erotas-thanatos.net
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Eva Green actress
      • Jessica Chastain actress
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jane Birkin
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Juli Foster model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Lauren Marshall model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luna Bijl Model
      • Luma Grothe model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Mali Koopman model
      • Malgosia Bela model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Samantha Gradoville model
      • Sam Rollinson model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΙΗΣΗ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΙΙΙ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
    • Αναγνωστάκης Μανώλης
    • Δημουλά Κική ποιήματα >
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση I
      • Δημουλά Κική ποιήματα Ανθολόγηση ΙΙ
      • Δημουλά η Υπαρξιακή Ποιήτρια
    • Ελύτης Οδυσσέας >
      • Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί
      • Ελύτης Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό
      • Ελύτης Ήλιος ο Πρώτος
      • Έλύτης Προσανατολισμοί
      • Ελύτης Το Μονόγραμμα
    • Καβάφης Κωνσταντίνος >
      • Καβάφης Ερωτικά Ηδονικά ποιήματα
      • Καβάφης Ιστορικά: Μακεδόνες Αθηναίοι Σπαρτιά&ta
      • Καβάφης: Ιστορικά Πτολεμαίοι Ρωμαίοι
      • Καβάφης Ιστορικά Αντίοχοι Σελευκίδες Πέρσ&eps
      • Καβάφης Φιλοσοφικά Στοχαστικά Διδαχτικά
      • Καβάφης Χριστιανοί Εθνικοί Ιουλιανός
    • Καρυωτάκης Κώστας ποιήματα >
      • Καρυωτάκης Σεφέρης
      • Καρυωτάκης Αριστερά.
    • Νέοι της Σιδώνας
    • Ουράνης Κώστας ποιήματα
    • Παπαντωνίου Ζαχαρίας ποιήματα
    • Πατρίκιος Τίτος ποιήματα
    • Πολέμης Ιωάννης Ποιήματα
    • Πορφύρης Τάσος ποιήματα
    • Ρίτσος Γιάννης ποιήματα
    • Σεφέρης Γιώργος >
      • Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα
      • Μαρώ Σεφέρη-Σεφέρης Γιώργος
      • Σεφέρης Κίχλη
      • Σεφέρης ΜΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΙΧΛΗ"
      • Σεφέρης Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη, Τα Αντί
      • Ερωτικός λόγος Γιώργος Σεφέρης
      • Ο Ερωτευμένος Σεφέρης
      • Σεφέρης ερωτικά ποιήματα και ψήγματα.
    • Χατζιδάκη Ρένα (Μαρίνα) Κατάσταση Πολιορκίας
  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βενέζης Ηλίας Αιολική Γη
      • Πανσέληνος Αλέξης Σκοτεινές Επιγραφές
      • Χάκκας Μάριος - Ο Μπιντές
    • ΞΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ >
      • Βιρτζίνια Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι
      • Bιρ. Γουλφ Η κυρία Νταλογουέι Ανθολόγηση
      • Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η χώρα του Χιονιού
      • Γιασ. Καβαμπάτα Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσι&
      • Λάσλο Κρασναχορκάι - Πόλεμος και πόλεμος
      • Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο -Κομπραί
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ένας έρωτας τού Σο&upsil
        • Αναζητώντας το χαμένο χρόνο Ονόματα τόπων: το Όνομ
      • Κνουτ Χάμσουν Η Πείνα
      • Μίλαν Κούντερα Η Αθανασία
      • Μίλαν Κούντερα Ωτοστόπ
      • Μουρακάμι Χαρούκι Το κουρδιστό πουλί
      • Όσκαρ Γουάιλντ, το πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέυ
      • Πάτρικ Ζίσκιντ Το άρωμα
      • Σιμό Τι λέει η Λιλά
      • Τζούλιαν Μπάρνς Ένα κάποιο τέλος
      • Τζούλιαν Μπάρνς περί Ανέμων...
      • Φερντινάν Σελίν Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
  • ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
    • Αγαπημένες ταινίες >
      • Γυμνός Naked Μάικ Λι (Mike Light)
      • Η Ψυχή στο Στόμα, Οικονομίδης
      • Μετά την πρόβα Μπέργκμαν
      • Μικρή Ιστορία για ένα έρωτα. A Short Film About Love
      • Ο Μελισσοκόμος ταινία
      • Οι Ώρες The Hours (2002)
      • Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ; Who ᾿s Afraid of Virginia Woolf?
      • Πριν το Ξημέρωμα Before Sunrise
      • Requiem for a dream
      • Saraband Μπέργκμαν
      • Σεξ Ψέματα και Βιντεοταινίες-Sex Lies and Videotapes
      • Σκηνές από ένα Γάμο - Scenes from a Marriage
      • Σπιρτόκουτο ταινία - Matchbox movie
      • Talk Radio movie
      • Tape (2001)
      • Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι Last Tango in Paris
    • Καλές ταινίες >
      • (500) Μέρες με τη Σάμερ-(500) Days of Summer
      • Bad Timing (1980), Η Δύναμη της Σάρκας
      • Bilitis David Hamilton
      • Ένας άνδρας και μια γυναίκα
      • Ένας Χωρισμός A Separation
      • Fish Tank
      • Ken Park - Lary Klark.
      • Λάουρα Laura David Hamilton
      • Μια χρονιά ακόμα Another year
      • Μοναχικές καρδιές Α love song for Bobby Long
      • Ο Θάνατος και η Κόρη Death and the Maiden
      • Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι... When Harry Met Sally... (1989)
      • Red Road, Άντρέα Άρνολντ
      • Σαρκική Εξάρτηση Intimacy
      • Tο παιγνίδι της αποπλάνησης Cracks
      • Το παρελθόν, Le Passe
      • Χειμωνιάτικο Φως Winter Light
    • Μέτριες ταινίες >
      • Η Κόλαση Μέσα μας L`Enfer
      • Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ Notting Hill
      • Κλίματα Αγάπης Iklimler
      • Νυκτόβια Πλάσματα Nocturnal Animals
      • Σκοτεινός κόσμος Havoc
      • Στημένο παιγνίδι Hard Candy
      • Τι λέει η Λιλά - Lila says
      • Το Δέντρο της Ζωής The Tree of Life
      • Τσακισμένα Λουλούδια Broken Flowers
    • Κακές Ταινίες >
      • First Reformed Ακρότητες ταινία
      • Αγάπη σαν Ναρκωτικό Love and Other Drugs
      • Εξ Επαφής - Closer
      • Love (2015) movie.
      • Να Με Φωνάζεις με τ` Όνομα σου
      • Πίσω Από τους Λόφους-Beyond the Hills
      • Ζυλ και Τζιμ Jules et Jim
    • Οι χειρότερες ταινίες >
      • You Were Never Really Here - Δεν ήσουν Ποτέ Εδώ
      • Ο αστακός-The lobster
      • Ο Θάνατος τού Ιερού Ελαφιού
  • ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ GREEK PAINTERS
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ I ΑΠΟ (A-I) >
      • Αδριανός Σωτήρης - Adrianos Sotiris Painter
      • Aστεριάδης Αγήνορας - Asteriadis Aginor Painter
      • Βακαλό Γεώργιος - Vakalo Georgios Painter
      • Βαλσαμάκης Πάνος - Balsamakis Panos Painter
      • Βαρλάμος Γιώργος - Varlamos Giorgos Painter
      • Βασιλείου Σπύρος - Vassiliou Spyros Painter
      • Βέργη Χρύσα - Vergi Chrιssa Painter
      • Βυζάντιος Περικλής - Vizantios Periklis Painter
      • Γαλάνης Δημήτριος - Galanis Dimitrios Painter
      • Γουναρόπουλος Γιώργος - Gounaropoulos Georgios Painter
      • Γράββαλος Παναγιώτης - Gravvalos Panagiotis Painter
      • Γραμματόπουλος Κώστας - Grammatopoulos Kostas painder
      • Γύζης Νικόλαος - Gizis Nikolaos Painter
      • Διονυσόπουλος Παύλος – Pavlos Dionysopoulos painter
      • Δραγούμης Νίκος - Dragoumis Nikos Painter
      • Εμμανουηλίδου Ράνια - Emmanouilidou Rania Painter
      • Θωμόπουλος ​Επαμεινώνδας – Thomopoulos Epaminondas Painter
      • Ιακωβίδης Γεώργιος – Iakovidis George
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙ ΑΠΟ (K-M) >
      • Κανακάκις Λευτέρης – Kanakakis Lefteris
      • Κανέλλης Ορέστης – Kanellis Orestis
      • Κοτσώνης Γιώργος - George Kotsonis painter
      • Κουβάτσου Δέσποινα – Kouvatsou Despina painter
      • Κουκόπουλος Στάθης – Koukopoulos Stathis painter
      • Κούτρικας Γιάννης – Koutrikas Yiannis Painter
      • Λύτρας Νικόλαος - Nikolaos Lytras painter
      • Μαλάμος Κώστας – Malamos Kostas
      • Μαλέας Κωνσταντίνος – Maleas Konstantinos
      • Μαλλιαράκης Αντώνης – Malliarakis Antonis ( Mayo)
      • Μηταράκης Γιάννης – Mitarakis Yiannis
      • Μόραλης Γιάννης – Yiannis Moralis
      • Μπαδόλα Ειρήνη – Badola Irene painder
      • Μπάικας Ραφαήλ - Rafail Baikas painter
      • Μποκόρος Χρήστος – Bokoros Christos
      • Μυταράς Δημήτρης –Mytaras Dimitris
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙ ΑΠΟ (Ν-P) >
      • Νάτση Κλειώ – Natsi Kleio Painter
      • Νικολάου Ανδρέας – Andreas Nikolaou painter
      • Νικολάου Νίκος – Nikolaou Nikos Painter
      • Ντούτσουλη Σταματίνα - Doutsouli Stamatina painter
      • Ξιφαρά Ιόλη - Ksifara Ioli painter
      • Οικονόμου Μιχαήλ – Michail Εkonomou painter
      • Οικονόμου Οδυσσέας – Ekonomou Odysseas Painter
      • Παλλαντζάς Χρήστος – Pallantzas Christos Painter
      • Παναγιώτου Άγγελος – Panayiotou Angelos Painter
      • Πανουργιάς Σπύρος - Panourgias Spyros painter
      • Πανταζής Περικλής – Periklis Pantazis painter
      • Πανταλέων Θεόδωρος - Pantaleon Theodoros painter
      • Παπά Αγλαϊα – Papa Aglaia Painter
      • Παπαλουκάς Σπύρος – Spyros Papaloukas Painter
      • Παπούλια Σμαράγδα - Papoulia Smaragda painter
      • Παρθένης Κωνσταντίνος – Parthenis Konstantinos Painter
      • Πλακωτάρης Κώστας – Costas Plakotaris painter
      • Πρέκας Πάρις – Prekas Paris Painter
      • Ρέγκος Πολύκλειτος – Rengos Polykleitos Painter
      • Ρήνας Βαγγέλης – Rinas Vangelis Painter
      • Ρόρρης Γιώργος - Rorris Giorgos painter
    • GREEK PAINTERS-ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ IΙΙΙ ΑΠΟ (Σ-Ω) >
      • Σάμιος Παύλος – Pavlos Samios Painter
      • Σεμερτζίδης Βάλιας – Valias Semertzidis Painter
      • Σικελιώτης Γιώργος- Sikeliotis George Painter
      • Σπυρόπουλος Γιάννης – Giannis Spyropoulos Painter
      • Σταθόπουλος Γεώργιος – Georgios Stathopoulos Painter
      • Στέρης Γεράσιμος – Gerasimos Steris Painter
      • Στυλιανού Αυγούστα - Augusta Stylianou painter
      • Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) – Tassos (Anastasios Alevizos), Engraver
      • Τέτσης Παναγιώτης – Panayotis Tetsis Painter
      • Τσαρούχης Γιάννης – Yannis Tsarouchis Painter
      • Τσίγκος Θανάσης – Thanasis Tsingos Painter
      • Τσιρογιάννης Απόστολος– Tsirogiannis Apostolos painter
      • Φασιανός Αλέκος – Alekos Fasianos Painter
      • Φειδάκης Πάνος - Fidakis Panos painter
      • Φλωρά-Καραβία Θάλια – Thalia Flora-Karavia
      • Χαμπίδης Παύλος – Pavlos Habidis Painter
      • Χάρος Μανώλης – Manolis Charos Painter
      • Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος – Nikos Hadjikyriakos Ghikas Painter
      • Χρήστου Σάντρα ζωγράφος – Sandra Christou painter
      • Ψυχοπαίδης Γιάννης – Giannis Psychopedis Painter
  • Photo - Artistic Nude
    • Photo - Artistic nude: Actresses >
      • Alicia Vikander Actress
      • Angelina Jolie
      • Audrey Tautou actress
      • Charlize Theron
      • Charlotte Rampling
      • Demi Moore
      • Emmanuelle Beart actress
      • Eva Green actress
      • Jessica Chastain actress
      • Julianne Moore
      • karolina wydra model
      • Kate Beckinsale actress
      • Keira Knightly actress
      • Laetitia Casta
      • Madonna
      • Marine Vacth Actress
      • Milla Jovovich
      • Monica Bellucci
      • Natalie Portman actress
      • Olga Kurylenko
      • Penelope Cruz
      • Sylvia Sakellaridis Actress
      • Uma Thurman
      • virginie ledoyen
      • Actresses - photo, nude I
      • Actresses - photo, nude II
      • Actresses - photo, nude III
      • Actresses - photo, nude IV
      • Actresses - photo, nude V
      • Actresses - photo, nude VI
    • Photo - Artistic Nude models >
      • Adriana Lima
      • Alanna Arrington model
      • Alessandra Ambrosio
      • Alexandra Agoston Model
      • Alexandra Martynova model
      • Alexandria Jade model
      • Alla Kostromichova model
      • Amanda Murphy Model
      • Amanda Wellsh model
      • Amber Valleta Model
      • Ana Buljevic model
      • Anais Pouliot model
      • Andrea Margaret Model
      • Andreea Diaconu model
      • Angela Lindvall model
      • Anja Rubik model
      • Anna de Rijk model
      • Anna Ewers model
      • Anthea Page model
      • Arizona Muse model
      • Audrey Marnay model
      • Aurelie Claudel Model
      • Aymeline Valade model
      • Barbara Fialho model
      • Barbara Palvin model
      • Bella Hadid model
      • Bianca Balti model
      • Birgit Kos model
      • Blanca Padilla model
      • Bree Addams model
      • Bregje Heinen model
      • Brenda Schad model
      • Bridget Hall model
      • Brooke Lynne Model
      • Cameron Russell model
      • Camille Rowe model
      • Candice Swanepoel model
      • Carla Bruni
      • Carmen Kass Model
      • Carolyn-Murphy model
      • Carre Otis model actress
      • Caterina Ravaglia model
      • Catherine McNeil model
      • Celia Hammond model
      • Charlee Fraser Model
      • Charlotte Tomas model
      • Charon Cooijmans model
      • Chiara Scelsi model
      • Chloe Sevigny actress model
      • Christy Turlington
      • Cindy Crawford
      • Conie Vallese model
      • Constance Jablonski model
      • Cordula Reyer model
      • Crista Cober Model
      • Cristina Kravic model
      • Crystal Renn model
      • Daria Werbowy model
      • Doutzen Kroes model
      • Drake Burnette model
      • Dree Hemingway model
      • Edie Campbell model
      • Edita Vilkeviciute model
      • Elisa Sednaoui model
      • Eliza Cummings model
      • Elle Macpherson model
      • Emily Didonato model
      • Erin Shea Model
      • Esther Canadas model
      • Eva Herzigova
      • Frankie Rayder model
      • Freja Beha Erichsen
      • Georgia Fowler model
      • Georgia Hilmer model
      • Gia Carangi model
      • Giedre Dukauskaite model
      • Gigi hadid model
      • Gisele Bundchen Model
      • Grace Elizabeth model
      • Guinevere Van Seenus model
      • Hana Jirickova model
      • Hannah Ferguson model
      • Heather Kemesky model
      • Helena Christensen Model
      • Hilary Rhoda model
      • Irina Shayk model
      • Isabeli Fontana model
      • Jac Jagaciak model
      • Jacquelyn Jablonski model
      • Jane Birkin
      • Jean Shrimpton model
      • Jerry Hall model
      • Jessica Lee Buchanan model
      • Joan Smalls model
      • Josephine Le Tutour model
      • Josephine Skriver model
      • Julia Bergshoeff model
      • Julia Liepa Model
      • Julia van Os model
      • Juli Foster model
      • Kara Neko model
      • Kara Young model
      • Karen Elson model
      • Karlie Kloss model
      • Karmen Pedaru model
      • Kate Bogurcharskaia model
      • Kate Moss
      • Kati Nescher model
      • Katlin Aas model
      • Katlyn Lacoste model
      • Keira Grant Model
      • Kelly Cunningham Model
      • Kelsey Dylan model
      • Kendall Jenner model
      • Kristen McMenamy model
      • Kyotocat model
      • Lauren Marshall model
      • Larissa Hofmann model
      • Lauren Hutton Model
      • Lee Miller model, photographer
      • Lesly Masson model
      • Lily Aldridge model
      • Linda Evangelista
      • Lise Olsen model
      • Liu Wen model
      • Liv Tyler actress-model
      • Liya Kebede model
      • Luna Bijl Model
      • Luma Grothe model
      • Magdalena Frackowiak model
      • Magdalena Klebanska model
      • Mali Koopman model
      • Malgosia Bela model
      • Manon Leloup model
      • Mara Darmousli Model
      • Maria Barlin Μodel
      • Mariacarla Boscono model
      • Marine Deleeuw Model
      • Maud Le Fort model
      • Melissa Troutt model
      • Mica Arganaraz model
      • Ming Xi Model
      • Missy Rayder model
      • Myrtille Revemont model
      • Nadja Auermann Model
      • Nadja Bender model
      • Natalia Vodianova model
      • Natasha Poly model
      • Nettie Harris Model
      • Ophelie Guillermand model
      • Othilia Simon Model
      • Patricia Van Der Vliet model
      • Patrycja Gardygajlo model
      • Rachel Williams model
      • Rebecca Tun model
      • Roarie Yum Model
      • Ronja Furrer model
      • Ros Georgiou model
      • Rosie Huntington model
      • Samantha Gradoville model
      • Sam Rollinson model
      • Sara Pavan Model
      • Sara Sampaio model
      • Sasha Pivovarova
      • Saskia de Brauw model
      • Shalom Harlow model
      • Steffy Argelich model
      • Stella Tennant model
      • Stephanie Seymour model
      • Tatjana Patitz Model
      • Toni Garrn model
      • Trish Davis model
      • Vanessa Axente model
      • Vanessa Moody model
      • Viki Koulianou model
      • Vittoria Ceretti model
      • Vivien Solari Model
      • Zlata Mangafic model
      • Zuzanna Bijoch model
    • Photo - Artistic Nude photographers >
      • Adolfo Valente photographer
      • Adrian Sztruks photographer
      • Alasdair McLellan Photographer
      • Albert Watson Photographer
      • Alexandra Nataf photographer
      • Alina Lebedeva Photographer
      • Alique Photographer
      • Andre Carrara photographer
      • Αndre de Dienes
      • An Le Phptographer
      • Annemarieke Van Drimmelen
      • Annie Leibovitz photographer
      • Arthur Elgort photographer
      • Benny Horne photographer
      • Bettina Rheims Photographer
      • Boo George photographer
      • Bruce Weber Photographer
      • Bryan Adams Photographer
      • Camilla Akrans Photographer
      • Carter Smith photographer
      • Cass Bird Photographer
      • Cedric Buchet photographer
      • Chip Willis
      • Chris Colls photographer
      • Christian Coigny photographer
      • Chris Von Wangenheim photographer
      • Collier Schorr Photographer
      • Craig McDean
      • Dahmane Benanteur Photographer
      • Daniel Bauer
      • Daniel Jackson Photographer
      • Dan Martensen Photographer
      • Darren Ankenman Photographer
      • David Bailey Photographer
      • David Bellemere Photographer
      • David Hamilton
      • David Hilton
      • David Roemer Photographer
      • Dean Freeman photographer
      • Dmitriy Chapala Photographer
      • Drew Jarrett Photographer
      • Edward Weston Photographer
      • Ellen Von Unwerth Photographer
      • Emma Tempest Photographer
      • Emmet Gowin Photographer
      • Eric Guillemain photographer
      • Fabrizio Ferri Photographer
      • Fred Meylan Photographer
      • Gabriele Rigon photographer
      • Gabriel Amano Photographer
      • George Holz photographer
      • George Pitts
      • Giampaolo Sgura Photographer
      • Gilles Bensimon Photographer
      • Glen Luchford Photographer
      • Greg Kadel Photographer
      • Greg Swales photographer
      • Günter Rössler photographer
      • Hannes Caspar photographer
      • Hedi Slimane Photographer
      • Helmut Newton
      • Herbert Matter Photographer
      • Herb Ritts
      • Igor Vasiliadis
      • Inez and Vinoodh Photographers
      • Irving Penn photographer
      • Jack Welpott photographer
      • Jacques Bourboulon
      • Jan Cibula photographer
      • Jean Francois Jonvelle Photographer
      • Jean Jacques André
      • Jeanloup Sieff
      • Jean Baptiste Mondino Photographer
      • jiri ruzek Photpgrapher
      • Jock Sturges photographer
      • Josh Olins Photographer
      • Juergen Teller Photographer
      • Karl Lagerfeld
      • Klaus Ender Photographer
      • Lachlan Bailey Photographer
      • Liz Collins photographer
      • Luigi & Iango Photographer
      • Man Ray Photographer
      • Manu Madelaine Photographer
      • Marc Rivière Photographer
      • Marcin Tyszka photographer
      • Mario Sorrenti Photographer
      • Mario Testino Photographer
      • Mark Segal Photographer
      • Matt Easton photographer
      • Mert Alas & Marcus Piggott Photographers
      • Michael Brus Photographer
      • Michael Cordiez Photographer
      • Michel Comte Photographer
      • Miguel Reveriego photographer
      • Mikael Jansson
      • Mike Dowson photographer
      • Mikey McMichaels photographer
      • Nathaniel Goldberg photographer
      • Nick Dorey photographer
      • Nick Hudson photographer
      • Nicolas Guerin Photographer
      • Nobuyoshi Arakie photographer
      • Paolo Roversi Photographer
      • Patrick Demarchelier Photographer
      • Peter Basch photographer
      • Peter Lindmbergh Photographer
      • Philip Gay photographer
      • Quentin de Briey
      • Richard Avedon
      • Rokas Darulis photographer
      • Sante D’Orazio Photographer
      • Sebastian Kim Photographer
      • Sofia Sanchez & Mauro Mongiello photographers
      • Solve Sundsbo Pfotographer
      • Sonia Szostak photographer
      • Stas Komarovski photographer
      • ​Stephane Coutelle photographer
      • Steven Meisel Photographer
      • Sylvie Lancrenon Photographer
      • Takis Diamantopoulos
      • Terry O'Neill Photographer
      • Terry Richardson
      • Thomas Whiteside photographer
      • Tom Craig Photographer
      • Tom Munro photographer
      • Tom Schirmacher Photographer
      • Tony Potts Photographer
      • Txema Yeste Photographer
      • Vincent Peters Photographer
      • Will Davidson photographer
      • Will Vendramini photographer
      • Xavi Gordo
      • Yelena Yemchuk Photographer
      • Yulia Gorbachenko photographer
      • Yu Tsai photographer
      • Zoey Grossman Photographer
      • Artistic Nude Photographers
  • ΑΘΕΪΑ
    • Αδελφοί Καραμαζώφ
    • Δανέζης Μάνος - matrix
    • Επίκουρος Λουκρήτιος
    • Θρησκευτικής ανοησίας το ανάγνωσμα.
    • Ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό
    • Σαντ Ρομαντισμός
    • Το Κακό μέσα σε μια Φύση χωρίς Θεό.
    • Τυχαίο Τυχαιότητα
  • ΦΙΛΟΖΩΊΑ - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • Ηλίας Βενέζης Από την Αιολική Γη, Το Καμηλάκι
    • Λογοτεχνία και ζώα
    • Τζον Κούτσι και τα Ζώα
    • Το Κακό μέσα στη Φύση.
  • Προσωπικά εκ βαθέων
  • Κρητική μουσική. Αφιέρωμα στα Συρτά
    • Κρητικά Συρτά οι Δημιουργοί
    • Τα Συρτά πριν τον Σκορδαλό
    • Κρητικά Συρτά Οι Δεξιοτέχνες
  • Κρητική μουσική Αφιέρωμα στις Κοντυλιές.
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • Πολιτική Απορρήτου

Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο

Από τη μεριά τού Σουάν: Τόμος 1ος "Κομπραί"

Picture
Vermeer-view-of-delft από τους αγαπημένους πίνακες του Προυστ.
Ένα απόσπασμα σχετικό με το Κομπραί και τη λειτουργία τής ασύνειδης μνήμης βασικό κλειδί στο μυθιστόρημα, και μια από τις συλλήψεις τού Προυστ σχετικά με τούς μηχανισμούς τής μνήμης
Picture
«Από πολλά κιόλας χρόνια, δεν επιζούσε σχεδόν τίποτα για μένα από το Κομπραί παρά μόνο η σκηνή τής ώρας που έπρεπε να πλαγιάσω. Ό,τι θα θυμόμουν θα μού το προσέφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη που την καθοδηγεί η νόηση, και οι πληροφορίες που μάς δίνει η μνήμη αυτή για το παρελθόν, δεν το περισώζουν ολόκληρο. Δεν ήταν δυνατόν να σκεφτώ το υπόλοιπο τμήμα τού Κομπραί. Όλο αυτό, ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα. Νεκρό για πάντα; Ίσως. 'Υπάρχει πολύ τυχαίο σ᾿ όλα αυτά, κι ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μάς επιτρέπει να περιμένουμε την εύνοια τού πρώτου. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να ανακαλέσουμε το παρελθόν μας, όλες οι προσπάθειες τής νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω από την περιοχή της, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο που εξαρτάται από την τύχη αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δεν θα το συναντήσουμε ποτέ. Μια χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στο σπίτι, η μητέρα μου, βλέποντας πως κρύωνα, πρότεινε να μου δώσει μ᾿ όλο πού δεν το συνήθιζα λίγο τσάι. Έστειλε να φέρουν ένα από αυτά τα γλυκά που ονομάζονται Μικρές Μαντλέν [1] και φαίνονται σα να ᾿χουν χυθεί στην αυλακωτή φόρμα μιας αχιβάδας. Και σε λίγο μηχανικά, έφερνα στα χείλη μου μια κουταλιά τσάι, όπου είχα αφήσει να μαλακώσει ένα κομμάτι μαντλέν. Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριεύσει, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε κάνει ξαφνικά τις περιπέτειες τής ζωής αδιάφορες, ανύπαρχτη τη συντομία της, με τον ίδιο  τρόπο που ενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με  μια πολύτιμη ουσία· ή μάλλον η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, φθαρτό. Από που μπορούσε να μού έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πως ήταν συνυφασμένη με τη γεύση τού τσαγιού, αλλά και πως την ξεπερνούσε απεριόριστα. Ήταν φανερό πως η αλήθεια που γύρευα δε βρισκόταν σ᾿ αυτό, αλλά μέσα μου. Αυτό την ξύπνησε, αλλά δεν τη γνωρίζει.
Ακουμπώ το φλυτζάνι και απευθύνομαι στη σκέψη μου. Η σκέψη πρέπει να βρει την αλήθεια· αλλά πως; Σκληρή αβεβαιότητα, κάθε φορά που η σκέψη νιώθει πως την ξεπερνά ο εαυτός της, να ερευνήσει όλη τη σκοτεινή χώρα. Σίγουρα αυτό που δονείται έτσι στο βάθος τού είναι μου, πρέπει να ᾿ναι η εικόνα, η οπτική ανάμνηση που δεμένη μ᾿ αυτή τη γεύση προσπαθεί να την ακολουθήσει, για να φτάσει ως εμένα. Θα φτάσει άραγε ως την επιφάνεια τής καθαρής μου συνείδησης, αυτή η στιγμή από τα παλιά, που η έλξη μιας στιγμής απαράλλαχτης ήρθε από τόσο μακριά να προκαλέσει, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει στα κατάβαθά μου; Δεν ξέρω. Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί μού πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να τής πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Όταν όμως από το μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω απ᾿ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν πάνω στη μικρή άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα τής ανάμνησης. Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση τού κομματιού τής μαντλέν βουτηγμένο στο φλαμούρι που μού ᾿δινε η θεία μου, αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά μου. Και μαζί με το σπίτι, η πόλη, απ᾿ το πρωί ως το βράδυ και μ᾿ οποιοδήποτε καιρό, η Πλατεία όπου με έστελναν πριν το γεύμα, τα εξοχικά δρομάκια που παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλα τα λουλούδια τού κήπου μας και τού πάρκου τού κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα τής Βιβόν, κι οι καλοί άνθρωποι τού χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, βγήκαν απ᾿ το φλυτζάνι μου με το τσάι».
 
 [1] Μαντλέν:  είδος μπισκότου.


Mυθιστορηματική ανθολόγηση,

Μυθιστορηματική με την έννοια ότι  παρακολουθεί την εξέλιξη τού μυθιστορήματος.
(οι υπότιτλοι είναι δικοί μου)

Picture
Το Ιλλιέ ( το φανταστικό Κομπραί του Μυθιστορήματος)

Εισαγωγικό Σημείωμα για την Ανθολόγηση

      Ο Προυστ έγραψε 3.000 σελίδες αναζητώντας  και "ξανακερδίζοντας" το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Προυστ τα εισαγωγικά στο ξανακερδίζοντας σαφέστατα δεν υπάρχουν. Ο αφηγητής, ο Μαρσέλ, στον τελευταίο τόμο του έργου, σκέπτεται: «Τα ευτυχισμένα χρόνια είναι τα χαμένα χρόνια, περιμένουμε να μάς βρει κάποια δυστυχία πρώτα, για να δουλέψουμε ». (Ο  ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΣΜΈΝΟΣ  ΧΡΌΝΟΣ):
(Ο Ξ. Χ.) εκδόσεις Διώνη (Ο Ξ. Χ.) σελ. 296)

          Μια τετραπλή αναφορά, ότι "ξανακερδισμένος χρόνος" είναι ο στραμμένος κατ᾿ ευθεία στο παρελθόν, ο  χαμένος χρόνος είναι τα ευτυχισμένα χρόνια, η σωτηρία πραγματοποιείται μέσα από τη δημιουργία, (στον αφηγητή ή τον Προυστ με το μυθιστόρημα), και η δημιουργία προϋποθέτει μια δυστυχία, ένα φόβο περασμένο ή μελλοντικό.
Η αίσθηση, η βεβαιότητα τού ξανακερδισμένου χρόνου, πραγματοποιείται, με ένα καταιγισμό από περιστατικά, κάτι σαν "επιφοίτηση", κατά την τελευταία επίσκεψη τού αφηγητή στη απογευματινή δεξίωση τής πριγκίπισσας Γκερμάντ. Ο αφηγητής φθάνει στη δεξίωση με το αίσθημα τής αποτυχίας, ότι δεν θα γίνει συγγραφέας.
          Το παραπάτημα στο ανώμαλο πλακόστρωτο, μπροστά στο αμαξοστάσιο, τον κάνει να νιώσει την ίδια ευτυχία, που ένιωσε στο Παρίσι από τη γεύση τής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι. «Ένα βαθυκύανο μού θάμπωνε τα μάτια, έντονη αίσθηση δροσιάς, εκτυφλωτικού φωτός, στροβιλίζονταν γύρω μου. Και σχεδόν αμέσως το αναγνώρισα, ήταν η Βενετία, για την οποία οι προσπάθειες περιγραφής της και τα αβέβαια στιγμιότυπα που ήρθαν στη μνήμη μου δεν μού είχαν πει ποτέ τίποτα για αυτό που είχα νιώσει κάποτε πάνω σε δύο ανισόπεδες πλάκες στο βαπτιστήριο τού Αγίου Μάρκου, αυτή η αίσθηση, μαζί με όλες τις αισθήσεις εκείνης της μέρας, που είχαν μείνει στην αναμονή, βγήκαν στην επιφάνεια ». (Ο Ξ. Χ.): σελ. 245)
          Με τον ίδιο τρόπο η γεύση τής μικρής μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι στο σπίτι στο Παρίσι, τού είχε φέρει μια αναιτιολόγητη γλυκιά απόλαυση. «Μού είχε ξαφνικά κάνει τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με, με μια πολύτιμη ουσία». Και ξαφνικά τού παρουσιάζεται η ανάμνηση. Είναι η γεύση τού μικρού κομματιού τής μαντλέν που του πρόσφερε η θεία Λεονί στο Κομπραί βουτηγμένη στο φλαμούρι της, και μαζί της αναδύεται όλο το Κομπραί, μαζί με το σπίτι, την Πλατεία, τα εξοχικά δρομάκια, τις δυο μεριές, τη μεριά του Σουάν και τη μεριά των Γκερμάντ. Τα μηνύματα εκείνης τής μέρας συνεχίζονται: «Θα έλεγε κανείς πως προορίζονταν να με βγάλουν από την αποκαρδίωση και να αποκαταστήσουν την πίστη μου για τη λογοτεχνία». Το σκούπισμα με την πετσέτα που τού προσφέρει ο αρχιυπηρέτης στη βιβλιοθήκη τού πρίγκιπα ντε Γκερμάντ, κάνει να φανεί ένα όραμα, καθαρό, γαλάζιο με μπλε πτυχώσεις, σαν ο αρχιυπηρέτης να είχε μόλις ανοίξει ένα παράθυρο που έβλεπε στην παραλία, και η πετσέτα το ίδιο τραχιά με εκείνη που ο αφηγητής χρησιμοποιούσε για να στεγνώσει όρθιος μπροστά στο παράθυρο την πρώτη μέρα που έφθασε στο Μπαλμπέκ, έβγαλε στην επιφάνεια ένα ωκεανό πρασινογάλαζο, αλλά μαζί και μια στιγμή τής ζωής του γεμάτη χρώματα που δεν είχε μπορέσει να απολαύσει στο Μπαλμπέκ και τώρα ελεύθερη από κάθε τι το ατελές που υπάρχει στην επιφανειακή αντίληψη για τα πράγματα, τον γέμισε ευτυχία. «Ο λόγος που κρίνουμε τη ζωή σαν μια κοινοτοπία κι ας μας φαίνεται καμιά φορά όμορφη», γράφει ο Προυστ «είναι γιατί συνήθως την κρίνουμε όχι με βάση την ίδια τη ζωή, αλλά εκείνες τις εικόνες που δεν έχουν κρατήσει τίποτε από τη ζωή, και που με τον τρόπο αυτόν την υποτιμούμε». Εδώ ο Προυστ θίγει για μια ακόμα φορά τη προτεραιότητα της ασύνειδης, σε σχέση με τη συνειδητή μνήμη ως προς τη γνησιότητα των αναμνήσεων. Η ασύνειδη μνήμη μέσω των αισθήσεων, τής γεύσης, τής ακοής, τής αφής, φέρνει ένα κομμάτι ατόφιο παρελθόν μέσα στο παρόν, και το τοποθετεί έξω από το χρόνο, γι᾿ αυτό και η προσωρινή έλλειψη τής αγωνίας τού θανάτου, γράφει ο Προυστ. Η συνειδητή μνήμη αλλοιώνει με τις ατελείς προσπάθειες τού μηχανισμού της μνήμης και τής νόησης, με τις επικαλύψεις των αναμνήσεων, από τις περιοχές τής λήθης, την αυθεντικότητα τού ξανακερδισμένου από το παρελθόν χρόνου. Ο ξανακερδισμένος χρόνος είναι κομμάτια ευτυχισμένο παρελθόν, που ο αφηγητής ξαναζεί μέσα στο παρόν και αποστολή του, να τα αναστήσει δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Κι αν ο περασμένος χρόνος δεν έχει τα σημάδια τής ευτυχίας ή ο "παράδεισος" τοποθετείται στο μέλλον;       
          Ο Σελίν στο δικό του αλλιώτικο αριστούργημα "Ταξίδι στην άκρη τής νύχτας" γράφει: «Δεν είχαμε χάσει και πολλά γερνώντας. Πρέπει να ᾿σαι πολύ ξεφτίλας τελικά, για να νοσταλγήσεις μια χρονιά αντί μιας άλλης!... Εμείς μπορούμε να γεράσουμε πρόθυμα παπά μου, πολύ πρόθυμα μάλιστα! Είχε άραγε τόση πλάκα το χθες; Να νοσταλγήσουμε τι;... Σας ερωτώ! Τα νιάτα;... Δε ζήσαμε νιάτα εμείς!... ».
Και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι - σ᾿ ένα απρόσμενο πριν το διαβάσεις, αλλά όχι και μετά - στοχαστικό αυτοβιογραφικό "Θυμάμαι ναι Θυμάμαι" εκδόσεις Αιώρα, γράφει: «Σύμφωνα με τον Προυστ" οι καλύτεροι παράδεισοι είναι οι χαμένοι παράδεισοι". Εγώ παίρνω το θάρρος να προσθέσω ότι ίσως υπάρχουν παράδεισοι πιο θελκτικοί απ᾿ τούς χαμένους παραδείσους. Είναι οι παράδεισοι που δε ζήσαμε ποτέ... όχι πίσω μας όπως οι χαμένοι παράδεισοι που μάς γεμίζουν νοσταλγία, αλλά μπροστά μας... Ίσως τελικά παύεις να είσαι νέος, όταν το μόνο που κάνεις είναι να νοσταλγείς, κι αγαπάς μονάχα τους χαμένους παραδείσους».
Για τον αφηγητή ή τον Προυστ, με το πέρασμα του χρόνου χάνεται η πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλει στα πράγματα για να αποκτήσουν ομορφιά και ενότητα, γιατί αυτή η ομορφιά είναι μέσα μας, και τον καθηλώνει σε μια νοσταλγική προσήλωση στα παλιά. Χαρακτηριστικό και ένα από τα ωραιότερα, αποσπασματικό απάνθισμα, είναι από το τέλος του τρίτου τόμου "Ονόματα τόπων: το όνομα" όπου αυτή η νοσταλγία γίνεται σπαραχτική.
          Ο αφηγητής, (η χρονική στιγμή τοποθετείται πριν το 1913), επισκέπτεται στο τέλος του Φθινοπώρου το Δάσος τής Βουλώνης, παραδείσιο τόπο των παιδικών του χρόνων: «Ένιωθες πως το Δάσος δε ήταν μόνο ένα δάσος, πως ανταποκρινόταν σ᾿ ένα προορισμό ανεξάρτητο απ᾿ τη ζωή των δέντρων του· την έξαρση που αισθανόμουν δεν την προκαλούσε μονάχα ο θαυμασμός τού φθινοπώρου, αλλά ένας πόθος... Τα δέντρα μού θύμιζαν τα ευτυχισμένα χρόνια τής εύπιστης μου νιότης, όταν ερχόμουν άπληστα στους τόπους, όπου ήταν να πραγματοποιηθούν για λίγες μόνο στιγμές αριστουργήματα γυναικείας κομψότητας ανάμεσα στις ασύνειδες και συνένοχες φυλλωσιές... Και για όλα αυτά τα καινούργια κομμάτια τού θεάματος δεν είχα πια την πίστη που θα ᾿πρεπε να βάλλω μέσα τους για να τούς δώσω συνοχή, ενότητα ύπαρξη· περνούσαν σκόρπια μπροστά μου, στη τύχη, δίχως αλήθεια, δίχως να περιέχουν μέσα τους κάποια ομορφιά που τα μάτια μου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, όπως άλλοτε να συνθέσουν. Οι γυναίκες ήταν τυχαίες γυναίκες, που στην κομψότητά τους δεν έδινα καμιά πίστη και που οι τουαλέτες τους μού φαίνονταν ασήμαντες. Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί όλο και πιο έντονη για να σκεπάσει την έλλειψη δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, λες και σ᾿ αυτά και όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο, λες και η τωρινή μας απιστία είχε μιαν αιτία συμπτωματική, το θάνατο των Θεών... Όλα έμοιαζαν να διακηρύσσουν την απάνθρωπη ερημιά τού άχρηστου πια δάσους, και με βοηθούσαν να καταλάβω καλύτερα την αντίφαση που υπάρχει όταν αναζητάς στην πραγματικότητα τις εικόνες τής μνήμης, απ᾿ την οποία θα λείπει πάντα η γοητεία που προέρχεται από την ίδια τη μνήμη κι απ᾿ το γεγονός ότι δεν τις συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε πια. Ήταν αρκετό που δεν εμφανιζόταν η κυρία Σουάν εντελώς όμοια, και την ίδια στιγμή, για να γίνει η Λεωφόρος άλλο πράγμα. Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο τού χώρου, όπου τούς τοποθετούμε για ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας· η ανάμνηση μιας ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε· και τα σπίτια και οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα αλλοίμονο! Σαν τα χρόνια». (Ανθολογημένα αποσπάσματα από το τέλος τού τρίτου μέρους του: Από τη μεριά του Σουάν σελ. 57,58,59,61).
         Το ον λοιπόν που τις σπάνιες στιγμές τής καθαρής ανάμνησης,  έξω από τις προσπάθειες τής νόησης που αναλώνεται στο να στοχάζεται ένα παρελθόν που ο νους το έχει αποξηράνει ή ένα μέλλον που πλάθει από συντρίμμια τού παρόντος και τού παρελθόντος   αναδύεται από το παρελθόν συναντά τον αφηγητή, και τον τοποθετεί έξω από το παρόν, ξανακερδίζοντας τις παλιές ημέρες, το χαμένο χρόνο ή πολύ περισσότερο κάτι κοινό στο χθες και το σήμερα που είναι πιο ουσιώδες και από τα δύο.
           «Θραύσματα ύπαρξης που ξέφυγαν από το χρόνο... όμως η σκέψη τούτη, αν και ίσχυε ως την αιωνιότητα, υπήρξε φευγαλέα. Εν τούτοις αισθανόμουνα πως η ευχαρίστηση που η σκέψη αυτή μού είχε προκαλέσει,... υπήρξε η μοναδική αυθεντική ευχαρίστηση που είχα γνωρίσει... Στη σκέψη αυτή, πάνω στην ουσία των πραγμάτων, είχα πάρει την απόφαση να προσκολληθώ, έτσι ώστε κατά ένα τρόπο να την καθηλώσω... Ένα πράγμα γνώριζα: πως οι χώρες δεν ήταν  έτσι όπως τα ονόματά τους τις ζωγράφιζαν στη φαντασία μου, και δεν ήταν παρά μονάχα στα όνειρά μου, καθώς κοιμόμουν, που κάποιο μέρος μπορούσε να απλώνεται μπροστά μου πλασμένο από την ολοκάθαρη εκείνη ύλη, την τελείως ξεχωριστή από την ύλη των κοινών πραγμάτων που βλέπουμε, που αγγίζουμε... Η εμπειρία μού δίδαξε πολύ καλά, πόσο αδύνατο ήταν να κατακτήσω στην πραγματικότητα αυτό που κρυβόταν βαθειά μέσα μου, πως δεν ήταν πλέον στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, δεν ήταν στο δεύτερο ταξίδι στο Μπαλμπέκ, ή κατά την επιστροφή μου στην Τανσονβίλ για να δω τη Ζιλμπέρτ, όπου κέρδισα ξανά το χαμένο Χρόνο, και πως το ταξίδι, που  άλλο τίποτε δεν έκανε παρά να μού προτείνει για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση, πως οι εντυπώσεις αυτές υπήρχαν έξω από μένα τον ίδιο, στη γωνία κάποιας πλατείας, δεν μπορεί να ήταν αυτό που αναζητούσα. Και δεν ήθελα να αφεθώ να παρεκτραπώ ακόμη μια φορά, γιατί το έργο που με περίμενε ήταν να μάθω επιτέλους αν ήταν πράγματι δυνατόν να κατορθώσω εκείνο που - απογοητευμένος όπως υπήρξα πάντοτε στην πραγματικότητα των τόπων και των ανθρώπων -  είχα καταλήξει να πιστεύω πως ήταν απραγματοποίητο.... Εντυπώσεις όπως εκείνες στις οποίες προσδοκούσα να δώσω μια μονιμότητα δεν ήταν δυνατόν παρά να εξαφανιστούν στο άγγιγμα μιας άμεσης χαράς που είχε φανεί ανίσχυρη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις δοκιμάσω πιο ουσιαστικά ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω πιο ολοκληρωμένα, εκεί ακριβώς που βρίσκονταν, δηλαδή: σε, μένα τον ίδιο, να τις φωτίσω άπλετα ως τα τρίσβαθά τους ». Αποσπασματικό κείμενο από τον (Ο Ξ. Χ.) σελ. 254,255,256.
Στο σημείο αυτό ο ξανακερδισμένος χρόνος, ταυτίζεται με την καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο, και ο αφηγητής στο τέλος τού μυθιστορήματος που έχει ήδη αφηγηθεί, βρίσκει τον προορισμό του και "σώζεται", όπως και ο ίδιος ο Προυστ το 1908-1909, όταν αποφασίζει να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή για να αφοσιωθεί στο γράψιμο τού "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" . Ο Σουάν, ένα μεταχρονισμένο alter ego τού αφηγητή, δεν ξανακερδίζει το χαμένο χρόνο, γιατί δεν φθάνει στη Δημιουργία μ᾿ ένα έργο τέχνης όπως ο αφηγητής.
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Προυστ δίνουν βαρύτητα, στο τελευταίο μέρος τού Αναζητώντας, στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, γιατί πέρα από την προσωπική ερμηνεία του Προυστ για τη δημιουργία, ενέχει πιθανόν και μια "ασυνείδητη σωτηριολογική υπόσχεση".
Όμως η γοητεία του "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" δεν οφείλεται μόνον σ᾿ αυτές τις αναζητήσεις, αλλά στα σπάνιας ομορφιάς πυκνώματα (σαν αυτό που παρατέθηκε παραπάνω), που απλώνονται στις 3000 σελίδες αυτού τού μυθιστορήματος ποταμού, το οποίο μοιάζει με διαστελλόμενο σύμπαν, διογκούμενο συνεχώς, αλλά διατηρώντας την αρχική σύλληψη.
Ένας από τους μελετητές του Προυστ ο Ρότζερ Σάττακ "Μαρσέλ Προυστ" εκδόσεις Ηριδανός, διερωτάται: «Πόσες από τις σελίδες αυτές πρέπει να διαβάσουμε;» Και παρακάτω: «Άραγε όταν λήξει ο χρόνος τού Copyright θα δούμε την "αναζήτηση" σε κάποια έκδοση τσέπης που θα έχει μόνο 300 σελίδες; ό,τι ισχύει για πολλούς κλασσικούς. Ε λοιπόν γιατί όχι; Ο βαθιά παγκόσμιος χαρακτήρας τού έργου του και η αισθητική του συνείδηση θα μπορούσαν ν᾿ αγγίξουν κάποτε περισσότερους ανθρώπους από όσους θα διαβάσουν ολόκληρο το έργο».
Πάντως οι 300 σελίδες είναι πολύ λίγες για αυτό το αριστούργημα. Αυτή η ανθολόγηση, όχι αποσπασματική αλλά "μυθιστορηματική" την οποία έκανα με αγάπη σ᾿ αυτό το μυθιστόρημα που με συνόδευσε όλη μου τη ζωή, για μένα τον ίδιο και όποιον θα το επιθυμούσε να το διαβάσει, συμπλήρωσε 260 σελίδες μόνο για τούς τρεις τόμους τής πρώτης Ελληνικής μετάφρασης του Π. Ζάννα εκδόσεις Ηριδανός (πιστή ανθολόγηση) τού "Από τη μεριά του Σουάν".
 
Νίκος Βαρδάκης.


 Το κείμενο
Ι.


1. Οἱ διαλείψεις τοῦ ὕπνου. Τό τυχαῖο πού τρέφει τήν ἐλπίδα γιά νά ἀκολουθήσει ἡ διάψευση.
 
      Γιά χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές μόλις ἔσβηνα τό κερί, τά μάτια μου ἔκλειναν τόσο γρήγορα, ὥστε δέν πρόφταινα νά ἀναλογιστῶ: «Μέ παίρνει ὁ ὕπνος». Καί μισή ὥρα ἀργότερα, ἡ σκέψη πώς καιρός ἦταν πιά νά ἀναζητήσω τόν ὕπνο, μέ ξυπνοῦσε· ἤθελα νά ἀκουμπήσω τό βιβλίο πού νόμιζα πώς κρατοῦσα ἀκόμα στά χέρια μου καί νά σβήσω τό φῶς· δέν εἶχα πάψει ὅσο κοιμόμουν νά κάνω συλλογισμούς πάνω σ᾿ ὅ,τι εἶχα μόλις διαβάσει, οἱ συλλογισμοί ὅμως αὐτοί εἶχαν ἀκολουθήσει ἕναν κάπως παράξενο δρόμο· εἶχα τήν ἐντύπωση πώς ἤμουν ὁ  ἴδιος αὐτό γιά τό ὁποῖο μιλοῦσε τό βιβλίο: μιά ἐκκλησιά, ἕνα κουαρτέτο, ὁ ἀνταγωνισμός τοῦ Φραγκίσκου 1ου [1] καί τοῦ Καρόλου Κουΐντου [2]. Αὐτή ἡ πεποίθηση βαστοῦσε λίγα δεπτερόλεπτα ὕστερα ἀπό τό ξύπνιο μου. Ὕστερα ἡ πεποίθηση αὐτή ἄρχιζε νά μοῦ γίνεται ἀκατανόητη, ὅπως οἱ σκέψεις μιᾶς προγενέστερης ζωῆς· τήν ἴδια στιγμή ξανάβρισκα τό φῶς μου κι ἀποροῦσα βλέποντας γύρω μου ἕνα σκοτάδι, ἁπαλό καί ξεκουραστικό γιά τά μάτια μου, κι ἴσως πιότερο ἀκόμα γιά τό μυαλό μου. Ἀναρωτιόμουν τί ὥρα νά ᾿ναι· ἄκουγα τό σφύριγμα τῶν τραίνων, πού κοντινό ἤ ἀπόμακρο, ὅπως κελάηδημα πουλιοῦ στό δάσος, φανερώνει τίς ἀποστάσεις καί μοῦ περιχάραζε τήν ἔκταση τοῦ ἔρημου κάμπου.
      Ἀκουμποῦσα τρυφερά τά μάγουλά μου πάνω στά ὄμορφα καί τρυφερά μαξιλάρια. Ἄναβα ἕνα σπίρτο γιά νά κοιτάξω τό ρολόι μου. Σχεδόν μεσάνυχτα. Εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ ἄρρωστος, ἀναγκασμένος νά φύγει ταξίδι καί νά κοιμηθεῖ σ᾿ ἕνα ἄγνωστο ξενοδοχεῖο, ξυπνᾶ ἀπό μιά ξαφνική κρίση, καί χαίρεται βλέποντας κάτω ἀπό τήν πόρτα μιά γραμμή ἀπό τό φῶς τῆς μέρας. Τί εὐτυχία εἶναι κιόλας πρωί! Σέ λίγο θά σηκωθοῦν οἱ ὑπηρέτες, θά μπορεῖ νά χτυπήσει τό κουδούνι, θά ᾿ρθουν νά τοῦ προσφέρουν βοήθεια. Ἡ ἐλπίδα πώς θά ἀνακουφιστεῖ τοῦ  δίνει δύναμη νά ὑπομείνει. Νά, τοῦ φάνηκε κιόλας πώς ἄκουσε βήματα· τά βήματα πλησιάζουν, ὕστερα ἀπομακρύνονται. Κι ἡ φωτεινή γραμμή τῆς μέρας, πού βρισκόταν κάτω ἀπό τήν πόρτα του, ἔχει ἐξαφανιστεῖ. Εἶναι μεσάνυχτα· μόλις ἔσβησαν τό γκάζι· ὁ τελευταῖος ὑπηρέτης ἔφυγε καί θά πρέπει τώρα νά μείνει ὅλη τή νύχτα ὑποφέροντας, χωρίς γιατρικό.
      Μ᾿ ἔπαιρνε ξανά ὁ ὕπνος καί συχνά ξυπνοῦσα μόνο γιά λίγο, γιά μιά στιγμή, γιά νά γευστῶ χάρη σ᾿ ἕνα ἀμυδρό φῶς τῆς συνείδησης, τό ὕπνο πού σκέπαζε τά ἔπιπλα, τό δωμάτιο, τό σύνολο αὐτό στό ὁποῖο ἐγώ δέν ἤμουνα παρά ἕνα μικρό του κομμάτι καί πού γυρνοῦσα νά ἑνωθῶ μέ τήν ἀσύνειδη ὕπαρξή μου. Ἤ ἀκόμα, μέσα στό ὕπνο μου συναντοῦσα χωρίς προσπάθεια, μιά ἡλικία ἀπό τήν πρωτινή μου ζωή πού ᾿χε διαβεῖ γιά πάντα, καί ξανάβρισκα μιάν ἀπό τίς παιδικές μου φοβίες, μήπως λόγου χάριν ὁ μεγάλος μου θεῖος  μέ τραβήξει ἀπό τίς μποῦκλες τῶν μαλλιῶν μου, φοβία πού ᾿χε διαλυθεῖ τή μέρα πού μοῦ τίς ἔκοψαν.
      Μερικές φορές, ὅπως ἡ Εὔα γεννήθηκε ἀπό μιά πλευρά τοῦ Ἀδάμ, μιά γυναίκα γεννιόταν, ὅσο ἐγώ κοιμόμουν, ἀπό μιά ἄβολη θέση τοῦ σώματός μου. Φτιαγμένη ἀπό τήν ἡδονή πού ἤμουν ἕτοιμος νά γευτῶ, φανταζόμουν πώς ἐκείνη ἦταν πού μοῦ τήν πρόσφερε. Τό κορμί μου, νιώθοντας μέσα στό δικό της τή δική μου ζεστασιά, γύρευε νά σμίξει μαζί του,  ξυπνοῦσα. Ἄν ὅπως τύχαινε καμιά φορά, νά  ἔχει τά χαραχτηριστικά μιᾶς γυναίκας πού εἶχα γνωρίσει στή ζωή, ἤθελα νά ἀφοσιωθῶ ὁλότελα σ᾿ αὐτό τό σκοπό: νά τήν ξαναβρῶ, σάν αὐτούς πού φεύγουν ταξίδι γιά νά δοῦν μέ τά μάτια τους μιά πολυπόθητη πολιτεία καί φαντάζονται πῶς μποροῦν νά γευστοῦν στή πραγματικότητα τήν γοητεία τοῦ ὀνείρου.
      Ἕνας ἄνθρωπος πού κοιμᾶται κρατᾶ σέ κύκλο ὁλόγυρά του, τό νῆμα πού δένει τίς ὧρες, τήν τάξη πού ἀκολουθοῦν τά χρόνια κι οἱ κόσμοι. Τά συμβουλεύεται ὅλ᾿ αὐτά μέ τό ἔνστικτο του, μόλις ξυπνήσει καί διαβάζει σ᾿ ἕνα δευτερόλεπτο τό σημεῖο τῆς γῆς πού κατέχει ὁ ἴδιος, τό χρόνο πού κύλισε ὅσο κοιμόταν· ὅμως οἱ σειρές μποροῦν νά μπερδευτοῦν, νά κοποῦν. Ἄν τά ξημερώματα, ὕστερα ἀπό ἀϋπνία, τόν πάρει ὁ ὕπνος ἐνῶ διαβάζει, σέ μιά στάση πολύ διαφορετική ἀπ᾿ αὐτή πού συνηθίζει ὅταν κοιμᾶται, τότε τό ὑψωμένο χέρι του ἀρκεῖ νά σταματήσει τό ἥλιο, καί στήν πρώτη στιγμή τοῦ ξύπνου του δέν θά γνωρίζει πιά τήν ὥρα, θά ἔχει τήν ἐντύπωση πώς μόλις ἔπεσε νά κοιμηθεῖ. Ἀρκοῦσε ὅμως στό ἴδιο μου τό κρεβάτι, νά ᾿ναι βαθύς ὁ ὕπνος γιά νά ἡρεμήσει ἐντελῶς τό μυαλό μου· τότε ὅταν ξυπνοῦσα στή μέση τῆς νύχτας, δέν γνώριζα τήν πρώτη στιγμή, οὔτε κάν ποιός ἤμουν· εἶχα μόνο τήν αἴσθηση τῆς ὕπαρξης στήν πρώτη της ἁπλότητα, ἔτσι ὅπως μπορεῖ νά σαλέψει στά κατάβαθα ἑνός ζώου· ἤμουν πιό ἀπογυμνωμένος ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν σπηλαίων· τότε ὅμως ἡ ἀνάμνηση κάποιων τόπων ὅπου εἶχα ζήσει κι ὅπου θά μποροῦσα νά βρίσκομαι, ἐρχόταν σάν μιά βοήθεια γιά νά μέ ἀνασύρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία ἀπ᾿ ὅπου δέν μποροῦσα νά βγῶ μόνος μου· δρασκέλιζα σ᾿ ἕνα δευτερόλεπτο αἰῶνες πολιτισμοῦ, καί οἱ εἰκόνες μέ λάμπες πετρελαίου πού εἶχα θολά ξεχωρίσει, κι ἔπειτα τά πουκάμισα μέ τούς κατεβαστούς  γιακάδες, ἀνασύνθεταν σιγά-σιγά τά πρωτότυπα  χαραχτηριστικά τοῦ ἐγώ μου.
 
2. Ἡ μνήμη τοῦ σώματος θυμᾶται, ὅταν ἡ σκέψη διστάζει ἀκόμα στό κατώφλι τῶν καιρῶν. Ἡ συνήθεια ἀναλαμβάνει νά κάνει οἰκεῖο τόν ἄγνωστο χῶρο, νά γλυκάνει τό αἴσθημα τοῦ ἄγνωστου.
 
      Τό κορμί μου γύρευε, ἀνάλογα μέ τή μορφή τῆς κούρασής του, νά ἐπισημάνει τή θέση πού εἶχαν τά μέλη του, γιά νά μπορέσει νά συμπεράνει τήν κατεύθυνση τοῦ τοίχου, τή θέση τῶν ἐπίπλων, γιά ν᾿ ἀνασυγκροτήσει καί νά προσδιορίσει τόν τόπο ὅπου βρισκόταν.                                                                                            
      Ἡ μνήμη του, ἡ μνήμη πού εἶχαν τά πλευρά, τά γόνατα, οἱ ὦμοι του, τοῦ πρόσφερνε διαδοχικά πολλά ἀπ᾿ τά δωμάτια ὅπου εἶχε κοιμηθεῖ, ἐνῶ ὁλόγυρά του οἱ ἀόρατοι τοῖχοι, στροβιλίζονταν μές᾿ τά σκοτάδια. Καί πρίν ἀκόμα ἡ σκέψη μου, πού δίσταζε στό κατώφλι τῶν καιρῶν καί τῶν σχημάτων, μπορέσει νά προσδιορίσει τό σπίτι, τό κορμί μου θυμόταν γιά τό καθένα, τό εἶδος τοῦ κρεβατιοῦ, τή θέση πού εἶχαν οἱ πόρτες, πῶς φώτιζαν τά παράθυρα, ἀκόμα καί τή σκέψη πού εἶχα, ὅταν ἀποκοιμήθηκα ἐκεῖ. Ἡ μουδιασμένη μου πλευρά, ἀναζητώντας νά μαντέψει τόν προσανατολισμό της, φανταζόταν πώς βρισκόταν ξαπλωμένη ἀπέναντι στόν τοῖχο σ᾿ ἕνα μεγάλο κρεβάτι μέ οὐρανό, κι ἀμέσως ἀναλογιζόμουν: «Γιά φαντάσου, τελικά μέ πῆρε ὁ ὕπνος, μ᾿ ὅλο πού ἡ μαμά δέν ἦρθε νά μοῦ πεῖ καληνύχτα». Βρισκόμουν στήν ἐξοχή, στοῦ παπποῦ μου [3] πού ᾿χε πεθάνει χρόνια τώρα· καί τό κορμί μου, ἡ πλευρά πού πάνω της ἀκουμποῦσα, πιστοί φύλακες ἀπό ἕνα παρελθόν πού τό μυαλό μου δέν θά ᾿πρεπε ποτέ νά ᾿χε  ξεχάσει, μοῦ θύμιζαν τήν φλόγα τῆς καντήλας ἀπό γυαλί Βοημίας, τό τζάκι ἀπό μάρμαρο Σιέννας [4] στήν κρεβατοκάμαρά μου, στό σπίτι τῶν παππούδων μου στό Κομπραί [5], στίς μακρινές ἐκεῖνες μέρες πού τή στιγμή αὐτή τίς φανταζόμουν τωρινές, καί πού θά τίς ξανάβλεπα καλύτερα σέ λίγο ὅταν θά ᾿χα ξυπνήσει ὁλότελα.
      Ὕστερα ξαναγεννιόταν ἡ ἀνάμνηση μιᾶς διαφορετικῆς στάσης: βρισκόμουν στό δωμάτιό μου στῆς Κυρίας ντέ Σαίν-Λού, στήν ἐξοχή· θά ᾿ναι τουλάχιστον δέκα ἡ ὥρα καί θά πρέπει νά τέλειωσαν τό δεῖπνο! Θά παρατράβηξα φαίνεται τόν ὕπνο πού παίρνω κάθε βράδυ, μόλις γυρίσω ἀπό τόν περίπατο μου μέ τήν Κυρία ντέ Σαίν-Λού.
      Ἡ σύντομη ἀβεβαιότητά μου γιά τό χῶρο ὅπου βρισκόμουν δέν κατάφερνε νά ξεχωρίσει καλύτερα τίς διαφορετικές εἰκασίες πού τήν ἀποτελοῦσαν. Εἶχα ὅμως ξαναδεῖ, πότε τό ᾿να  καί πότε τό ἄλλο ἀπ᾿ τά δωμάτια πού εἶχα κατοικήσει στή ζωή μου, καί τελικά τά ξαναθυμόμουν ὅλα, στά μεγάλα ὀνειροπολήματα πού ἀκολουθοῦσαν τό ξύπνημά μου: δωμάτια  χειμωνιάτικα ὅπου σάν μένεις ξαπλωμένος, μαζεύεις τό κεφάλι σου σέ μιά φωλιά πού τήν πλέκεις μέ τά πιό παράταιρα πράγματα· ὅπου σάν κάνει παγωνιά, νιώθεις μιάν εὐχαρίστηση, γιατί αἰσθάνεσαι ἀπομονωμένος ἀπό τό ἔξω κόσμο μέ τή φωτιά νά καίει στό τζάκι ὅλη νύχτα, σάν τό πετροχελίδονο πού ᾿χει τή φωλιά του στό βάθος μιᾶς σπηλιᾶς στή ζεστασιά τῆς γῆς· δωμάτια καλοκαιρινά, ὅπου τό φεγγαρόφωτο καθώς ἀγγίζει τά μισάνοιχτα παντζούρια, ρίχνει ὡς τά πόδια τοῦ κρεβατιοῦ τή μαγεμένη του σκάλα. Κάποτε σέ δωμάτιο σέ στύλ Λουδοβίκου 14ου, [6] μέ μικρή καί τόσο ψηλοτάβανη κάμαρα σκαμμένη σέ σχῆμα πυραμίδας, ὅπου, ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ δηλητηρίασε ψυχικά ἡ ἄγνωστη μυρωδιά τοῦ βετιβέρ [[7], βέβαιος πώς μοῦ ἦταν ἐχθρικές οἱ μενεξεδιές κουρτίνες καί βέβαιος γιά τήν αὐθάδικη ἀδιαφορία τοῦ μεγάλου ρολογιοῦ πού φλυαροῦσε δυνατά, σάν νά μήν ἤμουν ἐκεῖ· ὅπου ἕνας παράξενος καί ἀνελέητος καθρέπτης, ἔσκαβε ὀδυνηρά μέσα στή γλυκειά πληρότητα τοῦ συνηθισμένου μου ὀπτικοῦ πεδίου μιά ἀπρόβλεπτη θέση γιά τόν ἑαυτό του· ὅπου ἡ σκέψη μου, πασχίζοντας νά τεντωθεῖ τοῦ ὕψους, γιά νά πάρει ἀκριβῶς τό σχῆμα τῆς κάμαρας  καί νά μπορέσει νά γεμίσει ὡς ἀπάνω τό γιγάντιο χωνί της, εἶχε ὑποφέρει πολλές σκληρές νύχτες, ὥσπου ἡ συνήθεια ν᾿ ἀλλάξει τό χρῶμα στίς κουρτίνες, νά κάνει τό ρολόι νά σωπάσει, νά διδάξει τόν οἶκτο στόν ἀδυσώπητο καθρέπτη, νά καλύψει τή μυρωδιά τοῦ βετιβέρ, καί νά ἐλαττώσει τό ὕψος τοῦ ταβανιοῦ. Ἡ συνήθεια! τά ρυθμίζει ὅλα ἐπιδέξια, ἀλλά σιγά-σιγά,— κι ἀφίνει στήν ἀρχή τή σκέψη μας νά ὑποφέρει γιά βδομάδες σέ μιά κατάσταση προσωρινότητας — ἀλλά ἡ σκέψη μας μολαταῦτα τήν ἀποδέχεται τή χαρά, γιατί χωρίς τή συνήθεια καί μέ τά δικά της μόνο μέσα, ἡ σκέψη μας θά ἦταν ἀνίκανη νά κάνει κατοικήσιμο ἕνα σπίτι.
      Βέβαια, τώρα εἶχα ξυπνήσει ἐντελῶς, κι ὁ καλός ἄγγελος τῆς βεβαιότητας εἶχε τοποθετήσει στή θέση τους, τό κομμό μου, τό γραφεῖο μου, τό τζάκι, τό παράθυρο καί τίς δύο πόρτες. Παρ᾿ ὅλο πού ἤξερα πώς δέν βρισκόμουν στίς κατοικίες αὐτές, πού ἡ ἄγνοια μου ὅταν ξυπνοῦσα μέ εἶχε κάνει νά πιστέψω τήν παρουσία τους, ἡ μνήμη μου ὡστόσο εἶχε τεθεῖ σέ κίνηση· τό πιό πολύ τῆς νύχτας τό περνοῦσα ξαναφέρνοντας  στό νοῦ μου τήν παλιά ζωή μας στό Κομπραί στῆς μεγάλης μου θείας, στό Μπαλμπέκ [8], στό Παρίσι, στή Ντοσιέρ [9], στή Βενετία ἤ ἀλλοῦ, ἀναπολώντας τά πρόσωπα πού ᾿χα γνωρίσει, ὅ,τι εἶχα δεῖ κι ὅ,τι μοῦ εἶχαν διηγηθεῖ γιά τά πρόσωπα αὐτά.
 
3. Ἡ ἀνησυχία γιά τό φιλί τῆς μητέρας πρίν τό βραδυνό ὕπνο καί ἡ ὀδύνη πού ἀκολουθοῦσε τό φιλί, στή σκέψη πώς θά ἔμενα ξανά μόνος. 
 
      Στό Κομπραί, κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε τό ἀπόγευμα, πολλή ὥρα πρίν ἀπό τή στιγμή πού θά ᾿πρεπε νά πάω στό κρεβάτι, καί νά μείνω χωρίς νά κοιμηθῶ μακριά ἀπ᾿ τή μητέρα μου καί τή γιαγιά μου [10], ἡ κρεβατοκάμαρά μου, ξαναγινόταν τό σταθερό κι ὀδυνηρό σημεῖο πού συγκέντρωνε τίς ἀνησυχίες μου. Εἶχαν βέβαια σοφιστεῖ, γιά νά ξεγνοιάζω τά βράδια πού ἔβρισκαν πώς εἶχα πολύ θλιμμένη ὄψη, νά μοῦ δώσουν ἕνα μαγικό φανό [11] πού ἀντικαθιστούσε τήν ἀδιαπέραστη ἐπιφάνεια τῶν τοίχων μέ ἄϋλους ἰριδισμούς, ὅπου οἱ θρύλοι ἔλεγες πώς ζωγραφίζονταν πάνω σ᾿ ἕνα βιτράϊγ τρεμουλιαστό καί στιγμιαῖο.
      Μέ τόν ἀπότομο βηματισμό τοῦ ἀλόγου του ὁ ἀρχιδικαστής Γκολό, γεμάτος ἀπό φριχτές διαθέσεις, προχωροῦσε πηδηχτά πρός τόν πύργο τῆς δυστυχισμένης Ζενεβιέβ ντέ Μπραμπάν [12]. Ὁ πύργος αὐτός διαγραφόταν ἀπό μιά καμπύλη γραμμή, πού ἦταν μόνο μιά ἄκρη τοῦ πύργου κι εἶχε μπροστά της μιά χέρσα γῆ, ὅπου ὀνειροπολοῦσε ἡ Ζενεβιέβ, φορώντας γαλάζια ζώνη. Μέ γοήτευαν βέβαια αὐτές οἱ ἐντυπωσιακές προβολές, πού ἦταν σά νά ἔβγαιναν ἀπό κάποιο μεσαιωνικό παρελθόν κι ἔφερναν τριγύρω μου τόσο παλιές ἀνταύγειες τῆς ἱστορίας. Εἶναι ὡστόσο ἀνείπωτη ἡ δυσφορία πού μοῦ προκαλοῦσε αὐτή ἡ εἰσβολή τοῦ μυστηρίου, σέ μιά κάμαρα πού εἶχα γεμίσει τόσο πολύ μέ τό ἐγώ μου. Καί μόλις κτυποῦσαν τό καμπανάκι γιά τό δεῖπνο, βιαζόμουν νά τρέξω στήν τραπεζαρία, ὅπου ἡ μεγάλη κρεμαστή λάμπα πού ἀγνοοῦσε τόν Γκολό καί τόν Κυανοπώγωνα [13], σκορποῦσε τό ἴδιο φῶς ὅπως κάθε βράδυ, καί νά πέσω στήν ἀγκαλιά τῆς μαμᾶς, πού οἱ δυστυχίες τῆς Ζενεβιέβ ντέ Μπραμπάν μοῦ τήν ἔκαναν ἀκόμα πιό ἀγαπητή, ἐνῶ τά ἐγκλήματα τοῦ Γκολό μ᾿ ἔκαναν νά ἐλέγχω τή συνείδησή μου μέ περισσότερη αὐστηρότητα.
      Λίγο μετά τό δεῖπνο ἤμουν ἀλοίμονο ὑποχρεωμένος ν᾿ ἀφήσω τή μαμά, πού ἔμενε νά κουβεντιάσει μέ τούς ἄλλους, στόν κῆπο ἄν ἦταν καλός ὁ καιρός, στό σαλονάκι ὅπου ὅλοι μαζεύονταν, ἄν εἶχε κακοκαιρία. Ὅλοι ἐκτός ἀπό τή γιαγιά μου, πού ἔβρισκε «πώς ἦταν κρίμα νά μένει κανείς κλεισμένος μέσα, ὅταν βρίσκεται στήν ἐξοχή» κι εἶχε ἀτελείωτες συζητήσεις μέ τόν πατέρα μου τίς μέρες πού ἔβρεχε, γιατί μέ ἔστελνε στό δωμάτιό μου νά διαβάσω. «Δέν πρόκειται ἔτσι νά τόν κάνετε γερό καί δραστήριο», ἔλεγε μελαγχολικά, «καί μάλιστα αὐτόν τό μικρό πού ἔχει τόση ἀνάγκη ν᾿ ἀποκτήσει δυνάμεις καί θέληση».
      Ἡ μόνη μου παρηγοριά, ὅταν ἀνέβαινα νά πλαγιάσω, ἦταν πώς ἡ μαμά θά ᾿ρχόταν νά μέ φιλήσει ὅταν θά βρισκόμουν στό κρεβάτι μου. Αὐτό τό καληνύχτισμα ὅμως βαστοῦσε τόσο λίγο, ἐκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα ὥστε ἡ στιγμή πού ἄκουγα νά ἀνεβαίνει, ἦταν γιά μένα μιά στιγμή ὀδυνηρή. Γιατί ἀνάγγελνε τή στιγμή πού θ᾿ ἀκολουθοῦσε, ὅταν θά μ᾿ ἄφηνε μόνο, ὅταν θά ξανακατέβαινε. Κι ἔτσι αὐτό τό καληνύχτισμα, πού τ᾿ ἀγαποῦσα τόσο, ἔφτανα στό σημεῖο νά εὔχομαι νά καθυστερήσει ὅσο γινόταν πιό πολύ, γιά νά παραταθεῖ ὁ χρόνος τῆς ἀνάπαυλας, ὅπου δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ μαμά. Ἡ παραχώρηση πού ἔκανε στή θλίψη μου καί στήν ταραχή μου, ἀνεβαίνοντας νά μέ φιλήσει, φέρνοντάς μου αὐτό τό φιλί τῆς γαλήνης, νευρίαζε τόν πατέρα μου, πού ἔβρισκε παράλογες αὐτές τίς τελετές, καί ἡ ἴδια προσπαθοῦσε νά μέ κάνει νά χάσω τήν ἀνάγκη του. Ὅμως οἱ βραδυές αὐτές, ὅταν ἡ μαμά ἔμενε τόσο λίγο στό δωμάτιο μου, ἦταν γλυκειές σέ σύγκριση μέ τίς ἄλλες, ὅταν εἶχαν κόσμο στό δεῖπνο καί γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν ἀνέβαινε νά μοῦ πεῖ καληνύχτα.

4. Τό φιλελεύθερο πνεῦμα τῆς γιαγιᾶς, ἡ θλιμμένη ἀγάπη τοῦ ἀφηγητῆ γι᾿ αὐτή, ἡ ἀνησυχία τῆς γιαγιᾶς γιά τό μικρό Μαρσέλ.
 
      Τή γιαγιά μου, ὅτι καιρό κι ἄν ἔκανε, ἀκόμα κι ὅταν ἡ βροχή ἦταν ραγδαία κι ἡ Φρανσουάζ εἶχε φέρει βιαστικά μέσα τά πολύτιμα ψάθινα ἔπιπλα, τήν ἔβλεπες στόν ἄδειο κῆπο πού τόν ἔδερνε ἡ μπόρα, ν᾿ ἀνασηκώνει τίς ἀκατάστατες καί γκρίζες ἄκρες τῶν μαλλιῶν της, γιά νά μουσκέψει καλύτερα τό μέτωπό της μέ τήν ὑγεία πού ἔφερνε ὁ ἄνεμος καί ἡ βροχή. Ἔλεγε: «Ἐπιτέλους ἀναπνέουμε!» καί διέσχιζε τίς κατάβρεχτες ἀλέες — τίς ὑπερβολικά σύμμετρα εὐθυγραμμισμένες γιά τό γοῦστο της, ἀπ᾿ τόν καινούργιο κηπουρό, πού τοῦ ἔλειπε ἡ αἴσθηση τῆς φύσης — μέ τά ζωηρά πηδηχτά βηματάκια της, ρυθμισμένα πάνω στά διάφορα συναισθήματα πού προκαλοῦσε στήν ψυχή της, ἡ μέθη τῆς θύελλας, ἡ δύναμη τῆς ὑγιεινῆς, ἡ βλακεία τῆς διαπαιδαγώγησής μου, ἡ συμμετρία τῶν κήπων, καί πολύ λιγότερο ἡ ἐπιθυμία, πού ποτέ της δέ γνώρισε, γιά νά προστατέψει ἀπό τίς λάσπες τή δαμασκηνιά της φούστα.
      Ὅταν τίς βόλτες αὐτές στόν κῆπο τίς πραγματοποιοῦσε ἡ γιαγιά μου μετά τό δεῖπνο, ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶχε τή δύναμη νά τήν κάνει νά γυρίσει πίσω: αὐτό θά συνέβαινε ἄν ἡ μεγάλη θεία μου τῆς φώναζε: «Ματίλντ! ἔλα λοιπόν νά ἐμποδίσεις τόν ἄντρα σου νά πιεῖ κονιάκ!» Πραγματικά, γιά νά τήν πειράξει — ἡ γιαγιά μου εἶχε φέρει στήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα μου ἕνα πνεῦμα τόσο διαφορετικό, ὥστε ὅλοι ἔκαναν χωρατά μαζί της καί τήν παίδευαν—κι ἐπειδή τά λικέρ ἦταν ἀπαγορευμένα γιά τόν παππού μου, ἡ μεγάλη μου θεία τοῦ ᾿δινε νά πιεῖ μερικές σταγόνες. Ἡ καημένη ἡ γιαγιά μου, ἐρχόταν μέσα, θερμοκαλοῦσε τόν ἄντρα της νά μή δοκιμάσει κονιάκ· ἐκεῖνος θύμωνε, ἔπινε μολαταῦτα τή γουλιά του, κι ἡ γιαγιά μου ξανάφευγε μελαγχολική, ἀπογοητευμένη κι ὅμως χαμογελαστή, γιατί εἶχε τόση ταπεινοφροσύνη κι ἦταν τόσο γλυκειά, ὥστε ἡ καλοσύνη της για τούς ἄλλους καί τό λίγο πού τήν ἀπασχολοῦσε ὁ ἑαυτός της, δένονταν ἁρμονικά μέσα στό βλέμμα της σ᾿ ἕνα χαμόγελο, ὅπου δέν ὑπῆρχε εἰρωνεία παρά μόνο γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της, ἐνῶ γιά τούς ἄλλους ὑπῆρχε κάτι σάν φιλί στά μάτια της. Αὐτό τό μαρτύριο πού τῆς ἐπέβαλλε ἡ μεγάλη μου θεία, ἦταν ἀπό τά πράγματα πού τόσο συνηθίζει κανείς νά τά βλέπει, ὥστε φτάνει ἀργότερα στό σημεῖο νά τ᾿ ἀντιμετωπίζει γελώντας, καί νά παίρνει πιά τό μέρος τοῦ διώκτη ἀρκετά ξεκάθαρα κι εὔθυμα, γιά νά πείσει τόν ἑαυτό του, πώς δέν πρόκειται γιά κατατρεγμό. Τότε ὅμως μοῦ προκαλοῦσε τέτοια φρίκη πού θά ᾿θελα νά μποροῦσα νά ᾿δερνα τή μεγάλη μου θεία. Ὅμως μόλις ἄκουγα: «Ματίλντ! ἔλα λοιπόν νά ἐμποδίσεις τόν ἄντρα σου νά πιεῖ κονιάκ!», δειλός λές καί ἤμουν ἄντρας κιόλας, ἔκανα αὐτό πού κάνομε ὅλοι, ὅταν εἴμαστε πιά μεγάλοι, ὅταν βρισκόμαστε μπροστά σ᾿ ὀδύνες καί ἀδικίες: δέν ἤθελα νά τή βλέπω· ἀνέβαινα νά κλάψω στό πιό ψηλό σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ, κάτω ἀπ᾿ τή στέγη. Προορισμένο γιά χρήση πιό εἰδική καί χυδαία τό καμαράκι αὐτό, μοῦ χρησίμεψε καιρό σάν καταφύγιο, γιά ὅ,τι ἀπαιτοῦσε ἀπαραβίαστη μοναξιά: ἀνάγνωση, ὀνειροπόληση, δάκρυα καί ἡδυπάθεια. Ἀλοίμονο! Δέν ἤξερα πώς πολύ πιό ἔντονα ἀπ᾿ τίς μικρές  ἀταξίες στή δίαιτα τοῦ συζύγου της, ἡ δική μου ἔλειψη θέλησης, ἡ εὐαίσθητη ὑγεία μου, ἡ ἀβεβαιότητα πού ὅλα αὐτά ἔριχναν στό μέλλον μου, ἀπασχολοῦσαν τή γιαγιά μου ὅσο διαρκοῦσαν οἱ ἀτελείωτες αὐτές βόλτες, ὅπου ἔβλεπες τ᾿ ὄμορφο πρόσωπό της, μέ τά μελαψά καί ρυτιδωμένα μάγουλα, καί πού πάνω τους στέγνωνε πάντα ἕνα ἀθέλητο δάκρυ, φερμένο ἐκεῖ ἀπ᾿ τό κρύο ἤ ἀπό κάποια δυσάρεστη σκέψη.
 
5. Ὁ Σουάν. Ἡ ἄγνοια τῆς οἰκογένειας σχετικά με τόν κοσμικό Σουάν, τήν εἴσοδό του στούς ἀριστοκρατικούς κύκλους, παρά τήν ἀστική καταγωγή του.
 Ἡ κοινωνική μας προσωπικότητα εἶναι δημιούργημα τῆς σκέψης τῶν ἄλλων.
 
      Τά βράδυα πού καθισμένοι κάτω ἀπ᾿ τή μεγάλη καστανιά, ἀκούγαμε στήν ἄκρη τοῦ κήπου, τό διπλό καί ἄτολμο κουδούνισμα, ἀπ᾿τό εἰδικό καμπανάκι γιά τούς ξένους, ὅλοι ἀναρωτιόνταν ἀμέσως: «Ποιός νά ᾿ναι ἄραγε;»  καί ὅμως ἤξεραν καλά πώς δέν μποροῦσε νά ᾿ναι ἄλλος ἀπό τόν κύριο Σουάν· ἡ μεγάλη μου θεία, μιλώντας δυνατά, για νά δώσει τό παράδειγμα, ἔλεγε νά μήν ψιθυρίζουν ἔτσι· ἔλεγε πώς εἶναι πολύ προσβλητικό γιά κάποιον πού καταφθάνει νά μένει μέ τήν ἐντύπωση πώς οἱ ἄλλοι λένε πράγματα πού ὁ ἴδιος δέν πρέπει νά ἀκούσει· κι ἔστελναν σάν ἀνιχνευτή τή γιαγιά μου, πού πάντα χαιρόταν νά βρίσκει ἀφορμή γιά νά κάνει ἄλλη μιά βόλτα στόν κῆπο καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἀφαιροῦσε κρυφά καθώς περνοῦσε, μερικά στηρίγματα ἀπ᾿ τίς τριανταφυλλιές, γιά νά δώσει στά τριαντάφυλλα περισσότερη φυσικότητα, σάν τή μητέρα  πού γιά νά τά κάνει νά φουσκώσουν, περνᾶ τό χέρι στά μαλλιά τοῦ γιοῦ της, πού ὁ κουρέας τά κόλλησε ὑπερβολικά.
      Περιμέναμε ὅλοι ἀνήσυχοι τά νέα πού θά μᾶς ἔφερνε ἡ γιαγιά μου ἀπ᾿ τόν ἐχθρό, λές καί μπορούσαμε ν᾿ ἀμφιβάλλουμε ποιός  ἦταν ἀπό τούς πιθανούς πολιορκητές μας, κι ὕστερ᾿ ἀπό λίγο ὁ παππούς μου ἔλεγε: «Ἀναγνωρίζω τή φωνή τοῦ Σουάν». Τόν ἀναγνώριζε πραγματικά μόνο ἀπό τή φωνή του· διέκρινες δύσκολα τό πρόσωπό του, μέ τήν κυρτή μύτη, μέ τά πράσινα μάτια, κάτω ἀπό ἕνα ψηλό μέτωπο πού τό πλαισίωναν ξανθά μαλλιά, γιατί ἀφήναμε ὅσο γινόταν λιγότερο φωτισμό στό κῆπο, γιά νά μή μαζεύονται τά κουνούπια. Ὁ Σουάν, μ᾿ ὅλο πού ἦταν πολύ νεώτερος, εἶχε στενό δεσμό μέ τόν παππού μου, πού ὑπῆρξε ἄλλοτε, ἕνας ἀπό τούς καλύτερους φίλους τοῦ πατέρα του.
      Γιά πολλά χρόνια, κι ὅταν ἀκόμα πρίν ἀπό τό γάμο του, ὁ  Σουάν ἐρχόταν συχνά νά τούς βλέπει στό Κομπραί, ἡ μεγάλη μου θεία καί οἱ παπποῦδες μου, δέν ὑποπτεύονταν πώς δέν ζοῦσε πιά καθόλου στήν κοινωνία πού σύχναζε ἄλλοτε ἡ οἰκογένειά του καί πώς φιλοξενοῦσαν — μέ τήν ἀπόλυτη ἀθωότητα τίμιων ξενοδόχων πού στεγάζουν χωρίς νά τό ξέρουν, ἕνα διάσημο ληστή — ἕνα ἀπό τά πιό κομψά μέλη τοῦ Τζόκεϋ Κλάμπ [14], εὐνοούμενο φίλο τοῦ κόμη τῶν Παρισίων [15] καί τοῦ πρίγκιπα τῆς Οὐαλλίας [16], ἕνα ἀπ᾿ τά πρόσωπα τά πιό χαϊδεμένα τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας τοῦ φωμπούρ Σαίν Ζερμαίν [17].
      Ἡ ἄγνοια τήν ὁποία εἴχαμε γιά τήν ξεχωριστή αὐτή κοσμική ζωή πού ζοῦσε ὁ Σουάν, ὀφειλόταν ὡς ἕνα σημεῖο, στόν συνεσταλμένο καί ἐχέμυθο χαρακτήρα του, ἀλλά καί στό ὅτι οἱ ἀστοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, θεωροῦσαν πώς τήν κοινωνία τήν ἀποτελοῦσαν κάστες κλειστές. Ὁ κύριος Σουάν πατέρας, ἦταν χρηματιστής. Γνώριζαν ποιούς σύχναζε ὁ πατέρας του, ἄρα γνώριζαν μέ ποιούς ἦταν σέ θέση ὁ ἴδιος, νά ἔχει φιλικές σχέσεις. Ἄν γνώριζε κι ἄλλους, θά ᾿ταν σχέσεις νεανικές πού ἀπέναντι τους οἱ παλιοί φίλοι τῆς οἰκογένειας, ὅπως καί οἱ γονεῖς μου, θά ἔκλειναν καλοπροαίρετα τά μάτια· εἴμαστε ὅμως σχεδόν βέβαιοι πώς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, πού μᾶς ἦταν ἄγνωστοι καί πού τούς συναναστρεφόταν, ἦταν ἀπ᾿ αὐτούς πού δέ θά τολμοῦσε νά χαιρετήσει, ἄν τούς συναντοῦσε ὅσο βρισκόταν μαζί μας. Ἄν ἤθελαν νά ἐφαρμόσουν ὁπωσδήποτε στόν Σουάν ἕνα κοινωνικό συντελεστή προσαρμοσμένο στό ἄτομο του, σέ σχέση μέ ἄλλους γιούς χρηματιστῶν, ὁ συντελεστής αὐτός θά ᾿ταν γιά τόν Σουάν κάπως πιό χαμηλός, γιατί καθώς εἶχε τρόπους ἁπλούς κι εἶχε πάντα τή μανία γιά τά παλιά ἀντικείμενα καί τή ζωγραφική, ἔμενε τώρα σ᾿ ἕνα παλιό μέγαρο ὅπου στοίβαζε τίς συλλογές του, πού ἡ γιαγιά μου ὀνειρευόταν νά ἐπισκεφτεῖ, ἀλλά πού βρισκόταν στό Καί ντ᾿ Ὀρλεάν, συνοικία πού ἡ μεγάλη μου θεία θεωροῦσε ντροπή νά κατοικεῖ κανείς. «Εἴσαστε τουλάχιστον εἰδικός; Σᾶς ρωτῶ γιά τό καλό σας, γιατί  θά μποροῦσαν οἱ ἔμποροι νά σᾶς σερβίρουν κακοτεχνήματα», τοῦ ἔλεγε ἡ μεγάλη μου θεία· πραγματικά δέν τοῦ ἀναγνώριζε καμιά ἁρμοδιότητα καί δέν εἶχε μεγάλη ἰδέα, ἀκόμα καί ἀπό τήν ἄποψη τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου, γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ἀπόφευγε στίς συζητήσεις τά σοβαρά θέματα καί φανέρωνε μιά πεζότατη ἀκριβολογία.
       Ἄν ὅμως ἔλεγαν στή μεγάλη μου θεία πώς αὐτός ὁ Σουάν, πού σάν «Σουάν υἱός» εἶχε ἀπόλυτα τά προσόντα νά γίνεται δεχτός ἀπό τήν «καλή ἀστική τάξη», ἀπ᾿ τούς συμβολαιογράφους ἤ τούς δικηγόρους  μέ τήν πιό μεγάλη ὑπόληψη στό Παρίσι, ζοῦσε, σχεδόν κρυφά, μιά ζωή ἐντελῶς διαφορετική· πώς φεύγοντας ἀπ᾿ τό σπίτι μας στό Παρίσι, κι ἀφοῦ μᾶς εἶχε πεῖ πώς θά γύριζε στό δικό του νά κοιμηθεῖ, ἄλλαζε κατεύθυνση μόλις ἔφτανε στή γωνιά τοῦ δρόμου, καί πήγαινε σέ κάποιο σαλόνι πού κανένα μάτι χρηματιστῆ  δέν ἀντίκρυσε ποτέ, αὐτό θά ᾿χε φανεῖ τόσο καταπληκτικό στή θεία μου, γιά νά χρησιμοποιήσουμε μιά εἰκόνα πού εἶχε πολλές πιθανότητες νά ᾿ρθει στή σκέψη της ἐπειδή τήν εἶχε δεῖ ζωγραφισμένη πάνω στά πιάτα μας στό Κομπραί, θά τῆς εἶχε φανεῖ  λοιπόν τόσο καταληκτικό, σά νά ᾿χε στό δεῖπνο καλεσμένο τόν Ἀλῆ Μπαμπά [18] πού μόλις θά καταλάβαινε πώς ἦταν μόνος, θά τρύπωνε στήν ἐκθαμβωτική σπηλιά μέ τούς ἀφάνταστους θησαυρούς.
      Μιά μέρα πού εἶχε ἔρθει νά μᾶς ἐπισκεφτεῖ στό Παρίσι μετά τό δεῖπνο καί ζήτησε νά τοῦ συγχωρεθεῖ πού φοροῦσε ἐπίσημο ἔνδυμα, ὅταν ἡ Φρασουάνζ εἶπε μετά τήν ἀναχώρησή του, πώς ἔμαθε ἀπό τόν ἁμαξά πώς εἶχε δειπνήσει "σέ μιά πριγκίπισσα" — «Ναί, σέ μιά πριγκίπισσα τοῦ ἡμικόσμου!»  ἀπάντησε ἡ θεία μου ὑψώνοντας τούς ὥμους, μέ ἀτάραχη ἡρεμία.
      Ἄν ἡ συζήτηση γυρνοῦσε στούς πρίγκηπες τοῦ Βασιλικοῦ Οἴκου τῆς Γαλλίας: «Εἶναι πρόσωπα πού δέ θά τά γνωρίσουμε ποτέ ἐσεῖς καί ἐγώ, οὔτε καί τούς ἔχουμε ἀνάγκη, δέν εἶναι ἔτσι;» ἔλεγε ἡ μεγάλη μου θεία στόν Σουάν, πού εἶχε στήν τσέπη του ἕνα γράμμα ἀπό τόν κόμη τῶν Παρισίων· τόν ἔβαζε νά σπρώχνει τό πιάνο ἤ νά γυρνᾶ τά φύλλα τά βράδια πού ἡ ἀδελφή τῆς γιαγιᾶς  μου τραγουδοῦσε, κι εἶχε σ᾿ αὐτόν, πού ἦταν τόσο περιζήτητος ἀλλοῦ, τόν ἁπλοϊκό ἀπότομο τρόπο τοῦ παιδιοῦ πού παίζει μ᾿ ἕνα μπιμπελό πολύτιμης συλλογῆς, σάν νά ἦταν ἕνα φτηνό ἀντικείμενο. Ὅμως ἀκόμα καί ἄν ἐξετάσουμε μόνο τά πιό ἀσήμαντα τῆς ζωῆς, δέν εἴμαστε ἕνα σύνολο ὑλικά συγκροτημένο, ὅμοιο γιά ὅλους, καί πού μπορεῖ ὁ καθένας νά πάρει σχετικές μ᾿ αὐτό πληροφορίες, ὅπως λαβαίνει γνώση γιά μιά συγγραφή ὑποχρεώσεων ἤ γιά μιά διαθήκη· ἡ κοινωνική μας προσωπικότητα εἶναι δημιούργημα τῆς σκέψης τῶν ἄλλων. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε «νά δῶ ἕνα πρόσωπο πού γνωρίζω», εἶναι ὡς ἕνα βαθμό, μιά πράξη διανοητική. Γεμίζουμε τήν ὑλική ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου πού βλέπουμε μ᾿ ὅσες γνώσεις ἔχουμε γι᾿ αὐτόν. Αὐτές τελικά γεμίζουν τόσο τέλεια τά μάγουλα, ἀκολουθοῦν τή γραμμή τῆς μύτης, μπλέκονται τόσο καλά γιά νά δώσουν ἀποχρώσεις στόν τόνο τῆς φωνῆς. Χωρίς ἀμφιβολία στόν Σουάν πού εἶχαν δημιουργήσει γιά τόν ἑαυτό τους οἱ γονεῖς μου, εἶχαν παραλείψει ἀπό ἄγνοια νά συμπεριλάβουν ἕνα πλῆθος ἰδιοτυπίες τῆς κοσμικῆς του ζωῆς, πού ἦταν ὁ λόγος πού ἄλλα πρόσωπα, ὅταν βρίσκονταν μαζί του, ἔβλεπαν τήν κοσμική κομψότητα νά κυριαρχεῖ στήν ὄψη του· μά κι οἱ γονεῖς  μου ἐπίσης εἶχαν κατορθώσει νά συσσωρεύσουν πάνω σ᾿ αὐτό τό πρόσωπο τό ἀπογυμνωμένο ἀπό τήν αἴγλη του, μέσα στά μάτια του πού ὑποτιμοῦσαν, τό ἀπροσδιόριστο καί γλυκό κατάλοιπο, μισό ἀνάμνηση καί μισό λήθη, ἀπ᾿ τίς ράθυμες ὧρες πού εἴχαμε περάσει μαζί, ὅσον καιρό ζήσαμε σάν καλοί γείτονες στήν ἐξοχή. Το σωματικό περίβλημα τοῦ φίλου μας ἦταν τόσο καλά ντυμένο μέ τίς ὧρες αυτές, πού ο Σουάν αυτός εἶχε γίνει ένα πλάσμα τόσο ὁλοκληρωμένο καί ζωντανό, ώστε ἔχω  τήν ἐντύπωση πώς ἀφήνω ἕνα πρόσωπο γιά νά πάω σ᾿ ἕνα ἄλλο τελείως ξεχωριστό, ὅταν ἀπό τήν ἀνάμνηση τοῦ  Σουάν πού γνώρισα ἀργότερα μέ ἀκρίβεια, περνῶ σ᾿ αὐτόν τόν πρῶτο Σουάν, στόν οποῖο ξαναβρίσκω τίς χαριτωμένες πλάνες τῶν νεανικῶν μου χρόνων, τόν Σουάν τον  ἀνέμελο καί μυρωμένο με τό ἄρωμα πού ἀνάδινε ἡ μεγάλη καστανιά καί πού ἄλλωστε μοιάζει λιγότερο μέ τόν καινούργιο Σουάν, παρ' ὄσο μέ τά πρόσωπα πού γνώρισα τήν ἴδια ἐποχή, λές καί ἡ ζωή μας εἶναι ἕνα μουσεῖο, ὅπου ὅλα τά πορτραῖτα μιᾶς ἴδιας ἐποχῆς ἔχουν τό ἴδιο κοινό ὕφος.
      Μιά μέρα ὡστόσο πού ἡ γιαγιά μου εἶχε πάει νά ζητήσει μιάν ἐξυπηρέτηση ἀπό τήν μαρκησία Βιλλεπαριζίς τῆς φημισμένης οἰκογένειας τῶν Μπουγιόν [19], τήν ὁποία εἶχε γνωρίσει, ἡ μαρκησία τῆς εἶπε: «Νομίζω πώς γνωρίζετε πολύ καλά τόν κύριο Σουάν, εἶναι μεγάλος φίλος τῶν ἀνεψιῶν μου ντέ Λώμ». Ἡ γιαγιά μου γύρισε κατενθουσιασμένη, ἀπ᾿ τό μέγαρο πού ἔβλεπε πρός τούς κήπους, καθώς κι ἀπό ἕναν ράφτη γιά γιλέκα καί τήν κόρη του, πού ᾿χαν τό μαγαζί τους στήν αὐλή κι ὅπου εἶχε μπεῖ γιά νά ζητήσει νά βάλουν μιά βελονιά στή φούστα της, γιατί την εἶχε ξεσκίσει στή σκάλα. Ἡ γιαγιά μου εἶχε βρεῖ τούς ἀνθρώπους αὐτούς τέλειους. Γιατί ἐκείνη ἔβρισκε διακεκριμένους τούς ἀνθρώπους ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπό τήν κοινωνική τους σειρά. Θαύμαζε ἐκστατικά μιά ἀπάντηση πού τῆς εἶχε δώσει ὁ ράφτης, κι ἔλεγε στή μαμά: «Ἡ Σεβινιέ [20] δέν θά μιλοῦσε καλύτερα!», ἐνῶ ἀντίθετα ἔλεγε γιά ἕναν ἀνεψιό τῆς κυρίας Βιλλεπαριζίς πού εἶχε συναντήσει στό σπίτι της: «Ἄ, κόρη μου, τί κοινός πού εἶναι!»
      Ὡστόσο τά λόγια τά σχετικά μέ τόν Σουάν εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα ὄχι νά τόν ἀνεβάσουν στήν ἐκτίμηση τῆς μεγάλης μου θείας, ἀλλά νά ὑποβιβάσουν τήν κυρία Βιλλεπαριζίς. Θά ᾿λεγες  πώς ἡ ἐκτίμηση πού μέ βάση τά λεγόμενα τῆς γιαγιᾶς μου, νιώθαμε γιά τήν κυρία Βιλλεπαριζίς, τῆς δημιουργοῦσε τήν ὑποχρέωση νά μήν κάνει τίποτα, πού τήν καθιστοῦσε λιγότερο ἄξια της· κι εἶχε παραβλέψει τήν ὑποχρέωσή της αὐτή, ἀπ᾿ τή στιγμή πού γνώριζε τήν ὕπαρξη τοῦ Σουάν κι ἐπέτρεπε σέ συγγενεῖς της, νά τόν συναναστρέφονται. Αὐτή ἡ γνώμη τους γιά τίς σχέσεις τοῦ Σουάν οἱ δικοί μου, θεώρησαν πώς ἐπιβεβαιώθηκε ἀργότερα, ἀπό τό γάμο του μέ μιά γυναίκα τῆς χειρότερης κοινωνίας, μιά σχεδόν κοκότα, πού ἄλλωστε ὁ ἴδιος δέ θέλησε ποτέ νά τούς τήν παρουσιάσει, ἀφοῦ ἐξακουλουθοῦσε νά ἔρχεται μόνος στό σπίτι μας, ἀλλά ὅλο καί πιό ἀραιά.

6. Τό ἄγχος ἀπό τή στέρηση τοῦ φιλιοῦ τῆς μαμᾶς, τό ἄγχος, πού σάν πρωταρχικό του προορισμό ἔχει τόν ἔρωτα.
 
      Ὁ μόνος ἀπό ἐμᾶς γιά τόν ὁποῖο ἡ ἄφιξη τοῦ Σουάν γινόταν ἀντικείμενο μιᾶς ὀδυνηρῆς ἔγνοιας, ἤμουν ἐγώ. Γιατί τά βράδια πού ξένοι, ἤ μόνο ὁ Σουάν, βρισκόταν στό σπίτι μας, ἡ μαμά δέν ἀνέβαινε στό δωμάτιό μου· αὐτό τό πολύτιμο καί φθαρτό φιλί, πού μοῦ ᾿δινε σκύβοντας στό κρεβάτι μου τή στιγμή πού μ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, ἔπρεπε τώρα νά τό μεταφέρω ἀπ᾿ τήν τραπεζαρία στό δωμάτιό μου, νά τό κλέψω ἀπότομα, δημόσια, δίχως κἄν νά ᾿χω τόν ἀπαραίτητο χρόνο γιά νά δώσω στήν πράξη μου αὐτή τήν προσήλωση τῶν μανιακῶν, πού προσπαθοῦν νά μή σκέφτονται τίποτα ἄλλο ὅταν κλείνουν τήν πόρτα, γιά νά μπορέσουν, ὅταν θά τούς ξαναπιάσει ἡ ἀρρωστημένη ἀβεβαιότητα, νά τῆς ἀντιτάξουν θριαμβευτικά τήν ἀνάμνηση τῆς στιγμῆς πού τήν ἔκλειναν.
      Βρισκόμασταν στόν κῆπο ὅταν ἀκούστηκαν τά δυό δισταχτικά χτυπήματα στό καμπανάκι. Ξέραμε πώς ἦταν ὁ Σουάν· ὅμως ὅλοι κοιταχτήκαμε μ᾿ ἐρωτηματική ἔκφραση καί στείλαμε τή γιαγιά μου γιά ἀναγνώριση. «Ἄ, νά ὁ κύριος Σουάν». Ἡ μητέρα μου εἶχε σκεφτεῖ πώς ἕνας λόγος της, θά μποροῦσε νά σβήσει ὅλη τή λύπη πού ἴσως εἶχε προκαλέσει ἡ οικογένειά μας στόν  Σουάν, ἀπό τότε πού παντρεύτηκε. Βρῆκε τόν τρόπο νά τόν πάρει λίγο ἀπόμερα. «Λοιπόν κύριε Σουάν», τοῦ εἶπε, «μιλῆστε μου λίγο γιά τήν κόρη σας· εἶμαι βέβαιη πώς ἀγαπᾶ κιόλας τά ὄμορφα πράγματα ὅπως ὁ μπαμπάς της» — «Μά ἐλᾶτε λοιπόν νά καθήσετε μ᾿ ὅλους μας κάτω ἀπό τή βεράντα» εἶπε ὁ παππούς μου πλησιάζοντας. Καθήσαμε ὅλοι γύρω ἀπ᾿ τό σιδερένιο τραπέζι. Θά ἤθελα νά μή σκεφτόμουν τίς ὧρες τίς γεμάτες ἄγχος, πού θά περνοῦσα ἀπόψε στό δωμάτιό μου, χωρίς νά μπορέσω νά ἀποκοιμηθῶ. Οἱ σκέψεις ἔφθαναν ὡς τό μυαλό μου, ἀλλά μόνο ἀφοῦ εἶχαν χάσει κάθε στοιχεῖο ὀμορφιᾶς ἤ ἀκόμα καί κάθε στοιχεῖο πού θά μποροῦσε νά μέ συγκινήσει ἤ νά μέ διασκεδάσει. Σάν τόν ἄρρωστο πού χάρη σ᾿ ἕνα ἀναισθητικό παρακολουθεῖ μέ ἀπόλυτη διαύγεια τήν ἐγχείρηση πού τοῦ κάνουν, ἀλλά χωρίς νά νιώθει τίποτα, μποροῦσα νά ἀπαγγέλνω μέσα μου στίχους πού ἀγαποῦσα ἤ νά παρακολουθῶ τίς συζητήσεις τοῦ παπποῦ μου μέ τόν Σουάν, χωρίς οἱ πρῶτοι νά μέ κάνουν νά νιώσω τήν παραμικρή συγκίνηση καί οἱ δεύτερες καμιά εὐχαρίστηση.
      Δέν σήκωνα τά μάτια ἀπό τή μητέρα μου, ἤξερα πώς μόλις περνοῦσαν στό τραπέζι, δέ θά μοῦ ἐπέτρεπαν νά μείνω, καί πώς ἡ μαμά δέ θά μ᾿ ἄφηνε νά τή φιλήσω πολύ, μπροστά στόν κόσμο σά νά βρισκόταν στό δωμάτιό μου. Γι αὐτό ἔταζα στόν ἑαυτό μου, ὅταν ἄρχιζε τό δεῖπνο κι ἔνιωθα νά πλησιάζει ἡ ὥρα, νά δώσω ἀπό πρίν σ᾿ αὐτό τό φιλί, πού θά ᾿ταν τόσο σύντομο καί κρυφό, ὅ,τι περισσότερο μποροῦσα μόνος, νά διαλέξω μέ τό βλέμμα μου τή θέση πού θά φιλοῦσα στό μάγουλο, νά προετοιμάσω τή σκέψη, γιά νά μπορέσω ν᾿ ἀφιερώσω ὅλο τό χρόνο πού θά μοῦ ἄφηνε ἡ μαμά γιά νά νιώσω τό μάγουλό της πάνω στά χείλια μου, σάν τό ζωγράφο πού δέ μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει παρά σύντομες πόζες κι ἑτοιμάζει τήν παλέτα του καί φτιάχνει ἀπό πρίν, ἀπό μνήμης, ἀπό τίς σημειώσεις του, ὅ,τι μπορεῖ ἐνδεχόμενα νά πραγματοποιήσει χωρίς τήν παρουσία τοῦ μοντέλου. Ἀλλά νά, πού πρίν χτυπήσει τό καμπανάκι γιά τό δεῖπνο, ὁ παππούς μου εἶχε τή ἀσύνειδη σκληρότητα νά πεῖ: «ὁ μικρός φαίνεται κουρασμένος, θά ᾿πρεπε ν᾿ ἀνέβει γιά νά κοιμηθεῖ. Ἄλλωστε δειπνοῦμε ἀργά ἀπόψε». Κι ὁ πατέρας μου, πού δέν τηροῦσε, ὅπως ἡ γιαγιά μου καί ἡ μητέρα μου, πιστά τίς συμφωνίες, εἶπε: «Ναί, ἄντε πήγαινε νά κοιμηθεῖς». Θέλησα νά φιλήσω τή μαμά. «Μά ὄχι, ἄφησε τή μητέρα σου, ἀρκεῖ πού εἴπατε ἔτσι καληνύχτα, οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές εἶναι γελοῖες. Ἄντε ἀνέβα!» Καί χρειάστηκε νά φύγω χωρίς τονωτικό. Αὐτή ἡ μισητή σκάλα, πού ἄρχιζα ν᾿ ἀνεβαίνω πάντα τόσο θλιμμένα, ἀνάδινε μιά μυρωδιά ἀπό βερνίκι, πού εἶχε μέ κάποιο τρόπο ἀπορροφήσει αὐτό τό ἰδιαίτερο εἶδος θλίψης πού ᾿νιωθα κάθε βράδυ. Ὅταν κοιμόμαστε κι ἕνας πονόδοντος γίνεται ἀκόμα αἰσθητός, μέ τή μορφή μιᾶς νέας κοπέλας πού πασχίζουμε διακόσιες φορές ἀπανωτά νά τήν βγάλουμε ἀπό τό νερό ἤ μέ ἕνα στίχο τοῦ Μολιέρου πού τόν ἐπαναλαμβάνουμε ἀδιάκοπα, τότε εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση νά ξυπνήσουμε καί νά μπορέσει ἡ σκέψη μας ν᾿ ἀπαλλάξει τήν ἰδέα τοῦ πονόδοντου ἀπό κάθε μεταμφίεση, ἡρωική ἤ ρυθμική. Τό ἀντίθετο ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀνακούφηση ἔνιωθα, ὅταν ἡ θλίψη μου, ἐπειδή ἀνέβαινα στό δωμάτιο μου, ἔμπαινε μέσα μου μέ τρόπο πολύ πιό γρήγορο, μέ τήν εἰσπνοή τῆς ἰδιαίτερης μυρωδιᾶς αὐτῆς τῆς σκάλας. Ὅμως πρίν ἐνταφιαστῶ στό κρεβάτι, θέλησα νά δικιμάσω ἕνα τέχνασμα καταδικασμένου. Ἔγραψα στή μητέρα μου, ἱκετεύοντάς την ν᾿ ἀνεβεῖ γιά κάτι πολύ σοβαρό πού δέν μποροῦσα νά τῆς πῶ στό γράμμα. Φοβόμουν ὡστόσο πώς ἡ Φρανσουάζ, ἡ μαγείρισσα τῆς θείας μου, ἀρνηθεῖ νά μεταφέρει τό σημείωμά μου. Ὑποπτευόμουν πώς στή Φρασουάνζ, τό νά δώσει ἕνα μήνυμα στή μητέρα μου ὅταν εἶχε κόσμο, θά τῆς φαινόταν τό ἴδιο ἀπραγματοποίητο ὅσο καί στό θυρωρό ἑνός θεάτρου, τό νά ἐπιδώσει ἕνα γράμμα σ᾿ ἕναν ἠθοποιό ὅσο βρίσκεται πάνω στή σκηνή. Εἶχε γιά τό τί ἐπιτρέπεται καί τό τί δέν ἐπιτρέπεται, ἕναν κώδικα, πλούσιο, λεπτολόγο, κι ἀδιάλλαχτο. Αὐτός ὁ κώδικας, ἄν ἔκρινες ἀπ᾿ τό ξαφνικό πεῖσμα μέ τό ὁποῖο ἀρνιόταν νά ἐκτελέσει ὡρισμένες παραγγελίες μας, σοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωση πώς εἶχε προβλέψει περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις καί κοσμικές λεπτολογίες, πού τίποτα ἀπό τό περιβάλλον καί τή ζωή της, σάν ὑπηρέτριας ἀπό χωριό, δέν θά μποροῦσε νά τίς ὑπαγορεύσει· κι ἤσουν ὑποχρεωμένος νά ὑποθέσεις πώς ὑπῆρχε μέσα της μιά γαλλική παράδοση πανάρχαια, ἀρχοντική καί δυσνόητη, ὅπως σ᾿ αὐτές τίς βιομηχανικές πόλεις ὅπου τά παλιά μέγαρα μαρτυροῦν πώς ὑπῆρχε ἄλλοτε μιά αὐλική ζωή κι ὅπου οἱ ἐργάτες μιᾶς χημικῆς βιομηχανίας ἐργάζονται τώρα ἀνάμεσα σέ λεπτοκαμωμένα γλυπτά. Ἀλλά γιά νά ἐξασφαλίσω κάποια ἐλπίδα ἐπιτυχίας, δέ δίστασα νά πῶ ψέμματα, πώς ἡ ἴδια ἡ μαμά μοῦ εἶχε πεῖ νά μήν ξεχάσω νά τῆς στείλω μιά ἀπάντηση σχετικά μ᾿ ἕνα ἀντικείμενο πού μοῦ εἶχε γυρέψει.Ὑποθέτω πώς ἡ Φρασουάνζ δέ μέ πίστεψε, γιατί σάν τούς πρωτόγονους πού οἱ αἰσθήσεις τους ἦταν πιό δυνατές ἀπό τίς δικές μας, διέβλεπε ἀμέσως, ἀπό σημάδια ἀδιόρατα, κάθε ἀλήθεια πού θέλαμε νά τῆς ἀποκρύψουμε. Βγῆκε ἀπ᾿ τό δωμάτιο μέ ὕφος καρτερικό, λές καί ἤθελε νά πεῖ: «Τί δυστυχία γιά τούς γονεῖς νά ᾿χουν ἕνα τέτοιο παιδί!» Ἐπέστρεψε ὕστερα ἀπό λίγο γιά νά μοῦ πεῖ πώς βρίσκονταν ἀκόμα στό παγωτό, ἀλλά πώς ὅταν ἔφτανε ἡ στιγμή, θά βρισκόταν τρόπος νά δοθεῖ στή μαμά. Ἡ ἀνησυχία μου κόπασε ἀμέσως· τό σημείωμά μου ἔμελλε, νά μέ κάνει τουλάχιστον νά μπῶ ἀόρατος κι εὐτυχισμένος στό δωμάτιο ὅπου βρισκόταν, θά τῆς μιλοῦσε γιά μένα, θ᾿ ἄφηνε νά φτάσει ὥς τήν ταραγμένη μου καρδιά ἡ προσοχή τῆς μαμᾶς, ὅσο θά διάβαζε τίς γραμμές του. Καί δέν ἦταν μόνο αὐτό: ἡ μαμά σίγουρα θά ᾿ρχόταν. 
      Τό ἄγχος πού μόλις εἶχα νιώσει, σκεφτόμουν πώς ὁ Σουάν θά τό κορόιδευε, ἄν εἶχε διαβάσει τό γράμμα μου καί εἶχε μαντέψει τό σκοπό του· ὅμως ἀντίθετα, καθώς πληροφορήθηκα ἀργότερα, ἕνα παρόμοιο ἄγχος τόν βασάνιζε πολλά χρόνια τῆς ζωῆς του. Στόν Σουάν αὐτό τό ἄγχος γεννιέται, ὅταν νιώθεις πώς τό πλάσμα πού ἀγαπᾶς βρίσκεται σ᾿ ἕναν τόπο ἀπολαύσεων, ὅπου δέν μπορεῖς νά τό ἀνταμώσεις, τοῦ τό πρωτογνώρισε ὁ ἔρωτας, ὁ ἔρωτας, γιά τόν ὁποῖο αὐτό τό ἄγχος προορίζεται· ὅταν ὅμως, ὅπως στήν περίπτωση μου, τό ἄγχος αὐτό ἔχει εἰσχωρήσει μέσα μας πρίν ἀκόμα ἐμφανιστεῖ  ὁ ἔρωτας στή ζωή μας,  μετεωρίζεται περιμένοντάς τον, ὑπηρετώντας τό ἕνα  ἤ τό ἄλλο συναίσθημα, ἄλλοτε τή στοργή για τούς γονεῖς ἤ τή φιλία γιά ἕνα σύντροφο.
      Ἡ μητέρα μου δέν ἦρθε (δίχως νά σκεφτεῖ τό φιλότιμό μου πού θιγόταν, ἄν ἔβγαινε ψεύτικο τό παραμύθι γιά τό ψάξιμο, γιά τό ὁποῖο τάχα μέ εἶχε παρακαλέσει), καί μοῦ μήνυσε μέ τή Φρασουάνζ αὐτά τά λόγια: «Δέν ὑπάρχει ἀπάντηση» πού τ᾿ ἄκουσα τόσο συχνά κατόπιν ἀπό θυρωρούς «παλάς» ἤ ἀπό κλητῆρες τζογείων νά λέγεται σέ κάποια καημενούλα πού ξαφνιάζεται: «Μά πῶς; Δέν εἶπε τίποτα; Μά δέν εἶναι δυνατόν! Καλά, θά περιμένω κι ἄλλο». Κι ἀκριβῶς ὅπως ἡ κοπέλα διαβεβαιώνει πώς δέ χρειάζεται τό φῶς πού ὁ θυρωρός θέλει ν᾿ ἀνάψει γιά χατήρι της καί παραμένει ἐκεῖ, ἔτσι κι ἐγώ, ἀφοῦ ἀρνήθηκα τήν προσφορά τῆς Φρασουάνζ νά μοῦ φτιάξει ἕνα ζεστό, πλάγιασα κι ἔκλεισα τά μάτια. Ξαφνικά ἡ ἀνησυχία μου χάθηκε, μιά εὐτυχία μέ πλημμύρισε, ὅπως ἕνα φάρμακο ἀρχίζει νά ἐνεργεῖ καί μᾶς ἀφαιρεῖ τόν πόνο: εἶχα πάρει τήν ἀπόφαση νά μήν προσπαθήσω πιά νά ἀποκοιμηθῶ, δίχως πρῶτα νά δῶ τή μαμά, νά τή φιλήσω ὁπωσδήποτε, μ᾿ ὅλο πού ἤμουν βέβαιος πώς ὕστερα ἀπ᾿αὐτό θά μέναμε γιά καιρό μαλωμένοι.Ἤξερα πώς θά τοποθετοῦσα τόν ἑαυτό μου σέ μιά κατάσταση, πού μποροῦσε νά ᾿χει γιά μένα τίς πιό σοβαρές συνέπειες, πολύ πιό σοβαρές ἀπ᾿ ὅ,τι ἀλήθεια θά μποροῦσε νά φανταστεῖ ἕνας ξένος, πού θά λογάριαζε πώς μόνο πράξεις πραγματικά αἰσχρές, θά ἦταν δυνατόν νά προκαλέσουν. Ὅμως, στήν ἀνατροφή μου, ἡ καθορισμένη σειρά γιά τίς κακές πράξεις δέν ἦταν ἡ ἴδια, ὅπως στήν ἀνατροφή ἄλλων παιδιῶν· πρίν ἀπ᾿ ὅλες τίς ἄλλες μοῦ εἶχαν μάθει νά τοποθετῶ ἐκεῖνες, πού τώρα καταλαβαίνω πώς κοινό τους χαραχτηριστικό ἦταν τό γεγονός ὅτι κατρακυλᾶ κανείς σ᾿ αὐτές, ὅταν ἐνδίδει σέ μιά νευρική παρόρμηση. Τότε ὅμως δέν πρόφερε κανείς αὐτή τή λέξη, δέν ἀνέφερε κανείς αὐτή τή προέλευση, πού θά μποροῦσε νά μέ κάνει νά πιστέψω πώς εἶχα κάποια δικαιολογία, ὅταν θά ὑπέκυπτα σέ μιά τέτοια παρόρμηση κι ἴσως μάλιστα νά ἦταν ἀδύνατον νά τῆς ἀντισταθῶ. Τίς ἀναγνώριζα ὅμως τόσο ἀπό τό ἄγχος πού προηγοῦνταν, ὅσο καί ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς τιμωρίας πού ἀκολουθοῦσε· κι ἤξερα πώς αὐτή πού εἶχα μόλις διαπράξει ἀνῆκε στήν ἴδια οἰκογένεια.
      Ἄκουσα τά βήματα τῶν γονιῶν μου πού συνόδευαν τόν Σουάν· κι ὅταν τό καμπανάκι τῆς πόρτας μέ εἰδοποίησε πώς εἶχε πιά φύγει, πλησίασα τό παράθυρο. «Δυσκολεύομαι νά πῶ πόσο βρίσκω τόν Σουάν ἀλλαγμένο», εἶπε ἡ μεγάλη μου θεία, «δείχνει σά γέρος!». Ἄλλωστε καί οἱ γονεῖς μου ἄρχιζαν νά βρίσκουν πώς εἶχε ἐκεῖνα τά ὑπερβολικά ντροπιασμένα γεράματα πού ταιριάζουν σ᾿ ὅσους ἡ μεγάλη μέρα ἡ χωρίς ἐπαύριο, φαίνεται νά διαρκεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι σ᾿ ἄλλους, γιατί στήν περίπτωση τους εἶναι ἄδεια. «Νομίζω πώς ἔχει πολλές σκοτοῦρες μέ τή βρώμα τή γυναίκα του, πού συζεῖ, ὅπως γνωρίζει ὅλο τό Κομπραί, μέ κάποιο κύριο ντέ Σαρλύς. Εἶναι ὁ περίγελως τῆς πόλης». Ἡ μητέρα μου παρατήρησε πώς εἶχε ὡστόσο τόν τελευταῖο καιρό μιάν ἔκφραση λιγότερο θλιμμένη. «Ἐγώ νομίζω πώς στό βάθος δέν τήν ἀγαπάει πιά αὐτή τή γυναίκα». «Μά φυσικά δέν τήν ἀγαπάει», ἀπάντησε ὁ παππούς μου.
      Σέ λίγο ἄκουσα τή μαμά πού ἀνέβαινε νά κλείσει τό παράθυρό της. Βγῆκα, χωρίς νά κάνω θόρυβο, στό διάδρομο· ἡ καρδιά μου κτυποῦσε δυνατά, ὅμως τώρα δέ χτυποῦσε ἀπό ἀνησυχία, ἀλλά ἀπό τρόμο καί χαρά. Εἶδα στό χῶρο τῆς σκάλας τό φῶς πού ἔρριχνε τό κερί τῆς μαμᾶς. Ὕστερα εἶδα καί τήν ἴδια, ὅρμησα. Τήν πρώτη στιγμή μέ κοίταξε σαστισμένη, χωρίς νά καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ὕστερα τό πρόσωπό της πῆρε μιάν ἔκφραση ὀργῆς, δέ μοῦ ᾿λεγε λέξη, κι ἄλλωστε γιά πράγματα λιγότερο σοβαρά δέ μοῦ μιλοῦσαν γιά πολλές μέρες. Ἄν ἡ μαμά  μοῦ εἶχε πεῖ μιά λέξη, θά ἦταν σάν μιά ἔνδειξη, πώς μπροστά στήν σοβαρότητα τῆς τιμωρίας ἡ ὁποία ἑτοιμαζόταν, ἡ σιωπή τό κάκιωμα, θά ἦταν τιμωρίες τιποτένιες. Μιά λέξη, θά ᾿ταν ἡ ἡρεμία μέ τήν ὁποία ἀπαντοῦν σ᾿ ἕναν ὑπηρέτη πού ἔχουν ἀποφασίσει νά τόν διώξουν. Ὅμως ἄκουσε τόν πατέρα μου πού ἀνέβαινε καί γιά νά ἀποφύγει τή σκηνή πού θά ξεσποῦσε ἀπάνω μου, μοῦ εἶπε μέ φωνή πού τήν ἔκοβε ἡ ὀργή: «Φύγε, φύγε, τουλάχιστον νά μή σέ δεῖ ὁ πατέρας σου νά περιμένεις ἔτσι σάν τρελός!». Ἐγώ ὅμως τῆς ἐπανέλαβα: «Ἔλα νά μοῦ πεῖς καληνύχτα», ἔντρομος καθώς ἔβλεπα κιόλας τό φῶς άπό τό κερί τοῦ πατέρα μου νά ἀνεβαίνει πάνω στόν τοῖχο· καί ταυτόχρονα χρησιμοποιοῦσα τήν ἄφιξή του σάν μέσον ἐκβιασμοῦ καί ἔλπιζα πώς ἡ μαμά, γιά νά προλάβει νά μή μέ βρεῖ ὁ πατέρας μου, θά μοῦ ἔλεγε: «Γύρνα στό δωμάτιό σου, θά ᾿ρθω». Ἦταν ἀργά πιά, ὁ πατέρας μου βρισκόταν μπροστά μας. Ἄθελα μουρμούρισα αὐτή τή λέξη, πού κανένας δέν ἄκουσε: «Χάθηκα».
      Ὅμως ὄχι. Ὁ πατέρας, μοῦ ἀρνιόταν συνεχῶς τίς ἐλευθερίες πού μοῦ εἶχαν παραχωρηθεῖ, σέ συμφωνίες πιό πλατειές ἀπό τή μητέρα μου καί τή γιαγιά μου, γιατί δέν ἔδινε σημασία στίς "ἀρχές". Γιά κάποιο τυχαῖο λόγο, ἤ καί χωρίς κανένα λόγο, καταργοῦσε τήν τελευταία στιγμή κάποιο περίπατό μου τόσο συνηθισμένο, ἤ ἀκόμα ὅπως τό ᾿κανε  κι ἀπόψε, μοῦ ᾿λεγε πολύ πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ὥρα: «Ἄντε ἀνέβα νά πλαγιάσεις». Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή δέν παραδεχόταν ἀρχές (μέ τήν ἔννοια πού τούς ἔδινε ἡ γιαγιά μου) δέν ἦταν κατά κάποιο τρόπο ἀδιάλλακτος. Μ᾿ ἀντίκρυσε μιά στιγμή μέ ὕφος ἔκπληκτο καί θυμωμένο, κι ὕστερα, μόλις ἡ μαμά τοῦ ἐξήγησε μέ λίγα μπερδεμένα λόγια τί εἶχε συμβεῖ, τῆς εἶπε: «Πήγαινε λοιπόν στό δωμάτιό του, ἀφοῦ μάλιστα ἔλεγες πώς δέν ἔχεις διάθεση γιά ὕπνο, μεῖνε γιά λίγο στό δωμάτιό του, ἐγώ δέν χρειάζομαι τίποτα». — «Μά φίλε μου», ἀπάντησε δειλά ἡ μητέρα μου, «τό ἄν θέλω ἤ ὄχι νά κοιμηθῶ δέν ἀλλάζει τά πράγματα, δέν πρέπει νά συνηθίσει αὐτό τό παιδί...» — «Μά δέν πρόκειται νά συνηθίσει», εἶπε ὁ πατέρας μου, «βλέπεις καθαρά πώς ὁ μικρός ἔχει στεναχώρια, ἔχει ὕφος ἀπελπισμένο αὐτό τό παιδί· δέν εἴμαστε δά καί δήμιοι! Ἄντε καληνύχτα, ἐγώ πού δέν εἶμαι νευρικός ὅπως ἐσεῖς, πάω νά πλαγιάσω».
      Δέν μποροῦσες νά πεῖς εὐχαριστῶ στόν πατέρα μου· θά τόν ἐνοχλοῦσες μέ ψευτοευαισθησίες, ὅπως τίς ἔλεγε. Ἀκόμα καί ὅταν ἐκδηλωνόταν μ᾿ αὐτή τή μεγαλοψυχία, ἡ συμπεριφορά τοῦ πατέρα μου ἀπέναντι μου κρατοῦσε κάτι τό αὐθαίρετο, πού ὀφειλόταν στό ὅτι γενικά ἡ συμπεριφορά του βασιζόταν μᾶλλον σέ τυχαῖες διευθετήσεις, παρά σ᾿ ἕνα πρόγραμμα. Ἴσως μάλιστα σ᾿ αὐτό πού ὀνόμαζα αὐστηρότητά του ὅταν μέ ἔστελνε νά πλαγιάσω, νά ταίριαζε λιγότερο τό ὄνομα, ἀπ᾿ ὅτι στήν αὐστηρότητα τῆς μητέρας μου ἤ τῆς γιαγιᾶς  μου, γιατί ἡ φύση του, σέ σύγκριση μέ τή δική τους, δέν εἶχε δυνατότητα νά μαντέψει ὡς τώρα πόσο δυστυχισμένος ἤμουν κάθε βράδυ, πράγμα πού ἡ μητέρα μου καί ἡ γιαγιά μου γνώριζαν καλά· μ᾿ ἀγαποῦσαν ὅμως πολύ, γιά νά μή δεχτοῦν νά μ᾿ ἀπαλλάξουν ἀπ᾿ τίς θλίψεις· ἤθελαν νά μοῦ μάθουν νά τίς κυριαρχῶ, γιά νά μειώσουν τή νευρική μου εὐαισθησία καί νά δυναμώσουν τή θέλησή μου.   
      Ὁ τοῖχος τῆς σκάλας, πού πάνω του εἶδα νά ἀνεβαίνει τό φῶς ἀπό τό κερί του, δέν ὑπάρχει πιά ἀπό καιρό. Καί μέσα μου πολλά πράγματα πού νόμιζα πώς θά διαρκοῦσαν γιά πάντα, σαρώθηκαν καί καινούργια στήθηκαν γεννώντας καινούργιες πίκρες καί χαρές, πού δέν μποροῦσα νά προβλέψω τότε, ὅπως ἀκριβῶς δύσκολα μπορῶ νά καταλάβω τώρα τά παλιά. Κι ἀκόμα πάει καιρός ἀπό τότε πού ὁ πατέρας μου ἔπαψε νά μπορεῖ νά πεῖ στή μαμά: «Πήγαινε μέ τό μικρό». Ἡ δυνατότητα νά ξανάρθουν τέτοιες ὥρες δέ θά ξαναγεννηθεῖ γιά μένα ποτέ πιά. Ὅμως τώρα τελευταῖα ξαναρχίζω νά ξεχωρίζω πολύ καλά, τούς λυγμούς πού εἶχα τή δύναμη νά συγκρατήσω μπροστά στόν πατέρα μου καί πού ξέσπασαν μόνο ὅταν βρέθηκα μόνος μέ τή μαμά. Στήν πραγματικότητα δέν ἔπαψαν ποτέ· καί μόνο ἐπειδή ἡ ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου, τούς ἀκούω πάλι, σάν τίς καμπάνες τῶν μοναστηριῶν πού τίς σκεπάζουν τόσο οἱ θόρυβοι τῆς πόλης στή διάρκεια τῆς μέρας, ὥστε νομίζεις πώς σώπασαν, ἀλλά πού ξαναρχίζουν νά χτυποῦν στήν ἡσυχία τῆς νύχτας.
      Ἡ μαμά ἔμεινε ἐκεῖνο τό βράδυ στό δωμάτιό μου. Θά ᾿πρεπε νά ᾿μαι εὐτυχισμένος κι ὅμως δέν ἤμουν. Εἶχα τήν ἐντύπωση πώς ἡ μητέρα μου, εἶχε μόλις κάνει μιά πρώτη παραχώρηση, πού θά τῆς ἦταν ὀδυνηρή, πώς ἦταν μιά πρώτη παραίτησή της, ἀπέναντι στό ἰδανικό πού εἶχε πλάσει γιά μένα, καί πώς γιά πρώτη φορά, αὐτή, ἡ τόσο θαρραλέα, ἀναγνώριζε πώς εἶχε νικηθεῖ. Εἶχα τήν ἐντύπωση πώς ἄν κέρδισα τώρα μιά νίκη, αὐτό εἶχε γίνει ἐναντίον της, πώς εἶχα πετύχει, ὅπως θά μποροῦσαν νά πετύχουν οἱ στεναχώριες, ἡ ἀρρώστια ἤ τά γηρατειά, νά χαλαρώσω τή θέλησή της, νά λυγίσω τή λογική της καί πώς ἡ βραδιά αὐτή ἄνοιγε μιά νέα ἐποχή. Ἄν εἶχα τολμήσει θά τῆς ἔλεγα: «Ὄχι, δέ θέλω νά πλαγιάσεις ἐδῶ». Ὅμως γνώριζα τήν πραχτική της σοφία, πού μετρίαζε μέσα της τήν ἔντονα ἰδεαλιστική φύση τῆς γιαγιᾶς, κι ἤξερα πώς τώρα πού τό κακό εἶχε γίνει, προτιμοῦσε νά μ᾿ ἀφήσει τουλάχιστον νά γευστῶ τήν εὐχαρίστηση πού μέ γαλήνευε καί νά μήν ἐνοχλήσει τόν πατέρα μου. Βέβαια τό ὄμορφο πρόσωπο τῆς μητέρας μου, ἔλαμπε ἀκόμα ἀπό νειάτα, τό βράδυ ἐκεῖνο πού μοῦ κρατοῦσε τόσο ἁπαλά τά χέρια καί προσπαθοῦσε νά σταματήσει τά δάκρυά μου. Ὅμως εἶχα τήν ἐντύπωση πώς μ᾿ ἕνα ἀνόσιο καί κρυφό χέρι, εἶχα μόλις χαράξει στήν ψυχή της μιά πρώτη ρυτίδα. Ἡ σκέψη αὐτή αὔξησε τούς λυγμούς μου, καί τότε εἶδα τή μαμά, πού δέν ἄφηνε ποτέ νά παρασυρθεῖ στήν παραμικρή συγκίνηση ἀπέναντί μου, νά τήν κυριεύει ξαφνικά ἡ δική μου συγκίνηση. «Κοίτα ἀφοῦ δέ νυστάζεις οὔτε σύ, οὔτε ἡ μαμά σου, ἄς μή μένομε ἐδῶ νά ἐκνευριζόμαστε, ἄς κάνομε κάτι, ἄς πάρουμε ἕνα ἀπό τά βιβλία σου. Μήπως θά λυπηθεῖς ἀργότερα, ἄν σοῦ ἔδινα ἀπό τώρα τά βιβλία πού θά σοῦ δώσει ἡ γιαγιά στή γιορτή σου; Σκέψου το καλά· δέν θά λυπηθεῖς, ὅταν δέν θά πάρεις τίποτα μεθαύριο;»  Ἀντίθετα, ἤμουν ἐνθουσιασμένος καί ἡ μαμά ἔφερε ἕνα πακέτο βιβλία. Ἦταν τέσσερα μυθιστορήματα τῆς Γεωργίας Σάνδη [21].     
      Ἡ γιαγιά μου, καθώς ἔμαθα ἀργότερα, εἶχε ἀρχικά διαλέξει τά ποιήματα τοῦ Μυσσέ [22], ἕνα τόμο τοῦ Ρουσσώ καί τήν Ἰντιάνα τῆς Γεωργίας Σάνδη· γιατί ἐνῶ θεωροῦσε τά φτηνά ἀναγνώσματα τό ἴδιο βλαβερά ὅσο τίς καραμέλες καί τά γλυκά, δέν πίστευε πώς οἱ μεγάλες πνοές τῆς μεγαλοφυΐας θά εἶχαν στό πνεῦμα ἑνός παιδιοῦ μιά ἐπίδραση πιό ἐπικίνδυνη, ἀπ᾿ ὅτι πάνω στό κορμί του, τό ὕπαιθρο  καί ὁ καθαρός ἀέρας. Ὅμως ἐπειδή ὁ πατέρας μου τή θεώρησε σχεδόν τρελή σάν ἔμαθε τά βιβλία πού ἤθελε νά μοῦ χαρίσει, τά ἐπέστρεψε στό βιβλοπωλεῖο καί περιορίστηκε στά τέσσερα ἀγροτικά μυθιστορήματα τῆς Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», ἔλεγε στή μαμά, «δέν μπορῶ νά δεχτῶ νά δώσω σ᾿ αὐτό τό παιδί κάτι κακογραμμένο.
      Πραγματικά δέν δεχόταν ποτέ νά ἀγοράσει κάτι πού δέν θά μποροῦσε νά προσφέρει μιά πνευματική ὠφέλεια, καί κυρίως αὐτήν πού μᾶς παρέχουν τά ὡραῖα πράγματα, καθώς μᾶς μαθαίνουν ν᾿ ἀναζητοῦμε τίς ἀπολαύσεις, ἔξω ἀπ᾿ τίς ἱκανοποιήσεις τοῦ πλούτου καί τῆς ματαιότητας. Ἀκόμα καί ὅταν ἔπρεπε νά προσφέρει σέ κάποιον ἕνα δῶρο καθώς λένε χρήσιμο, μιά πολυθρόνα, ἕνα σερβίτσιο, γύρευε νά βρεῖ ἀντίκες, λές καί ἀφοῦ ἀπό τήν ἀχρηστία εἶχαν χάσει τό χαρακτήρα τῆς ὠφελιμότητας, ἦταν στή διάθεσή μας πιότερο γιά νά μᾶς διηγηθοῦν τή ζωή ἀνθρώπων ἄλλης ἐποχῆς, παρά γιά νά ἐξυπηρετήσουν ἀνάγκες τῆς δικῆς μας.
      Ἡ μαμά κάθησε πλάϊ στό κρεβάτι μου· εἶχε πάρει τό βιβλίο Φρανσουά λέ Σαμπί πού τό κοκκινωπό ἐξώφυλλο κι ὁ ἀκατανόητος τίτλος τοῦ ἔδιναν στά μάτια μου μιά γοητεία γεμάτη μυστήριο. Ἐνῶ ἡ μητέρα μου διάβαζε χωρίς νά ἀκολουθεῖ πάντα πιστά τό κείμενο – καθώς πηδοῦσε ὅλες τίς ἐρωτικές σκηνές – μποροῦσε ὡστόσο ὅπου ἔβρισκε τόν τόνο γιά νά ἐκφράσει ἕνα ἀληθινό συναίσθημα, νά διαβάζει μέ τρόπο πού ἡ ὀμορφιά κι ἡ ἁπαλότητα τοῦ ἤχου, ἔκαναν τήν ἀνάγνωσή της θαυμαστή. Ἀκόμα καί στή ζωή, ἦταν συγκινητικό νά βλέπεις μέ πόσο σεβασμό ἀφαιροῦσε ἀπ᾿ τή φωνή της, ἀπό τά λόγια της, ἕνα ξέσπασμα χαρᾶς, ἄν αὐτό θά μποροῦσε νά προκαλέσει θλίψη σέ μιά μάνα πού εἶχε ἄλλοτε χάσει ἕνα παιδί, μιά ὑπόμνηση ἐπετείου, ἄν θά μποροῦσε νά φέρει σ᾿ ἕνα ἡλικιωμένο σκέψεις γιά τά γεράματα, μιά κουβέντα γιά τό νοικοκυριό, ἄν κινδύνευε νά φανεῖ πληχτική σ᾿ ἕνα νέο ἐπιστήμονα. Ἔτσι καί ὅταν διάβαζε τά πεζά τῆς Γεωργίας Σάνδη, τά πλημμυρισμένα ἀπ᾿ αὐτή τήν καλοσύνη, αὐτή τήν ἠθική ὑπεροχή, ἀρετές πού ἡ μητέρα μου εἶχε μάθει ἀπό τή γιαγιά μου νά  θεωρεῖ  ἀνώτερες ἀπό κάθε ἄλλο στή ζωή — καί πού ἔμελλε νά τῆς μάθω ἐγώ πολύ ἀργότερα, νά μή τίς θεωρεῖ ἀνώτερες ἀπό κάθε ἄλλο, καί στά βιβλία — προ­σέχοντας  ν’ ἀποβάλλει ἀπ’ τή φωνή της κάθε μικρότητα, κά­θε προσποίηση πού θά ἐμπόδιζε ν᾿  ἀποδοθεῖ τό δυναμικό ξεχείλισμα, προσέδινε ὅλη τή φυσική καλοσύνη, ὅλη τήν πλατειά ἁπαλότητα πού ἀναζητούσαν αὐτές οἱ φράσεις, λές κι εί­χαν γραφτεί γιά τή φωνή της καί, μέ κάποιο τρόπο, χωρούσαν ὅλες στήν κλίμακα τής εύαισθησίας της. Ξανάβρισκε, γιά ν’ ἀρχίσει μέ τή σωστή φωνή, τόν ἐγκάρδιο τόνο πού, ὑπάρχοντας πριν ἀπ’ αύτές, ύπαγόρευσε τις φράσεις, μά πού οι λέξεις δέν τόν ὑποδηλώνουν· χάρη σ’ αύτό τόν τόνο έκανε πιό ἁπα­λές, καθώς περνούσαν, ὅλες τις ἀκαμψίες στούς χρόνους τών ρημάτων, ἐδινε στόν παρατατικό καί στόν αόριστο τή γλυκύτητα πού ὑπάρχει στήν καλοσύνη, τή μελαγχολία πού ύπάρχει στήν τρυφερότητα, ὁδηγούσε τή φράση πού τελείωνε σ’ ἐκείνη πού έμελλε ν’ ἀρχίσει, πότε ταχύνοντας, πότε αργοπορώντας τό βηματισμό τών συλλαβών, γιά νά τις κάνει νά ἐνταχθοῦν, κι ἀν ἀκόμα διαφέρανε ποσοτικά, σ᾿  έναν δμοιόμορφο ρυθμό, ἐμφυσοῦσε μέσα σ’ αὐτή τήν τόσο κοινή πεζογραφία ἕνα εἶδος συναισθηματικής κι ἀδιάκοπης ζωῆς.
Οἱ τύψεις μου εἶχαν ἡσυχάσει, ἀφέθηκα  στήν ἁπαλότητα αὐτής τής νύχτας πού εἶχα τή μητέρα μου κοντά μου. Ἤξερα πώς τέτοια νύχτα δέν θά μπορούσε νά ἐπαναληφθεῖ πώς ἡ πιό μεγάλη μου έπιθυμία στον κόσμο, νά κρατήσω τή μητέρα μου στό δωμάτιό μου ὅσο διαρκοῦσαν ἐκεῖνες οι δυσάρεστες νυχτερινές ὧρες, βρισκόταν σέ τέτοια άντίθεση μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς καί τίς έπιθυμίες  ὅλων, ὥστε ἡ πραγματοποίηση πού τῆς εἶχε παραχωρηθεῖ  δέν μπορούσε νά είναι παρά ἔκτακτη καί προσποιητή. Αὔριο τό άγχος μου θά ξανάρχιζε καί ἡ μαμά δέν θά καθόταν εδώ. Ὅταν ὅμως τό ἄγχος μου ἠρεμοῦσε δέν τό καταλάβαινα πιά· κι ὕστερα τό αὐριανό βράδυ ἦταν άκόμα μακριά· λογάριαζα πώς θά ᾿χα τόν καιρό κάτι νά σκαρφιστώ, μ’ ὅλο πού ὁ χρόνος αὐτός δέν μπορούσε νά μοῦ προσφέρει καμιά πρόσθετη δύναμη, ἀφοῦ ἦταν πράγματα πού δέν τά ὅριζε ή θέλησή μου καί πού μοῦ τά παρίστανε λιγότερο ἀναπόφευκτα μόνο τό χρονικό διάστημα πού τά χώριζε ἀκόμα ἀπό μένα.

7. Ἡ συνειδητή μνήμη πού εἶναι δεμένη μέ τή νόηση εἶναι ἀδύνατον νά διατρέξει τίς ἐκτάσεις πού ἔχει σκεπάσει ἡ λήθη καί νά ἀνακαλέσει τό παρελθόν.
 
      Ἔτσι γιά καιρό, ὅταν ξύπνιος τή νύχτα, ξαναθυμόμουν τό Κομπραί, δέν ἔβλεπα ποτέ τίποτα ἄλλο, ἀπό αὐτό τό εἶδος τῆς φωτεινῆς ἐπιφάνειας  πού ξεχωρίζει μέσ᾿ ἀπό ἀξεδιάλυτα σκοτάδια, σάν αὐτή πού ἡ ἀναλαμπή πυροτεχνημάτων φωτίζει καί κομματιάζει σ᾿ ἕνα κτίριο, ἐνῶ τά ἄλλα του κομμάτια μένουν πνιγμένα στή νύχτα: στήν ἀρκετά πλατειά βάση ἦταν τό μικρό σαλόνι, ἡ τραπεζαρία, ἡ ἀρχή τῆς σκοτεινῆς ἀλέας ἀπ᾿ ὅπου θά ἐρχόταν ὁ κύριος Σουάν, — ὁ ἀσυναίσθητος αἴτιος γιά τίς θλίψεις μου — ὁ προθάλαμος πού περνοῦσα πηγαίνοντας γιά τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς σκάλας, τόσο σκληρή νά τήν ἀνέβω καί στήν κορφή, ἡ κρεβατοκάμαρά μου, μέ τό μικρό διάδρομο. Μέ δυό λόγια, αὐτό πού ἔβλεπα, ἦταν κοιταγμένο πάντα τήν ἴδια ὥρα, ἀπομονωμένο ἀπ᾿ ὅ,τι θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ὁλόγυρα, τό σκηνικό, στό δρᾶμα γιά τό βραδυνό μου ὕπνο. Λές καί τό Κομπραί τό ἀποτελοῦσαν μόνο δύο πατώματα, πού τά ἕνωνε μιά στενή σκάλα κι ἦταν πάντα ἑφτά ἡ ὥρα τό βράδυ. Εἶναι ἀλήθεια πώς θά μποροῦσα νά ἀπαντήσω σ᾿ ὅποιον μέ ρωτοῦσε, πώς τό Κομπραί περιλάμβανε καί πολλά ἄλλα καί πώς ὑπῆρχε καί σέ ἄλλες ὧρες. Ἀλλά καθώς ὅ,τι θά θυμόμουν θά μοῦ τό προσέφερε μόνο ἡ συνειδητή μνήμη, ἡ μνήμη  πού τήν καθοδηγεῖ ἡ νόηση, καί οἱ πληροφορίες πού μᾶς δίνει ἡ μνήμη αὐτή γιά τό παρελθόν, δέν περισώζουν τίποτα ἀπ᾿ αὐτό, δέν ἦταν δυνατόν νά σκεφτῶ τό ὑπόλοιπο τμῆμα τοῦ Κομπραί. Ὅλο αὐτό, ἦταν στήν πραγματικότητα νεκρό για μένα.
      Νεκρό γιά πάντα; Ἴσως.
      ‘Υπάρχει πολύ τυχαῖο σ᾿ ὅλα αὐτά, κι ἕνα δεύτερο τυχαῖο, ὁ θάνατός μας, συχνά δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά περιμένουμε τήν εὔνοια τοῦ πρώτου.
      Χαμένος κόπος νά γυρεύουμε νά ἀνακαλέσουμε τό παρελθόν μας, ὅλες οἱ προσπάθειες τῆς νόησής μας εἶναι ἄσκοπες. Εἶναι κρυμμένο ἔξω ἀπό τήν περιοχή της, δέν τό φτάνει, μέσα σέ κάποιο ὑλικό ἀντικείμενο πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν τύχη ἄν θά τό συναντήσουμε πρίν πεθάνουμε ἤ ἄν δέν θά τό συναντήσουμε ποτέ.
 
8. Ἡ ἀσύνειδη μνήμη. Ἡ γεύση τῆς μικρῆς μαντλέν ἀναδύει τό κρυμένο παρελθόν.
 
      Ἀπό πολλά κιόλας χρόνια, δέν ἐπιζοῦσε σχεδόν τίποτα γιά μένα ἀπό τό Κομπραί παρά μόνο ἡ σκηνή τῆς ὥρας πού ἔπρεπε νά πλαγιάσω, ὅταν μιά χειμωνιάτικη μέρα μόλις γύρισα στό σπίτι, ἡ μητέρα μου, βλέποντας πώς κρύωνα, πρότεινε νά μοῦ δώσει μ᾿ ὅλο πού δέν τό συνήθιζα λίγο τσάι. Ἔστειλε νά φέρουν ἕνα ἀπό αὐτά τά γλυκά πού ὀνομάζονται Μικρές Μαντλέν [23] καί φαίνονται σά νά ᾿χουν χυθεῖ στήν αὐλακωτή φόρμα μιᾶς ἀχιβάδας. Καί σέ λίγο μηχανικά, ἔφερνα στά χείλη μου μιά κουταλιά τσάι, ὅπου εἶχα ἀφήσει νά μαλακώσει ἕνα κομμάτι μαντλέν. Ἀλλά τή στιγμή πού ἡ γουλιά, ἄγγιξε τόν οὐρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό πού συνέβαινε μέσα μου. Μιά γλυκειά ἀπόλαυση μέ εἶχε κυριεύσει, χωρίς νά ξέρω τήν αἰτία της. Μοῦ εἶχε κάνει ξαφνικά τίς περιπέτειες τῆς ζωῆς ἀδιάφορες, ἀνύπαρχτη τή συντομία της, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἐνεργεῖ ὁ ἔρωτας, πλημμυρίζοντάς με μέ μιά πολύτιμη οὐσία· ἤ μᾶλλον ἡ οὐσία αὐτή δέν ἦταν μέσα μου, ἤμουν ἐγώ. Εἶχα πάψει νά νιώθω τόν ἑαυτό μου μέτριο, τυχαῖο, φθαρτό. Ἀπό πού μποροῦσε νά μοῦ ἔρχεται αὐτή ἡ ἔντονη χαρά; Αἰσθανόμουν πώς ἦταν συνυφασμένη μέ τή γεύση τοῦ τσαγιοῦ, ἀλλά καί πώς τήν ξεπερνοῦσε ἀπεριόριστα. Εἶναι φανερό πώς ἡ ἀλήθεια πού γυρεύω  δέ βρίσκεται σ᾿ αὐτό, ἀλλά μέσα μου. Αὐτό τήν ξύπνησε, ἀλλά δέν τή γνωρίζει. Ἀκουμπῶ τό φλυτζάνι καί ἀπευθύνομαι στή σκέψη μου. Ἡ σκέψη πρέπει νά βρεῖ τήν ἀλήθεια·  ἀλλά πῶς;  Σκληρή  ἀβεβαιότητα,  κάθε  φορά  πού  ἡ  σκέψη  νιώθει  πώς  τήν  ξεπερνᾶ  ὁ ἑαυτός της νά ἐρευνήσει ὅλη τή σκοτεινή χώρα.
      Σίγουρα αὐτό πού δονεῖται ἔτσι στό βάθος τοῦ εἶναι μου πρέπει νά ᾿ναι ἡ εἰκόνα, ἡ ὀπτική ἀνάμνηση πού δεμένη μ᾿ αὐτή τή γεύση προσπαθεῖ νά τήν ἀκολουθήσει, γιά νά φτάσει ὡς ἐμένα. Θά φτάσει ἄραγε ὡς τήν ἐπιφάνεια τῆς καθαρῆς μου συνείδησης, αὐτή ἡ ἀνάμνηση, ἡ στιγμή ἀπό τά παλιά, πού ἡ ἕλξη μιᾶς στιγμῆς ἀπαράλλαχτης ἦρθε ἀπό τόσο μακριά νά προκαλέσει, νά συγκινήσει, νά ξεσηκώσει στά κατάβαθά μου; Δέν ξέρω.
      Καί ξαφνικά παρουσιάστηκε ἡ ἀνάμνηση. Αὐτή ἡ γεύση ἦταν ἡ γεύση τοῦ μικροῦ κομματιοῦ τῆς μαντλέν  πού τήν Κυριακή τό πρωί στό Κομπραί μοῦ πρόσφερε ἡ θεία μου ἡ Λεονί, ὅταν πήγαινα νά τῆς πῶ καλημέρα στό δωμάτιο της, ἀφοῦ πρῶτα τό βουτοῦσε στό τσάι ἤ στό φλαμούρι της. Ἡ ὄψη τῆς μικρῆς μαντλέν δέν μοῦ ᾿χε θυμίσει τίποτα πρίν τή γευστῶ· ἴσως γιατί ἔχοντας δεῖ συχνά ἀπό τότε μικρές μαντλέν, χωρίς νά τίς δοκιμάσω, ἡ εἰκόνα τους, εἶχε ἐγκαταλείψει ἐκεῖνες τίς μέρες τοῦ Κομπραί, γιά νά δεθεῖ μέ ἄλλες πιό πρόσφατες. Ὅταν ὅμως ἀπό τό μακρινό παρελθόν τίποτα δέν ἐπιζεῖ, ἀφοῦ πεθάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ καταστραφοῦν τά ἄψυχα, μόνες, πιό φθαρτές, ἀλλά πιό μακρόβιες, πιό ἄϋλες, πιό ἐπίμονες, πιό πιστές, ἡ ὄσφρηση καί ἡ γεύση ζοῦν γιά καιρό ἀκόμα, γιά νά θυμοῦνται, νά περιμένουν, νά ἐλπίζουν, πάνω ἀπ᾿ ὅλα αὐτά τά ἐρείπια, νά βαστοῦν πάνω στή μικρή ἄϋλη σταγόνα τους, τό τεράστιο οἰκοδόμημα τῆς ἀνάμνησης.
      Καί μόλις ἀναγνώρισα τή γεύση τοῦ κομματιοῦ τῆς μαντλέν, βουτηγμένο στό φλαμούρι πού μοῦ ᾿δινε ἡ θεία μου, ἀμέσως, τό παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στό δρόμο, ὅπου βρισκόταν τό δωμάτιό της, ἦρθε σά σκηνικό θεάτρου νά στηθεῖ μπροστά στό ἐξοχικό σπιτάκι πού ᾿βλεπε στόν κῆπο καί τό ᾿χαν χτίσει γιά τούς γονεῖς μου στό πίσω του μέρος (αὐτή τήν ξεκομμένη φωτισμένη ἐπιφάνεια, τή μόνη πού εἶχα ξαναδεῖ ὡς τότε)· καί μαζί μέ τό σπίτι, ἡ πόλη, ἀπ᾿ τό πρωί ὡς τό βράδυ καί μ᾿ ὁποιοδήποτε καιρό, ἡ Πλατεία ὅπου μέ ἔστελναν πρίν τό γεῦμα, τά ἐξοχικά δρομάκια πού παίρναμε ὅταν ὁ καιρός ἦταν καλός. Ὅλα τά λουλούδια τοῦ κήπου μας καί τοῦ πάρκου τοῦ κυρίου Σουάν, καί τά νούφαρα τῆς Βιβόν [24], κι οἱ καλοί ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ καί τά μικρά τους σπίτια, κι ἡ ἐκκλησιά κι ὅλο τό Κομπραί καί τά περίχωρά του, βγῆκαν ἀπ᾿ τό φλυτζάνι μου μέ τό τσάι.
 
ΙΙ

9. Τό Κομπραί
 
      Τό Κομπραί, ἀπό μακριά, ὅπως τό βλέπαμε  ὅταν φτάναμε μέ τό τραῖνο τήν τελευταία ἑβδομάδα πρίν ἀπό τό Πάσχα, δέν ἦταν παρά μιά ἐκκλησιά πού συνόψιζε τήν πόλη καί ὅταν πλησιάζαμε, κρατοῦσε στριμωγμένα γύρω ἀπό τήν ψηλή σκούρα της κάπα, καταμεσῆς στόν κάμπο, τίς γκρίζες ράχες τῶν συγκεντρωμένων σπιτιῶν. Γιά διαμονή τό Κομπραί ἦταν κάπως μελαγχολικό, σάν τούς δρόμους του, πού τά σπίτια τους χτισμένα ἀπό μαυριδερή πέτρα τῆς περιοχῆς, μέ ἀετώματα στίς στέγες πού ᾿ριχναν τή σκιά μπροστά τους, ἦταν τόσο σκοτεινά, ὥστε χρειαζόταν, μόλις ἔπεφτε τό φῶς τῆς μέρας, νά ἀνασηκώνουν στίς σάλες τίς κουρτίνες. Οἱ δρόμοι αὐτοί τοῦ Κομπραί ὑπάρχουν σ᾿ ἕνα κομμάτι τῆς μνήμης μου τόσο ἀπόμακρο, ζωγραφισμένο μέ χρώματα τόσο διαφορετικά ἀπ᾿ αὐτά πού τώρα ντύνεται γιά μένα ὁ κόσμος, ὥστε στ᾿ ἀλήθεια μοῦ φαίνονται ὅλοι αὐτοί οἱ δρόμοι, κι ἡ ἐκκλησιά πού δέσποζε πάνω στήν Πλατεία, πιό φανταστικοί κι ἀπό τίς προβολές τοῦ μαγικοῦ φανοῦ. Ἀναγνώριζες τό καμπαναριό τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ ἀπό πολύ μακριά, καθώς διαγραφόταν ἡ ἀλησμόνητη μορφή του στόν ὀρίζοντα· ὅταν ἀπό τό τραῖνο πού μᾶς ἔφερνε ἀπ᾿ τό Παρίσι, ὁ πατέρας μου τό ᾿βλεπε νά γλυστράει διαδοχικά πάνω στίς αὐλακιές τοῦ οὐρανοῦ καί νά κάνει τό σιδερένιο κοκκοράκι του νά τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μᾶς ἔλεγε: «Ἄντε, πάρτε τά σκεπάσματα, φτάσαμε». Καί σέ ἕνα ἀπό τούς πιό μακρινούς περιπάτους πού κάναμε ἀπ᾿ τό Κομπραί, ὑπῆρχε ἕνα σημεῖο, ὅπου ὁ στενός δρόμος, ξάνοιγε σ᾿ ἕνα πλάτωμα κλειστό στόν ὀρίζοντα ἀπό δάση ὀδοντωτά, πού τά ξεπερνοῦσε μόνο τό λεπτό βέλος ἀπό τό καμπαναριό τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ, ἀλλά τόσο λεπτό, τόσο ρόδινο, ὥστε θά ᾿λεγες πώς ἦταν μόνο του χαραγμένο πάνω στόν οὐρανό, ἀπό ἕνα νύχι, πού σά νά γύρευε νά δώσει σ᾿ αὐτό τό τοπίο, σ᾿ αὐτό τό ἀποκλειστικό ἔργο τῆς φύσης, τοῦτο τό μικρό σημάδι τέχνης, τούτη τή μοναδική ἀνθρώπινη ἔνδειξη. Χωρίς νά γνωρίζει καί ἡ ἴδια γιατί, ἡ γιαγιά μου, ἔβρισκε καί στό καμπαναριό τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ αὐτή τήν ἔλλειψη χυδαιότητας, ἐπιτήδευσης, εὐτέλειας, πού τήν ἔκανε νά ἀγαπᾶ καί νά πιστεύει τήν πλούσια σ᾿ εὐεργετική ἐπίδραση φύση, ὅταν τό ἀνθρώπινο χέρι δέν τήν ἔχει ἐξευτελίσει, σάν τό κηπουρό τῆς μεγάλης μου θείας.
      Ἀκόμα καί στά ψώνια πού ἔπρεπε νά κάνεις σέ μαγαζιά πίσω ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐκεῖ ὅπου δέν τήν ἔβλεπες, ὅλα φαίνονταν νά ρυθμίζονται σέ σχέση μέ τό καμπαναριό, πού ξεπαταγόταν ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀνάμεσα στά σπίτια. Σίγουρα ὑπάρχουν  πολλά ἄλλα πιό ὄμορφα, ἰδωμένα μέ αὐτόν τό τρόπο, καί κρατῶ στή μνήμη μου βινιέτες [25] ἀπό καμπαναριά πού ξεπερνοῦν τίς στέγες, μέ διαφορετικό καλλιτεχνικό χαρακτήρα ἀπ᾿ αὐτές πού συνθέτανε οἱ θλιβεροί δρόμοι τοῦ Κομπραί. Ἀλλά καθώς σέ καμιά ἀπ᾿ αὐτές τίς μικρές γκραβοῦρες, μ᾿ ὅσο γοῦστο κι ἄν μπόρεσε νά τίς ἐκτελέσει ἡ μνήμη μου, δέν κατάφερε νά βάλει αὐτό πού εἶχα χάσει ἀπό καιρό, τό συναίσθημα πού μᾶς κάνει νά μή θεωροῦμε κάτι σάν θέαμα, ἀλλά σά νά ᾿ναι πλάσμα ἀναντικατάστατο, καμιά δέν κρατᾶ μέσα της ἕνα βαθύ κομμάτι τῆς ζωῆς μου, ὅπως συμβαίνει μέ τήν ἀνάμνηση αὐτῶν τῶν ἀπόψεων τοῦ καμπαναριοῦ τοῦ Κομπραί. Καί σήμερα ἀκόμα, ὅταν σέ μιά μεγάλη ἐπαρχιακή πόλη ἤ σέ μιά συνοικία τοῦ Παρισιοῦ, πού δέν τίς γνωρίζω καλά, ἕνας περαστικός "γιά νά μέ ὁδηγήσει" μοῦ δείχνει μακριά, σά σημεῖο ἀναγνώρισης τό καμπαναριό κάποιου μοναστηριοῦ, φτάνει ἀόριστα ἡ μνήμη μου νά ἀνακαλύψει τήν ἀγαπημένη καί χαμένη πιά μορφή, κι ὁ περαστικός ἄν τύχει καί γυρίσει γιά νά βεβαιωθεῖ μήπως κάνω λάθος, νά μέ δεῖ, ξεχνώντας τήν πορεία μου, νά στέκω ἐκεῖ ἀκίνητος, νά προσπαθῶ νά θυμηθῶ, νιώθοντας στά κατάβαθα μου ἐκτάσεις ξανακερδισμένες ἀπό τή λήθη, ν᾿ ἀποστραγγίζονται καί νά ξαναχτίζονται·  καί τότε ἀναμφίβολα, μέ περισσότερη ἀνησυχία ἀπό πρωτύτερα ὅταν ζητοῦσα ἀπό τόν ξένο νά μέ ὁδηγήσει, γυρεύω ἀκόμα τό δρόμο μου, στρίβω σ᾿ ἕνα στενό... ἀλλά... αὐτό τό στενό εἶναι τώρα μέσα στήν καρδιά μου...
 
10. Οἱ παραξενιές τῆς θείας Λεονί
 
      Ἡ ξαδέλφη τοῦ παππού μου, ἡ μεγάλη μου θεία, πού στό σπίτι της κατοικούσαμε, ἦταν ἡ μητέρα αὐτῆς τῆς θείας Λεονί πού ἀπό τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, τοῦ θείου Ὀκτάβ, δέ θέλησε νά ἐγκαταλείψει,  πρῶτα  τό  Κομπραί,  ὕστερα  στό  Κομπραί  τό σπίτι της, ὕστερα τό δωμάτιο της, ὕστερα τό κρεβάτι της καί δέν "κατέβαινε" πιά, παρά ἔμενε πάντα ξαπλωμένη σέ μιά ἀβέβαιη κατάσταση θλίψης, σωματικῆς ἀδυναμίας, ἀσθένειας, ἔμμονης ἰδέας κι εὐλάβειας. Ἡ θεία μου δέ ζοῦσε πιά πραγματικά παρά σέ δυό μόνο συνεχόμενα δωμάτια, κι ἔμενε τό ἀπόγευμα στό ἕνα, ὅσο ἀεριζόταν τό ἄλλο. Πρίν μπῶ νά πῶ καλημέρα στή θεία μου, μ᾿ ἄφηναν νά περιμένω γιά λίγο στό πρῶτο δωμάτιο, ὅπου ὁ ἥλιος χειμωνιάτικος ἀκόμα, εἶχε σταθεῖ νά ζεσταθεῖ μπροστά στή φωτιά, τήν ἀναμμένη κιόλας, δημιουργώντας μιά ἀτμόσφαιρα, πού εὔχεσαι νά ξεσπάσει ἔξω βροχή καί χιονιάς, γιά νά προσθέσει στήν ἄνεση τῆς κλεισούρας, τήν ποίηση ἀπό τό ξεχειμώνισμα.
      Στό γειτονικό δωμάτιο ἄκουγα τή θεία μου νά κουβεντιάζει μοναχή χαμηλόφωνα. Ποτέ δέ μιλοῦσε δυνατά γιατί πίστευε πώς εἶχε μέσα στό κεφάλι της κάτι σπασμένο, πού θά τό μετακινοῦσε ἄν μιλοῦσε πολύ φωναχτά, ἀλλά ὅμως δέν ἔμενε ποτέ γιά ὥρα χωρίς νά πεῖ κάτι, γιατί πίστευε ὅτι ἔτσι θά ὑπέφερε πιό σπάνια ἀπ᾿ τίς δύσπνοιες καί τό ἄγχος της. Δυστυχῶς, ἐπειδή εἶχε συνηθίσει νά σκέφτεται φωναχτά, τήν ἄκουγα συχνά νά λέει στόν ἑαυτό της: «Πρέπει νά θυμηθῶ καλά πώς δέν κοιμήθηκα» (γιατί ἰσχυριζόταν πώς δέν κοιμόταν καθόλου)· κι ὅταν τύχαινε νά ξεχαστεῖ καί νά πεῖ: «αὐτό πού μέ ξύπνησε...» ἤ «ὀνειρεύτικα πώς...», κοκκίνιζε καί γύρευε νά ἐπανορθώσει ἀμέσως.
      Ὕστερα ἀπό λίγο ἔμπαινα στό δωμάτιό της, γιά νά τή φιλήσω· ἡ Φρανσουάζ ἑτοίμαζε τό τσάι της· ἤ, ἄν ἡ θεία μου αἰσθανόταν κάπως ἀνήσυχη, ζητοῦσε φλαμούρι καί μοῦ ἀνέθεταν ν᾿ ἀφήσω νά πέσει ἀπ᾿ τό σακκούλι τοῦ φαρμακείου ἡ ποσότητα πού θά ᾿ριχναν στό βραστό νερό. Ἡ ἀποξήρανση εἶχε στρίψει τά κοτσάνια καί τα εἶχε πλέξει σ᾿  ένα ἰδιότροπο διχτυωτό, πού  ἀνάμεσα τους ἄνοιγαν οἱ χλωμοί ἀνθοί, λές καί τούς εἶχε τοποθετήσει ἔνας  ζωγράφος μέ τόν πιό διακοσμητικό τρόπο.  Καί καθώς τό κάθε καινούργιο χαρακτηριστικό δέν ἦταν παρά ἡ μεταμόρφωση ἑνός παλιού, στά μικρά γκρίζα μπαλάκια ἀναγνώριζα τά πράσινα μπουμπούκια πού δέν ὁλοκληρώθηκαν· κυρίως ὅμως ἡ ροδαλή, φεγγαρίσια κι ἁπαλή λάμψη πού ᾿κανε νά ξεχωρίζουν οἱ ἀνθοί μέσα σ᾿  ἕνα εὔθραυστο δάσος κοτσάνια, μοῦ ᾿δείχνε πώς αὐτά τά πέταλα ήταν τά ἴδια πού, πρίν ν᾿  ανθοστολίσουν τό σακκούλι τοῦ φαρμακείου, εἶχαν μοσχοβολίσει τ᾿  ἀνοιξιάτικα βράδια. Αὐτή ἡ σάν ροδαλή φλόγα ἀπό κερί ἦταν ἀκόμα ἡ ἀπόχρωσή τους, ἀλλά μισόσβηστη καί ὑποτονική σ᾿  αὐτή τή μειωμένη ζωή πού ᾿ταν τώρα ἡ ζωή τους καί πού εἶναι σάν τό λυκόφωτο τών λουλουδιών. Σέ λίγο ἡ θεία μου μπορούσε νά βουτήξει στό ζεματιστό ρόφημά της, πού τό ἀγαπούσε γιά τή γεύση του ἀπό ξεραμένα φύλλα ή ἀπό μαραμένα λουλούδια, μιά μικρή μαντλέν καί μοῦ πρόσφερε ἕνα κομμάτι της, μόλις μαλάκωνε ἀρκετά.
      Καθώς τό κρεβάτι της βρισκόταν πλάι στό παράθυρο, ἡ θεία μου εἶχε τό δρόμο μπροστά στά μάτια της καί πάνω του διάβαζε ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ, τό καθημερινό, ἀλλά παμπάλαιο χρονικό τοῦ Κομπραί καί τό σχολίαζε ὕστερα μέ τή Φρασουάνζ.
       Δέν πρόφταινα νά μείνω κοντά στή θεία μου οὔτε κάν πέντε λεπτά καί μ’ ἔδιωχνε κιόλας ἀπό φόβο μήπως κουραστεῖ. «Ἄντε καλό μου παιδί. Πήγαινε, πήγαινε νά ἑτοιμαστεῖς γιά τή λειτουργία· κι ἄν συναντήσεις κάτω τή Φρανσουάζ, πές νά μή χάνει πολλή ὥρα δισκεδάζοντας μαζί σας, ἀλλά νά ἀνέβει σέ λίγο μήπως χρειάζομαι τίποτα».
      Ἡ Φρασουάνζ, πού ἦταν ἀπό χρόνια στήν ὑπηρεσία της καί δέν μποροῦσε τότε νά φανταστεῖ πώς  μιά μέρα θά ἐρχόταν στή δική μας, παραμελοῦσε κάπως τή θεία, ὅσους μῆνες  βρισκόμαστε ἐκεῖ.  Ἀπό τότε πού πηγαίναμε στό Κομπραί, εἴμαστε ἡ προτίμησή της· εἶχε γιά μᾶς, τουλάχιστον τά πρῶτα χρόνια, μαζί μ᾿ ὅση ὑπόληψη αἰσθανόταν καί γιά τή θεία μου, μιά συμπάθεια πιό ἔντονη, γιατί ἐκτός ἀπό τό γόητρο τῆς κοινῆς οἰκογένειας, εἴχαμε καί τή γοητεία νά μήν εἴμαστε τά τακτικά της ἀφεντικά. Μέ τί χαρά μᾶς ὑποδεχόταν, καί λυπόταν πού δέν εἴχαμε ἀκόμα καλύτερο καιρό τή μέρα τῆς ἄφιξής μας, ὅταν ἡ μαμά τή ρωτοῦσε νά μάθει νέα γιά τή κόρη της καί τ᾿ ἀνήψια της, ἄν ὁ ἐγγονός της ἔμοιζε μέ τή γιαγιά του.
είχε για μάς, τουλάχιστο τά πρώτα χρόνια, μαζί μ’ δση ύπό- ληψη αίσθανόταν καί για τή θεία μου, μια συμπάθεια πιδ έντονη, γιατί έκτδς απ’ τδ γόητρο τής κοινής οικογένειας (ἔνιωθε γιά τούς ἀδιόρατους δεσμούς, πού δημιουργεί ἀνάμεσα στα μέλη μιας οἰκογένειας τό κοινό αίμα, τόσο σεβασμό ὅσο κι ένας "Ελληνας τραγικός), εἴχαμε καί τή γοητεία νά μήν εἴμαστε καί τά ταχτικά της αφεντικά. Μέ τί χαρά μάς ὑποδεχόταν καί λυπόταν πού δέν εἴχαμε ακόμα καλύτερο καιρό τή μέρα τῆς ἀφιξής μας, τήν παραμονή τοῦ Πάσχα, τότε πού συχνά φυσούσε παγερός άέρας, ὅταν ἡ μαμά ρωτούσε νά μάθει νέα γιά τήν κόρη καί τα᾿  ἀνίψια της, ἄν ὁ ἐγγονός της ἦταν καλός, τί λογάριαζαν νά τόν κάνουν, ἄν ἔμοιαζε μέ τή γιαγιά του.
Κι ὅταν πιά βρίσκονταν μόνες, ἡ μαμά, πού ήξερε πώς ἡ Φρανσουάζ θρηνούσε ακόμα τούς νεκρούς ἀπὀ χρόνια γονεῖς της, τῆς μιλοῦσε γι᾿  αὐτούς τρυφερά καί ζητούσε ν᾿  ἀκούσει χίλιες δυό λεπτομέρειες γιά τή ζωή τους.
Είχε μαντέψει πώς ή Φρανσουάζ δέ συμπαθούσε τό γαμπρό της καί πώς ή παρουσία του τῆς κατάστρεφε τή χαρά νά βρίσκεται μέ τήν κόρη της, γιατί μπροστά του δέν μπορούσε νά τῆς μιλήσει ἐλεύθερα. Γι᾿  αυτό, ὅταν ἡ Φρανσουάζ πήγαινε νά τούς δεῖ, λίγα χιλιόμετρα μακριά απ᾿  το Κομπραί, ἡ μαμά τῆς ἔλεγε χαμογελώντας: «Ἄν τύχει κι ὁ Ζυλιέν ἀναγκαστεῖ ν᾿  ἀπουσιάσει καί βρεθεῖς ὁλομόναχη μέ τή Μαργκερἰτ ὅλη μέρα, θά ᾿σαι ἀπαρηγόρητη, ἀλλά τελικά θά τό πάρεις ἀπόφαση, δέν εἶναι ἔτσι Φρανσουάζ:» Καί ἡ Φρανσουάζ ἔλεγε γελώντας: «Ἡ κυρία τά ξέρει ὅλα, ή κυρία είναι χειρότερη κι απ᾿  τίς αχτίνες X (έλεγε «χ» μέ κάποια προσποιητή δυσκολία κι ἕνα χαμόγελο γιά νά κοροϊδέψει τὀν ἑαυτό της πού, αμόρφωτη, χρησιμοποιούσε τό σοφό αὐτόν ὄρο), κι ἐξαφανιζόταν, συγκινημένη, γιατί ασχολήθηκαν μέ τό ἄτομό της, ἴσως καί γιά νά μή φανεῖ πώς έκλαιγε· ἡ μαμά ήταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού, τῆς ἔδωσε αὐτή τή γλυκειά συγκίνηση νά νιώθει πώς ἡ ζωή της, οἱ χαρές της, οἱ λύπες της — μιᾶς χωριάτισσας — μποροῦσαν νά ἐνδιαφέρουν, νά γίνουν αφορμή γιά χαρά ἤ λύπη κάποιου ἄλλου, ἐκτός ἀπ᾿  τόν ἑαυτό της.
Ἦταν ταυτόχρονα ἀπ᾿  αὐτούς τούς ὑπηρέτες πού σ᾿  ἕνα σπίτι δέν ἀρέσουν, ἀπ’ τή πρώτη ματιά, σ᾿  ἕνα ξένο, ἴσως γιατί δέν κάνουν τόν κόπο νά τόν κατακτήσουν καί δέν γίνονται περιποιητικοί ἀπέναντί του, γιατί ξέρουν πολύ καλά πώς δέν τόν ἔχουν διόλου ἀνάγκη, ἀφοῦ  τ᾿  ἀφεντικά  θά προτιμούσαν νά πάψουν νά δέχονται τόν ξένο, παρά νά χάσουν τίς ύπηρεσίες τους· καί εἶναι, ἀντίθετα, οἱ πιό ἀγαπητοί στ᾿  ἀφεντικά πού έχουν δοκιμάσει τις πραγματικές ἱκανότητές τους καί δέ νοιάζονται γι᾿  αύτή τήν ἐπιπόλαιη συγκατάθεση, γι᾿  αὐτή τή δουλική φλυαρία πού κάνει καλή έντύπωση σ᾿  ἕναν έπισκέπτη, άλλά συχνά καλύπτει κάποιο ἀθεράπευτα ἄξεστο μηδενικό.

 
11. Λεγκραντέν
 
      Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν λειτουργία συναντούσαμε συχνά τόν κύριο Λεγκραντέν πού, ἐπειδή τόν κρατοῦσε στό Παρίσι τό ἐπάγγελμα τοῦ μηχανικοῦ, δέν μποροῦσε νά ᾿ρχεται στό χτῆμα του στό Κομπραί μέ ἐξαίρεση τίς μεγάλες διακοπές, παρά μόνο ἀπ᾿ τό σαββατόβραδο ὡς τή Δευτέρα τό πρωί. Ἀνῆκε σ᾿ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού ἔξω ἀπό τήν ἐπιστημονική τους καριέρα, ὅπου ἄλλωστε πέτυχαν λαμπρά, ἔχουν μιά παιδεία τελείως διαφορετική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική. Πιό ἐνημερωμένοι ἀπό πολλούς λογοτέχνες, φαντάζονται πώς ἡ ζωή τους δέν εἶναι αὐτή πού τούς ταιριάζει, καί γι᾿ αὐτό προσθέτουν στίς πραχτικές ἀσχολίες τους εἴτε ἕνα κράμα ἀνεμελιᾶς καί ἰδιορρυθμίας, εἴτε μιά προσήλωση σταθερή καί ὑπεροπτική, περιφρονητική καί πικρή. Ψηλός, μέ πρόσωπο σκεφτικό καί φίνο, μ᾿ ἕνα βλέμμα ἀπογοητευμένο, μέ μιά εὐγένεια ἐκλεπτυσμένη, συζητητής πού ὅμοιό του δέν εἴχαμε ἀκούσει ποτέ, ἦταν στά μάτια τῆς οἰκογένειάς μου, ὁ τύπος τοῦ ἐκλεκτοῦ ἀνθρώπου πού ἀντιμετώπιζε τή ζωή μέ τόν πιό εὐαίσθητο τρόπο. Τή γιαγιά τήν ξάφνιαζαν τά φλογερά λογύδρια στά ὁποῖα ξεσποῦσε συχνά γιά νά καυτηριάσει τήν ἀριστοκρατία, καί τήν κοσμική ζωή. Ἦταν τόσο ἀδύνατον στή γιαγιά μου νά νιώσει, ἤ ἔστω καί νά καταλάβει τό συναίσθημα τῆς κοσμικῆς φιλοδοξίας, ὤστε τῆς φαινόταν ὁλότελα περιττό, νά τό στιγματίζεις μέ τέτοιο πάθος. Κι ἀκόμα δέν ἔβρισκε σωστό, τό ὄτι ὁ κύριος Λεγκραντέν πού ἡ ἀδελφή του ἦταν παντρεμένη κοντά στό Μπαλμπέκ μ᾿ ἕνα εὐγενή τῆς Κάτω Νορμανδίας, χτυποῦσε τόσο πολύ τούς εὐγενεῖς, φτάνοντας στό σημεῖο νά θεωρεῖ ὑπεύθυνη τήν ἐπανάσταση ἐπειδή δέν τούς ἀποκεφάλισε ὅλους.
      Γειά χαρά, φίλοι, μᾶς ἔλεγε καθώς ἐρχόταν νά μᾶς προαπαντήσει. «Πρέπει νά ᾿σαστε εὐτυχεῖς πού μένετε πολύ ἐδῶ· αὔριο πρέπει νά γυρίσω στό Παρίσι. Ὤ, ὑπάρχουν σίγουρα στό σπίτι μου ὅλα τά περιττά πράγματα. Λείπει μόνο τό ἀπαραίτητο: ἕνα μεγάλο κομμάτι οὐρανός ὅπως ἐδῶ. Προσπαθῆστε νά κρατήσετε πάντα ἕνα κομμάτι οὐρανό πάνω ἀπ᾿ τή ζωή σας, μικρέ μου», συμπλήρωνε γυρνώντας σ᾿ ἐμένα.

12. Ἡ θεία Λεονί καί ἡ Εὐλαλί
 
      Ὅταν μετά τήν ἐπιστροφή  μας ἀπό τή λειτουργία, ἡ θεία μου μᾶς ρωτοῦσε, ἄν ἡ κυρία Γκουπίλ εἶχε φτάσει μέ καθυστέρηση στή λειτουργία, δέν εἴμαστε σέ θέση νά τήν πληροφορήσουμε. Ἀντίθετα αὐξάναμε τήν ταραχή της λέγοντάς της, πώς ἕνας ζωγράφος δούλευε στήν ἐκκλησία γιά ν᾿ ἀντιγράψει τό βιτράϊγ πού ἔδειχνε τό Ζιλμπέρ τόν Κακό [26].  Ἄχ, ἀναστέναζε ἡ θεία μου, θά ᾿θελα κιόλας  νά ᾿ταν ἡ ὥρα τῆς Εὐλαλί. Πραγματικά, μόνο ἐκείνη θά μποροῦσε νά μέ πληροφορήσει.
      Ἡ Εὐλαλί, μιά κοπέλα κουτσή, δραστήρια καί κουφή, μετά τό θάνατο τῆς κυρίας ντέ λά Μπρετοννερί ὅπου τήν εἶχαν ὑπηρέτρια ἀπ᾿ τά παιδικά της χρόνια, εἶχε νοικιάσει ἕνα δωμάτιο δίπλα στήν ἐκκλησία, ἀπ᾿ ὅπου κατέβαινε ὅλη τήν ὥρα γιά τίς ἀκολουθίες ἤ καί δίχως τίς ἀκολουθίες, γιά νά κάνει μιά μικρή προσευχή· τόν ὑπόλοιπο καιρό πήγαινε νά ἐπισκεφτεῖ ἀρρώστους σάν τή θεία Λεονί, στήν ὁποία ἱστοροῦσε, ὅ,τι εἶχε συμβεῖ στή λειτουργία ἤ τόν ἑσπερινό. Οἱ ἐπισκέψεις της, ἦταν ἡ μεγάλη ψυχαγωγία τῆς θείας, πού δέ δεχόταν πιά κανένα ἄλλον, ἐκτός ἀπό τόν ἐφημέριο. Ἡ θεία μου εἶχε ἀπομακρύνει σιγά-σιγά ὅλους τούς ἄλλους, γιατί θεωροῦσε πώς ἀνῆκαν ὅλοι, σέ μιά ἀπ᾿ τίς δυό κατηγορίες ἀνθρώπων πού ἀντιπαθοῦσε. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνῆκαν οἱ χειρότεροι καί τούς εἶχε ξεφορτωθεῖ ἀμέσως· ἦταν αὐτοί πού τή συμβούλευαν «νά μή φροντίζει ὑπερβολικά τήν ὑγεία της» καί ὑποστήριζαν τήν θεωρία πώς ἕνας περίπατος στόν ἥλιο κι ἕνα μπιφτέκι στή σχάρα, (ὅταν ἐκείνης τῆς κάθονταν στό στομάχι γιά δεκατέσσερεις ὧρες, δυό τιποτένιες νερό τοῦ Βισύ!) θά τήν ὠφελοῦσαν περισσότερο ἀπ᾿ τό κρεβάτι καί τά γιατροσόφια. Τήν ἄλλη κατηγορία τήν ἀποτελοῦσαν αὐτοί πού θεωροῦσαν πώς ἦταν πιό βαρειά ἄρρωστη ἀπ᾿ ὅ,τι νόμιζε, πώς ἦταν πραγματικά τόσο ἄρρωστη, ὅσο ἔλεγε ἡ ἴδια. Ἔτσι ὅσοι στή διάρκεια τῆς ἐπίσκεψης, τόλμησαν νά ποῦν φοβισμένα κάτι σάν: «Δέ νομίζετε πώς ἄν κινηθεῖτε λίγο μέ τόσο καλό καιρό...» ἤ ἀντίθετα, ὅταν τούς εἶχε πεῖ: «Εἶμαι πολύ καταβεβλημένη, πάρα πολύ, εἶναι τό τέλος καλοί μου φίλοι», τῆς εἶχαν ἀπαντήσει: «Ἄχ, ὅταν χάσει κανείς τήν ὑγειά του!», ὅλοι αὐτοί, οἱ πρῶτοι ὅσο καί οἱ δεύτεροι, ἦταν βέβαιο πώς δέν θά ξαναγίνονταν δεχτοί. Μέ λίγα λόγια, ἡ θεία μου ἀπαιτοῦσε ταυτόχρονα νά ἐγκρίνουν τή δίαιτα πού ἀκολουθοῦσε, νά τή λυποῦνται γιά τά ὅσα ὑπέφερε καί νά τήν καθησυχάζουν γιά τό μέλλον.
      Σ᾿ αὐτό ἡ Εὐλαλί ἦταν ἀξεπέραστη. Ἡ θεία μου ἦταν ἄξια νά τῆς λέει εἴκοσι φορές τό λεπτό: «Εἶναι τό τέλος, καημένη μου Εὐλαλί», κι εἴκοσι φορές ἡ Εὐλαλί ἀπαντοῦσε: «Γνωρίζοντας τήν ἀρρώστια σας, ὅπως τήν γνωρίζετε ἐσεῖς κυρία Ὀκτάβ, θά φθάσετε στά ἑκατό χρόνια. «Δέ ζητῶ νά φτάσω στά ἑκατό», ἀπαντοῦσε ἡ θεία μου, πού προτιμοῦσε νά μήν προσδιορίζουν μέ ἀκρίβεια τά χρονικά ὅρια τῆς ζωῆς της.
      Καί καθώς ἡ Εὐλαλί ἤξερε ν᾿ ἀπασχολεῖ εὐχάριστα τή θεία μου χωρίς νά τήν κουράζει, οἱ ταχτικές Κυριακάτικες ἐπισκέψεις της, ἦταν γιά τή θεία μου μιά ἀπόλαυση πού ἡ ἀναμονή της τή διατηροῦσε ἀρχικά σέ μιά κατάσταση εὐχάριστη, ἀλλ᾿ ἀργότερα ὀδυνηρή, ἄν καθυστεροῦσε καί λίγο ἡ Εὐλαλί. Πραγματικά τήν Κυριακή σκεφτόταν μόνο αὐτή τήν ἐπίσκεψη καί μόλις τελείωνε τό γεῦμα, ἡ Φρανσουάζ βιαζόταν νά ἐγκαταλείψουμε τήν τραπεζαρία γιά νά μπορέσει ν᾿ ἀνέβει  "ν᾿ ἀπασχολήσει" τή θεία μου. Γιατί (κυρίως ἀπό τότε πού ἡ καλοκαιρία ἔπιανε στό Κομπραί), ἡ ἀγέρωχη  ὥρα  τοῦ  μεσημεριοῦ  κατεβασμένου   ἀπό  τό  καμπαναριό  τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ, εἶχε ἀντηχήσει κιόλας  πρό πολλοῦ γύρω ἀπ᾿ τό τραπέζι μας, κι  ὅμως  ἐμεῖς εἴμαστε ἀκόμα καθισμένοι μπροστά στά πιάτα μας μέ τίς ζωγραφιές ἀπ᾿ τίς χίλιες καί μιά νύχτες, νωθροί ἀπό τή ζέστη καί κυρίως ἀπό τό φαγητό. Γιατί ἐκτός ἀπ᾿ τή μόνιμη βάση τοῦ γεύματος, πού δέν καταδεχόταν νά μᾶς ἀναγγείλει πιά ἡ Φρανσουάζ, πρόσθετε, τό φροῦτο τῆς ἐποχῆς, τίς εὐγένειες τῶν γειτόνων καί τό προσωπικό της δαιμόνιο. Καί ὅταν εἶχαν τελειώσει ὅλα αὐτά, προετοιμασμένη ρητά  γιά μᾶς, ἀλλ᾿ ἀφιερωμένη εἰδικότερα στόν πατέρα μου, γιατί τοῦ ἄρεσε, μιά κρέμα σοκολάτα, πού μᾶς τήν πρόσφερνε τρεμάμενη καί ἐλαφριά, σάν ἕνα ἔργο γιά τήν περίσταση, γιατί εἶχε βάλει ὅλη της τήν τέχνη. Ὅποιος ἀρνιόταν νά δοκιμάσει λέγοντας: «τελείωσα, δέν πεινῶ πιά», ὑποβιβαζόταν ἀμέσως στό ἐπίπεδο αὐτῶν τών χοντρανθρώπων, πού κι ὅταν ἀκόμα τούς χαρίζει ἕνα ἔργο του κάποιος καλλιτέχνης, κοιτάζουν τό βάρος καί τό ὑλικό του, ἐνῶ ὅ,τι ἀξίζει εἶναι ἡ πρόθεση καί ἡ ὑπογραφή. Καί μιά σταγόνα ἔστω ἄν ἄφηνες στό πιάτο, ἦταν ἔνδειξη ἀγένειας, σά νά σηκωνόσουν φανερά μπροστά στό μουσικοσυνθέτη, πρίν τελειώσει ἡ ἐκτέλεση ἑνός ἔργου.
 
13. Ὁ θεῖος Ἀδόλφος. Ἡ ἀγάπη μου γιά τό θέατρο. Συνάντηση στό Παρίσι, στοῦ θείου Ἀδόλφου μέ "τήν κυρία μέ τά ρόζ", μέλλουσα κυρία Σουάν.
 
      Τελικά ἡ μητέρα, μοῦ ἔλεγε: «Ἄντε λοιπόν ἀνέβα στό δωμάτιό σου, ἄν ζεσταίνεσαι πολύ στό ὕπαιθρο· πήγαινε ὅμως πρῶτα γιά λίγο, νά ἀναπνεύσεις καθαρό ἀέρα, γιά νά μήν ἀρχίζεις τό διάβασμα μόλις σηκωθεῖς ἀπό τό τραπέζι». Πήγαινα νά καθίσω στόν πάγκο δίχως πλάτη στή σκιά μιᾶς πασχαλιᾶς, σ᾿ αὐτή τή μικρή γωνιά τοῦ κήπου. Μποροῦσες νά διακρίνεις τό κόκκινο πλακόστρωτο τῆς κουζίνας. Ἔμοιαζε λιγότερο μέ τό ἄντρο τῆς Φρανσουάζ καί πιότερο μέ μικρό "ναό τῆς Ἀφροδίτης". Ξεχείλιζε ἀπό τίς προσφορές τοῦ τυροκόμου, τοῦ φρουτέμπορου, τῆς μανάβισσας, πού ἔρχονταν κάποτε ἀπό μακρινά χωριουδάκια γιά νά τῆς ἀφιερώσουν τά πρωιμάδια τῶν χωραφιῶν τους.
      Ἄλλοτε δέν ἀργοποροῦσα πολύ στό ἀλσύλιο πού τήν περιστοίχιζε, γιατί πρίν ἀνέβω νά διαβάσω, ἔμπαινα στό μικρό ἀναπαυτήριο τοῦ θείου Ἀδόλφου, ἀδελφοῦ τοῦ παπποῦ μου, ὅπου, ἀκόμα καί ὅταν τά ἀνοιχτά παράθυρα ἄφηναν τή ζέστη νά μπεῖ, ἀναδινόταν ἀστέρευτα αὐτή ἡ ἀπροσδιόριστη μυρωδιά τοῦ δάσους, πού κάνει τά ρουθούνια νά ὀνειροπολοῦν ὅταν μπαίνει κανείς σέ ὀρεινό περίπτερο, ἐγκαταλελειμμένο ἀπό καιρό. Ἀπό χρόνια ὅμως δέν ἔμπαινα πιά στό μικρό δωμάτιο τοῦ θείου Ἀδόλφου, πού δέν ἐρχόταν πιά στό Κομπραί, ἐπειδή εἶχε μεσολαβήσει μιά διάσταση ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί τήν οἰκογένεια μου, ἀπό δικό μου σφάλμα, κάτω ἀπ᾿ τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
      Μιά δυό φορές τό μήνα στό Παρίσι, μ᾿ ἔστελναν νά τοῦ κάνω ἐπίσκεψη. Παραπονιόταν γκρινιάζοντας, πώς εἶχα καιρό νά πάω νά τόν δῶ, πώς τόν ἐγκαταλείπαμε. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἔνιωθα ἀγάπη γιά τό θέατρο, ἕναν ἔρωτα πλατωνικό, γιατί οἱ γονεῖς μου δέν μοῦ εἶχαν ἀκόμα ἐπιτρέψει νά πάω στό θέατρο, κι ἀναπαράσταινα μέ τόση ἀσάφεια, τήν εὐχαρίστηση πού θά ᾿νιωθε ἐκεῖ κανείς.
           Κάθε πρωί ἔτρεχα ὡς τή στήλη Μορρίς [27] γιά νά δῶ τίς διαφημίσεις γιά τά θεάματα. Τίποτα δέν ἦταν πιό ἀνιδιοτελές καί πιό εὐτυχισμένο, ἀπ᾿ τά ὄνειρα πού πρόσφερε στή φαντασία μου τό κάθε ἀναγγελόμενο ἔργο, ὄνειρα πού καθορίζονταν ταυτόχρονα ἀπό τίς εἰκόνες, ἀναπόσπαστες ἀπό τίς λέξεις πού συνθέτανε τόν τίτλο τους, καί ἀπό τό χρῶμα πού εἶχαν οἱ ὑγρές ἀκόμα ἀπό τήν κόλλα ἀφίσες.
      Ἡ τέχνη τῶν ἠθοποιῶν, ἄν καί δέν τήν εἶχα γνωρίσει ἀκόμα, ἦταν ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλες τίς μορφές της, μέ τήν ὁποία ἡ Τέχνη μοῦ ἔδινε τή δυνατότητα νά τήν προαισθανθῶ. Ἀκόμα καί οἱ πιό μικρές διαφορές στόν τρόπο τῆς ἀπαγγελίας ἤ τοῦ χρωματισμοῦ τῆς φωνῆς τους, μοῦ φαίνονταν πώς ἀποκτοῦσαν ἀπροσμέτρητη σημασία. Τόσο τό ὄνομα μιᾶς πρωταγωνίστριας, καθώς ἔλαμπε στήν εἴσοδο ἑνός θεάτρου, τόσο ἡ θέα στό τζάμι ἑνός κουπέ πού περνοῦσε στό δρόμο μέ τ᾿ἄλογα του στολισμένα μέ τριαντάφυλλα στήν κεφαλαριά,  τόσο ἡ θέα μιᾶς γυναίκας πού πίστευα πώς θά μποροῦσε νά ᾿ναι ἠθοποιός, ἄφηνε μέσα μου μιά ἀναστάτωση, μιά προσπάθεια ἀνίσχυρη κι ὀδυνηρή, ν’ ἀναπαραστήσω τή ζωή της. Ταξινομοῦσα σέ μιά σειρά τίς πιό διάσημες: Σάρα Μπερνάρ, Μπερμά, Μπαρτέ, Μαντλέν Μπροάν, Ζάν Σαμαρύ [28], ἀλλ᾿ ὅλες μέ ἐνδιέφεραν. Ὁ θεῖος μου λοιπόν, γνώριζε πολλές, καθώς καί πολλές κοκκότες, πού δέν τίς ξεχώριζα πολύ καθαρά ἀπό τίς ἠθοποιούς. Τίς δεχόταν στό σπίτι του. Κι ἄν δέν πηγαίναμε νά τόν δοῦμε παρά μόνο ὡρισμένες ἡμέρες ἦταν, γιατί δεχόταν γυναῖκες πού δέν μποροῦσε νά συναντήσει ἡ οἰκογένειά μου, τουλάχιστον κατά τή γνώμη της· γιατί ἀντίθετα τό θεῖο μου, ἡ ὑπερβολική εὐκολία μέ τήν ὁποία δεχόταν νά τίς συστήσει στή γιαγιά μου ἤ νά τούς χαρίσει οἰκογενειακά κοσμήματα, τόν εἶχαν κάνει νά τσακωθεῖ κάμποσες φορές μέ τόν παππού μου· καί σκεφτόμουν πώς ὁ θεῖος μου θά μποροῦσε νά μέ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τή "μαθητεία" πού ἔκαναν ἴσως γιά χρόνια χωρίς ὄφελος ἄνθρωποι ἀξιόλογοι μπροστά στήν πόρτα μιᾶς γυναίκας, πού δέν ἀπαντοῦσε στά γράμματά τους κι ἔβαζε τό θυρωρό νά τούς διώξει — πώς θά μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό γιά ἕνα παιδαρέλι σάν έμένα, ἄν μέ παρουσίαζε στό σπίτι του σέ κάποια ἠθοποιό, ἀπλησίαστη γιά τόσους ἄλλους, ἀλλά πού ἦταν σ᾿ἐκεῖνον φίλη στενή.
      Μιά μέρα ἄλλη ἀπό τίς καθορισμένες γιά τίς οἰκογενειακές ἐπισκέψεις, βγῆκα καί ἀντί νά πάω νά δῶ τή στήλη μέ τίς ἀφίσσες, ἔτρεξα στοῦ θείου μου. Παρατήρησα μπροστά στήν πόρτα του ἕνα ἀμάξι μέ δυό ἄλογα πού ᾿χαν στίς παρωπίδες τους κόκκινα γαρύφαλα, ὅπως καί ὁ ἁμαξάς στή μπουτονιέρα του. Ἀπ᾿ τή σκάλα ἄκουσα ἕνα γέλιο καί μιά φωνή γυναίκας καί μόλις χτύπησα, σιωπή καί τό θόρυβο ἀπό πόρτες πού ἔκλειναν. Ὁ ὑπηρέτης ἦρθε ν᾿ ἀνοίξει καί μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε, πώς ὁ θεῖος μου ἦταν πολύ ἀπασχολημένος καί σίγουρα δέν θά μποροῦσε νά μέ δεχτεῖ. Ὅταν ὡστόσο πῆγε νά τόν εἰδοποιήσει, ἄκουσα τήν ἴδια γυναικεία φωνή νά λέει: «Μά ναί! ἄφησέ τον νά περάσει· μόνο γιά λίγο, θά μέ διασκεδάσει τόσο. Στή φωτογραφία πάνω στό γραφεῖο σου μοιάζει τόσο πολύ μέ τή μαμά του, πού ἡ φωτογραφία της εἶναι πλάϊ στή δική του, δέν εἶναι ἔτσι; Θά ᾿θελα νά τόν ἔβλεπα, γιά μιά στιγμή ἔστω, αὐτόν τό μικρό».
      Ἄκουσα τό θεῖο μου νά γκρινιάζει· τελικά ὁ ὑπηρέτης μέ ὁδήγησε μέσα. Ὁ θεῖος μου φοροῦσε τήν καθημερινή ἁπλή μπλούζα του, ἀλλ᾿ ἀπέναντι του, μέ φόρεμα ρόζ μεταξωτό κι ἕνα μεγάλο κολλιέ μαργαριτάρια στό λαιμό, καθόταν μιά νέα γυναίκα. Ἐκείνη μέ κοίταξε χαμογελώντας, κι ὁ θεῖος μου τῆς εἶπε: «Ὁ ἀνιψιός μου», δίχως νά πεῖ τό ὄνομά μου, μήτε νά πεῖ τό δικό της.
      Ἔνιωθα μιά μικρή ἀπογοήτευση, γιατί αὐτή ἡ νέα γυναίκα δέν ἦταν διαφορετική ἀπό ἄλλες ὄμορφες γυναῖκες. Δέν ἔβρισκα νά ᾿χει τίποτα ἀπ᾿ τή θεατρική ἐμφάνιση πού θαύμαζα στίς φωτογραφίες τῶν ἠθοποιῶν ἤ τή διαβολική ἔκφραση πού θά μποροῦσε νά συσχετιστεῖ  μέ τή ζωή πού πρέπει νά ζοῦσε. Μοῦ ἦταν δύσκολο νά πιστέψω πώς ἦταν κοκότα σίκ, ἄν δέν εἶχα δεῖ τό ἁμάξι μέ τά δύο ἄλογα καί ἄν δέ ἤξερα πώς ὁ θεῖος  μου γνώριζε κοκότες τῆς πρώτης σειρᾶς. Κι ὄμως ὅταν σκεφτόμουν τί θά ᾿ταν ἡ ζωή της, ἡ ἀνηθικότητά μέ ἀναστάτωνε ἴσως περισσότερο ἔτσι, παρά ἄν εἶχε προβάλει ὁλοκάθαρα μπροστά μου μέ μιά χαρακτηριστική ἐμφάνιση — αὐτή ἡ ἀόρατη ἀνηθικότητα, σάν τό μυστικό κάποιου μυθιστορήματος, κάποιου σκανδάλου πού τήν εἶχε ὑποχρεώσει νά φύγει ἀπό τούς ἀστούς γονεῖς της καί νά δοθεῖ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο, πού τήν εἶχε κάνει νά ξεχειλίσει ἀπό ὀμορφιά καί ν᾿ ἀνεβεῖ ὡς τόν ἡμίκοσμο καί τή διασημότητα, αὐτή τή γυναίκα πού οἱ ἐκφράσεις τοῦ προσώπου της, οἱ μεταπτώσεις τῆς φωνῆς της, παρόμοιες μέ τόσες ἄλλες πού γνώριζα κιόλας, μ᾿ ἔκαναν ὡστόσο νά τή θεωρῶ σά μιά κοπέλα καλῆς οἰκογένειας, πού τήν εἶχε χάσει.
      «Μά ναί» συνέχισε ξαφνικά, «πρέπει νά συνάντησα στό σπίτι σας τόν πατέρα αὐτοῦ τοῦ νεαροῦ. Πῶς μπόρεσα νά τό ξεχάσω.  Ὑπῆρξε τόσο καλός, τόσο ἐξαίσιος ἀπέναντι μου» εἶπε μέ ὕφος σεμνό καί εὐαίσθητο. Καθώς σκέφτηκα ποιός θά ᾿ταν ὁ τραχύς τρόπος τοῦ πατέρα μου, πού τόν χαρακτήριζε ἐξαίσιο, ἐγώ πού γνώριζα τήν ἐπιφυλακτηκότητα καί τήν παγερότητά του, ἔνιωσα δυσάρεστα, σάν ἀπό μιά ἀπρέπεια του, γι᾿ αὐτήν τήν ἀνισότητα ἀνάμεσα στήν ὑπερβολική εὐγνωμοσύνη της καί στήν ἀνεπάρκεια τοῦ πατέρα μου. Μοῦ φάνηκε ἀργότερα πώς ἀπό τίς πιό συγκινητικές πλευρές τοῦ ρόλου αὐτῶν τῶν  γυναικῶν,  εἶναι  ὅτι  ἀφιερώνουν τή γεναιοδωρία τους, τό ταλέντο τους, ἕνα διαθέσιμο ὄνειρο συναισθηματικῆς ὀμορφιᾶς, γιά νά κάνουν πιό πλούσια, τήν χοντροκομμένη καί χυδαία ζωή τῶν ἀνδρῶν. Εἶχε πάρει κάποιες ἀσήμαντες κουβέντες τοῦ πατέρα μου, τίς εἶχε ἐπεξαργαστεῖ μέ φινέτσα, τούς εἶχε δώσει μιάν ἄλλη ὄψη, μέ μιάν ἀπόχρωση ταπεινοφροσύνης καί τίς ἐπέστρεφε μεταμορφωμένες σέ κάτι ἐξαίσιο.
      «Ἄντε, λοιπόν, ὥρα νά πηγαίνεις», μοῦ εἶπε ὁ θεῖος μου. Σηκώθηκα, ἔνιωσα μιάν ἀκαταμάχητη ἐπιθυμία νά φιλήσω τό χέρι τῆς κυρίας μέ τά ρόζ. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε, ἐνῶ ἔλεγα μέσα μου: «πρέπει ἤ δέν πρέπει». Καί μέ μιά κίνηση τυφλή καί ἀσυλλόγιστη, ἀπογυμνωμένη  ἀπ᾿ ὅλες τίς δικαιολογίες πού τῆς ἔβρισκα πρίν ἀπό λίγο, ἔφερα στά χείλη μου τό χέρι πού μοῦ ἔτεινε.
      «Τί καλός πού εἶναι! Εἶναι ἀπό τώρα ἐρωτιάρης, ἔχει καλό ματάκι γιά τίς γυναῖκες: βαστάει ἀπό τό θεῖο του. Δέ θά μποροῦσε νά ᾿ρθει κάποτε νά πάρει a cup of tea, ὅπως λένε οἱ γείτονές μας οἱ Ἄγγλοι; Ἀρκεῖ νά μοῦ στείλει ἕνα μήνυμα τό πρωί.»
      «Ὄχι, εἶναι ἀδύνατο» εἶπε ὁ θεῖος μου, «τόν ἔχουν πολύ περιορισμένο, μελετάει πολύ. Ποιός ξέρει; Ἴσως γίνει μιά μέρα ἕνας καινούργιος Βικτώρ Οὑγκώ.»
      «Λατρεύω τούς καλλιτέχνες» ἀπάντησε ἡ κυρία μέ τά ρόζ, «μόνο αὐτοί καταλαβαίνουν τίς γυναῖκες... Μόνον αὐτοί καί οἱ ἐκλεκτοί ἄνθρωποι ὅπως ἐσεῖς.»
      Πλημμυρισμένος ἔρωτα γιά τήν κυρία με τά ρόζ, σκέπασα μέ φιλιά τά μάγουλα τοῦ γέρου θείου μου, κι ἐνῶ μ᾿ ἄφηνε νά καταλάβω, πώς θά προτιμοῦσε νά μή μιλήσω γι᾿ αὐτή τήν ἐπίσκεψη στούς γονεῖς μου, τοῦ ᾿λεγα γιά τήν ἀνάμνηση τῆς καλοσύνης του, πού ἦταν τόσο ἔντονη μέσα μου. Ἦταν πράγματι τόσο ἔντονη ἡ ἀνάμνηση της, ὥστε δυό ὧρες ἀργότερα, ὕστερα ἀπό μερικές αἰνιγματικές φράσεις πού νόμισα πώς δέν ἔδωσαν στούς γονεῖς μου μιά ἀρκετή σαφή ἰδέα γιά τήν καινούργια ὑπόσταση πού εἶχα ἀποχτήσει, θεώρησα πιό ξεκάθαρο νά τούς διηγηθῶ μέ τίς παραμικρότερες λεπτομέρειες τήν ἐπίσκεψή μου. Δέν πίστευα πώς θά δημιουργοῦσα μπελάδες στό θεῖο μου. Οἱ γονεῖς μου δυστυχῶς ἔκριναν μέ ἀρχές ἐντελῶς διαφορετικές, ὅταν θέλησαν νά ἐκτιμήσουν τίς πράξεις τοῦ θείου μου. Ὁ πατέρας μου καί ὁ παππούς μου εἶχαν μαζί του βίαιες ἐξηγήσεις· τίς πληροφορήθηκα ἔμμεσα. Ὁ θεῖος μου, ἀπό κάποια ἀμηχανία στή συμπεριφορά μου, ἀπέναντι του, στό δρόμο πού διασταυρωθήκαμε, συμπέρανε  πώς στό σημεῖο αὐτό ἀκολουθοῦσα ἐντολές τῶν γονιῶν μου, δέν τούς τό συγχώρεσε αὐτό, καί πέθανε ἀρκετά χρόνια ἀργότερα δίχως νά τόν ξαναδεῖ κανείς ἀπό μᾶς.
 
 14. Ἀνάγνωση: Ἡ δράση πυκνώνει τίς συγκινήσεις πού ἡ ζωή δημιουργεῖ σέ πολύ ἀργό ρυθμό.
Τό τοπίο μιᾶς χώρας μέ λόφους καί ποτάμια διάφανου νεροῦ, θά ᾿κανε τ᾿ ὄνειρο μιᾶς γυναίκας, νοτισμένο ἀπ᾿ τή δροσιά τῶν νερῶν, ἀνάμεσα σέ τζαμπιά μενεξεδένια λουλούδια.
Γυρεύουμε νά ξαναβροῦμε στά πράγματα τό φῶς πού ἡ ψυχή μας ἔρριξε πάνω τους. Ἀπογοητευόμαστε καθώς φαίνονται σά νά μήν ἔχουν  στή  φύση,  τή  γοητεία πού ὄφειλαν κατά τήν ἀντίληψή μας.
 
      Καί ἔτσι δέν ἔμπαινα πιά στό ἀναπαυτήριο τοῦ θείου Ἀδόλφου πού τώρα ἦταν κλειστό καί ἀφοῦ ἀργοποροῦσα γιά λίγο στόν κῆπο, ἀνέβαινα νά διαβάσω στό δωμάτιό μου. Ἡ γιαγιά μου ὡστόσο, ἀκόμα κι ἄν ὁ καιρός εἶχε χαλάσει, ἐρχόταν νά μέ ἱκετεύσει νά βγῶ ἔξω. Καί καθώς δέν ἤθελα νά θυσιάσω τήν ἀνάγνωσή μου, πήγαινα τουλάχιστον νά τή συνεχίσω στόν κῆπο κάτω ἀπ᾿ τήν καστανιά. Ὅταν ἔβλεπα ἕνα ἐξωτερικό ἀντικείμενο, ἡ συνείδηση στεκόταν ἀνάμεσα σ᾿ ἐμένα καί σ᾿ αὐτό, τό περιχαράκωνε μέ ἕνα διανοητικό σειρήτι ἀπό σκέψεις, συνειρμούς, κρυμμένες  ἐπιθυμίες, πού  μ᾿ ἐμπόδιζε  ν᾿ ἀγγίξω ἄμεσα τήν ὕλη του· αὐτή ἐξατμιζόταν κατά κάποιο τρόπο, πρίν ἀκόμα ἔρθω σέ ἐπαφή μαζί της, ὅπως ἕνα φλεγόμενο σῶμα ὅταν τό πλησιάζουμε  σ᾿ ἕνα ὑγρό ἀντικείμενο δέν ἀγγίζει τήν ὑγρότητά του, γιατί πάντα προηγεῖται μιά ζώνη ἐξατμήσεως. Σ᾿ αὐτή τήν ποικιλόχρωμη ὀθόνη τῶν διαφορετικῶν καταστάσεων, πού ὅσο διάβαζα ξεδίπλωνε ταυτόχρονα ἡ συνείδησή μου, καί πού κλιμακώνονταν ἀπ᾿ τίς πιό βαθειά κρυμμένες ἐπιθυμίες μου, ὡς τήν ἐξωτερική θέα τοῦ ὀρίζοντα μπροστά στά μάτια μου στή ἄκρη τοῦ κήπου, ἐκεῖνο πού ὑπῆρχε πρῶτα-πρῶτα μέσα μου, τό πιό προσωπικό, ἦταν ἡ πεποίθησή μου στό φιλοσοφικό πλοῦτο, στήν ὀμορφιά τοῦ βιβλίου πού διάβαζα καί ἡ ἐπιθυμία νά τά κάνω δικά μου.Ἦταν ἐπειδή τό ἀναγνώρισα, γιατί μοῦ τό εἶχε ἀναφέρει σάν ἔργο ἀξιόλογο ὁ καθηγητής ἤ ὁ συμμαθητής καί μοῦ φαινόταν τότε πώς κρατοῦσε τό μυστικό τῆς ἀλήθειας καί  τῆς ὀμορφιᾶς, πού τίς μισομάντευα, κι ἡ γνώση τους ἦταν ὁ ἀόριστος καί μόνιμος στόχος τῆς σκέψης μου.
      Ὕστερα ἀπό αὐτή τή βασική πεποίθηση γιά τήν ἀνακάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἀκολουθοῦσαν οἱ συγκινήσεις πού μοῦ ᾿δινε ἡ δράση, στήν ὁποία λάβαινα μέρος, γιατί τά ἀπογεύματα αὐτά ἦταν πιό γεμάτα ἀπό δραματικά γεγονότα, ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι συχνά μιά ὁλόκληρη ζωή. Γέμιζαν μέ γεγονότα τοῦ βιβλίου πού διάβαζα· εἶναι ἀλήθεια πώς τά πρόσωπα πού ἀφοροῦσαν δέν ἦταν "πραγματικά", ὅπως ἔλεγε ἡ Φρανσουάζ. Ὅλα ὅμως τά συναισθήματα πού μᾶς κάνουν νά νιώθουμε τή χαρά ἤ τή δυστυχία ἑνός πραγματικοῦ προσώπου, δέν πραγματοποιοῦνται ἐντός μας, παρά μόνο μέσα ἀπό μιά εἰκόνα αὐτῆς τῆς χαρᾶς ἤ αὐτῆς τῆς δυστυχίας. Τί σημασία ἔχει τότε ἄν οἱ πράξεις, οἱ συγκινήσεις αὐτῶν τῶν πλασμάτων, μᾶς φαίνονται ἀληθινές, ἀφοῦ τίς κάναμε δικές μας, ἀφοῦ κρατοῦν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τους τό ρυθμό τῆς ἀναπνοῆς μας καί τήν ἔνταση τῆς ματιᾶς μας, ἐνῶ γυρίζουμε ἐναγώνια τίς σελίδες τοῦ βιβλίου; Κι ἀπό τή στιγμή πού ὁ μυθιστοριογράφος μᾶς ἔβαλε σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, τότε κάνει νά ξεσπάσουν μέσα μας σέ μιά ὥρα, ὅλες οἱ ἐφικτές εὐτυχίες καί δυστυχίες, πού στή ζωή θά χρειαζόμαστε χρόνια γιά νά γνωρίσουμε μερικές τους, καί πού οἱ πιό ἔντονες δέν θά ἀποκαλυφθοῦν ποτέ, γιατί ὁ ἀργός ρυθμός τῆς γένεσής τους μᾶς ἀφαιρεῖ τή δυνατότητα νά τίς ζήσουμε.
      Λιγότερο βαθειά μέσα μου ἀπ’ αὐτή τή ζωή τῶν προσώπων, ἐρχόταν ὕστερα, σχεδόν σάν νά προβαλλόταν μπροστά μου, τό τοπίο ὅπου ξετυλιγόταν ἡ δράση. Ἔτσι δυό διαδοχικά καλοκαίρια, στή ζέστη τοῦ κήπου τοῦ Κομπραί, εἶχα χάρη στό βιβλίο πού διάβαζα τότε, τή νοσταλγία μιᾶς χώρας μέ λόφους καί ποτάμια, ὅπου θά ᾿βλεπα πολλά πριονιστήρια, κι ὅπου στό βάθος τοῦ διάφανου νεροῦ σάπιζαν κομμάτια ξύλο, κάτω ἀπό τοῦφες νεροκάρδαμο· λίγο πιό πέρα σκαρφάλωναν στούς χαμηλούς φράχτες τσαμπιά ἀπό λουλούδια μενεξεδένια καί κοκκινωπά. Καί, καθώς τ᾿ὄνειρο μιᾶς γυναίκας πού θά μέ ἀγαποῦσε ἦταν πάντα ζωντανό στή σκέψη μου, ἐκεῖνα τά καλοκαίρια τό ὄνειρό μου ἦταν νοτισμένο ἀπ᾿ τή δροσιά τῶν νερῶν πού κυλοῦσαν· κι ὅποια κι ἄν ἦταν ἡ γυναίκα πού ἀναπολοῦσα, τσαμπιά λουλούδια μενεξεδένια καί κοκκινωπά ὀρθώνονταν ἀμέσως ἀπ᾿τίς δυό της πλευρές, σά χρώματα συμπληρωματικά. Ἄν οἱ γονεῖς  μου,  μοῦ ἐπιτρέπανε  ὅταν  διάβαζα  ἕνα  βιβλίο,  νά  πάω  νά ἐπισκεφτῶ  τόν  τόπο  πού περιγράφει, θά πίστευα πώς εἶχα κάνει ἕνα ἀνεχτίμητο βῆμα γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Γιατί ἄν ἔχουμε τή αἴσθηση πώς μᾶς περιβάλλει πάντα ἡ ψυχή μας, αὐτό δέ γίνεται σά νά βρισκόμαστε σέ μιά ἀκίνητη φυλακή. Εἶναι μᾶλλον σά νά παρασυρόμαστε μαζί της σέ μιά συνεχή τάση γιά νά τήν ξεπεράσουμε, γιά νά φτάσουμε ἔξω, ἀκούγοντας πάντα τριγύρω μας αὐτόν τόν ἦχο πού δέν εἶναι ἠχώ τοῦ ἔξω κόσμου, ἀλλά ἀντήχηση μιᾶς ἐσωτερικῆς δόνησης. Γυρεύουμε νά ξαναβροῦμε στά πράγματα, πού ἔγιναν γι᾿ αὐτό τό λόγο πολύτιμα, τό φῶς πού ἡ ψυχή μας ἔρριξε πάνω τους· ἀπογοητευόμαστε καθώς διαπιστώνουμε πώς φαίνονται σά νά μήν ἔχουν  στή  φύση  τή  γοητεία πού ὄφειλαν κατά τήν ἀντίληψή μας, σέ συνάφεια μέ ὡρισμένες ἰδέες· κάποτε μετατρέπουμε ὅλες αὐτές τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σέ ἐπιτειδιότητα σέ μεγαλεῖο, γιά νά ἐπηρεάσουμε πλάσματα πού καταλαβαίνουμε πώς εἶναι τοποθετημένα ἔξω ἀπό μᾶς καί δέν μποροῦμε νά τά φτάσουμε.
      Τέλος, ἐξακολουθώντας νά παρακολουθῶ ἀπό μέσα πρός τά ἔξω καταστάσεις πού βρίσκονταν ταυτόχρονα σέ ἀντιπαράθεση μέ τή συνείδησή μου, καί πρίν φτάσω στόν πραγματικό ὀρίζοντα πού τίς τύλιγε, ἀνακάλυπτα ἀπολαύσεις ἑνός ἄλλου εἴδους: τήν ἀπόλαυση νά εἶμαι καλοκαθισμένος,  νά νιώθω τό μοσχοβόλημα τοῦ ἀέρα, καί ὅταν ἄκουγα νά χτυπᾶ ἡ ὥρα στό καμπαναριό τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ, νά βλέπω νά πέφτει κομμάτι-κομμάτι ὅ,τι πιά εἶχε ξοδευτεῖ ἀπό τό ἀπόγευμα, ὥσπου ν᾿ ἀκούσω καί τό τελευταῖο κτύπημα γιά νά κάνω τήν ἄθροιση, κι ὕστερα μέ τήν μακριά σιωπή πού τήν ἀκολουθοῦσε, ἦταν σά ν’ ἄρχιζε πάνω στό γαλανό οὐρανό ὅλο τό κομμάτι πού μοῦ ἀπόμενε ἀκόμα, γιά νά διαβάσω ὡς τήν ὥρα τοῦ καλοῦ δείπνου πού ἑτοίμαζε ἡ Φρανσουάζ. Καί στό κτύπημα κάθε ὥρας εἶχα τήν ἐντύπωση, πώς μόνο λίγες στιγμές πιό πρίν, εἶχε κτυπήσει ἡ προηγούμενη. Μερικές φορές μάλιστα αὐτή ἡ πρόωρη ὥρα σήμαινε δυό χτύπους περισσότερους ἀπ᾿ τήν προηγούμενη· ὑπῆρχε λοιπόν μιά ὥρα πού δέν τήν εἶχα ἀκούσει, κάτι πού εἶχε συμβεῖ καί δέν εἶχε συμβεῖ γιά μένα· τό ἐνδιαφέρον τῆς ἀνάγνωσης, μαγικό σάν βαθύς ὕπνος, εἶχε ξεγελάσει τά παραλογισμένα αὐτιά μου, κι εἶχε σβήσει τή καμπάνα πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς σιωπῆς. Ὄμορφα Κυριακάτικα ἀπογεύματα κάτω ἀπό τήν καστανιά τοῦ κήπου τοῦ Κομπραί, πού σᾶς ἄδειασα προσεχτικά ἀπό κάθε ἀσήμαντο ἐπεισόδιο τῆς προσωπικῆς μου ὕπαρξης, κι ἔβαλα στή θέση τους μιά ζωή μέ περιπέτειες καί παράξενες ἐπιθυμίες στήν καρδιά μιᾶς χώρας προικισμένης μέ τρεχούμενα νερά, μοῦ ζωντανεύετε ἀκόμα τή ζωή αὐτή ὅταν σᾶς ἀναλογίζομαι καί τήν ἔχετε πραγματικά μέσα σας, γιατί σιγά-σιγά τήν περιχαρακώνατε καί τήν κλείνατε — καθώς προχωροῦσα στήν ἀνάγνωση καί ἔσβηνε ἡ ζεστασιά τῆς μέρας — μέσα στό συνεχόμενο κρύσταλλο, πού ἄλλαζε ἀργά χρωματισμούς, κι οἱ φυλλωσιές τό διαπερνοῦσαν, κρύσταλλο ἀπό τίς σιωπηλές, μοσχοβόλες καί διάφανες ὧρες σας.
 
15.Ὁ Μπλόχ ὑπερφίαλος και ἀμετροεπής
Ἡ ὑπεροχή τῶν σταθερῶν ἀρχῶν ἔναντι τῶν πρόσκαιρων ἐξάρσεων τῆς εὐαισθησίας.
       
      Εἶχα ἀκούσει νά γίνεται λόγος γιά ἕνα καινούργιο συγγραφέα, τόν Μπεργκότ, πρώτη φορά ἀπό ἕνα συμμαθητή μου, μαγαλύτερό μου, πού τόν θαύμαζα πολύ, τόν Μπλόχ. Ὅταν μέ ἄκουσε νά ἐξομολογοῦμαι τό θαυμασμό μου γιά ἕνα ποίημα τοῦ Μυσσέ τή «Νύχτα τοῦ Ὀκτώβρη» ἀπό τή συλλογή «Νύχτες», ξέσπασε σ᾿ ἕνα δυνατό γέλιο, καί μοῦ εἶπε: «πρόσεξε αὐτή τήν ἀρκετά φτηνή σου λατρεία γιά τόν σιόρ ντέ Μυσσέ. Εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀλέθρια ὄντα κι ἕνα μᾶλλον ἀποτρόπαιο κτῆνος. Πρέπει ὡστόσο νά ὁμολογήσω πώς αὐτός καί ὁ Ρασίν [29], ἔφτιαξαν ὁ καθένας στή διάρκεια τοῦ βίου του, ἀπό ἕνα στίχο μέ ἀρκετά καλό μέτρο καί πού ἔχουν σάν πλεονέκτημα, κάτι πού τό θεωρῶ μεγάλη ἀρετή: νά μήν σημαίνουν ἀπολύτως τίποτα. Τούς στίχους αὐτούς μοῦ τούς ἐπισήμανε, γιά νά γραφοῦν στό ἐνεργητικό τῶν δύο αὐτῶν ἀπατεώνων, ἕνα ἄρθρο τοῦ πολυαγαπημένου μου δασκάλου, τοῦ μπάρμπα Λεκόντ [30]. Νά, μέ τήν ἀφορμή αὐτή, ἕνα βιβλίο πού τό συνιστᾶ ὁ μέγας αὐτός ἄνθρωπος. Μοῦ εἶπε πώς θεωρεῖ τόν συγγραφέα του, τόν σιόρ Μπεργκότ [31], ἕνα ἀπό τά πιό ἐκλεπτυσμένα ὄντα. Μοῦ εἶπε πώς θεωρεῖ το συγγραφέα, το σιόρ Μπεργκότ, ένα από τα πιό ἐκλεπτυσμένα ὄντα»
      Δέν μπόρεσα δυστυχῶς νά καταπραΐνω, κουβεντάζοντας μέ τό Μπλόχ, και ζητώντας του ἐξηγήσεις, τήν ἀναστάτωση πού μοῦ εἶχε προκαλέσει ὅταν εἶπε πώς οἱ ὡραῖοι στίχοι (στούς ὁποίους γύρευα νά βρῶ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας), ἦταν ἀκόμα πιό ὡραῖοι ὅταν δέν σήμαιναν ἀπολύτως τίποτα. Καί αὐτό γιατί δέν ξαναπροσκαλέσαμε τόν Μπλόχ στό σπίτι μας. Ὁ Μπλόχ εἶχε κάνει κακή ἐντύπωση στούς γονεῖς μου. Πρίν ἀπ᾿ ὅλα φούρκισε τόν πατέρα μου, πού βλέποντάς τον νά καταφθάνει βρεγμένος, τοῦ εἶπε μέ ἐνδιαφέρον. «Μά τί καιρό κάνει λοιπόν, κύριε Μπλόχ; Ἔβρεξε;  Ἀπορώ γιατί τό βαρόμετρο ἦταν θαυμάσιο».— «Κύριε μοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νά σᾶς πῶ ἄν ἔβρεξε. Ζῶ τόσο μακριά ἀπό τίς μεταβολές τῶν φυσικῶν συνθηκῶν, ὥστε οἱ αἰσθήσεις μου οὔτε κάν νοιάζονται νά μέ πληροφορήσουν σχετικά.»
      «Μά καλό μου παιδί, ὁ φίλος σου εἶναι βλάκας», μοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου μόλις ἔφυγε ὁ Μπλόχ. « Ἀκοῦς ἐκεῖ! Δέν εἶναι κἄν σέ θέση νά μοῦ πεῖ τί καιρό κάνει! Εἶναι ἠλίθιος!».
      Οὔτε καί στή γιαγιά μου εἶχε ἀρέσει ὁ Μπλόχ, γιατί, μετά τό γεῦμα, καθώς ἐκείνη ἔλεγε πώς αἰσθάνθηκε κάπως ἀδιάθετη, ὁ Μπλόχ εἶχε πνίξει ἕνα λυγμό κι εἶχε σπουπίσει κάποια δάκρυα. «Πῶς μπορεῖ νά εἶναι εἰλικρινής» μοῦ εἶπε ἡ γιαγιά, «ἀφοῦ οὔτε κἄν μέ γνωρίζει· ἐκτός ἄν εἶναι τρελός».
      Σίγουρα δέν ἦταν ὁ φίλος πού οἱ γονεῖς μου εὔχονταν νά βρῶ. Εἶχαν τελικά πιστέψει, πώς ἴσως τά δάκρυα πού τοῦ προκάλεσε ἡ ἀδιαθεσία τῆς γιαγιᾶς μου δέν ἦταν ψεύτικα· ἤξεραν ὅμως ἀπό ἔνστικτο ἤ πείρα, πώς οἱ  ἐξάρσεις τῆς εὐσθησίας μας, πολύ λίγο ἐπηρεάζουν τή συνοχή τῶν πράξεών μας καί τή συμπεριφορά μας στή ζωή, καί πώς ὁ σεβασμός στίς ἠθικές ὑποχρεώσεις, ἡ πίστη ἀπέναντι σέ φίλους, ἡ πραγματοποίηση ἑνός ἔργου, ἔχουν μιά βάση πιό στέρεη, παρά τά στιγμιαῖα βίαια καί στεῖρα ξεσπάσματα. Θά προτιμοῦσαν νά ᾿χα, ἀντί γιά τόν Μλόχ, φίλους πού δέν θά μοῦ ἔδιναν περισσότερα  ἀπ᾿ ὅσα συνηθίζεται νά παραχωρεῖ  κανείς στούς φίλους του, σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ἀστικῆς ἠθικῆς· φίλους πού δέν θά μοῦ ᾿στελναν ἀπροσδόκητα ἕνα καλάθι φροῦτα, γιατί ἐκείνη τή μέρα μέ σκέφτηκαν μέ συμπάθεια. Ἀκόμα καί τά σφάλματά μας, δύσκολα  ἀποσποῦν ἀπ᾿ τίς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντι μας, ὁρισμένες ἀνθρώπινες φύσεις· καί μιᾶς τέτοιας φύσης, ἡ μεγάλη μου θεία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὑπόδειγμα, γιατί, τσακωμένη ἀπό χρόνια μέ μιά ἀνηψιά της μέ τήν ὁποία δέ μιλοῦσε ποτέ, δέν ἄλλαξε ὡστόσο τή διαθήκη της μέ τή ὁποία τῆς παραχωροῦσε ὅλη της τήν περιουσία, γιατί ἦταν ἡ πιό στενή της συγγενής καί γιατί αὐτό  "ἦταν τό πρέπον".
      Τόν Μπλόχ  ὅμως τόν ἀγαποῦσα καί οἱ γονεῖς μου βέβαια θά τόν εἶχαν ξαναδεχτεῖ στό Κομπραί ἄν, ὕστερα ἀπό ἐκεῖνο τό δεῖπνο κι ἀφοῦ μέ πληροφόρησε, - πληροφορία πού ἀργότερα εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στή χωή μου, καί τήν ἔκανε ἀρχικα πιό εὐτυχισμένη κι ἀργότερα πιό δυστυχισμένη - πώς ὅλες οἱ γυναῖκες δέν σκέφτονται ἄλλο τίποτα ἔξω ἀπό τό ἔρωτα, καί πώς δέν ὑπάρχουν γυναῖκες πού νά μή μπορεῖς νά κάμψεις τίς ἀντιστάσεις τους, δέν μέ εἶχε διαβεβαιώσει πώς εἶχε ἀκούσει νά λέγεται πολύ θετικά, ὅτι ἡ μεγάλη μου θεία εἶχε ζήσει μιά θυελλώδη νεανική ζωή καί ὅτι τή συντηροῦσαν τότε οἱ ἐραστές της. Δέν μπόρεσα νά κρατηθῶ καί νά μήν ἐπαναλάβω τά λόγια αὐτά στούς γονεῖς μου· ὅταν ξανάρθε τόν ἔδιωξαν κακήν κακῶς κι ὅταν ἀργότερα τόν συναντοῦσα στό δρόμο, ἦταν πολύ ψυχρός ἀπέναντί μου.
      Γιά τόν Μπεργκότ ὡστόσο εἶχε δίκιο.
 
16. Μπεργκότ καί Σουάν.
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ Μπεργκότ ἀλλάζει τό φόντο τῆς ἐπιθυμίας μιᾶς γυναίκας, ἀπό ᾿να ὑδάτινο περιβάλλον μέ τσαμπιά ἀπό λουλούδια, σέ ᾿να φόντο μπροστά στόν πυλώνα μιᾶς γοτθικῆς ἐκκλησίας.
 
      Ἡ συζήτηση πού προῆλθε κάποτε ἀπό μιάν ἐπίσκεψη τοῦ Σουάν, καθώς διάβαζα τό βιβλίο αὐτοῦ τοῦ ὁλότελα καινούργιου συγγραφέα, τοῦ Μπεργκότ, εἶχε σάν συνέπεια γιά καιρό, νά μήν διαγράφεται πιά ἡ εἰκόνα μιᾶς ἀπό τίς γυναῖκες πού ὀνειρευόμουν πάνω σ᾿ ἕναν τοῖχο στολισμένο μέ τσαμπιά μενεξεδένια λουλούδια, ἀλλά σ᾿ ἕνα φόντο ἐντελῶς διαφορετικό, μπροστά στόν πυλώνα μιᾶς γοτθικῆς ἐκκλησίας.
      Σάν τή μουσική μελωδία πού θά μᾶς ξετρελάνει, ἀλλά στήν ἀρχή δέν τήν ξεχωρίζουμε ἀκόμα, ἔτσι καί αὐτό πού ἔμελλε τόσο πολύ ν᾿ ἀγαπήσω στό στύλ τοῦ Μπεργκότ, δέν τό εἶχα ἀντιληφθεῖ τίς πρῶτες μέρες. Δέν μποροῦσα ν᾿ ἀφήσω τό μυθιστόρημα πού διάβαζα, ἀλλά νόμιζα πώς μέ ἐνδιέφερε μόνο τό θέμα, ὅπως τόν πρῶτο καιρό τοῦ ἔρωτα πηγαίνουμε κάθε μέρα νά συναντήσουμε μιά γυναίκα σέ κάποια συγκέντρωση, σέ κάποια δισκέδαση, καί νομίζουμε πώς ἡ τέρψη τους εἶναι πού μᾶς τραβάει. Ὕστερα ἄρχισα νά παρατηρῶ τίς σπάνιες ἐκφράσεις τίς σχεδόν ἀρχαϊκές, πού τοῦ ἄρεσε νά χρησιμοποιεῖ σέ κάποια σημεῖα, ὅπου ἕνας κρυφός κυματισμός  ἁρμονίας,  ἕνα  ἐσωτερικό  προανάκρουσμα,  ἀνύψωνε τό στύλ του.
      Αὐτό  πού αγαπούσα κυρίως, στά βιβλία τοῦ Μπεργκότ ἦταν αὐτή ἡ ἴδια μελωδική ροή, αὐτές οἱ παλιές ἐκφράσεις, κάποιες ἄλ­λες πολύ ἁπλές καί γνωστές, ἀλλά πού ή θέση ὅπου διάλεγε νά τίς προβάλλει ἀποκάλυπταν ἕνα ξεχωριστό προσωπικό του γούστο· τέλος στά μελαγχολικά του κομμάτια κάτι τό ἀπό­τομο, ἕνας τόνος σχεδόν τραχύς. Καί σίγουρα πρέπει κι ὁ ἴδιος ν’ ἀναγνώριζε πώς ἐκεῖ βρισκόταν ἡ μεγαλύτερή του γοητεία. Γιατί στά ἑπόμενα βιβλία του, ὅταν ἔκανε κάποια αναφορά σέ μιά μεγάλη ἀλήθεια ἤ στό ὄνομα μιᾶς φημισμέ­νης ἐκκλησίας, ἔκοβε τήν αφήγησή του καί, μέ μιάν ἐπίκληση, μιάν ἀποστροφή, μιά μεγάλη προσευχή, ἄφηνε ἀπόλυτα ἐλεύθερα αὐτά τά ξεσπάσματα, πού στά πρώτα του έργα περιορίζονταν ἐσωτερικά στόν πεζό του λόγο καί τά διέκρινες μόνο σέ κάποιους κυματισμούς στήν ἐπιφάνεια, κυματισμούς πιό άπαλούς ίσως ακόμα, πιό αρμονικούς, ὅταν έμεναν έτσι κρυ­φοί καί δέν μπορούσες νά πεις μέ ακρίβεια ποῦ γεννιόταν καί πού ἔσβηνε τό ψιθύρισμά τους. Αύτά τ’ ἀποσπάσματα, πού τά χαιρόταν κι ὁ ίδιος, ἦταν καί τ’ ἀποσπάσματα πού προ­τιμούσαμε. Ἐγώ τουλάχιστο τά ἤξερα ἀπ’ έξω. Λυπόμουν μόλις ξανάπιανε τό νήμα τής ἀφήγησης. Κάθε φορά πού μι­λούσε γιά κάτι πού ή ὀμορφιά του δέ μοῦ εἶχε ὥς τότε ἀποκαλυφθεῖ, γιά τούς πευκώνες, γιά τό χαλάζι, γιά τήν Πα­ναγία τῶν Παρισίων, γιά τήν Ἀταλία ἤ τή Φαίδρα [32], κατόρ­θωνε μέ μιάν εικόνα νά κάνει νά ξεχυθεί ὥς μέσα μου αὐτή ἡ ὀμορφιά. Κι ἐπειδή καταλάβαινα πόσα μέρη τοῦ σύμπαντος ἡ ἀνάπηρη ἀντίληψή μου δέ θά τά ξεχώριζε ποτέ άν δέν τά έφερνε αὐτός κοντά μου, θά  ’θελα νά ’χα τή γνώμη του, γιά τό καθετί, προπάντων γιά ὅ,τι θά είχα τήν εύκαιρία νά δῶ ὁ ίδιος, κι άνάμεσα σ’ αὐτά, ἰδιαίτερα γιά τά παλιά γαλλικά μνημεῖα κι ὁρισμένα θαλασσινά τοπία, γιατί ή ἐπιμονή μέ τήν ὁποία τά άνέφερε στά βιβλία του ἔδειχνε πώς τά θεωρούσε πλούσια σέ νόημα καί ὀμορφιά. Δυστυχώς ἀγνοοῦσα τή γνώμη του σχεδόν γιά τό καθετί. Δέν αμφέβαλλα πώς θά ’ταν ὅλότελα διαφορετική ἀπ’ τή δική μου, ἀφοῦ έρχόταν άπό έναν κόσμο ἄγνωστο, πρός τόν ὁποῖο γύρευα ν’ ἀνυψωθῶ: βέβαιος πώς οἱ σκέψεις μου θά φαίνονταν σκέτες κουταμάρες σ’ αὐτό τό μοναδικό πνεύμα, εἶχα τόσο ξεγράψει ὅλες μου τίς παλιές σκέψεις, ὥστε αν μοῦ τύχαινε νά συναντήσω, σ’ ἕνα ὁρισμένο βιβλίο του, μιάν ἀπ’ αὐτές τις δικές μου σκέψεις, ἡ καρδιά μου φούσκωνε, λές κι ἕνας καλός θεός μοῦ είχε ἐπιστρέψει αὐτή τή σκέψη κι είχε ἀναγνωρίσει πώς ἦταν θεμιτή κι ὡραία. Τύχαινε, καμιά φορά, μιά σελίδα του νά λέει αὐτά τά ίδια πράγματα πού ἔγραφα συχνά τό βράδυ στή γιαγιά μου καί στή μητέρα μου ὅταν ἔμενα ἄϋπνος, καί τότε ἡ σελίδα αὐτή τοῦ Μπεργκότ μοῦ φαινόταν σά μιά συλλογή ἀπό ἐπιγραφές γιά νά τοποθετηθούν πάνω ἀπό τά γράμματά μου. Ἀκόμα κι ἀργότερα, ὅταν ἄρχισα νά γράφω ἕνα βιβλίο μέ μερικές φράσεις, πού ἡ ποιότητά τους δέν στάθηκε ἀρκετή νά μέ πείσει γιά νά τό συνεχίσω, ξαναβρήκα τό ἀντίστοιχό τους στόν Μπεργκότ. Ἀλλά μόνο τότε, ὅταν τις διάβαζα στό ἔργο του, μπορούσα νά τις χαρώ· ὅταν τίς ἔγραφα ἐγώ ὁ ἴδιος, στήν προσπάθειά μου νά τίς κάνω ν’ ἀποδώσουν αὐτό ἀκριβώς πού διέκρινα στή σκέψη μου, κι ἀπό φόβο μήπως δέν κάνω «κάτι πού νά μοιάζει», δέν εἶχα τόν καιρό ν’ ἀναρωτηθώ ἄν αὐτό πού ἐγραφα ἦταν εὐχάριστο! Στήν πραγματικότητα ὅμως μόνο τέτοιες φράσεις, μόνο τέτοιες σκέψεις ἀγαποῦσα ἀληθινά. Οἱ γεμάτες ἀνησυχία κι ἀπογοήτευση προσπάθειές μου ἦταν, κι αύτές ἀκόμα, μιά ἔνδειξη ἀγάπης, ἀγάπης χωρίς ἀπόλαυση, ἀλλά βαθειάς. Γι’ αὐτό ὅταν ξαφνικά ἀνακάλυπτα τέτοιες φράσεις στό έργο κάποιου ἄλλου, κι έτσι δέν εἶχα πιά ἐνδοιασμούς, δέν εἴμουν αὐστηρός, δέν εἶχα λόγο νά βασανίζομαι, μπορούσα ἐπιτέλους ν’ ἀφεθώ μέ ἀπόλαυση στήν προτίμησή μου γι’ αὐτές τίς φράσεις, σαν τό μάγειρα πού, ὅταν μια φορά δέ χρειάζεται νά μαγειρέψει, βρίσκει ἐπιτέλους τόν καιρό νά είναι λαίμαργος. Μια μέρα, ὅταν βρήκα σ’ ἕνα βιβλίο τοῦ Μπεργκότ ἕνα χωρατό, σχετικό μέ μια γριά ύπηρέτρια, πού ή θαυμάσια κι ἐπιβλητική γλώσσα τοῦ συγγραφέα τό ’κανε ἀκόμα πιό εἰρωνικό, ἀλλά ἦταν τό ίδιο πού είχα πει συχνά στή γιαγιά μου μιλώντας γιά τή Φρανσουάζ, κι ἄλλη μιά φορά, ὅταν εἶδα πώς δέν θεωρούσε ἀνάξιο νά βάλει σ’ ἕναν ἀπ’ τούς καθρέφτες τῆς ἀλήθειας, πού ἦταν τά έργα του, μιά παρατήρηση παραπλήσια μ’ αὐτήν πού μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά κάνω γιά τό φίλο μας τόν κύριο Λεγκραντέν, μοῦ φάνηκε ξαφνικά πώς ή ταπεινή ζωή μου και τά βασίλεια τοῦ ἀληθινού δἐν ἦταν τόσο χωρισμένα ὅσο νόμιζα, πώς συνταυτίζονταν μάλιστα σέ μερικά σημεία, κι ἔκλαψα ἀπό χαρά κι ἐμπιστοσύνη πάνω στίς σελίδες τοῦ συγγραφέα, ὅπως θά ’κλαιγε κανείς στήν άγκαλιά ἑνός πατέρα πού ξαναβρίσκει.
     Ἀπ’ τά βιβλία του, φανταζόμουν τόν Μπεργκότ σάν ἕναν γέρο ἀδύνατο κι ἀπογοητευμένο, ἀπαρηγόρητο γιά πάντα ἀπ’ τό χαμό κάποιων παιδιών του. Γι’ αὐτό διάβαζα,  κι ἡ πιό ἁπλή ἀκόμα φράση τους μέ ἄγγιζε μ’ ἕνα συγκινημένο τόνο. Πάνω ἀπ’ ὄλα ἀγαποῦσα τή φιλοσοφία του, εἶχα δοθεί σ’ αὐτήν γιά πάντα. Αυτή μ’ ἔκανε ν’ ἀνυπομονώ νά φτάσω στή ἡλικία πού θά ἔμπαινα στό κολλέγιο, στήν τάξη τή λεγόμενη «τῆς Φιλοσοφίας». Δέν θά ’θελα ὅμως νά ἔκαναν ἄλλο τίποτα ἐκεἶ ἀπό τό νά ζοῦν ἀποκλειστικά μέ τή σκέψη τοῦ Μπεργκότ, κι ἄν μοῦ ’λεγαν πώς οί φιλόσοφοι  πού θά μέ συνεπαίρνανε τότε, δέ θά τοῦ ἔμοιαζαν σέ τίποτα, θά ’νιωθα τήν ἀπελπισία τοῦ ερωτευμένου πού θέλει ν’ ἀγαπήσει γιά ὅλη του τή ζωή καί στόν ὁποῖο μιλοῦν γιά τίς άλλες ἐρωμένες πού θά ’χει ἀργότερα.
      Μιά Κυριακή, καθώς διάβαζα στόν κήπο, μέ διέκοψε ὁ Σουάν πού ἐρχόταν νά  δεῖ τούς γονείς μου.
—  Τί  διαβάζετε, μπορώ νά δώ; Μπά, Μπεργκότ; Ποιός σᾶς ὑπέδειξε τά έργα του;
      Τοῦ είπα πώς ήταν ὁ Μπλόχ.
      Καί βλέποντας πώς ἔδειχνα νά θαυμάζω πολύ τόν Μπεργκότ, ὁ Σουάν πού δέ μιλοῦσε ποτέ γιά τίς γνωριμίες του, εἶχε τήν καλοσύνη νά κάνει μιά ἐξαίρεση καί νά μοῦ πεῖ:
      «Τόν γνωρίζω καλά. Ἄν αὐτό θά σᾶς εὐχαριστοῦσε, μπορῶ νά ζητήσω νά γράψει δυό λόγια στήν πρώτη σελίδα τοῦ τόμου σας».
      Δέν τόλμησα νά τό δεχτῶ, ἀλλά ρώτησα τόν Σουάν γιά τόν Μπεργκότ. «Μήπως θά ξέρατε νά μοῦ πεῖτε ποιός εἶναι ὁ ἠθοποιός πού προτιμᾶ;»
      «Ὁ ἠθοποιός, δέν ξέρω. Ξέρω ὡστόσο πώς, κατά τή γνώμη του, κανένας ἠθοποιός δέ φτάνει τή Μπερμά,πού τήν τοποθετεῖ πάνω ἀπό καθετί ἄλλο. Τήν ἔχετε ἀκούσει;»
      «Ὄχι, κύριε, οἱ γονεῖς μου δέ μοῦ ἐπιτρέπουν νά πηγαίνω στό θέατρο».
      «Εἶναι πολύ κρίμα. Θά ᾿πρεπε νά τούς τό ζητήσετε. Ἡ Μπερμά στή Φαίδρα, στό Σίντ [33] δέν εἶναι ἄν θέλετε, παρά μιά ἠθοποιός..., ἀλλά, ξέρετε, δέν πιστεύω πολύ στήν "ἱεραρχία!" τῶν Τεχνῶν· (καί παρατήρησα, πώς ὅταν  χρησιμοποιοῦσε μιά ἔκφραση πού φαινόταν νά ὑποδηλώνει μιά γνώμη πάνω σ᾿ ἕνα σοβαρό θέμα, φρόντιζε νά τήν ἀπομονώνει, μ᾿ ἕνα τόνο τῆς φωνῆς διαφορετικό, τεχνητό καί εἰρωνικό, δίνοντας τήν ἐντύπωση πώς δέ θά ᾿θελε νά τή δεχτεῖ γιά δική του καί σά νά ᾿θελε νά πεῖ: «ἡ ἱεραρχία, ξέρετε ὅπως λένε οἱ γελοῖοι». Ἄν ὅμως ἦταν γελοῖο γιατί τό ἀνέφερε;). Ἀμέσως ὕστερα πρόσθεσε: «Θά σᾶς δώσει μιάν ἰδέα τόσο ὑψηλή ὅσο κι ὁποιοδήποτε ἀριστούργημα, τί νά πῶ... σάν — κι ἄρχισε νά γελάει — «τίς Βασίλισσες τῆς Σάρτρ [34] !» Ὡς τώρα αὐτός ὁ φόβος νά ἐκφρράσει σοβαρά τή γνώμη του, μοῦ φαινόταν σάν κάτι πού θά ᾿πρεπε νά ᾿ναι κομψό καί παριζιάνικο καί πού ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τόν ἐπαρχιώτικο δογματισμό τῶν ἀδελφῶν τῆς γιαγιᾶς μου· καί ὑποπτευόμουν ἀκόμα, πώς ἦταν μιά ἀπό τίς μορφές πού ἔπαιρνε τό πνεῦμα στό κύκλο ὅπου ζοῦσε ὁ Σουάν κι ὅπου, ἀπό ἀντίδραση  στό  λυρισμό  τῶν  παλαιότερων γενεῶν, ἀποκαθιστοῦσαν κατά κόρον τά μικρά συγκεκριμένα γεγονότα, καταδικάζοντας τίς μεγάλες φράσεις. Ἔδινε τήν ἐντύπωση πώς δέν τολμοῦσε νά ᾿χει γνώμη καί πώς ἡσύχαζε μόνο ὅταν μποροῦσε νά δώσει μέ σχολαστικότητα ἀκριβέστατες πληροφορίες. Ἀλλά δέν καταλάβαινε τάχα, πώς ἔτσι  δεχόταν σάν προυπόθεση ὅτι ἡ ἀκρίβεια αὐτή στίς λεπτομέρειες, εἶχε σημασία; Ἀναλογιζόμουν τότε ἐκεῖνο τό δεῖπνο πού ἤμουν τόσο θλιμμένος, γιατί ἡ μαμά δέν ἀνέβαινε στό δωμάτιό μου, κι εἶχε πεῖ πώς οἱ χοροί τῆς πριγκίπισσας ντέ Λεόν δέν εἶχαν καμιά σημασία. Κι ὅμως μέ τέτοιου εἴδους ἀπολαύσεις γέμιζε τή ζωή του. Ὅλ᾿ αὐτά μοῦ φαίνονταν ἀντιφατικά. Σέ ποιάν ἄλλη ζωή ἐπιφυλασσόταν νά πεῖ ἐπιτέλους σοβαρά, τί σκεφτόταν γιά τά πράγματα, νά διατυπώσει κρίσεις χωρίς εἰσαγωγικά, καί νά μήν ἐπιδίδεται πιά μέ μιά σχολαστική εὐγένεια σέ ἀσχολίες πού ταυτόχρονα δήλωνε πώς ἦταν γελοῖες;  Δέν παρατήρησα στόν τρόπο πού μίλησε ὁ Σουάν γιά τόν Μπεργκότ κάτι ἰδιαίτερο, διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν κοινό σ᾿ὅλους τούς θαυμαστές τοῦ συγγραφέα. Σάν τόν Σουάν, ἔλεγαν γιά τόν Μπεργκότ: «Εἶναι ἕνα χαριτωμένο πνεῦμα τόσο διαφορετικό, ἔχει ἕνα δικό του τρόπο νά λέει πράγματα, κάπως ἐκζητημένο βέβαια, ἀλλά τόσο εὐχάριστο. Δέ χρειάζεται νά δεῖς τήν ὑπογραφή, ἀναγνωρίζεις ἀμέσως πώς εἶναι δικό του». Κανένας ὅμως δέν ἔφτανε στό σημεῖο νά πεῖ: «Εἶναι μεγάλος συγγραφέας, ἔχει μεγάλο ταλέντο». Δέν τό ἔλεγαν γιατί δέν τό ἤξεραν. Ἀργοῦμε πολύ ν᾿ ἀναγνωρίσουμε στήν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία ἑνός συγγραφέα, τό πρότυπο πού λέγεται "μεγάλο ταλέντο" στό μουσεῖο μας μέ τίς γενικές ἰδέες. Προτιμοῦμε νά λέμε, πρωτοτυπία, χάρη, λεπτότητα, δύναμη· κι ὕστερα μιά μέρα, ἀνακαλύπτουμε πώς ὅλα αὐτά ἀκριβῶς εἶναι τό ταλέντο.
      «Μήπως ὑπάρχουν ἔργα τοῦ Μπεργκότ ὅπου ν᾿ ἀναφέρεται στή Μπερμά;» ρώτησα τόν κύριο Σουάν.
      «Ἄν δέν κάνω λάθος, στό μικρό τόμο του γιά τόν Ρασίν, ἀλλά πρέπει νά ᾿ναι ἐξαντλημένος. Μπορῶ  ἄλλωστε  νά  ζητήσω  ἀπ᾿ τόν Μπεργκότ  ὅ,τι  θέλετε, δέν  περνᾶ  βδομάδα πού νά μήν ἔρχεται νά δειπνήσει στό σπίτι. Εἶναι ὁ μεγάλος φίλος τῆς κόρης μου. Πηγαίνουν κι ἐπισκέφτονται μαζί τίς παλιές πόλεις, τίς ἐκκλησιές, τούς πύργους».
      Ὅταν πληροφορήθηκα ἐκείνη τήν ἡμέρα πώς ἡ δεσποινίδα Σουάν ἦταν ἕνα τόσο σπάνιο πλάσμα, πού ζοῦσε σά νά ᾿ταν αὐτό τό φυσικό της περιβάλλον ἀνάμεσα σέ τόσα προνόμια: ὥστε, ὅταν ρωτοῦσε τούς γονεῖς της ἄν θά εἶχαν κάποιο ξένο στό δεῖπνο, τῆς ἀπαντοῦσαν, μέ τό ὄνομα τοῦ συνδαιτημόνα πού γι᾿ αὐτήν δέν ἦταν παρά ἕνας παλιός καλός φίλος τῆς οἰκογένειας της, Μπεργκότ·  ὥστε, γιά ἐκείνην, ἡ ἰδιαίτερη κουβέντα στό τραπέζι, πού ἀντιστοιχοῦσε σέ ὅ,τι ἦταν γιά μένα ἡ κουβέντα τῆς μεγάλης μου θείας, ἦταν τά λόγια τοῦ Μπεργκότ, γιά ὅλα αὐτά τά θέματα πού δέν μπόρεσε νά θίξει στά βιβλία του, καί πάνω σ᾿ αὐτά ἤθελα νά τόν ἀκούσω νά δίνει τούς χρησμούς του· ὥστε, καί ὅταν πήγαινε νά ἐπισκεφτεῖ τίς πόλεις, ὁ Μπεργκότ περπατοῦσε στό πλευρό της, σάν τούς θεούς πού κατέβαιναν ἀνάμεσα στούς θνητούς· — τότε ἔνιωσα πόσο ἀξίζει ἕνα πλάσμα σάν τή δεσποινίδα Σουάν καί πόσο θά τῆς φαινόμουν ἄχαρος καί ἀμόρφωτος, κι αἰσθάνθηκα τόσο ἔντονα, πόσο γλυκό ἀλλά καί πόσο ἀδύνατο ἦταν νά γίνω φίλος της, ὥστε μέ πλημμύρησε ταυτόχρονα ὁ πόθος καί ἡ ἀπελπισία. Τό νά πιστεύουμε πώς ἕνα πλάσμα μετέχει σέ μιάν ἄγνωστη ζωή στήν ὁποία ὁ ἔρωτάς του θά μᾶς βοηθοῦσε νά μποῦμε, εἶναι, ἀπ᾿ ὅλα ὅσα χρειάζεται ὁ ἔρωτας γιά νά γεννηθεῖ, αὐτό στό ὁποῖο δίνει τήν πιό μεγάλη σημασία, καί πού τόν κάνει νά ἀδιαφορεῖ γιά ὅλα τ’ ἄλλα.
 
17. Θεία Λεονί, Εὐλαλί καί Φρανσουάζ. Τά γεύματα τοῦ  "Σαββάτου"
 
      «Φρανσουάζ», ἔλεγε ἡ θεία μου ἡ Λεονί, «γιά κοίταξε αὐτό τό μαῦρο σύννεφο πίσω ἀπό τό καμπαναριό κι αὐτό τό μίζερο φῶς τοῦ ἥλιου πάνω στίς πλάκες τῆς στέγης, σίγουρα δέν θά περάσει ἡ μέρα χωρίς νά βρέξει».
      Ἕνα μικρό χτύπημα στό τζάμι, σάν κάτι νά εἶχε πέσει ἐπάνω του, κι ὕστερα μιά πτώση ἄφθονη, ἠχηρή, μουσική, καθολική: ἦταν ἡ βροχή.
      «Ἔ, λοιπόν! Φρασουάνζ, τί σοῦ ᾿λεγα; Τί ρίχνει! Μοῦ φάνηκε  πώς ἄκουσα τό καμπανάκι τῆς πόρτας τοῦ κήπου, γιά πήγαινε νά δεῖς ποιός μπορεῖ νά εἶναι ἔξω μέ τέτοιο καιρό».
      Ἡ Φρανσουάζ ξαναγύριζε: «Ἦταν ἡ κυρία Ἀμεντέ (ἡ γιαγιά μου) κι εἶπε πώς πάει νά κάνει μιά βόλτα. Κι ὅμως βρέχει δυνατά».
      «Δέν μοῦ κάνει καμιά ἐντύπωση», ἔλεγε ἡ θεία μου. «Πάντα ἔλεγα πώς τό μυαλό της δέν εἶναι σάν ὅλου τοῦ κόσμου. Προτιμῶ νά ᾿ναι ἐκείνη ἔξω κι ὄχι ἐγώ, μέ τέτοιον καιρό».
      «Ἡ κυρία Ἀμεντέ εἶναι πάντα στό ἄλλο ἄκρο», ἔλεγε ἡ Φρανσουάζ γλυκά, φυλάσσοντας γιά νά πεῖ ἀργότερα, ὅταν βρισκόταν μόνη μέ τούς ἄλλους ὑπηρέτες, πώς θεωροῦσε τή γιαγιά μου κάπως λοξάτη.
      «Νά πέρασε κι ἡ ὥρα τῆς τελευταίας εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ! Ἡ Εὐλαλί δέν θά ᾿ρθει πιά», ἀναστέναζε ἡ θεία μου, «θά τήν τρόμαξε ὁ καιρός».
      «Μά δέν εἶναι ἀκόμα πέντε ἡ ὥρα, κυρία Ὀκτάβ, εἶναι μόλις τέσσερεις καί μισή».
      Ἕνα ἔντονο κοκκίνισμα ζωντάνευε τά μάγουλα τῆς θείας μου, ἦταν ἡ Εὐλαλί. Δυστυχῶς μόλις τήν εἶχε ὁδηγήσει στό δωμάτιο, ἡ Φρανσουάζ ἐπέστρεψε καί, μ᾿ ἕνα χαμόγελο πού σκόπευε νά τό τοποθετήσει στόν ἴδιο τόνο χαρᾶς πού δέν ἀμφέβαλλε πώς τά λόγια της θά προκαλοῦσαν στή θεία μου, μετέφερε σάν καλή ὑπηρέτρια, τά ἴδια λόγια πού χρησιμοποίησε ὁ ἐπισκέπτης.
      «Ὁ κύριος ἐφημέριος, θά χαρεῖ πολύ, ἄν βέβαια ἡ κυρία Ὀκτάβ δέν ἀναπαύεται καί μποροῦσε νά τόν δεχτεῖ».
      Στήν πραγματικότητα οἱ ἐπισκέψεις τοῦ ἐφημέριου δέν προκαλοῦσαν στή θεία μου τόση εὐχαρίστηση ὅση λογάριαζε ἡ Φρανσουάζ καί ἡ ἔκφραση ἀγαλλίασης μέ τήν ὁποία θεωροῦσε ὑποχρέωσή της νά σημαιοστολίσει τό πρόσωπό της, δέν ἀνταποκρινόταν ἀπόλυτα στό τί ἔνιωθε ἡ ἄρρωστη. Ὅταν ἡ ἐπίσκεψή του ἔπεφτε ἀκριβῶς πάνω στήν ἐπίσκεψη τῆς Εὐλαλί, τότε γινόταν πραγματικά δυσάρεστη. Δέν τολμοῦσε ὡστόσο νά μή δεχτεῖ τόν ἐφημέριο κι ἔκανε νόημα στήν Εὐλαλί νά μήν φύγει μαζί του.
      «Τί ἀκούω, κύριε Ἐφημέριε; Ἦρθε λέει, ἕνας καλλιτέχνης κι ἔστησε τό καβαλέτο του στήν ἐκκλησία σας γιά νά ἀντιγράψει ἕνα βιτράϊγ; Καί πρόκειται γιά ὅ,τι πιό ἄχαρο ἔχει ἡ ἐκκλησία»
      «Δέν θά ᾿φτανα στό σημεῖο νά πῶ πώς εἶναι τό πιό ἄχαρο, γιατί ἄν ὑπάρχουν στό Σαίντ - Ἰλαίρ τμήματα πού ἀξίζει νἀ τἀ ἐπισκεφτεῖ κανείς, ὑπάρχουν κι ἄλλα πολύ παλιά στή φτωχική μου βασιλική, τή μόνη ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς πού μήτε κἄν ἀνακαινίστηκε! Ἀλλά νά μήν ἔρχονται νά μοῦ μιλοῦν γιά βιτρώ! Εἶναι λογικό νά διατηροῦν παράθυρα, πού δέν ἀφίνουν νά περάσει τό φῶς τῆς μέρας, καί μάλιστα ξεγελοῦν τήν ὅραση μέ ἀνταύγειες, σέ μιά ἐκκλησία ὅπου οὔτε δυό πλάκες δέ βρίσκονται στό ἴδιο ἐπίπεδο καί ἀρνιοῦνται νά μοῦ τίς ἀντικαταστήσουν μέ τό πρόσχημα πώς εἶναι ἐκεῖ  θαμμένοι οἱ ἄρχοντες τοῦ Γκερμάντ, οἱ παλιοί κόμητες τοῦ Μπραμπάν, οἱ ἀπευθείας πρόγονοι τοῦ σημερινοῦ Δούκα τοῦ Γκερμάντ, καθώς καί τῆς Δούκισσας, ἀφοῦ εἶναι κόρη ντέ Γκερμάντ πού παντρεύτηκε τόν ξάδελφό της.»
      Ὁ ἐφημέριος τήν εἶχε κουράσει, ὥστε μόλις ἔφυγε, ἡ θεία μου ἀναγκάστηκε νά διώξει καί τήν Εὐλαλί. «Νά, πάρε καλή μου Εὐλαλί», ἔλεγε μέ ἀδύνατη φωνή, βγάζοντας ἕνα νόμισμα ἀπό ἕνα μικρό πουγγί πού εἶχε κοντά της, «νά, γιά νά μή μέ ξεχνᾶς στίς προσευχές σου».
      «Ἄχ, μά κυρία Ὀκτάβ, δέν ξέρω ἄν πρέπει νά τό δεχτῶ, ξέρετε καλά πώς δέν ἔρχομαι γι᾿ αὐτό» ἔλεγε ἡ Εὐλαλί μέ τήν ἴδια ἀμηχανία πάντα καί μέ μιά ἔκφραση δυσαρέσκειας πού διασκέδαζε τή θεία μου, ἀλλά δέν τήν ἐνοχλοῦσε, γιατί ἄν μιά μέρα ἡ Εὐλαλί, παίρνοντας τό νόμισμα εἶχε ὕφος λιγότερο δυσαρεστημένο ἀπό συνήθως, ἡ θεία ἔλεγε: «Δέν ξέρω τί ἔχει ἡ   Εὐλαλί· ἐνῶ τῆς ἔδωσα ὅ,τι τῆς δίνω συνήθως, δέν φαινόταν εὐχαριστημένη».
      «Νομίζω ὡστόσο πώς δέν ἔχει λόγο νά παραπονιέται», ἀναστέναζε ἡ Φρανσουάζ, πού εἶχε τήν τάση νά θεωρεῖ ψιλοπράγματα ὅ,τι ἔδινε ἡ θεία μου γιά τήν ἴδια καί γιά τά παιδιά της, καί παράλογη σπατάλη πλούτου γιά μιάν ἀχάριστη, τά μικρά νομίσματα πού ἔβαζε κάθε Κυριακή ἡ θεία μου στό χέρι τῆς Εὐλαλί, τόσο διακριτικά ὅμως, ὥστε ἡ Φρανσουάζ δέν κατόρθωνε ποτέ νά τά δεῖ. Ὄχι πώς ἡ  Φρανσουάζ ἤθελε γιά τόν ἑαυτό της τά χρήματα πού ἡ θεία μου ἔδινε στήν Εὐλαλί. Ἦταν τσιγγούνα μόνο γιά λογαριασμό τῆς θείας μου· ἄν εἶχε τή διαχείρηση τῆς περιουσίας της, θά τήν εἶχε διαφυλάξει ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἄλλων μέ μητρική θηριωδία. Δέν θά θεωροῦσε ὡστόσο πολύ κακό, ἄν ἡ θεία μου ἀφηνόταν καί μοίραζε χρήματα, φτάνει νά τά μοίραζε σέ πλούσιους. Μπορεῖ νά σκεφτόταν πώς αὐτοί, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό τά δῶρα τῆς θείας μου, ἔμεναν κι ἔξω ἀπό τήν ὑποψία πώς τήν ἀγαποῦσαν γιά τά χρήματά της.
      Ἔτσι διάβαινε ἡ ζωή γιά τή θεία Λεονί, μ’ αὐτή τή γλυκειά ὁμοιομορφία, πού τήν ὀνόμαζε μέ βαθειά τρυφερότητα: "ἡ μικρή μου ρουτίνα". Ὅλος ὁ κόσμος προστάτευε αὐτή τή ρουτίνα, ὄχι μόνο στό σπίτι, ἀλλά ὡς καί στό χωριό ὅπου, τρεῖς δρόμους μακριά ἀπό τό σπίτι μας, ὁ συσκευαστής, πρίν καρφώσει τά κιβώτιά του, ρωτοῦσε τή Φρανσουάζ, μήπως ἡ θεία μου ἀναπαυόταν. Αὐτή ἡ ρουτίνα διαταράχτηκε ὡστόσο μιά φορά ἐκείνη τή χρονιά ἀπό τά γεννητούρια τῆς παραμαγείρισσας. Οἱ πόνοι της ἦταν ἀβάσταχτοι, καί καθώς δέν ὑπῆρχε μαμή στό Κομπραί, χρειάστηκε νά φύγει ἡ Φρανσουάζ  νύχτα ἀκόμα, γιά νά φέρει μιάν ἀπ᾿ τό Τιμπερζύ. Ἦταν τόσες οἱ φωνές τῆς παραμαγείρισσας, ὥστε ἡ θεία μου δέν μπόρεσε ν᾿ ἀναπαυτεῖ, γι᾿ αὐτό ἡ μητέρα μου, μοῦ εἶπε τό πρωί: «Ἀνέβα νά δεῖς μήπως χρειάζεται τίποτα ἡ θεία σου». Μπῆκα στό πρῶτο δωμάτιο κι ἀπ᾿τήν ἀνοιχτή πόρτα, εἶδα τή θεία μου, νά κοιμᾶται· ὕστερα ἡ θεία μου ξύπνησε καί μισογύρισε τό πρόσωπό της, ἔτσι πού μπόρεσα νά τό δῶ· εἶχε μιά  ἔκφραση  τρόμου·  ἦταν  φανερό  πώς εἶχε δεῖ  ἕνα φρικτό ὄνειρο· φαινόταν ὅμως σά νά εἶχε κιόλας ἐπιστρέψει στήν αἴσθηση τῆς πραγματικότητας καί νά ᾿χε ἀναγνωρίσει πώς ἦταν ψεύτικα τά ὁράματα πού τήν εἶχαν τρομάξει· ἕνα χαμόγελο χαρᾶς, εὐλαβικῆς εὐγνωμοσύνης πρός τό θεό πού ἐπιτρέπει νά ᾿ναι ἡ ζωή λιγότερο σκληρή ἀπ᾿ τά ὄνειρα, φώτισε τό πρόσωπό της καί μ᾿ αὐτή τή συνήθεια νά μιλάει χαμηλόφωνα στόν ἑαυτό της ὅταν νόμιζε πώς ἦταν μόνη, ψιθύρισε: «Δόξα τῷ θεῷ! Μόνη μας ἔννοια εἶναι ἡ παραμαγείρισσα πού ξεγεννάει. Κι ἐγώ πού ὀνειρευόμουν πώς ὁ καημένος μου ὁ Ὀκτάβ εἶχε ἀναστηθεῖ κι ἤθελε νά μέ κάνει νά πηγαίνω περίπατο κάθε μέρα!»
      Ὅταν λέω πώς ἔξω ἀπό πολύ σπάνια γεγονότα σάν αὐτόν τόν τοκετό, ἡ ρουτίνα τῆς θείας μου δέν ἄλλαζε ποτέ, δέν ἀναφέρομαι σέ ἀλλαγές πού, καθώς ἐπαναλαμβάνονταν πάντα μ᾿ ὅμοιο τρόπο καί σέ καθορισμένα χρονικά διαστήματα, βάζανε μέσα σ᾿ αὐτή τή μονοτονία, ἕνα εἶδος δεύτερης μονοτονίας. Ἔτσι κάθε Σάββατο, ἐπειδή ἡ Φρανσουάζ πήγαινε τό ἀπόγευμα στήν ἀγορά τοῦ Ρουσαινβίλ, γευματίζαμε ὅλοι μιάν ὥρα πιό νωρίς. Καί ἡ θεία μου εἶχε περάσει αὐτή τή βδομαδιάτικη ἀλλαγή στίς συνήθειές της, ὥστε ἤθελε νά τηρεῖται ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Εἶχε "μπεῖ στή ρουτίνα της" τόσο καλά, ὅπως ἔλεγε ἡ Φρανσουάζ, ὥστε ἄν τύχαινε ἕνα Σάββατο νά πρέπει νά περιμένει τή συνηθισμένη ὥρα τοῦ γεύματος, αὐτό θά τήν "ἀναστάτωνε" στόν ἴδιο βαθμό, ὅσο κι ἄν ἔπρεπε μιά ἄλλη μέρα νά γευματίσει τήν ὥρα τοῦ Σαββάτου. Αὐτή ἄλλωστε ἡ μεταφορά τῆς ὥρας τοῦ γεύματος ἔδινε γιά ὅλους μας στή μέρα τοῦ Σαββάτου, μιάν ὄψη ξεχωριστή· ἦταν ἕνα ἀπό τά μικρά αὐτά γεγονότα, τά ἐσωτερικά, πού μέσα στίς ἥσυχες ζωές καί τίς κλειστές κοινωνίες, γίνονται τό ἀγαπημένο θέμα συζητήσεων, τῶν ἀστείων, τῶν ἀφηγήσεων, πού τίς ὑπερβάλλει ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τό κέφι του: Ἀπό τό πρωί κιόλας, ἔλεγε ὁ ἕνας στόν ἄλλο μέ κεφάτη διάθεση «Δέν ἔχουμε καιρό γιά χάσιμο, μήν ξεχνᾶτε πώς εἶναι Σάββατο!» Ἄν, στίς δεκάμιση κάποιος ἀφηρημένος ἔβγαζε τό ρολόϊ του λέγοντας: «Ἄντε, ἔχουμε μιάμιση ὥρα ἀκόμα ὥσπου νά γευματίσουμε», ὅλοι ἦταν εὐχαριστημένοι γιατί μποροῦσαν νά ποῦν: «Μά πού τό ᾿χετε τό μυαλό σας; Ξεχνᾶτε πώς εἶναι Σάββατο!». Ἀκόμα καί τό πρόσωπο τ᾿ οὐρανοῦ φαινόταν ἀλλαγμένο. Μετά τό γεῦμα, ὁ ἥλιος, μέ τή "συναίσθηση" πώς ἦταν Σάββατο, σεριάνιζε μιάν ὥρα παραπάνω ψηλά στόν οὐρανό, κι ὅταν κάποιος, νομίζοντας πώς εἴχαμε ἀργήσει γιά τόν περίπατο ἔλεγε: «Πῶς, εἶναι μόνο δύο ἡ ὥρα;» καθώς ἔβλεπε νά περνοῦν οἱ δυό κτύποι στό καμπαναριό τοῦ Σαίντ-Ἰλαίρ, ὅλοι μαζί τοῦ ἀπαντούσαμε: «Εἶναι, γιατί γευματίσαμε μιάν ὥρα πιό νωρίς, τό ξέρετε πώς σήμερα εἶναι Σάββατο». Ἡ ἔκπληξη ἑνός "βαρβάρου" (ἔτσι ὀνομάζαμε ὅσους δέν ἤξεραν τί τό ξεχωριστό εἶχε τό Σάββατο) πού εἶχε ἔρθει στίς 11 γιά νά μιλήσει στό πατέρα μου καί μᾶς βρῆκε καθισμένους στό τραπέζι, ἦταν ἕνα ἀπό τά πράγματα, πού εἶχαν διασκεδάσει περισσότερο τή Φρανσουάζ. Θεωροῦσε ἀκόμα πιό κωμικό ὅτι ὁ πατέρας μου ἀπό τή μεριά του, δέν εἶχε σκεφτεῖ πώς αὐτός ὁ "βάρβαρος" μποροῦσε νά μήν ξέρει καί ἀπαντοῦσε χωρίς ἄλλη ἐξήγηση στήν ἔκπληξη του ἐπειδή μᾶς ἔβρισκε κιόλας στήν τραπεζαρία: «Μά φυσικά εἶναι Σάββατο». Ὄταν ἔφτανε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο τῆς διήγησής της, ἔκλαιγε ἀπό τά γέλια σκουπίζοντας τά δάκρυά της καί, γιά νά αὐξήσει τήν εὐχαρίστησή της, αὐτοσχεδίαζε τί εἶχε ἀπαντήσει ὁ ἐπισκέπτης στόν ὁποῖο αὐτό τό "Σάββατο" δέν ἐξηγοῦσε τίποτα.
      Τό Σάββατο εἶχε ἀκόμα καί τοῦτο τό ἰδιαίτερο, πώς δηλαδή ἐκείνη τήν ἡμέρα, στή διάρκεια τοῦ Μάη, βγαίναμε μετά τό δεῖπνο γιά νά πᾶμε στή λειτουργία "τοῦ μῆνα τῆς Παναγιᾶς" [35].
      Ἐπειδή συναντούσαμε καμιά φορά τόν κύριο Βιντέϊγ, πού ἦταν πολύ αὐστηρός "γιά τό οἰκτρό θέαμα τῶν ἀτημέλητων νέων, μέ τίς ἰδέες τῆς σημερινῆς ἐποχῆ