούδι μαράθηκε, τό ᾿κρυψε σάν κάτι πολύτιμο, στό γραφεῖο του.
         Ποτέ ὅμως δέν ἔμπαινε στό σπίτι της. Δυό φορές μόνο, τ᾿ ἀπόγευμα, εἶχε πάει νά λάβει μέρος σ᾿ αὐτήν τήν σημαντική γιά κείνην ἀσχολία: "νά πάρει τσάϊ". Ἀφήνοντας ἀριστερά, στό ὑπερυψωμένο ἰσόγειο, τό ὑπνοδωμάτιο τῆς Ὀντέτ πού ἔβλεπε πίσω σ᾿ ἕνα παράλληλο δρομάκι, μιά ἴσια σκάλα ἀνέβαινε στό σαλόνι καί στό σαλονάκι, ἀνάμεσα σέ τοίχους βαμμένους μέ σκοτεινά χρώματα κι ἀπ᾿ ὅπου ἔπεφταν ἀνατολίτικα ὑφάσματα, καί μιά μεγάλη γιαπωνέζικη λάμπα. Πρίν ἀπ᾿ τούς δυό αὐτούς χώρους ὑπῆρχε ἕνας στενός προθάλαμος πού ὁ τοῖχος του ἦταν σκεπασμένος ἀπό ἕνα ξύλινο καφασωτό κήπου, βαμμένο ὅμως χρυσό, ὅπου ἄνθιζαν μεγάλα χρυσάνθεμα. Ἡ Ὀντέτ τόν εἶχε δεχτεῖ ντυμένη μέ μιά ρόμπα ἀπό ρόζ μετάξι, πού ἄφηνε γυμνά τά μπράτσα καί τό λαιμό της. Τόν εἶχε βάλει νά καθήσει κοντά της, σέ μιάν ἀπ᾿ τίς πολλές ὅλο μυστήριο κρυψῶνες πού ᾿χε διευθετήσει στίς ἐσοχές τοῦ σαλονιοῦ καί τίς προστάτευαν τεράστιες φοινικιές τοποθετημένες σέ κινέζικες γλάστρες ἤ παραβάν. «Δέν κάθεστε βολικά ἔτσι, περιμένετε, ἐγώ θά σᾶς βολέψω», καί μέ τό ματαιόδοξο μικρό γέλιο πού θά εἶχε γιά κάποια ἰδιαίτερη ἐφεύρεσή της, εἶχε τοποθετήσει πίσω ἀπ᾿ τό κεφάλι τοῦ Σουάν καί κάτω ἀπό τά πόδια του, μαξιλάρια ἀπό γιαπωνέζικο μετάξι πού τά ζουλοῦσε σά νά ᾿χε σπαταλήσει γι᾿ αὐτά μεγάλα πλούτη, μά ἀδιαφοροῦσε για τήν ἀξία τους. Ὅταν  ὄμως ὁ ὑπηρέτης ἦρθε νά φέρει διαδοχικά πολλές λάμπες πού καίγανε μονές ἤ ζευγαρωτές πάνω σέ διαφορετικά ἔπιπλα, καί μέσα στό λυκόφως τό σχεδόν νυχτερινό, σ᾿ αὐτό τό τέλος του χειμωνιάτικου ἀπογευματινοῦ εἶχαν δημιουργήσει ἕνα ἄλλo ἡλιοβασίλεμα πιό τριανταφυλλί, ἡ Ὀντέτ εἶχε ἐπιβλέψει μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ τόν ὑπηρέτη γιά  νά  βεβαιωθεῖ  πώς  τοποθετοῦσε τίς λάμπες σωστά καί στήν καθορισμένη τους θέση. Πίστευε πώς καί μιά μόνο λάμπα τοποθετημένη ἐκεῖ πού δέν ἔπρεπε ἀρκοῦσε νά καταστρέψει τήν ἐντύπωση τοῦ συνόλου στό σαλόνι της καί τόν καλό φωτισμό τῆς προσωπογραφίας της. Ἔβρισκε πώς ὅλα τά κινέζικα μπιμπελό της, εἶχαν μορφές "διασκεδαστικές", τό ἴδιο καί οἱ ὀρχιδέες, οἱ κατλέγιες κυρίως πού ἦταν μαζί μέ τά χρυσάνθεμα, τά ἀγαπημένα της λουλούδια. Καθώς τοῦ ἔδειχνε μέ τή σειρά τίς χίμαιρες μέ πύρινες γλῶσσες πού στόλιζαν πορσελάνη ἤ πού ἦταν κεντημένες σέ παραβάν, τούς κάλυκες σ᾿ ἕνα μπουκέτο ὀρχιδέες, προσποιόταν πώς τή φόβιζε ἡ κακία ἤ πώς τή διασκέδαζε ἡ ἀστεία ὄψη πού εἶχαν τά τέρατα. Κι αὐτοί οἱ προσποιητοί τρόποι της, ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τήν εἰλικρίνεια μιᾶς θρησκευτικῆς εὐλάβειας, κυρίως στήν Παναγία "πού παλιότερα τήν εἶχε γιατρέψει ἀπό θανάσιμη ἀσθένεια" καί τῆς ὁποίας φοροῦσε πάντα πάνω της ἕνα χρυσό ἀναμνηστικό,  πού τοῦ  ἀναγνώριζε  ἀπεριόριστη δύναμη. Ἡ Ὀντέτ ἑτοίμασε γιά τόν Σουάν τό τσάϊ "του". Κι ἐπειδή τοῦ ἄρεσε ἡ γεύση: «Βλέπετε πώς ξέρω τί ἀγαπᾶτε». Πραγματικά τό τσάϊ εἶχε φανεῖ στόν Σουάν, ὅπως καί σ᾿ ἐκείνη, κάτι πολύτιμο· ὁ ἔρωτας ἔχει τόση ἀνάγκη νά βρίσκει μιά δικαιολογία, μιά ἐγγύηση διάρκειας σ᾿ ἀπολαύσεις πού χωρίς αὐτόν δέν θά ἦταν ἀπολαύσεις, καί τελειώνουν ὅταν αὐτός φτάνει στό τέλος του, ὥστε σέ ὅλη τή διαδρομή γιά νά γυρίσει στό σπίτι του ξανάλεγε μέσα του: «Θά ᾿ναι πολύ εὐχάριστο νά ᾿χεις ἔτσι μιά συμπαθητική ὕπαρξη, πού στό σπίτι της νά μπορεῖς νά βρεῖς αὐτό τό σπάνιο πράγμα: καλό τσάϊ ». Μιά ὥρα ἀργότερα, ἔλαβε ἕνα μήνυμα τῆς Ὀντέτ κι ἀναγνώρισε ἀμέσως αὐτή τή μεγαλόσχημη γραφή πού ἔδινε μιάν ἐμφάνιση πειθαρχημένη σέ γράμματα ἄμορφα, πού θά μποροῦσαν ἴσως νά ἀποκαλύψουν  σ᾿ ἕνα  μάτι  πιό  ἀνεπηρέαστο, τήν ἀκατάστατη σκέψη, τήν ἀνεπάρκεια τῆς μόρφωσης, τήν ἐλλειψη εἰλικρίνειας. Ὁ Σουάν εἶχε ξεχάσει τή σιγαροθήκη του στό σπίτι τῆς Ὀντέτ. «Ἄς ἦταν νά ᾿χατε ξεχάσει καί τήν καρδιά σας, δέν θά σᾶς ἄφηνα νά τήν ξαναπάρετε».
        Μιά δεύτερη ἐπίσκεψη πού τῆς ἔκανε ἦταν ἴσως πιό σημαντική. Καθώς πήγαινε στό σπίτι της ἐκείνη τήν ἡμέρα, φανταζόταν τή μορφή της ἀπό πρίν·  κι ἡ ἀνάγκη πού ἔνιωθε γιά νά βρίσκει ὄμορφο τό πρόσωπό της, νά περιορίζει μόνο στά ρόδινα καί φρέσκα μῆλα τοῦ προσώπου, ὁλόκληρα τά μάγουλά της πού ἦταν συχνά κίτρινα, ἄτονα, καί μέ μικρά κόκκινα στίγματα, τοῦ προκαλοῦσε θλίψη σά νά ᾿ταν ἀπόδειξη πώς τό ἰδανικό εἶναι ἄπιαστο καί ἡ εὐτυχία μέτρια. Τῆς ἔφερε μιά γκραβούρα πού ἤθελε νά δεῖ. Ὄρθια πλάι του, ἀφήνοντας νά γλυστρᾶνε πάνω στά μάγουλά της τά ξέπλεκα μαλλιά της, λυγίζοντας τό ἕνα πόδι σέ μιά στάση χορευτική, γιά νά μπορέσει νά σκύψει ἄνετα πάνω στή γκραβούρα, πού τήν κοίταζε μέ τά μεγάλα της μάτια τά τόσο κουρασμένα, ἔκανε ἐντύπωση στόν Σουάν ἡ ὁμοιότητά της μέ τή μορφή τῆς Σεπφώρας τῆς κόρης τοῦ Ἰοθόρ [16] , πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ πώς ἀποδίδει ὁ Μποτιτσέλλι [17] σέ μιά τοιχογραφία τῆς Καπέλλα Σιχτίνα. Ὁ Σουάν εἶχε πάντα αὐτή τήν ξεχωριστή συνήθεια νά τοῦ ἀρέσει ν᾿ ἀνακαλύπτει στή ζωγραφική τῶν μεγάλων ζωγράφων, ὄχι μόνο τά γενικά χαρακτηριστικά τῆς πραγματικότητας πού μᾶς περιβάλλει, ἀλλά καί αὐτό πού ἀντίθετα φαίνεται πώς μπορεῖ λιγότερο νά γενικευθεῖ: τά ἀτομικά χαρακτηριστικά τῶν ἀνθρώπων πού γνωρίζουμε. Ἴσως ἐπειδή πάντα τοῦ ἔμεναν κάποιες τύψεις γιατί περιόρισε τή ζωή του στίς κοσμικές σχέσεις, νόμιζε πώς ἔβρισκε ἕνα εἶδος συγκαταβατικῆς συγχώρεσης πού τοῦ δίναν οἱ μεγάλοι καλλιτέχνες, στό γεγονός πώς κι αὐτοί εἶχαν κοιτάξει μέ εὐχαρίστηση κι εἶχαν φέρει μέσα στό ἔργο τους παρόμοια πρόσωπα πού δίνουν στό ἔργο τους μιά παράξενη πιστοποποίηση πραγματικότητας καί  ζωῆς, μιά γεύση καινούργια.
        Κοίταζε τήν Ὀντέτ· ἕνα μέρος ἀπό τήν τοιχογραφία  ἐμφανιζόταν στό πρόσωπό της καί στό σῶμα της, κι ἀπό τότε γύρευε πάντα νά τό ξαναβρεῖ, εἴτε βρισκόταν κοντά στήν Ὀντέτ, εἴτε μόνο τήν ἔβλεπε μέ τή σκέψη· καί μ᾿ ὅλο πού ἀγαποῦσε τό Φλωρεντινό ἀριστούργημα, μόνο γιατί τό ξανάβρισκε σ᾿ ἐκείνη, ἡ ὁμοιότητα αὐτή πρόσθετε καί στήν Ὀντέτ μιά ὀμορφιά, τῆς ἔδινε πιότερη ἀξία. Ὁ Σουάν καταλόγιζε στόν ἑαυτό του πώς εἶχε παραγνωρίσει τήν ἀξία μιᾶς ὕπαρξης, πού θά τήν εἶχε βρεῖ ἀξιολάτρευτη ὁ μεγάλος Μποτιτσέλλι, καί χάρηκε γιατί ἡ εὐχαρίστηση πού τοῦ ἔδινε ἡ θέα τῆς Ὀντέτ ἔβρισκε μιά δικαίωση στήν αἰσθητική του παιδεία. Σκέφτηκε πώς συνδιάζοντας τή σκέψη τῆς Ὀντέτ στά ὄνειρα εὐτυχίας του, δέν εἶχε δεχτεῖ ἕνα ὑποκατάστατο τόσο ἀτελές, ὅσο εἶχε νομίσει ἀρχικά,  ἀφοῦ ἱκανοποιοῦσε μέσα του τίς πιό ἐκλεπτυσμένες καλλιτεχνικές προτιμήσεις του. Ξεχνοῦσε πώς αὐτό δέν καθιστοῦσε τήν Ὀντέτ γυναίκα περισσότερο σύμφωνη μέ τίς ἐρωτικές του ἐπιθυμίες, ἀφοῦ αὐτές εἶχαν πάντα προσανατολιστεῖ σέ μιά κατεύθυνση ἀντίθετη μέ τίς αἰσθητικές του προτιμήσεις. Καί ἐνῶ ἡ καθαρή σαρκική ὄψη αὐτῆς τῆς γυναίκας, ἐξασθενοῦσε τήν ἀγάπη του, οἱ ἀμφιβολίες του διαλύθηκαν, ἡ ἀγάπη αὐτή σταθεροποιήθηκε ὅταν, ἀντί γιά τήν ὄψη αὐτή, πῆρε σά βάση τά δεδομένα μιᾶς βέβαιης αἰσθητικῆς.
        Κι ὅταν ἔνιωθε κάποια λύπη γιατί ἀπό μῆνες περιοριζόταν μόνο νά βλέπει τήν Ὀντέτ, ἔλεγε στόν ἑαυτό του πώς ἦταν φυσικό νά δίνει πολύ ἀπ᾿ τό χρόνο του σ᾿ ἕνα ἀνεκτίμητο ἀριστούργημα, χυμένο μιά καί μόνη φορά μ᾿ ἕνα διαφορετικό ὑλικό σ᾿ ἕνα σπανιότατο ἀντίτυπο, πού τό ἔβλεπε ἄλλοτε μέ τήν ταπεινότητα, τήν πνευματικότητα καί τήν ἀνιδιοτέλεια τοῦ καλλιτέχνη, κι ἄλλοτε μέ τήν ὑπερηφάνεια τόν ἐγωισμό καί τήν ἡδυπάθεια τοῦ συλλέκτη.
        Τοποθέτησε πάνω στό γραφεῖο του, σάν φωτογραφία τῆς Ὀντέτ, μιά εἰκόνα τῆς κόρης τοῦ Ἰοθόρ. Θαύμαζε τά μεγάλα μάτια, τίς θαυμάσιες μποῦκλες τῶν μαλλιῶν πάνω στά κουρασμένα μάγουλα· καί προσαρμόζοντας ὅ,τι ἔβρισκε ὡς τότε αἰσθητικά ὡραῖο, στήν ἰδέα μιᾶς ζωντανῆς γυναίκας, τό μετουσίωνε σέ φυσικά χαρίσματα καί χαιρόταν πού τά ᾿βρισκε ἑνωμένα σ᾿ ἕνα πλάσμα πού θά μποροῦσε νά τό κάνει δικό του. Αὐτή ἡ ἀόριστη συμπάθεια πού μᾶς ἑνώνει μ᾿ ἕνα ἀριστούργημα πού κοιτάζουμε, γινόταν, τώρα πού γνώριζε τό σαρκικό πρόσωπο τῆς κόρης τοῦ Ἰοθόρ, ἕνας πόθος πού ἀναπλήρωνε αὐτόν πού τό κορμί τῆς Ὀντέτ δέν τοῦ εἶχε ἀρχικά ἐμπνεύσει. Ἀφοῦ εἶχε κοιτάξει γιά ὥρα αὐτόν τόν Μποτιτσέλι, σκεφτόταν τό δικό του Μποτιτσέλι καί τόν ἔβρισκε ἀκόμα πιό ὡραῖο.
        Φοβόταν πώς οἱ μονότονοι καί σχεδόν ὁριστικά καθορισμένοι τρόποι συμπεριφορᾶς πού ἀκολουθοῦσε μαζί του, θά μποροῦσαν νά καταστρέψουν μέσα του αὐτήν τήν μυθιστορηματική προσμονή πού τόν εἶχε κάνει νά τήν ἐρωτευθεῖ  καί  νά περαμένει  ἐρωτευμένος. Καί γιά νά ἀνανεώσει λίγο τήν ἠθική πλευρά, τήν ὑπερβολικά παγωμένη τῆς Ὀντέτ, τῆς ἔγραφε ξαφνικά ἕνα γράμμα γεμάτο ψεύτικες ἀπογοητεύσεις καί προσποιητούς θυμούς καί τῆς τό ἔστελνε πρίν ἀπό τό δεῖπνο. Ἤξερε πώς θά τρόμαζε, κι εἶχε τήν ἐλπίδα πώς μέσα ἀπό τόν φόβο μήπως τόν χάσει, θά ξεπεταγόταν λέξεις πού δέν εἶχε ἀκόμα πεῖ· καί πραγματικά μ᾿ αὐτό τόν τρόπο εἶχε λάβει τά πιό τρυφερά της γράμματα, καί τό ἕνα ἀπ᾿ αὐτά, πού τοῦ εἶχε στείλει τό μεσημέρι ἀπ᾿ τό "Χρυσό Σπίτι" (ἦταν ἡ μέρα τῆς γιορτῆς "Παρίσι-Μούρθια", πού δόθηκε γιά τούς πλημμυρόπληκτους τῆς Μούρθια [18] ), ἄρχιζε μέ τά λόγια: «Φίλε μου, τό χέρι μου τρέμει τόσο δυνατά πού μέ δυσκολία μπορῶ νά γράψω», γράμμα πού εἶχε φυλάξει στό ἴδιο συρτάρι μαζί μέ τό μαραμένο χρυσάνθεμο. Κι ἄν πάλι δέν εἶχε καιρό νά γράψει, ὅταν θά ἔφτανε στούς Βερντυρέν, θά πήγαινε ἀμέσως κοντά του καί θά  τοῦ ἔλεγε: «ἔχω νά σᾶς μιλήσω» κι ἐκεῖνος θά διάβαζε στό πρόσωπο της καί  καί στά λόγια της, ὅ,τι τοῦ εἶχε ὡς τότε κρύψει ἀπ᾿ τήν καρδιά της.
        Ἔτσι, ἀπό μόνη της ἡ "μικρή φάρα", καθόριζε αὐτόματα γιά τό Σουάν τίς καθημερινές του συναντήσεις μέ τήν Ὀντέτ, καί τοῦ ἐπέτρεπε νά προσποιεῖται πώς τοῦ ἦταν ἀδιάφορη ἡ συνάντηση ἤ καί πώς δέν τήν ἐπιθυμοῦσε, χωρίς ὅμως νά διακινδυνεύει σοβαρά ἀφοῦ, ὅ,τι κι ἄν τῆς ἔγραφε τή μέρα, θά τήν ἔβλεπε τό βράδυ καί θά τή συνόδευε ὕστερα στό σπίτι της.
        Κάποτε ὅμως, πού εἶχε ἀναλογιστεῖ μέ ἀνία τήν ἀναπόφευκτη ἐπιστροφή  μαζί της, εἶχε ὁδηγήσει ὡς τό δάσος τῆς Βουλώνης τή νέα ἐργάτρια, καί τελικά ἔφθασε τόσο ἀργά, ὥστε ἡ Ὀντέτ νομίζοντας πώς δέ θά ᾿ρθει, εἶχε φύγει. Καθώς εἶδε πώς δέν βρισκόταν στό σαλόνι,  ἔνιωσε  ἕναν πόνο στήν καρδιά· ἔτρεμε μήπως στερηθεῖ μιά ἀπόλαυση πού γιά πρώτη φορά ἐκτιμοῦσε, ἀφοῦ εἶχε ὡς τότε τή βεβαιότητα πώς μποροῦσε νά τήν ἔχει ὅποτε ἤθελε, βεβαιότητα πού σέ ὅλες τίς ἀπολαύσεις μᾶς ἐλαττώνει, ἤ ἀκόμα καί μᾶς στερεῖ τή δυνατότητα ν᾿ ἀντιληφθοῦμε ὁλότελα τό μέγεθός τους.
        «Πρόσεξες τήν ἔκφραση πού πῆρε, ὅταν κατάλαβε πώς  ἐκείνη δέν εἶναι πιά ἐδῶ;», εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν στή γυναίκα του. «Μποροῦμε νά ποῦμε, νομίζω, πώς εἶναι τσιμπημένος!»
       «Μά ὄχι δέν ὑπάρχει  ἀπολύτως τίποτα καί, μεταξύ μας, βρίσκω πώς ἐκείνη ἔχει ἄδικο καί πώς συμπεριφέρεται σάν κουτορνίθι καί εἶναι ἄλλωστε».
        «Κουραφέξαλα!» εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν, «καί πού ξέρεις ἐσύ πώς δέν ὑπάρχει τίποτα! Δέ πήγαμε νά δοῦμε, δέν εἶναι ἔτσι;»
        «Ἐμένα θά μοῦ ᾿λεγε», ἀπάντησε περήφανα ἡ κυρία Βερντυρέν. «Σᾶς λέω πώς μοῦ διηγεῖται ὅλες τίς ἐρωτοδουλειές της! Καθώς δέν ἔχει κανέναν αὐτή τή στιγμή, τῆς εἶπα πώς θά ᾿πρεπε νά πλαγιάζει μαζί του. Διατείνεται πώς δέν μπορεῖ, πώς τοῦ ἔχει βέβαια μεγάλη ἀδυναμία, ἀλλά πώς αὐτός εἶναι ἄτολμος μαζί της, πώς αὐτό κάνει καί τήν ἴδια νά δειλιάζει, πώς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἰδανικός, πώς φοβᾶται νά μήν ξεφτίσει τό αἴσθημα πού νιώθει γι αὐτόν, κι ἐγώ δέν ξέρω τί ἄλλο ἀκόμα».
        «Θά μοῦ ἐπιτρέψεις νά μήν συμφωνήσω μαζί σου», εἶπε κύριος Βερντυρέν, «δέ μοῦ πολυαρέσει αὐτός ὁ κύριος· βρίσκω πώς εἶναι ποζάτος».
        Ἡ κυρία Βερντυρέν στάθηκε ἀκίνητη, πῆρε μιά ἔκφραση ἀδράνειας, λές καί εἶχε γίνει ἄγαλμα, κι ἔτσι μποροῦσε νά δείξει πώς τάχα δέν εἶχε ἀκούσει αὐτήν τήν ἀβάσταχτη λέξη "ποζάτος", πού ἄφηνε νά ὑπονοηθεῖ πώς θά μποροῦσαν ἴσως κάποιοι νά "παίρνουν πόζες" ἀπέναντί τους, κι ἑπομένως νά εἶναι "κάτι παραπάνω ἀπ᾿ αὐτούς.
        «Τελοσπάντων, ἄν δέν ὑπάρχει τίποτα, δέ φαντάζομαι αὐτό νά ὀφείλεται στό ὅτι αὐτός ὁ κύριος τή θεωρεῖ ἐνάρετη», εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν εἰρωνικά. «Καί στό κάτω - κάτω δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτα, ἀφοῦ φαίνεται νά τή θεωρεῖ ἔξυπνη. Δέν ξέρω ἄν ἄκουσες ὅσα τῆς ξεφούρνιζε ἕνα βράδυ σχετικά μέ τή σονάτα τοῦ Βιντέϊγ· ἀγαπῶ τήν Ὀντέτ μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἀλλά νά τῆς ἀναπτύσσει κανείς αἰσθητικές θεωρίες, πρέπει νά ᾿ναι περίφημος κουτεντές»
        «Ἐλᾶτε τώρα, μή λέτε κακό γιά τήν Ὀντέτ», εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν, μέ τό ψεύτικο παιδιάστικο ὕφος της. «Εἶναι χαριτωμένη»
        «Μά αὐτό δέν τήν ἐμποδίζει νά εἶναι χαριτωμένη· δέ λέμε τίποτα κακό γιά τήν Ὀντέτ, λέμε μόνο πώς δέν εἶναι ἡ προσωποποίηση οὔτε τῆς ἀρετῆς οὔτε τῆς ἐξυπνάδας. Στό βάθος», εἶπε στό ζωγράφο, «ἐπιμένετε τόσο πολύ νά εἶναι ἐνάρετη; Ποιός ξέρει ὅμως, ἴσως τότε νά ᾿ταν καί πολύ λιγότερο χαριτωμένη».
        Στό κεφαλόσκαλο πλησίασε τόν Σουάν ὁ ἀρχικαμαριέρης, πού δέ βρισκόταν στή θέση του ὅταν εἶχε ἔρθει, καί πού εἶχε ἀναλάβει νά τοῦ μεταδώσει ἕνα μήνυμα τῆς Ὀντέτ — εἶχε ὅμως στό μεταξύ περάσει ὁλόκληρη μιά ὥρα — σέ περίπτωση πού θά ἐρχόταν τελικά: ἡ Ὀντέτ θά πήγαινε, πιθανότατα νά πάρει μιά σοκολάτα στοῦ Πρεβώ, πρίν ἐπιστρέψει στό σπίτι της. Ὁ Σουάν ξεκίνησε γιά τοῦ Πρεβώ, σέ κάθε βῆμα ὅμως τό ἁμάξι του τό σταματοῦσαν ἄλλα ἁμάξια ἤ ἄνθρωποι πού διέσχιζαν τό δρόμο, μισητά ἐμπόδια πού θά ἦταν ἕτοιμος νά ποδοπατήσει, ἄν ἡ παρέμβαση τοῦ ἀστυνόμου δέ θά τόν καθυστεροῦσε περισσότερο. Καί γιατί; ὅλη αὐτή ἡ ἀνησυχία, ἐπειδή δέ θά ᾿βλεπε τήν Ὀντέτ παρά μόνο αὔριο, δηλαδή αὐτό ἀκριβῶς πού εὐχόταν πρίν ἀπό μιά ὥρα ὅταν πήγαινε στήν κυρία Βερντυρέν! Ἦταν ἀναγκασμένος ν᾿ ἀναγνωρίσει πώς σ᾿ αὐτό τό ἴδιο ἁμάξι, πού τόν πήγαινε στοῦ Πρεβώ, δέν ἦταν πιά μόνος, ἕνα καινούργιο πλάσμα ἦταν ἐκεῖ μαζί του, ἀπ᾿ τό ὁποῖο δέν μποροῦσε ἴσως ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, πού ἀπέναντί του ἔπρεπε νά φερθεῖ μέ περίσκεψη, ὅπως μ᾿ ἕνα ἀφέντη ἤ μιά ἀρρώστια. Κι ἐλάχιστα ἀναλογιζόταν πώς αὐτή ἡ πιθανή συνάντηση στοῦ Πρεβώ — πού ἡ προσμονή της μέσα στήν ἀγωνία, τόν ἀπογύμνωνε ἀπό κάθε προηγούμενο ἑαυτό του, ὥστε δέν ἔβρισκε πιά οὔτε μιά σκέψη, οὔτε μιά ἀνάμνηση πού πάνω της νά ξεκουράσει τό μυαλό του — ἦταν πιθανό, ἄν πραγματοποιοῦνταν, νά ᾿ταν σάν ὅλες τίς ἄλλες, κάτι ἀσήμαντο·  δηλαδή νά παρατείνει προσωρινά καί νά ἀνενεώσει τήν ἀπογοήτευση καί τόν πόνο πού τοῦ ἔφερνε ἡ ἄσκοπη παρουσία αὐτῆς τῆς γυναίκας, πού τήν πλησίαζε χωρίς νά τολμᾶ νά τήν ἀγκαλιάσει.
        Δέν ἦταν στού Πρεβώ· θέλησε νά ψάξει νά τή βρεῖ σ᾿ ὅλα τά ἑστιατόρια τοῦ μπουλβάρ. Γιά νά κερδίσει χρόνο, ἐνῶ πήγαινε ὁ ἴδιος σ᾿ ὡρισμένα, ἔστελνε σέ ἄλλα τόν ἁμαξά του τόν Ρεμί καί τόν περίμενε ὕστερα στό σημεῖο πού εἶχε καθορίσει.
        Ὁ ἁμαξάς  ἐπέστρεψε, ὅμως ὁ Σουάν δέν τοῦ εἶπε: «Βρήκατε τήν κυρία;» ἀλλά: «Θυμῆστε μου αὔριο νά παραγγείλω ξύλα, φοβᾶμαι πώς τό ἀπόθεμα ἐξαντλεῖται». Ἴσως σκεφτόταν, πώς ἄν ὁ Ρεμί εἶχε ἀνακαλύψει τήν Ὀντέτ, πώς δέν ὑπῆρχε λόγος νά βιαστεῖ νά φτάσει σέ μιά εὐτυχία πού τήν κρατοῦσε δέσμια. Καί σίγουρα, ἄν ὁ ἁμαξάς τόν εἶχε διακόψει γιά νά τοῦ πεῖ: «Ἡ κυρία εἶναι ἐκεῖ», θά εἶχε ἀπαντήσει: «Ἄ, ναί! ἀλήθεια, πρόκειται γιά τή διαδρομή πού σᾶς εἶχα πεῖ νά κάνετε, μπά, δέν θά τό πίστευα», καί θά συνέχιζε, μιλώντας του γιά τήν προμήθεια τῶν ξύλων, γιά νά κρύψει τή συγκίνησή του καί νά δώσει στόν ἑαυτό του τό χρόνο νέ ξεκόψει ἀπ᾿ τήν ἀνησυχία καί νά δοθεῖ στήν εὐτυχία.
        Ὁ ἁμαξάς ὅμως γύρισε γιά νά τοῦ πεῖ πώς δέ τή βρῆκε πουθενά καί, σάν παλιός ὑπηρέτης, πρόσθεσε τή συμβουλή του: «Νομίζω πώς δέν μένει πιά στόν κύριο παρά νά ἐπιστρέψει».
        Ἡ ἀδιαφορία ὅμως πού ὁ Σουάν προσποιόταν εὔκολα, ὅταν ὁ Ρεμί δέν μποροῦσε πιά νά ἀλλάξει σέ τίποτα τήν ἀπάντηση πού ἔφερνε, χάθηκε:
        «Μά καθόλου», φώναξε, «πρέπει νά τή βροῦμε αὐτή τήν κυρία· εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Θ᾿ ἀνησυχήσει πολύ γιά μιάν ὑπόθεση καί θά προσβληθεῖ, ἄν δέ μέ δεῖ»
        «Δέν καταλαβαίνω πῶς μπορεῖ νά προσβληθεῖ ἡ κυρία» ἀπάντησε ὁ Ρεμί, «ἀφοῦ ἐκείνη ἔφυγε χωρίς νά περιμένει τόν Κύριο κι εἶπε πώς θά πάει στοῦ Πρεβώ, χωρίς τελικά νά βρίσκεται ἐκεῖ».
        Εἶχαν ἀρχίσει ἄλλωστε νά σβύνουν παντοῦ τά φῶτα. Πότε-πότε ἡ σκιά μιᾶς γυναίκας πού τόν πλησίαζε, ζητώντας του νά τή συνοδεύσει, ἔκανε τόν Σουάν νά ἀναρριγεῖ. Ἄγγιζε ἀνεπαίσθητα, ἀνήσυχα, ὅλ᾿ αὐτά τά σκοτεινά σώματα, λές καί γύρευε ἀνάμεσα στά φαντάσματα τῶν νεκρῶν στό σκοτεινό βασίλειο, τήν Εὐριδίκη [19] .
        Ἀπ᾿ ὅλους τούς τρόπους γένεσης τοῦ ἔρωτα, ἀπ᾿ ὅλα τά μέσα διάδοσης τῆς ἱερῆς ἀσθένειας, ἕνα ἀπ᾿ τά πιό ἀποτελεσματικά εἶναι σίγουρα αὐτή ἡ μεγάλη πνοή ἀνησυχίας πού καμιά φορά μᾶς διαπερνᾶ. Τότε τό πλάσμα πού ἀγαπᾶμε, δέ χρειάζεται κἄν νά μᾶς ἄρεσε ὡς τότε περισσότερο, ἤ ἀκόμα τό ἴδιο μέ τά ἄλλα. Χρειαζόταν μόνο ἡ προτίμησή μας γι᾿ αὐτό τό πρόσωπο νά γίνει ἀποκλειστική.
        Τό ἁμάξι ὁδήγησε τόν Σουάν ὡς τά τελευταῖα ἑστιατόρια. Ἔφτασε ὡς τό χρυσό Σπίτι, πάλι χωρίς ἐπιτυχία, καί ἔβγαινε ἀπ᾿ τό καφέ Ἀγγλαί περπατώντας μέ μεγάλα βήματα μέ βλέμμα ἀγριωπό, ὅταν ἔπεσε πάνω σέ μιά γυναίκα πού ἐρχόταν ἀπ᾿ τήν ἀντίθετη κατεύθυνση: ἦταν ἡ Ὀντέτ· τοῦ ἐξήγησε πώς, ἐπειδή δέ βρῆκε θέση στοῦ Πρεβώ, εἶχε πάει νά σουπάρει στό Χρυσό σπίτι, σέ μιά ἀπόμερη ἐσοχή, ὅπου δέν εἶχε κοιτάξει καί τώρα γύριζε στό ἁμάξι της.
        Τόσο δέν περίμενε νά τόν συναντήσει, πού ἔκανε μιά κίνηση φόβου. Ὅσο γιά τόν Σουάν, τή χαρά του, δέν ἦταν ἀνάγκη νά τή δημιουργήσει μέ τή σκέψη του γιά νά τή δεχτεῖ, γιατί ἀνάβλυζε μόνη της, ὥστε νά διαλύει σάν σέ ὄνειρο τήν ἀπομόνωση πού εἶχε τόσο φοβηθεῖ. Ἔτσι καί ὁ ταξιδιώτης πού φτάνει μέ θαυμάσιο καιρό στίς ἀκτές τῆς Μεσογείου, ἀμφιβάλλει γιά τήν ὕπαρξη τῶν τόπων πού ἄφησε πίσω του, καί ἀφήνει τήν ὅραση του νά θαμπωθεῖ ἀπ᾿ τίς ἀκτίνες πού στέλνει τό φωτερό καί ἔντονο γαλάζιο τῶν νερῶν.
        Ἀνέβηκαν μαζί στό ἁμάξι πού εἶχε ἐκείνη κι ἔδωσε ἐντολή στό δικό του νά ἀκολουθήσει.
       Ἐκείνη κρατοῦσε στό χέρι ἕνα μπουκέτο κατλέγιες [20]  κι ὁ Σουάν εἶδε κάτω ἀπ᾿ τή δαντελένια μαντήλα της πώς εἶχε ὅμοια λουλούδια στά μαλλιά, πιασμένα μέ μιά ἐγκράφα ἀπό φτερά κύκνου. Ἦταν ντυμένη, κάτω ἀπ᾿τήν ἐσάρπα της, μέ πλούσιες πτυχές μαῦρο βελοῦδο, κι ἄφηνε νά φαίνεται ἕνας ὠμίτης ἀπό ἄσπρο μεταξωτό στό ἄνοιγμα τοῦ ντεκολτέ, στό ὁποῖο ἦταν τοποθετημένα κι ἄλλα λουλούδια ἀπό κατλέγιες.
        Μόλις εἶχε συνέλθει ἀπ᾿ τό φόβο πού τῆς εἶχε προκαλέσει ὁ Σουάν, ὅταν ἀπό κάποιο ἐμπόδιο τραντάχτηκαν ξαφνικά κι ἡ Ὀντέτ ἔβαλε μιά φωνή κι ἀπόμεινε λαχανιασμένη χωρίς ἀναπνοή.
        «Δέν εἶναι τίποτα», τῆς εἶπε, «μή φοβᾶστε».
        Καί τή βαστοῦσε ἀπό τόν ὦμο, κρατώντας την ἐπάνω του γιά νά τή συγκρατήσει· ὕστερα εἶπε: «Μή μιλᾶτε, ἀπαντῆστε μου μόνο μέ νοήματα γιά νά μή λαχανιάσετε περισσότερο. Θά σᾶς πείραζε νά ξανατοποθετήσω στή θέση τους τά λουλούδια πού μετακινήθηκαν στό φόρεμά σας; Φοβᾶμαι μήπως τά χάσετε· θά ᾿θελα νά τά τοποθετήσω λιγάκι πιό βαθειά.
        Ἐκείνη, πού δέν εἶχε συνηθήσει νά τῆς φέρνονται οἱ ἄντρες μέ τόσες τσιριμόνιες, ἀπάντησε μ᾿ ἕνα χαμόγελο: «Ὄχι, καθόλου δέ μέ ἐνοχλεῖ».
        «Εἰλικρινά δέ σᾶς ἐνοχλῶ; Κοιτάξτε, ἔχει λίγο... ὑποθέτω πώς εἶναι ἡ γύρη τῶν λουλουδιῶν πού σκόρπισε πάνω σας· ἐπιτρέπετε νά τή σκουπίσω μέ τό χέρι μου; Εἶναι γιατί δέ θά ᾿θελα ν᾿ ἀγγίξω τό βελοῦδο στό φόρεμά σας, γιά νά μήν τό τσαλακώσω. Ἀλλά βλέπετε ἦταν ἀπαραίτητο νά τά στερεώσω θά πέφτανε ἀλλιῶς· κι ἔτσι πού τά τοποθέτησα λίγο βαθύτερα... Ἀλήθεια δέν γίνομαι δυσάρεστος! Δέν τά μύρισα ποτέ, μπορῶ; Πέστε μου τήν ἀλήθεια.
          Χαμογελώντας ἐκείνη, σήκωσε λίγο τούς ὤμους σά νά ᾿θελε νά πεῖ: «εἶστε τρελλός, δέ βλέπετε πώς μοῦ ἀρέσει;»
        Ἀνέβαζε τό ἄλλο του χέρι στό μάγουλο τῆς Ὀντέτ· καί ἐκείνη, μέ μιά στάση πού σίγουρα τή συνήθιζε, πού ἤξερε πώς ταιριάζει σέ τέτοια στιγμή, φαινόταν σά νά χρειαζόταν ὅλη της τή δύναμη γιά νά συγκρατήσει τό πρόσωπό της, λές καί μιά ἀόρατη δύναμη τό τραβοῦσε πρός τόν Σουάν. Κι ἦταν ὁ Σουάν, πού πρίν ἐκείνη ἀφήσει τό πρόσωπό της νά πέσει, τάχα χωρίς τή θέλησή της πάνω στά χείλια του, τό συγκράτησε μιά στιγμή σέ κάποια ἀπόσταση, ἀνάμεσα στά δυό του χέρια. Ἤθελε ἔτσι νά δώσει στή σκέψη του τό χρόνο νά τρέξει ν᾿ ἀναγνωρίσει τ᾿ ὄνειρο πού τόσο καιρό ἔτρεφε καί νά παρασταθεῖ στήν πραγματοποίησή του, σάν τό συγγενικό πρόσωπο πού τό καλοῦμε νά πάρει μέρος στίς ἐπιτυχίες ἑνός παιδιοῦ, πού πολύ ἀγαπᾶ. Κι ἴσως ὁ Σουάν νά τοποθετοῦσε πάνω στό πρόσωπο αὐτό τῆς Ὀντέτ, πού δέν τήν εἶχε οὔτε κάν φιλήσει ἀκόμα, πού τήν ἔβλεπε γιά τελευταία φορά έτσι, ἐκείνη τή ματιά μέ τήν ὁποία θέλει κανείς, τή μέρα τῆς ἀναχώρησης, νά πάρει μαζί του τό τοπίο πού θά ἐγκαταλείψει γιά πάντα.
        Ἦταν ὅμως τόσο ντροπαλός μαζί της ὥστε, μ᾿ ὅλο πού τελικά ἐκεῖνο τό βράδυ τήν ἔκανε δική του πιάνοντας ἀρχικά νά τακτοποιεῖ τίς κατλέγιες της, τίς ἑπόμενες μέρες χρησιμοποίησε τό ἴδιο πρόσχημα, θές γιά νά μήν τήν προσβάλλει, θές ἀπό φόβο μήπως φανεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων πώς εἶχε πεῖ ψέματα. Ἄν εἶχε κατλέγιες στό μποῦστο της, ἔλεγε: «Κρίμα, ἀπόψε οἱ κατλέγιες δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τακτοποίηση, δέν κουνήθηκαν καθόλου ἀπό τή θέση τους· κι ὅμως μοῦ φαίνεται πώς τούτη δέ στέκει πολύ ἴσια. Μπορῶ νά δοκιμάσω μήπως μυρίζουν περισσότερο ἀπό τίς ἄλλες;» Ἤ, ἄν δέν φοροῦσε λουλούδια: «Ὤ, δέν ἔχει κατλέγιες ἀπόψε, δέν θά μπορέσω ν᾿ ἀσχοληθῶ μέ τίς ἀγαπημένες μου τακτοποιήσεις». Καί πολύ ἀργότερα ὅταν ἡ τακτοποίηση ἤ ἡ προσποίηση πώς τακτοποιεῖ τίς κατλέγιες, εἶχε πέσει σέ ἀχρηστία, ἡ μεταφορική ἔκφραση "νά κάνουμε κατλέγιες" εἶχε γίνει μιά ἁπλή φράση, πού χρησιμοποιοῦσαν ὅταν ἤθελαν νά ὑπονοήσουν τή πράξη τῆς σωματικῆς κατάκτησης — ὅπου ἄλλωστε δέν κατακτᾶ κανείς τίποτα — ἔκφραση πού ἐπέζησε στή γλώσσα τους καί μνημόνευε τήν πράξη, πέρ᾿ ἀπ᾿ τήν ἴδια τήν ξεχασμένη συνήθεια.
        Τώρα ὅλα τά βράδια, ὅταν τή συνόδευε στό σπίτι της, ἔπρεπε νά μπεῖ μέσα καί συχνά ἐκείνη ξανάβγαινε φορώντας τή ρόμπα της, τόν ἀκολουθοῦσε ὡς τό ἁμάξι του, τόν φιλοῦσε μπροστά στόν ἁμαξά λέγοντας: «Τί μέ νοιάζει, τί μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι;» Τά βράδια πού δέν πήγαινε στούς Βερντυρέν, τά βράδια τά ὅλο καί πιό σπάνια πού πήγαινε στόν "καλό κόσμο", τοῦ ζητοῦσε νά ᾿ρθει στό σπίτι της πρίν γυρίσει στό δικό του, ὅσο ἀργά κι ἄν ἦταν. Οἱ φίλοι  ξαφνιάζονταν, δικαιολογημένα, γιατί ὁ Σουάν δέν ἦταν πιά ὁ ἴδιος. Δέ λάβαιναν πιά κανένα γράμμα του πού νά ζητᾶ νά γνωρίσει κάποια γυναίκα. Τόσο πολύ ἕνα πάθος εἶναι μέσα μας σάν ἕνας προσωρινός καί διαφορετικός χαρακτήρας, πού παίρνει τή θέση τοῦ ἄλλου καί ἀναιρεῖ τά σημάδια τά ὡς τότε ἀμετάβλητα, μέ τά ὁποῖα ἐκφραζόταν. Εἶναι ἀλήθεια πώς ὅταν συχνά ἔμενε στίς κοσμικές συναντήσεις, θά προτιμοῦσε νά γύριζε στό σπίτι του. Ὅμως, χωρίς νά τό καταλάβει, αὐτή ἡ βεβαιότητα πώς ἡ Ὀντέτ τόν περίμενε, πώς δέ βρισκόταν ἀλλοῦ, μέ ἄλλους, ἐξουδετέρωνε αὐτό τό ξεχασμένο ἄγχος, πού ἦταν ὅμως πάντα ἕτοιμο νά ξαναγεννηθεῖ, τό ἄγχος πού ᾿χε νιώσει τό βράδυ, ὅταν δέν εἶχε βρεῖ τήν Ὀντέτ στούς Βερντυρέν· κι αὐτός ὁ τωρινός κατευνασμός ἦταν τόσο γλυκός πού θά μποροῦσε νά τόν ὀνομάσει εὐτυχία. Οἱ ἄνθρωποι, μᾶς εἶναι συνήθως τόσο ἀδιάφοροι, ὤστε ὅταν ἀποθέσουμε σ᾿ ἕναν τόσες δυνατότητες πόνου ἤ χαρᾶς γιά τόν ἑαυτό μας, μᾶς φαίνεται πώς αὐτός ὁ ἔνας ἀνήκει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο, τόν περιβάλλει ποίηση, μεταβάλλει τή ζωή μας σέ μιά ἔκταση συγκίνησης.  Ἄν ἔφτανε σέ ὥρα τέτοια πού ἡ Ὀντέτ εἶχε κιόλας στείλει τούς ὑπηρέτες νά κοιμηθοῦν, πήγαινε πρῶτα στό δρόμο ὅπου, στό ἰσόγειο ἀνάμεσα στά σκοτεινά ἀλλά ὅμοια παράθυρα ἄλλων γειτονικῶν σπιτιῶν, ἔφεγγε μόνο τό παράθυρο τοῦ δωματίου της. Χτυποῦσε στό τζάμι κι ἐκείνη πήγαινε νά τόν περιμένει στήν ἄλλη πλευρά τοῦ σπιτιοῦ, στήν εἴσοδο. Ὁ Σουάν ἔβρισκε ἀνοιχτά πάνω στό πιάνο της μερικά ἀπό τά μουσικά κομμάτια πού ἐκείνη προτιμοῦσε: τό Βάλς τῶν Ρόδων [21] καί τόν φτωχό Τρελό τοῦ Ταλλιαφίκο [22]  (πού ἔπρεπε, σύμφωνα μέ τή διαθήκη του νά παιχτεῖ στήν κηδεία του), καί τῆς ζητοῦσε νά παίξει ἀντί γι᾿ αὐτά τή μικρή φράση ἀπό τή σονάτα τοῦ Βιντέϊγ, παρ᾿ ὅλο πού ἡ Ὀντέτ ἔπαιζε πολύ ἄσχημα. Ἡ μικρή φράση ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι δεμένη γιά τόν Σουάν μέ τόν ἔρωτά του γιά τήν Ὀντέτ. Καταλάβαινε καλά, πώς ὁ ἔρωτας αὐτός ἦταν κάτι πού δέν ἀντιστοιχοῦσε σέ τίποτα τό ἐξωτερικό, σέ τίποτα πού νά μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ ἀπό ἄλλους ἔξω ἀπό τόν ἴδιο· ἤξερε πώς οἱ ἀρετές τῆς Ὀντέτ  δέ  δικαιολογοῦσαν νά δίνει τόση σημασία στίς στιγμές πού περνοῦσε κοντά της. Καί συχνά, ὅταν μόνο ἡ θετική σκέψη τόν ἐξουσίαζε, ὁ Σουάν ἤθελε νά πάψει νά θυσιάζει τόσα πνευματικά καί κοινωνικά ἐνδιαφέροντα σ᾿ αὐτή τή φανταστική εὐχαρίστηση. Ἡ μικρή ὅμως φράση, μόλις τήν ἄκουγε, μποροῦσε νά λευτερώνει μέσα του τόν χῶρο πού τῆς ἦταν ἀπαραίτητος κι οἱ διαστάσεις τῆς ψυχῆς τοῦ Σουάν ἄλλαζαν ἀναλογίες. Ἔτσι σ᾿ αὐτά τά τμήματα τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ Σουάν, ὅπου ἡ μικρή φράση εἶχε σβύσει τή φροντίδα γιά ὑλικά συμφέροντα, καθώς καί τίς κοινές σ᾿ ὅλους ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις, εἶχε ἀφήσει ἕνα κενό, μιά λευκή θέση, ὅπου ἦταν ἐλεύθερος νά γράψει τό ὄνομα τῆς Ὀντέτ. Κι ἡ εὐχαρίστηση πού τοῦ πρόσφερε ἡ μουσική, ἔμοιαζε ἀληθινά μέ τήν εὐχαρίστηση πού θά ἔνιωθε ἄν ἐρχόταν σέ ἐπαφή μ᾿ ἕναν κόσμο γιά τόν ὁποῖο δέν εἴμαστε πλασμένοι, πού μᾶς φαίνεται χωρίς μορφή γιατί δέν τόν ἀντιλαμβάνονται τά μάτια μας, χωρίς νόημα γιατί δέν τόν ἀντιλαμβάνεται ἡ νόησή μας, μ᾿ ἕναν κόσμο πού μποροῦμε νά τόν φτάσουμε μέ μιά αἴσθηση μόνο. Γιά τόν Σουάν ἦταν μιά μυστηριώδης ἀνανέωση — γιά τόν Σουάν, πού τά μάτια του μ᾿ ὅλο πού πλησίαζαν εὐαίσθητα τή ζωγραφική, καί τό πνεῦμα του μ᾿ ὅλο πού ἦταν λεπτός παρατηρητής τῶν ἠθῶν, εἶχε δεχτεῖ γιά πάντα τό ἀνεξίτηλο σημάδι τῆς ξεραΐλας τῆς ζωῆς — τό νά αἰσθάνεται σάν ἕνα πλάσμα ξένο πρός τήν ἀνθρωπότητα, τυφλό, χωρίς τή χάρη τῆς λογικῆς, ἕνα χιμαιρικό ὄν πού δέν ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο, παρά μόνο σάν ἀκοή. Ἄρχιζε νά καταλαβαίνει πώς στό βάθος τῆς ἁπαλότητας αὐτῆς τῆς φράσης, ὑπῆρχε κάτι τό πονεμένο, ἴσως μάλιστα κάτι κρυφά ἀγαλήνευτο, ἀλλ᾿ ὁ ἴδιος δέν ἔνιωθε τόν πόνο. Κι ἄν ἡ Ὀντέτ τόν κοίταζε μέ ὕφος σκυθρωπό, κι ἐκεῖνος ξανάβλεπε ἕνα πρόσωπο ἄξιο νά πάρει θέση στή Ζωή τοῦ Μωυσῆ τοῦ Μποττιτσέλλι, τό τοποθετοῦσε ἐκεῖ ὁ ἴδιος, ἔδινε στό λαιμό τῆς Ὀντέτ τήν ἀπαραίτητη κλίση· κι ὅταν πιά εἶχε τελειώσει τή νωπογραφία της στό 15ο αἰῶνα πάνω στόν τοῖχο τῆς Σιξτίνα, ἡ ἰδέα πώς παρ᾿ ὅλα αὐτά εἶχε μείνει ἐκεῖ, κοντά στό πιάνο, στήν τωρινή στιγμή, ἕτοιμη νά φιληθεῖ καί νά γίνει δική του, ἡ ἰδέα τῆς ὑλικῆς της ὑπόστασης, ἐρχόταν νά τόν μεθύσει μέ τόση δύναμη πού μέ μάτι ἐκστατικό, ἔπεφτε πάνω στήν παρθένα αὐτή τοῦ Μποτιτσέλλι καί ἄρχιζε νά τῆς φιλᾶ τά μάγουλα. Ὕστερα, αφού τήν εἶχε αποχαιρετήσει, επέστρεφε μέ τή βικτώρια του, εὐγνωμονοῦσε τήν Ὀντέτ γιατί τοῦ ἐπέτρεπε τίς καθημερινές αὐτές ἐπισκέψεις, πού μάντευε πώς σ᾿ ἐκείνη δέ θά ᾿πρεπε νά 'διναν πολύ μεγάλη χαρά, μά πού τόν προστἀτευαν ἀπ᾿ τό νά γίνει ζηλιάρης, ὄπως τό βράδυ πού δεν τήν εἶχε βρεῖ στούς Βερντυρέν. 
        Καί καθώς παρατηροῦσε στήν ἐπιστροφή, πώς τό φεγγάρι εἶχε μετακινηθεῖ σέ σχέση μέ τόν ἴδιο καί βρισκόταν στήν ἄκρη τοῦ ὀρίζοντα, καθώς ἔνιωθε πώς ὁ ἔρωτας ὑπάκουε κι αὐτός σέ νόμους ἀμετάθετους καί φυσικούς, ἀναρωτιόταν, μήπως σέ λίγο ἡ σκέψη του δέ θά ᾿βλεπε τό ἀγαπημένο πρόσωπο νά κρατᾶ, παρά μιά θέση μακρινή καί σβυσμένη, ἕτοιμο νά πάψει νά σκορπᾶ τή μαγεία του. Γιατί ὁ Σουάν ἀνακάλυπτε μιά μαγεία στά πράγματα ἀπό τότε πού ἦταν ἐρωτευμένος, ὅπως τόν καιρόν πού ἔφηβος νόμιζε τόν ἑαυτό του καλλιτέχνη· δέν ἦταν ὅμως πιά ἡ ἴδια μαγεία· αὐτήν τώρα ἡ Ὀντέτ μόνο, τήν χάριζε στά πράγματα. Ἔνιωθε νά γεννιοῦνται πάλι μέσα του οἱ νεανικοί του ὁραματισμοί, πού μιά ἐπιπόλαιη ζωή εἶχε διαλύσει· καί στίς πολλές ὧρες πού χαιρόταν τώρα μέ λεπτή εὐχαρίστηση νά περνᾶ στό σπίτι του μόνος μέ τήν ψυχή του σέ ἀνάρρωση, ξαναγινόταν σιγά - σιγά ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του, ἀλλά μέ μιάν ἄλλη ζωή.
        Ὁ Σουάν πήγαινε στό σπίτι της μόνο τό βράδυ καί δέν ἤξερε τίποτα γιά τήν ἀπασχόλησή της τήν ἡμέρα, ὅπως δέν ἤξερε καί γιά τό παρελθόν της· χαμογελοῦσε μόνο καμιά φορά ὅταν σκεφτόταν, πώς πρίν μερικά χρόνια ὅταν δέ τή γνώριζε, τοῦ εἶχαν μιλήσει γιά μιά γυναίκα, πού ἄν θυμόταν καλά θά ᾿πρεπε νά ᾿ναι ἡ Ὀντέτ, καί τοῦ τήν εἶχαν περιγράψει σά μιά πόρνη, μιά γυναίκα πού τή συντηροῦσαν οἱ ἐραστές της, σά μιά ἀπ᾿ αὐτές τίς γυναῖκες στίς ὁποῖες ἀπέδιδε ἀκόμα, καθώς δέν εἶχε ζήσει στό περιβάλλον τους, τόν ἀκέραιο, ἀλλά βασικά διεστραμμένο χαρακτήρα, μέ τόν ὁποῖο τίς στόλιζε ἀπό καιρό ἡ φαντασία ὡρισμένων μυθιστοριογράφων. Ἀναλογιζόταν, πώς ἀρκεῖ συχνά νά δεχτεῖς τό ἀντίθετο ἀπό τίς φῆμες πού δημιουργεῖ ὁ κόσμος, γιά νά κρίνεις σωστά ἕνα πρόσωπο, καί τό ἀναλογιζόταν  σέ σχέση μέ τήν Ὀντέτ, πού ἦταν καλή, ἄδολη καί ἀναζητοῦσε ἰδανικά, πού ἦταν τόσο λίγο ἄξια νά πεῖ ψέμματα, ὥστε ὅταν κάποτε τήν παρακάλεσε, γιά νά δειπνήσει μόνος μαζί της, νά γράψει στούς Βερντυρέν πώς ἦταν ἀδιάθετη, τήν εἶδε τήν ἄλλη μέρα, καθώς τή ρωτοῦσε ἡ κυρία Βερνυρέν ἄν ἦταν καλύτερα, νά κοκκινίζει, νά ψελίζει καί νά δείχνει ἄθελα στό πρόσωπό της τή στεναχώρια πού τῆς κόστιζε αὐτό τό ψέμμα.
        Καμιά φορά ὅμως, στήν ἄκρη αὐτῆς τῆς ζωῆς τῆς Ὀντέτ, πού ὁ Σουάν τήν ἔβλεπε τελείως ἄδεια — μ᾿ ὅλο πού ἡ σκέψη του ἔλεγε πώς δέν ἦταν — ἐπειδή δέν μποροῦσε νά τή φανταστεῖ, κάποιος φίλος πού ὑποψιαζόταν τήν ἀγάπη τους καί πού θά  ριψοκινδύνευε νά τοῦ πεῖ, μόνο πράγματα ἀσήμαντα, τοῦ περιέγραφε τή σιλουέτα τῆς Ὀντέτ, πού τήν εἶχε ἀντικρύσει τό ἴδιο πρωινό ν᾿ ἀνεβαίνει πεζή τήν ὁδό  Ἀμπαττούτσι τυλιγμένη σ᾿ ἕνα ζακετάκι, μ᾿ ἕνα καπέλο "ἀ-λά ρέμπραντ" κι ἕνα μπουκέτο βιολέτες στό μποῦστο της. Αὐτό τό ἁπλό σκίτσο ἀναστάτωνε τόν Σουάν, γιατί τόν ἔκανε ξαφνικά νά ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ Ὀντέτ εἶχε μιά ζωή πού δέν ἦταν ὁλόκληρη δική του· ἤθελε νά μάθει σέ ποιόν γύρευε νά ἀρέσει μ᾿ αὐτήν τή τουαλέτα πού ὁ ἴδιος δέν ἤξερε· ἀποφάσιζε νά τή ρωτήσει ποῦ πήγαινε, λές καί σ᾿ ὅλη τή ζωή — τή σχεδόν ἀνύπαρχτη, γιατί τοῦ ἦταν ἀόρατη — τῆς ἐρωμένης του, δέν ὑπῆρχε παρά ἕνα πράγμα γιά τόν ἴδιο: τό περπάτημα της κάτω ἀπό ἕνα καπέλο "ἀ-λά ρέμπραντ" μ᾿ ἕνα μπουκέτο βιολέτες στό μποῦστο.
        Ἐκτός ὅταν τῆς ζητοῦσε νά παίξει τή μικρή φράση τοῦ Βιντέϊγ ἀντί γιά τό Βάλς τῶν Ρόδων, ὁ Σουάν δέν γύρευε νά τήν κάνει νά παίζει περισσότερο τά κομμάτια πού τοῦ ἄρεσαν κι οὔτε γύρευε τόσο στή μουσική ὅσο καί στή λογοτεχνία, νά διορθώσει τό κακό της γοῦστο. Εἶχε ἀντιληφεῖ  πώς δέν ἦταν ἔξυπνη. Λέγοντάς του πώς θά ᾿θελε πολύ νά τῆς μιλήσει γιά τούς μεγάλους ποιητές, εἶχε φαντασθεῖ πώς θά μάθαινε ἀμέσως ἡρωικά καί ρομαντικά τετράστιχα. Γιά τόν Βερμέερ ρώτησε ἄν εἶχε ποτέ ὑποφέρει γιά μιά γυναίκα, ἄν ἦταν μιά γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε τήν ἔμπνευση, κι ἐπειδή ὁ Σουάν εἶχε ὁμολογήσει πώς τίποτα σχετικό δέν ἦταν γνωστό, ἡ Ὀντέτ εἶχε χάσει τό ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτόν τό ζωγράφο. Ἔλεγε συχνά: «Βέβαια ἡ ποίηση, τό ξέρω φυσικά πώς δέν θά ὑπῆρχε τίποτα ὡραιότερο ἄν ἦταν ἀληθινή, ἄν οἱ ποιητές πίστευαν ὅλα ὅσα λένε. Πολύ συχνά ὅμως δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πιό ἰδιοτελεῖς ἀπό τούς ποιητές. Κάτι ξέρω κι ἐγώ, εἶχα μιά φίλη πού ἀγαποῦσε ἕνα ποιητάκο. Στούς στίχους του μιλοῦσε μόνο γιά τόν ἔρωτα, γιά τόν οὐρανό καί τά ἄστρα. Ἄ, πῶς τήν τύλιξε! Τῆς ἔφαγε πάνω ἀπό τριακόσιες χιλιάδες φράγκα». Ἄν τότε ὁ Σουάν προσπαθοῦσε νά τῆς ἐξηγήσει τί εἶναι καλλιτεχνική ὀμορφιά, μέ τί τρόπο θά ᾿πρεπε νά θαυμάζει τούς στίχους ἤ τούς πίνακες, ὕστερ᾿ ἀπό λίγο ἐκείνη ἔπαυε νά προσέχει κι ἔλεγε: «Ναί... δέν φανταζόμουν πώς ἦταν ἔτσι». Κι ὁ Σουάν καταλάβαινε πώς ἡ Ὀντέτ ἔνιωθε μιά  τέτοια ἀπογοήτευση, πού προτιμοῦσε νά τῆς πεῖ ψέματα, πώς ὅλ᾿ αὐτά δέν ἦταν τίποτα, πώς ἦταν μόνο φλυαρίες, πώς δεν εἶχε καιρό νά καταπιαστεῖ μέ τήν οὐσία, πώς ὑπῆρχαν κι ἄλλα πράγματα. Ἐκείνη ὅμως τοῦ ἔλεγε ζωντανά: «Ἄλλα πράγματα; ποιά; Πές μου τότε», κι ἐκεῖνος δέν τά ᾿λεγε, γνωρίζοντας πόσο ἀσήμαντα θά τῆς φαίνονταν καί πόσο διαφορετικά ἀπ᾿ ὅ,τι ἤλπιζε, κι ἀκόμα γιατί φοβόταν πώς ἄν τήν ἀπογοήτευε ἡ τέχνη, θά τήν ἀπογοήτευε ταυτόχρονα καί ὁ ἔρωτας.
        Καί πραγματικά ἡ Ὀντέτ ἔβρισκε τόν Σουάν πνευματικά κατώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι εἶχε φανταστεῖ. «Κρατᾶς πάντα τή ψυχραιμία σου, δέ μπορῶ νά σέ καταλάβω». Θαύμαζε περισσότερο τήν ἀδιαφορία του γιά τό χρῆμα, τήν εὐγένειά του γιά τόν καθένα, τή λεπτότητά του. Καί συμβαίνει πραγματικά συχνά σέ ἀνθρώπους πιό σημαντικούς κι ἀπό τόν Σουάν, σ᾿ ἕναν ἐπιστήμονα σ᾿ ἕναν καλλιτέχνη, ἡ συμπάθεια αὐτῶν πού τόν περιστοιχίζουν, νά μήν εἶναι ὁ θαυμασμός γιά τίς ἰδέες του — γιατί τούς διαφεύγουν — ἀλλά ὁ σεβασμός γιά τήν καλοσύνη του. Σεβασμό προκαλοῦσε στήν Ὀντέτ κι ἡ θέση τοῦ Σουάν στόν καλό κόσμο, ἀλλά δέν ἤθελε νά ἐπιδιώξει ἐκεῖνος νά τήν παρουσιάσει. Ἴσως μάντευε πώς δέ θά τό κατόρθωνε κι ἴσως νά φοβόταν πώς καί μόνο νά μιλοῦσε γι αὐτήν, θά μποροῦσε νά προκαλέσει ἀποκαλύψεις πού ἐκείνη δέν τίς ἐπιθυμοῦσε. Τοῦ εἶχε πεῖ πώς ὁ λόγος πού δέν ἤθελε νά πάει στόν καλό κόσμο, ἦταν πού μιά παλιά  φίλη της, εἶχε πεῖ πολλά κακά σέ βάρος της. Ὁ Σουάν εἶχε ἀντιρρήσεις:
            «Μά ὅλος ὁ κόσμος δέ γνώρισε τή φίλη σου».
            «Μά πῶς, εἶναι μιά λαδιά πού ἁπλώνει, ὁ κόσμος εἶναι τόσο κακός».
       Μπορεῖ ὁ Σουάν νά μήν κατάλαβε αὐτή τήν ἱστορία, ἤξερε ὅμως πώς οἱ φράσεις αὐτές κρύβουν γενικά μιά ἀλήθεια. Ἄλλωστε ὁ καλός κόσμος πού φόβιζε τόσο τήν Ὀντέτ δέν τῆς γεννοῦσε καί μεγάλες ἐπιθυμίες, γιατί βρισκόταν πολύ μακριά ἀπό τό δικό της, γιά νά μπορεῖ νά τόν φανταστεῖ ξεκάθαρα. Κι ὅμως, μ᾿ ὅλο πού ἀπό ὡρισμένες ἀπόψεις παρέμενε ἁπλή, λαχταροῦσε ὅ,τι ἦταν "σίκ", ἀλλά δέν τό ἔβλεπε μέ τόν ἴδιο τρόπο πού τό ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καλοῦ κόσμου. Γιά τούς τελευταίους τό σίκ εἶναι κάτι πού προέρχεται απ᾿ ὁρισμένα ὀλιγάριθμα πρόσωπα, πού τό προωθοῦν ὡς ἕνα σημεῖο ἀρκετά μακρινό — μέ ἐξασθένηση τῆς ἔντασης, καθώς ἀπομακρύνονται ἀπό τό κέντρο τοῦ στενοῦ τους κύκλου — στόν κύκλο τῶν φίλων τους ἤ τῶν φίλων τῶν φίλων τους, πού τά ὀνόματά τους βρίσκονταν γραμμένα σ᾿ ἕνα εἶδος εὑρετηρίου. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ καλοῦ κόσμου ἔχουν περάσει μέσα τους ἕνα εἶδος γούστου, ἕνα εἶδος τάκτ, ὥστε ὁ Σουάν λόγου χάρη, ὅταν διάβαζε σέ μιά ἐφημερίδα τά ὀνόματα ὅσων παραβρέθηκαν σ᾿ ἕνα δεῖπνο, μποροῦσε νά προσδιορίσει ἀμέσως τήν ἀπόχρωση τοῦ "σίκ" αὐτοῦ τοῦ δείπνου, ὅπως ὁ φιλόλογος, μέ μόνη τήν ἀνάγνωση μιᾶς φράσης μπορεῖ νά ἐκτιμήσει τή λογοτεχνική ἀξία τοῦ συγγραφέα της. Ἡ  Ὀντέτ ἔλεγε γιά κάποιον:
        «Δέ συχνάζει παρά μόνο ὅπου εἶναι σίκ»
         Κι ἄν ὁ Σουάν τή ρωτοῦσε τί ἐννοοῦσε, τοῦ ἀπαντοῦσε μέ κάποια περιφρόνηση:
        «Μά διάβολε ὅπου εἶναι σίκ! Ἄν στήν ἡλικία σου πρέπει νά σοῦ μάθω ἐγώ ποιά μέρη εἶναι σίκ, τί θέλεις νά πῶ; Νά, λόγου χάρη, τήν Κυριακή τό πρωί ἡ λεωφόρος τῆς Αὐτοκρατορίας, στίς πέντε ὁ γύρος τῆς Λίμνης, τή Πέμπτη τό θέατρο Ἐντέν  τήν Παρασκευή ὁ Ἱππόδρομος, οἱ χοροί...»
        «Μά ποιοί χοροί;»
       «Μά οἱ χοροί πού δίνονται στό Παρίσι, οἱ χοροί σίκ θέλω νά πῶ. Νά, τόν Χερμπινγκέρ, τόν ξέρεις αὐτόν πού εἶναι σ᾿ ἕνα χρηματιστή; Ἕνας ψηλός ξανθός νεαρός πού εἶναι τόσο σνόμπ, ἔχει πάντα ἕνα λουλούδι στή μπουτονιέρα του· συζεῖ μ᾿ αὐτό τό ἀπολίθωμα πού τό περιφέρει σ᾿ ὅλες τίς πρεμιέρες. Ἔ, λοιπόν, ἔδωσε ἕνα χορό πρίν λίγες μέρες καί κάλεσε ὅ,τι πιό σίκ ὑπάρχει στό Παρίσι. Πόσο θά ᾿θελα νά ᾿χα πάει! Ἀλλά δέν μπόρεσα νά βρῶ πρόσκληση. Ὅλοι πῆγαν περισσότερο γιά νά μποροῦν νά λένε πώς ἦταν στοῦ Χερμπινγκέρ. Ἄλλωστε ἀπ᾿ τούς ἑκατό πού λένε πώς παραβρέθηκαν, εἶναι ζήτημα ἄν πῆγαν οἱ μισοί... Μοῦ κάνει ὅμως κατάπληξη πώς ἐσύ, ἕνας ἄνθρωπος τόσο "πσούτ", δέν ἤσουν ἐκεῖ.
        Ὁ Σουάν ὅμως δέ γύρευε καθόλου νά ἀλλάξει τήν ἀντίληψή της γιά τό τί εἶναι σίκ· ἐπειδή σκεφτόταν πώς ἡ δική του ἀντίληψη δέν ἦταν πιό ἀληθινή, ἦταν τό ἴδιο κουτή κι ἀσήμαντη, δέν ἔβρισκε κανένα λόγο νά δίνει ἐξηγήσεις στήν ἐρωμένη του.
        Αὐτούς  πού ἀγαποῦσαν ν᾿ ἀγοράζουν μπιμπελό, πού  ἀγαποῦσαν τούς στίχους, πού περιφρονοῦσαν τούς ὕποπτους ὑπολογισμούς, πού ὀνειρεύονταν τιμές κι ἔρωτες, τούς τοποθετοῦσε σέ μιά "ἐλίτ" ἀνώτερη ἀπ᾿ τήν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Δέν ἦταν ἀπαραίτητο νά εἶχε κανείς πραγματικά αὐτές τίς προτιμήσεις, φτάνει νά τίς διακήρυσσε. Ἀντίθετα ὅμως ὅσοι σάν τόν Σουάν εἶχαν τά ἴδια γοῦστα, ἀλλά δέ μιλοῦσαν γι αὐτά, τήν ἄφηναν ἀδιάφορη.
        Ἐπειδή ὁ Σουάν ἔνιωθε πώς συχνά δέν μποροῦσε νά πραγματοποιήσει ὅ,τι ἐκείνη ὀνειρευόταν, γύρευε τουλάχιστον νά τῆς ἀρέσει ἡ συντροφιά του, νά μήν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς κοινές ἰδέες της, αὐτό τό κακό γοῦστο πού εἶχε στό κάθε τί. Ὡς τώρα, ὅπως σέ πολλούς ἀνθρώπους πού τό γοῦστο τους γιά τίς τέχνες ἀναπτύσσεται ἀνεξάρτητα ἀπό τόν αἰσθησιασμό, χαιρόταν σέ συντροφιές μέ γυναῖκες ὅλο καί πιό κοινές, τήν τέρψη ἀπό ἔργα τέχνης ὅλο καί πιό ἐκλεπτυσμένα, συνοδεύοντας μιά μικρή καμαριέρα σ᾿ ἕνα κλειστό θεωρεῖο στήν παράσταση ἑνός παρακμιακοῦ θεατρικοῦ ἔργου ἤ σέ μιάν ἔκθεση ἰμπρεσιονιστικῆς ζωγραφικῆς, σίγουρος ἄλλωστε πώς καί μιά γυναίκα τοῦ καλοῦ κόσμου δέν θά εἶχε καταλάβει περισσότερα, μά δέ θά ἤξερε νά σωπαίνει τόσο συμπαθητικά. Ἀπό τότε ὅμως πού ἀγαποῦσε τήν Ὀντέτ, τό νά συμφωνεῖ μαζί της, τό νά προσπαθεῖ νά νιώθει ψυχικά δεμένος μαζί της, τοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο πού προσπαθοῦσε νά τοῦ ἀρέσουν ὅσα ἐκείνη ἀγαποῦσε, καί ἔβρισκε μιά μεγάλη εὐχαρίστηση  ὄχι μόνο νά ἀκολουθεῖ τίς συνήθειες της, ἀλλά καί στό νά υἱοθετεῖ τίς γνῶμες της πού, καθώς δέν εἶχαν καμιά ἀπολύτως ρίζα στή δική του σκέψη, τοῦ θύμιζαν μόνο τόν ἔρωτά του, πού ἐξ αἰτίας του τίς εἶχε προτιμήσει.
        Ἄλλωστε, ἀφοῦ εἶχε ἀφήσει νά ἐξασθενήσουν οἱ νεανικές πνευματικές του πεποιθήσεις, κι ἀφοῦ ὁ σκεπτικισμός τοῦ κοσμικοῦ εἶχε χωρίς νά τό καταλάβει εἰσχωρήσει στίς πεποιθήσεις αὐτές, πίστευε πώς τά ἀντικείμενα τῆς προτίμησής μας δέν ἔχουν μέσα τους ἀπόλυτη ἀξία, μά πώς εἶναι ζήτημα ἐποχῆς, τάξης, ἀποτελοῦν μόδες ἀπ᾿ τίς ὁποῖες καί οἱ πιό κοινές ἀξίζουν, ὅσο κι αὐτές πού θεωροῦνται σάν πιό ξεχωριστές.
        Ἀγαποῦσε τή συντροφιά τῶν  Βερντυρέν, ὅπως ἀγαποῦσε κάθε τι πού περέβαλλε τή Ὀντέτ, καί πού γινόταν ἀφορμή νά μπορεῖ νά τή βλέπει καί νά κουβεντάζει μαζί της. Ἐπειδή δέν τολμοῦσε νά πεῖ στόν ἑαυτό του, πώς θά ἀγαποῦσε γιά πάντα τήν Ὀντέτ, ὑποθέτοντας τουλάχιστον πώς θά σύχναζε πάντα στούς Βερντυρέν, ἔβλεπε τόν ἑαυτό του στό μέλλον, νά ἐξακολουθεῖ νά βλέπει τήν Ὀντέτ. «Τί χαριτωμένο περιβάλλον», σκεφτόταν, «στό βάθος, ἐκεῖ ζεῖ κανείς τήν ἀληθινή ζωή! Παρ᾿ ὅλες τίς μικρές καί γελοῖες ὑπερβολές τῆς κυρίας Βερντυρέν, πόση εἰλικρίνεια δέν ἔχει ἡ ἀγάπη της γιά τή ζωγραφική καί τή μουσική! Ἴσως  νά μήν ἱκανοποιῶ πολλές πνευματικές μου ἀνάγκες στή συζήτηση, ἀλλά μοῦ ἀρέσει ὁ Κοττάρ, μ᾿ ὅλο πού κάνει ἠλίθια καλαμπούρια. Κι ὅσο γιά τό ζωγράφο, μπορεῖ νά ᾿ναι δυσάρεστη ἡ ἔπαρσή του, ὅταν θέλει νά κάνει ἐντύπωση, εἶναι ὅμως ἕνας ἀπό τούς πιό ἔξυπνους ἀνθρώπους πού ἔχω συναντήσει».
        Καθώς κάποιο βράδυ αἰσθανόταν ἀνήσυχος ἐπειδή ἡ Ὀντέτ εἶχε κουβεντιάσει περισσότερο μ᾿ ἕναν καλεσμένο, καί θυμωμένος  μαζί της δέν ἤθελε νά πάρει τήν πρωτοβουλία νά τή ρωτήσει ἄν θά ᾿φευγε μαζί του, ἡ κυρία Βερντυρέν τοῦ ἔφερνε τή γαλήνη καί τή χαρά λέγοντας αὐθόρμητα: «Ὀντέτ, θά ἐπιστρέψετε μέ τόν κύριο Σουάν, δέν εἶναι ἔτσι;». Καθώς πλησίαζε τό καλοκαίρι, ἄν ἡ κυρία Βερντυρέν δήλωνε πώς θά τούς καλοῦσε καί τούς δυό νά περάσουν τό καλοκαίρι στό σπίτι της στήν ἐξοχή, ὁ Σουάν, ἀφήνοντας χωρίς νά τό καταλαβαίνει τήν εὐγνωμοσύνη καί τό συμφέρον νά διεισδύουν στό μυαλό του, ἔφτανε στό σημεῖο νά διακυρήσσει πώς ἡ κυρία Βερντυρέν ἦταν μεγαλόψυχη.
        Ἔτσι σίγουρα δέν ὑπῆρχε σ᾿ ὅλο τόν κύκλο τῶν Βερντυρέν ἕνας πιστός πού νά τούς ἀγαποῦσε ἤ πού νά νόμιζε πώς τούς ἀγαποῦσε τόσο, ὅσο ὁ Σουάν. Κι ὅμως ὅταν ὁ κύριος  Βερντυρέν εἶχε πεῖ πώς δέν τοῦ πολυάρεσε, δέν εἶχε ἐκφράσει μόνο τή δική του σκέψη, ἀλλ᾿ εἶχε μαντέψει καί τή σκέψη τῆς γυναίκας του. Ὁ Σουάν εἶχε ἀναμφίβολα γιά τήν Ὀντέτ μιάν ἀγάπη πολύ ἰδιαίτερη κι εἶχε ἀμελήσει νά κάνει τήν κυρία Βερντυρέν τήν ἔμπιστή του τῆς κάθε μέρας· ἡ προοδευτική ἀποκάλυψη τῆς ξεχωριστῆς κοσμικῆς του θέσης, παρ᾿ ὅλες τίς προφυλάξεις πού ᾿χε λάβει γιά νά τούς τήν κρύψει, ὅλα αὐτά συμβάλλανε σέ μιά ἐχθρική στάση ἀπέναντι του. Μά ὁ βαθύτερος λόγος ἦταν γιατί εἶχαν πολύ νωρίς αἰσθανθεῖ πώς ὁ Σουάν κρατοῦσε ἕνα χῶρο κλειστό, ὅπου ἐξακολουθοῦσε νά πιστεύει σιωπηλά, πώς ἡ Πριγκίπισσα ντέ Σαγκάν δέν ἦταν γελοία καί τά ἀστεῖα τοῦ Κοττάρ δέν ἦταν διασκεδαστικά καί τέλος, μ᾿ ὅλο πού δέν τοῦ ἔλειπε ποτέ ἡ εὐγένεια καί δέν ἄφηνε νά τόν ἐξοργίζουν οἱ δογματισμοί τους, εἶχαν αἰσθανθεῖ πώς ἦταν ἀδύνατον νά τοῦ τούς ἐπιβάλουν, νά τόν προσηλυτήσουν ἀπόλυτα, ἀδυναμία πού δέν εἶχαν συναντήσει σέ κανέναν. Θά τοῦ εἶχαν συγχωρέσει νά συχνάζει στούς "πληκτικούς" ἄν εἶχε δεχτεῖ, γιά νά δώσει τό καλό παράδειγμα, νά τούς ἀπαρνηθεῖ μπροστά στούς πιστούς. Εἶχαν ὅμως καταλάβει πώς αὐτή τή ἀποκήρυξη δέ θά μποροῦσαν νά τοῦ τήν ἀποσπάσουν.
        Πόση διαφορά δέν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στόν Σουάν καί σ᾿ ἕναν καινούργιο πού τούς εἶχε παρακαλέσει ἡ Ὀντέτ νά καλέσουν, μ᾿ ὅλο πού τόν εἶχε συναντήσει λίγες φορές, καί πού στό πρόσωπό του βάσιζαν πολλές ἐλπίδες, τό κόμη ντέ Φορσβίλ! Ἔμαθαν πώς ἦταν γυναικάδελφος τοῦ Σανιέτ, κι αὐτό ξάφνιασε τούς πιστούς: ὁ γέρος ἀρχειοδίφης εἶχε τρόπους τόσο ταπεινούς, πού θεωροῦσαν πάντα πώς ἀνῆκε σέ κοινωνική σειρά κατώτερη ἀπ᾿ τή δική τους καί δέν περίμεναν ποτέ νά μάθουν πώς ἀνῆκε σ᾿ ἕναν κόσμο πλούσιο καί σχετικά ἀριστοκρατικό. Χωρίς ἀμφιβολία ὁ Φορσβίλ ἦταν χοντροκομμένα σνόμπ, ἐνῶ ὁ Σουάν δέν ἦταν· χωρίς ἀμφιβολία κάθε ἄλλο παρά τοποθετοῦσε, ὄπως ο Σουάν, τόν κύκλο τῶν Βερντυρέν πάνω απ᾿ ὅλους τούς ἄλλους. Δέν εἶχε ὅμως τή φυσική λεπτότητα πού ἐμπόδιζε τόν Σουάν νά συμμετέχει στίς κριτικές, τίς ὁλοφάνερα ψεύτικες, πού διήυθυνε ἡ κυρία Βερντυρέν ἐνάντια σέ πρόσωπα πού ὁ ἴδιος γνώριζε. Ὅσο γιά τά κενόδοξα καί πρόστυχα λογύδρια πού ξεστόμιζε καμιά φορά ὁ ζωγράφος καί γιά τά κρύα ἀστεῖα τοῦ Κοττάρ, ὁ Σουάν, πού ἀγαποῦσε καί τούς δυό, ἔβρισκε τρόπο νά τούς δικαιολογεῖ, ἀλλά δέν εἶχε τήν ὑποκρισία νά τούς χειροκροτεῖ· ἀντίθετα τό πνευματικό ἐπίπεδο τοῦ Φορσβίλ τοῦ ἐπέτρεπε νά μένει κατάπληκτος ἀπό τά λογύδρια τοῦ πρώτου καί νά γοητεύεται ἀπό τά ἀστεῖα τοῦ ἄλλου. Κι ἀκριβῶς τό πρῶτο δεῖπνο στό ὁποῖο παραβρέθηκε ὁ Φορσβίλ στούς Βερντυρέν ἄφησε νά φανοῦν καθαρά οἱ διαφορές, ἐπισήμανε τά προτερήματά του κι ἐπιτάχυνε τή δυσμένεια πρός τόν Σουάν.
        Στό δεῖπνο αὐτό, ἐκτός ἀπό τούς ταχτικούς, εἶχαν καλέσει ἕναν καθηγητή τῆς Σορβόννης τόν Μπρισσώ, πού ἄν τά πανεπιστημιακά του καθήκοντα καί οἱ ἐπιστημονικές ἐργασίες δέν εἶχαν περιορίσει πολύ τίς ἐλεύθερές του ὧρες, θά ἐρχόταν πρόθυμα καί πιό συχνά στό σπίτι τους. Γιατί εἶχε αὐτή τήν ὑπερβολική προσήλωση στή ζωή, πού σέ συνδιασμό μ᾿ ἕναν ὡρισμένο σκεπτικισμό γιά τ᾿ ἀντικείμενα τῆς μελέτης του, δίνουν σέ ὡρισμένους ἔξυπνους ἀνθρώπους ἀπό κάθε ἐπάγγελμα, τή φήμη πώς ἔχουν ἕνα πνεῦμα ἀνοιχτό, ἀστραφτερό καί ἐλεύθερο. Προσποιόταν στῆς κυρίας Βερντυρέν, πώς γύρευε τούς παραλληλισμούς σ᾿ ὅ,τι πιό σύγχρονο στή ζωή ὅταν μιλοῦσε γιά φιλοσοφία καί ἱστορία καί νόμιζε πώς ἐγκατέλειπε τά χαρακτηριστικά τοῦ πανεπιστημιακοῦ δασκάλου καθώς γινόταν τολμηρός ἀπέναντι σ᾿ αὐτά τά θέματα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα τοῦ φαινόταν τολμηρός ὁ τρόπος του, ἐπειδή δέν εἶχε πάψει ποτέ νά εἶναι δάσκαλος.
        Ἀπ᾿ τή ἀρχή τοῦ δείπνου, καθώς ὁ κύριος ντέ Φορσβίλ, καθισμένος δεξιά ἀπό τήν κυρία Βερντυρέν, πού γιά τόν "καινούργιο" εἶχε ντυθεῖ μέ ἰδιαίτερη καί πλούσια φροντίδα, τῆς ἔλεγε: «Εἶναι πρωτότυπη αὐτή ἡ λευκή σας τουαλέττα», ὁ γιατρός, πού δέν εἶχε πάψει νά τόν παρακολουθεῖ, γιατί ἦταν περίεργος νά μάθει ὅπως ἔλεγε, πῶς εἶναι φτιαγμένος ἕνας "ντέ" καί πού γύρευε νά προκαλέσει τήν προσοχή, ἔπιασε τή λέξη "λευκή" καί χωρίς νά σηκώσει τή μύτη του ἀπό τό πιάτο εἶπε: «Λευκή; Λευκή τῆς Καστίλλης [23];» ὕστερα, χωρίς νά κουνήσει τό κεφάλι ἔρριξε δεξιά καί ἀριστερά ματιές ἀβέβαιες καί χαμογελαστές.  Κι ἐνῶ ὁ  Σουάν, μέ τή μάταιη προσπάθεια νά χαμογελάσει, ἄφησε νά φανεῖ πώς θεωροῦσε τό καλαμπούρι αὐτό ἠλίθιο, ὁ Φορσβίλ ἔδειξε πώς εἶχε καλούς τρόπους, περιορίζοντας στά ὅρια ἕνα κέφι, πού ἡ ειλικρίνειά του εἶχε γοητέψει τήν κυρία Βερντυρέν.
        «Τί ἔχετε νά πεῖτε γιά ἕναν τέτοιο ἐπιστήμονα;» ρώτησε τόν Φορσβίλ. «Δέν μπορεῖ κανείς νά μιλήσει  σοβαρά μαζί του, οὕτε για δυό λεπτά. Διηγεῖστε πολλά τέτοια ἀστεῖα στό Νοσοκομεῖο σας;» πρόσθεσε γυρνώντας πρός τόν γιατρό, «δέ θά πρέπει τότε νά ᾿ναι πολύ πληχτικά ἐκεῖ κάθε μέρα. Νομίζω πώς θά πρέπει νά ζητήσω νά γίνω κι ἐγώ δεκτή».
        «Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἄκουσα τό γιατρό νά μιλᾶ γι᾿ αὐτή παλιοστρίγγλα τή Λευκή τῆς Καστίλλης, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται τήν τολμηρή αὐτή ἔκφραση. Μήπως δέν εἶναι ἀλήθεια κυρία μου;» ρώτησε ὁ Μπρισώ τήν κυρία Βερντυρέν, πού καθώς ξεκαρδιζόταν ἀπό τά γέλια, ἔρριξε τό πρόσωπό της μέσα στά χέρια της, ἀπ᾿ ὅπου ξέφευγαν πνιγμένες κραυγές. «Πρός θεοῦ κυρία μου, δέ θά ἤθελα νά ταράξω εὐσεβεῖς ψυχές ἄν ὑπάρχουν γύρω ἀπό αὐτό τό τραπέζι. Ἀναγνωρίζω ἄλλωστε πώς ἡ δημοκρατία μας θά μποροῦσε νά τιμήσει στό πρόσωπό αὐτῆς τῆς ὅλο σκοταδισμό Καπέτης, τόν πρῶτο διευθυντή ἀστυνομίας μέ πυγμή. Τό χρονικό τοῦ Σαίν-Ντενί, καί δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τό βάσιμο τῶν πληροφοριῶν του, δέν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολίας. Δέν μποροῦσε νά διαλέξει καλύτερη προστάτιδα ἕνα προλεταριάτο πού ἐπιζητοῦσε τήν ἀποκληρικοποίηση, ἀπ᾿ τή μητέρα ἑνός ἁγίου — τοῦ Λουδοβίκου τοῦ ἔνατου — πού ἄλλωστε τόν πότισε χολή ὅπως λένε οἱ ἱστοριογράφοι τῆς ἐποχῆς, γιατί ἀπ᾿ αὐτήν ὁ καθένας ἄκουγε τῆς χρονιᾶς του ».
        «Ποιός εἶναι αὐτό ὁ κύριος;» ρώτησε ὁ Φορσβίλ τήν κυρία Βερντυρέν, «φαίνεται πολύ καλό μυαλό».
        «Μά πῶς, δέν γνωρίζετε τόν κύριο Μπρισώ [24] ; Εἶναι διάσημος σ᾿ ὅλη τήν Εὐρώπη».
        «Ἄ εἶναι ὁ Μπρεσώ» ἀναφώνησε ὁ Φορσβίλ, πού δέν εἶχε   ἀκούσει σωστά. «Καί δέ μοῦ τό λέγατε;» πρόσθεσε κοιτάζοντας αὐτή τή διασημότητα μέ γουρλωμένα μάτια. Ἀλήθεια μᾶς προσκαλεῖτε μέ ἐκλεκτούς συνδαιτημόνες. Δέ πλήττει κανείς στό σπίτι σας.
        «Ὤ, ξέρετε, αὐτό πού ὑπάρχει κυρίως», εἶπε μέ μετριοφροσύνη ἡ κυρία Βερντυρέν «εἶναι αὐτό τό αἴσθημα ἐμπιστοσύνης πού νιώθουν. Μιλοῦν γιά ὅ,τι θέλουν κι ἡ συζήτηση ξεπετιέται σά μιά σειρά ἀπό πυροτεχνήματα. Ἔτσι, ἀπόψε ὁ Μπρισώ δέ εἶναι τίποτα: τόν ἔχω δεῖ  ξέρετε στό σπίτι μου, τόσο ἐκθαμβωτικό πού ἔχεις τή διάθεση νά τόν προσκυνήσεις· ἔ, λοιπόν! ἀλλοῦ,  εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος, χάνει τό πνεῦμα του, γίνεται μάλιστα καί πληχτικός ἀκόμα».
        «Τί περίεργο», εἶπε ὁ  Φορσβίλ μέ θαυμασμό.
        Τό νά κάνει κανείς πνεῦμα ὅπως ὁ Μπρισώ, θά εἶχε θεωρηθεῖ καθαρή βλακεία στό στενό κύκλο ὅπου εἶχε περάσει τά νιάτα του ὁ Σουάν, παρ᾿ ὅλο πού τό πνεῦμα αὐτό δέν ἦταν ἀσυμβίβαστο μέ πρόσωπα πραγματικά ἔξυπνα. Καί τό μυαλό τοῦ καθηγητῆ, γερό καί μέ πολλές γνώσεις, θά τό ζήλευαν πολλοί ἄνθρωποι τοῦ καλοῦ κόσμου πού ὁ Σουάν θεωροῦσε πνευματώδεις. Αὐτοί ὅμως εἶχαν τελικά κατορθώσει νά τοῦ ἐπιβάλλουν σέ τέτοιο βαθμό τίς προτιμήσεις καί τίς ἀντιπάθειές τους, ὥστε δέν μποροῦσε παρά νέ θεωρεῖ  τ᾿ ἀστεῖα τοῦ Μπρισώ σχολαστικά καί ἐξυπνακίστικα. Τόν ἐνοχλοῦσε ἀκόμα, στίς συνήθειες τῶν καλῶν του τρόπων, ὁ σκληρός καί στρατιωτικός τόνος πού ἔπαιρνε ὅταν μιλοῦσε στόν καθένα, ὁ ἐνθουσιώδης πανεπιστημιακός δάσκαλος. Ἴσως τέλος, ὁ Σουάν, νά ᾿χε χάσει ἐκεῖνο τό βράδυ, κάτι ἀπό τήν ἀνεκτικότητά του καθώς ἔβλεπε τίς εὐγένειες τῆς κυρία Βερντυρέν ἀπέναντι στό Φορσβίλ, πού ἡ Ὀντέτ εἶχε τήν παράξενη ἰδέα νά φέρει μαζί της. Βρισκόταν κι ἡ  ἴδια σέ κάπως δύσκολη θέση ἀπέναντι στόν Σουάν καί τόν εἶχε ρωτήσει φτάνοντας:
        «Πῶς βρίσκετε τόν καλεσμένό μου;»
        Κι ἐκεῖνος, διαπιστώνοντας γιά πρώτη φορά πώς ὁ Φορσβίλ, τόν ὁποῖο γνώριζε ἀπό καιρό, μποροῦσε ν᾿ ἀρέσει σέ μιά γυναίκα κι ἦταν ἀρκετά ὡραῖος ἄντρας, εἶχε ἀπαντήσει: «ἀπαίσιος». Κι ὅταν ὁ Μπρισώ, πού εἶχε ἀρχίσει νά διηγεῖται τήν ἱστορία τῆς γιαγιᾶς [25]  τῆς Λευκῆς τῆς Καστίλλης, πού "εἶχε ζήσει χρόνια μέ τόν Ἑρρίκο Πλανταγενέτο [26]  πρίν νά τόν παντρευτεῖ ", θέλησε νά προκαλέσει τόν Σουάν καί νά τοῦ ζητήσει νά ἐπιδοκιμάσει λέγοντάς του «Δέν εἶναι ἔτσι κύριε Σουάν;», μέ τόν τόνο πού παίρνουν ὅσοι θέλουν νά κατέβουν στό ἐπίπεδο ἑνός χωριάτη ἤ να δώσουν θάρρος σ᾿ ἕνα φαντάρο, ὁ Σουάν ἔκοψε τήν ἐντύπωση πού ἤθελε νά δημιουργήσει ὁ Μπρισώ, προκαλώντας τό μένος τῆς οἰκοδέσποινας, καθώς ἀπάντησε ζητώντας νά τόν συγχωρέσουν πού τόν ἐνδιέφερε τόσο λίγο ἡ Λευκή τῆς Καστίλλης, ἀλλ᾿ εἶχε κάτι νά ρωτήσει τό ζωγράφο. Καί πραγματικά, ἐπειδή αὐτός εἶχε ἐπισκευτεῖ τό ἀπόγευμα τήν ἔκθεση ἑνός ζωγράφου, φίλου τοῦ Βερντυρέν, πού εἶχε πεθάνει πρόσφατα, ὁ Σουάν ἤθελε νά μάθει ἀπό τόν ἴδιο, γιατί ἐκτιμοῦσε τό γοῦστο του, ἄν πραγματικά εἶχαν τά τελευταῖα του ἔργα κάτι περισσότερο ἀπό τήν ἐπιδεξιότητα πού προκαλοῦσε κιόλας κατάπληξη στά προηγούμενα.
        Ἀλλά ὁ ζωγράφος, ἀντί ν᾿ ἀπαντήσει μ᾿ ἐνδιαφέρουσες παρατηρήσεις στόν Σουάν (πράγμα πού θά εἶχε κάνει ἄν ἦταν μόνος μαζί του), προτίμησε νά προκαλέσει τόν θαυμασμό τῶν ἄλλων παίζοντας ἕνα διασκεδαστικό "νούμερο" γιά τή δεξιοτεχνία τοῦ νεκροῦ ζωγράφου.
        «Πλησίασα», εἶπε, «γιά νά δῶ πῶς ἦταν φτιαγμένα τά ἔργα του, ἔβαλα τή μύτη μου πάνω στό μουσαμά. Ἄ! Μπά! ἦταν ἀδύνατο νά πεῖς ἄν ἦταν φτιαγμένα μέ κόλλα, μά μπροῦντζο χυτό, μά σαπούνι, μέ πετράδια τορνευτά, μέ ἥλιο, μέ κακά! Θά ᾿λεγες πώς εἶναι φτιαγμένα μέ τό τίποτα, εἶναι ἀδύνατον νά βρεῖς τό μυστικό, ὅπως στήν Περιπολία καί στίς Διευθύντριες, καί ἡ ματιέρα του εἶναι πιό καταπληχτική κι ἀπ᾿ τοῦ Ρέμπραντ[27] καί τοῦ Χάλς [28] . Ὅλα ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἀλήθεια σᾶς ὁρκίζομαι.»
        Καί σάν τούς τραγουδιστές, πού ἀφοῦ φτάνουν στήν πιό ψιλή νότα, συνεχίζουν μέ πιό περιορισμένη ἔνταση: «Μοσχοβολᾶ, σέ ζαλίζει, σοῦ κόβει τήν ἀνάσσα κι εἶναι ἀδύνατο νέ βρεῖς τήν ἄκρη, νά βρεῖς ἀπό τί εἶναι φτιαγμένο, εἶναι μαγεία, εἶναι κατεργαριά, εἶναι ἀνέντιμο! Κι ἔχει τόση εἰλικρίνεια»
        Ἐκτός ἀπό τή στιγμή πού εἶχε πεῖ: «Πιό κατακληχτικό κι ἀπ᾿ τήν Περιπολία», βλάσφημο χαραχτηρισμό πού ᾿χε προκαλέσει τή διαμαρτυρία τῆς κυρίας Βερντυρέν, πού θεωροῦσε τήν Περιπολία τό πιό σημαντικό ἀριστούργημα στόν κόσμο, μαζί μέ τήν Ἑνάτη καί τή Νίκη τῆς Σαμοθράκης [29] , καί τή στιγμή πού εἶχε πεῖ: «φτιαγμένα μέ κακά», πράγμα πού ἔκανε τόν Φορσβίλ νά ρίξει μιά κυκλική ματιά στό τραπέζι, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ φράση προκαλοῦσε ἀντιδράσεις, ὅλοι οἱ συνδαιτυμόνες, ἐκτός ἀπό τόν Σουάν, κοίταζαν τό ζωγράφο μέ θαυμασμό.
        «Πόσο μέ διασκεδάζει ὅταν ξεσπᾶ ἔτσι», φώναξε ἡ κυρία Βερντυρέν, ἐνθουσιασμένη πού τό τραπέζι της παρουσίαζε τόσο ἐνδιαφέρον, τή μέρα πού ὁ κύριος ντέ Φορσβίλ ἐρχόταν γιά πρώτη φορά. «Κι ἐσύ τί ἔχεις καί μένεις μέ τό στόμα ἀνοιχτό σά χάχας;» εἶπε στόν ἄντρα της. «Κι ὅμως τό ξέρεις πώς μιλᾶ ὡραῖα· θά ᾿λεγε κανείς πώς εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τόν ἀκοῦς. Ἄν τόν εἴχατε προσέξει τήν ὥρα πού μιλούσατε κυριολεχτικά σᾶς ρουφοῦσε. Κι αὔριο θά μᾶς πεῖ ἀπ᾿ ἔξω ὅ,τι εἴπατε χωρίς νά φάει οὔτε λέξη».
        «Μά ὄχι δέν εἶναι ψέμματα» εἶπε ὁ ζωγράφος μαγεμένος ἀπ᾿ τήν ἐπιτυχία του, «νομίζετε πώς κάνω ἀστεῖα· θά σᾶς πάω νά τά δεῖτε μόνοι σας, νά μοῦ πεῖτε ἄν ὑπερβάλλω. Βάζω στοίχημα πώς  θά γυρίσετε πιό ἐνθουσιασμένοι ἀπό μένα».
       «Ὄχι, δέ νομίζουμε πώς ὑπερβάλλετε, θέλουμε μόνο νά φᾶτε καί νά φάει κι ὁ ἄντρας μου. Δέ βιαζόμαστε τόσο, μή σερβίρετε σά νά σᾶς κυνηγοῦν, περιμένετε λίγο πρίν δώσετε τή σαλάτα».
        Ἡ κυρία Κοττάρ, πού ἦταν μετριόφρων καί μιλοῦσε λίγο, ἤξερε ὡστόσο νά μή χάνει τή σιγουριά της, ὅταν μιά εὐχάριστη ἔμπνευση τῆς ἐπέτρεπε ν᾿ ἀνακαλύπτει μιά λέξη πού μποροῦσε νά κάνει ἐντύπωση. Γι αὐτό δέν ἄφησε νά τῆς ξεφύγει ἡ λέξη σαλάτα, πού μόλις εἶχε προφέρει ἡ κυρία Βερντυρέν.
        «Μήπως εἶναι γιαπωνέζικη σαλάτα;», εἶπε χαμηλόφωνα γυρίζοντας πρός τήν Ὀντέτ.
       Κι ἐνθουσιασμένη, ἀλλά καί σάν χαμένη ἀπ᾿ τόν ἐπίκαιρο συσχετισμό καί τήν τόλμη της, γιατί μπόρεσε νά κάνει μιά διακριτική, ἀλλά σαφέστατη ἀναφορά στό καινούργιο καί πολυθρύλητο ἔργο τοῦ Δουμᾶ, Φρανσιγιόν [30] , ξέσπασε σ᾿ ἕνα χαριτωμένο γέλιο.
         «Ὄχι, δέν εἶναι», ἀπάντησε ἡ κυρία Βερντυρέν, ἀλλά θά σᾶς ἑτομάσουμε, ἄν ἔρθετε ὅλοι  νά δειπνήσετε τήν Παρασκευή.
       «Θά  σᾶς φανῶ  ἐπαρχιώτισσα, κύριε Σουάν», τοῦ  εἶπε ἡ κυρία Κοττάρ, «ἀλλά δέν εἶδα  ἀκόμα αὐτή τήν περίφημη Φρανσιγιόν γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὅλος ὁ κόσμος. Εἶμαι βέβαιη πώς θά τή δῶ, ἀργά ἤ γρήγορα καί πώς θά μπορέσω νά σχηματίσω γνώμη. Πρέπει ὡστόσο νά ὁμολογήσω πώς αἰσθάνομαι κουτή, γιατί σ᾿ ὅλα τά σαλόνια, δέ μιλᾶνε παρά μόνο γι᾿ αὐτή τή δυστυχισμένη σαλάτα. Ἀρχίζει μάλιστα νά γίνεται κουραστική», πρόσθεσε βλέποντας πώς ὁ Σουάν δέν ἔδειχνε νά ἐνδιαφέρεται ὅσο ἐκείνη θά ᾿θελε, γιά ἕνα θέμα τόσο ἐπίκαιρο. «Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅμως πώς γίνεται συχνά ἀφορμή, γιά ἀρκετά διασκεδαστικές ἰδέες. Νά ἔχω μιά φίλη πολύ πρωτότυπη, πού διατείνεται πώς ἔβαλε νά ἑτομάσουν στό σπίτι της αὐτή τή γιαπωνέζικη σαλάτα, χρησιμοποιώντας ὅλα ὅσα λέει ὁ Ἀλέξανδρος Δουμάς υἱός, στό ἔργο του.  Μᾶς τά διηγήθηκε ἀργότερα· φαίνεται πώς ἡ σαλάτα ἦταν ἀπαίσια, μᾶς ἔκανε νά γελάσουμε μέχρι δακρύων. Ἀλλά, ξέρετε, σημασία ἔχει πώς θά διηγηθεῖς  μιά τέτοια ἱστορία», εἶπε βλέποντας πώς ὁ Σουάν δέ εἶχε χάσει τό σοβαρό του ὕφος.
          Καί ὑποθέτοντας πώς ἦταν ἴσως ἐπειδή δέν τοῦ ἄρεσε ἡ Φρανσιγιόν:
       «Ἄλλωστε φοβᾶμαι πώς θά μέ ἀπογοητεύσει. Δέν πιστεύω πώς μπορεῖ νά ᾿ναι καλύτερο ἀπ᾿ τό Σέργιο Πανίν [31] , τή λατρεία τῆς κυρίας ντέ Κρεσύ. Αὐτά εἶναι τουλάχιστον θέματα πού ἔχουν βάθος καί σέ κάνουν νά σκέφτεσαι· νά δίνεις ὅμως συνταγή σαλάτας ἀπ᾿ τή σκηνή τοῦ Τεάτρ Φρανσαί! Ἐνῶ, ἀντίθετα ὁ Σέργιος Πανίν! Ἄλλωστε, ὅπως κάθε πού βγαίνει ἀπ᾿ τήν πέννα τοῦ Γεωργίου Ὀνέ, εἶναι τόσο καλογραμμένο... Δέν ξέρω ἄν γνωρίζετε τόν Ἀρχισιδηρουργό, πού προτιμῶ ἀκόμα καί ἀπ᾿ τό Σέργιο Πανίν».
        «Μέ συγχωρεῖτε», τῆς εἶπε ὁ Σουάν εἰρωνικά, «ἀλλά ὁμολογῶ πώς ἡ ἔλλειψη θαυμασμοῦ μου εἶναι περίπου ὅμοια καί για τά δύο αὐτά ἀριστουργήματα».
        «Ἀλήθεια; Τί τούς προσάπτετε; Ἔχετε μήπως καμιά προκατάληψη; Μήπως βρίσκετε πώς εἶναι λίγο λυπητερά; Ἄλλωστε, τό λέω πάντα, δέν πρέπει ποτέ κανένας νά συζητᾶ γιά μυθιστορήματα καί θεατρικά ἔργα. Ὁ καθένας τά βλέπει μέ τό δικό του τρόπο».
          Ὁ Φορσβίλ εἶχε ἐκφράσει στήν κυρία Βερντυρέν τό θαυμασμό του γιά αὐτό πού ὀνόμασε τό μικρό "λέγειν" τοῦ ζωγράφου.
       «Ὁ κύριος ἔχει μιάν εὐχέρεια λόγου, μιά μνήμη πού σπάνια ἔχω ξανασυναντήσει!», εἶπε στήν κυρία Βερντυρέν, ὅταν ὁ ζωγράφος τελείωσε. «Μποροῦμε νά ποῦμε πώς μαζί μέ τό Μρεσσώ ἔχετε  δυό ὀνόματα ἰσάξια, δέν ξέρω μάλιστα ἄν στήν εὐφράδεια ὁ ζωγράφος δέ κάνει "μάτ" στόν καθηγητή. Μ᾿ ὅλο πού χρησιμοποίησε μερικές λέξεις κάπως ρεαλιστικές, σπάνια εἶδα ἄνθρωπο μέ τέτοια δεξιοτεχνία στό "λέγειν" ὅπως λέγαμε στό στρατό, ὅπου ὅμως εἴχαμε ἕναν συνάδελφο, πού ἀκριβῶς ὁ κύριος μοῦ τόν θυμίζει κάπως. Μέ ἀφορμή τό κάθε τι, μποροῦσε να φλυαρεῖ  μέ τίς ὧρες. Ἄλλωστε ὁ Σουάν ἦταν στό ἴδιο σύνταγμα  μπορεῖ νά τόν γνώρισε».
            «Βλέπεστε συχνά μέ τόν κύριο Σουάν;» ρώτησε ἡ κυρία Βερντυρέν τόν Φορσβίλ.
        «Μπά ὄχι», ἀπάντησε ὁ Φορσβίλ, «Δέν εἶναι ἔτσι, Σουάν; Κι ἄλλωστε, πώς νά καταφέρει κανείς νά τόν βλέπει; Ὁ ἄνθρωπος αὐτός βρίσκεται συνεχῶς στούς Λά Τρεμόϊγ, στούς Λώμ, σ᾿ ὅλους αὐτούς!... Καί μόνο τ᾿ ὄνομα ἀνθρώπων πού δέ γνώριζαν, γινόταν  δεκτό ἀπό τούς Βερντυρέν μέ μιά σιωπή ἀποδοκιμασίας. Ὁ κύριος Βερντυρέν, πού φοβόταν τή δυσάρεστη ἐντύπωση πού αὐτά τά ὀνόματα "πληχτικῶν", θά εἶχαν προκαλέσει στή γυναίκα του, τῆς ἔρριξε μιά γρήγορη ματιά γεμάτη ἀνήσυχη φροντίδα. Εἶδε τότε, πώς ἀποφασισμένη νά μή λάβει ὑπόψη της, νά μή θιχτεῖ ἀπό τήν εἴδηση πού μόλις τῆς εἶχαν ἀνακοινώσει, νά μή μείνει μόνο βουβή ἀλλά καί κουφή, ἡ κυρία Βερντυρέν, γιά νά μή δώσει μέ τή σιωπή της τήν ἐντύπωση κάποιας παραδοχῆς, ἀλλά ἀντίθετα τήν ἐντύπωση τῆς ἀναίσθητης σιωπῆς τῶν ἄψυχων πραγμάτων, εἶχε ξαφνικά ἀπογυμνώσει τό πρόσωπό της ἀπό κάθε ζωή, ἀπό κάθε κινητικότητα· τό φουσκωτό μέτωπό της δέν ἦταν πιά παρά μιά ὡραία σπουδή γλυπτοῦ, ὅπου τό ὄνομα αὐτῶν τῶν Λά Τρεμόϊγ, μέ τούς ὁποίους ἔμπλεκε ὁ Σουάν, δέν μποροῦσε νά εἰσχωρήσει. Τό προσωπό της ἦταν σάν ἀπό κερί χυμένο, σά μιά μάσκα γύψινη,  σά μιά μακέτα γιά μνημεῖο, μιά προτομή στό Μέγαρο Βιομηχανίας, μπροστά στήν ὁποία θά σταματοῦσε σίγουρα τό κοινό γιά νά θαυμάσει, πῶς ὁ γλύπτης, ἐκφράζοντας τήν ἀπαράγραπτη ἀξιοπρέπεια τῶν Βερντυρέν ἀπέναντι στήν ἀξιοπρέπεια τῶν Λά Τρεμόϊγ καί τῶν Λώμ, εἶχε κατορθώσει νά δώσει ἕνα μεγαλεῖο σχεδόν παπικό στή λευκότητα καί στήν σκληρότητα τῆς πέτρας. Τελικά τό μάρμαρο ζωντάνεψε κι ἄφησε ν᾿ ἀκουστεῖ πώς θά ᾿πρεπε νά νιώθει σιχασιά ὅποιος πηγαίνει σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἡ κυρία εἶναι πάντα μεθυσμένη κι  ὁ ἄντρας της ἀμόρφωτος.
      «Ἀκόμα καί ἄν μέ πλήρωναν ἀκριβά, δέ θ᾿ ἄφηνα νά μποῦν αὐτοί στό σπίτι μου», συμπέρανε ἡ κυρία Βερντυρέν, κοιτάζοντας τόν Σουάν μέ ὕφος ἐπιτακτικό.
        Δέν πίστευε βέβαια πώς ἡ ὑποταγή του θά ᾿φτανε ὡς τό σημεῖο νά μιμηθεῖ τήν ἀγαθότατη ἀφέλεια τῆς θείας τοῦ πιανίστα, πού μόλις εἶχε ἀναφωνήσει:
        «Τί νά πεῖ κενείς; Αὐτό πού μοῦ προκαλεῖ κατάπληξη εἶναι πῶς βρίσκουν ἀκόμα πρόσωπα πού δέχονται νά συζητοῦν μαζί τους! Ἐγώ θά φοβόμουνα: τήν παθαίνει κανείς τόσο εὔκολα!»
      Ἄς  ἀπαντοῦσε τουλάχιστον ὅπως ὁ Φορσβίλ: «Στό κάτω-κάτω εἶναι Δούκισσα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐντυπωσιάζονται ἀπό κάτι τέτοια», παρατήρηση πού ἐπέτρεψε τουλάχιστον στήν κυρία Βερντυρέν ν᾿ ἀπαντήσει: «Σέ καλό τους!» Ἀντί γι᾿ αὐτό ὁ Σουάν περιορίστηκε νά γελάσει μ᾿ ἕνα ὕφος πού ἄφηνε νά ἐννοηθεῖ πώς δέν μποροῦσε κἄν νά πάρει στά σοβαρά μιά τέτοια ἀνοησία. Ὁ κύριος Βερντυρέν, ἐνῶ ἐξακολουθοῦσε νά ρίχνει γρήγορες ματιές στή γυναίκα του, ἔβλεπε μέ λύπη καί καταλάβαινε πολύ καλά, πώς τήν κατεῖχε ὁ θυμός ἑνός μεγάλου ἱεροεξεταστῆ, πού δέν κατορθώνει νά ξεριζώσει τήν αἴρεση· καί γιά νά προσπαθήσει νά ὁδηγήσει τόν Σουάν σέ κάποια ἀναίρεση,  ὁ κύριος Βερντυρέν τόν προκάλεσε:
        «Πέστε μας λοιπόν εἰλικρινά τή σκέψη σας, δέν θά πᾶμε νά τούς τήν ἐπαναλάβουμε».
        «Μά δέν εἶναι καθόλου ἀπό φόβο τῆς δούκισσας (ἄν μιλᾶτε γιά τούς Τρεμόϊγ). Σᾶς βεβαιῶ πώς σ᾿ ὅλο τόν κόσμο ἀρέσει νά πηγαίνει στό σπίτι της. Δέ θέλω νά πῶ πώς εἶναι "βαθυστόχαστη" ἀλλά εἰλικρινά, εἶναι ἔξυπνη κι ὁ ἄντρας της πραγματικά μορφωμένος. Εἶναι ἄνθρωποι χαριτωμένοι.
        Κι ἐπειδή ἡ κυρία  Βερντυρέν  καταλάβαινε  πώς αὐτός  ὁ  ἄπιστος θά τήν ἐμπόδιζε νά πραγματοποιήσει τήν ψυχική ἑνότητα τοῦ μικροῦ πυρήνα, δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τό θυμό  της  ἀπεναντι σ᾿ αὐτόν τόν πεισματάρη,  πού δέν ἔβλεπε πόσο τά λόγια του τήν ἔκαναν νά ὑποφέρει, καί τοῦ φώναξε μ᾿ ὅλη της τήν καρδιά:
        «Δικαίωμά σας νά τούς βρίσκετε χαριτωμένους, ἀλλά τουλάχιστον μήν τό λέτε».
        «Ὅλα εἶναι συνάρτηση τοῦ τί ἐννοεῖτε ἐξυπνάδα, εἶπε ὁ Φορσβίλ, πού γύρευε νά λάμψει μέ τή σειρά του. Πέστε μας Σουάν, τί ἐννοεῖτε ἐσεῖς ἐξυπνάδα;»
        «Νά, ἀναφώνησε ἡ Ὀντέτ, νά τά μεγάλα θέματα γιά τά ὁποῖα τοῦ ζητῶ νά μοῦ μιλήσει, ἀλλά ποτέ δέ θέλει».
        «Μά πῶς... διαμαρτυρήθηκε ὁ Σουάν».
        «Αὐτά νά τά λέτε ἀλλοῦ» εἶπε ἡ Ὀντέτ.
        Αὐτοί  οἱ ντέ λά Τρεμουάϊγ, πού ή κυρία Βερντυρέν μᾶς τούς περιέγραψε τόσο λίγο ἀξιοσύστατους, — ρώτησε ὁ Μπρισώ τονίζοντας τά λόγια του μέ δύναμη, — μήπως εἶναι ἀπόγονοι αὐτών πού έκείνη ή καλή σνόμπ, ή Μαντάμ ντέ Σεβινιέ, ὁμολογοΰσε πώς ήταν εὐτυχής νά γνωρίζει, γιατί αὐτό έκανε καλή έντύπωση στούς χωρικούς της; Εἶναι ἀλήθεια πώς ή μαρκησία εἶχε κι ἕναν ἄλλο λόγο, πού θά τόν θεωρούσε πιό σημαντικό, γιατί, σά λογία πού ἦταν, στό βάθος τῆς ψυχῆς της ἔδινε τά πρωτεῖα στά γραφτά της. Ἔτσι στό ήμερολόγιο πού έστελνε ταχτικά στήν κόρη της, φαίνεται πώς ή κυρία ντέ λά Τρεμουάϊγ, πού μέ τούς οἰκογενειακούς της δεσμούς ήταν καλά πληροφορημένη, καθόριζε τήν έξωτερική πολιτική.
       —Μά ὄχι, δέ νομίζω πώς είναι ἡ ἴδια οἰκογένεια,— εἶπε ή κυρία Βερντυρέν στήν τύχη.
        Ὁ Σανιέτ, πού απ᾿  τή στιγμή πού εἶχε παραδώσει βιαστικά στόν ἀρχισερβιτόρο τό ἀκόμα γεμάτο πιάτο του, εἶχε βυθιστεί ξανά σέ μιά σιωπή περισυλλογῆς, ξαναφάνηκε στήν ἐπιφάνεια, γιά νά διηγηθεῖ γελώντας τήν ιστορία ἑνός δείπνου μέ τό δούκα ντέ λά Τρεμόϊγ, ὅπου εἶχε διαπιστώσει πώς ὁ δούκας ἀγνοοῦσε πώς Γεώργιος Σάνδης ἦταν τό ψευδώνυμο μιᾶς γυναίκας. Ὁ Σουάν, πού συμπαθούσε τόν Σανιέτ, θεώρησε σωστό νά τοῦ δώσει μερικές πληροφορίες γιά τή μόρφωση τοῦ δούκα, γιά ν᾿  ἀποδείξη πώς μιά τέτοια ἄγνοια ἀπό μέρους του ήταν σίγουρα ἀδύνατη· ξαφνικά ὅμως σταμάτησε, γιατί κατάλαβε πώς ὁ Σανιέτ δέ χρειαζόταν ἀποδείξεις, γιατί ήξερε πώς ή ἱστορία ἦταν ψεύτικη, ἀφοῦ ἐκείνη μόλις τή στιγμή τήν είχε φανταστεῖ.  Ὁ θαυμάσιος αὐτός ἄνθρωπος ὑπέφερε πού οί Βερντυρέν τόν ἔβρισκαν πληχτικό· κι ἐπειδή εἶχε καταλάβει πώς στό δείπνο αὐτό ἦταν ἀκόμα πιό ἄτονος ἀπό συνήθως, δέν ἤθελε νά τ’ ἀφήσει νά τελειώσει χωρίς νά πετύχει νά φανεῖ διασκεδαστικός. Ὑπόκυψε τόσο γρήγορα, εἶχε ἕνα ὕφος τόσο δυστυχισμένο, ἐπειδή δέν εἶχε πετύχει τήν ἐντύπωση πού προσδοκοῦσε, κι ἀπάντησε μέ ὕφος τόσο δειλό στόν Σουάν, γιά νά τόν κάνει νά θεωρήσει ἄσκοπο πιά ν’ ἀναιρέσει τήν κατηγορία: «Καλά, καλά· μά κι ἄν κάνω λάθος, δέν είναι, φαντάζομαι, ἔγκλημα», ὥστε ὁ Σουάν θά  ᾿θελε νά μποροῦσε νά πεῖ πώς ἡ ἱστορία ἦταν ἀληθινή καί χαριτωμένη.
          Μετά τό δεῖπνο, ὁ Φορσβίλ πῆγε μόνος νά συναντήσει τό γιατρό.
        «Πρέπει νά ᾿ταν ὄμορφη στά νιάτα της ἡ κυρία Βερντυρέν. Βέβαια ἀρχίζει νά γερνᾶ. Ὅσο γιά τήν κυρία Κρεσύ, νά ἕνα θηλυκό πού ἔχει ἔξυπνο ὕφος, διάβολε! Βλέπει κανείς ἀμέσως πώς ἡ γυναίκα αὐτή εἶναι ἀνοιχτομάτα! Μιλᾶμε γιά τήν κυρία Κρεσύ», εἶπε στόν κύριο Βερντυρέν πού πλησίαζε μέ τήν πίπα στό στόμα.
        «Ὁ κύριος ντέ Φορσβίλ βρίσκει τήν Ὀντέτ χαριτωμένη», εἶπε ὁ κύριος Βερντυρέν στή γυναίκα του.
        «Μά ἀκριβῶς θά ᾿θελε κάποια μέρα νά δειπνήσει μαζί σας», εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν στήν Ὀντέτ», θά τό ρυθμίσουμε αὐτό, ἀλλά δέν θά πρέπει νέ τό μάθει ὁ Σουάν. Ξέρετε γίνεται λίγο ἐνοχλητικός». — «Ἔ, ἐσεῖς δέ θά δουλέψετε καί λίγο ἀπόψε», φώναξε στό νεαρό πιανίστα γιά νά δείξει, σ᾿ ἕναν ἀξιόλογο νεοφερμένο σάν τόν Φορσβίλ, ὄχι μόνο τό πνεῦμα της, ἀλλά καί τήν τυρρανική ἐξουσία πάνω στούς πιστούς.
        «Θά παίξω τή φράση τῆς σονάτας γιά τόν κύριο Σουάν;» εἶπε ὁ πιανίστας.
        Κάτω ἀπό τό ἀνήσυχο τρέμολο τοῦ βιολιοῦ πού τήν προστάτευε μέ τό ὅλο δόνηση κράτημά του δυό ὀκτάβες ψηλότερα, ἡ μικρή φράση ἐμφανίστηκε μακρινή, χαριτωμένη. Κι ὁ Σουάν, μέσα στήν καρδιά του τῆς μίλησε, θαρρεῖς καί μιλοῦσε σ᾿ ἕνα πρόσωπο ἔμπιστο τοῦ ἔρωτά του, σέ μιά φίλη τῆς Ὀντέτ, πού θά ᾿πρεπε νά τῆς πεῖ νά μή δίνει σημασία σ᾿ αὐτόν τόν Φορσβίλ.
        «Ἄ, ἔρχεστε ἀργά», εἶπε ἡ κυρία Βερντυρέν σ᾿ ἕνα πιστό πού τόν εἶχε προσκαλέσει μόνο για καφέ, «εἴχαμε "ἕναν" Μπρισώ ἀσύγκριτο, μέ μιάν εὐφράδεια! Μά έφυγε κιόλας. Δέν εἶναι ἔτσι κύριε Σουάν; Νομίζω πώς εἶναι ἡ πρώτη φορά πού συναντηθήκατε», πρόσθεσε γιά νά τόν ἀναγκάσει νά παραδεχτεῖ πώς τῆς χρωστοῦσε αὐτή τή γνωριμία. «Δέ ἦταν πραγματικά γλυκύτατος ὁ Μπρισώ μας;»
        Ὁ Σουάν ὑποκλίθηκε εὐγενικά.
        «Πῶς; Δέ βρήκατε πώς εἶχε ἐνδιαφέρον;» Τόν ρώτησε ξανά ἡ κυρία Βερντυρέν.
        «Μά βέβαια κυρία μου, πολύ, χάρηκα πολύ. Εἶναι ἴσως λίγο ἀπόλυτος καί κάπως διαχυτικός γιά τό γοῦστο μου. Θά ᾿θελα νά ᾿χε κάποιες ἀμφιβολίες καί κάποια ἁπαλότητα, ἀλλά αἰσθάνεται κανείς πώς ξέρει πολλά πράγματα καί φαίνεται πολύ καλός ἄνθρωπος».
        Ὅλοι οἱ καλεσμένοι ἔφυγαν πολύ ἀργά. Ὁ Φορσβίλ πρότεινε στό ζωγράφο νά ἐπιστρέψουν μαζί.
        Μέ λύπη εἶδε ἡ Ὀντέτ ν᾿ ἀπομακρύνεται· δέν τόλμησε νά μήν ἐπιστρέψει μέ τόν Σουάν, ἦταν ὅμως κακόκεφη στή διάρκεια τῆς διαδρομῆς, κι ὅταν τή ρώτησε ἄν θά ᾿πρεπε νά μπεῖ στό σπίτι της, τοῦ εἶπε: «Φυσ&iot