erotas-thanatos.net
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Astrid Berges- Frisbey actress
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Eva Green actress
      • Jane Birkin
      • Jessica Chastain actress
      • Julia Roberts
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Winona Ryder actress
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Juli Foster model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lauren Marshall model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luma Grothe model
      • Luna Bijl Model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Malgosia Bela model
      • Mali Koopman model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Sam Rollinson model
      • Samantha Gradoville model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thanassis Krikis photographer
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Victor Demarchelier photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Astrid Berges- Frisbey actress
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Eva Green actress
      • Jane Birkin
      • Jessica Chastain actress
      • Julia Roberts
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Winona Ryder actress
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Juli Foster model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lauren Marshall model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luma Grothe model
      • Luna Bijl Model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Malgosia Bela model
      • Mali Koopman model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Sam Rollinson model
      • Samantha Gradoville model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thanassis Krikis photographer
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Victor Demarchelier photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου

Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.
Μυθιστορηματικά ανθολογημένο κείμενο
Από τη μεριά του Σουάν, Ονόματα τόπων: το Όνομα

Picture
Vermeer-view-of-delft από τους αγαπημένους πίνακες του Προυστ.
Picture
Από την ταινία "Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος" του Ραούλ Ρουίζ (1999)
Picture
Ο Μαρσέλ Προυστ (1871- 1922) είναι κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών. Το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» είναι το έργο της ζωής του. Ένα έργο που ο Προυστ είχε συλλάβει εξ αρχής ως προς την όλη δομή του, (μεσολάβησε βέβαια και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τις κάποιες προσαρμογές του), αρχή, τέλος, και αυτό που κάνει μετά είναι να παρεμβάλλει ενδιάμεσα κομμάτια,  ένα έργο που μοιάζει με ένα διαστελλόμενο σύμπαν.
Εισαγωγικό Σημείωμα
 
Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας  και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μας βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ:
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)

          Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο  χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα του ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη του αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση της πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα της αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
          Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση της μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μου θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι αβέβαιες προσπάθειες της μνήμης μου δεν μου είχαν πει ποτέ τίποτα και αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο του Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
          Με τον ίδιο τρόπο η γεύση της μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, του είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκειά απόλαυση. «Μου είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά του παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης της μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που του προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη του πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή της ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτυπία κι ας μας φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα της ασύνειδης, σε σχέση με τη συνειδητή μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, της γεύσης, της ακοής, της αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη της αγωνίας του θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες του μηχανισμού της μνήμης και της νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων, από τις περιοχές της λήθης, την αυθεντικότητα του ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια της ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;       
          Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ». Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι - σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά - στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τους χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μας γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα του χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
          Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος του Φθινοπώρου το Δάσος της Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός του φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μου θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια της εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια του θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τους δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μου φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά του άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες της μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη κι απ᾿ το γεγονός ότι δεν τις συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο του χώρου, όπου τους τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
         Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές της καθαρής ανάμνησης,  έξω από τις προσπάθειες της νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια του παρόντος και του παρελθόντος   αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
           «Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μου είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μου δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθειά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο, και πως το ταξίδι που άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μου παρατείνει την ψευδαίσθηση, πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος του μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego του αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος του Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία του Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού του μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με το διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος του Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας του έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τους τρεις τόμους της πρώτης Ελληνικής μετάφρασης του Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός (πιστή ανθολόγηση) του "Από τη μεριά του Σουάν".
 Νίκος Βαρδάκης.
Picture
Το grand-hotel στο Cabourg της Νορμανδίας (ίσως το μυθιστορηματικό Μπαλμπέκ των διακοπών του Προυστ). Μαζί με το Cabourg υποψήφια μέρη είναι και το Evian Trouville)

Ένα προεισαγωγικό απόσπασμα

Γιατί συχνά βρίσκεις μέσα σέ μιά μέρα νά ᾿χει χάσει τό δρόμο της κάποια μέρα ἄλλης ἐποχῆς, πού σέ κάνει νά ζεῖς μέσα σ᾿ ἐκείνη, ν᾿ ἀναπολεῖς ἀμέσως τίς χαρακτηριστικές της ἀπολαύσεις, παρεμβάλλοντας πιό νωρίς ἤ πιό ἀργά ἀπ᾿ τή σειρά του, αὐτό τό φύλλο τό βγαλμένο ἀπό ἄλλο κεφάλαιο, μέσα στό καλαντάρι τῆς Εὐτυχίας. Γρήγορα ὅμως, ὅπως αὐτά τά φυσικά φαινόμενα τά ὁποῖα ἡ ἄνεσή μας ἤ ἡ ὑγεία μας δέν μποροῦν νά τά χαροῦν παρά μόνο τυχαῖα καί περιορισμένα ὡς τή μέρα πού ἡ ἐπιστήμη παρεμβαίνει, καί τότε παράγοντάς τα κατά βούληση μᾶς προσφέρει τή δυνατότητα νά τά ἔχουμε ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔγκριση τῆς τύχης, ἔτσι καί τό πλάσιμο αὐτῶν τῶν ὀνείρων τοῦ Ἀτλαντικοῦ ἤ τῆς Ἰταλίας, ἔπαψε νά ἐξαρτιέται ἀποκλειστικά ἀπό τίς ἀλλαγές τῶν ἐποχῶν καί τοῦ καιροῦ. Δέν χρειαζόμουν γιά νά τά κάνω νά ξαναγεννηθοῦν παρά νά προφέρω τά ὀνόματα: Μπαλμπέκ, Βενετία, Φλωρεντία· μέσα τους εἶχε μαζευτεῖ τελικά ἡ ἐπιθυμία πού μοῦ εἶχαν γεννήσει οἱ τόποι πού ὀνομάτιζαν. Ἀκόμα καί τήν Ἄνοιξη, ἄν ἔβρισκα τ᾿ ὄνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ἕνα βιβλίο, αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά ξυπνήσει μέσα μου τή λαχτάρα γιά καταιγίδες καί τό Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ἀκόμα καί σέ μέρα καταιγίδας τ᾿ ὄνομα τῆς Φλωρεντίας ἤ τῆς Βενετίας μ᾿ ἔκανε νά λαχταρῶ τόν ἥλιο, τά κρίνα, τό ἀνάκτορο τῶν Δόγηδων[1] καί τήν Σάντα – Μαρία – ντέλ – Φιόρε.
 
[1]Τό ἀνάκτορο τῶν Δόγηδων:  Παλάτι  γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς στή Βενετία,  κατοικία τῶν Δόγηδων.
Picture

Μπαλμπέκ
Τά ὀνόματα τῶν τόπων εἶχαν κλείσει μέσα τους ὅλες μου τίς  ἐπιθυμίες τά ὄνειρα μου, αὐξάνοντας τίς αὐθαίρετες χαρές τῆς φαντασίας. Καί μόνο ἡ ἀναφορά τους, ξυπνοῦσε τίς λαχτάρες μου, ἐπιτείνοντας τήν ἀπογοήτευση τῶν ταξιδιῶν μου.

      Ἀπ᾿ τά δωμάτια πού τήν εἰκόνα τους ἀναπολοῦσα πιό συχνά στίς ἄγρυπνες νύχτες μου, κανένα δέν ἔμοιαζε λιγότερο μέ τά δωμάτια τοῦ Κομπραί — πού τά πασπάλιζε μιά σπυρωτή, γεμάτη γύρη, γευστική κι εὐλαβική ἀτμόσφαιρα — ὅσο τό δωμάτιο στό "Γκράντ Ὁτέλ: Ἡ Παραλία"  τοῦ Μπαλμπέκ [1], πού οἱ τοῖχοι του, βαμμένοι μέ ριπολίνη, κρατοῦσαν, σάν τά γυαλιστερά τοιχώματα μιᾶς πισίνας ὅπου κυανίζει τό νερό, ἕνα καθαρό γαλάζιο καί ὅλο ἅρμη ἀέρα. Ὁ Βαυαρός διακοσμητής, εἶχε στήσει στούς τρεῖς ἀπό τούς τοίχους στό δωμάτιο πού ἔτυχε νά μένω, πέρα γιά πέρα χαμηλές βιβλιοθῆκες μέ γυάλινες βιτρίνες, στίς ὁποῖες καθρεφτίζονταν διάφορα κομμάτια ἀπ᾿ τό ζωντανό πίνακα τῆς θάλασσας, ξετυλίγοντας ἕνα διάζωμα ἀπό φωτεινές θαλασσογραφίες.
      Ἀλλά καί τίποτα δέν ἔμοιαζε λιγότερο μ᾿ αὐτό τό πραγματικό Μπαλμπέκ, ὅσο ἐκεῖνο πού εἶχα ὀνειρευτεῖ συχνά, σέ μέρες μέ καταιγίδα, ὅταν ὁ ἀέρας ἦταν τόσο δυνατός, ὥστε ἡ Φρανσουάζ, πηγαίνοντάς με στά Ἠλύσια Πεδία, μέ συμβούλευε νά μήν περπατῶ πολύ κοντά στούς τοίχους γιά νά μή φάω κανένα κεραμίδι στό κεφάλι καί μοῦ μιλοῦσε βαρειαναστενάζοντας γιά τίς μεγάλες καταστροφές καί τά ναυάγια πού ἀναγγέλνανε οἱ ἐφημερίδες. Ἡ πιό μεγάλη μου ἐπιθυμία ἦταν νά δῶ μιά καταιγίδα στή θάλασσα, κι αὐτό ὄχι γιά τό ὡραῖο θέαμα, ὅσο, σά μιάν ἀποκαλυπτική στιγμή τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῆς φύσης· ἤ μᾶλλον θεωροῦσα σημαντικά θεάματα, μόνο ὅσα ἦταν ἀναλλοίωτα ἤ ἀναγκαῖα ὅπως οἱ  ὀμορφιές τῆς φύσης ἤ τῆς μεγάλης τέχνης. Ἔνιωθα τήν ἀπληστία, νά γνωρίσω μόνο ὅ,τι θεωροῦσα πιό ἀληθινό ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου, ὅ,τι ἄξιζε γιατί μποροῦσε νά μοῦ δείξει κάτι ἀπό τή σκέψη μιᾶς μεγαλοφυΐας, ἤ ἀπ᾿ τή δύναμη ἤ ἀπ᾿ τή χάρη τῆς φύσης, ἔτσι ὅπως ἐκδηλώνεται χωρίς τήν παρέμβαση ἀνθρώπων. Κι ὅπως ὁ ὄμορφος ἦχος τῆς φωνῆς της καθώς ἀκούγεται ἀπό τό φωνογράφο, δέ θά μᾶς παρηγοροῦσε γιά τό χαμό τῆς μητέρας μας, ἔτσι καί ἡ μηχανική ἀπομίμηση μιᾶς καταιγίδας θά μ᾿ ἄφηνε τό ἴδιο ἀδιάφορο ὅσο καί τά φωτισμένα συντριβάνια τῆς Ἐκθέσεως. Ἤθελα ἀκόμα γιά νά ᾿ναι ἡ καταιγίδα ἀπόλυτα ἀληθινή, νά εἶναι κι ἡ ἀκτή μιά φυσική ἀκτή, ὄχι μιά προκυμαία πρόσφατα κτισμένη ἀπό κάποιο δῆμο. Εἶχα γι᾿ αὐτό κρατήσει τό ὄνομα τοῦ  Μπαλμπέκ, πού μᾶς εἶχε ἀναφέρει ὁ κύριος Λεγκραντέν, σάν τ᾿ ὄνομα μιᾶς παραλίας πού βρίσκεται πλάϊ  "στίς πένθιμες ἐκεῖνες ἀκτές φημισμένες ἀπό τά τόσα ναυάγια, πού τίς τυλίγουν ἕξι μῆνες τό χρόνο τό σάβανο τῆς ὀμίχλης κι ὁ ἀφρός τῶν κυμάτων. Κι ὅσα ξενοδοχεῖα καί νά στηθοῦν ἐκεῖ, δέ θά μπορέσουν νά ἀλλοιώσουν τῆς γῆς τόν πιό πανάρχαιο σκελετό. Κι εἶναι ὁ τελευταῖος καταυλισμός τῶν ψαράδων, πού μοιάζουν μέ ὅλους τούς ψαράδες πού ἔζησαν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, ἀπέναντι στό αἰώνιο βασίλειο τῆς θαλασσινῆς ὀμίχλης καί τῶν σκιῶν".[2]
      Μιά μέρα πού εἶχα ἀναφέρει στό Κομπραί αὐτή τήν παραλία τοῦ Μπαλμπέκ μπροστά στόν Σουάν, μοῦ εἶπε: «Βέβαια τό ξέρω πολύ καλά τό Μπαλμπέκ! Ἡ ἐκκλησία τοῦ Μπαλμπέκ τοῦ 12ου καί τοῦ 13ου αἰῶνα, μέ ἔντονα ἀκόμα τά ρωμανικά [3] χαρακτηριστικά, εἶναι ἴσως τό πιό παράξενο δεῖγμα νορμανδικῆς γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, κι εἶναι τόσο ἰδιόρυθμη! Θά ἔλεγες πώς εἶναι περσικῆς τέχνης». Ὡς τότε νόμιζα πώς οἱ τοποθεσίες αὐτές ἦταν μόνο μιά πανάρχαια φύση, πού ἀπέμεινε σύγχρονη μέ τά μεγάλα γεωλογικά φαινόμενα καί τόσο ἔξω ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὅσο ὁ Ὠκεανός καί ἡ Μεγάλη Ἄρκτος, μ᾿ αὐτούς τούς πρωτόγονους ψαράδες γιά τούς ὁποίους ὅπως καί γιά τίς φάλαινες, δέν ὑπῆρξε ποτέ μεσαίωνας. Γι αὐτό χάρηκα ὅταν τίς εἶδα ξαφνικά νά μπαίνουν στή συνέχεια τῶν αἰώνων, νά ᾿χουν γνωρίσει τήν Ρωμανική περίοδο, κι ὅταν ἔμαθα πώς τό γοτθικό τριφύλλι εἶχε βάλει τίς κοφτερές γλυφές του πάνω στά ἄγρια αὐτά βράχια. Προσπαθοῦσα νά φαντασθῶ, πώς ἔζησαν αὐτοί οἱ ψαράδες τίς δειλές καί ἀνύποπτες σέ μᾶς ἀπόπειρες πού εἶχαν κάνει στό μεσαίωνα γιά νά συνάψουν κοινωνικές σχέσεις, μαζωμένοι σ᾿ ἕνα σημεῖο τῶν ἀκτῶν τῆς κόλασης, σύριζα στούς ἀπόκρημνους βράχους τοῦ θανάτου· κι ὁ γοτθικός ρυθμός μοῦ φαινόταν πιό ζωντανός τώρα πού, μακριά ἀπό τίς πόλεις ὅπου τόν εἶχα πάντα φανταστεῖ ὡς τότε, μποροῦσα νά διαπιστώσω πώς εἶχε φυτρώσει κι ἀνθήσει, πάνω σ᾿ ἄγρια βράχια, σ᾿ ἕνα κομψό καμπαναριό.
      Τότε, στά βράδια τοῦ Φλεβάρη, τά γεμάτα θύελλα καί γλύκα, ὁ ἀέρας καθώς φυσοῦσε μεσ᾿ τήν καρδιά μου, κάνοντάς την νά τρέμει, τό σχέδιο ἑνός ταξιδιοῦ στό Μπαλμπέκ ἔσμιγε μέσα μου τή λαχτάρα τῆς γοτθικῆς τέχνης μέ τή λαχτάρα μιᾶς τρικυμίας. Θά ᾿θελα νά μποροῦσα νά πάρω αὔριο κιόλας τ᾿ ὡραῖο τραῖνο τῆς μιᾶς καί εἰκοσιδύο, πού δέν μποροῦσα νά διαβάσω ποτέ τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής του στίς διαφημήσεις τῆς Σιδηροδρομικῆς Ἑταιρίας, στίς ἀναγγελίες τῶν τουριστικῶν ταξιδιῶν, δίχως νά νιώσω ἕνα σκίρτημα στήν καρδιά· ἡ ὥρα αὐτή σά νά χάραξε σ᾿ ἕνα σημεῖο τοῦ ἀπομεσήμερου, μιάν ἀπολαυστική κοπή, ἕνα αἰνιγματικό σημάδι ἀπ᾿ τό ὁποῖο οἱ ξεστρατισμένες ὧρες ὁδηγοῦ- σαν πάλι βέβαια στό βράδυ, στό πρωί τῆς ἄλλης μέρας, πού θά τά ἔβλεπες ὅμως ὄχι στό Παρίσι, ἀλλά σέ μιάν ἀπό τίς πόλεις ἀπ᾿ ὅπου περνάει τό τραῖνο κι ἀνάμεσα στίς ὁποῖες μᾶς ἄφηνε νά διαλέξουμε· γιατί σταματοῦσε στό Μπαγιέ, στό Κουτάνς, στό Βιτρέ, στό Κεσταμπέρ, στό Ποντορσόν, στό Μπαλμπέκ, στό Λανιόν, στό Λαμπάλ, στό Μπενοντέ, στό Πόντ-Ἀβέν, στό Κιμπερλέ [4] καί μεγαλόπρεπα προχωροῦσε φορτωμένο ὀνόματα, κι ἐγώ δέν ἤξερα ποιό θά προτιμοῦσα, γιατί δέν ἤθελα νά θυσιάσω ἔστω καί ἕνα.
      Μόλις ὅμως πλησιάζανε οἱ διακοπές τοῦ Πάσχα, καί οἱ γονεῖς μου, μοῦ εἶχαν κιόλας ὑποσχεθεῖ πώς θά τίς περνοῦσα στή Βόρεια Ἰταλία, τότε τά ὄνειρα τῆς καταιγίδας πού μέ εἶχαν πλημμυρίσει ὁλάκερο, νά πού ξαφνικά τό ὄνειρό μου σβύνοντάς τα, γιατί τοῦ ἦταν τόσο διαφορετικά πού θά μποροῦσαν μόνο νά τό ἀδυνατι- σουν, νά πού ἐρχόταν  νά τ᾿ ἀντικαταστήσει, μέ τήν προοπτική μιᾶς πλουμιστῆς ἄνοιξης, ὄχι τῆς ἄνοιξης τοῦ Κομπραί πού ἔτσουζε ἀκόμα δυνατά μ᾿ ὅλες τίς βελόνες τῆς πάχνης, ἀλλά ἐκείνης πού σκέπαζε κιόλας τά χωράφια τοῦ Φιέζολε καί πλαισίωνε ἐκθαμβωτικά τή Φλωρεντία, μ᾿ ἕνα χρυσαφένιο φόντο σάν τούς πίνακες τοῦ Ἀντζέλικο [5]. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, μόνο οἱ ἡλιαχτίδες, τά ἀρώματα, τά χρώματα μοῦ φαίνονταν νά ἔχουν ἀξία. Ἀργότερα τύχαινε, μιά ἁπλή ἀτμοσφαιρική ἀλλαγή νά ᾿ναι ἀρκετή γιά νά προκαλέσει μέσα μου αὐτή τή μετάβαση σ᾿ ἄλλον τόνο, δίχως νά χρειαστεῖ τό γύρισμα πιᾶς ἐποχῆς. Γιατί συχνά βρίσκεις μέσα σέ μιά μέρα νά ᾿χει χάσει τό δρόμο της κάποια μέρα ἄλλης ἐποχῆς, πού σέ κάνει νά ζεῖς μέσα σ᾿ ἐκείνη, ν᾿ ἀναπολεῖς ἀμέσως τίς χαρακτηριστικές της ἀπολαύσεις, παρεμβάλλοντας πιό νωρίς ἤ πιό ἀργά ἀπ᾿ τή σειρά του, αὐτό τό φύλλο τό βγαλμένο ἀπό ἄλλο κεφάλαιο, μέσα στό καλαντάρι τῆς Εὐτυχίας. Γρήγορα ὅμως, ὅπως αὐτά τά φυσικά φαινόμενα τά ὁποῖα ἡ ἄνεσή μας ἤ ἡ ὑγεία μας δέν μποροῦν νά τά χαροῦν παρά μόνο τυχαῖα καί περιορισμένα ὡς τή μέρα πού ἡ ἐπιστήμη παρεμβαίνει, καί τότε παράγοντάς τα κατά βούληση μᾶς προσφέρει τή δυνατότητα νά τά ἔχουμε ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔγκριση τῆς τύχης, ἔτσι καί τό πλάσιμο αὐτῶν τῶν ὀνείρων τοῦ Ἀτλαντικοῦ ἤ τῆς Ἰταλίας, ἔπαψε νά ἐξαρτιέται ἀποκλειστικά ἀπό τίς ἀλλαγές τῶν ἐποχῶν καί τοῦ καιροῦ. Δέν χρειαζόμουν γιά νά τά κάνω νά ξαναγεννηθοῦν παρά νά προφέρω τά ὀνόματα: Μπαλμπέκ, Βενετία, Φλωρεντία· μέσα τους εἶχε μαζευτεῖ τελικά ἡ ἐπιθυμία πού μοῦ εἶχαν γεννήσει οἱ τόποι πού ὀνομάτιζαν. Ἀκόμα καί τήν Ἄνοιξη, ἄν ἔβρισκα τ᾿ ὄνομα Μπαλμπέκ σ᾿ ἕνα βιβλίο, αὐτό ἦταν ἀρκετό γιά νά ξυπνήσει μέσα μου τή λαχτάρα γιά καταιγίδες καί τό Νορμανδικό γοτθικό ρυθμό· ἀκόμα καί σέ μέρα καταιγίδας τ᾿ ὄνομα τῆς Φλωρεντίας ἤ τῆς Βενετίας μ᾿ ἔκανε νά λαχταρῶ τόν ἥλιο, τά κρίνα, τό ἀνάκτορο τῶν Δόγηδων [6] καί τήν Σάντα – Μαρία – ντέλ – Φιόρε.
      Ἄν ὅμως τά ὀνόματα αὐτά ἀπορρόφησαν γιά πάντα τήν εἰκόνα πού εἶχα σχηματίσει γι᾿ αὐτές τίς πόλεις, τό πέτυχαν μεταμορφώνοντάς τη, καί ὑποτάσσοντας στούς δικούς τους κανόνες, τήν ἐπανεμφάνισή της μέσα μου· τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά τήν κάνουν ἀκόμα πιό ὄμορφη, ἀλλά καί πιό διαφορετική ἀπ᾿ ὅ,τι θά ἦταν στήν πραγματικότητα οἱ πόλεις τῆς Νορμανδίας ἤ τῆς Τοσκάνης, καί αὐξάνοντας τίς αὐθαίρετες χαρές τῆς φαντασίας μου, νά ἐπιτείνουν τήν ἀπογοήτευση τῶν ταξιδιῶν μου. Πόσο εἶχαν ἀποκτήσει κάτι ἀκόμα πιό ἀτομικό μέ τό νά προσδιοριστοῦν μέ τά ὀνόματά τους, πού ἦταν μόνο δικά τους, ὅπως τῶν ἀνθρώπων. Οἱ λέξεις μᾶς παρουσιάζουν τά πράγματα μέ μιά εἰκόνα ξεκάθαρη, σάν αὐτές πού κρεμοῦν στούς τοίχους τῶν σχολείων γιά νά καταλάβει τό παιδί, τί εἶναι πάγκος, ἕνα πουλί, πράγματα στήν ἀντίληψη μας ὅμοια μ᾿ ὅσα ἀνήκουν στό ἴδιο εἶδος. Τά ὀνόματα ὅμως παρουσιάζουν γιά τά πρόσωπα καί τίς πόλεις, μιάν εἰκόνα μπερδεμένη, πού ἀντλεῖ ἀπ᾿ αὐτά, ἀπ᾿ τή ἀστραφτερή ἤ σκοτεινή τους ἠχηρότητα, τό χρῶμα πού τά βάφει ὁμοιόμορφα, σάν μιά ἀπό ἐκεῖνες τίς ἀφίσες, ὁλότελα θαλασσιές ἤ ὁλότελα κόκκινες, στίς ὁποῖες εἴτε γιατί εἶναι περιορισμένα τά τεχνικά μέσα εἴτε γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ σχεδιαστής, εἶναι θαλασσιά ἤ κόκκινα ὄχι μόνο ὁ οὐρανός καί ἡ θάλασσα, ἀλλά κι οἱ βάρκες, ἡ ἐκκλησία, οἱ διαβάτες. Τ᾿ ὄνομα τῆς Πάρμας, μιᾶς ἀπό τίς πόλεις πού ἤθελα πιό πολύ νά ἐπισκεφτῶ ἀπό τότε πού διάβασα τό Μοναστήρι τῆς Πάρμας, μοῦ φαινόταν πυκνό, λεῖο, μώβ καί ἁβρό, κι ἔτσι ἄν μοῦ μιλοῦσαν γιά ὁποιοδήποτε σπίτι τῆς Πάρμας ὅπου θά ζοῦσα τό φανταζόμουν σά μιά κατοικία πυκνή, λεία, μώβ καί ἁβρή, ἀφοῦ τήν φανταζόμουν μόνο μέσα ἀπό τή βαρειά κατάληξη τῆς λέξης Πάρμα ὅπου ὁ ἀέρας δέν κυκλοφορεῖ, καί μέ ὅσα τήν εἶχα ποτίσει ἀπ᾿ τή Στανταλική ἁβρότητα καί τήν ἀνταύγεια τῶν διπλῶν μενεξέδων. Κι ὅταν σκεφτόμουν τή Φλωρεντία, ἦταν μιά πόλη πού μοσχοβολοῦσε κι ἔμοιαζε μά κάλυκα λουλουδιοῦ, γιατί τήν ὀνόμαζαν πόλη τῶν κρίνων καί τή μητρόπολη της Σάντα – Μαρία – ντέλ – Φιόρε [7]. Ὅσο γιά τό Μπαλμπέκ, ἦταν ἕνα ἀπ᾿ ἐκεῖνα τά ὀνόματα στά ὁποῖα — σάν ἐπάνω σέ παλιό Νορμανδικό ἀγγεῖο πού κρατάει τό χρῶμα τῆς γῆς ἀπ᾿ ὅπου βγῆκε — βλέπεις ζωγραφισμένη ἀκόμα τήν παράσταση ἀπό κάποια καταργημένη πιά συνήθεια, κάποιο φεουδαρχικό δικαίωμα, ἕναν ἀπαρχαιωμένο τρόπο προφορᾶς πού εἶχε σχηματίσει τίς ἑτερόκλητες συλλαβές του, καί πού δέν εἶχα ἀμφιβολία πώς θά ξανάβρισκα ἀκόμα καί στόν ξενοδόχο πού θά μοῦ ἔδινε καφέ καί γάλα μόλις θά ᾿φτανα, καί θά μέ πήγαινε νά δῶ τήν ἀχαλίνωτη θάλασσα μπροστά στήν ἐκκλησία, καί στόν ὁποῖο θά ἔδινα τήν ἐριστική, ἐπίσημη καί μεσαιωνική ὄψη ἑνός ἥρωα λαϊκοῦ ποιήματος.
      Ἴσως ἄν εἶχα προσέξει τότε ὁ ἴδιος περισσότερο τί ὑπῆρχε στή σκέψη μου ὅταν χρησιμοποιοῦσα τίς λέξεις "νά πάω στή Φλωρεντία, στήν Πάρμα, στήν Πίζα στή Βενετία", θά εἶχα ἀντιληφθεῖ πώς αὐτό πού ἔβλεπα δέν ἦταν διόλου μιά πόλη, ἀλλά κάτι τόσο διαφορετικό ἀπό ἀπ᾿ ὅ,τι γνώριζα, κάτι τόσο ἀπολαυστικό, ὅσο θά μποροῦσε νά εἶναι γιά μιάν ἀνθρωπότητα πού θά ᾿χε περάσει ὅλη τή ζωή της σέ χειμωνιάτικα ἀπόβραδα, τοῦτο τό ἄγνωστο θαῦμα: ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινό. Αὐτές οἱ ἐξωπραγματικές εἰκόνες, πού γέμιζαν τίς νύχτες καί τίς μέρες μου, διαφοροποίησαν αὐτήν τήν ἐποχή τῆς ζωῆς μου ἀπ᾿ ὅσες ἄλλες εἶχαν προηγηθεῖ, ὅπως σέ μιάν ὄπερα ἕνα μελωδικό θέμα εἰσάγει ἕνα νεωτερισμό πού δέ θά μποροῦσες νά τόν ὑποψιαστεῖς, ἄν εἶχες περιοριστεῖ στήν ἀνάγνωση τοῦ λιμπρέτου, καί ἀκόμα λιγότερο ἄν εἶχες μείνει ἔξω ἀπ᾿ τό θέατρο νά μετρᾶς μόνο τά τέταρτα τῆς ὥρας πού περνοῦν. Καί μ᾿ ὅλο πού ἡ ἔξαψή μου εἶχε σάν κίνητρό της ἕναν πόθο γιά καλλιτεχνικές ἀπολαύσεις, οἱ τουριστικοί ὁδηγοί τή συντηροῦσαν περισσότερο ἀπ᾿ τά βιβλία αἰσθητικῆς καί πιό πολύ ἀπ᾿ αὐτούς ἀκόμα, οἱ ὁδηγοί τῶν σιδηροδρόμων. Βέβαια ὅταν ξανάλεγα μέσα μου, πώς ἡ Βενετία ἦταν ἡ "σχολή τοῦ Τζιορτζιόνε [8], ὁ τόπος ὅπου ἔζησε ὁ Τιτσιάνο [9], τό πληρέστερο μουσεῖο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ μεσαίωνα" ἔνιωθα εὐτυχισμένος. Ἤμουν ὡστόσο ἀκόμα πιό εὐτυχισμένος ὅταν, βγαίνοντας γιά κάποια δουλειά, περπατώντας βιαστικά γιατί ὁ καιρός ὕστερ᾿ ἀπό μερικές μέρες πρώιμης ἄνοιξης, εἶχε ξαναγίνει χειμωνιάτικος, σκεφτόμουν πώς τό Πόντε Βέκιο ἦταν κιόλας κατασκέπαστο ἀπό ἀνεμῶνες κάι πώς ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος χρωμάτιζε κιόλας τά νερά τοῦ Κανάλε Γκράντε μ᾿ ἕνα τόσο βαθύ γαλάζιο καί μέ τόσα πολύτιμα σμαράγδια, ὥστε, καθώς ἔρχονταν καί παφλάζανε μπροστά στούς πίνακες τοῦ Τιτσιάνου, θά μποροῦσαν νά συναγωνιστοῦν τά πλούσια χρώματα τους. Δέν μπόρεσα πιά νά συγκρατήσω τή χαρά μου, ὅταν ὁ πατέρας μου, ἐνῶ συμβουλευόταν τό βαρόμετρο καί παραπονιόταν γιά τήν κακοκαιρία, ἄρχισε νά ψάχνει ποιά θά ἦταν τά καλύτερα τραῖνα, κι ὅταν κατάλαβα, πώς μπαίνοντας μετά τό μεσημεριανό γεῦμα στό καρβουνιάρικο ἐργαστήρι, στό μαγικό θάλαμο πού ἀναλάμβανε νά πραγματοποιήσει τή μετουσίωση ὁλόγυρά του, θά μπορούσαμε νά ξυπνήσουμε τήν ἄλλη μέρα στή μαρμάρινη καί χρυσαφένια πολιτεία. Ἔτσι ἡ Βενετία καί ἡ πολιτεία τῶν κρίνων δέν ἦταν μόνο φανταστικοί πίνακες, πού τοποθετοῦσες ὅποτε ἤθελες στή φαντασία σου, ἀλλά ὑπῆρχαν σέ μιά ὡρισμένη ἀπόσταση ἀπό τό Παρίσι, μέ δυό λόγια ἦταν πραγματικές. Κι ἔγιναν ἀκόμα πιό πραγματικές, ὅταν ὁ πατέρας μου λέγοντας: «Τελικά, θά μπορούσατε νά μείνετε στή Βενετία ἀπ᾿ τίς 20 ὡς τίς 29 Ἀπριλίου καί νά φτάσετε στή Φλωρεντία ἀνήμερα τοῦ Πάσχα», τίς ἔκανε νά βγοῦν καί οἱ δυό, ὄχι πιά μόνο ἀπό τόν ἀφηρημένο Χῶρο, ἀλλά καί ἀπό τόν φανταστικό Χρόνο, μέσα στόν ὁποῖο τοποθετοῦμε, ὄχι ἕνα ταξίδι κάθε φορά, ἀλλά πολλά ταυτόχρονα, καί τούς ἀφιέρωσε τόν συκεκριμμένο χρόνο, ἀφοῦ τίς μοναδικές αὐτές ἡμέρες δέν μπορεῖς νά τίς ζήσεις πιά ἐδῶ, ὅταν τίς ἔζησες ἐκεῖ. Ἄκουσα τόν πατέρα μου νά λέει «Θά πρέπει νά κάνει ἀκόμα κρύο στό  Κανάλε Γκράντε, καλά θά κάνεις νά βάλεις στίς ἀποσκευές σου, γιά κάθε ἐνδεχόμενο, τό χειμωνιάτικο πανωφόρι σου καί τό χοντρό σακκάκι». Σάν ἄκουσα αὐτά τά λόγια πέρασα σέ μιά κατάσταση σχεδόν ἐκστατική· ἔνιωσα κάτι πού θεωροῦσα ὡς τότε σάν ἀδύνατο· βγάζοντας ἀπό πάνω μου σάν περιττό καύκαλο τόν ἀέρα τοῦ δωματίου πού μέ περικύκλωνε, τόν ἀντικαθιστοῦσα μέ ἴσα μέρη ἀέρα Βενετσιάνικου, μ᾿ αὐτή τή θαλασσινή ἀτμόσφαιρα πού ἡ φαντασία μου εἶχε κλείσει μέσα στό ὄνομα τῆς Βενετίας· ἔνιωσα νά γίνεται μέσα μου μιά θαυμαστή ἐξαΰλωση· τή συνόδεψε ἀμέσως μιά ἀόριστη διάθεση ἐμετοῦ, καί χρειάστηκε νά μέ βάλουν στό κρεβάτι μέ πυρετό τόσο ἐπίμονο, ὥστε ὁ γιατρός δήλωσε πώς ἔπρεπε ὄχι μόνο νά μή μ᾿ ἀφήσουν νά φύγω τώρα γιά τή Βενετία καί τή Φλωρεντία, ἀλλά, ἀκόμα κι ὅταν θά εἶχα συνέλθει ἐντελῶς ν᾿ ἀποφύγουν γιά ἕνα χρόνο τουλάχιστον, κάθε σχέδιο ταξιδιοῦ καί κάθε ἀφορμή ἔντονης συγκίνησης.
      Κι ἀλοίμονο, ἀπαγόρευσε ἀκόμα, μέ τρόπο ἀπόλυτο, νά μ᾿ ἀφήσουν νά πάω στό θέατρο ν᾿ ἀκούσω τή Μπερμά· ἡ ἐξαίσια ἠθοποιός, αὐτή πού ὁ Μπεργκότ θεωροῦσε ἰδιοφυΐα, θά μποροῦσε, ἐπιτρέποντας μου νά γνωρίσω κάτι ἐξ ἴσου ὡραῖο, νά μέ παρηγορήσει πού δέ θά πήγαινα στή Βενετία πού δέ θά πήγαινα στό Μπαλμπέκ. Ἔπρεπε νά περιοριστοῦν νά μέ στέλνουν κάθε μέρα στά Ἠλύσια, κάτω ἀπ᾿τήν ἐπίβλεψη κάποιου πού δέ θά μ᾿ ἄφηνε νά κουραστῶ, κι αὐτή ἦταν ἡ Φρανσουάζ, στήν ὑπηρεσία μας ἀπό τότε πού πέθανε ἡ θεία Λεονί. Μοῦ ἦταν ἀφόρητο νά πηγαίνω στά Ἠλύσια. Ἄν τουλάχιστον τά εἶχε περιγράψει ὁ Μπεργκότ σέ κάποιο του βιβλίο, τότε ἴσως θά ἤθελα νά τά γνωρίσω, ὅπως ὅλα τά πράγματα πού εἶχαν τοποθετήσει τό "ὁμοίωμα" τους, στή φαντασία μου. Ἡ φαντασία μου τά ζέσταινε, τά ἔκανε νά ζήσουν, καί τότε ἤθελα νά τά ξαναβρῶ στήν πραγματικότητα· τίποτα ὅμως σ᾿ αὐτό τό δημόσιο κῆπο δέν δενόταν μέ τά ὄνειρά μου.
     
      Μιά μέρα ἐπειδή ἔπληττα στή συνηθισμένη μας θέση κοντά στά ξύλινα ἀλογάκια, ἡ Φρανσουάζ μέ πῆρε βόλτα, σ᾿ αὐτές τίς γειτονικές περιοχές, ὅπου τά πρόσωπα ἦταν ἄγνωστα· ὕστερα γύρισε νά πάρει τά πράγματά της· περιμένοντάς την, τσαλαπατοῦσα τή πρασιά, ἰσχνή καί κουρεμένη, ὅταν ἀπ᾿ τήν ἀλέα, καλώντας μιά κοπελίτσα μέ πυρόξανθα μαλλιά, μιά ἄλλη πού προσπαθοῦσε νά φορέσει τό παλτό της, τῆς φώναξε μέ κοφτή φωνή «Γειά σου Ζιλμπέρτ, φεύγω, μήν ξεχάσεις πώς θά ᾿ρθουμε τό βράδυ στό σπίτι σου μετά τό φαγητό». Αὐτό τό ὄνομα Ζιλμπέρτ, πέρασε πλάϊ μου, μεταφέροντας μαζί του, τή γνωριμία, τίς ἐντυπώσεις πού εἶχε γι᾿ αὐτήν στήν ὁποία ἀπευθυνόταν ἡ φίλη πού τήν καλοῦσε, ὅλα ὅσα προφέροντάς το, ξανάβλεπε ἤ τουλάχιστον κρατοῦσε στή μνήμη της  ἀπ᾿ τήν καθημερινή τους  στενή ἐπαφή, κι ὅλο αὐτό τό  ἄγνω-
στο τό ἀπλησίαστο καί ὀδυνηρό γιά μένα, πού μ᾿ ἄγγιζε δίχως νά μπορῶ νά τό γνωρίσω, ἀφήνοντας κιόλας νά πλέει στόν ἀέρα ἡ ἀνάσσα ἀπό ὡρισμένα ἀθέατα σημεῖα τῆς δεσποινίδας Σουάν, ἀπό τό βράδυ πού πλησίαζε ἔτσι ὅπως θά ἦταν μετά τό δεῖπνο στό σπίτι της· ἕνα συννεφάκι χρωματισμένο παράξενα ἔριχνε πάνω σ᾿ αὐτό τό ἀραιό γρασίδι καί στό ἀπόγευμα τῆς ξανθῆς κοπέλας, (ὥσπου τῆς φώναξε μιά δασκάλα μέ θαλασσί φτερό), μιά θαυμάσια μικρή λουρίδα κίτρινη σάν ἡλιοτρόπιο πού ἁπλωνόταν ἐκεῖ σάν χαλί, πάνω στό ὁποῖο δέν κουραζόμουν νά περιφέρω τά καθυστερημένα καί ἱερόσυλα μου βήματα, ἐνῶ ἡ Φρανσουάζ μοῦ φώναζε: «Ἄντε, ἀκουμπῶστε πιά τό παλτό σας καί δρόμο», καί παρατηροῦσα γιά πρώτη φορά μέ θυμό, πώς μιλοῦσε χυδαῖα, κι ἀλοίμονο! Δέν εἶχε θαλασσί φτερό, στό καπέλο της.
      Θά ξαναρχόταν τουλάχιστον στά Ἠλύσια Πεδία; Τήν ἄλλη μέρα δέν ἦταν ἐκεῖ· τήν εἶδα ὅμως τίς μέρες πού ἀκολούθησαν· τριγυρνοῦσα ὅλη τήν ὥρα στήν περιοχή πού ἔπαιζε μέ τίς φίλες της, ὥστε μιά φορά πού δέν ἦταν ἀρκετές νά παίξουν ἀμπάριζα, ἔβαλε νά ρωτήσουνἄν θά ᾿θελα νά συμπληρώσω τήν ὁμάδα τους, κι ἀπό τότε ἔπαιζα μαζί τους ὅσες φορές βρισκόταν ἐκεῖ. Ὄχι ὅμως κάθε μέρα· γιατί τήν ἐμπόδιζαν τά μαθήματά της, ἡ κατήχηση, μιά ἀπογευματινή συνάθροιση, ὅλη αὐτή ἡ ζωή, ἡ χωριστή ἀπ᾿ τή δική μου καί πού δυό φορές συμπηκνωμένη στό ὄνομα Ζιλμπέρτ τήν εἶχα νιώσει νά περνάει κοντά μου, στό ἀνηφορικό δρομάκι στό Κομπραί ἤ πάνω στήν πρασιά στά Ἠλύσια πεδία. Κάποιες μέρες ἀνάγγελνε ἀπό πρίν πώς δέ θά τή βλέπαμε· ἄν σ᾿ αὐτό ἔφταιγαν οἱ σπουδές της ἔλεγε: «Τί μπελάς! Δέ θά μπορέσω νά ᾿ρθω αὔριο· θά διασκεδάσετε δίχως ἐμένα», μέ ὕφος λυπημένο πού μέ παρηγοροῦσε κάπως· ἄν ὅμως ἦταν ἀντίθετα καλεσμένη κάπου τό ἀπόγευμα, καί καθώς δέ τό ᾿ξερα τή ρωτοῦσα ἄν θά ἐρχόταν νά παίξει, μοῦ ἀπαντοῦσε:«Ἐλπίζω ὄχι! Ἐλπίζω νά μέ ἀφίσει ἡ μαμά νά πάω στῆς φίλης μου». Ἄλλες φορές τήν ἔπαιρνε ἡ μητέρα της στά μαγαζιά, καί τήν ἑπόμενη ἔλεγε: «Ἄχ, ναί βγῆκα μέ τή μαμά», λές καί ἦταν κάτι φυσικό, κάτι πού δέν θά ἦταν γιά κάποιον ἄλλο ἡ μεγαλύτερη δυνατή δυστυχία. Ἦταν ἀκόμα κι οἱ μέρες τῆς κακοκαιρίας, ὅταν ἡ δασκάλα της, πού φοβόταν ἡ ἴδια τή βροχή, δέν ἤθελε νά τήν φέρει στά Ἠλύσια πεδία.
      Ἔτσι ἄν ὁ οὐρανός ἦταν ἀμφίβολος, δέν ἔπαυα νά τόν παρακολουθῶ ἀπ᾿ τό πρωί καί λογάριαζα ὅλες τίς ἐνδείξεις. Ἄν ἔβλεπα τήν κυρία στό ἀπέναντι σπίτι νά φοράει κοντά στό παράθυρο, τό καπέλο της, σκεφτόμουν: «Ἡ κυρία ἑτοιμάζεται νά βγεῖ, γιατί ὄχι κι ἡ Ζιλμπέρτ;» Ὁ καιρός ὅμως σκοτείνιαζε, ἡ μητέρα μου ἔλεγε πώς μποροῦσε ἀκόμα ν᾿ ἀνοίξει, πώς ἀρκοῦσε γι᾿ αὐτό μιά ἀχτίδα ἥλιου, ἀλλά πώς ἦταν πιό πιθανό νά βρέξει. Ἔτσι ἀπ᾿ τήν ὥρα τοῦ γεύματος τ᾿ ἀνήσυχά μου βλέμματα δέ ἄφηναν τόν ἀβέβαιο οὐρανό. Ἔμενε σκοτεινός. Μπροστά στό παράθυρο τό  μπαλκόνι ἦταν μουντό. Ξαφνικά ἔνιωθα μιά προσπάθεια γιά νά γίνει τό χρῶμα του λιγότερο μουντό, τόν παλμό μιᾶς δισταχτικῆς ἀχτίνας πού θά ᾿θελε νά λευτερώσει τό φῶς της, κι χίλιες ἀνταύγειες ἀπό τό σιδερένιο του κιγκλίδωμα εἶχαν ἔρθει νά σταθοῦν πάνω του. Μιά πνοή ἀνέμου τίς σκόρπιζε, ἡ πέτρα γινόταν σκοτεινή, ἀλλά σά νά ᾿ταν ἐξοικιωμένες, οἱ ἀνταύγειες γύριζαν πάλι ἀκουμποῦσαν πάνω σ᾿ αὐτή τή λίμνη ἀπό ἥλιο, θά ᾿λεγες πώς ἤξεραν ὅτι ἀποτελοῦσαν μιά ἐγγύηση γαλήνης καί εὐτυχίας.Κισσός τῆς στιγμῆς, φυτό ἀναρριχητικό καί φευγαλέο! Τό πιό ἄχρωμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα μποροῦν νά σκαρφαλώσουν στόν τοῖχο ἤ νά διακοσμοῦν τό παράθυρο· γιά μένα, ἀπ᾿ ὅλα τό πιό ἀγαπητό ἀπό τή μέρα πού φάνηκε πάνω στό μπαλκόνι μας σά νά ᾿ταν ἡ ἴδια ἡ σκιά τῆς Ζιλμπέρτ, πού ἴσως θά βρισκόταν κιόλας στά Ἠλύσια κάι θά μοῦ ἔλεγε μόλις θά ᾿φτανα ἐκεῖ: «Ἀρχίζουμε ἀμέσως τήν ἀμπάριζα, παίζετε μέ τήν ὁμάδα μου».
      Ἀκόμα καί τίς μέρες πού κάθε  ἄλλη  βλάστηση  ἔχει  ἐξαφανιστεῖ κάτω ἀπό τό χιόνι, ὅταν αὐτό σταματοῦσε νά πέφτει, μά ὁ καιρός ἦταν ἀκόμα σκοτεινός γιά νά ἐλπίζω πώς ἡ Ζιλμπέρτ θά ᾿βγαινε, τότε ξαφνικά — κάνοντας τή μητέρα μου νά πεῖ «κοίτα ἔφτιξε ὁ καιρός, θά μπορούσατε ἴσως νά δοκιμάσετε νά πᾶτε στά Ἠλύσια»— ὁ ἥλιος πού μόλις εἶχε φανεῖ, ἔπλεκε πάνω στό χιονάτο μανδύα πού σκέπαζε τό μπαλκόνι χρυσαφένιες κλωστές καί κεντοῦσε μαῦρες σκιές. Ἐκείνη τή μέρα δέ βρίσκαμε κανέναν. Μόνη, κοντά στήν πρασιά, καθόταν μιά κυρία κάποιας ἡλικίας πού ἐρχόταν μ᾿ ὁποιοδήποτε καιρό, μά τά ἴδια πάντα μεγαλόπρεπα καί σκοῦρα ροῦχα καί πού, γιά νά κάνω τή γνωριμία της, θά εἶχα θυσιάσει τότε, ἄν μοῦ ἐπιτρεπόταν ἡ ἀνταλλαγή, τά πιό μεγάλα ἀπό τά μελλοντικά πλεονεκτήματα τῆς ζωῆς μου. Γιατί ἡ Ζιλμπέρτ πήγαινε κάθε μέρα νά τή χαιρετήσει· ἐκείνη ζητοῦσε νά μάθει νέα γιά τήν "ἀξιαγάπητη μητέρα της"· καί εἶχα τήν ἐντύπωση πώς ἄν τήν εἶχα γνωρίσει θά ἤμουν γιά τή Ζιλμπέρτ κάποιος ἐντελῶς διαφορετικός, κάποιος πού θά ἤξερε γιά τίς γνωριμίες τῶν γονιῶν της. Ἐνῶ τά ἐγγόνια της ἔπαιζαν πιό πέρα, ἡ κυρία διάβαζε πάντα τήν "Ἐφημερίδα τῶν Συζητήσεων" πού τήν ἀποκαλοῦσε οἱ "οἱ παλιές μου συζητήσεις".
      Ἡ Φρανσουάζ κρύωνε πολύ γιά νά στέκεται ἀκίνητη, περπατήσαμε ὡς τή γέφυρα τῆς Ὁμόνοιας νά δοῦμε τό Σηκουάνα παγωμένο, πού τό πλησίαζαν ὅλοι, ὡς καί τά παιδιά, σάν μιά τεράστια φάλαινα βγαλμένη στό γιαλό, ἀνυπεράσπιστη. Ξαναγυρνούσαμε στά Ἠλύσια. Ξαφνικά ὁ ἀέρας σχίστηκε: ἀνάμεσα στό κουκλοθέατρο καί στό τσίρκο, πάνω στό μισάνοιχτο οὐρανό εἶχα διακρίνει, σάν ἕνα μυθικό σημάδι τό θαλασσί φτερό τῆς Δεσποινίδας. Κι ἡ Ζιλμπέρτ ἔτρεχε κιόλας, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε πρός ἐμένα, ἀστραφτερή καί κόκκινη κάτω ἀπό ἕναν τετράγωνο σκοῦφο, ξαναμμένη ἀπ᾿ τό κρύο καί τή λαχτάρα γιά παιγνίδι.
      Ἡ πρώτη ἀπό αὐτές τίς μέρες — στίς ὁποῖες τό χιόνι ἔκφραση τῶν δυνάμεων πού μποροῦσαν νά μοῦ στερήσουν τή συνάντηση μέ τή Ζιλμπέρτ, ἔδινε τή μελαγχολία μιᾶς μέρας ἀποχωρισμοῦ, γιατί ἀπέκλειε σχεδόν τή χρήση αὐτοῦ τοῦ τόπου γιά τίς μοναδικές μας συναντήσεις — ἡ μέρα αὐτή ἔκανε ὡστόσο τήν ἀγάπη μου νά προχωρήσει, γιατί ἦταν σά μιά πρώτη θλίψη πού ἡ Ζιλμπέρτ μποροῦσε νά μοιραστεῖ μαζί μου. Εἴμαστε οἱ δυό μας ἀπό τήν παρέα, κι ἔτσι τό νά βρίσκομαι μόνος ἐγώ κοντά της, ἦταν ὄχι μόνο σά μιά ἀρχή οἰκειότητας ἀλλά καί μοῦ φαινόταν ἀπό μέρους της κάτι τό ἴδιο συγκινητικό ὅσο ἄν μιά μέρα πού τήν εἶχαν καλέσει γιά ἀπογευματινό, εἶχε ἀρνηθεῖ τήν πρόσκληση γιά νέ ἔρθει νά μέ βρεῖ στά Ἠλύσια· καί καθώς μοῦ ἔρριχνε χιόνι στό λαιμό, χαμογελοῦσα ἀπέναντι σ᾿ αὐτό πού μοῦ φαινόταν ταυτόχρονα, σά μιά ἰδιαίτερη προτίμηση καί σάν εἶδος πίστης ἀπέναντί μου μέσα στή δυστυχία. Σέ λίγο, μία-μία σά δισταχτικά σπουργίτια, ἔφταναν οἱ φίλες της κατάμαυρες πάνω στό χιόνι. Κι αὐτή ἡ μέρα πού ᾿χε ἀρχίσει τόσο μελαγχολικά, ἔμελλε νά τελειώσει μέσα στή χαρά, γιατί καθώς πλησίαζα, πρίν νά παίξουμε ἀμπάριζα, τή φίλη μέ τή κοφτή φωνή, πού ᾿χα ἀκούσει τήν πρώτη μέρα νά φωνάζει τ᾿ ὄνομα Ζιλμπέρτ, αὐτή μοῦ εἶπε: «Ὄχι, ὄχι, ξέρουμε πώς προτιμᾶτε νά παίζετε στήν ὁμάδα τῆς Ζιλμπέρτ. Ἄλλωστε νά, σᾶς κάνει νεῦμα».
      Αὐτή ἡ μέρα, ἦταν μιά ἀπ᾿ τίς μόνες πού δέν ἤμουν δυστυχισμένος. Γιατί γιά μένα, πού δέν σκεφτόμουν ἄλλο τίποτα παρά πώς νά μήν περάσει μέρα δίχως νά συναντήσω τή Ζιλμπέρτ — τόσο πού ἔφτασα κάποτε στό σημεῖο, καθώς ἡ γιαγιά μου δέν εἶχε ἀκόμα ἐπιστρέψει γιά τήν ὥρα τοῦ δείπνου, νά σκεφτῶ πώς ἄν τήν εἶχε πατήσει ἕνα ἁμάξι, θά μοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πάω στά Ἠλύσια· δέν ἀγαπᾶς πιά κανέναν μόλις ἀρχίσεις ν᾿ ἀγαπᾶς — οἱ στιγμές αὐτές πού τίς περνοῦσα κοντά της καί πού ἀπ᾿ τήν παραμονή τίς περίμενα τόσο ἀνυπόμονα γιά τίς ὁποῖες θά θυσίαζα κάθε τι ἄλλο, δέν ἦταν διόλου στιγμές εὐτυχισμένες· καί τό ᾿ξερα καλά, γιατί ἦταν οἱ μόνες στιγμές τῆς ζωῆς μου πάνω στίς ὁποῖες συγκέντρωνα μιά προσοχή ἐπίμονη, πού δέν ἔβρισκε σ᾿ αὐτές οὔτε μιά σταλιά ἀπόλαυσης.
      Διατεινόταν συχνά πώς εἶχε φίλους πού προτιμοῦσε, πώς ἤμουν καλός σύντροφος, μέ τόν ὁποῖο ἔπαιζε πρόθυμα, ἄν καί πολύ ἀφηρημένος καί ὄχι τόσο τοῦ παιγνιδιοῦ· τέλος μοῦ εἶχε δώσει πολλές φορές δείγματα ψυχρότητας, πού θά μποροῦσαν νά κλονίσουν τήν πεποίθησή μου ὅτι μέ θεωροῦσε διαφορετικό ἀπό τούς ἄλλους, ἄν ἡ πεποίθηση αὐτή εἶχε τίς ρίζες της σ᾿ ἕναν ἔρωτα τῆς Ζιλμπέρτ γιά μένα, κι ὄχι ὅπως συνέβαινε πραγματικά, στόν ἔρωτα πού ἔνιωθα ἐγώ γιά ἐκείνη. Ἀλλά τά αἰσθήματα πού ἔνιωθα γιά κείνη ἐγώ ὁ ἴδιος, δέν τῆς τά εἶχα ἀκόμα φανερώσει. Βέβαια, σ᾿ ὅλες τίς σελίδες τῶν τετραδίων μου ἔγραφα ἀμέτρητες φορές τ᾿ ὄνομά της, ὅταν ὅμως ἔβλεπα αὐτές τίς ἀόριστες γραμμές πού χάραζα χωρίς νά μποροῦν νά τήν κάνουν νά μέ σκέφτεται, ἔνιωθα ἀπογοήτευση, γιατί δέ μοῦ μιλοῦσαν γιά τή Ζιλμπέρτ. Οἱ διάφοροι λόγοι, πού μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνυπομονῶ τόσο πολύ νά τή συναντήσω ἴσως νά ἦταν λιγότερο ἐπιτακτικοί σ᾿ ἕναν ὥριμο ἄνδρα. Συμβαίνει ἀργότερα, ὅταν ἔχουμε μάθει πιά πώς νά καλλιεργοῦμε ἐπιδέξια τίς ἀπολαύσεις μας ν᾿ ἀρκούμαστε μέ τήν εἰκόνα πού ἔχουμε ὅταν σκεφτόμαστε μιά γυναίκα, ὅπως ἐγώ σκεφτόμουν τή Ζιλμπέρτ, νά τήν ἀγαποῦμε χωρίς τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε βέβαιοι πώς κι ἐκείνη μᾶς ἀγαπᾶ. Tήν ἐποχή ὅμως πού ἀγαποῦσα τή Ζιλμπέρτ πίστευα ἀκόμα πώς ὁ Ἔρωτας ὑπῆρχε πραγματικά ἀνεξάρτητα ἀπό ἐμᾶς· μοῦ φαινόταν πώς ἄν εἶχα ἀπό μόνος μου ἀντικαταστήσει τήν ἁπαλότητα τῆς ἐξομολόγησης μέ τήν προσποίηση τῆς ἀδιαφορίας, δέν θά εἶχα μόνο στερηθεῖ μιάν ἀπό τίς χαρές πού ὀνειρευόμουν περισσότερο, ἀλλά καί θά εἶχα κατασκευάσει αὐθαίρετα ἕναν ἔρωτα πλαστό καί δίχως ἀξία, ἕναν ἔρωτα χωρίς ἐπαφή μέ τόν πραγματικό, πού τούς μυστηριακούς κι ἀπό πρίν χαραγμένους δρόμους του θά εἶχα παραιτηθεῖ ν᾿ ἀκολουθήσω.
      Ὅταν ὅμως ἔφτανα στά Ἠλύσια καί θά μποροῦσα πρίν ἀπό ὅλα νά ἀντιπαραβάλλω,  γιά νά τήν κάνω νά ὑποστεῖ τίς απαραίτητες διορθώσεις, τήν ἀγάπη μου μέ τήν ἀνεξάρτητη ἀπό μένα ζωντανή της αἰτία, μόλις βρισκόμουν μπροστά σ᾿ αὐτή τή Ζιλμπέρτ Σουάν πού εἶχα παίξει μαζί της χθές καί πού μόλις τώρα μέ εἶχε κάνει νά τήν χαιρετήσω, ἕνα τυφλό ἔνστικτο σάν αὐτό πού βάζει ὅταν περπατοῦμε, τό ἕνα πόδι μπροστά ἀπό τό ἄλλο πρίν ἀκόμα προλάβουμε νά τό σκεφτοῦμε, τότε ἀμέσως ὅλα γίνονταν μέ τέτοιο τρόπο σάμπως ἡ Ζιλμπέρτ καί ἡ κοπελίτσα πού ὀνειρευόμουν νά ἦταν δυό διαφορετικά πλάσματα. Καί ἐνῶ ἑτομαζόμουν νά  ἐπωφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτήν τή ποθητή στιγμή γιά νά πραγματοποιήσω, πάνω στήν εἰκόνα τῆς Ζιλμπέρτ πού εἶχα ἑτοιμάσει πρίν νά ἔρθω, τήν ἐξακρίβωση πού θά μοῦ ἐπέτρεπε, στίς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς μοναξιᾶς μου, νά ᾿μαι βέβαιος πώς αὐτή θυμόμουν, ὅπως συνθέτουν ἕνα ἔργο, ἐκείνη μοῦ πετοῦσε τήν μπάλα· καί σάν τόν ἰδεαλιστή φιλόσοφο, πού τό σῶμα του λογαριάζει τόν ἐξωτερικό κόσμο, ἐνῶ ἡ σκέψη του δέν πιστεύει στήν πραγματικότητά του, τό ἴδιο "ἐγώ" πού μέ εἶχε κάνει νά τήν χαιρετήσω μ᾿ ἔσπρωχνε νά πιάσω τή μπάλα, σά νά ἦταν μιά φίλη μέ τήν ὁποία εἶχα ἔρθει νά παίξω, κι ὄχι μιά ἀδελφή ψυχή, πού εἶχα ἔρθει νά συναντήσω. Μέ ὑποχρέωνε  νά τῆς λέω ἀπό εὐγένεια  κι  ὡς τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής της ἀσήμαντες κουβέντες, χωρίς νά μπορῶ νά τῆς πῶ τά λόγια πού μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν τήν ἀγάπη μας σέ μιά πρόοδο ἀποφασιστική καί πού ἤμουν κάθε φορά ὑποχρεωμένος νά ἀναβάλλω.
      Ἔκανε ὡστόσο ἡ ἀγάπη μας κάποια πρόοδο. Μιά μέρα εἴχαμε πάει μέ τή Ζιλμπέρτ ὡς τό περίπτερο τῆς ἐμπόρισσας. Ἀγόρασα δυό μπίλιες τῆς πεντάρας. Κοίταζα μέ θαυμασμό, φωτεινές κά φυλακισμένες χωριστά σ᾿ ἕνα ξύλινο κουπάκι, τίς ἀχάτινες μπίλιες, πού μοῦ φαίνονταν πολύτιμες γιατί ἦταν χαμογελαστές καί ξανθιές σάν κορίτσια καί γιατί κόστιζαν πενήντα λεπτά ἡ μία. Ἡ Ζιλμπέρτ πού τῆς δίνανε πολύ περισσότερα λεφτά παρά σ᾿ ἐμένα, μέ ρώτησε ποιάν ἔβρισκα πιό ὄμορφη. Εἶχαν τή διαφάνεια καί τίς ρευστές ἀποχρώσεις τῆς ζωῆς. Δέ θά ᾿θελα νά τήν κάνω νά θυσιάσει οὔτε μία. Θά μ᾿ ἄρεσε νά μποροῦσε νά τίς ἀγοράσει ὅλες. Τῆς ἔδειξα ὡστόσο μιά πού εἶχε τό χρῶμα τῶν ματιῶν της. Ἡ  Ζιλμπέρτ τήν πῆρε, γύρεψε νά βρεῖ τήν χρυσαφένια της ἀχτίδα, τή χάϊδεψε, πλήρωσε τά λύτρα της καί μοῦ παράδωσε τή φυλακισμένη της λέγοντάς μου: «Νά, εἶναι δική σας, σᾶς τή δίνω, κρατῆστε γιά ἐνθύμιο». 
Μιά ἄλλη φορά, καθώς μέ ἀπασχολοῦσε πάντα ἡ ἐπιθυμία ν᾿ ἀκούσω τήν Μπερμά σ᾿ ἕνα κλασσικό ἔργο, τή ρώτησα μήπως εἶχε ἕνα τομίδιο στό ὁποῖο ὁ Μπεργκότ μιλοῦσε γιά τόν Ρασίν καί πού δέν ὑπῆρχε στά βιβλιοπωλεῖα. Μέ παρακάλεσε νά τῆς θυμίσω ἀκριβῶς τόν τίτλο κι ἔτσι τό ἴδιο βράδυ τῆς ἔστειλα ἕνα μικρό τηλεγράφημα γράφοντας στό φάκελο τ᾿ ὄνομα Ζιλμπέρτ Σουάν, πού εἶχα τόσες φορές γράψει πάνω στά τετράδιά μου. Τήν ἑπομένη μοῦ ἔφερε σ᾿ ἕνα πακέτο δεμένο μέ μώβ κορδέλες καί σφραγισμένο μέ ἄσπρο βουλοκέρι, τό τομίδιο πού εἶχε φροντίσει νά μοῦ βρεῖ. «Βλέπετε; εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού μοῦ ζητήσατε», μοῦ εἶπε βγάζοντας ἀπό τό μανσόν της τό τηλεγράφημα πού τῆς εἶχα στείλει. Ὅμως στή διεύθυνση αὐτοῦ τοῦ "πνεματίκ" [10] — πού χτές ἀκόμα ἦταν ἕνα τίποτα, μόνο ἕνα μικρό "μπλέ" πού εἶχα γράψει καί τό ὁποῖο ἀπ᾿ τή στιγμή πού ὁ τηλεγραφητής τό εἶχε παραδώσει στόν θυρωρό τῆς Ζιλμπέρτ κι ἕνας ὑπηρέτης στήν ἴδια, εἶχε γίνει αὐτό τό ἀνεκτίμητο ἀντικείμενο — δυσκολεύτηκα ν᾿ ἀναγνωρίσω τίς μοναχικές ἀράδες μέ τό γράψιμό μου κάτω ἀπό τίς στρογγυλές σφραγίδες πού εἶχε τυπώσει τό ταχυδρομεῖο καί τίς ἐνδείξεις πού ᾿χε προσθέσει ὁ ταχυδρόμος, σημάδια ὑλικῆς πραγματοποίησης, συμβολικές μενεξεδένιες ταινίες τῆς ζωῆς, πού γιά πρώτη φορά ἔρχονταν ν᾿ ἀγκαλιάσουν, νά στηρίξουν νἀ εὐφράνουν τὀ ὄνειρό μου.
      Κι ἦρθε μιά μέρα πάλι καί μοῦ εἶπε: «Ξέρετε, μπορεῖται νά μέ λέτε Ζιλμπέρτ, ἐγώ πάντως θά σᾶς φωνάζω μέ τό βαφτιστικό σας ὄνομα». Κι ὅμως ἐξακολούθησε γιά λίγο ἀκόμα νά περιορίζεται στό "ἐσεῖς" κι ἅμα τῆς τό θύμησα, χαμογέλασε, καί σχηματίζοντας μιά φράση ἀπ᾿ ἐκεῖνες πού στίς γραμματικές μιᾶς ξένης γλώσσας δέν ἔχουν ἄλλο λόγο παρά νά μᾶς κάνουν νά χρησιμοποιήσουμε   μιά καινούργια λέξη, τήν τελείωσε μέ τό μικρό μου ὄνομα. Ὅταν ἀργότερα θυμήθηκα αὐτό πού εἶχα νιώσει τότε, ξεχώρισα τήν ἐντύπωση πώς μ᾿ εἶχε κρατήσει στό στόμα της χωρίς πιά κανένα ἀπό τούς κοινωνικούς τρόπους, ἐνῶ τό βλέμμα της περνώντας κι αὐτό στό καινούργιο ἐπίπεδο πού ἔπαιρνε ἡ ὁμιλία της, μ᾿ ἄγγιζε ἐπίσης πιό ἄμεσα ἐκδηλώνοντας ἀκόμα τή συναίσθηση, μ᾿ ἕνα πρόσθετο γαμόγελο.
      Ἐκείνη ὅμως τή στιγμή δέν μποροῦσα νά ἐκτιμήσω, τί ἀξία εἶχαν οἱ καινούργιες αὐτές ἀπολαύσεις. Δέν προσφέρονταν ἀπό τή  Ζιλμπέρτ πού ἀγαποῦσα, στό ἐγώ πού τήν ἀγαποῦσε, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη, ἐκείνη μέ τήν ὁποία ἔπαιζα. Ἀκόμα κι ὅταν εἶχα ἐπιστρέψει πιά στό σπίτι, δέν τίς γευόμουν αὐτές τίς ἀπολαύσεις, γιατί κάθε μέρα ἡ ἀνἀγκη πού μέ ὑποχρέωνε νά ἐλπίζω πώς τή ἑπομένη θά εἶχα τήν εὐτυχισμένη θεώηση τῆς Ζιλμπέρτ, πώς θά μοῦ ὁμολογοῦσε τόν ἔρωτά της, αὐτή ἡ ἰδια ἀνάγκη μέ ἔκανε νά θεωρῶ τά ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ σάν τίποτα.
      Δέν ἤξερε κανείς ποτέ ἀπό πιά μεριά στά Ἠλύσια θά ἐρχόταν ἡ Ζιλμπέρτ, ἄν θά ἐρχόταν πιό νωρίς ἤ πιό ἀργά, καί ἡ ἀναμονή αὐτή ἔκανε πιό συγκινητικά γιά μένα, ὄχι μόνο τά Ἠλύσια κι ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἀπογεύματος σάν μιά ἀπέραντη ἔκταση χώρου καί χρόνου, ἀλλά καί συγκινητική αὐτή τήν ἴδια τήν εἰκόνα τῆς Ζιλμπέρτ, μ᾿ ἕνα καπέλλο γιά ἐπισκέψεις κι ὄχι μέ τό μπερέ τοῦ παιγνιδιοῦ, μπροστά στό θέατρο "Ἀμπασαντέρ" κι ὄχι ἀνάμεσα στά δυό κουκλοθέατρα, γιατί μάντευα μερικές ἀπ᾿ τίς ἀσχολίες πού τήν ὑποχρέωναν νά βγαίνει ἤ νά μένει στό σπίτι, γιατί ἄγγιζα τό μυστήριο τῆς ἄγνωστης ζωῆς της. Κι ἦταν αὐτό τό μυστήριο πού μέ ἀναστάτωνε ὅταν τρέχοντας γιά ν᾿ ἀρχίσουμε ἀμέσως τήν ἀμπάριζα μας, ἀντίκρυζα τή Ζιλμπέρτ τόσο ζωντανή κι ἀπότομη μαζί μας, νά κάνει ὕστερα μιάν ὑπόκλιση στήν κυρία τῶν "Συζητήσεων" νά τῆς μιλάει μ᾿ ἕνα δειλό χαμόγελο, πού μ᾿ ἔκανε ν᾿ ἀναλογίζομαι πόσο διαφορετική θά ἦταν μέ τούς γονεῖς της, στίς ἐπισκέψεις, σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξη πού ἀγνοοῦσα. Τῆς ὕπαρξης αὐτῆς κανένας δέ μοῦ ἔδινε τόσο τήν ἐντύπωση, ὅσο ὁ κύριος Σουάν πού ἐρχόταν ἀργότερα νά ξαναβρεῖ τήν κόρη του. Γιατί αὐτός  καί  ἡ  κυρία Σουάν — ἐπειδή  ἡ κόρη τους ἔμενε μαζί τους, ἐπειδή οἱ σπουδές της οἱ  φιλίες της ἐξαρτιόταν ἀπ᾿ αὐτούς —  διατηροῦσαν γιά μένα μιά θέση, ὅπως θά ταίριαζε σέ θεούς που τήν ἐξουσίαζαν, κι ἀπ᾿ τούς ὁποίους θά πήγαζε ἕνα ἀπρόσιτο ἄγνωστο. Ὅ,τι τούς ἀφοροῦσε ἦταν γιά μένα ἀντικείμενο μιᾶς ἐνασχόλησης τόσο μόνιμης, ὥστε τίς μέρες  πού ὁ κύριος Σουάν — τόν ὁποῖο εἶχα δεῖ τόσες φορές ἄλλοτε, ὅταν εἶχε φιλικούς δεσμούς μέ τούς γονεῖς μου, δίχως νά προκαλέσει τήν περιέργειά μου — ἐρχόταν νά πάρει τή Ζιλμπέρτ, μόλις ἡσύχαζαν οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς μου πού εἶχε προκαλέσει ἡ ἐμφάνιση τοῦ γκρίζου του καπέλου,  μέ  ἐντυπωσίαζε, σά νά ᾿ταν ἕνα πρόσωπο ἱστορικό γιά τό ὁποῖο ἔχουμε διαβάσει πρόσφατα μιά σειρά ἔργων καί πού οἱ ἰδιοτυπίες του μᾶς  ἐνδιαφέρουν. Οἱ σχέσεις του μέ τόν κόμη τῶν Παρισίων πού ὅταν τίς ἄκουγα στό Κομπραί, μοῦ φαίνονταν ἀδιάφορες, ἔπαιρναν τώρα κάτι τό θαυμαστό, θαρρεῖς καί κανένας ἄλλος δέν εἶχε γνωρίσει τούς Ὀρλεάν· τόν ἔκαναν νά ξεχωρίζει πάνω στό ταπεινό φόντο τῶν περιπατητῶν ἀπό διάφορες τάξεις πού γέμιζαν αὐτή τήν ἁλέα στά Ἠλύσια καί θαύμαζα πού καταδεχόταν νά ἐμφανίζεται ἀνάμεσά τους, χωρίς νά ἀπαιτεῖ κάποιον ἰδιαίτερο σεβασμό, πού ἄλλωστε κανένας δέν σκεφτόταν νά τοῦ προσφέρει, γιατί ἦταν τόσο πυκνό τό ἰνκόγκνιτο μέσα στό ὁποῖο ἦταν τυλιγμένος.
      Ἀπαντοῦσε εὐγενικά ὅταν τόν χαιρετοῦσαν οἱ φίλες τῆς Ζιλμπέρτ,  ἀκόμα  καί  ὅταν τόν χαιρετοῦσα ἐγώ, μ᾿ ὅλο πού εἶχε τσακωθεῖ μέ τήν οἰκογένειά μου, ἀλλά δίνοντας τήν ἐντύπωση πώς δέ μέ γνώριζε. Καί καθώς τίποτα δέν εἶχε ἀξία γιά μένα παρά μόνο σέ σχέση μέ ὅ,τι μποροῦσε νά κερδίσει ἡ ἀγάπη μου, ξανάβρισκα μέ μιά αἴσθηση ντροπῆς καί λύπης τά χρόνια ἐκεῖνα, ὅταν στά μάτια  αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Σουάν, πού στεκόταν τώρα μπροστά μου στά Ἠλύσια καί στόν ὁποῖο εὐτυχῶς ἡ Ζιλμπέρτ δέ θά εἶχε ἴσως πεῖ τό ὄνομά μου, εἶχα γίνει τόσες φορές γελοῖος, τά βράδια πού ἔστελνα νά παρακαλέσουν τή μαμά ν᾿ ἀνέβει στό δωμάτιο γιά νά μοῦ πεῖ καληνύχτα, ἐνῶ ἐκείνη ἔπαιρνε τόν καφέ μαζί του, τόν πατέρα, τόν παππού καί τή γιαγιά μου, στό τραπέζι τοῦ κήπου.
      Μιά ἀπ᾿ αὐτές τίς ἡλιόλουστες μέρες, δέν μπόρεσα νά κρύψω τήν ἀπογοήτευση μου στή Ζιλμπέρτ.
       «Εἶχα σήμερα ἀκριβῶς πολλά πράγματα νά σᾶς ζητήσω», τῆς εἶπα. «Πίστευα πώς ἡ μέρα αὐτή θά εἶχε ξεχωριστή θέση γιά τή φιλία μας. Καί μόλις φτάσατε, φεύγετε πάλι. Προσπαθῆστε νά ἔρθετε αὔριο νωρίς, γιά νά μπορέσω νά σᾶς μιλήσω.
      Τό πρόσωπό της ἔλαμψε καί πηδώντας ἀπό χαρά μοῦ ἀπάντησε:
     «Αὔριο μή μέ περιμένετε καλέ μου φίλε, δέν πρόκειται νά ἔρθω. Ἔχω μιά σπουδαία ἀπογευματινή πρόσκληση· καί μεθαύριο δέ θά ἔρθω θά πάω στό Μιχαήλ Στρογκώφ [11], κι ὕστερα πιά πλησιάζουν τά Χριστούγεννα καί οἱ διακοπές τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Ἴσως νά μέ πάρουν στή Νότια Γαλλία, μ᾿ ὅλο πού θά χάσω τό Χριστουγεννιάτικο δέντρο· πάντως κι ἄν μείνω στό Παρίσι δέ θά ᾿ρχομαι ἐδῶ γιατί θά πηγαίνω ἐπισκέψεις μέ τή μαμά. Ἀντίο νά ὁ μπαμπᾶς μέ φωνάζει.
      Ἐπαναλάμβανα μέσα μου, πνίγοντας τά δάκρυά μου, τά λόγια μέ τά ὁποῖα ἡ Ζιλμπέρτ εἶχε ἀφίσει νά ξεσπάσει ἡ χαρά της γιατί δέν θά ἐρχόταν πιά γιά καιρό στά Ἠλύσια. Ἀλλά ἡ πίεση μιᾶς  διανοητικῆς συνήθειας εἶχε ἀρχίσει νά προσθέτει ἀκόμα καί σ᾿ αὐτή τήν ἔνδειξη ἀδιαφορίας κάτι τό ρομαντικό, καί μέσα ἀπό τά δάκρυά μου σχηματιζόταν ἕνα χαμόγελο, πού δέν ἦταν παρά ἡ δειλή ἀπόπειρα ἑνός φιλιοῦ. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ταχυδρομείου σκέφτηκα ἐκεῖνο τό βράδυ ὅπως καί κάθε ἄλλο βράδυ: «Θά πάρω γράμμα τῆς Ζιλμπέρτ, θά μοῦ πεῖ ἐπιτέλους πώς δέν ἔπαψε ποτέ νά μ᾿ ἀγαπᾶ καί θά μοῦ ἐξηγήσει τό λόγο πού ἀναγκάστηκε νά μοῦ τό κρύψει ὡς τώρα, νά προσποιεῖται πώς μπορεῖ νά εἶναι εὐτυχισμένη δίχως νά μέ βλέπει, τό λόγο γιά τόν ὁποῖο μοῦ παρουσιάστηκε σάν ἁπλή φίλη».
      Κάθε βράδυ μοῦ ἄρεσε νά φαντάζομαι αὐτό τό γράμμα, νόμιζα πώς τό διάβαζα, ἔλεγα μέσα μου τήν κάθε του φράση. Ξαφνικά, σταματοῦσα τρομαγμένος. Καταλάβαινα πώς ἄν ἦταν νά λάβω γράμμα τῆς  Ζιλμπέρτ, δέν θά μποροῦσε πάντως νά ᾿ναι αὐτό, ἀφοῦ ἐγώ ὁ ἴδιος  τό εἶχα μόλις συνθέσει. Κι ἀπό τότε πάσχιζα ν᾿ ἀποδιώξω ἀπ᾿ τή σκέψη μου τίς λέξεις πού θά μοῦ ἄρεσε νά μοῦ ἔγραφε ἐκείνη, ἀπό φόβο μήπως μέ τή διατύπωσή τους θά τίς ἀπέκλεια ἀκριβῶς αὐτές, τίς πιό ἀγαπημένες, τίς πιό ποθητές ἀπό τό χῶρο τοῦ ἐφικτοῦ. Ἀκόμα κι ἄν, χάρη σέ μιά ἀπίθανη σύμπτωση, μοῦ ἔστελνε ἡ Ζιλμπέρτ αὐτό ἀκριβῶς τό γράμμα πού εἶχα φανταστεῖ, δέν θά εἶχα τότε τήν ἐντύπωση ὅτι δεχόμουν κάτι πού δέν  εἶχε προέλθει ἀπό μένα, κάτι πραγματικό, ξένο, μιά εὐτυχία ἔξω ἀπό τή σκέψη μου, ἀνεξάρτητη ἀπό τή θέλησή μου, ἀληθινά δοσμένη ἀπ᾿ τήν ἀγάπη.
      Στό μεταξύ ξαναδιάβαζα μιά σελίδα πού δέν μοῦ εἶχε γράψει ἡ Ζιλμπέρτ, ἀλλά τουλάχιστον προερχόταν ἀπό ἐκείνη, αὐτή τή σελίδα τοῦ Μπεργκότ γιά τήν ὀμορφιά τῶν παλιῶν μύθων ἀπ᾿ τούς ὁποίους ἐμπνεύστηκε ὁ Ρασίν, καί πού μαζί μέ τήν ἀχάτινη μπίλια, κρατοῦσα πάντα κοντά μου. Μέ συγκινοῦσε ἡ καλοσύνη τῆς φίλης μου, πού εἶχε φροντίσει νά τήν βρεῖ. Κι ἐπειδή ὁ καθένας αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά βρίσκει δικαιολογίες γιά τό πάθος του, φτάνοντας στό σημεῖο νά χαίρεται ὅταν ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο πού ἀγαπᾶ τίς ἀρετές πού ἡ λογοτεχνία ἤ ἡ συζήτηση τοῦ ἔχουν μάθει πώς εἶναι ἄξιες για τόν ἔρωτα ἀκόμα κι ἄν οἱ ἀρετές αὐτές εἶναι τελείως ἀντίθετες μέ ὅσες ἀναζητοῦσε ἡ ἀγάπη αὐτή ὅσο ἦταν αὐθόρμητη — ὅπως ὁ Σουάν καί ὁ αἰσθητικός χαρακτήρας τῆς ὀμορφιᾶς τῆς Ὀντέτ — ἐγώ, πού εἶχα ἀρχικά ἀγαπήσει τή Ζιλμπέρτ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κομπραί γιά ὅλη τήν ἄγνωστη ζωή της μέσα στήν ὁποία ἤθελα νά ἐνσαρκωθῶ ἐγκαταλείποντας τή δική μου πού δέν ἄξιζε τίποτα, σκεφτόμουν τώρα πώς αὐτῆς τῆς δικῆς μου ζωῆς ἡ Ζιλμπέρτ θά μποροῦσε νά γίνει κάποια μέρα ἡ εὐχάριστη συνεργάτιδα πού θά μέ βοηθοῦσε στίς μελέτες μου. Ὅσο γιά τόν Μπεργκότ,  αὐτόν τόν ἄπειρα σοφό γέροντα πού  ἔγινε ἡ αἰτία νά πρωταγαπήσω τή  Ζιλμπέρτ πρίν ἀκόμα τήν ἀντικρύσω, τώρα τόν ἀγαποῦσα κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς Ζιλμπέρτ. Κοίταζα μέ τήν ἴδια ἀπόλαυση τίς σελίδες πού ᾿χε γράψει γιά τό Ρασίν καί τό χαρτί τό διπλωμένο, σφραγισμένο ἀπό ἄσπρο βουλοκέρι καί δεμένο μέ τίς μώβ κορδέλες, μέσα στό ὁποῖο μοῦ τίς εἶχε φέρει τυλιγμένες. Φιλοῦσα τήν ἀχάτινη μπίλια, πού ἦταν τό καλύτερο κομμάτι τῆς καρδιᾶς τῆς φίλης μου τό κομμάτι πού δέν ἦταν ἐπιπόλαιο, ἀλλά πιστό. Ἡ ὀμορφιά ὅμως ἀπό αὐτή τήν πέτρα, καί ἡ ὀμορφιά ἀπ᾿ αὐτές τίς σελίδες τοῦ Μπεργκότ, πού χαιρόμουν νά τίς συνδιάζω μέ τήν ἰδέα τοῦ ἔρωτά μου γιά τή Ζιλμπέρτ, σκεφτόμουν πώς ἦταν προγενέστερες αὐτοῦ τοῦ ἔρωτα, πώς δέν τοῦ ἔμοιαζαν, πώς τά στοιχεῖα τους εἶχαν καθοριστεῖ ἀπό τό ταλέντο ἤ ἀπό τούς ὀρυκτολογικούς νόμους πρίν ἀκόμα μέ γνωρίσει ἡ Ζιλμπέρτ, καί πώς συνακόλουθα τίποτα δέν μοῦ ἐπέτρεπε νά διαβάσω σ᾿ αὐτές ἕνα μήνυμα εὐτυχίας. Κι ἐνῶ ἡ ἀγάπη μου, περιμένοντας ὁλοένα ἀπ᾿ τήν ἐπαύριο τήν ὁμολογία τῆς Ζιλμπέρτ ὅτι μέ ἀγαπᾶ, ξήλωνε κάθε βράδυ τή δουλειά τῆς μέρας, στή σκιά τοῦ ἑαυτοῦ μου μιά ἄγνωστη ἐργάτρια μάζευε ἀπ᾿ τά σκουπίδια τίς ξεφτισμένες κλωστές καί τίς τοποθετοῦσε, δίχως τήν ἔγνοια νά μοῦ ἀρέσει καί νά δουλέψει γιά τήν εὐτυχία μου, μέ διαφορετική διάταξη. Δίχως νά ἐνδιαφέρεται εἰδικά γιά τήν ἀγάπη μου, δίχως νά ξεκινᾶ ἔχοντας προεξοφλημένο πώς μ᾿ ἀγαποῦν, μάζευε τίς πράξεις τῆς Ζιλμπέρτ πού μοῦ εἶχαν φανεῖ ἀνεξήγητες καί τά σφάλματά της πού εἶχα συγχωρήσει. Τότε τόσο οἱ πρῶτες ὅσο καί τά δεύτερα  ἀποκτοῦσαν ἕνα νόημα. Ἦταν σά νά ᾿λεγε αὐτή ἡ καινούργια διάταξη, πώς βλέποντας τή Ζιλμπέρτ, ἀντί νά ᾿ρχεται στά Ἠλύσια, νά πηγαίνει σέ μιάν ἀπογευματινή παράσταση, νά κάνει ψώνια μέ τή δασκάλα της καί νά ἑτοιμάζεται νά ἀπουσιάσει γιά τίς διακοπές τῆς Πρωτοχρονιᾶς, εἶχα ἄδικο νά σκέφτομαι: «Τό κάνει γιατί εἶναι ἐπιπόλαιη καί ὑπάκουη». Γιατί θά εἶχε πάψει νά ᾿ναι τό ἕνα ἤ τό ἄλλο ἄν μ᾿ ἀγαποῦσε, κι ἄν τήν ὑποχρέωναν νά ὑπακούσει, αὐτό θά τό ᾿κανε μέ τήν ἴδια ἀπελπισία πού ἔνιωθα κι ἐγώ τίς μέρες πού δέν τή συναντοῦσα. Ἔλεγε ἀκόμα αὐτή ἡ καινούργια διάταξη πώς θά ᾿πρεπε  ὡστόσο  νά γνωρίζω  τί σημαίνει ν᾿ ἀγαπᾶς, ἀφοῦ  ἀγαποῦσα τή Ζιλμπέρτ· μοῦ ὑπογράμμιζε τήν ἀδιάκοπη ἔγνοια νά ξεχωρίζω στά μάτια της, πράγμα πού μ᾿ ἔκανε νά προσπαθῶ νά πείσω τή μητέρα μου ν᾿ ἀγοράσει ἕνα μουσαμαδένιο ἀδιάβροχο γιά τή Φρανσουάζ κι ἕνα καπέλο μέ θαλασσί φτερό, ἤ καλύτερα νά μή μέ στέλνει πιά στά Ἠλύσια μ᾿αὐτή τήν ὑπηρέτρια πού μ᾿ἔκανε νά ντρέπομαι — κι ἡ μητέρα μου ἀπαντοῦσε πώς ἤμουν ἄδικος, πώς ἦταν καλή γυναίκα καί πολύ ἀφοσιωμένη — καί ἀκόμα αὐτή ἡ διάταξη μοῦ ὑπογράμμιζε αὐτή τή μοναδική μου ἀνάγκη νά συναντῶ τή Ζιλμπέρτ πού μ᾿ ἔκανε, μήνες πρίν νά μή σκέφτομαι παρά πώς νά μάθω ποιά ἐποχή θἀ ᾿φευγε ἀπό τό Παρίσι καί πού θά πήγαινε, θεωρώντας καί τόν πιό εὐχάριστο τόπο πού ἐγώ θά πήγαινα σάν τόπο ἐξορίας, ἄν ἐκείνη δέ θά βρισκόταν ἐκεῖ, κι ἐπιθυμώντας νά μείνω πάντα στό Παρίσι, ὅσο θά μποροῦσα νά τή συναντῶ· καί  αὐτῆς τῆς διάταξης, δέ τῆς ἦταν δύσκολο νά μοῦ ἀποδείξει  πώς αὐτή τήν  ἔγνοια, αὐτή τήν ἀνάγκη δέ  θά τήν  ἔβρισκα στίς πράξεις τῆς Ζιλμπέρτ. Ἐκείνη ἀντίθετα ἐκτιμοῦσε τή δασκάλα της. Θεωροῦσε φυσικό νά μήν πάει στά Ἠλύσια, ἄν ἦταν νά πάει στά μαγαζιά μέ τή Δεσποινίδα της, καί εὐχάριστο ἄν ἦταν νά βγεῖ μέ τή μητέρα της. Κι  ἄν ἀκόμα ὑποθέσουμε πώς θά μοῦ ἐπέτρεπε νά περάσω τίς διακοπές μου ἐκεῖ ὅπου θά πήγαινε ἡ ἴδια, γιά νά διαλέξει αὐτόν τόν τόπο, φρόντιζε νά μάθει τί ἐπιθυμοῦσαν οἱ γονεῖς της, τίς χίλιες-δυό διασκεδάσεις γιά τίς ὁποῖες τῆς εἶχαν μιλήσει, καί διόλου ἄν ἦταν ἐκεῖ πού οἱ γονεῖς μου λογάριαζαν νά μέ στείλουν. Ὅταν μοῦ δήλωνε καμιά φορά πώς μ᾿ ἀγαποῦσε πιό λίγο ἀπό κάποιο φίλο της, πιό λίγο ἀπ᾿ ὅ,τι μ᾿ ἀγαποῦσε τήν παραμονή, γιατί ἀπό ἀμέλειά μου τήν εἶχα κάνει νά χάσει τό παιγνίδι, τῆς ζητοῦσα συγγνώμη, τή ρωτοῦσα τί θά ᾿πρεπε νά κάνω γιά νά ξαναρχίσει νά μ᾿ ἀγαπᾶ τό ἴδιο, γιά νά μ᾿ ἀγαπᾶ πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους· ἤθελα νά μοῦ ᾿λεγε πώς αὐτό εἶχε κιόλας γίνει, τή ἱκέτευα, λές καί μποροῦσε νά ἀλλάξει τή συμπάθειά της γιά μένα ὅπως ἤθελε, γιά νά μοῦ κάνει εὐχαρίστηση. Δέν ἤξερα λοιπόν πώς αὐτό πού ἔνιωθα ἐγώ γιά ἐκείνη, δέν ἐξαρτιόταν οὔτε ἀπό τίς πράξεις της οὔτε ἀπό τή θέληση μου;
      Καί ἔλεγε τελικά ἡ νέα ἄποψη, πού εἶχε σχεδιάσει ἡ ἀόρατη ἐργάτρια, πώς ἄν μποροῦμε νά ἐπιθυμοῦμε νά μήν ἦταν εἰλικρινεῖς οἱ πράξεις κάποιου πού πού μᾶς εἶχε λυπήσει ὡς τώρα, ὑπάρχει ὡστόσο στή συνοχή τους μιά σαφήνεια, πού ἀπέναντί της ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ἀνίσχυρη καί πρέπει μᾶλλον αὐτή τή σαφήνεια κι ὄχι τήν ἐπιθυμία μας νά ρωτήσουμε γιά νά μᾶς πεῖ ποιές θά εἶναι οἱ αὐριανές πράξεις αὐτοῦ τοῦ κάποιου.
      Αὐτά τά καινούργια λόγια τ᾿ ἄκουγε ὁ ἔρωτάς μου· τόν ἔπειθαν πώς τό αὔριο θά εἶναι διαφορετικό ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν τίς ἄλλες μέρες· πώς τό αἴσθημα τῆς Ζιλμπέρτ γιά μένα, πολύ παλιό ἤδη γιά νά μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει, ἦταν ἡ ἀδιαφορία· πώς στή φιλία μου μέ τή Ζιλμπέρτ ἐγώ μόνο ἀγαποῦσα. «Εἶναι ἀλήθεια ἀπαντοῦσε ὁ ἔρωτάς  μου, δέ γίνεται πιά τίποτα μ᾿ αὐτή τή φιλία δέν θά ἀλλάξει». Τότε τήν ἑπόμενη κιόλας μέρα — ἤ περιμένοντας μιά γιορτή, μιά ἐπέτειο, τήν Πρωτοχρονιά ἴσως — ζητοῦσα ἀπ᾿ τή Ζιλμπέρτ νά ξεχάσει τήν παλιά μας φιλία καί νά στήσει τά θεμέλια μιᾶς καινούργιας.
 
      Τό ὄνομα Σουάν, πού μοῦ ἦταν γνωστό ἀπό τόσο παλιά, ἦταν γιά μένα ἕνα καίνούργιο ὄνομα, ὅπως συμβαίνει σ᾿ ἀνθρώπους πού ἔπαθαν ἀφασία, ὄταν βρεθοῦν μπροστα σέ λέξεις καθημερινῆς χρήσης. Τίς χαρές πού ἔνιωθα ἀκούγοντάς το, τίς θεωροῦσα τόσο ἔνοχες, ὥστε νόμιζα πώς οἱ ἄλλοι μάντευαν τή σκέψη μου καί πώς ἄλλαζαν τή συζήτηση, ἄν γύρευα νά τήν ὁδηγήσω ὡς αὐτό.
      Ὅσο γιά τόν Σουάν, γιά νά μπορέσω νά τοῦ μοιάσω, δέν ἔκανα τίποτα ἄλλο ὅσο καθόμουν στό τραπέζι, παρά νά τραβῶ τή μύτη μου καί νά τρίβω τά μάτια μου. Ὁ πατέρας μου ἔλεγε: «Αὐτό τό παιδί εἶναι ἠλίθιο, θά γίνει φρικτό». Καί μιά φορά, ἡ μητέρα μου καθώς διηγόταν, ὅπως κάθε βράδυ στό δεῖπνο, τίς δουλειές πού εἶχε κάνει βγαίνοντας τό ἀπόγευμα, μόνο πού εἶπε: « Ποιόν  νομίζετε πώς συνάντησα στό Τρουά Καρτιέ, στό τμῆμα γιά τμῆμα γιά τίς ὀμπρέλες; τόν Σουάν», ἔκανε ν᾿ ἀνθίσει, καταμεσῆς στήν τόσο ἔρημη περιγραφή της, ἕνα λουλούδι γεμάτο μυστήριο. Τί μελαγχολική εὐχαρίστηση νά μαθαίνεις πώς ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα, προβάλλοντας μέσα στό πλῆθος τήν ὑπερφυσική μορφή του, ὁ Σουάν εἶχε πάει ν᾿ ἀγοράσει μιά ὀμπρέλα! Ἀνάμεσα σέ γεγονότα σοβαρά ἤ τιποτένια, τό ἴδιο ἀδιάφορα αὐτό ξυπνοῦσε μέσα μου τήν ἀγάπη μου γιά τή Ζιλμπέρτ.
      «Καί εἴπατε καλημέρα;» ρώτησα.
      «Μά φυσικά» ἀπάντησε ἡ μητέρα μου, πού ἔδινε πάντα τήν ἐντύπωση πώς φοβόταν μήπως ἄν ὁμολογοῦσε ὅτι εἴχαμε ψυχραν-
θεῖ μέ τόν Σουάν, θά γύρευε κάποιος νά τούς συμφιλιώσει περισσότερο ἀπό ὅσο θά ἐπιθυμοῦσε, ἐπειδή ὑπῆρχε ἡ κυρία Σουάν, τήν ὁποία δέν ἤθελε νά γνωρίσει. «Ἐκεῖνος ἦρθε νά μέ χαιρετήσει, ἐγώ δέν τόν εἶχα δεῖ».
      «Μά δέν εἶστε λοιπόν τσακωμένοι;»
      «Τσακωμένοι; Μά γιατί θέλεις νά εἴμαστε τσακωμένοι;» ἀπάν-
τησε ζωηρά, λές κι εἶχα προσβάλει τό μύθο τῶν καλῶν σχέσεων μέ τόν Σουάν καί ἐπιθυμοῦσα νά πετύχω μιά "προσέγγιση".
      «Ἴσως νά σοῦ τό φυλάει πού δέν τόν καλεῖς πιά»
      «Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά καλοῦμε ὅλο τόν κόσμο· μήπως ἐκεῖνος μέ καλεῖ; Δέν γνωρίζω τή γυναίκα του»
      «Κι ὅμως ἐκεῖνος ἐρχόταν στό Κομπραί».
      «Ἔ, λοιπόν ναί! Ἐρχόταν στό Κομπραί, ἀλλά στό Παρίσι ἔχει ἄλλα πράγματα νά κάνει κι ἐγώ τό ἴδιο. Ζήτησε νά μάθει νέα σου, μοῦ εἶπε πώς παίζεις μέ τήν κόρη του», πρόσθεσε ἡ μητέρα μου, ἀφήνοντάς με κατάπληκτο μπροστά στό θαῦμα ὅτι ὑπῆρχα μέσα στή σκέψη τοῦ Σουάν, καί μάλιστα μέ τρόπο ὁλοκληρωμένο, ἀφοῦ ὅταν ἐγώ ἔτρεμα ἀπό ἀγάπη κοιτάζοντάς τον στά Ἠλύσια, ἐκεῖνος γνώριζε τή μητέρα μου, τούς παπποῦδες μου, τήν παλιά μας κατοικία, κάποιες ἰδιοτυπίες τῆς παλιᾶς ζωῆς πού ἴσως κι ἐγώ ὁ ἴδιος νά ἀγνοοῦσα.
      Ἡ φαντασία μου εἶχε ἀπομονώσει μέσα στό στό κοινωνικό Παρίσι μιάν ὡρισμένη οἰκογένεια, ἀκριβῶς ὅπως καί στό πέτρινο Παρίσι εἶχε σκαλίσει μιάν ἐξώπορτα κι εἶχε προσδώσει ἀξία στά παράθυρα ἑνός ὡρισμένου σπιτιοῦ. Ὅπως ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα  μου ἔβρισκαν τό σπίτι, ὅπου κατοικοῦσε ὁ Σουάν, ὅμοιο μέ τ᾿ ἄλλα σπίτια πού χτίστηκαν τήν ἴδια ἐποχή στή συνοικία τοῦ Δάσους, ἔτσι καί ἡ οικογένεια τοῦ Σουάν τούς φαινόταν τοῦ ἴδιου εἴδους μέ πολλές ἄλλες οἰκογένειες χρηματιστῶν. Γιατί γιά νά μπορέσουν νά διακρίνουν σ᾿ ὅ,τι περιστοίχιζε τή Ζιλμπέρτ μιά ἄγνωστη ἰδιότητα, ἀνάλογη στόν κόσμο τῶν συναισθημάτων μ᾿ ὅ,τι μπορεῖ νά εἶναι  στόν κόσμο τῶν χρωμάτων τό ὑπέρυθρο, ἔλειπε ἀπ᾿ τούς γονεῖς μου ἔκείνη ἡ πρόσθετη καί στιγμιαία αἴσθηση πού μ᾿ αὐτήν μέ εἶχε προικίσει ἐμένα ὁ ἔρωτας.
      Τίς μέρες  πού ἡ Ζιλμπέρτ μοῦ  εἶχε ἀναγγείλει πώς  δέν  ἔπροκειτο νά ᾿ρθει στά Ἠλύσια, προσπαθοῦσα νά κάνω περιπάτους πού θά μ᾿ ἔφερναν κοντά της. Συχνά ἔπαιρνα μαζί μου τή Φρανσουάζ σ᾿ ἕνα προσκύνημα στό σπίτι ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Σουάν, ὡς τήν ἐξώπορτά τους ὅπου ἕνας θυρωρός, διαφορετικός ἀπό κάθε ἄλλο θυρωρό καί ποτισμένος ὡς καί στά γαλόνια τῆς λιβρέας του, ἀπ᾿ τή ἴδια ὀδυνηρή γοητεία πού εἶχα νιώσει ἀκούγοντας τό ὄνομα τῆς Ζιλμπέρτ, φαινόταν νά γνωρίζει πώς ἤμουν ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς στούς ὁποίους μιά ἔμφυτη ἀναξιότητα θ᾿ ἀπαγορεύει πάντα νά εἰσχωρήσουν στή γεμάτη μυστήριο ζωή, πού τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ νά φυλάει.
      Ἀλλά πιό συχνά καθώς εἶχα μάθει ὅτι ἡ κυρία Σουάν ἔκανε σχεδόν κάθε μέρα τόν περίπατό της στήν ἀλέα "μέ τίς Ἀκακίες", γύρω ἀπό τή μεγάλη Λίμνη, ὁδηγοῦσα τή Φρανσουάζ πρός τή μεριά τοῦ Δάσους τῆς Βουλώνης.  Τό δάσος συγκεντρώνοντας μικρούς κόσμους, διαφορετικούς καί κλειστούς, ὅπου κάποιο τμῆμα φυτεμένο μέ κόκκινα δέντρα, δρῦς τῆς Ἀμερικῆς, διαδέχεται ἕνα σύνδεντρο ἀπό ἐλάτια κοντά στή λίμνη ἤ μιά συστάδα ἀπ᾿ ὅπου ξεπροβάλλει ξαφνικά κάποια γοργή περιπατήτρια, ἦταν ὁ κῆπος τῶν γυναικῶν· καί φυτεμένη γι᾿ αὐτές μέ δέντρα ἑνός εἴδου ἡ ἀλέα μέ τίς ἀκακίες ἦταν μέρος ὅπου σύχναζαν οἱ διάσημες καλλονές. Πιστεύοντας πώς στό Ὡραῖο — στήν ἱεράρχηση τῆς  γυναικείας  κομψότητας — κυριαρχοῦσαν νόμοι ἀπόκρυφοι, στούς ὁποίους ἐκεῖνες εἶχαν μυηθεῖ κι ἔτσι εἶχαν δυνατότητα νά τό πραγματώσουν, δεχόμουν ἀπό πρίν σάν ἀποκάλυψη τήν ἐμφάνιση τῆς τουαλέτας τους, τοῦ ἁμαξιοῦ τους, τίς χίλιες λεπτομέρειες πού μέσα τους τοποθετοῦσα τήν  πίστη  μου σάν μιά ἐσώτερη ψυχή, πού ἔδινε τή συνοχή τοῦ ἀριστουργήματος σ᾿ αὐτό τό ἐφήμερο καί κινούμενο σύνολο. Μά ἐγώ τήν κυρία Σουάν περίμενα νά περάσει, συγκινημένος, θαρρεῖς καί ἦταν ἡ Ζιλμπέρτ, γιατί οἱ γονεῖς της ποτισμένοι ἀπ᾿ τή γοητεία της, προκαλοῦσαν μέσα μου τόσον ἔρωτα ὅσο καί ἡ ἴδια, καί μάλιστα μιάν ἀναστάτωση πιό ὀδυνηρή — γιατί τά σημεῖα ἐπαφῆς τους μαζί της ἦταν αὐτό τό  ἐσωτερικότερο μέρος τῆς ζωῆς της, πού μοῦ ἦταν ἀπαγορευμένο — καί τέλος αὐτό τό αἴσθημα τῆς λατρείας, πού νιώθουμε πάντα γι᾿ αὐτούς πού χρησιμοποιοῦν χωρίς φραγμούς τή δύναμη γιά νά μᾶς προκαλοῦν πόνο. Γιατί ἔμαθα λίγο ἀργότερα, πώς δέν τούς ἄρεσε νά παίζω μαζί της.
      Στήν κλίμακα μέ τίς αἰσθητικές ἀξίες καί τά κοσμικά μεγέθη ἔδινα τήν πρώτη θέση στήν ἁπλότητα, ὅταν ἔβλεπα τήν κυρία Σουάν πεζή, μέ τσόχινη ζακέτα, ἕνα  μικρό  καπελάκι στό κεφάλι μέ λοφίο κι ἕνα μπουκέτο μενεξέδες στό μποῦστο, νά διασχίζει βιαστική, τήν ἀλέα μέ τίς Ἀκακίες, λές καί ἦταν ἁπλούστατα ὁ πιό σύντομος δρόμος γιά τό σπίτι της, καί ν᾿ ἀπαντᾶ μ᾿ ἕνα παίξιμο τοῦ ματιοῦ στούς κυρίους πού ἀπό τ᾿ ἁμάξια καθώς ἀναγνώριζαν τή σιλουέτα της ἀπό μακριά, τή χαιρετοῦσαν διαπιστώνοντας πώς καμιά ἄλλη δέν ἦταν τόσο "σίκ". Ἀλλά στή θέση τῆς ἁπλότητας καί στήν πρώτη πρώτη σειρά ἔβαζα τή μεγαλοπρέπεια, ὅταν ἔβλεπα νά ξεπροβάλλει ἀπ᾿ τήν ἀλέα πού κατεβαίνει ἀπ᾿ τήν Πόρτ Ντωφίν, καθώς τή σέρνανε μέ φτερωτή ὁρμή δύο θερμόαιμα ἄλογα λεπτά, μιάν ἀσύγκριτη βικτώρια, καί πού μέσα ἀπό τήν πολυτέλειά της "τελευταίου συρμοῦ", ἄφηνε νά φανοῦν ὑπαινιγμοί σέ παλιές φόρμες ἁμαξιῶν, βικτώρια πού στό βάθος ἀναπαυόταν νωχελικά ἡ κυρία Σουάν, μέ τά μαλλιά της τώρα ξανθά μέ μιά μόνο γκρίζα τούφα, δεμένα μέ λεπτή λουλούδινη ταινία, συχνά ἀπό μενεξέδες, μέ μώβ ὀμπρέλα στό χέρι καί ἕνα διφορούμενο χαμόγελο στά χείλη, ὅπου ἐγώ δέν ἔβλεπα παρά τήν εὐμένεια μιᾶς Μεγαλειότητας, ἀλλ᾿ ὅπου ὑπῆρχε κυρίως ἡ προκλητικότητα τῆς κοκότας καί πού τό ἔστρεφε τρυφερά στά πρόσωπα πού τή χαρετοῦσαν. Στήν πραγματικότητα τό χαμόγελο αὐτό ἔλεγε σέ τούτους: «Θυμᾶμαι πολύ καλά, ἦταν ἐξαίσια!»· σέ κείνους «Πόσο θά μοῦ ἄρεσε! τί κρίμα, δέν εἴχαμε τύχη!»· σ᾿ ἄλλους: «Μά ναί, ἄν θέλετε! Θ᾿ ἀκολουθήσω ἀκόμα λίγο τό ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας, καί θά κόψω μόλις μπορέσω». Ὅταν περνοῦσαν ἄγνωστοι, ἐκείνη ἄφηνε ὡστόσο γύρω ἀπό τά χείλη της ἕνα νωχελικό χαμόγελο, σά νά ᾿ταν στραμμένο στήν ἀναμονή ἤ τήν ἀνάμνηση κάποιου φίλου, καί πού τούς ἔκανε νά ποῦν: «Τί ὄμορφη πού εἶναι!» Καί μόνο γιά ὡρισμένους ἄντρες εἶχε ἕνα χαμόγελο πικρό, σατανικό, δειλό καί παγερό καί τοῦ μηνοῦσε: «Ναί παλιάνθρωπε, ξέρω πώς εἶσαι ὀχιά, καί δέν μπορεῖς νά κρατήσεις τή γλώσσα σου!» Ἤξερα πώς ὅταν ἔφτανε στό ὕψος τοῦ Σκοπευτηρίου, θά ἔλεγε στόν ἁμαξά της νά σταματήσει, γιά νά μπορέσει νά κατέβει τήν ἀλέα μέ τά πόδια. Πραγματικά, κάποια στιγμή, ξεχώριζα τήν κυρία Σουάν, νά βαδίζει πρός τό μέρος μας, ἀφήνοντας ν᾿ ἁπλώνεται πίσω της ἡ μεγάλη οὐρά ἀπό τό μώβ φόρεμά της, ντυμένη ὅπως ὁ λαός φαντάζεται τίς βασίλισσες, μέ ὑφάσματα καί πλούσια στολίδια, χαμηλώνοντας συχνά τό βλέμμα της στή λαβή τῆς ὀμπρέλας της, προσέχοντας ἐλάχιστα τούς περαστικούς. Ἀκόμα καί ὅσοι δέν τή γνώριζαν ἔνιωθαν νά τούς εἰδοποιεῖ κάτι μοναδικό καί παράξενο, πώς ἔπρεπε νά εἶναι κάποιο μοναδικό πρόσωπο. Ἀναρωτιόνταν: «Ποιά εἶναι;» Ἄλλοι περιπατητές κοντοστέκονταν κι ἔλεγαν:
      «Ξέρετε ποιά εἶναι; Ἡ κυρία Σουάν! Δέν σᾶς λέει τίποτα αὐτό τό ὄνομα; Ὀντέτ ντέ Κρεσύ!»
      «Ἡ Ὀντέτ ντέ Κρεσύ; Μά ἔλεγα κι ἐγώ, αὐτά τά θλιμμένα μάτια… Ξέρετε, δέν πρέπει νά ᾿ναι πιά πολύ νέα! Θυμᾶμαι πώς πλάγιασα μαζί της τή μέρα πού παραιτήθηκε ὁ Μάκ-Μαόν [12]».
      «Καλά θά κάνετε νομίζω, νά μήν τῆς τό θυμίσετε. Τώρα εἶναι κυρία Σουάν, ἡ σύζυγος ἑνός μέλους τοῦ Τζόκεϋ, φίλου τοῦ πρίγκιπα τῆς Οὐαλίας. Εἶναι ἄλλωστε ἀκόμα ὑπέροχη».
      «Ναί, ἄν ὅμως τήν εἴχατε γνωρίσει τότε, τί ὄμορφη πού ἦταν! Κατοικοῦσε σ᾿ ἕνα μικρό μέγαρο πολύ παράξενο, γεμάτο κινέζικα ἀντικείμενα».
      Δέν ἄκουγα τά σχόλια, μά ξεχώριζα ὁλόγυρά της τόν ἀπροσδιόριστο ψίθυρο μιᾶς διασημότητας. Ἡ καρδιά  μου  χτυποῦσε  ἀνυπόμονα, ὅταν σκεφτόμουν πώς θά περνοῦσε ἀκόμα μιά στιγμή κι ὅλοι αὐτοί οἱ περαστικοί θά βλέπανε ἕναν ἄγνωστο νεαρό, στόν ὁποῖο δέν ἔδιναν καμιά  σημασία, νά  χαιρετᾶ — χωρίς  εἶναι  ἀλήθεια νά τή γνωρίζω, ἀλλά θεωροῦσα πώς εἶχα τό δικαίωμα, ἀφοῦ οἱ γονεῖς μου γνώριζαν τόν ἄντρα της κι ἐγώ ἔκανα παρέα μέ τήν κόρη της — αὐτή τή γυναίκα, πού ἡ φήμη τῆς ὀμορφιᾶς της, τῆς ἀνάρμοστης συμπεριφορᾶς καί τῆς κομψότητάς της ἦταν πασίγνωστη. Ἀλλά βρισκόμουν πιά πολύ κοντά στήν κυρία Σουάν, καί τότε τῆς ἔβγαζα τό καπέλο μου μέ μιά κίνηση τόσο πλατειά, τόσο τραβηγμένη, ὥστε δέν μποροῦσε νά συγκρατήσει ἕνα χαμόγελο.
            
      Αὐτή τήν πολυσύνθετη ὄψη τοῦ δάσους τῆς Βουλώνης, τήν ξαναβρῆκα φέτος [13] καθώς τό διέσχιζα γιά νά πάω στό Τριανόν, ἕνα ἀπό τά πρῶτα πρωινά τοῦ Νοέμβρη ὅταν, στό Παρίσι μέσα στά σπίτια, ἡ στέρηση τοῦ θεάματος τοῦ Φθινοπώρου, δίνει μιά νοσταλγία, ἕναν πραγματικό πυρετό γιά τά πεσμένα φύλλα, πού μπορεῖ νά σοῦ στερήσει καί τόν ὕπνο. Στό κλειστό μου δωμάτιο παρεμβάλλονταν ἐδῶ κι ἕνα μήνα,  καθώς τ᾿ ἀνακαλοῦσε ἡ  ἐπιθυμία μου νά τά δῶ, ἀνάμεσα στή σκέψη μου καί σέ κάθε ἀντικείμενο πού μ᾿ ἀπασχολοῦσε, καί στροβιλίζονταν σάν τούς κίτρινους λεκέδες πού καμιά φορά ὅ,τι κι ἄν κοιτάζουμε, χορεύουν μπροστά στά μάτια μας. Κι ἐκεῖνο τό πρωινό, μή ἀκούγοντας πιά τή βροχή νά πέφτει ὅπως τίς προηγούμενες μέρες, εἶχα νιώσει πώς αὐτά τά κίτρινα φύλλα θά μποροῦσα νά τά δῶ καθώς θά τά διαπερνοῦσε τό φῶς στήν ἀνώτατη ὀμορφιά τους. Ἦταν ἡ ὥρα καί ἦταν ἡ ἐποχή πού τό Δάσος φαίνεται ἴσως πιό πολλαπλό γιατί παρουσιάζει περισσότερες ὑποδιαιρέσεις. Ἀκόμα καί στίς ἀκάλυπτες περιοχές, ὅπου ἀγκαλιάζεις μεγάλη ἔκταση ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀπέναντι στούς σκοτεινούς μακρινούς ὄγκους τῶν δέντρων δίχως φύλλα ἤ πού εἶχαν ἀκόμα τά καλοκαιρινά φύλλα τους, μιά διπλή σειρά ἀπό πορτοκαλόχρωμες ἀγριοκαστανιές ἔμοιαζε, ὅπως σ᾿ ἕνα πίνακα μόλις ἀρχινισμένο, νά ᾿ναι ἡ μόνη πού εἶχε ζωγραφιστεῖ ἀπ᾿ τό διακοσμητή, ἐνῶ δέν εἶχε ἀκόμα χρωματίσει τά ὑπόλοιπα, κι ἔστρωνε ἔτσι τήν ἀλέα της στό φῶς γιά τόν περίπατο προσώπων πού μόνο ἀργότερα ἔμελλε νά προστεθοῦν.
      Ἔνιωθες πώς τό Δάσος δέ ἦταν μόνο ἕνα δάσος,  πώς  ἀνταποκρινόταν σ᾿ ἕνα προορισμό ἀνεξάρτητο ἀπ᾿ τή ζωή τῶν δέντρων του· τήν ἔξαρση πού αἰσθανόμουν δέν τήν προκαλοῦσε μονάχα ὁ θαυμασμός τοῦ φθινοπώρου, ἀλλά ἕνας πόθος. Γι᾿ αὐτό ἔβλεπα τά δέντρα μέ μιάν ἀνικανοποίητη τρυφερότητα, πού πήγαινε πέρ᾿ ἀπό αὐτά καί ἔφτανε δίχως νά τό ξέρω, σ᾿ ἐκεῖνο τό ἀριστούργημα μέ τίς ὡραῖες γυναῖκες στόν περίπατο, πού καθημερινά τίς κλείνουν μέσα τους γιά λίγες ὥρες. Προχωροῦσα μέσα ἀπό συστάδες ὅπου τό πρωινό φῶς, ἐπιβάλλοντας νέους διαχωρισμούς, κλάδευε τά δέντρα, πάντρευε μεταξύ τους διαφορετικούς κορμούς καί σύνθετε μπουκέτα. Τραβοῦσε ἐπιτήδεια κοντά του δύο δέντρα· μέ τή βοήθεια τοῦ γεροῦ ψαλιδιοῦ τῆς ἡλιαχτίδας καί τῆς σκιᾶς, ἔκοβε ἀπ᾿ τό καθένα τό μισό του κορμό καί τά μισά κλαριά του καί, πλέκοντας μαζί τά δυό ἄλλα μισά, ἔφτιαχνε μ᾿ αὐτά, εἴτε μιά μόνο στήλη σκιᾶς, πού τήν περιχαράκωνε ὁλόγυρα ἡ λιακάδα, εἴτε ἕνα φωτεινό φάσμα, πού ἕνα δίχτυ μαύρης σκιᾶς τριγύριζε τό πλαστό καί τρεμουλιαστό περίγραμμά του. Ὅταν μιά ἡλιαχτίδα χρύσιζε τά ψηλότερα κλαριά, ἔδιναν τήν ἐντύπωση, μουσκεμένα ἀπό μιά ἀστραφτερή ὑγρασία, πώς ἀναδύονταν μόνο αὐτά μέσα ἀπό τήν ὑγρή καί σμαραγδένια ἀτμόσφαιρα στήν ὁποία ἦταν βουτηγμένη σάν κάτω ἀπό θάλασσα, ἡ συστάδα ὁλόκληρη.
      Τά δέντρα μοῦ θύμιζαν τά εὐτυχισμένα χρόνια τῆς εὔπιστης μου νιότης, ὅταν ἐρχόμουν ἄπληστα στούς τόπους ὅπου ἦταν νά πραγματοποιηθοῦν γιά λίγες μόνο στιγμές, ἀριστουργήματα γυναικείας κονψότητας άνάμεσα στίς ἀσύνειδες καί συνένοχες φυλλωσιές. Πλησίασα στίς ὄχθες τῆς Λίμνης, ἔφτασα στό Σκοπευτήριο. Τήν ἰδέα τῆς τελειότητας πού κρατοῦσα μέσα μου, τήν εἶχα ἐντοπίσει τότε στό ὕψος μιᾶς βικτώριας, στή λιγνάδα τῶν ἀλόγων πού ἦταν θυμωμένα καί φτερωτά σά σφῆκες, μέ τά μάτια γεμάτα αἶμα ὅπως τά ἀπάνθρωπα φαριά τοῦ Διομήδη, καί πού τώρα πνιγμένος ἀπό ἕνα πόθο νά ξαναδῶ ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ἤθελα ν᾿ ἀντικρύσω πάλι, τή στιγμή πού ὁ τεράστιος ἁμαξάς τῆς κυρίας Σουάν, μέ τή ἐπίβλεψη τοῦ μικροῦ γκρούμ προσπαθοῦσε νά τιθασσεύσει τ᾿ ἀτσαλένια φτερά τους.
      Ἀλλοίμονο! Δέν ὑπῆρχαν πιά παρά μόνο αὐτοκίνητα πού τά ὁδηγοῦσαν σωφέρ μέ μουστάκια, μέ μεγαλόσωμους ἀκόλουθους πλάϊ τους. Θά ἤθελα νά εἶχα μπροστά στά μάτια τοῦ προσώπου μου, γιά νά ξέρω ἄν ἦταν τόσο χαριτωμένα ὅσο τά ᾿βλεπαν τά μάτια τῆς μνήμης μου, τά γυναικεῖα καπελάκια, τά τόσα χαμηλά, ὥστε ἔμοιαζαν μέ ἁπλό στέμμα. Ὅλα τώρα ἦταν τεράστια, σκεπασμένα μέ καρπούς καί φροῦτα καί διάφορα πουλιά. Ἀντί γιά τά ὄμορφα φορέματα πού φοροῦσε ἡ κυρία Σουάν κι ἔτσι φάνταζε σά βασίλισσα, ἑλληνο-σαξονικοί χιτῶνες ἀνασήκωναν τώρα μέ τίς πτυχές μιᾶς Ταναγραίας, κι ἄλλοτε πάλι, στό στύλ Ντιρεκτουάρ [14], μουσελίνες "λιμπερτύ", στολισμένες μέ λουλούδια σά χαρτί ταπετσαρίας. Στά κεφάλια τῶν κυριῶν, πού θά μποροῦσαν νά περπατήσουν μέ τήν κυρία Σουάν στήν ἀλέα μέ τίς Ρέν-Μαργερίτ, δέν ἔβλεπα τό παλιό γκρίζο καπέλο, οὔτε κἄν κάποιο ἄλλο. Καί γιά ὅλα αὐτά τά καινούργια κομμάτια τοῦ θεάματος δέν εἶχα πιά τήν πίστη πού θά ᾿πρεπε νά βάλλω μέσα τους γιά νά τούς δώσω συνοχή, ἑνότητα ὕπαρξη· περνοῦσαν σκόρπια μπροστά μου, στή τύχη, δίχως ἀλήθεια, δίχως νά περιέχουν μέσα τους κάποια ὀμορφιά πού τά μάτια μου θά μποροῦσαν νά προσπαθήσουν, ὅπως ἄλλοτε νά συνθέσουν. Ἦταν τυχαῖες γυναῖκες, πού στήν κομψότητά τους δέν ἔδινα καμιά πίστη καί πού οἱ τουαλέτες τους μοῦ φαίνονταν ἀσήμαντες. Ὅταν ὅμως χάνεται μιά πίστη, ἐπιζεῖ ὅλο καί πιό ἔντονη γιά νά σκεπάσει τήν ἔλλειψη δύναμης πού χάσαμε μή μπορώντας πιά νά δώσουμε ἀληθινή ὑπόσταση σέ πράγματα καινούργια, μιά φετιχιστική προσήλωση στά παλιά, πού τά ζωντάνευε ἡ πίστη, λές καί σ᾿ αὐτά καί ὄχι μέσα μας, κατοικοῦσε τό θεῖο, λές καί ἡ τωρινή μας ἀπιστία εἶχε μιάν αἰτία συμπτωματική, τό θάνατο τῶν Θεῶν.
      Τί φρίκη! Σκεφτόμουν: μπορεῖ κανείς νά βρίσκει κομψά τοῦτα τ᾿ αὐτοκίνητα, ὅπως ἄλλοτε τά ἁμάξια μέ τά ἄλογα; Εἶμαι ἴσως πολύ γέρος πιά, μά δέν εἶμαι φτιαγμένος γιά ἕναν κόσμο, ὅπου οἱ γυναῖκες σφίγγονται σέ φορέματα, πού δέν εἶναι κἄν φτιαγμένα ἀπό ἀκριβά ὑφάσματα. Γιατί λοιπόν νά ᾿ρχομαι κάτω ἀπ᾿ αὐτά τά δέντρα, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει πιά τίποτα ἀπ᾿ ὅ,τι μαζεύονταν κάτω ἀπ᾿ αὐτές  τίς ντελικάτες φυλλωσιές πού κοκκινίζουν, ἀφοῦ ἡ χυδαιότητα καί ἡ τρέλα ἔχουν ἀντικαταστατήσει ὅ,τι ἐξαίσιο πλαισίωναν ἄλλοτε; Παρηγοριά μου εἶναι νά σκέφτομαι τίς γυναῖκες πού γνώριζα τότε, τώρα πού χάθηκε πιά ἡ κομψότητα. Ἀλλά πώς θά μποροῦσαν, ὅσοι κοιτάζουν τά ἀπαίσια αὐτά πλάσματα κάτω ἀπ᾿ τά καπέλα τους τά σκεπασμένα μ᾿ ἕνα κοτέτσι ἤ μ᾿ ἕνα λαχανόκηπο, νά νιώσουν ἔστω τό χάρμα πού ἦταν νά βλέπεις τήν κυρία Σουάν νά φοράει ἕνα ἁπλό τοκάκι ἤ ἕνα μικρό καπέλο, ἀπ᾿ τό ὁποῖο ἐξεῖχε ἕνα μόνο λουλούδι ἴριδας. Θά μποροῦσα τουλάχιστον νά τούς κάνω νά καταλάβουν τήν συγκίνηση πού ἔνιωθα τά χεινωνιάτικα πρωινά, ὅταν συναντοῦσα τήν κυρία Σουάν πεζή, μ᾿ ἕνα παλτό ἀπό λούτρ, μ᾿ ἕνα ἁπλό μπερέ, μά πού ὁλόγυρά της ζωντανευε ἡ ζεστασιά τοῦ διαμερίσματός της ἀπό μόνο τό μπουκέτο μέ τούς μενεξέδες τό σφιγμένο στό μποῦστο της, καί πού τό ζωντανό καί γαλανό λουλούδισμά του, ἀπέναντι στόν γκρίζο οὐρανό, στό παγερό ἀέρα, στά δέντρα μέ τά γυμνά κλαδιά, εἶχε τήν ἴδια γοητεία νά μή θεωρεῖ τήν ἐποχή καί τό χρόνο, παρά σαν πλαίσιο γιά νά ζεῖ σέ μιάν ἀτμόσφαιρα ἀνθρώπινη, ὅπως ἀκριβῶς τή ζοῦσαν στά βάζα καί στίς ζαρντινιέρες τοῦ σαλονιοῦ της, κοντά στό μεγάλο τζάκι τά λουλούδια πού κοίταζαν πίσω ἀπό τό κλειστό παράθυρο τό χιόνι νά πέφτει;  Ἄλλωστε δέ θά μοῦ ἀρκοῦσε νά ᾿ταν οἱ τωρινές τουαλέτες οἱ ἴδιες πού φοροῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια. Ἐπειδή ὑπάρχει μιά ἀλληλεγγύη ἀνάμεσα σέ διαφορετικά κομμάτια μιᾶς ἀνάμνησης, κι ἡ θύμησή μας τά κρατάει δεμένα σέ μιά σύνθεση ἀπ᾿ὅπου δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ν᾿ ἀφαιρέσουμε τό παραμικρό, θά ἤθελα νά μποροῦσα νά τελειώσω τή μέρα μου σέ μιάν ἀπ᾿ αὐτές τίς γυναῖκες μπροστά σ᾿ ἕνα φλυτζάνι τσάϊ, σ᾿ ἕνα διαμέρισμα μέ τοίχους βαμμένους μέ χρώματα σκοτεινά, ὅπως ἦταν τό διαμέρισμα τῆς κυρίας Σουάν — ἕνα χρόνο ὕστερα ἀπό τό σημεῖο ὅπου τελειώνει τό πρῶτο μέρος αὐτῆς τῆς ἀφήγησης — κι ὅπου θά φέγγιζαν οἱ πορτοκαλιές φωτιές, ἡ ρόδινη κι ἄσπρη φλόγα τῶν χρυσάνθεμων στό νοεμβριανό λυκόφωτο, σέ στιγμές ὅμοιες μ᾿ αὐτές πού στήν διάρκειά τους, ὅπως θά φανεῖ ἀργότερα, δέν εἶχα μπορέσει νά πραγματώσω τίς ἀπολαύσεις πού ἐπιθυμοῦσα. Τώρα ὅμως ἀκόμα καί κι ἄν δέν μέ ὁδηγοῦσαν πουθενά, εἶχα τήν ἐντύπωση πώς οἱ στιγμές αὐτές ἔκρυβαν μέσα τους πολλή χάρη. Ἤθελα νά τά ξαναβρῶ ὅπως τά θυμόμουν. Ἀλλοίμονο! Δέν ὑπῆρχαν πιά, παρά διαμερίσματα σέ στύλ Λουδοβίκου 14ου, κάτασπρα, σμαλτωμένα μέ γαλάζιες ὀρτανσίες. Ἄλλωστε ὅλοι ἐπέστρεφαν πιά στό Παρίσι πολύ ἀργά. Ἡ κυρία Σουάν θά μοῦ ἀπαντοῦσε ἀπό κάποιον ἐξοχικό πύργο πώς θά ἐπέστρεφε μόνο τό Φλεβάρη, πολύ μετά τήν ἐποχή τῶν χρυσανθέμων, ἄν τήν εἶχα παρακαλέσει νά ἀναστήσει γιά μένα τά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἀνάμνησης,  πού τήν ἔνιωθα δεμένη μέ κάποια μακρινή χρονιά, μέ μιά χρονολογία στήν ὁποία δέν μοῦ ἐπιτρεπόταν νά γυρίσω τά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας πού ᾿χε γίνει κι αὐτή ἀπρόσιτη, ὅπως καί ἡ ἀπόλαυση πού εἶχε ἄλλοτε ἀναζητήσει. Καί θά ᾿πρεπε νά ᾿ταν καί οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες, αὐτές πού μ᾿ ἐνδιέφερε τό ντύσιμό τους γιατί, τήν ἐποχή πού ἀκόμα πίστευε ἡ φαντασία μου, τίς εἶχε ἐξατομικεύσει καί τίς εἶχε περιβάλει μ᾿ ἕνα θρύλο. Ἀλλοίμονο! Στή Λεωφόρο μέ τίς Ἀκακίες ξαναεῖδα μερικές, γριές, καί πού δέν ἦταν πιά παρά οἱ τρομερές σκιές ἐκείνου πού ὕπῆρξαν κάποτε, νά περιφέρονται, γυρεύοντας ἀπελπισμένα ποιός ξέρει τί, στά βιργιλιανά δασάκια. Ὁ ἥλιος εἶχε κρυφτεῖ. Ἡ φύση ξανάρχιζε νά βασιλεύει πάνω στό Δάσος ἀπ᾿ ὅπου εἶχε πετάξει ἡ ἰδέα πώς ἦταν ὁ Ἠλύσιος Κῆπος τῆς Γυναίκας· πάνω ἀπό τό ψεύτικο μύλο ὁ πραγματικός οὐρανός ἦταν σταχτερός· ὁ ἄνεμος ζάρωνε τή Μεγάλη Λίμνη μέ μικρούς κυματισμούς, σά μιά λίμνη· μεγάλα πουλιά διασχίζανε βιαστικά τό Δάσος, σάν ἕνα δάσος, καί κρώζοντας στριγγά κάθονταν τό ἕνα μετά τό ἄλλο στίς μεγάλες δρῦς, πού κάτω ἀπ᾿ τό δρυϊκό τους στέμμα καί μ᾿ ἕνα δωδώνειο μεγαλεῖο, ἔμοιαζαν νά διακηρύσσουν τήν ἀπάνθρωπη ἐρημιά τοῦ ἄχρηστου πιά δάσους, καί μέ βοηθοῦσαν νά καταλάβω καλύτερα τήν ἀντίφαση πού ὑπάρχει ὅταν ἀναζητᾶς στήν πραγματικότητα τίς εἰκόνες τῆς μνήμης, ἀπ᾿ τήν ὁποία θά λείπει πάντα ἡ γοητεία πού προέρχεται ἀπό τήν ἴδια τή μνήμη κι ἀπ᾿ τό γεγονός ὅτι δέν τίς συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις μας. Ἡ πραγματικότητα πού εἶχα γνωρίσει δέν ὑπῆρχε πιά. Ἦταν ἀρκετό πού δέν ἐμφανιζόταν ἡ κυρία Σουάν ἐντελῶς ὅμοια, καί τήν ἴδια στιγμή, γιά νά γίνει ἡ Λεωφόρος ἄλλο πράγμα. Οἱ τόποι πού γνωρίσαμε δέν ἀνήκουν μόνο στόν κόσμο τοῦ χώρου, ὅπου τούς τοποθετοῦμε γιά εὐκολία. Δέν ἦταν παρά μιά λεπτή τομή ἀνάμεσα στίς συνεχόμενες ἐντυπώσεις πού σχημάτιζαν τήν τότε ζωή μας· ἡ ἀνάμνηση μιᾶς ὡρισμένης εἰκόνας δέν εἶναι παρά ὁ καημός γιά ὡρισμένη στιγμή πού πέρασε· καί τά σπίτια καί οἱ δρόμοι, οἱ λεωφόροι, ὅλα εἶναι φευγαλέα ἀλλοίμονο! Σάν τά χρόνια.      


[1] Μπαλμπέκ: Φάνταστικό τοπίο τό ὁποῖο ὁ Προύστ τοποθετεῖ στή Νορμανδία. Πιθανότατα πρότυπα του τά Νορμανδικά τοπία  Καμπούρ, Ἐβιάν, Τρουβίλ.
Πηγή: Μαρσέλ Προύστ "Μιά Βιογραφία" ἀπό τόν George Painter ἐκδόσεις Χατζηνικολή.

[2] Λόγια τοῦ Λεγκραντέν ἀπό τήν ἑνότητα τό "Κομπραί"

[3] Ρωμανική τέχνη: Τό καλλιτεχνικό ρεῦμα πού κυριάρχισε στήν Μεσαιωνική Εὐρώπη ἀπό τόν 11ο ἕως τό 13ο αἰῶνα κυρίως στήν ἀρχιτεκτονική καί  γλυπτική.

[4] Ὀνόματα πόλεων τῆς Νορμανδίας καί τῆς Βρετάνης, ἐκτός ἀπό τό φανταστικό Μπαλμπέκ.

[5] Φρά Ἀντζέλικο: Ιταλός δομινικανός μοναχός και ζωγράφος τῆς Σχολής τῆς Φλωρεντίας κατά τήν πρώιμη Αναγέννηση (1387-1455).

[6]Τό ἀνάκτορο τῶν Δόγηδων:  Παλάτι γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς στή Βενετία,    κατοικία τῶν Δόγηδων.
 
[7] Φιόρε: τό ἄνθος.

[8] Τζιορτζιόνε: Ζωγράφος τῆς σχολῆς τῆς Βενετίας (1477-1510). Πρόκειται γιἀ ἕνα μυστηριώδη ὡς πρός τήν βιογραφία του καλλιτέχνη, πού στό σύντομο βίο του (πέθανε μόλις 34 ἐτών ἀπό πανώλη), ἄφησε ἐλάχιστα ἔργα ἀλλά ὑψηλής τεχνικής, ἀνάμεσα τους καί ἡ περίφημη ''Καταιγίδα''.

[9] Τιτσιάνο: (1485;-1576), γνωστός καί ὡς Τισιανός, ἦτανΙταλός ζωγράφος τῆςΑναγέννησης. Ἀνήκει στή σχολή της Βενετίας και εἶναι ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους ζωγράφους της. Στό ἔργο του ἔδωσε προτεραιότητα στό χρῶμα.

[10] Πνεματίκ: pneumatique. Χειρόγραφα ἐπείγοντα μηνύματα πού στέλνονταν στήν περιοχή τοῦ Παρισιοῦ, διά μέσου τῶν ταχυδρομείων, μέ τή χρησιμοποίηση εἰδικῶν σωληνώσεων καί πεπιεσμένου ἀέρα. Ἀναφέρονται καί σά "μπλέ" γιατί τά σχετικά ἔντυπα ἦταν γαλάζια.

[11] Μιχαήλ Στρογκώφ: Μυθιστόρημα τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Ὁ ἴδιος διασκεύασε το μυθιστόρημά του γιά τό θέατρο, πού μέ τόν ὁμώνυμο τίτλο εἶχε τήν πρεμιέρα του στις 17 Νοεμβρίου 1880 στοΘέατρο τού Σατελέ  τοῦ Παρισιοῦ.

[12] Μάκ-Μαόν:  (1808-1893).  Γάλλος στρατηγός, κατέστειλε τήν Κομμούνα τοῦ 1871, πρόεδρος τῆς Γαλλίας ἀπό τό 1873. Παραιτήθηκε τό 1879.

[13]Φέτος: ἡ χρονιά αὐτή πρέπει νά τοποθετηθεῖ στό 1913, πρίν πάντως ἀπό τόν Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι τό "παρόν" τοῦ ἀφηγητῆ.

[14] Ντιρεκτουάρ: Μόδα κατά τό τέλος τοῦ 18ου αἰῶνα κλασσικῆς τεχνοτροπίας πού παραπέμπει στήν ἀτομική ἔκφραση παρά τήν κοινωνική θέση.