ΟΔΥΣΣΈΑΣ ΕΛΎΤΗΣ — ΙΔΙΩΤΙΚΉ ΟΔΌΣ
,
Μυστικισμός, Μεταφυσική, Πλατωνισμός, Υπερβατικότητα, Ο άλλος εαυτός...., Η δεύτερη Φύση....., Θεϊσμός, Ελληνική παράδοση,
είναι οι δεσπόζουσες σταθερές μέσα από τις οποίες από ένα σημείο και πέρα, κτίζει την Ποιητική του.
Ο ίδιος σε μια συνέντευξη του το 1975 στον IVAR IVASK κάνει λόγο για τρεις περιόδους στην ποίηση του.
«Στην πρώτη περίοδο» λέει «κυριαρχούν η φύση και οι μεταμορφώσεις της (με την παρακίνηση τού υπερρεαλισμού)».
Γράφω εγώ: σ᾿ αυτή την περίοδο ανήκουν "Οι Προσανατολισμοί", " Ήλιος ο πρώτος", "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό τής Αλβανίας". Μια παρατήρηση: Στην πρώτη αλλά πολύ ώριμη συλλογή, των Προσανατολισμών, "Η θητεία τού Καλοκαιριού, ήδη ο Υπερρεαλισμός έχει υποχωρήσει και βρίσκουμε αριστουργηματικά ποιήματα: Ωδή στη Σαντορίνη, Η Μαρίνα των βράχων, Ηλικία τής γλαυκής θύμησης, Μορφή τής Βοιωτίας, Η τρελή ροδιά και ἀλλα .
«Στην δεύτερη περίοδο λέει ο Ελύτης» (στην ίδια συνέντευξη), «η οποία περιλαμβάνει το "Άξιον Εστί"» (το ασύλληπτο αριστούργημα του) «υπάρχει μεγαλύτερη ιστορική και ηθική συνειδητοποίηση, μολονότι χωρίς την απώλεια τού κοσμικού οράματος, που συνοδεύει την πρώτη μου περίοδο».
Η τρίτη περίοδος λέει στην συνέχεια ο Ελύτης, «επειδή ο ήλιος είχε πάντα μια κεντρική θέση στην ποίηση μου που την ονόμασα
" Ηλιακή μεταφυσική", αντιπροσωπευτική είναι τη συλλογή "Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά".
Προσωπικά νομίζω ότι ο Ελύτης από ένα σημείο και πέρα είχε κωδικοποιήσει τις σταθερές τού ποιητικού του οράματος (όπως διαγράφονται στην "Ιδιωτική Οδό και στα περισσότερα πεζά κείμενά του στα "Ανοιχτά χαρτιά" και στο "᾿Εν Λευκῷ" ) και μ᾿ αυτές θα πορευτεί, με όλο και περισσότερο ερμητικές συλλογές, καθόλου περίεργο αφού βυθίζεται από επιλογή , στη μεταφυσική, στο μυστικισμό και στο Υπερβατικό....... Από αυτές θα ξεχωρίσω το ποιητικό αριστούργημα "Αυτοψία" από τη συλλογή "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό" και ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Υπάρχουν ποιητικά αποσπάσματα θαυμάσια για ανθολόγηση σε κάποιες ποιητικές συλλογές του, μετά το "Άξιον Εστί" και το "Μονόγραμμα", αλλά όχι " Σώμα Ποίημα". Για δε τις τελευταίες συλλογές "Ποιήματα με σημαία ευκαιρίας", "Τα ελεγεία τής Οξώπετρας" και "Δυτικά τής Λύπης" θα διακινδυνεύσω μια κρίση: έχουν γραφεί από τον Ποιητή Ελύτη για τον αναγνώστη Ελύτη.
Μυστικισμός, Μεταφυσική, Πλατωνισμός, Υπερβατικότητα, Ο άλλος εαυτός...., Η δεύτερη Φύση....., Θεϊσμός, Ελληνική παράδοση,
είναι οι δεσπόζουσες σταθερές μέσα από τις οποίες από ένα σημείο και πέρα, κτίζει την Ποιητική του.
Ο ίδιος σε μια συνέντευξη του το 1975 στον IVAR IVASK κάνει λόγο για τρεις περιόδους στην ποίηση του.
«Στην πρώτη περίοδο» λέει «κυριαρχούν η φύση και οι μεταμορφώσεις της (με την παρακίνηση τού υπερρεαλισμού)».
Γράφω εγώ: σ᾿ αυτή την περίοδο ανήκουν "Οι Προσανατολισμοί", " Ήλιος ο πρώτος", "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό τής Αλβανίας". Μια παρατήρηση: Στην πρώτη αλλά πολύ ώριμη συλλογή, των Προσανατολισμών, "Η θητεία τού Καλοκαιριού, ήδη ο Υπερρεαλισμός έχει υποχωρήσει και βρίσκουμε αριστουργηματικά ποιήματα: Ωδή στη Σαντορίνη, Η Μαρίνα των βράχων, Ηλικία τής γλαυκής θύμησης, Μορφή τής Βοιωτίας, Η τρελή ροδιά και ἀλλα .
«Στην δεύτερη περίοδο λέει ο Ελύτης» (στην ίδια συνέντευξη), «η οποία περιλαμβάνει το "Άξιον Εστί"» (το ασύλληπτο αριστούργημα του) «υπάρχει μεγαλύτερη ιστορική και ηθική συνειδητοποίηση, μολονότι χωρίς την απώλεια τού κοσμικού οράματος, που συνοδεύει την πρώτη μου περίοδο».
Η τρίτη περίοδος λέει στην συνέχεια ο Ελύτης, «επειδή ο ήλιος είχε πάντα μια κεντρική θέση στην ποίηση μου που την ονόμασα
" Ηλιακή μεταφυσική", αντιπροσωπευτική είναι τη συλλογή "Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά".
Προσωπικά νομίζω ότι ο Ελύτης από ένα σημείο και πέρα είχε κωδικοποιήσει τις σταθερές τού ποιητικού του οράματος (όπως διαγράφονται στην "Ιδιωτική Οδό και στα περισσότερα πεζά κείμενά του στα "Ανοιχτά χαρτιά" και στο "᾿Εν Λευκῷ" ) και μ᾿ αυτές θα πορευτεί, με όλο και περισσότερο ερμητικές συλλογές, καθόλου περίεργο αφού βυθίζεται από επιλογή , στη μεταφυσική, στο μυστικισμό και στο Υπερβατικό....... Από αυτές θα ξεχωρίσω το ποιητικό αριστούργημα "Αυτοψία" από τη συλλογή "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό" και ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Υπάρχουν ποιητικά αποσπάσματα θαυμάσια για ανθολόγηση σε κάποιες ποιητικές συλλογές του, μετά το "Άξιον Εστί" και το "Μονόγραμμα", αλλά όχι " Σώμα Ποίημα". Για δε τις τελευταίες συλλογές "Ποιήματα με σημαία ευκαιρίας", "Τα ελεγεία τής Οξώπετρας" και "Δυτικά τής Λύπης" θα διακινδυνεύσω μια κρίση: έχουν γραφεί από τον Ποιητή Ελύτη για τον αναγνώστη Ελύτη.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από τον "Επαναστατημένο Άνθρωπο" (πιο σωστά Εξεγερμένο) τού Αλμπέρ Καμύ.
«Αν στον ιερό κόσμο δεν υπάρχει το πρόβλημα τής εξέγερσης, είναι γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει εκεί κανένας αντικειμενικός προβληματισμός, αφού οι απαντήσεις έχουν δοθεί μια για πάντα. Δεν υπάρχουν πια ερωτήματα αλλά μόνο απαντήσεις κι αιώνια σχόλια μεταφυσικά. Όμως, μέχρις ότου ο άνθρωπος φτάσει ως το ιερό και απαραβίαστο, […]χρειάζονται τα ερωτηματικά και η εξέγερση. Επαναστατημένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για την επιβολή μιας ανθρώπινης τάξης, όπου όλες οι απαντήσεις να είναι ανθρώπινες, δηλαδή λογικά διατυπωμένες. Από εκείνη τη στιγμή κάθε ερώτημα, κάθε λόγος είναι εξέγερση, ενώ μέσα στον κόσμο τού ιερού κάθε λόγος είναι πράξη θείας χάρης. Θα μπορούσαμε ν᾿ αποδείξουμε ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο δυνατοί κόσμοι για το ανθρώπινο πνεύμα, ο ιερός (ή για να μιλήσουμε με χριστιανικό λεξιλόγιο ο κόσμος τής θείας χάρης) κι ο κόσμος τού ορθού λόγου, τής εξέγερσης».
«Αν στον ιερό κόσμο δεν υπάρχει το πρόβλημα τής εξέγερσης, είναι γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει εκεί κανένας αντικειμενικός προβληματισμός, αφού οι απαντήσεις έχουν δοθεί μια για πάντα. Δεν υπάρχουν πια ερωτήματα αλλά μόνο απαντήσεις κι αιώνια σχόλια μεταφυσικά. Όμως, μέχρις ότου ο άνθρωπος φτάσει ως το ιερό και απαραβίαστο, […]χρειάζονται τα ερωτηματικά και η εξέγερση. Επαναστατημένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για την επιβολή μιας ανθρώπινης τάξης, όπου όλες οι απαντήσεις να είναι ανθρώπινες, δηλαδή λογικά διατυπωμένες. Από εκείνη τη στιγμή κάθε ερώτημα, κάθε λόγος είναι εξέγερση, ενώ μέσα στον κόσμο τού ιερού κάθε λόγος είναι πράξη θείας χάρης. Θα μπορούσαμε ν᾿ αποδείξουμε ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο δυνατοί κόσμοι για το ανθρώπινο πνεύμα, ο ιερός (ή για να μιλήσουμε με χριστιανικό λεξιλόγιο ο κόσμος τής θείας χάρης) κι ο κόσμος τού ορθού λόγου, τής εξέγερσης».
ΙΔΙΩΤΙΚΉ ΟΔΌΣ Α΄ ΑΥΤΆ ΠΟΥ Μ᾿ ΑΡΈΣΟΥΝ είναι και η μοναξιά μου. Δε σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλαιές άλλα φρέσκιες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες τής αμιλησιάς και τού κοντού χιτώνα, που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά τού ωκεανού. Δε σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα χα πεθάνει τής πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση τού μωβ, ποτέ μου όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία τής Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα κι οι αναστεναγμοί (τ᾿ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα), όπως κι οι διακυμάνσεις τού δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ᾿ έφαγε — όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος — η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν. Στα εβδομήντα τρία του ο Γάλβας ασκούσε τα στρατεύματά του κι εγώ εξακολουθούσα να βγαίνω από τα κύματα με τη γνώριμη εκείνη κομμάρα στα γόνατα που φέρνει η αντίσταση τού νερού οι χρυσές σταλαγματιές λάμποντας στα ματοτσίνορα έτοιμος για μάχη! Μόνο που ο δικός μου ο Νέρων, το ίδιο τρελός, δεν καταβάλλεται ο άτιμος με τίποτα! Δε μιλώ γι αυτόν που βάζει φωτιές, την ίδια στιγμή, στον Λίβανο ή στην Αγκόλα, που διαστρέφει συνειδήσεις στην Καμπότζη, στη Χιλή, στο Ιράν: ανήκει σε όλους μας αυτός, και τον έχουμε προικιστεί δια βίου. τον άλλον εννοώ, τον «ιδιωτικής χρήσεως», που, μόλις καταφέρω κάτι καθαρό, μου το μαγαρίζει· εμένα που και το πιο ταπεινό πράγμα, εάν τ᾿ αγαπώ, τ᾿ ονειρεύομαι να φτάνει την τελειότητα ενός κιονόκρανου. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που χώνει στο λογισμό των θρησκευομένων την αμφιβολία, στις επιδόσεις των αθλητών τ᾿ αναβολικά, και στο νου των ποιητών τη γλύκα τής ήττας; πως και γιατί καταφέρνει, το μέρος τής ζωής το φαίνον, το μη θολούμενον, να το καθιστά σχεδόν αόρατο για τους άλλους; Γιατί και πως τους πείθει να μην κάνουν μιαν απλή κίνηση έστω, μια στροφή τής κεφαλής, που θα μπορούσε να σημαίνει και στροφή τού κόσμου ολόκληρου; Στην ολίγη Ελλάδα που μας απέμεινε το μόνο που μπορείς ακόμη να κάνεις είναι να δέεσαι στους θεούς σου. Ποιους θεούς; Ω, μα είναι πολλοί. Σχεδόν όσοι και ο πληθυσμός τής χώρας. Δυο μέτρα κάτω απ᾿ τη γης ή πάνω από τον πλαϊνό σου τοίχο τον γδαρμένο αγρυπνούν. Με σπασμένες μύτες, κομμένο τον ένα βραχίονα, λίγο πράσινο παλαιού καιρού στο μανδύα η βυσσινί στους ώμους, κι ένα βλέμμα που δε σταματάει επάνω σου, μόνο τραβάει πέρα. Μοιάζουν συλλογισμένοι και σκυφτοί, σαν να κρατάνε πετονιές, που ναι τα ίδια τα νήματα τής ζωής μας. κι αυτά όλα, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα παραμονής μεγάλων γεγονότων που δεν ξέρεις αν θα επισυμβούν ποτέ. Είναι σαν να χαράζει μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη. Οπόταν, κείνο που λίγο πριν αποκτούσε ιδιάζουσα βαρύτητα μέσα στη ζωή σου το βλέπεις να συρρικνώνεται, να ελαφρύνεται, να εξαφανίζεται, και να μην απομένει στη θέση του παρά μια κοπέλα που μόλις εγγίζει το έδαφος, κρατάει ένα πανέρι με λουλούδια και προχωρεί κατά σένα, χωρίς να σε φτάνει ποτέ. Τι μπορεί να συμβολίζει μια τέτοια οπτασία, εντελώς αποσπασμένη από τα καθημερινά ενδιαφέροντα; Εάν είναι σωστός ο κώδικας που χρησιμοποιώ, λέει: «Καλώς επλάσθηκες, άνθρωπε, χωρίς κανένα λόγο». Ή μάλλον: «ο λόγος που επλάσθηκες, άνθρωπε, είναι ακριβώς αυτός: ν᾿ αποδεικνύεις κι εσύ με τη ζωή σου και το έργο σου ότι τα πάντα μπορούν και πρέπει να γίνονται χωρίς κανένα λόγο. να συντελούνται έτσι όπως συντελείται ολόκληρη η δημιουργία». Μόνο που, για να το καταλάβεις αυτό, πρέπει να πας μακριά. Β΄ ΕΡΧΟΜΈ ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ. Οι συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας πορεύονται πλάι μου, κι από κοντά, παγεμένες με τον άνεμο τον βόρειο, οι Μυροφόρες, ωραίες μες στα τριανταφυλλιά τους και τη χρυσή των αγγέλων αντανάκλαση. Γέμισα καθ οδόν χώμα κιτρινωπό, κοκκινωπό, καστανό, ραβδώσεις από πετρώματα σκούρα, μπλε και μωβ, σαν αυτά που βλέπεις παραπλέοντας τις ακτές τής Κύθνου Αύγουστο μήνα. Μια ευτυχία των ματιών, που είναι και τής ακοής και τής αφής και του νου, αφού η φύση γίνεται μελετητή ταυτόχρονα κι απ᾿ όλες τις μεριές, ώσπου τελικά ν᾿ αφομοιωθεί από τη δεύτερή μας υπόσταση, κείνην που ξέρει ενίοτε να γίνεται δέκτης εξαιρετικά σημαντικών και κατά τρόπο υπέροχο ακατανόητων πραγμάτων. Να γιατί ευγνωμονώ τούς ζωγράφους. Για την ευγνωμοσύνη που δείχνουν κι εκείνοι απέναντι στην ύλη και στις δυνατότητες που τούς προσφέρει να τη μετασχηματίζουν και να τής δίνουν ένα αέρα μη φοβόμαστε τον όρο — αθανασίας. Η σταθερή, η οριστική, η μη ακυρώσιμη πραγματικότητα οφείλεται στα χέρια τους· που, μετατοπίζοντας πολλές φορές κάτι ελάχιστο, αποσπούν την αίσθηση από το αντικείμενο που την προκαλεί, τη χειρίζονται κατά διαφορετικό τρόπο κι αποκαλύπτουν σ᾿ εμάς τούς άλλους μια κάτοψη τού κόσμου πλησιέστερη προς την πραγματική, εάν μπορεί να το πει αυτό κανένας. Που εντούτοις είναι αλήθεια. Λίγο δεξιότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο πιο κόκκινο, λίγο πιο κίτρινο, κι ευθύς να: το φωτάκι ανάβει στον Παράδεισο των κατανοούντων. Κάποτε, είναι η αλήθεια, συμβαίνει το φωτάκι αυτό να σου ανάβει χωρίς τίποτε να το δικαιολογεί· μήτε η παιδεία σου μήτε οι έμφυτες ροπές σου. Και παραμένεις με την αίσθηση τού λαθραίου μες στον Παράδεισο, εωσότου μια μέρα σού δοθεί, με την πείρα και με τη γνώση, να καταλάβεις ότι δεν ήσουν εσύ αλλά το επίμαχο θέμα φορέας ενός σχήματος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οξύμωρο. Είναι αυτό που μού συνέβη με τον κυβισμό στα χρόνια τής πρώτης μου νεότητας. Όχι καν στην περίοδο τη σύντομη όπου είχα προς στιγμήν ψαύσει τον ιστορικό υλισμό και την ευχέρεια του να ερμηνεύει τα πάντα — θα ᾿τανε πιο φυσικό. Αλλ᾿ αργότερα, όταν με τον ίδιο φανατισμό είχα βρεθεί στους αντίποδες, και η μη χαριστική αντίληψη τής ζωής με απωθούσε τόσο, που έφτασα στο σημείο να ονειρεύομαι για τον άνθρωπο μια καινούρια σαρακοστή, όπου να νηστεύει όλους τους καρπούς της επικαιρότητας και να μη συντηρείται παρά μόνον από τη στοιχειακή έννοια των πραγμάτων και τη μεταφυσική τους προέκταση. Πως ήτανε δυνατόν, λοιπόν, να μού ανάβει το φωτάκι μία Σχολή καταχωρημένη από τούς ιστορικούς στα μητρώα τού πλέον άκρατου ματεριαλισμού; Και όμως. Έβρισκα στα έργα των ζωγράφων τής περιόδου εκείνης — τι περίεργο— ακριβώς αυτά που ζητούσα: το αντικείμενο κεκαθαρμένο από την ανεκδοτολογική του φύση· το σχήμα του, τη δομή του, και τη συνάρτησή του με κάτι απροσδόκητο ίσως αλλά εξίσου υποταγμένο σε μιαν αφανή γεωμετρία. Και την ύλη, επίσης όπως την εννοούσα. Όχι σαν καταναλωτής αλλά σαν μύστης αισθήσεων. Όχι σαν κορφολόγος επωφελών ιδιοτήτων αλλά σαν ορθοτόμος μορφών και σχημάτων. Η έννοια τής παραστατικότητας, με τον κυβισμό, είχε σαν αντίληψη μετατεθεί, για να μην πω ανεβεί, σ᾿ ένα επίπεδο παράλληλο μ᾿ εκείνο των Αιγυπτίων ή των Κρητών τού Μίνωα, όπου το λεγόμενο «μοντέλο» δεν είχε τη σημασία που τού δίνουμε σήμερα. Ο Πικασσό δεν είχε για ν᾿ ανατρέξουμε στις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» εξοντώσει μόνον, με το έργο του αυτό, την ψυχογραφία και το σκιόφως. Είχε στην ουσία εξουδετερώσει το «μοντέλο», ή, αν το προτιμά κανείς, το είχε υποβιβάσει στη θέση ενός απλού προσχήματος. Δεν ενδιέφερε πλέον η τάδε κιθάρα ή το τάδε τραπέζι, αλλά η κιθάρα, το τραπέζι και ούτω καθεξής. Η φιάλη, κι όχι η «φιάλη τού banyuls»· Οι τυπογραφικοί χαρακτήρες τού τίτλου μιας εφημερίδας, κι όχι το Journal ή το L᾿Independent· ένα τοπίο με σπίτια, κι όχι το «τοπίο τού Horta de Ebro». Αυτό είχε σημασία. Η λιτότητα και ο ασκητισμός που αποπνέανε τα έργα τού Βraque (προτού φτάσουνε στην αναλυτική τους περίοδο), του Juan Gris, τού Leger, οντοποιούσαν κυριολεκτικά ένα ιδανικό μου. Δήλωναν μιαν απόσπαση από τη φιλοδοξία να δώσεις την πραγματικότητα τής οφθαλμαπάτης και μια θέληση να συλλάβουν το αντικείμενο στη δομική του αλήθεια, έτσι όπως το ατενίζει ο νους μέσα στην κοσμική τάξη. Κι εδώ βέβαια θ᾿ αναρωτηθεί κανείς: προς τι όλ᾿ αυτά; τι δηλοί ο μύθος; Θ᾿ απαντήσω: Πρώτον, εμπιστοσύνη στο φωτάκι που παρακάμπτει με άλματα τις εγκεφαλικές διεργασίες και πιάνει με την πρώτη αυτά που ο μελετητής χρειάζεται χρόνια για να ξεκαθαρίσει μέσα του και να τα κατατάξει. Δεύτερον, ότι η αγάπη προς την ύλη δεν έχει καμιά σχέση με την υλιστική αντίληψη τής ζωής. Και τρίτον, ότι αυτό που εννοούσαν οι προπάτορές μας όταν έλεγαν «καθένας όπως νιώθει» εξακολουθεί να ισχύει, έστω και αν οδηγεί μερικές φορές σ᾿ έναν φαινομενικά (επιμένω στον όρο) απαράδεκτο παραλογισμό. Έτσι είναι. Καθένας όπως νιώθει, όπως αισθάνεται Γ΄ ΕΊΝΑΙ ΦΟΡΈΣ ΠΟΥ ΑΙΣΘΆΝΟΜΑΙ βάρκα σε κήπο. Αχνές γάζες γαλάζιες ή μωβ με καλύπτουν από το ᾿να μέρος ενώ το άλλο μου ακόμη αναδίνει άρμη αιώνων· θα ᾿λεγες, από πλαγίαυλο αναβαίνει σμύρνα υακίνθων κι υγρή γλύκα κυμοθόης. Αυτή η βάρκα είμαι εγώ. Κι όταν λέω «εγώ», εννοώ τον ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος. Ο Shaykh Ahmad Ashisi λέει ότι ο Παράδεισος τού πιστού γνωστικού είναι το ίδιο του το σώμα, με την έννοια ότι τού άπιστου είναι η Κόλαση. Και συνεχίζει: «Συλλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση σε κατάσταση μετασχηματιστική, την καθιστάς άξια να γίνεται κάτι περισσότερο από, απλώς, όργανο μιας υποκειμενικότητας που αντιτίθεται στον κόσμο· αφού, όντας ο Παράδεισός της, είναι ο κόσμος της, ο αληθινός της κόσμος. Δηλαδή, όχι μια ξένη πραγματικότητα συμπαγής αλλά μια διαφάνεια, ή αλλιώς, άμεση παρουσία τού εαυτού σου στον εαυτό σου». Και ο Quotbodine Shirazi : «οι φανταστικές μορφές δεν υπάρχουν μέσα στη σκέψη, αφού κάτι μεγαλύτερο δεν μπορεί ν᾿ αποτυπωθεί σε κάτι μικρότερο. Ούτε πάλι μέσα στην πραγματικότητα, όπως λέμε, αφού, διαφορετικά, ο καθείς που διαθέτει αισθήσεις σε καλή κατάσταση θα μπορούσε να τις συλλαμβάνει. Αλλά ούτε πάλι αποτελούν καθαρό "μη είναι", αφού, στην περίπτωση αυτή, δε θα είχες τρόπο ούτε να τις αναπαραστήσεις ούτε να ξεχωρίσεις τη μία από την άλλη· κάτι περισσότερο: δε θα μπορούσαν αυτές (οι φανταστικές μορφές) ν᾿ αποτελέσουν αντικείμενο κρίσεων διαφορετικών. Κατά συνέπεια, εφόσον υπάρχουν πραγματικά κι εντούτοις δεν κατοικοεδρεύουν μήτε στο νου μήτε σε κανέναν άλλο συγκεκριμένο χώρο, θα πρέπει να υπάρχουν σε μια διαφορετική περιοχή, σ᾿ έναν κόσμο ενδιάμεσο μεταξύ αισθήσεων και νοημάτων. Πρόκειται για έναν κόσμο, θα μπορούσε να πει κανείς, όπου ενυπάρχει το σύνολο των πιθανών μορφών και σχημάτων, όγκων και διαστάσεων, καθώς και όλων όσα αυτά συνεπάγονται: στάσεις, κινήσεις, μετασχηματισμούς, και όχι μόνον αλλά προσέτι θα πρέπει να υπάρχουν αφ᾿ εαυτών, αιωρούμενες, χωρίς ν᾿ αποτελούν μέρος ενός όλου ή να υπόκεινται σε κάποιου είδους αλλοίωση». Εκατοντάδες χρόνια πριν, όταν υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που δεν είχαν κλεισθεί στο κλουβί των αίτιων και των αιτιατών, η καρέκλα πετούσε και η θάλασσα πατιόταν. Ο ροφός ανέβαινε το ρεύμα των φυλλωμάτων κι όλοι οι δαίμονες των αγροκηπίων βομβίζοντας περιβάλλονταν το ιμάτιο τού αγίου. Μ᾿ άλλα λόγια, τότε που τού ᾿παιρναν του ανθρώπου τη μιλιά οι ξωθιές, αυτός μιλούσε. Σήμερα κιοτεύει, και συντηρείται με τη μασημένη τροφή των μέσων μαζικής ενημέρωσης πούθε να περάσει ο άγγελος; «μα είναι πλάσμα της φαντασίας σου» ψιθυρίζουνε δειλά μερικοί. «Ωραία· κι εκείνη τίνος πλάσμα είναι; » ρωτάω. "Ενα βόδι μάς βλέπει ή μάς φαντάζεται; Η ομορφιά τής τέχνης οφείλεται στα υλικά ή στην απόσπαση από αυτά μιας παράστασης που υπερβαίνει το αρχικό υπόδειγμα; στις Σημειώσεις του ο Βraque εξομολογείται ότι, για να κινήσει ζωγραφικά το ενδιαφέρον του ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, είναι ανάγκη προηγουμένως ν᾿ αποξενωθεί από τη χρηστική του ιδιότητα. Κι εγώ, από το μέρος το δικό μου, εξομολογούμαι ότι μπροστά σ᾿ ένα ωραίο τοπίο δε θα μπορούσα να γράψω τίποτε. Η φυσική ομορφιά καταπιέζει τη νοητική, που αιτείται την πλήρη απόσπαση και ανάπτυξή της ως το απίθανο. Καλά να ναι λοιπόν, από την άποψη αυτή, τού καθενός μας η ιδιωτική οδός· που βγάζει σ᾿ ένα «παντού», που είναι των άλλων το «πουθενά». Δ΄ Η ΙΔΙΩΤΙΚΉ ΟΔΟΣ «κόβει» μέσ᾿ απ᾿ το χρόνο. Πας πιο γρήγορα σπίτι σου από την Κωνσταντινούπολη. Και πάλι, το σπίτι σου δεν είναι ακριβώς εκείνο που ήξερες. Είναι μια αγροικία μεγάλη, με διπλές πέτρινες σκάλες, σαν εκείνη τού Πούσκιν στην Κριμαία. Παράδειγμα στην τύχη φέρνω. Κάποτε συμβαίνει και να προλαβαίνεις τα πράγματα στην παιδική τους ηλικία: το αυλιδάκι, το κουζινάκι, τη λεμονίτσα, τις λιμνούλες. Αντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη σημασία έχει ο χρόνος, αν δεν είσαι ληξίαρχος. Και ρίχνεις την καθετή σου μέσα στα γεγονότα, για ν᾿ ανασύρεις, απλώς, λίγην ευφράδεια νερών, μιαν αντανάκλαση, μια κυανή διαφάνεια. Τ᾿ άλλα, και δη σε κατάσταση ωμή, σου είναι άχρηστα! Βγάνουν συμφέρον οξυγόνο δε βγάνουν. Κι η φρόνηση τής ελαίας από κοντά. Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως, την ακολουθούν ελάχιστοι. Μερικοί, μόνον όταν συμβεί, μία η δύο φορές στη ζωή τους, να είναι ερωτευμένοι. Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τούς συνέβη. και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό τής Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και να ᾿φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας; Εδώ, κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν, από την άποψη τής συνειδητοποίησης των δρωμένων, στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής. Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γης ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και ν᾿ αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεϊκές. Κάτι άλλο λοιπόν συμβαίνει· που σφραγίζει την ψυχή και σ᾿ εμποδίζει να πάρεις θέση απέναντι στο δίλημμα που δεν έπαψε ποτέ να θέτει με τον πιο απλό τρόπο η ζωή, και στο πρακτικό και στο θεωρητικό επίπεδο: "ή παραμένεις με τις πέντε σου αισθήσεις αγύμναστες και τον ψυχικό σου κόσμο εκτεθειμένο σε συμβάντα επιφανείας που απλώς καταγράφεις, οπόταν, μείον τη διαφορά τής ποιότητας, τοποθετείσαι στην ίδια παράλληλο με τα λαϊκά τραγούδια και τ᾿ αναγνώσματα των εβδομαδιαίων περιοδικών· ή αποδέχεσαι καταρχήν την ύπαρξη μυστηρίου, οπόταν θέτεις υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας και εισχωρείς με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα, επιδιώκοντας ν᾿ ανασυνθέσεις το φαινόμενο της ζωής βάσει των στοιχείων που σού προσκομίζουν η αποδεσμευμένη από κάθε προκατάληψη σκέψη, αφενός, και, αφετέρου, οι ασκημένες όπως ένα λαγωνικό αισθήσεις, που ενίοτε, αν είσαι τυχερός, τις βλέπεις να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχες εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα τής ίδιας σπουδαιότητας μ᾿ αυτά που κατά καιρούς έχουν επιτύχει να «χτυπήσουν» οι θρησκείες. Δυστυχώς, η ανθρωπότητα παράγει πολύ αίσθημα και ολίγο πνεύμα. Και το πολύ τρώει το λίγο. Δεν το λέω σχετλιαστικά· το λέω με λύπη. Επειδή το πολύ σπαταλιέται και συσσωρεύεται σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που καταντά ν᾿ αποκλείει κάθε προσέγγιση προς το ουσιώδες. Και το δάκρυ, το πιο ιερό πράγμα, με το να θολώνει τα μάτια (και το νου) γίνεται η αιτία που συγχέουμε, στην τέχνη, την ομιλία σε πρώτο πρόσωπο με την ιδιωτική περίπτωση τού δημιουργού. Έτσι, μοναδικό μας κριτήριο απέναντι σε κάθε δημιούργημα έφτασε να ναι η «συγκίνηση» και μόνον. Είναι όμως έτσι; Αυτό είναι το σωστό; Προσωπικά, δε θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες τής Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι, αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος τόσο από τη φύση του υπό να φτάνει σ᾿ ένα τέτοιο υπέρ; να εκθειάσει ή να καμπυλώσει τις γραμμές στο μάρμαρο, στη γλώσσα, στους ήχους, με τόση ακρίβεια, που να υπακούουν και να μάς παραδίδονται τα στοιχεία τού κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα ζητά η ψυχή μας και όπως όλες οι πιθανότητες δείχνουν ότι θα μπορούσαν να είναι. Αλλά το ίδιο, υπό τον όρο τής υψηλής ποιότητας, παρατηρούμε και σε πιο μικρή κλίμακα: στ᾿ αρχαϊκά ειδώλια και τον Αρχίλοχο, τις λαϊκές βαϊοφόρους και τον Θεόφιλο, στην Παραπορτιανή και στο Ρόδον το Αμάραντον. Πνεύμα που, για να το εισδεχτείς, πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από τη συγκίνηση. Και να χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από κει μιλάει ο κόσμος. Από κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει ερώτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ. Ε΄ ΕΜΠΡΟΣ, ΛΟΙΠΟΝ, για μια στιγμή ας παίξουμε ό,τι μάς κατέβει από το νου: ζάρια, κουδούνια, πλόες, αγάπες, όστρακα. Και τα λάθη μας να τα βάζουμε κι αυτά στο λογαριασμό. Φως από χαλαζία κυανόν τής Παρθένου. * Δυνάμεις πολλών ίππων σε κάτι σταλτό τής ομορφιάς κιόλας φευγάτο. * Η κολυμπήθρα μωβ. Το αγγελούδι. Ο χαμένος Κήρυκας. * Δειλινό με σύννεφα έτσι όπως τ᾿ αποτυπώνει τής ορτανσίας η ακοή. * Τίμιο ξύλο από τη «Φτερωτή» στα μπλάβα. Διάφορα μυστικά στο πανέρι : αρρεβωνιάσματα, βότσαλα των Σπετσών, καραμέλες κανέλας με ξυλάκι, περιστερογουργουρίσματα. * Κορίτσι βενέτικο. * Κι ούτε μ᾿ εσέ κι ούτε μ᾿ εμέ κι ούτε μ᾿ όλο τον κόσμο. * Βάρκα πράσινη από κούνια, ξυπνή κι εύχαρις. * Ως τα πέρατα τού μικρού μικρού μου καημού πόχει τής γης το φάρδος. * Όπως βυθίζεται το σεντόνι μες στα μεσάνυχτα κι απομένουν ψηλά οι οροσειρές κομμένες με το ψαλίδι. * Σωτήρ φερέοικος εξ ενστίκτου με τη lanterne magique (μαγικό φανάρι) του. * Η θεά Φυτώ μπλε-μωβ στ᾿ άσπρα. * Βάρκα δεμένη μαζί μου δια βίου με τα δεσμά τού κήπου. * Είπαν σε ή Ανθούσα ή Σελαμένα. * Μεταξωτό ψυχής φερμένο από τη Δαμασκό ή την Κωνσταντινούπολη. * Αέρας αζαλέας μ᾿ ανδρικό φέγγος και η πρόσοψη όλη μ᾿ απαλά υδροχρώματα. * Τα χίλια σώματα τού ανέμου και το ένα τού ανθρώπου. * Ένεκα ο καιρός. * Τέως θάλασσα με φακιόλι και ράντιστρο ήχων. * Ω Σελαμένα, τα μπλε σου ταξιδεύουν κι ο Θεός δε βλέπει το θάνατο. Ζ΄ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΜΕΙΔΙΟΥΝ και οι ποιητές διανοούνται. Όχι. Χρειάζεται κάτι άλλο. Ίσως η αφέλεια. Μάλλον η αφέλεια και η χάρις μαζί. Εάν μάς χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό. Και να προτείνουμε μια ζωή που, για να σταθεί, να μην έχει ανάγκη από υποσημειώσεις. Είναι καιρός, θα το ξαναπώ, η παλιά μας εκείνη γνώριμη Αμαδρυάς, ακόμη και μεσ᾿ από τούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, να ξαναβρεί το δέντρο της. Να μπει πάλι μπροστά ο μηχανισμός μιας ατελεύτητης εικονογραφίας. Και να δοκιμάσουμε καταπρόσωπο τον αέρα μιας ελευθερίας διόλου όμοιας μ᾿ εκείνην που κατοχυρώνουν τα δημοκρατικά μας Συντάγματα. Η ελλειπτικότητα στην έκφραση και το αυθαίρετο στη σκέψη, έχοντας από καιρό αποκτήσει τίτλους νομιμότητας, οι τομές που επιχειρούν, επιτρέπουν στο μάτι να μην πτοείται πλέον από τα παραδομένα σχήματα. Ο πιο ανερυθρίαστα ειλικρινής γίνεται και ο πιο αποτελεσματικά καινοτόμος. Κλωσάμε όλοι μας μια μικρούλα ιδιαιτερότητα, που, αν δεν κάνουμε το παν ώστε ο υποψήφιος νεοσσός να σπάσει το τσόφλι του και να πεταχτεί έξω, πάμε χαμένοι. Στους εκατό ζωγράφους οι ογδόντα πνίγονται μέσα στους άλλους είκοσι, μόνο και μόνο επειδή δεν επέτυχαν ή δεν μπόρεσαν εγκαίρως να καταθέσουν τη βαπτιστική τους σφραγίδα. Οι ναύτες τού Τσαρούχη, τα ομηρικά ακρογιάλια και οι Αριάδνες τού Στέρη, τα κορίτσια τού Μόραλη κι οι συκιές τού Νικολάου, οι ποδηλάτες τού Φασιανού, πρωτίστως μας ελκύουν για την υψηλή τους ζωγραφική ποιότητα. Το σωστό σωστό. Άλλωστε, αυτό είναι μια προϋπόθεση για κάθε τέχνη, χωρίς εξαίρεση. Δευτερευόντως όμως, ας τ᾿ ομολογήσουμε, μας γοητεύουν επειδή τραβούν το κουρτινάκι σε κάποια μυστική γωνιά τής ψυχής τους. Παρακολουθούμε το θίασο τού εσωτερικού τους κόσμου να μάς «παίζει πραγματικότητα», μια πραγματικότητα που δε θα υπήρχε, χωρίς αυτούς, περίπτωση να καταλάβει ποτέ θέση στη συνείδησή μας και ν᾿ αρχίσει να γίνεται μύθος. Δηλαδή, ν᾿ αρχίσει κάποια συγκεκριμένη πτυχή τής ψυχής τού διπλανού μας που αγνοούσαμε ν᾿ αποσπάται από τα συμφραζόμενά της και, χωρίς ν᾿ αλλάξει ταυτότητα, να οδηγείται στον υπερθετικό της βαθμό μέσα μας. Έκπληκτοι μένουμε μερικές φορές μπροστά σε μια τέτοια δυνατότητα που αγνοούσαμε ότι διαθέτουμε, όπως ο πεζογράφος τού Μολιέρου. Ακόμα και η παρουσία μιας γεωμετρικής καθαρότητας απλώς, ή, αντιθέτως, ενός παραμορφωτικού παροξυσμού στα έργα τ᾿ ανεικονικά, είναι κι εκείνη με τον τρόπο της θέμα, πυρήνας μύθου. Να λοιπόν που εκείνο το περιφρονητέο «τι μας ιστορούνε οι ζωγράφοι» ζητάει να επανεγγραφεί στις αξιολογήσεις μας —όσο είναι δυνατόν, βέβαια, να το αποχωρίσει κανείς από τη λεγάμενη τεχνοτροπία τού καλλιτέχνη. Χώρια ότι αποτελεί και μια δεύτερη αφετηρία για να ελέγξεις και να εκτιμήσεις τις αποκλίσεις σου, τις ροπές σου. Συχνά έχω αναρωτηθεί, για να φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα, για ποιον λόγο, ενώ βρίσκω ψυχρόν τον Seurat κι ούτε συμπαθώ απεναντίας τα λεγάμενα «στίγματα», γοητεύομαι από το τελικό αποτέλεσμα. Να ᾿ναι η υπόκωφη γεωμετρία του, σε μιαν εποχή που η φόρμα είχε υποχωρήσει μπροστά στις δονήσεις τού χρώματος, που μού ένευε καταφατικά; Μάλλον. Και στον Piero della Francesca; Μήπως, αν έλειπαν εκείνα τ᾿ αρχιτεκτονικά στο βάθος ή τα μυστηριακά βλέμματα που πλημμυρίζουν με σιωπή το χώρο, θα με απασχολούσε λιγότερο; Σαφώς προτιμώ τον «Πλυμένο αέρα» τού Max Ernst από το «Κυνηγημένο δάσος» του τής ίδιας χρονιάς (1969), χωρίς να ξέρω γιατί· πολύ περισσότερο το «Ποιμενικό» τού Klee από το «Επιλεγμένο τοπίο» του, της ίδιας επίσης χρονιάς (1927). Όμως εδώ το φόβητρο τής Ψυχολογίας με σταματά. Δεν έχω τη διάθεση και το δικαίωμα να πατήσω ξένα χωράφια. Μόνο ν᾿ ακούω ξέρω, και να βλέπω. Να συλλαμβάνω τα πράγματα που συγκρούονται μέσα μας ή, πιο σωστά και με άκρα προσοχή, τα μηνύματα που εκπέμπονται από την κρούση των μυστικών τής ζωής επάνω στην ψυχή μας. Ζ΄ ΠΟΙΕΣ ΧΩΜΆΤΙΝΕΣ ΚΑΜΠΆΝΕΣ ηχούν και ποιος γεωμέτρης τούς κάνει τον υποβολέα; Επειδή κάτι το γαιώδες και ορθογωνίζον υποκυμαίνεται κάτω απ᾿ τ᾿ Αντιληπτά. Μ᾿ αόρατα δάχτυλα μας εγγίζει το νου ο έξω κόσμος. Ακούμε σαν να βλέπουμε, βλέπουμε σαν ν᾿ ακούμε. Αδειάζουν τ᾿ αντικείμενα κι απομένουν σκέτες γραμμές με σοφία χαραγμένες, όπως εκείνα τα σχέδια τής τριγωνομετρίας όπου έσκυβα, μαθητής στο γυμνάσιο, και αδυνατούσα να τα καταλάβω. Άλλες φορές πάλι, πιο σπάνια, λάμπουν μέσα σε μια διαφάνεια καθάριου αιθέρος. Αληθινή ουράνια επικράτεια, μετέωρη, διαπερασμένη από τις αχτίδες και αντιπροσωπευτική, απλώς, τής ύλης και τής απέραντης μορφολογίας της. Θυμίζει Πλάτωνα μια τέτοια πρόταση, το καταλαβαίνω. Πως γίνεται, δεν καταλαβαίνω. Αφού εγώ το μόνο που κάνω είναι να ξεκινώ από την αίσθηση και να καταλήγω, περνώντας από τον καθαρμό της, πάλι στην αίσθηση. Κάτι πολύ απλό, που ωστόσο με απομονώνει από το κοινό αίσθημα και συχνά με κάνει να προβαίνω σε ρήσεις κατάλληλες μόνο για τους πολύ ευφυείς ή τούς τρελούς. Είναι σαν να κόβεται ο κόσμος στα δύο: από τη μια το αναπόφευκτο τής Μοίρας από την άλλη το αλάθητο μιας μαργαρίτας. Τι είναι πιο δύσκολο, δε λέω. Το επιχειρώ — ποτέ το εύκολο δε μού ήταν εύκολο — με κάθε μέσο, ακόμη και με τα χρώματα, που μού ανοίγουν την όρεξη να τα τρώω, λες κι έχω ανάγκη από τις βιταμίνες τους. Και η γεύση τους; Γεύση Σαντορίνης, γεύση Κρήτης, γεύση Άθω. Μαζί με μιαν ελιά, εδώ ή εκεί, κοντακίου ή κάλβειας ωδής· ώσπου από τα μεσοδιαστήματα, τις ώχρες και τα μπλε κοβαλτίου, τις συνηχήσεις και τις μεταφορές, αναδυθεί, Αμφίων των χρωματιστών θαλασσών, αναπαρθενευμένος ο κόσμος. Κόσμος αιώνιος αλλ᾿ αδιάπτωτα σε κατάσταση νεογέννητου. Σκηνές που, για να έχουν επαναληφτεί ταυτόσημες τόσο πολλές φορές, έφτασαν να γίνουν συντεταγμένες τού ελληνισμού. Το χωριό τ᾿ ορεινό σε κάποιο νησί, το φτωχοεκκλησάκι, ο παπάς ο έρμος με όλο όλο για εκκλησίασμα μια γραία και τρία μικρά παιδιά. «Δι᾿ ευχών των άγιων πατέρων ημών». Στο παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός, κι απ᾿ έξω, πέρα, ως κάτου αριστερά, οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια, και τ᾿ αγριεμένο πέλαγος. Κάτι τέτοιες φυσηματιές μού ᾿ρχονται κάθε τόσο και με ανασταίνουν. Φαίνεται ότι κάπου μέσα στο διάστημα, όπου εξακολουθούν να τρέχουν τα Ιδωμένα, θα πρέπει να σηκώνονται αεράκια που πάνε κόντρα στο ρεύμα ή που είναι, απλώς, πιο ισχυρά, όπως οι σπιλιάδες, και μάς επιστρέφουν παρόμοιες στιγμές άκρας ταπεινοσύνης και ομορφιάς, όπως θα ᾿πρεπε να ᾿ναι οι κανόνες του βίου μας. Όπου να έχει τη θέση του και ο καλλιτέχνης, χωρίς να αισθάνεται καταπίεση. Να χτυπά πλήκτρα και να παράγει ευφωνία δηλαδή, με τον τρόπο του, δικαιοσύνη. Επειδή, στο βάθος, μοναδική του έγνοια κι εκεινού είναι πόσο μέρος θα δώσει στο ένα και πόσο στο άλλο από τα άπειρα που καταπιάστηκε να παίξει. Μια μέσω του θανάτου αθανασία. Οπόταν, εάν ο βαθμός τής ποιότητας φτάνει στο ίδιο υψηλό σημείο, οι αποστάσεις καταργούνται. Ανάμεσα στον Ronsard ή τον Fra Angelico και τον Mallarme η τον Juan Gris δε μεσολαβεί παρά το σήμα τού σταθμάρχη τής ευαισθησίας μας. Ω, ας είναι καλά ο άγγελός μου, ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός τού ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα — θα ᾿ λεγες, τον είχα κάνει, πριν γεννηθώ, ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του, παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα, με αναμμένα τα δύο μου φωτάκια, πρόσω ήρεμα. |
ΣΧΌΛΙΑ Σχόλιο δικό μου: «Αυτός που χώνει στο λογισμό των θρησκευομένων την αμφιβολία» δεν είναι κάποιος άλλος, παρά ο ορθολογιστής, (εναντίον αυτού προφανώς βάλλει ο Ελύτης), ο οποίος δείχνει την αυταπάτη τής θρησκείας, και μ' αυτόν τον τρόπο οι θρησκευόμενοι κατά τον Ελύτη δεν καταφέρνουν να δουν «το μέρος τής ζωής, το φαίνον, το μη θολούμενον». Ας μείνουν λοιπόν μέσα στην αυταπάτη τού Θεού για να φθάσουν στην Υπέρβαση ή στην "δεύτερη αλήθεια". Γράφει παρακάτω ο Ελύτης: «Η ιδιωτική οδός "κόβει" μεσ᾿ από το χρόνο. Πας πιο γρήγορα σπίτι σου από την Κωνσταντινούπολη». Παραφράζω αυτή τη φράση: "Πας πιο γρήγορα στο σπίτι σου (στην υπέρβαση στον Παράδεισο......) από την αυταπάτη από το ψέμα» Ή αλλιώς Είμαστε κοντά στη ρήση τού Μαρξ «η θρησκεία είναι το όπιο τού λαού» μέσω τής οποίας υποτίθεται φτάνουν στην φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας! ΈΡΧΟΜΑΙ ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ. Νομίζω μια ακραία έπαρση η οποία δεν συνάδει με τον Μεγάλο ποιητή. Απορία μου: Γιατί η πρώτη μας υπόσταση, η μόνη αληθινή δεν μπορεί να γίνει δέκτης εξαιρετικά σημαντικών πραγμάτων; Η μέθεξη τού «Άξιον Εστί᾿ ως ποίηση μπορεί να γίνει μόνον από την φαντασιακή δεύτερη υπόσταση; Απορία. κάτοψη: Η κάτοψη είναι δισδιάστατη (προβολή των υπαρχόντων σε ένα επίπεδο). Ίσως ο Ελύτης ήθελε να χρησιμοποιήσει τον ὀρο Θέαση. Άλλος δρόμος (απέχοντας οπωσδήποτε από την επικαιρότητα και το ξόδευμα στα καθημερινά), δεν υπάρχει για να φτάσεις σε κάτι το Υψηλό, παρά μόνο η εντρυφή με τη στοιχειώδη έννοια των πραγμάτων και τη "μεταφυσική τους προέκταση"; Καθαρός μεταφυσικός Πλατωνισμός! γράφω εγώ. Η Θεωρία των Μορφών τού Πλάτωνα υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα βασίλειο τέλειων και αμετάβλητων μορφών ή ιδεών, τις οποίες ο υλικός κόσμος απλώς μιμείται. ματεριαλισμός: Η θεμελιώδης άποψη των φιλοσοφικών συστημάτων που θεωρούν ως μοναδική πραγματικότητα την ύλη, απορρίπτουν τον Θεό και την ψυχή και υποστηρίζουν ότι όλες οι λειτουργίες τού ανθρώπου, σκέψη, βούληση, αισθήσεις, αισθήματα κ.λ.π. εδράζονται στον εγκέφαλο. Υλισμός Και πάλι αναγωγή των πραγμάτων στην στοιχειακή τους έννοια. (Πλατωνικές μορφές). Όχι το τάδε τραπέζι αλλά την έννοια τραπέζι. Μα τότε όλοι οι πίνακες έργων τέχνης τού ίδιου θέματος, έστω και μόνο των αποδεχτών από την αισθητική τού Ελύτη, δεν θα έτειναν σε μία και μόνο δομική αλήθεια; Προς τι; Όχι στην πραγματικότητα την οποία ο Ελύτης θεωρεί οφθαλμαπάτη, αλλά στην δομική της αλήθεια (ποιος θα την ορίσει;). Άκρατη μεταφυσική Ιδεοληψία.
Η εκφρασμένη σε όλα τα δοκίμια τού Ελύτη υποτίμηση τής εγκεφαλικής διεργασίας, και τού ορθού λόγου και η σύλληψη δια των αισθήσεων. Αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες νευροεπιστήμες και οι αισθήσεις και τα αισθήματα και τα συναισθήματα είναι εγκεφαλικές διεργασίες. Βίντεο
Γιώργος Παξινός: Νευροεπιστήμονας, καθηγητής Ψυχολογίας και Ιατρικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο τής Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ. «Κι όταν λέω «εγώ» εννοώ τον ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος». Εδώ μόνο ο ίδιος ο Ελύτης θα μπορούσε να μάς πει. πιο από τα μεταφυσικά ενδεχόμενα στα οποία παραπέμπει η φράση, εννοεί.
Shaykh Ahmad Ashisi: Shaykh Ahmad al-Ahsa'i (1753–1826), ιδρυτής τού Σαϊχισμού σχολή τού Σιιτισμού. Ισλαμιστής φιλόσοφος και μυστικιστής, που συνδύασε τον σιιτικό εσωτερισμό με νεοπλατωνικές και γνωστικές επιρροές. Οι Βασικές του ιδέες περιλάμβαναν:
Quotbodine Shirazi: Qutb al-Din al-Shirazi (1236–1311), Πέρσης φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος. Ο Qutb al-Din al-Shirazi ήταν μορφή της περσικής φιλοσοφίας και των επιστημών, επηρεασμένος από τον Νεοπλατωνισμό, τον Αριστοτελισμό και την ισλαμική μυστικιστική σκέψη (Σουφισμό). Βασικές του ιδέες περιλάμβαναν:
Για να καταλήξει ο Shirazi και να συναινεί ο Ελύτης :«ότι οι φανταστικές μορφές υπάρχουν σε ένα κόσμο ενδιάμεσο μεταξύ αισθήσεων και νοημάτων.......... αιωρούμενες χωρίς να αποτελούν μέρος ενός όλου». Πάλι Πλάτωνας, πάλι Πλατωνικές μορφές, πάλι Μεταφυσική! Σε ανακοίνωση τού Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ο Οδυσσέας Ελύτης και η ανατολική μεταφυσική» διαβάζω:αποσπασματικά: «Ο κόσμος τής ποίησης είναι αμιγώς οραματικός. Τη λογική τής σύστασης αυτού τού κόσμου συλλαμβάνουν μεγάλοι Πέρσες φιλόσοφοι, όπως ο Quotbodine Shirazi και ο Shaykh Ahmad Ashisi. Ο Ελύτης παραθέτει τα αποσπάσματα από τα έργα τους, δείχνοντας την ουσιαστική σύγκλιση τού στοχασμού του με την οντολογία τους. Ωστόσο, ο Έλληνας δημιουργός δεν παραπέμπει στον Γάλλο φιλόσοφο και ανατολιστή Henry Corbin (1903-1978), από έργα τού οποίου προέρχονται τα συγκεκριμένα παραθέματα». Κατά τον Ελύτη για όλους που (οπωσδήποτε) δεν τρέφονται με την μασημένη τροφή των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ένας μόνο δρόμος υπάρχει για να φτάσουν σε κάτι το Υψηλόν: τού αναποδογυρίσματος τής λογικής και το βύθισμα στο ακατανόητο, και στο μεταφυσικό. Σαν όλα τα έργα λόγου και τέχνης μέχρι σήμερα να έχουν μεταφυσική αύρα. Θα αναφέρω κἀποια έργα, τα οποία εκτιμώ πολύ, τα οποία στερούνται κάθε μεταφυσικής και στέκονται πολύ ψηλά στην Ελληνική ή και την παγκὀσμια λογοτεχνία: Το "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" τού Προυστ, "Το ταξίδι στην ἀκρη τἠς νύχτας" τού Σελίν (στον αντίποδα κάθε μεταφυσικής), Την ποίηση τής Κικής Δημουλά (καθαρά, Υπαρξιακή ποίηση), και τα ποιήματα τού Καβάφη. Και όχι μόνο αυτά. Η πλειονότητα για να μην πω η ολότητα των άξιων έργων Τέχνης είναι δημιουργήματα καθαρής λογικής. ή ένας ψαράς: «Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις........ από το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω του, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός του να δέχεται και ν᾿ αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεϊκές». Σχόλιο δικό μου: Ο ψαράς φτάνει στο επίπεδο τού ποιητή από τις ανεπαίσθητες δονήσεις τού πελάγους, χωρίς να τον ενοχλούν οι αισθητές δονήσεις (σπαρτάρισμα των ψαριών πριν πεθάνουν)! Με αυτή την ευκαιρία θα πω ότι τα αξιολογικά κριτήρια τής Τέχνης και τής Λογοτεχνίας, αλλάζουν ανάλογα με τα προσλαμβάνουσες και τις πνευματικές και επιστημονικές κατακτήσεις τής εκάστοτε εποχής. Αν στην Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία η παρουσία των θεών γίνεται αποδεχτή μέσα στην ζωή των ανθρώπων, στην λογοτεχνία μετά τον διαφωτισμό και τον "θάνατο των Θεών¨, την θεωρώ ανεπίτρεπτη. Το ίδιο θα πω και σε σχέση με τα ζώα στις μέρες μας, κατά τις οποίες αναπτύσσεται δειλά-δειλά ένα κίνημα για τα δικαιώματα τους, στην Ζωή, (ή τον μη ερχομό στην ζωή με σκοπό τη σφαγή), και την απονομιμοποίηση της σφαγής, ή να το πω αλλιώς να αναγνωρισθεί η ζωή τους ως ΑΞΊΑ όπως η ανθρώπινη. Εδώ ο Ελύτης τις φενάκες όλων των θρησκειών τις οποίες μετονομάζει (σε θηράματα σπουδαιότητας), τις τοποθετεί πολύ ψηλά, καθ᾿ όσον μόνο με ασκημένες αισθήσεις οι άνθρωποι κι αν είναι τυχεροί μπορεί να τις πλησιάσουν! Προσωπικά επειδή στερούμαι μεταφυσικό δέος, πιστεύω αντιθέτως, ότι μόνο με ασκημένες αισθήσεις και ορθό λόγο μπορείς να μείνεις μακριά απὀ τις αυταπάτες που καλλιεργούν όλες οι θρησκείες . «θηράματα τής ίδιας σπουδαιότητας μ᾿ αυτά που κατά καιρούς έχουν επιτύχει να «χτυπήσουν» οι θρησκείες». γράφει ο Ελύτης και προσωπικά νοιώθω χαμένος, αυτομηδενισμένος για ότι έχω απωλέσει ......... Θα αναφερθώ σε ένα "λογοτεχνικό θήραμα" τής θρησκείας, επειδή τυχαίνει να έχει την αποδοχή τού Ελύτη και δυστυχώς και τού άλλου μας Νομπελίστα ποιητή, τού Σεφέρη, οι οποίοι έσκυψαν πάνω από αυτό το παραλήρημα ενός ψυχικά και πνευματικά αρρωστημένου και το μετέγραψαν στα Νέα Ελληνικά: "Την Αποκάλυψη τού Ιωάννη", Αυτό το τερατούργημα και στην κυριολεξία, (Τέρατα, Σατανάδες, Ρομφαίες από το στόμα αγγέλων, δίκοπες και κοφτερές, Σάλπιγγες, Σφραγίδες, Όντα γεμάτα οφθαλμούς μπροστά και πίσω). Αυτό το μοχθηρό γεμάτο Μίσος, Κακία, Τρόμο, αποκαλυπτικό παραλήρημα ενός σαλεμένου. Προς τι; Έλεος! «Και να ᾿χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη». Στις αισθήσεις γράφει ο Ελύτης, για να υποτιμήσει για πολλοστή φορά τον ορθολογισμό. Αλλά ο νους (ο ορθός λόγος) και οι αισθήσεις είναι αλληλένδετα και έχουν έδρα τον εγκέφαλο. Και ο νους και οι αισθήσεις, δεν είναι στατικά, έχουν δυναμικό χαραχτήρα, είναι εν εξελίξει. Γι αυτό μιλάμε για οξυμένο νου και οξυμένες αισθήσεις. Τα ερεθίσματα, τα συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, τα επεξεργάζεται ο νους και το αποτέλεσμα τροποποιεί τις αισθήσεις. Παράδειγμα: η θέα βασανισμού ή θανάτου ενός ζώου. Το ερέθισμα αυτό (μέσω τής οράσεως ή και τής ακοής), το έχει αναδρομικά επεξεργαστεί ο νους και το είχε επιστρέψει σε κάποιους, ως αίσθηση λύπης, πόνου, οργής και σε κάποιους άλλους ως αίσθημα αδιαφορίας, απονιάς ή σκληρότητας. Το αποτέλεσμα είναι πως οι αισθήσεις θα συλλαμβάνουν μελλοντικά και θα καταγράφουν το ερέθισμα. Οι Αμαδρυάδες είναι νύμφες των δασών. |